Λόγια του Pascal
«Ἄν ὑποτάξουμε τά πάντα στό Λόγο, ἡ θρησκεία μας δέν θά διατηρήση τίποτε τό μυστηριῶδες καί τό ὑπερφυσικό. Ἄν πλήξουμε τίς ἀρχές τοῦ Λόγου, ἡ θρησκεία μας θ’ ἀποβῆ παράλογη καί γελοία»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 13). «… στό πνεῦμα διά τῶν λογισμων καί στήν καρδιά διά τῆς χάριτος»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 15). «Ἡ γνῶσι {τοῦ ἀνθρώπου} περί τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν ταυτόχρονη γνῶσι τῆς δικῆς του ἀθλιότητος προκαλεῖ τήν ἀλαζονεία. Ἡ γνῶσι τῆς ἀθλιότητός του χωρίς τή γνῶσι τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ τήν ἀπελπισία. Ἡ γνῶσι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό μέσο, ἐπειδή ἐκεῖ ἀπαντᾶμε καί τό Θεό καί τήν ἀθλιότητά μας»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 31). «Πῶς ἄραγε κι ἕνας χωλός δέν μᾶς ἐξοργίζει, ἐνῶ μᾶς ἐξοργίζει ἕνα χωλό πνεῦμα; Εἶναι πού ὁ χωλός ἀναγνωρίζει ὅτι προχωροῦμε σωστά, ἐνῶ τό χωλό πνεῦμα ἀποφαίνεται ὅτι ἐμεῖς χωλαίνουμε· διαφορετικά, θά νιώθαμε λύπη κι ὅχι θυμό»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 51). «Ἡ Καθολική θρησκεία δέν μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀποκαλύπτουμε τά ἁμαρτήματά μας δημόσια: ἀνέχεται νά παραμένουν κρυφά ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους· πλήν, ὅμως, ἐξαιρεῖ ἕνα, τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο δίνει τήν ἐντολή νά ἀποκαλύψη τά βάθη τῆς καρδιᾶς του καί νά ἐμφανισθῆ τέτοιος πού εἶναι.
Συνεπῶς, ἕνας μόνο ἄνθρωπος στόν κόσμο ὁρίζεται ἀπ’ τή θρησκεία γιά νά μᾶς βγάλη ἀπ’ τήν πλάνη, καί τόν ὑποχρεώνει νά τηρήση ἕνα ἀπαραβίαστο μυστικό, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ συγκεκριμένη γνῶσι ἐνυπάρχει πιά σ’ αὐτόν ὡς μηδέποτε ὑπάρξασα. Μποροῦμε τάχα νά φαντασθοῦμε κάτι πιό ἀξιαγάπητο καί τρυφερό; Ἐντούτοις, ἡ διαφθορά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο μεγάλη ὥστε βρίσκει (63) αὐτό τό νόμο σκληρό· τοῦτος ἀλλωστε εἶναι ἕνας ἀπ’ τούς κύριους λόγους πού μέγα τμῆμα τῆς Εὐρώπης ἐξανέστη κατά τῆς Ἐκκλησίας. Πόσο ἄδικη καί παράλογη πρέπει νά εἶναι ἡ ἀνθρώπινη καρδιά, γιά νά βρίσκη κακή τήν ὑποχρέωσι νά πράξη ἔναντι ἑνός ἀνθρώπου αὐτό πού θά ἦταν σωστό, κατά κάποιο τρόπο, νά πράξη ἔναντι πάντων τῶν ἀνθρώπων! Ἄραγε εἶναι σωστό νά τούς ἐξαπατοῦμε;»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 62). «Εἶναι ὁ Σολομών καί ὁ Ἰώβ πού γνώρισαν πιό βαθιά καί μίλησαν πιό καλά γιά τήν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου· ὁ πρῶτος εὐτυχέστατος, ὁ δεύτερος δυστυχέστατος· ὁ ἕνας γνώριζε τή ματαιότητα τῶν ἀπολαύσεων ἐκ πείρας, ὁ ἄλλος τήν πραγματικότητα τῶν βασάνων»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 72).
«Τρέχουμε ἀπερίσκεπτα πρός τόν γκρεμό, ἀφοῦ πρῶτα ἔχουμε βάλει μπροστά μας κάτι γιά νά μᾶς ἐμποδίζη νά τόν βλέπουμε»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 92). «Δύσπιστοι: οἱ πιό εὔπιστοι. Πιστεύουν στά θαύματα τοῦ Βεσπασιανοῦ, προκειμένου νά μήν πιστέψουν σ’ ἐκεῖνα τοῦ Μωϋσῆ»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 107). «Οἱ μέν φοβοῦνται μήν Τόν χάσουν· οἱ δέ φοβοῦνται μήπως Τόν βροῦν μπροστά τους»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 108). «Ἄς μᾶθουν τουλάχιστον ποιά εἶναι ἡ θρησκεία τήν ὁποία μάχονται, προτοῦ τήν καταπολεμήσουν. Ἄν αὐτή ἡ θρησκεία καυχιόταν ὅτι βλέπει ξεκάθαρα τό Θεό καί ὅτι Τόν κατέχει ἀποκεκαλυμμένο καί χωρίς κανένα προπέτασμα, θά μποροῦσαν νά τή μάχονται· ὄχι, ὅμως, ἄν λέη ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε στόν κόσμο πού νά Τόν καταδεικνύη μέ τοιαύτη προφάνεια. Ἀλλά, μιᾶς καί λέει, ἀντιθέτως, (124) ὅτι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται στά σκότη καί μακρυά ἀπ’ τό Θεό, ὁ Ὁποῖος διαφεύγει ἀπ’ τή γνῶσι τους, ὥστε μέσα στίς Γραφές ν’ ἀποκαλεῖται Deus absconditus {κρυμμένος Θεός} (Ἡσ 45, 15), κι ἐφόσον, τέλος, μοχθῆ νά ἑδραιώση ἐξίσου αὐτά τά δύο πράγματα: ὅτι ὁ Θεός χάρισε στήν Ἐκκλησία σημεῖα αἰσθητά, προκειμένου ν’ ἀναγνωρίσουν ἀπό ἐκείνους πού Τόν θηρεύουν εἰλικρινά, καί ὅτι τά κάλυψε ἔτσι ὥστε νά διακρίνεται μόνο ἀπό ἐκείνους πού τά ἀναζητοῦν ἀπό βάθους καρδίας, ποιό κέρδος μποροῦν νά ἔχουν ὅταν, μέσα στήν ἀκηδία τους, ὅπου ἔκαναν ἐπάγγελμα βίου τήν ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας, κραυγάζουν πώς τίποτε δέν τούς τήν ἀποκαλύπτει, γιατί τό σκότος μέσα στό ὁποῖο βρίσκονται, καί τό ὁποῖο ἀποδίδουν στήν Ἐκκλησία, οὐσιαστικά θεμελιώνει ἕνα ἀπ’ τά πράγματα τά ὁποῖα αὐτή ὑποστιρίζει, χωρίς ν’ ἀγγίζη τό ἄλλο, καί στερεώνει τή διδασκαλία της, ὥστε νά μήν εἶναι εὔκολη ἡ καταστροφή της;»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 123). «Ἔστω ἕνας κληρονόμος πού βρίσκει τούς τίτλους τοῦ οἴκου του. Θά πῆ “Μπάς κι εἶνι πλαστοί;” καί θ’ ἀμελήση τόν ἔλεγχό τους;»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 133). «Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες πρόσωπων: αὐτοί πού ὑπηρετοῦν τό Θεό, ἀφοῦ Τόν βρῆκαν· αὐτοί πού καταγίνονται στήν ἀναζήτησί Του, χωρίς νά Τόν ἔχουν βρεῖ· οἱ ἄλλοι πού ζοῦν χωρίς νά Τόν ἀναζητοῦν καί χωρίς νά Τόν ἔχουν βρεῖ. Οἱ πρῶτοι εἶναι λογικοί καί εὐτυχισμένοι· οἱ τελευταῖοι εἶναι τρελλοί καί δυστυχισμένοι· ὅσο γιά τούς μεσαίους, εἶναι δυστυχεῖς καί λογικοί»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 136). «Δέν πρέπει νά συγχέουμε καί νά ἐξισώνουμε πράγματα πού δέν μοιάζουν παρά μόνο ὡς πρός τήν ἀσάφεια καί καθόλου ὡς πρός τή σαφήνεια, ἡ ὁποία μᾶς κάνει νά σεβόμασθε τήν ἀσάφεια»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 152). «Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν πλάσθηκε γιά τό Θεό, γιατί μόνο ἐν Θεῷ εἶναι εὐτυχής; Ἄν ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιά τό Θεό, γιατί ἀντιστέκεται τόσο στό Θεό;»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 162). «Ἡ φύσι παρουσιάζει τελειότητες, γιά νά δείξη ὅτι εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, καί ἐλαττώματα, γιά νά δείξη ὅτι δέν εἶναι παρά μονάχα εἰκόνα Του»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 162). «Τί ἄλλο νά αἰστανθῆ κανείς, ἄν ὄχι ἐκτίμησι, πρός μιά θρησκεία πού γνωρίζει τόσο καλά τά ἐλαττώματα τοῦ ἀνθρώπου, καί λαχτά(163)ρα γιά τήν ἀλήθεια μιᾶς θρησκείας πού ὑπόσχεται τόσο εὐκταῖα φάρμακα;»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 162). «Μόλις ἡ Χριστιανική θρησκεία ἀποκαλύπτει αὐτή τήν ἀρχή, δηλαδή ὅτι ἡ φύσι τῶν ἀνθρώπων εἶναι διεφθαρμένη κι ἔκπτωτη ἀπ’ τό Θεό, μοῦ ἀνοίγει τά μάτια (164) γιά νά δῶ παντοῦ τό χαρακτῆρα αὐτῆς τῆς ἀληθείας· γιατί ἡ φύσι ἔχει τήν ἰδιοτυπία νά καταδεικνύη παντοῦ ἕνα ἀπολεσθέντα Θεό _μέσα στόν ἄνθρωπο κι ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου_ καί μιά διεφθαρμένη φύσι»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 163). «Γιά νά κατασθῆ ἀληθινή μιά θρησκεία, πρέπει νά ἔχη γνωρίσει τή φύσι μας. Ὀφείλει νά ἔχη γνωρίσει τό μεγαλεῖο καί τή μικρότητα, ὅσο καί τήν αἰτία καί τῶν δύο. Ποιά τή γνώρισε, ἐκτός ἀπ’ τή Χριστιανική;»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 165). «Ταπεινώσου, ἀνίσχυρη λογική· σιώπησε, ἀνόητη φύσι»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 170). «Ἐπιτέλους, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε ποτέ διαφθαρεῖ, θά ἔχαιρε μέσα στήν ἀθωότητα καί τήν ἀλήθεια καί τήν εὐδαιμονία μέ ἀσφάλεια· καί, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀνέκαθεν διεφθαρμένος, δέν θά εἶχε ἰδέα οὔτε γιά τήν ἀλήθεια οὔτε γιά τή μακαριότητα. Ἀλλά, δυστυχῶς καθώς εἴμασθε, καί μάλιστα σάν νά μήν ὑπῆρχε ἴχνος μεγαλείου μέσα μας, ἔχουμε μιά προϊδέασι τῆς εὐτυχίας, καί δέν μποροῦμε νά τή φτάσουμε· προσλαμβάνουμε μιά εἰκόνα τῆς ἀληθείας, καί κατέχουμε μόνο τό ψεύδος: ἀνήμποροι ν’ ἀγνοοῦμε ἀπολύτως καί νά γνωρίζουμε (171) μέ βεβαιότητα, εἶναι κατάδηλο πώς ὑπήρξαμε σέ μιά βαθμίδα τελειότητος ἀπ’ τήν ὁποία δυστυχῶς ἐκπέσαμε. Κατά παράδοξο τρόπο πάντως, τό πιό μεμακρυσμένο ἀπ’ τή γνῶσι μας μυστήριο, αὐτό πού ἀφορᾶ στή μεταβίβασι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, εἶναι κάτι ἄνευ τοῦ ὁποίου ἀδυνατοῦμε νά ἔχουμε τήν παραμικρή γνῶσι γιά τόν ἑαυτό μας. Γιατί δέν χωράει ἀμφιβολία ὅτι τίποτε δέν σκανδαλίζει περισσότερο τή λογική μας ὅσο τό νά λέμε ὅτι τό ἁμάρτημα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἐνοχοποίησε κι ἐκείνους πού, ὄντας τόσο μακρυά ἀπό αὐτή τήν πηγή, μοιάζουν ἀνήμποροι νά μετάσχουν. Τούτη ἡ ἐξέλιξι δέν μᾶς φαίνεται μόνο ἀδύνατη, μᾶς φαίνεται ἐπιπλέον καί λίαν ἄδικη· καθότι τί ἀντιβαίνει περισσότερο τούς κανόνες τῆς ἀθλίας δικαιοσύνης μας ἀπ’ τήν αἰώνια καταδίκη ἑνός ἄβουλου παιδιοῦ, γιά ἕνα ἁμάρτημα στό ὁποῖο φαίνεται νά μετεῖχε τόσο ἐλάχιστα, ἐφόσον διεπράχθη ἕξι χιλιάδες χρόνια προτοῦ γεννηθῆ; Ἀσφαλῶς τίποτε δέν μᾶς κτυπάει τόσο σκληρά ὄσο αὐτή ἡ διδασκαλία· παραταῦτα, χωρίς αὐτό τό μυστήριο, τό πιό ἀκατανόητο ἀπ’ ὅλα, παραμένουμε ἀκατανόητοι γιά μᾶς τούς ἴδιους. [ὑπ.: Μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι πολύ πιό εὔκολο νά τό συλλάβουμε παρά νά συλλάβουμε, χωρίς τή γνῶσι αὐτή, τή φύσι τοῦ ἀνθρώπου _ὁπότε ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν’ ἀποκτήση τό γνῶθι σαυτόν παρά μέσῳ ἑνός ἀσύλληπτου μυστηρίου: ὁ ἴδιος εἶναι ἕνα θαῦμα πιό ἀκατανόητο ἀπ’ τό ἀκατανόητο μυστήριο διά τοῦ ὁποίου μόνος αὐτός μπορεῖ νά κατανοήση τή φύσι]. Ὀ κόμπος τῆς συνθήκης μας θηλιάζεται καί συστρέφεται μέσα σέ τούτη τήν ἄβυσσο· μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀποβαίνει χωρίς αὐτό τό μυστήριο πιό ἀκατανόητος ἀπ’ ὅσο ἀκατανόητο εἶναι τό μυστήριο αὐτό γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀπό ποῦ τεκμαίρεται ὅτι ὁ Θεός, θέλοντας νά καταστήση τή δυσκολία τῆς καταστάσεώς μας νοητικά ἀπροσπέλαστη σ’ ἐμᾶς (172) τούς ἴδιους, ἔκρυψε τόν κόμπο τόσο ψηλά, ἤ, πιό σωστά, τόσο χαμηλά, ὥστε ν’ ἀδυνατοῦμε νά τόν φτάσουμε; Ἔτσι, μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας ὄχι μέσῳ τῶν ἐπηρμένων ἀνησυχιῶν τοῦ Λόγου, ἀλλά διά τῆς ἁπλῆς ὑποταγὴς τοῦ Λόγου»(Blaise Pascal, Σκέψεις, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2002, 170).