GPS για τον Παράδεισο

«Ὅπως συμβαίνει καί γιά τά ἐπίγεια ταξίδια, βοηθάει πολύ μιά σύγχρονη ἐφεύρεσι πού, φωνητικά καί ὀπτικά, ὑπαγορεύει τό ἀκολουθητέο δρομολόγιο: τό GPS (Global Positioning System) —τό Σύστημα Καθορισμοῦ Θέσεως στήν Ὑδρόγειο. Καί, βέβαια, στό πνευματικό ταξίδι πρός τόν Παράδεισο αὐτοί πού ὑποδεικνύουν διαδρομές, ἀλλά, ταυτόχρονα, καί βοηθοῦν εἶναι οἱ Ἅγιοι καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού βάδισαν πρίν ἀπό μᾶς τόν ἴδιο δρόμο καί ξέρουν τίς κακοτοπιές, ἀλλά καί τίς σωστικές ὀάσεις του. Ἄς πάρουμε, λοιπόν, τίς πνευματικές ὁδηγίες τους καί ἄς ξεκινήσουμε. Καί, ὅπως καί στά ἀεροπορικά ταξίδια, ὁ πιλότος (ὁ Κύριός μας) καί τό πλήρωμα (ἡ Παναγία, οἱ Ἅγιοι καί οἱ Ἄγγελοι) μᾶς καλωσορίζουν καί μᾶς εὔχονται καλό ταξίδι.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ Link to heading

Ἐπίσης: «Θανάτωσε τήν ἁμαρτία καί τότε θά εἶναι περιττά τά δάκρυα τῆς ὀδύνης στούς ὀφθαλμούς σου. Ὅπου δέν ὑπάρχει πληγή, δέν χρειάζεται νυστέρι. Στόν Ἀδάμ πρίν ἀπό τήν παράβασι δέν ὑπῆρχαν δάκρυα, ὅπως ἀκριβῶς καί (στούς δικαίους) μετά τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, ἐφόσον θα ἔχη καταργηθῆ ἡ ἁμαρτία καί “θά ἔχη ἐξαφανισθῆ ἡ ὀδύνη, ἡ λύπη καί ὁ στεναγμός”(Ἡσ 35, 10)». Ὁ ὅσ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος τονίζει: «Ποιός νά μήν ἐκπλαγῆ, διότι μέ τά δάκρυα λίγης ὥρας, ἀκόμη καί στήν ἴδια τήν ἑνδεκάτη ὥρα, ὁ Θεός συγχωρεῖ μύρια παραπτώματα, καί γιατρεύει, ἐπίσης, μύρια τραύματά μας· καί γιατρεύοντας, πάλι χαρίζει τό μισθό τῶν δακρύων. Διότι αὐτή εἶναι ἡ συνήθεια τῆς χάριτός Του· ὕστερα δηλαδή ἀπό τή θεραπεία, δίνει πολύ μισθό». Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει: «Ἡ σωματική ἐργασία προηγεῖται τῆς ψυχικῆς, ὅπως τό χῶμα προηγήθηκε τοῦ ἐμφυσήματος τῆς ψυχῆς στόν Ἀδάμ». Ὁ ὅσ. Κύριλλος ὁ Φιλεώτης ἐπισημαίνει: «Ἄν θέλης νά ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν κακία “ἀπόφευγε τό κακό καί πράττε τό ἀγαθό”(πρβλ. Α´ Πέτρ 3, 11· Γ´ Ἰω 11), δηλαδή πολέμησε τούς ἀόρατους ἐχθρούς, γιά νά ἐλαττώσης τά πάθη· ἔπειτα νά ἀγρυπνῆς γιά νά μήν αὐξηθοῦν πάλι. Πολέμησε ἀκόμη γιά νά ἀποκτήσης τίς ἀρετές καί μετά νά ἀγρυπνῆς, γιά νά τίς διαφυλάξης· καί αὐτό ἀσφαλῶς θά σημαίνη τό ρητό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης “νά ἐργάζεσθε καί νά φυλάσσετε τόν Παράδεισο”(Γεν 3, 15)».

Κήρυττε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄν, αὐτά πού γίνονται, εἶναι ἁμαρτωλά, ἀκόμη κι ἄν εἶναι παληά συνήθεια κατάστρεψέ τα· ἄν δέν εἶναι πονηρά, ἀκόμα κι ἄν δέν εἶναι συνήθεια, εἰσάγαγε καί καταφύτεψέ τα». «Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἔλεγε ὅτι “εἶναι προτιμότερο νά πηγαίνης, ἀκόμη καί κουτσαίνοντας πρός τή σωστή κατεύθυνσι, παρά νά τρέχης μ᾽ ὅλη σου τή δύναμι πρός ἐσφαλμένη κατεύθυνσι”». «Ἡ μέν στόν Κύριο ἐλπίδα καί τό θάρρος δέν μᾶς ἀφήνει νά ἀπελπισθοῦμε· ὁ δέ στόν Κύριο πάλι φόβος δέν μᾶς ἀφήνει νά ἁμαρτήσουμε». «Κάνε, καθώς ἔκανε ἕνας Ὅσιος, πού ὅταν ὁ διάβολος ἀνέβαινε πρός τήν κορυφή τῆς σκάλας, αὐτός κατέβαινε πρός τά κάτω· καί ὅταν ὁ διάβολος κατέβαινε πρός τά κάτω, αὐτός ἀνέβαινε πρός τήν κορυφή. Δηλαδή, ὅταν ὁ διάβολος δοκίμαζε νά τόν παρακινήση σέ καμμία ὑπερβολική αὐθάδεια καί ὑπερηφάνεια, αὐτός ἐδιαφεντεύετο (: ζοῦσε) μέ τίς αἰτίες τοῦ φόβου καί τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ· καί ὅταν ὁ διάβολος δοκίμαζε νά τόν ρίξη σέ ὑπερβολικό φόβο καί ἀπελπισία, αὐτός ἐδιαφεντεύετο μέ τά αἴτια τῆς ἐλπίδος καί τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ».

ΚΑΛΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ Link to heading

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει: «Εἶναι καλύτερο νά καταβάλη κανείς τά πάθη μέ τήν ἐνθύμησι τῶν ἀρετῶν, παρά μέ τήν ἔνστασι πρός αὐτά· ἐπειδή ὅταν διεγερθοῦν τά πάθη, καί κινηθοῦν σέ πόλεμο, τότε ἐντυπώνουν σχήματα καί εἴδωλα στό νοῦ· διότι ὁ πόλεμος αὐτός τῶν παθῶν ἔχει πολλή καί μεγάλη δύναμι κατά τοῦ νοῦ, ἀφοῦ ταράζει καί θορυβεῖ τίς ἐνθυμήσεις· ἀλλά ὅταν, κατά τόν πρῶτο ὅρο τῆς ἐνθυμήσεως τῶν ἀρετῶν, τά νικήση κανείς αὐτά, τότε οὔτε ἴχνος παθῶν δέν φαίνεται πλέον στό νοῦ». Ὁ ὅσ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος ἐπισημαίνει: «Μήπως μπορεῖ τό νησί πού βρίσκεται στή μέση τῆς θάλασσας νά ἐμποδίση τά κύματα νά μή κτυποῦν ἐπάνω του; Δέν μπορεῖ νά τά ἐμποδίση, ἀλλά ξέρουμε ὅτι τό νησί ἀντιστέκεται στά κύματα. Ἔτσι καί μεῖς δέν μποροῦμε νά ἐμποδίσουμε τούς λογισμούς, μποροῦμε, ὅμως, νά ἀντιστεκώμασθε στούς λογισμούς». Ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς τόνιζε: «Ἡ κακή σκέψι ἀμέσως μόλις ἀνακοινωθῆ χάνει τή δύναμί της. Καί πρίν ἀκόμη καταδικασθῆ τό ἀπαίσιο φίδι μέ τή δύναμι τῆς ἐξομολογήσεως, σύρεται, κατά κάποιο τρόπο, ἔξω ἀπ᾽ τή σκοτεινή σπηλιά του, ἔρχεται στό φῶς καί διώχνεται μακρυά ντροπιασμένο. Οἱ κακές σκέψεις κυριαρχοῦν μέσα μας, ὅσο αὐτές μένουν κρυμμένες στήν καρδιά μας». «Τά πονηρά πνεύματα δέν μποροῦν νά γνωρίζουν τή φύσι τῶν λογισμῶν μας. Ἀλλά αὐτό γίνεται μόνο ἐξωτερικά, ἀπό συμπεράσματα πού στηρίζονται σέ κάποια φαινόμενα, ὅπως εἶναι αὐτά πού ἐκφράζουν τίς διαθέσεις μας ἤ τά λόγια μας ἤ ἀκόμη κι οἱ ἀσχολίες, στίς ὁποῖες βλέπουν ὅτι ἔχουμε ἰδιαίτερη κλίσι. Ἀλλά οἱ λογισμοί, πού δέν ἔχουν ἀκόμη βγῆ ἀπ᾽ τά βάθη τῆς ψυχῆς μας, τούς εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσιτοι. Ἄν οἱ λογισμοί τούς ὁποίους μᾶς ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες ἔχουν γίνει ἀποδεκτοί ἀπό μᾶς ἤ ὄχι, αὐτό δέν τό γνωρίζουν οἱ δαίμονες. Ἐπειδή αὐτοί δέν ἔχουν τή δυνατότητα τῆς κοινωνίας μέ τήν ψυχή μας —δηλαδή, δέν εἶναι σέ θέσι νά παρακολουθήσουν τήν ἐσωτερική διεργασία τῶν λογισμῶν μας, ἡ ὁποία εἶναι καλυμμένη κι ἄγνωστη— ἀλλά τό ἀντιλαμβάνονται ἀπ᾽ τίς ἐξωτερικές μας κινήσεις κι ἀπ᾽ τίς ἐνδείξεις τίς ὁποῖες παρουσιάζει ἡ συμπεριφορά μας. Ὑποβάλλουν γιά παράδειγμα στόν ἄνθρωπο τή ροπή πρός τό πάθος τῆς λαιμαργίας. Ἄν δοῦν τόν ἄνθρωπο νά σηκώνεται καί νά κοιτάζη πρός τό παράθυρο ἤ πρός τό μέρος τοῦ ἡλίου σκεπτικά καί νά ζητᾶ νά μάθη ἐναγώνια τί ὥρα εἶναι, τότε πληροφοροῦνται μ᾽ αὐτό τό σημάδι ὅτι ὁ πειρασμός τῆς λαιμαργίας ἔχει γίνει ἀποδεκτός ἀπ᾽ αὐτόν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν περίπτωσι τοῦ πειρασμοῦ τῆς πορνείας. Ἄν τά πονηρά πνεύματα παρατηρήσουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέχεται χωρίς ἀντίστασι τό βέλος τοῦ πάθους, ἄν δοῦν δηλαδή ὅτι ἡ σάρκα ἐρεθίσθηκε κι ὅτι αὐτός δέν λυπήθηκε καί δέν ἔκλαψε, ὅπως θά ἔπρεπε νά εἶχε κάνει τή στιγμή κατά τήν ὁποία δέχθηκε τήν προσβολή, τότε ἀντιλαμβάνονται ὅτι τό κεντρί τῆς κακῆς ἐπιθυμίας ἔχει ἤδη καρφωθῆ στά βάθη τῆς ψυχῆς του.Σχετικά μέ τούς πειρασμούς τῆς θλίψεως, τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς, οἱ δαίμονες πληροφοροῦνται τά ἀποτελέσματα τῆς πειρασμικῆς ὑποβολῆς ἀπ᾽ τίς κινήσεις κι ἀπ᾽ τή συναισθηματική φόρτισι τήν ὁποία ἐκδηλώνει ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ἡ προσβολή ἔχη εἰσχωρήσει κι ἔχη πλήξει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τό διακρίνουν ἀπό μιά σιωπηλή διέγερσι, ἀπό ἕνα ἀγανακτισμένο ἀναστεναγμό, ἀπό μιά ἀλλαγή, ἀπ᾽ τή χλωμάδα δηλαδή ἤ ἀπ᾽ τό κοκκίνισμα τοοῦ προσώπου. Αὐτά εἶναι τά μέσα, μέ τά ὁποῖα ἡ λεπτή νοημοσύνη τους διακρίνει ποιός ἄνθρωπος ἔχει παραδοθῆ σ᾽ ἕνα πάθος καί σέ ποιό ἀκριβῶς πάθος. Ἔτσι γιά καθένα ἀπό μᾶς γνωρίζουν μέ σιγουριά τί μᾶς ἀρέσει ἤ ὄχι. Δηλαδή, ἀπ᾽ τήν πρώτη ἀντίδρασι, τήν ὁποία ἡ δαιμονική προσβολή προκαλεῖ στό σῶμα μας, ἀπό μιά χειρονομία ἤ ἀπό μιά κίνησί μας, τά πονηρά πνεύματα συμπεραίνουν μέ βεβαιότητα ὅτι ὁ πειρασμός τόν ὁποῖο ἐξαπέλυσαν ἔχει κερδίσει τή συγκατάθεσί μας, γιά τήν ὁποία ἐμεῖς πιά θά ἔχουμε τήν εὐθύνη. Σέ γενικές γραμμές, δέν εἶναι παράδοξο καί πρωτόγνωρο τό ὅτι τά πονηρά πνεύματα ἀντιλαμβάνονται τά αἰσθήματά μας καί τίς ἀντιδράσεις μας, ἐφόσον τήν ἴδια δυνατότητα μπορεῖ νά ἔχη κι ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος. Ἕνας εὔστροφος ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ καί μέ τή θέα ἀκόμη τοῦ προσώπου, καί μέ τήν ἐξωτερική, δηλαδή, ἐμφάνισι ἑνός ἀνθρώπου, ν᾽ ἀναγνωρίση τήν ἐσωτερική κατάστασί του. Πόσο, λοιπόν, περισσότερο θά μποροῦν νά τό κάνουν αὐτό οἱ δαίμονες, πού εἶναι ἐξαιτίας τῆς πνευματικῆς τους φύσεως, πολύ πιό εὐαίσθητοι καί πολύ πιό ὀξυδερκεῖς ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους; Ὑπάρχουν ὁρισμένοι κλέφτες πού μπαίνουν ἀθόρυβα μέσα στά σπίτια καί ψάχνουν γιά τά ἀντικείμενα τά ὁποῖα καλύπτει τό σκοτάδι. Καθώς, λοιπόν, αὐτοί κινοῦνται μέσα στό πυκνό σκοτάδι τῆς νύκτας, ρίχνουν, μέ πολύ ἐπιδέξιο τρόπο, ἕνα μικρό βότσαλο. Ἀπ᾽ τόν ἦχο τόν ὁποῖο αὐτό προκαλεῖ, συμπεραίνουν οἱ κλέφτες τήν ὕπαρξι τῶν θησαυρῶν, τῶν μεταλλικῶν καί μή, ὅλων δηλαδή αὐτῶν τά ὁποῖα ἐξαιτίας τοῦ σκοταδιοῦ δέν μποροῦν οἱ ἴδιοι νά διακρίνουν. Ἔτσι κάνουν καί οἱ δαίμονες.

Γιά ν᾽ ἀνιχνεύσουν τούς θησαυρούς τῆς καρδιᾶς μας, ρίχνουν πάνω στόν ἄνθρωπο τό βότσαλο τῶν πειρασμῶν. Ἀπ᾽ τίς διάφορες ἀντιδράσεις τοῦ ἀνθρώπου, πού δέχθηκε τόν πειρασμό, ἀντιλαμβάνονται οἱ δαίμονες τήν ἀπήχησι τήν ὁποία εἶχε μέσα του ἡ προσβολή. Ὅπως ὁ κτύπος πού θά ἔβγαινε ἀπ᾽ τό ρίξιμο ἑνός βότσαλου στό σκοτεινό δωμάτιο, ἔτσι κι ἡ ἀντίδρασι τοῦ ἀνθρώπου δίνει στούς δαίμονες τή δυνατότητα ν᾽ ἀναγνωρίσουν κάθετί πού εἶναι κρυμμένο στά κατάβαθα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς». Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης ἔγραφε: «Ὅταν ὁ ἀδελφός σου ἁμαρτάνη ἐναντίον σου κατά ὁποιοδήποτε τρόπο —λόγου χάριν, ἄν σέ κατηγορῆ ἤ διαστρέφη τά λόγια σου— μήν τόν καταδικάσης μέσα σου. Συλλογίσου τί καλές πλευρές ἔχει στό χαρακτῆρα του. Κάθε ἄνθρωπος, ὅσο ἀχρειωμένος κι ἄν εἶναι δέν παύει νά ἔχη καί κάποιες καλωσύνες. Οἱ χρυσωρύχοι δέν λογαριάζουν τήν ἄμμο πού περιβάλλει τούς κόκκους τοῦ χρυσοῦ, παρά μονάχα αὐτούς τούς κόκκους. Κι ὅσο λίγοι κι ἄν εἶναι, αὐτούς ὑπολογίζουν καί ξεπλένουν τό μῖγμα γιά νά τούς ἀποκτήσουν. Κατά παρόμοιο τρόπο κι ὁ Θεός ἐνεργεῖ μέ μᾶς, ξεπλένοντάς μας ἀπ᾽ τά προσμίγματα τῆς ἁμαρτίας». «Ὅποιος θέλει νά ἐκμηδενίση πονηρές πράξεις, πρέπει πρῶτα νά ξερριζώση τίς πονηρές σκέψεις. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νά συγκρατήση τή ροή τοῦ νεροῦ, πρέπει πρῶτα νά ξεράνη τήν πηγή. Ἔτσι, λοιπόν, κανένας νά μή δικαιολογῆ τόν ἑαυτό του λέγοντας: “Δέν εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀφοῦ δέν ἔχω σκοτώσει, οὔτε ληστέψει, οὔτε βλασφημήσει κανέναν, οὔτε ἔχω πεῖ σέ κανένα ψέματα”. Δεῖτε, εἴμασθε γεμάτοι ἀπό θανατηφόρες σκέψεις κλοπῆς, βλασφημίας καί ὑποκρισίας! Κι ἄν δέν ἔχουμε διαπράξει ἁμαρτία μέ τίς πράξεις μας, αὐτό εἶναι μόνο χάρις στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί στίς ἐξωτερικές περιστάσεις. Ἄν ὁ Θεός τό εἶχε ἐπιτρέψει κι ἄν οἱ συνθῆκες ἦταν κατάλληλες, ἴσως θά εἴχαμε διαπράξει ὅλες τίς παραπάνω ἁμαρτίες τίς ὁποῖες σκεφθήκαμε. Τό φίδι εἶναι δηλητηριῶδες ὄχι μόνο ὅταν δαγκώση, ἀλλά καί ὅταν δέν δαγκώση —διότι τό δηλητήριο τό φέρει μέσα του». «—Δέν μοῦ λέτε, ποιό ἔχει περισσότερη δύναμι, τό νερό ἤ ἡ φωτιά; —Χμ… τό νερό, Γέροντα, ἀπάντησε ὁ ἕνας. —Ἄν ἔχουμε μιά μεγάλη φωτιά καί ρίξουμε ἕνα ποτήρι νερό θά σβήση; —Ὄχι, Γέροντα· ἡ φωτιά ἔχει περισσότερη δύναμι, εἶπε ὁ δεύτερος. —Ἄν ἔχης μιά μικρή φωτιά καί ρίξης ἕνα τενεκέ νερό θά σβύση; —Ναί Γέροντα. —Οὔτε τό νερό οὔτε ἡ φωτιά ἔχει περισσότερη δύναμι, ἀλλά ἡ ποσότητα. Ἔτσι καί στά πνευματικά. Ἄν μέσα σας ὑπερισχύη τό κοσμικό φρόνημα, αὐτό θά κατανικήση τό πνευματικό. Ἄν, ὅμως, ὁ νοῦς σου εἶναι στραμμένος στά πνευματικά, θά κατανικηθῆ τό σαρκικό». π. Παΐσιος: «Ὅταν βλέπουμε τά σφάλματα τῶν ἄλλων καί τά κρίνουμε, σημαίνει αὐτό ὅτι ἡ ψυχική μας ὅρασι δέν ἔχει καθαρίσει καλά καί βλέπουμε τούς ἀνθρώπους σάν δένδρα. Παραβολή τοῦ τυφλοῦ! Νά φτιάξουμε ἕνα ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν. Ἄν ἕνα ἐργοστάσιο βγάζη σφαῖρες καί τοῦ ρίξης μέσα σίδερο, θά βγάλη σφαῖρες. Ἄν φτιάχνη δισκοπότηρα καί τοῦ ρίξης χρυσό, θά βγάλη χρυσά δισκοπότηρα. Ἄν τοῦ ρίξης σίδερο, θά βγάλει σιδερένια. Ὅ,τι λογισμό ρίχνουμε στό νοῦ, αὐτό καί παίρνουμε. Ἐξαιτίας μας ὁ πειρασμός πειράζει τήν ἀδελφή [μιλοῦσε σέ μοναχές]. Ὅταν προσευχώμασθε νά μᾶς δώση ὁ Θεός ἀγάπη, τότε ἐξαιτίας μας μπορεῖ νά ἀρρωστήση μιά ἀδελφή, γιά νά μᾶς δώση δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τήν ἀγάπη, ὅταν θά ζητάη βοήθεια ἡ ἀσθενής. Μπορεῖ νά σοῦ ζητάη τσάι ἤ κάτι ἄλλο γιά νά δῆ ὁ Θεός τήν ἀγάπη μας καί τήν ὑπομονή μας. Ἀκόμα καί ἀπό τούς προεστῶτες ἀφαιρεῖ λίγο τή Χάρι Του ὁ Θεός, ὥστε νά μᾶς μιλήσουν ἀπότομα. Γιά νά δώσουμε ἐξετάσεις στήν ἀρετή μας, νά δῆ ἄν θά κατακρίνουμε ἤ ὄχι, ἀφοῦ Τοῦ ζητᾶμε νά μᾶς δώση τό ἀκατάκριτο. Ἔτσι στέλνει ὁ Θεός τίς ἀρετές. Ὄχι πόσα κιλά θέλεις ἀγάπη, πάρε. Πόση ταπείνωσι, πάρε. Δέν μᾶς τίς φέρνει σέ χαρτοσακοῦλες τίς ἀρετές ὁ Θεός. Μᾶς δίνει μόνο τίς ἀνάλογες εὐκαιρίες». «Νά μή μένη πολύ χρόνο μέσα σας ὁ κακός λογισμός, γιατί κάνει ζημιά. Μοιάζει μέ τή μύγα πού κάθεται πάνω στό κρέας καί γεννάει αὐγά. Σέ λίγο τό κρέας σκουληκιάζει. Ἔτσι καί ὁ κακός λογισμός, ὅταν μείνη στό νοῦ, κάνει μεγάλη ζημιά». «Ἕνας καλός λογισμός ἰσοδυναμεῖ μέ μιά πολύωρη ἀγρυπνία! Ἔχει μεγάλη δύναμι. Ὅπως τώρα κάποια νέα ὅπλα σταματοῦν μέ ἀκτῖνες laser τόν πύραυλο στή βάσι του καί τόν ἐμποδίζουν νά ἐκτοξευθῆ, ἔτσι καί οἱ καλοί λογισμοί προλαβαίνουν καί καθηλώνουν τούς κακούς λογισμούς στά “ἀεροδρόμια” τοῦ διαβόλου, ἀπό τά ὁποῖα ξεκινοῦν». ΑΝΑΒΟΛΗ Ἡ ἀναβολή τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα εἶναι ἕνα ἀπό τά ἰσχυρότερα ὅπλα τοῦ διαβόλου. Πολλοί ἄνθρωποι πέφτουν στήν παγίδα του κι ἔτσι τό «κάλλιο ἀργά παρά ποτέ» καταντάει νά γίνεται «κάλλιο ποτέ παρά ἀργά». «Ὅσο ὁ διάβολος δείχνει προθυμία, τόσο ἐμεῖς ἀμελοῦμε καί ραθυμοῦμε». «Μή συλλογίζεσαι λέγοντας· “Εἶναι πολύς ὁ χρόνος τῆς ἀσκήσεως καί βαρύς καί ἐγώ εἶμαι ἀμελής καί ἀδύνατος καί δέν μπορῶ νά ἀγωνισθῶ”. Ἄκουσε μέ προσοχή τά λόγια τῆς ὡραίας καί καλῆς συμβουλῆς· μάθε καλά τί σοῦ λέω, φιλόχριστε ἀδελφέ. Ἄν θελήσης νά ἀναχωρήσης σέ ἄλλη μακρινή χώρα, δέν μπορεῖς νά διανύσης τήν ἀπόστασι ὅλου τοῦ δρόμου σέ μιά ὥρα, ἀλλά, ὑπολογίζοντας τό περπάτημά σου καθημερινά, κάνεις στάσι καί ἀναχωρεῖς, καί μετά ἀπό καιρό καί κόπο φθάνεις στή χώρα τήν ὁποία ζητᾶς. Ἔτσι εἶναι ἡ οὐράνια βασιλεία καί ἡ τρυφή τοῦ παραδείσου. Ὁ καθένας φθάνει ἐκεῖ μέ νηστεῖες καί ἐγκράτεια καί ἀγρυπνίες καί ἀγάπη. Αὐτοί εἶναι οἱ δρόμοι πού ὁδηγοῦν στόν οὐρανό, πρός τό Θεό. Μή φοβηθῆς νά βάλης ἀρχή τοῦ καλοῦ δρόμου, πού φέρνει στή ζωή. Νά θέλης μόνο νά βαδίσης στό δρόμο, καί ἄν βρεθῆς ὁλοπρόθυμος, ἀμέσως ὁ δρόμος γίνεται ἴσιος μπροστά σου. Καί, βαδίζοντας μέ χαρά, κάνεις στάσεις, τερπόμενος σ᾽ αὐτές· διότι δυναμώνουν τά βήματα τῆς ψυχῆς σου στήν κάθε στάσι. Καί γιά νά μή βρῆς δυσκολία στό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή ζωή, ὁ Κύριος ὁ ἴδιος ἔγινε διά μέσου τοῦ ἑαυτοῦ Του δρόμος τῆς ζωῆς (πρβλ. Ἰω 14, 6), γιά ὅσους θέλουν νά ἀναχωρήσουν καί νά ἔλθουν μέ χαρά στόν Πατέρα τῶν Φώτων (πρβλ. Ἰακ 1, 17)». «Εἶπε κάποιος Γέροντας: “Τό νἆσαι ἀκριβομίλητος, τ’ ἀηδόνι σέ μαθαίνει. Τόν ἕνα μῆνα κελαϊδεῖ, τούς ἕνδεκα σωπαίνει”». Ὁ Στάρετς Βαρσανούφιος μᾶς μεταφέρει μιά τρομακτική ἐμπειρία του: «Ἔρχεται στήν μνήμη μου ἀπό παληότερες ἐποχές ἡ μορφή ἑνός ἀπό τούς πολύ γνωστούς μου: τοῦ μουσικοσυνθέτη Πασχάλωφ. Εἶχε μεγάλο ταλέντο. Στίς συναυλίες τίς ὁποῖες ἔδινε συγκεντρώνονταν χιλιάδες κόσμος. Ἐγώ σάν κοσμικός ἤμουν πολύ λάτρης τῆς μουσικῆς. Ἔπαιζα καί φυσαρμόνικα. Καί γιά νά τελειοποιηθῶ στό παίξιμό της ἄρχισα νά παίρνω μαθήματα. Μοῦ τά ἔκανε ὁ Πασχάλωφ. Στήν ἀρχή μοῦ ζητοῦσε πολύ μεγάλη ἀμοιβή γιά τό κάθε του μάθημα. Μά ἐγώ ἔχοντας χρήματα εἶχα συμφωνήσει. Ἀργότερα, ὅμως, μέ ἀγάπησε τόν ἀνάξιο. Μοῦ πρότεινε λοιπόν, νά μοῦ κάνη τά μαθήματα φιλικά, χωρίς λεφτά, πρᾶγμα πού ἐγώ τό ἀρνήθηκα. Τά μαθήματά μας πήγαιναν καλά. Ἕνα μοῦ ἦταν δυσάρεστο: ὅτι ὁ Πασχάλωφ δέν πατοῦσε ποτέ στήν Ἐκκλησία. Γιά τό θέμα αὐτό πολλές φορές τοῦ εἶχα ἀνοίξει κουβέντα: —Ἄν δέν πηγαίνης στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά σωθῆς, τοῦ ἔλεγα. Καί ἀφοῦ πιστεύεις στό Θεό, γιατί ἀφήνεις ἀνεκμετάλλευτα τά μέσα τῆς σωτηρίας; —Μά καί τί κάνω; Ζῶ ὅπως ὅλοι· ἤ, τουλάχιστον, ὅπως οἱ πιό πολλοί. Τί μᾶς χρειάζονται οἱ τύποι; Τάχα, ἄν δέν πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία, δέν θά σωθοῦμε; —Ὁπωσδήποτε ὄχι… Τό ἅγιο Βάπτισμα ἔχει τελεσθῆ σέ σᾶς. Καί συνεπῶς τήν μιά πύλη τήν περάσατε! Εἶναι, ὅμως, ἀπαραίτητο νά περάσετε καί τήν πύλη τῆς μετανοίας. Καί ἀκόμη νά ἑνωθῆτε μέ τό Χριστό μέ τή θεία Κοινωνία. —Τί εἶναι αὐτά πού μοῦ λέτε;, Παῦλε Ἰβάνοβιτς. Ὁ καθένας μας λατρεύει τό Θεό, ὅπως ὁ ἴδιος ξέρει καί ὅπως τό βλέπει ἀναγκαῖο. Π.χ. ἐσεῖς πᾶτε στήν Ἐκκλησία, νηστεύετε κ.ο.κ.. Ἐγώ λατρεύω τό Θεό μέ τή μουσική μου! Δέν εἶναι τό ἴδιο; Καί χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι ἄρχισε νά παίζη! Δέν εἶχα ἀκούσει ποτέ μου τόσο ὡραία μουσική. Ἔπαιζε ἀπαράμιλλα ἐκεῖνο τό βράδυ. Κατοικοῦσα τότε σέ ἕνα πολυτελές διαμέρισμα, πού ξαφνικά γέμισε κόσμο. Γιατί ἄνοιξαν τήν πόρτα καί ἄνθρωποι ἀπό ὅλα τά ἄλλα διαμερίσματα· μπῆκαν μέσα νά ἀκούσουν τό μεγαλοφυῆ συνθέτη. Κάποτε τελείωσε. —Ὑπέροχα!, παρατήρησα ἐγώ. Ἡ μουσική μπορεῖ νά γίνεται γιά τή μουσική. Μά δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήση τήν Ἐκκλησία. Κάθε πρᾶγμα στόν καιρό του. Καιρός παντί πράγματι. Ἡ συνομιλία μας ἐκεῖνο τό βράδυ παρατάθηκε μέχρι τά μεσάνυκτα. Διεξήχθη σέ ἕνα ὡραῖο κλῖμα εἰρηνικό καί χαρούμενο. Τήν ἄλλη ἡμέρα ἦλθε νά μέ βρῆ. Καί μοῦ εἶπε: —Ξέρεις, Παῦλε Ἰβάνοβιτς. Ὅλη τήν νύκτα τήν πέρασα μέ τή σκέψι, πόσο εἶμαι ἁμαρτωλός. Πόσα χρόνια δέν ἔχω κάνει τίποτε ἀπό τά θρησκευτικά μου καθήκοντα· καί νά, μετά ἀπό λίγο φθάνει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Ὁπωσδήποτε θά νηστεύσω. Καί θά κοινωνήσω. —Καί γιατί νά περιμένετε τήν Τεσσαρακοστή; Ὅ,τι εἶναι νά κάνετε, κάντε το τώρα! —Ὄχι. Σήμερα δέν εἶναι ἡ κατάλληλη περίστασι. Ἄλλωστε καί ἡ Τεσσαρακοστή δέν εἶναι πολύ μακρυά. Καλή ἦταν ἡ ἀπόφασι τοῦ Πασχάλωφ. Μά ξέχασε τόν ἐχθρό, στόν ὁποῖο δέν εἶναι καθόλου εὐχάριστη μιά τέτοια μεταβολή μας· ὅτι πρέπει νά προετοιμαζώμασθε γιά πόλεμο. Ὅλα αὐτά τά ἄφησε νά φύγουν ἀπό τά μάτια του. Κάποτε μοῦ ἦλθε ἀργά τό βράδυ στό σπίτι. Ἔδωσε ἐντολή στήν ὑπηρέτριά μου νά βγῆ νά πληρώση τόν ἁμαξᾶ. Ἐκείνη βγῆκε στόν δρόμο, μά ἀντί γιά ἁμαξᾶ εἶδε στήν θέση του ἕνα τέρας, μέ φρικαλέα ὄψη· καί ἡ ταλαίπωρη ἔπεσε κάτω λιπόθυμη! Ποῦ τόν ἐπῆγε τόν Πασχάλωφ ὁ ἐχθρός του εἶναι ἄγνωστο. Μόνο πού τήν ἄλλη μέρα πέθανε αἰφνίδια. Καί ἡ ψυχή του ἀπολέσθηκε γιά πάντα. Λυπᾶμαι γι᾽ αὐτό κατάκαρδα. Ὁ ἐχθρός στήνει παντοῦ τά δίκτυα του. Γιατί θέλει νά μᾶς πιάση σ᾽ αὐτά καί νά μᾶς ἀπολέση. Καί οἱ ἀπρόσεκτοι πιάνονται καί χάνονται». «Μᾶς ἔπιασε μιά χειμωνιάτικη καταιγίδα μέσα στή νύκτα μέ δυνατούς ἀνέμους, χαμηλή θερμοκρασία, καί δυνατό χιόνι. Τό ἠλεκτρικό κόπηκε, καί ἦλθε πάλι. Ὁ σύζυγός μου κι ἐγώ ἑτοιμασθήκαμε γιά τήν πιθανότητα νά κοπῆ τό ρεῦμα ξανά. Ἔφτιαξα καφέ, γεμίζοντας τό thermos τοῦ συζύγου μου κι ἑτοιμάζοντας τό κολατσιό του γιά τή δουλειά. Γεμίσαμε λεκάνες μέ νερό γιά τό μπάνιο καί τήν κουζίνα. Βρήκαμε κεριά καί σπίρτα σέ περίπτωσι κατά τήν ὁποία θά τά χρειαζόμασθαν. Τό ρεῦμα κόπηκε πάλι, αὐτή τή φορά γιά ὧρες. Ἀλλά ξεκουρασθήκαμε, ἀνακουφισμένοι ὅτι εἴχαμε κάνει τά πάντα γιά νά προετοιμασθοῦμε γιά ὅσο διαρκέση ἡ καταιγίδα. Συγκρίνοντας αὐτή τήν ἐμπειρία μέ τήν πίστι μας στό Θεό μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι δέν πρέπει νά ἀναβάλλουμε γιά τό μέλλον νά οἰκοδομήσουμε τή ζωή μας στό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἑδραιωμένοι στό βράχο, μέσα ἀπ᾽ τήν ἀκοή καί τήν πρᾶξι τοῦ Λόγου, θά εἴμασθε προετοιμασμένοι γιά τίς καταιγίδες τῆς ζωῆς». ΣΥΝΕΡΓΙΑ Οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι πρέπει πρῶτα ἐμεῖς νά συνεισφέρουμε στόν πνευματικό ἀγῶνα, νά κοιτάξουμε δηλ. πρῶτα νά σώσουμε τήν ψυχή μας καί στή συνέχεια θά συνεργήση κι ὁ Θεός καί στήν ἱεραποστολή μας: Ὁ ὅσ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος γράφει: «Ἄν ἔχης φιλία μέ κάποιο ἀδελφό καί ἡ συνείδησί σου σέ κατακρίνη ὅτι βλάπτεται ἡ ψυχή σου ἀπό τή συναναστροφή του, ἀπομακρύνσου ἀπ᾽ αὐτόν. Γιατί ἔχει πεῖ κάποιος ἀπό τούς Ἁγίους: “Μέ ὅλους νά ἔχης ἀγάπη, ἀλλά νά κρατᾶς τόν ἑαυτό σου μακρυά ἀπό ὅλους”. Καί τά λέω αὐτά, ἀγαπητέ, ὄχι γιά νά μισήσης τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τήν ἁμαρτία». Ὁ π. Παΐσιος τόνιζε: «Ὑπακοή στό Γέροντα εἶναι, ἄς ὑποθέσουμε, σάν ἕνα βότανο πού χρειάζεται, ὅταν εἶσαι κρυωμένος. Ρωτᾶς τό Γέροντα, σοῦ τό δείχνει καί τό παίρνεις. Τελειώνει ἡ ὑπόθεσι. Ἐνῶ ὅταν εἶσαι μόνος σου, δοκιμάζεις ὅλα τά βότανα, μέχρι νά βρῆς τό κατάλληλο· καί ἴσως μέχρι νά τό βρῆς θά ’χης πάθει μεγαλύτερη ζημιά ἀπ’ τήν ὠφέλεια τήν ὁποία σοῦ προσφέρει». Ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς: «Ἐάν μπορέσουμε νά δοῦμε τίς ἁμαρτίες μας, ἀσφαλῶς δέν θά ἔχουμε τή δύναμι νά παρατηρήσουμε τίς ἁμαρτίες τῶν συνανθρώπων μας. Διότι εἶναι πραγματικά τρέλλα γιά ἕναν ἄνθρωπο, πού ἔχει λείψανο στό σπίτι του, νά τό ἀφήση καί νά μεταβῆ σέ γειτονικό σπίτι γιά νά κλάψη τό νεκρό τοῦ πλησίον, ἀντί νά κλάψη στό σπίτι του τό δικό του νεκρό». «Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, ὅτι ἄνθρωπος πού διδάσκει χωρίς νά πράττη αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει, εἶναι ὅμοιος μέ κρήνη· διότι ὅλους τούς ποτίζει καί τούς πλένει, τόν ἑαυτό της, ὅμως, δέν μπορεῖ νά καθαρίση». Ἡ ἀμμᾶ Συγκλητική τόνιζε: «Εἶναι ἐπικίνδυνο νά διδάσκη ἕνας πού δέν ἔχει προχωρήσει στήν πρᾶξι τῆς ἀρετῆς. Ὅπως δηλαδή, καθώς κάποιος ἔχει σπίτι ἑτοιμόρροπο καί δεχθεῖ σ᾽ αὐτό φιλοξενούμενους, θά τούς κάνη κακό μέ τήν πτῶσι τῶν τοίχων, ἔτσι καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν κατάρτισαν πρῶτα τούς ἑαυτούς τους, θά προξενήσουν τήν ἀπώλεια σέ ὅσους προσέρχονται σέ αὐτούς. Γιατί μέ τά λόγια, βέβαια, τούς προσκάλεσαν στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, μέ τήν κακή τους, ὅμως, συμπεριφορά θά βλάψουν τελικά τούς ἀγωνιστές». Ὁ Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς ἐπισημαίνει: «Ὅπως τό πουλί στό κλουβί, γεννημένο καί μεγαλωμένο στό κλουβί, δέν μπορεῖ νά πῆ τίποτε στά ἄλλα πουλιά ἀπ’ τό κλουβί γιά τήν ἐλευθερία στό δάσος καί γιά τή ζωή στό δάσος. Μόνο ἐκεῖνο τό πουλί, πού εἶναι γεννημένο καί μεγαλωμένο στό δάσος, μπορεῖ νά μιλήση στά πουλιά στό κλουβί γιά τήν ἐλευθερία στό δάσος καί γιά τή ζωή στό δάσος». Ὁ μακαριστός Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης ἔγραφε: «Ἡ ὀνομασία μας, τό ὅτι λεγόμασθε Χριστιανοί, δέν εἶναι ἀρκετό. Ἡ ὀνομασία τήν ὁποία πήραμε στό βάπτισμά μας, πρέπει ν’ ἀνταποκρίνεται καί σέ μία πραγματικότητα. Ὅπως τό χαρτονόμισμα· δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς νά γράφη ἕνα ποσό, ἀλλά τό ποσό αὐτό πού εἶναι γραμμένο ἐπάνω στό χαρτονόμισμα πρέπει ν’ ἀνταποκρίνεται σ’ ἕνα ἀπόθεμα χρυσοῦ. Δηλαδή, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία θά τό πᾶμε στήν τράπεζα, νά μπορῆ ἡ τράπεζα νά μᾶς δώση ἑκατό χρυσά φράγκα, ἄν γράφη ἑκατό, ἤ χίλια, ἄν γράφη χίλια. Διότι ἀλλιῶς, θά εἶναι ἕνα ἁπλό χαρτί. Κατά παρόμοιο τρόπο δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς ἡ ὀνομασία μας, ὅτι λεγόμασθε Χριστιανοί, γιά νά δικαιώση τήν ὕπαρξί μας στόν κόσμο αὐτό. Ἡ ὀνομασία δημιουργεῖ ὑποχρεώσεις, συνοδεύεται ἀπό ὑποχρεώσεις καί καθήκοντα…». ΟΣΟΙ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ «Ὅσο ὁ στρατιώτης εἶναι ἔξω ἀπ᾽ τή μάχη, εἶναι σῶος καί ἀπείραχτος· ἀλλ᾽ ἄς μπῆ στή μάχη καί ἄς ἀκολουθήση τόν ἀρχηγό του, καί τότε θ᾽ ἀρχίσουν ἀμέσως οἱ σφαῖρες νά βουΐζουν τριγύρω του. Μερικοί περνᾶτε τίς ἡμέρες σας ἀνενόχλητοι, γιατί δέν ὑπάρχει λόγος νά σπαταλᾶ ὁ διάβολος τίς σφαῖρες του ἐναντίον σας· δέν τοῦ κάνετε κανένα κακό· ἀλλά μόλις ἀρχίσετε νά ξυπνᾶτε καί νά ἐργάζεσθε πραγματικά γιά τό Θεό, ὁ διάβολος θά δημιουργήση χίλια-δύο κακά γιά νά σᾶς ἐνοχλήση ἤ θά ἔλθη αὐτός ὁ ἴδιος νά σᾶς παρακολουθήση». «Ἕνας γιατρός χειρουργείου, στήν πρώτη γραμμή τοῦ μετώπου, ὅταν μπῆ στό θάλαμο κοιτάζει ποιοί εἶναι νεκροί. Δέν ἀσχολεῖται μ᾽ αὐτούς. Εἶναι ἀνώφελο. Κοιτάζει ποιοί εἶναι ζωντανοί. Αὐτοί μποροῦν νά περιμένουν. Εἶναι καί οἱ ἑτοιμοθάνατοι. Σέ λίγο, ἄν ἀφεθοῦν στήν κατάστασί τους, θά εἶναι νεκροί. Μ᾽ αὐτούς ἀσχολεῖται». ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΑ Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν ὅτι στήν ἀρχή μποροῦμε νά ἀγωνιζώμασθε ἔστω καί μηχανικά καί σιγά-σιγά θά ἔλθη καί ἡ θέρμη τοῦ Χριστοῦ. «Κατά τά ἔξωθεν σχήματα τοῦ σώματος συσχηματίζεται καί ἡ ψυχή ἔσωθεν, κατά τόν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, πού λέει: “ἡ ψυχή ἐξομοιώνεται μέ τήν ἐξωτερική ἐνδυμασία καί ἀσχολία καί παίρνει τή μορφή καί σχηματίζεται πρός αὐτά τά ὁποῖα πράττει”». Ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος τόνιζε: «Ὅσο γιά τίς ἀκούσιες καί φευγαλέες ψυχράνσεις τοῦ ζήλου, πού ὀφείλονται σέ ψυχική κόπωσι ἤ σωματική ἀσθένεια, ὑπάρχει ἕνας κανόνας: Νά ὑπομένης καί νά ἐκτελῆς μέ συνέπεια τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἔστω καί τυπικά μόνο, δίχως ψυχική συμμετοχή. Χάρι στήν καρτερία καί τήν ἐμμονή σου, σύντομα ἡ ψυχρότητα θά ξαναδώση τή θέσι της στή θέρμη». Ὁ π. Παΐσιος συμβούλευε: «Νά καταλάβετε πῶς ἀγωνίζεται ὁ πνευματικός ἄνθρωπος γιά νά φθάση στό Θεό. Ξεκινάει πρῶτα στήν πνευματική ζωή ἀπό τήν ὑποκρισία καί σιγά-σιγά φθάνει στήν εἰλικρίνεια. Ἀγωνίζεται στήν ἀρχή ὑποκριτικά καί στή συνέχεια, ἀγωνίζεται ἐνσυνείδητα, μέ εἰλικρίνεια. Ὅταν φθάνη, ὅμως, νά ἀγωνίζεται στήν πνευματική ζωή μέ εἰλικρίνεια τότε ἀρχίζουν τά δύσκολα. Ἡ εἰλικρίνεια δέν τόν βοηθάει πνευματικά. Λαμβάνει τή δόξα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπαινοῦν. Τότε, ξέρετε τί κάνει; Γιά νά μήν ἀπωλέση τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τῆς δόξας τῶν ἀνθρώπων πέφτει πάλι στήν ὑποκρισία. Καί ὑποκρίνεται μέ ἀποτέλεσμα νά μήν πειράζεται στόν πνευματικό ἀγῶνα του καί ἔτσι νά βαδίζη ὁδό θεώσεως. Ὑποκρίνεται, οἱ ἄνθρωποι δέν τόν θαυμάζουν καί τότε ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἀγωνίζεται ἀπερίσπαστος, ἀτενίζοντας μόνο τό Θεό». «Ἀμέλεια θά πῆ ὅτι λείπει τό μέλι. Δέν ἔχει γλυκανθῆ ὁ μοναχός [καί ὁ ἀγωνιζόμενος λαϊκός] στά πνευματικά. Ὅταν εἶναι ἀδιάθετη ἡ ψυχή στήν προσευχή, χρειάζεται νά βιάζη τόν ἑαυτό της, καί σιγά-σιγά ἀνοίγει ἡ ὄρεξι καί ἡ ψυχή γλυκαίνεται. Ὅπως ἕνας ἄρρωστος ὅ,τι τρώει, σοῦπες, γλυκά τοῦ φαίνονται ὅλα ἄνοστα, ἀλλά βιάζει τόν ἑαυτό του καί τά τρώει μέ τό ζόρι, καί τρώγοντάς τα δυναμώνει, καλυτερεύει ἡ ὑγεία του, ἀνοίγει ἡ ὄρεξί του καί νιώθει τήν καλή γεῦσι τοῦ φαγητοῦ». ΣΤΟΧΕΥΣΙ Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμένουν ὅτι στόν πνευματικό στίβο πρέπει νά ὑπάρχη σωστή στόχευσι. «Ἄν ἕνας ἄνθρωπος πάρη στό χέρι του σακκούλι μέ χρήματα καί πάη στό πανηγύρι θέλοντας ν᾽ ἀγοράση βόδια, μήπως ἐξετάζει τούς χοίρους; Κι ἄν θέλη ν᾽ ἀγοράση γαϊδούρια, μήπως ἐξετάζει τούς σκύλους;». «Μερικοί μοῦ λένε: “Νά μᾶς πῆς πνευματικά”. Σάν νά πᾶνε στό μπακάλη καί νά τοῦ λένε: “Δῶσ᾽ μας ψώνια”. Τά χάνει κι ὁ μπακάλης. Δέν ἔχουν κάτι τό συγκεκριμένο νά ζητήσουν καί νά ποῦν: “Μοῦ χρειάζεται τόση ζάχαρι, τόσο ρύζι κλπ.”. ῎Η σάν νά πᾶνε στό φαρμακοποιό καί τοῦ λένε “δῶσ᾽ μας φάρμακα!”, χωρίς νά τοῦ ποῦν προηγουμένως ἀπό τί πάσχουν… Ἄντε τώρα νά βρῆς ἄκρη! Ἐκεῖνος πού ἔχει τήν πνευματική ἀνησυχία βλέπει τί τοῦ λείπει, τό ζητᾶ καί ὠφελεῖται». Ὁ Γέροντας Τιμόθεος Τζανῆς συμβούλευε κάποιον: «Ἔχεις περιέργεια! Μήν παρατηρῆς ποτέ τί κάνουν οἱ ἄλλοι, μήν περιεργάζεσαι τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Ἀλλά νά φροντίζης μέ κάθε τρόπο πῶς νά βρῆς τά ἐλαττώματά σου καί αὐτά μόνο νά πολεμᾶς. Διότι, ὅταν ὁ στρατιώτης εἶναι στόν πόλεμο καί γίνεται μέ τήν ξιφολόγχη μάχη, δέν κοιτάζει ἄν ὁ ἄλλος λίγο πιό πέρα πολεμᾶ ἤ ὄχι ἤ τί κάνει καί πῶς κάνει. Μόνο κοιτάζει πῶς νά δώση μέ τή λόγχη στόν ἐχθρό, νά μήν τοῦ τή μπήξη αὐτός. Ἐμεῖς κάνουμε τό ἑξῆς: ἀντί νά κοιτάζουμε τόν ἐχθρό, κοιτάζουμε τριγύρω καί ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας ἐκτεθειμένο στόν ἐχθρό καί μᾶς κάνει αὐτός ὅ,τι θέλει καί μᾶς καταστρέφει. Ἔτσι κάνουμε. Καί κρίνουμε καί κατακρίνουμε καί χάνουμε τήν προσευχή μας». «Δέν ὑπάρχει οὔριος ἄνεμος γι᾽ αὐτόν πού δέν ξέρει πρός τά ποῦ ταξιδεύει». «Ἐκεῖνος πού θέλει νά πετύχη τή μεγαλύτερη ἀπ᾽ ὅλες τίς νίκες δέν πρέπει νά ἀναλώνεται σέ ἀγχώδεις σκέψεις, ἀλλά νά κατανοῆ ὅτι ἡ σκόνη τῆς καθημερινῆς ζωῆς θά κηλιδώση κατά καιρούς τήν ἐνδυμασία του. Ὅποιος καθαρίζει διαρκῶς τό ροῦχο του θά χάση σύντομα τό στόχο του. Δέν ὑπονοῶ, βέβαια, ὅτι πρέπει κανείς νά βαδίζη καί στή λάσπη, ἀλλά ὅποιος θέλει νά πετύχη τόν ἐσωτερικό του στόχο πρέπει νά μάθη νά μή δίνη καί τόση σημασία στή σκόνη καί σέ ὅλες ἐκεῖνες τίς μικροκηλίδες πού ἀναγκαστικά θά λερώσουν τήν ἐνδυμασία του στή διάρκεια τῆς πορείας του. Δέν θά μπορέσετε νά κάνετε οὔτε ἕνα βῆμα καί δέν θά βρῆτε ποτέ τό φυσικό σας ρυθμό ἄν ἐπιτρέπετε σέ ὁρισμένα λάθη —τά ὁποῖα κανείς θνητός δέν μπορεῖ νά ἀποφύγη— νά σᾶς ξεστρατίζουν ἀπό τό ταξίδι σας… Ὅπως τό ἔργο τοῦ γλύπτη δέν χάνει τήν ἀξία του ἀπό τή μαρμαρόσκονη πού ὑπάρχει στό δάπεδο, ἔτσι καί ὁ διαχρονικός ἑαυτός σας, τόν ὁποῖο σκαλίζετε ἀπό τήν ἄμορφη πέτρα δέν χάνει καθόλου τήν ἀξία του ἀπό τά λιγοστά σκουπίδια πού ἀφήνετε μέχρις ὅτου τοῦ δώσετε τήν τελική του μορφή. Ξεχᾶσθε τή σκόνη καί τά σκουπίδια καί ἔχετε πάντοτε στραμμένο τό νοῦ σας στό ἔργο τέχνης τό ὁποῖο δημιουργεῖτε στήν τωρινή σας ζωή —ἕνα ἔργο λαμπερῆς ὀμορφιᾶς καί μονιμότητος». ΑΦΟΡΜΕΣ Οἱ ἀφορμές τῆς ἁμαρτίας εἶναι πάμπολλες καί πρέπει ὁ Χριστιανός νά εἶναι ἄγρυπνος στόν ἀγῶνα του. «Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος διηγεῖται ὅτι κάποιος δέν κατόρθωνε ν᾽ ἀποφύγη μιά μεγάλη ἀφορμή τῆς ἁμαρτίας, κι ἔλεγε πάντα: “Δέν μπορῶ νά μήν ἁμαρτήσω· εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεών μου” καί συνέχισε νά πηγαίνη στό ἴδιο σπίτι. Συνέβη στό ἴδιο σπίτι νά τόν συναντήση ἕνας ἄλλος ἐνάρετος πού, ἀφοῦ τόν ἐπέπληξε γιά τήν πρᾶξι, ἄρχισε νά τόν ξυλοκοπᾶ ἄγρια. Κατόρθωσε νά γλυτώση κι ὅπου φύγει-φύγει. Ἀπό τότε δέν ξανατόλμησε οὔτε νά πλησιάση αὐτό τό σπίτι. Καί συμπεραίνει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος: “Quod non fecit Dominus, fecit baculus”, “ὅ,τι δέν μπόρεσε νά κάνη ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, τό ἔκανε ἡ ράβδος”. Ὅποιος λοιπόν, ὅπως λέει μιά ἑλληνική παροιμία, δέν ἔχει κεφάλι, ἄς ἔχη πόδια». Ὁ ὅσ. Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ τονίζει: «Ὁ ἄνθρωπος πού παραδίδεται στούς πειρασμούς εἶναι σάν σπίτι χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι δέν μπορεῖς νά φυλάξης κανένα θησαυρό. Εἶναι εὐάλωτο κι ἀνοικτό σέ ληστές, κλέπτες καί πόρνες»(ΙΜ, 31). Ὁ Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς σημειώνει: «Σέ πολλούς ἀνθρώπους πάντα φαίνεται, ὅτι ἐάν ἦταν σέ ἄλλες συνθῆκες θά ἦταν καλύτεροι ἄνθρωποι. Στόν πλούσιο φαίνεται, ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἐμπόδιο στήν ἀρετή, στό φτωχό ἡ φτώχεια, στό γνώστη ἡ γνῶσι, στόν ἀδαῆ ἡ ἄγνοια, στόν ἄρρωστο ἡ ἀρρώστια, στόν ὑγιῆ ἡ ὑγεία, στό γέρο τά γεράματα, ἐνῶ στό νέο ἡ νεότητα. Τοῦτο εἶναι μόνο ἡ παραίσθησι καί ἡ ἀναγνώρισι τῆς ἠθικῆς μας ἥττας. Σάν νά δικαιολογεῖτο ἕνας κακός στρατιώτης: Σ᾽ αὐτή τή θέσι θά πρέπη νά ἡττηθῶ· ἄς μοῦ προσφέρουν ἄλλη θέσι κι ἐγώ θά εἶμαι θαρραλέος! Ὁ πραγματικός στρατιώτης εἶναι πάντα θαρραλέος, εἴτε εἶναι νά κρατηθῆ στή θέσι του, εἴτε νά σκοτωθῆ… Ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο ἔχασε τήν πίστι του, ὁ Ἰώβ στή σαπίλα ἰσχυροποίησε τήν πίστι του. Ὁ προφήτης Ἠλίας ποτέ δέν εἶπε: Ἡ πεῖνα μέ ἐμποδίζει νά εἶμαι ὑπάκουος στό Θεό! Οὔτε ὁ βασιλιάς Δαυΐδ εἶπε: Τό στέμμα μέ ἐμποδίζει νά εἶμαι ὑπάκουος στό Θεό!». Ἐπίσης: «Μία καί μοναδική ἁμαρτία φθάνει, γιά νά ρίξη τόν πιό δυνατό ἄνθρωπο. Ὅπως ὅταν ἕνα σκουλήκι μόνο του μπαίνει κάτω ἀπ᾽ τή φλοίδα τῆς πιό δυνατῆς βελανιδιᾶς. Ποιός θά καταστρέψη ποιόν πιό εὔκολα: Τό σκουλήκι τή βελανιδιά ἤ ἡ βελανιδιά τό σκουλήκι; Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι τό σκουλήκι θά καταστρέψη τή βελανιδιά κι ὄχι ἡ βελανιδιά τό σκουλήκι». Ὁ Στάρετς Σέργιος ἔλεγε: «Νά μήν ἀφηνώμασθε, νά μήν ἀφήνουμε τίς αἰσθήσεις μας νά μᾶς κατευθύνουν, οὔτε τή φαντασία, οὔτε τίς ἐντυπώσεις μας. Ἀντίθετα, νά εἴμασθε κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅπως ἀκριβῶς κάνουμε καί μέ τό αὐτοκίνητο τό ὁποῖο ὁδηγοῦμε: δέν τό ἀφήνουμε νά μᾶς πάη ὅπου θέλει, ἀλλά ἐμεῖς τό κατευθύνουμε κρατώντας τό τιμόνι». «Ἐκεῖνος, πού δέν σκοπεύει νά ψωνίση ἀπ᾽ τό διάβολο πρέπει νά μήν πατήση ποτέ τό πόδι του στό ἐμπορικό του κατάστημα». «Τό ὄχι εἶναι μιά πολύ μικρή λέξι, ἀλλά λίγοι ἔχουν τό θάρρος νά τήν προφέρουν». «Οἱ εὐκαιρίες σάν τίς μυλόπετρες, μποροῦν ἤ νά σέ πνίξουν ἤ ν᾽ ἀλέσουν τό σιτάρι σου». ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ «Νά ἀποφεύγης τή συναναστροφή τῶν κακόγνωμων ἀνθρώπων, ὄχι ἐπειδή μισεῖς τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἐπειδή θέλεις νά ἀποφύγης τή βλάβη». Ἐπίσης: «Μή γίνης, ὅπως τό τσεκούρι στό χέρι τοῦ διαβόλου, καί κόβεις σύρριζα καρποφόρα φυτά· οὔτε νά γίνης ὅπως ὁ καυτός ἄνεμος, καί καταστρέφεις καλούς καρπούς». «Ἄν ἕνας ἔμπορος πέση σέ πειρατές, ἤ συμβῆ νά βυθισθῆ τό πλοῖο καί νά χάση τό φορτίο του, δέν ξεχνᾶ τόν τόπο, ὅπου τό ἔχασε· καί ἄν, μάλιστα, συμβῆ μετά ἀπό ἀρκετό καιρό νά περνᾶ ἀπό ἐκεῖνο τόν τόπο, περνᾶ ἀπ᾽ αὐτόν μέ πολλή προφύλαξι. Ἄς γίνουμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς μιμητές ἐκείνων, ἤ καλύτερα ἄς γίνουμε σοφότεροι. Ἐκεῖνοι ἄν καί ἔχασαν τό φθαρτό πλοῦτο, δέν ξέχασαν τόν τόπο· ἐμεῖς, ὅμως, χάσαμε ἄφθαρτο πλοῦτο». «Ἀδύνατον χωρίς πειρασμούς νά γίνη σοφός κανείς στούς πνευματικούς πολέμους, καί νά γνωρίση τόν προνοητή του, καί νά αἰσθανθῆ τή δύναμι τοῦ Θεοῦ, καί νά στερεωθῆ κρυφά στήν πίστι του· καί ὅλα αὐτά γίνονται μέ τή δοκιμή». Ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία τόνιζε: «Ἄν κατορθώση κανείς νά συζῆ μέ τόν κόσμο, ὅπως τό λάδι καί τό νερό στό καντήλι πού δέν ἀνακατεύονται, τότε εἶναι ἐν Θεῷ. Ἐν τῷ κόσμῳ ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου». ΕΚΚΛΗΣΙΑ «Καθώς οἱ περιεκτικές ἐντολές περιέχουν μέσα τους ὅλες τίς μερικές ἐντολές, ἔτσι καί οἱ περιεκτικές ἀρετές περιέχουν ὅλες τίς μερικές ἀρετές· διότι ἐκεῖνος πού θά πουλήση τά ὑπάρχοντά του καί τά διαμοιράση στούς πτωχούς, καί γίνη μία φορά πτωχός, μ᾽ αὐτή τήν ἐντολή ξεπλήρωσε ὅλες τίς μερικές· ἐπειδή δέν χρειάζεται πλέον νά δίδη σ᾽ ἐκεῖνον πού ζητᾶ». Οἱ Ἅγιοι εἶναι παρόντες στίς ἐκκλησίες τους: «Ὑπάρχει ἕνα Παντοκρατορινό Κελλί στήν Καψάλα, πού τιμᾶται στό ὄνομα τοῦ Ἁγ. Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ. Ὁ Γέροντας τῆς Καλύβης, Ρῶσος στήν καταγωγή, ἦταν πανηγυριστής. Ἤθελε δηλαδή νά κάνη λαμπρά πανήγυρι μέ κόσμο πολύ καί μεγαλοπρέπειες. Ἐπειδή ἡ μνήμη τοῦ Ἁγ. Τύχωνος δέν εἶναι πολύ γνωστή, δέν πήγαιναν πολλοί Πατέρες στήν πανήγυρι τῆς Καλύβης. Γι’ αὐτό σκέφθηκε ἁπλᾶ ὁ Γέροντας νά ἀλλάξη τόν Ἅγιο. Πῆγε στό Μοναστήρι κανόνισε τό τυπικό μέρος καί ἔγραψε στό ὁμόλογο ὅτι τό Ἐκκλησάκι τοῦ Κελλιοῦ του τιμᾶται στήν τάδε μεγάλη ἑορτή. Τό βράδυ, ὅμως, βλέπει ὁ Γέροντας τόν Ἅγ. Τύχωνα λυπημένο νά φεύγη ἀπ’ τό καλύβι. Τρέχει, τόν προλαβαίνει καί τόν ρωτάει: —Τί ἔχεις, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, καί εἶσαι ἔτσι κατηφής; —Τί νά ἔχω, ἀπαντᾶ ὁ Ἅγ. Τύχων, πού εἶχα καί ἐγώ ἕνα Καλυβάκι ἐδῶ καί τώρα μέ διώχνουν. Ἀμέσως ὁ Γέροντας συγκλονίσθηκε καί τήν ἄλλη μέρα πῆγε στό Μοναστήρι, ξαναγύρισε πάλι τό ὁμόλογο καί ἐπανέφερε τόν Ἅγιο τοῦ Κελλιοῦ του». «Ἕνα ἀξιοπρόσεκτο σημεῖο στήν ἄσημη ἐργασία τοῦ Γερο-Συμεών τοῦ Γρηγοριάτη ἦταν καί τό ἑξῆς: Ἄν τόν ἐπαινοῦσες γιά τήν τελειότητα μέ τήν ὁποία σκούπιζε τό καλντερίμι ἀπαντοῦσε μέ μεγάλη σοβαρότητα: “Μά βέβαια! Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη ἀλλοιῶς. Σήμερα θά ἔλθη ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν· ἤ ὁ Δεσπότης Χριστός· ἤ ὁ μέγας Ἱεράρχης Νικόλαος· ἤ ὁ μέγας Στρατάρχης τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος κ.ο.κ.”, ἀναφέροντας τά ὀνόματα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἤ τοῦ Ἁγίου, τῶν ὁποίων τήν ἱερά μνήμη ἑτοιμάζονταν νά ἑορτάσουν. Ἔτσι στό ἀνθρώπινο καί εὐτελές ἔργο του ὁ Γερο-Συμεών ἔδινε ἕνα πολύ ὑψηλό καί ἱερό νόημα, μία θεολογική χροιά». Ὁ Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς γράφει: «Οἱ γνήσιοι χριστιανοί ποτέ δέν θεωροῦν τή ζωή αὐτή διαφορετικά παρά μόνο ὡς στρατιωτική ὑπηρεσία. Κάθε στρατιώτης πρέπει, ἀφοῦ ὑπηρετήση τή θητεία του, νά πηγαίνη στήν οἰκία του. Κι ὅπως οἱ στρατιῶτες μετροῦν τίς μέρες τῆς θητείας τους καί μετά χαρᾶς προσδοκοῦν τήν ἐπιστροφή τους στίς ἑστίες τους, ἔτσι κι οἱ χριστιανοί ἀπαύστως προσδοκοῦν τό τέλος τῆς ζωῆς αὐτῆς καί τῆς ἐπιστροφῆς στήν αἰώνια οἰκία τους». Ὁ Στάρετς Μωυσῆς συμβούλευε: «Πρέπει νά παρακολουθοῦμε τόν ὄρθρο. Στή θεία λειτουργία προσφέρεται γιά μᾶς ἡ ἀναίμακτη θυσία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν παρακολουθοῦμε τόν ὄρθρο εἶναι σάν νά προσφέρουμε ἐμεῖς θυσία τόν ἑαυτό μας στό Θεό, θυσιάζουμε τήν ἀνάπαυσί μας γιά χάρι Του». Ὁ Γερο-Γεώργιος Ἁγιοπαυλίτης «διηγήθηκε: Ἐνῶ στεκόμουν μία φορά στό νάρθηκα καί ἔβγαιναν οἱ Πατέρες ἀπ’ τήν Ἐκκλησία, εἶδα κάτι παράδοξο. Ἄλλοι Πατέρες ἦταν ντυμένοι μέ ἅπασα τή μοναχική ἐνδυμασία, ράσο, σκουφί, κουκούλι, Σχῆμα. Ἀπό ἄλλους τούς ἔλειπε τό κουκούλι, ἀπό ἄλλους τό σκουφί, ἀπό ἄλλους τό Σχῆμα, ἀπό ἄλλους τό ράσο, ἄλλοι ἦταν μέ τά ροῦχα μόνο. Τότε ἄκουσα φωνή δίπλα μου νά λέη: “Αὑτό τό ὁποῖο βλέπεις δείχνει τί ἔχει πάρει ὁ καθένας ἀπ’ τήν Ἀκολουθία, καθώς βγαίνει ἀπ’ τό ναό”». «Κατά τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας ἕνας Ἐπίσκοπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ, ἐξώμοσε καί ἔγινε Μωαμεθανός. Κάποτε, λοιπόν, κατά τήν ἑορτή τοῦ Μπαϊραμιοῦ, τήν ὥρα κατά τήν ὁποῖα ὅλοι οἱ Τοῦρκοι ἔτρωγαν καί γλεντοῦσαν, ζήτησαν ἀπ’ τόν ἐξωμόσαντα νά τούς διακωμωδήση τά Μυστήρια τῶν Χριστιανῶν γιά νά γελάσουν. Αὐτός στήν ἀρχή ἀρνιόταν, ἀφοῦ, ὅμως, εἶδε ὅτι ἐπέμεναν, πῆρε ἕνα ποτήρι τό σήκωσε ψηλά καί ἐκφώνησε μελωδικά τό “Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός”, κάνοντας ταυτόχρονα καί τό γύρο τοῦ τραπεζιοῦ, ὅπου οἱ Τοῦρκοι κάθονταν καί ἔτρωγαν. Ἄφησε τό ποτήρι στό τραπέζι καί γύρισε νά δῆ ἄν διασκέδασαν μ’ αὐτό οἱ συνδαιτυμόνες του. Ὅμως, τότε διεπίστωσε ἔκπληκτος πώς οἱ Τοῦρκοι ὄχι μόνο δέν γελοῦσαν, ἀλλά τόν κοιτοῦσαν ἔντρομοι. “Αἴ, βρέ”, τούς εἶπε, “ἐγώ σᾶς τό ἔκανα γιά νά γελάσετε καί σεῖς τί μέ κοιτᾶτε σάν χαμένοι;”. Μετά ἀπό λίγη ὥρα ἕνας ἀπ’ αὐτούς ἀπάντησε: “Παπᾶ ἐφέντημ, ὅση ὥρα τό ἔκανες αὐτό ἤσουνα δύο πήχεις πάνω ἀπ’ τή γῆ”. Ἀκούγοντας αὐτό ὁ Ἐπίσκοπος ἐξεπλάγη καί βγαίνοντας ἔξω ἔκλαψε μετανοιωμένος λέγοντας: “Ἐγώ ἀρνήθηκε τόν Κύριο, ἀλλά αὐτός δέν μέ ἐγκατέλειψε. Ἡ θεία Χάρις Του μέ σκεπάζει ἀκόμα”. Τήν ἴδια νύκτα ἀνεχώρησε κρυφά γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου ἔζησε τήν ὑπόλοιπη ζωή του μέ μετάνοια καί αὐταπάρνησι, χωρίς νά γνωρίζη κανείς ποιός ἦταν ἐκτός ἀπ’ τόν Πνευματικό του». «Σέ ἐπισκέπτες πού δέν ἐκκλησιάζονταν τακτικά καί δικαιολογοῦσαν τόν ἑαυτό τους πώς τάχα εἶναι κουρασμένοι ἤ νυστάζουν κατά τή διάρκεια τῆς ἀκολουθίας ἤ ὅτι δέν μποροῦν νά συγκεντρωθοῦν στήν προσευχή μέ πολύ κόσμο κλπ., ὁ Γέροντας εἶπε: “Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σάν ἕνα καράβι. Ὅταν μπῆς στό καράβι καί νά ξεχασθῆς καί νά νυστάξης καί νά κοιμηθῆς, αὐτό σέ πάει. Θά σέ βγάλη ἀπέναντι. Ἀρκεῖ νά μπῆς μέσα”». «Ὅταν διορθώσω ἐγώ τόν ἑαυτό μου, διορθώνω ἕνα κομμάτι τῆς Ἐκκλησίας· ὁπότε μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε».