Γιατί δεν πετώ τη Βίβλο

Πρόλογος

Ἡ σειρά πού ἐγκαινιάζεται μέ τό βιβλίο αὐτό εἶναι μιά καυτή πατάτα. Γιά νά μήν κάψουν, λοιπόν, τά χέρια τους οἱ ἀναγνῶστες πρέπει, προτοῦ νά συνεχίσουν στίς ἑπόμενες ἀράδες, νά σκεφθοῦν ἕνα οὐσιῶδες πρᾶγμα: Διακινδυνεύουν τή Βίβλο τους! Ἄν εἶναι φιλοεξελικτικοί καί καλοπροαίρετοι τοιοῦτοι ὑπάρχει περίπτωσι νά ἀνανήψουν πρός τήν ἀλήθεια τῆς Γραφῆς. Ἄν εἶναι κακοπροαίρετοι, θά πετάξουν τή Βίβλο τους καί θά κρατήσουν τήν «ἐπιστήμη». Μέ γειά τους μέ χαρά τους. Τελειώνοντας τή σειρά μας δέν θά μποροῦν νά τά κρατήσουν καί τά δύο. Ὅσοι, λοιπόν, εἶναι φιλοεξελικτικοί καί μέ χαλαρότατη ἀγάπη πρός τή Γραφή, ἄς μήν προχωρήσουν στήν ἀνάγνωσι. Περιττός κόπος καί δαπάνη. «Οὐ γάρ εἰσί ἐκ τῶν προβάτων» τοῦ Κυρίου (Ἰω 10, 26). «Οὔ με πείσῃς κἄν μέ πείσῃς»!

  • Πηγή γνώσεως ὁ Χριστός: «Ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»(Κολ 2, 3).
  • Ὁ Ρ. J. Ε. Ρeebles τοῦ Παν/μίου Ρrinceton ἀναφέρει: «“Ἡ ἔρευνα εἶναι μία σύνθετη καί μπερδεμένη ὑπόθεσι. Πάντα αἰσθάνομαι μία ἐπιφύλαξι, ὅταν βλέπω ἄρθρα σέ ἐφημερίδες ἤ περιοδικά βασισμένα σέ συνεντεύξεις ἀπό ἕνα μόνο ἐπιστήμονα. Ἀκόμα καί γιά τόν πιό ἔμπειρο ἐρευνητή εἶναι δύσκολο νά ἔχη ἀντίληψι τῶν πάντων. Πῶς μπορῶ νά ξέρω σέ ποιό βαθμό τό καταφέρνει τό συγκρεκριμένο πρόσωπο; Αἰσθάνομαι καλύτερα, ὅταν βλέπω ὅτι ὁ δημοσιογράφος ἔχει συμβουλευθῆ ἐπιστήμονες ἀπό διάφορα πεδία καί εἰδικότητες”.

Ὁ Ρeebles λέει ὅτι εἶναι χρήσιμο νά φανταζώμασθε τίς τρέχουσες ἰδέες μας στήν κοσμολογία σάν ἕνα ἐργοτάξιο. Μερικά τμήματα τοῦ οἰκοδομήματος εἶναι πολύ στέρεα, κάποια ἄλλα ὄχι τόσο πολύ. Κανένας ἀπ᾽ τούς ἐργάτες δέν ἔχει τά τελικά σχέδια, ὅμως ὅλοι νοιώθουν μία ἰδιαίτερη ἱκανοποίησι, ὅταν συνεισφέρουν ἕνα δωμάτιο ἤ ἕνα διάδρομο πού ἀντέχει τή δοκιμασία τοῦ χρόνου. Ἄλλοι εἶναι ἀπασχολημένοι στήν ἀποκατάστασι ἑνός κλιμακοστασίου, πού ἔχει ἐσφαλμένη κλίσι ἤ ἑνός ἑτοιμόρροπου τοίχου. Γύρω ἀπ᾽ τό ἐργοτάξιο μποροῦμε νά δοῦμε ἐργάτες νά ἀφιερώνουν πολύ χρόνο σέ σκέψεις καί ὄνειρα σχετικά μέ τό πῶς θά φαίνεται τό οἰκοδόμημα ὅταν ὁλοκληρωθῆ». Τά παραπάνω ἔρχονται στό νοῦ τοῦ Χριστιανοῦ ὅταν βλέπη νά παρουσιάζωνται οἱ ἀπόψεις τῶν ἐξελικτικῶν ὡς παπικά θέσφατα. Παρότι ὁ καθένας τους ἀνήκει σ᾽ ἕνα ἐπιστημονικό κλάδο, ἀποφαίνεται περί παντός τοῦ ἐπιστητοῦ ὡς εἰδήμων καί μάλιστα ὡς γνώστης τῆς Γραφῆς, γιά νά τήν ἀπορρίψη. Τουλάχιστον, ἄς τή διάβαζε: θά ἤξερε περί τίνος ὁμιλεῖ. Ὅμως, τίς περισσότερες, γιά νά μήν ποῦμε ὅλες τίς φορές, δέν ἔχουν διαβάσει κἄν τά τρία πρῶτα Κεφάλαια τῆς Γενέσεως. Κι αὐτό ἀποδεικνύεται εὔκολα, ἀκόμα κι ἀπό πρωτοετεῖς φοιτητές τῆς θεολογίας. Συλλαμβάνονται εὔκολα: Ἐνῶ ἡ Βίβλος δέν ἀναφέρει πουθενά τόν καρπό τοῦ δέντρου τῆς γνώσεως, αὐτοί τό ξέρουν!: «Ὁ Ἀδάμ εἶχε φάει ἕνα μῆλο».

  • Ἀκόμα: Ἐνῶ εἶναι πασίγνωστη ἡ ἑξαήμερος, αὐτοί διδάσκουν ἀνενδοίαστα: «Ὁ θεός ἔφταξε τόν κόσμο σέ ἑπτά ἡμέρες».
  • Ἄλλα ἀνύπαρκτα στή Βίβλο, διδασκόμενα, ὅμως, ἀπό τούς ἀρνητές: «Στή Βίβλο βρίσκουμε πώς ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἀπ᾽ τό “τίποτε”, μόνο μέ τό λόγο του, ἀλλά μποροῦμε νά βροῦμε ἀκόμα καί ὅτι ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν κόσμο ἀπ᾽ τήν “ἀρχική σκόνη τοῦ σύμπαντος”».
  • Γράφουν, ἀκόμα, οἱ ἀρνητές: «Τά λάθη τῆς Βίβλου. Τό πρῶτο καί τό κυριότερο ἀπ᾽ αὐτά εἶναι ὅτι ἡ γῆ ἀποτελεῖ τό κέντρο τοῦ σύμπαντος [ἀντιθέτως! Βλ. σχετικό Κεφάλαιό μας]… Τά σύννεφα δέν προέρχονται ἀπό τήν ἐξάτμισι τῶν νερῶν, ἀλλά εἶναι ἀποθηκευμένα σ᾽ ἕνα οὐράνιο δοχεῖο πού τό λένε στερέωμα [ὁμοίως]».

  Μή ἐπίπεδη γῆ Πάρα πολλές φορές οἱ ἄθεοι προσάπτουν στή Βίβλο τό ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἐπίπεδη καί ἀκίνητη. Ποτέ, ὅμως, αὐτή δέν δίδαξε τέτοια ἀνόητα πράγματα. Ἀντιθέτως· χωρίς νά εἶναι εἰδικό ἐπιστημονικό βιβλίο, περιλαμβάνει γιά τό θέμα αὐτό πραγματικά διαμαντάκια πού ἐκπλήττουν τό νοῦ κάθε καλοπροαίρετου. Ὡς πρός τήν ἐπιπεδότητα Ἔχουμε ἕνα θαυμάσιο χωρίο στή Βίβλο: «Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ρῆμα (: διακηρύττει λόγο), καί νύξ νυκτί ἀναγγέλλει γνῶσιν»(Ψ 18, 3). Ποῦ ἔγκειται ὁ θαυμασμός; Στό ὅτι αὐτό ὑποδηλώνει τή μή ἐπιπεδότητα τῆς γῆς. Πῶς τεκμηριώνεται αὐτό; Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἐπίπεδη. Σέ μιά τέτοια περίπτωσι, ὅταν ἡ πάνω ἐπιφάνειά της λούζεται στό ἡλιακό φῶς, τότε φωτίζεται ὅλη καί ὑπάρχει μία ἡμέρα παντοῦ, ἐνῶ ὅλη ἡ κάτω ἐπιφάνεια τῆς γῆς ἔχει νύκτα. Στήν περίπτωσι αὐτή τό παραπάνω χωρίο τῆς Βίβλου δέν ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια: ἡ μέρα ἐδῶ μιλᾶ στή νύκτα καί ὄχι σέ ἄλλη μέρα, διότι αὐτήν συναντᾶ. Ἄν θεωρήσουμε, ὅμως, τή γῆ μή ἐπίπεδη, τότε μέ τή φαινομένη περιστροφή τοῦ ἡλίου, ἁπλώνεται σιγά-σιγά ἡ μέρα στούς διάφορους τόπους καί ἀντίστοιχα ἡ νύκτα ἀντιδιαμετρικά. Ἔτσι π.χ. ἡ μέρα τῶν Ἀθηνῶν συναντᾶ τή μέρα τῆς Ρώμης, ἐκείνη τῶν Παρισίων κοκ.. Καί μπορεῖ ἡ κάθε μία νά ἀνακοινώνη στήν ἑπομένη ὅ,τι θέλει (τή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἐν προκειμένῳ). Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς νύκτες. Εἴδατε ὑποκρυπτόμενη σοφία στή Βίβλο; Μέ τόν ἴδιο συλλογισμό καταλήγουμε καί πάλι στή μή ἐπιπεδότητα τῆς γῆς, βάσει ἄλλου βιβλικοῦ χωρίου. Ποιό εἶναι αὐτό; Τό ἑξῆς: «Ταύτῃ τῇ νυκτί [κατά τή Β´ Παρουσία] δύο ἔσονται ἐπί κλίνης μιᾶς [νύκτα], εἷς παραληφθήσεται καί ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται· δύο ἔσονται ἀλήθουσαι ἐπί τό αὐτό [μέρα], μία παραληφθήσεται καί ἡ ἑτέρα ἀφεθήσεται· δύο ἐν τῷ ἀγρῷ [πάλι, μέρα], εἷς παραληφθήσεται καί ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται»(Λκ 17, 34-36· βλ. καί: Μθ 24, 40-42). Σημειωτέον ὅτι κατά τήν ἐποχή τῆς Βίβλου, ὁπότε δέν ὑπῆρχε ἠλεκτρισμός, ἡ ἐργασία γινόταν μόνο κατά τήν ἡμέρα. Τεκμηρίωσι: «Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός Με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι»(Ἰω 9, 4). «Ἐάν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει (: σκοντάφτει), ὅτι τό φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ»(Ἰω 11, 10). «Περιπατεῖτε ἕως τό φῶς ἔχετε, ἵνα μή σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καί ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει»(Ἰω 12, 35). «Οἱ γάρ καθεύδοντες νυκτός καθεύδουσι»(Α´ Θεσ 5, 7)· «Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπί τό ἔργον αὐτοῦ καί ἐπί τήν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας»(Ψ 103, 23). Συνεχίζουμε τό συλλογισμό: Ἡ Β´ Παρουσία τοῦ Κυρίου θά εἶναι στιγμιαία: «ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ (: σέ μιά στιγμή, ὅσο χρειάζεται ν᾽ ἀνοιγοκλείση τό μάτι)»(Α´ Κορ 15, 52). Ἐφόσον, λοιπόν, τήν ἴδια στιγμή ἀλλοῦ ἐπί τῆς γῆς εἶναι ἡμέρα καί ἀλλοῦ νύκτα, ἡ γῆ δέν εἶναι ἐπίπεδη. Περί γεωκεντρισμοῦ Οὔτε αὐτό δέν τό διδάσκει ἡ Βίβλος. Ἀντιθέτως, θεωρεῖ τή γῆ, παρά τή σπουδαιότητά της, ὡς κάτι τό ἀπόμερο. Κέντρο τοῦ Σύμπαντος εἶναι ὁ Θεός καί ὁ «τόπος» Του. Τά βασικά χωρία γιά τή θέσι αὐτή εἶναι τά: «Ὁ οὐρανός Μοι θρόνος, ἡ δέ γῆ ὑποπόδιον (: σκαμνάκι) τῶν ποδῶν Μου»(Ἡσ 66, 1· Πρξ 7, 49). «᾿Εγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστί τοῦ Θεοῦ· μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστί τοῦ μεγάλου βασιλέως»(Μθ 5, 34-35). «Καί ὁ ὀμόσας (: ὅποιος ὀρκίζεται) ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καί ἐν τῷ κατοικοῦντι αὐτόν· καί ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καί ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ»(Μθ 23, 21-22). «… τόν Κύριον τοῦ Ἰσραήλ τόν οὐράνιον»(Α´ Ἔσδρ 6, 14· βλ. καί: Τωβ 10, 11, 12· Β´ Ἔσδρ 5, 11). «Ὁ οὐρανός τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίῳ, τήν δέ γῆν ἔδωκε τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων»(Ψ 113, 24). «Ὁ διδούς ἄρχοντας ὡς οὐδέν ἄρχειν, τήν δέ γῆν ὡς οὐδέν ἐποίησεν»(Ἡσ 40, 23). «Ἥν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν, καί ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»(Ἐφ 1, 20). «Ὁ καταβάς αὐτός ἐστι καί ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα»(Ἐφ 4, 10). «Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τά ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος»(Κολ 3, 1).   Τό στερέωμα «Εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καί ἔστω διαχωρίζον ἀνά μέσον ὕδατος καί ὕδατος. Καί ἐγένετο οὕτως»(Γεν 1, 6). Παράλληλα χωρία: «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν Αὐτοῦ ἀναγγέλει τό στερέωμα»(Ψ 18, 2). «Ὁ οὐρανός ὡς καπνός ἐστερεώθη»(Ἡσ 51, 6). «Καί ἡ χείρ μου ἐθεμελίωσε τήν γῆν, καί ἡ δεξιά μου ἐστερέωσε τόν οὐρανόν. Καλέσω αὐτούς, καί στήσονται ἅμα»(Ἡσ 48, 13). Γνωρίζοντας κανείς τήν ἀκρίβεια τῆς Βίβλου μένει μέ τήν ἀπορία τῆς χρήσεως τοῦ ὅρου στερέωμα γιά τήν ἀτμόσφαιρα τῆς γῆς, ὅρου πού παραπέμπει σέ κάτι στερεό, πρᾶγμα τελείως ἀταίριαστο μέ τόν ἀέρα πού μᾶς περιβάλλει. Σπεύδουν οἱ ἀρνητές νά ἀπορρίψουν τή μετάφρασι τῶν Ο´ ὡς ἀνακριβῆ ἤδη ἀπό τό πρῶτο Κεφάλαιο τῆς Γενέσεως. Τί συμβαίνει; Τά παραπάνω χωρία εἶναι ἀπόδειξι θεοπνευστίας τῆς Βίβλου. Ἀρκεῖ κάποιος νά πιστεύη σ᾽ αὐτήν καί νά ἀναμένη τόν Κύριο νά τόν φωτίση νά καταλάβη τό ἑκάστοτε θέμα. Ἐρχόμασθε τώρα στό προκείμενο. Πέρασαν ἑκατονταετίες μέ τήν ἀπορία τοῦ ἐν λόγῳ ὅρου καί ἤρθαμε στή δεκαετία τοῦ 1960 μέ τήν ἀστροναυτική στά forte της. Τί μάθαμε τότε; Ὅτι αὐτή ἡ εὔπλαστη ἀτμόσφαιρα συμπεριφέρεται σάν στερεό σῶμα καί μπορεῖ νά ἐξοστρακίση ἕνα πραγματικά στερεό ἀντικείμενο. Διαβάζουμε: «῞Ενα διαστημικό σκάφος, γιά νά μπορέση νά εἰσέλθη καί νά διαπεράση ἐπιτυχῶς τό πυκνό στρῶμα ἀέρα πού περιβάλλει τόν πλανήτη μας, πρέπει νά ἀκολουθήση σταθερά μιά συγκεκριμένη γωνία πτήσεως. Τά ὅρια ἀνοχῆς ὅσον ἀφορά κάποιες ἀποκλίσεις εἶναι θεαματικά στενά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἀμερικανός πρώην ἀστροναύτης Michael Collins, “ὁ διάδρομος ἐπανεισόδου στήν ἀτμόσφαιρα” ἦταν 40 μόνο μίλια, καί τό νά βρῆς αὐτό τό “στόχο” ἀπό 230.000 μίλια μακρυά, εἶναι σάν νά προσπαθῆς νά χωρίσης στά δυό μιά τρίχα, πετώντας ἕνα ξυράφι ἀπό ἕξι μέτρα μακρυά!”. Ἄν τό σκάφος εἰσέλθη μέ πολύ κλειστή γωνία, ἀναφλέγεται ἀπό τή φοβερή θερμότητα πού δημιουργεῖται λόγῳ τῆς τριβῆς. Ἄν ἡ γωνία εἰσόδου του εἶναι πολύ ἀνοιχτή, τότε ἀναπάλλεται καί ἐκτινάσσεται πάλι στό Διάστημα». Τί διδασκόμασθε ἀπό τήν περίπτωσι αὐτή; Τό ἑξῆς οὐσιῶδες: Νά μήν πανικοβαλώμασθε ὅταν συναντήσουμε κάποια δυσκολία στή Βίβλο. Προσευχώμενοι θά περιμένουμε τόν Κύριο νά μᾶς τή διαλευκάνη. Ἀλλά κι ἄν δέν τό κάνη, θά μᾶς πιστώση στό μέλλον. Στήν ἄλλη ζωή ἤ κατά τή Β´ Παρουσία θά μάθουμε καί θά θαυμάσουμε. Δόξα τῷ Θεῷ! «Μήν ἀπορῆς, ἄν ὁ δεύτερος αὐτός οὐρανός ὀνομάσθηκε πέντε φορές “στερέωμα” ἀπό τό θεηγόρο Μωϋσῆ. Διότι, ὅσο κι ἄν παριστάνεται σέ σύγκρισι μέ τίς πέτρες καί τά ξύλα ὡς ἕνα μαλακό στοιχεῖο μέ τά μόρια χαλαρά καί εὐδιάλυτα, ἐν τούτοις ἄν θεωρηθῆ καθ᾽ ἑαυτόν εἶναι στέρεος καί ἰσχυρός, ἔχει βάρος, ἐξασκεῖ πίεσι καί μπορεῖ, ὅπως τό στερεότερο ἀπό ὅλα τά σώματα, νά φέρη στούς ὤμους του ὄγκους δυσβάσταχτους. Θέλεις ἀπόδειξι; Ὑπολογίστηκε ἀπό τή Φυσική ὅτι κάθε ἄνθρωπος βρίσκεται ὑπό τό βάρος στήλης ἀτμοσφαιρικοῦ ἀέρα, πού ζυγίζει πάνω ἀπό δεκατέσσερεις τόνους. Τό βάρος αὐτό δέν εἶναι μικρό, καί βεβαίως θά μᾶς συνέτριβε, ἄν ὁ ἀγαθός Θεός δέν φρόντιζε ἀφ᾽ ἑνός μέν νά πλάση τόν ἀτμοσφαιρικό ἀέρα τελείως ἐλαστικό, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ νά γεμίση τά ἐντόσθιά μας μέ ἄλλο ἀέρα, πού ἐνεργεῖ ἀντίθετα πρός τόν ἔξω κι ἔτσι διατηρεῖ τήν ἰσορροπία. Θέλεις δεύτερη ἀπόδειξι; Κατά τήν ἴδια Φυσική ὁ ἀέρας πού πιέζει μία οἰκοδομή (τήν Ἁγία Σοφία π.χ.) εἶναι πολύ βαρύτερος ἀπό τό ὅλο οἰκοδόμημα. Θέλεις τρίτη ἀπόδειξι; Παρατήρησε τούς τρισμέγιστους ὄγκους τῶν συννέφων ἐκεῖ πάνω. Μέ τί νά τούς παραβάλη κανείς; Μέ πολεμικά θωρηκτά; μέ πυραμίδες τῆς Αἰγύπτου; μέ σιδηροδρομικούς συρμούς πού ἐκτοξεύουν ἀπό τά ρουθούνια τους φωτιά; μέ Ἄλπεις καί Πυρηναῖα ἐναέρια; μέ Μισσισιπεῖς καί Γάγγες καί Ἀμαζόνιους πού ἐξατμίσθηκαν καί κινοῦνται ἀπό πάνω μας; Κι ὅμως, τίς ἀφάνταστα βαρειές αὐτές μάζες σάν ἐλαφρότατα φτερά τίς κρατάει στή ράχη του ὁ ἀέρας. Εἶχε ἄρα δίκιο ὁ Μωυσῆς νά ἀποκαλῆ ἐπιστημονικότατα τήν ἀτμόσφαιρα “στερέωμα”. Ὁ Μωυσῆς, λέει ὁ Amber, ἤ εἶχε ἐμβαθύνει στίς ἐπιστῆμες τόσο ὅσο καί ὁ αἰῶνας μας ἤ ἦταν θεόπνευστος». Ἡ ἀτμόσφαιρα «μετακινεῖ ἀενάως τό βάρος της, κάπου 5.600.000.000.000.000 τόννους, κι ἕνα μέρος του μάλιστα μέ ταχύτητες ἀεριωθουμένου, 300 ὥς 600km τήν ὥρα. Τά 500 ἑκατομ. τόννοι χώματος πού ὑπολογίζεται ὅτι παρασύρει ὁ ἄνεμος στή διάρκεια μιᾶς θύελλας στή Νεμπράσκα καί τή Νότια Ντακότα φαίνονται ἀσήμαντα σέ σύγκρισι μέ τίς ποσότητες τοῦ νεροῦ πού μεταφέρει πάντοτε ἡ ἀτμόσφαιρα. ῞Ενα καί μόνο μικρό πουπουλένιο σύννεφο μπορεῖ νά περιέχη ἀπό 100 ὥς 1.000 τόννους ὑδρατμῶν. ῞Ενα ζεστό ἀπόγευμα, ἡ ἀτμόσφαιρα ἐξατμίζει νερό ἀπ᾽ τόν Κόλπο τοῦ Μεξικοῦ μέ ρυθμό 5 δισεκατομ. γαλονιῶν τήν ὥρα· τό σηκώνει στά ὕψη καί τό μεταφέρει κατά ἑκατομ. τόννους πρός τά βορειοανατολικά, γιά νά τό ἐξαπολύση ἀργότερα σάν βροχή στή Ν. Ὑόρκη καί τή νότιο Νέα Ἀγγλία… Ἡ ἐνέργεια πού ἀναλίσκεται σ᾽ αὐτές τίς ἀτμοσφαιρικές ἐπιδόσεις εἶναι τεράστια. Μιά καλοκαιριάτικη θύελλα ξοδεύει στή σπάταλη ζωή της τόση ἐνέργεια ὅση ἔχουν πάνω ἀπό δέκα ἀτομικές βόμβες τοῦ τύπου τῆς Hiroshima —καί κάθε ἡμέρα σχηματίζονται σ᾽ ὅλη τή γῆ κάπου 45.000 θύελλες. Ἕνας τυφώνας ἀποδεσμεύει τήν ἴδια περίπου ἐνέργεια μέσα σ᾽ ἕνα δευτερόλεπτο. Ὁ καιρός, εἴτε καβούρια ἐκσφενδονίζει εἴτε σπίτια γκρεμίζει εἴτε, ἁπλῶς, κουνᾶ τό χορτάρι, εἶναι ἐκδήλωσι ἐνεργείας». Στή συνέχεια θά περιδιαβοῦμε τή Βίβλο γιά νά διαπιστώσουμε τή θεοπνευστία της καί σέ ἄλλα χαρακτηριστικά τῆς ἀτμοσφαίρας καί ὄχι μόνο. Νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι τά στοιχεῖα αὐτά ἀποκλείεται νά ἐξήχθησαν ἐπιστημονικά, μιᾶς καί ὁ Ἑβραϊκός λαός δέν ἀσχολήθηκε ποτέ καί δέν προσέφερε τίποτε στήν ἐπιστήμη. Τί ἄλλο μένει; Νά ἀποτελοῦν ἀποκάλυψι τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, σταφιδοῦλες στό cake Του. ° Ὁ ἀέρας ἀποτελεῖ σῶμα: «῎Η ὡς βέλους βληθέντος ἐπί σκοπόν (: στό στόχο), τμηθείς (: ἀφοῦ διακόπηκε) ὁ ἀήρ εὐθέως εἰς ἑαυτόν ἀνελύθη (: ξαναενώθηκε) ὡς ἀγνοῆσαι τήν δίοδον αὐτοῦ»(ΣΣολ 5, 12). ° Ὁ ἀέρας ἔχει βάρος: «ἀνέμων σταθμόν»(Ἰώβ 28, 25). ° Τά νέφη καί ἡ προέλευσί τους ἀπό τά ἐπίγεια ὕδατα: «Ἰσχυρά ἐποίει τά ἄνω νέφη»(Πρμ 8, 28) γιά νά συγκρατιοῦνται στόν ἀέρα. «Ἐν μεγαλείῳ αὐτοῦ ἴσχυσε νεφέλας, καί διεθρύβησαν λίθοι χαλάζης»(ΣΣειρ 43, 15). Νεφέλαι ἀπό μακρυά: «Καί πλῆθος ὕδατος ἐν οὐρανῷ, καί ἀνήγαγε νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς γῆς»(Ἱερ 10, 13). «Ὁ προσκαλούμενος τό ὕδωρ τῆς θαλάσσης καί ἐκχέων αὐτό ἐπί πρόσωπον τῆς γῆς, Κύριος ὁ Θεός παντοκράτωρ ὄνομα Αὐτῷ»(Ἀμ 5, 8=9, 6). «Δεσμεύων ὕδωρ ἐν νεφέλαις»(Ἰώβ 26, 8). «Τίς δέ ὁ ἀριθμῶν νέφη σοφίᾳ (: μέ σοφία), οὐρανόν δέ εἰς γῆν ἔκλινε; [κάνει τό στερέωμα νά φθάνη μέχρι τή γῆ· ἤ τό περιεχόμενό του (τά νέφη) νά χύνεται]»(Ἰώβ 38, 37). «Συνάγων ὡσεί ἀσκόν ὕδατα θαλάσσης, τιθείς ἐν θησαυροῖς ἀβύσσους»(Ψ 32, 7).

  • Βαρύτης: «Συνῆκας δέ δεσμόν Πλειάδος καί φραγμόν Ὠρίωνος ἤνοιξας;»(Ἰώβ 38, 31).
  • Στοιχεῖα: «Οὐκ ᾐδέσθης ἄνθρωπος ὤν, θηριωδέστατε, τούς ὁμοιοπαθεῖς καί ἐκ τῶν αὐτῶν γεγονότας στοιχείων γλωττοτομῆσαι καί τοῦτον καταικίσας τόν τρόπον βασανίσαι;»(Δ´ Μακ 12, 13). Σέ ἀντίθεσι, ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι πολιτισμοί μιλοῦσαν γιά 4 ἤ 5 στοιχεῖα. Ἡ Γραφή δέν καθορίζει πόσα εἶναι.

  Δέν ὑπῆρξαν προγενέστεροι πρωτόγονοι Σέ πολλά κείμενα ἀναφέρεται ἡ ταυτοχρονικότητα «ἐξελιγμένων» καί «πρωτογόνων», πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι οἱ πρωτόγονοι δέν προϋπῆρξαν τῶν ἐξελιγμένων. Ἔχουμε, λοιπόν: Ὁ Νicholas Roerich γράφει: «Ὁ Genghis Khan ἦταν πολύ διορατικός. Διέταξε τούς φίλους του νά σκίσουν τά μεταξωτά ὑφάσματα, νά προσποιηθοῦν πώς τούς πείραζε τό καλό φαγητό. Ἄς πιῆ ὁ κόσμος γάλα, ὅπως γινόταν παλαιά· ἄς ντυθῆ μέ δέρματα, ὅπως παλαιά· ἔτσι ὥστε νά μή χάση τίς δυνάμεις της ἡ Μεγάλη Ὀρδή!». «Μερικές φορές εἶμαι ντυμένος μέ κουρέλια καί ἄλλοτε μέ τσουβάλια. Μερικές φορές φορῶ ροῦχα ἀπό ὡραῖο ὕφασμα, ἄλλοτε εἶμαι ντυμένος μέ δέρματα ἐλαφιοῦ καί ἄλλοτε μέ ἀκριβές ρόμπες». «Οἱ ἡρωϊκοί Ρandava πήγαιναν ἀπό δάσος σέ δάσος σκοτώνοντας ἐλάφια καί διάφορα ζῶα γιά τροφή. Στή διάρκεια τῆς περιπλανήσεώς τους, εἶδαν τίς χῶρες τῶν Μάτσια, τῶν Τριγκάρτα, τῶν Ρanchala καί τῶν Κιτσάκα, καθώς καί πολλά δάση καί λίμνες. Ὅλοι τους εἶχαν πυκνές μποῦκλες στά μαλλιά τους καί ἦταν ντυμένοι μέ φλοιούς δένδρων καί δέρματα ζώων». «—Εἶναι καλύτερα ὄχι νά δίνης διαταγές, ἀλλά νά ζῆς μοναχικά φορώντας προβιά. —Ἐσύ, εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος, μέ διατάζεις νά φορέσω προβιά, ἐμένα τόν ἀπόγονο τοῦ Ἡρακλῆ, τόν ἡγεμόνα τῶν Ἐλλήνων καί βασιλιά τῶν Μακεδόνων; —Ὅπως ἀκριβῶς ὁ πρόγονός σου, εἶπε ὁ Διογένης. —Ποιός πρόγονος; —Ὁ Ἀρχέλαος. Ἤ μήπως δέν ἦταν γιδοβοσκός ὁ Ἀρχέλαος καί δέν ἦρθε στή Μακεδονία ὁδηγώντας γίδια; Λοιπόν, τί φαντάζεσαι ὅτι φοροῦσε ὅταν τό ᾽κανε αὐτό; Πορφύρα ἤ προβιά; Κι ὁ Ἀλέξανδρος χαλάρωσε, γέλασε καί εἶπε: —Ἐννοεῖς, Διογένη, τήν ἱστορία μέ τόν χρησμό; Κι ὁ ἄλλος ξυνίζοντας τά μοῦτρα: —Ποιό χρησμό; Αὐτό τό ὁποῖο ξέρω ἐγώ εἶναι πώς ὁ Ἀρχέλαος ἦταν γιδοβοσκός».   Ἐκ τοῦ μηδενός Τό βασικό χωρίο πάνω στό ὁποῖο στηριζόμασθε γιά τήν πίστι ὅτι τά πάντα ἔγιναν ἐκ τοῦ μηδενός εἶναι ἡ φράσι τῆς Σολομονῆς, μητέρας τῶν ἑπτά Μακκαβαίων παίδων: «ἀξιῶ σε, τέκνον, ἀναβλέψαντα εἰς τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί τά ἐν αὐτοῖς πάντα ἰδόντα, γνῶναι ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτά ὁ Θεός καί τό τῶν ἀνθρώπων γένος οὕτως γεγένηται»(Β´ Μακ 7, 28). Καί, βέβαια, ἡ πίστι αὐτή στηρίζεται στό 1ο Κεφάλαιο τῆς Γενέσεως (στίχ. 1), ὅπου ἐκεῖ δέν ἀναφέρεται προϋπάρχουσα ὕλη γιά τήν ἔναρξι τῆς δημιουργίας. «Ἡ πρώτη ἔνστασι εἶναι αὐτή: πῶς δημιουργήθηκε ὁ κόσμος ἐκ τοῦ μηδενός; Ἐκ τοῦ μηδενός μηδέν παράγεται. De nihilo nihil est. Τοῦτο ἀποτελεῖ λογικό ἀξίωμα. Ἀπαντοῦμε στήν ἔνστασι. Ἐμεῖς δέν λέμε ἁπλῶς ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός ἀλλά λέμε· ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό τό Θεό. Μέ τήν τελευταία φράσι, στήν ὁποία κεῖται ἡ ἔμφασι, τίθεται ἡ δημιουργική αἰτία τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος δηλαδή δέν ἔγινε ἐκ τοῦ μηδενός ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, πρᾶγμα ὄντως ἀκατανόητο καί ἀπαράδεκτο, ἀλλά ἔχει τήν αἰτία του. Αἰτία δέ εἶναι ἡ δύναμι τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ, “τοῦ καλοῦντος τά μή ὄντα ὡς ὄντα” κατά τήν ἔκφρασι τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Ρμ 4, 17). Ὁ ἄνθρωπος, βεβαίως, ὁ ὁποῖος τά δικά του ἔργα τά κατασκευάζει ἀπό τήν ὑπάρχουσα ὕλη, δέν μπορεῖ νά καταλάβη πῶς ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό μή προϋπάρχουσα ὕλη. Ἀλλά τό ἀκατάληπτο δέν ταυτίζεται μέ τό ἀκατανόητο, δηλαδή τό παράλογο. Ἀγνοοῦμε τόν τρόπο τῆς δημιουργίας. Ναί! Δέν ἀγνοοῦμε ὅμως τό γεγονός τῆς δημιουργίας. Ἀγνοοῦμε το πῶς ἔγινε ὁ κόσμος. Δέν ἀγνοοῦμε ὅμως τό ὅτι ἔγινε… Ὁ κόσμος δέν ὑπῆρχε αἰωνίως, καί ἄρα ἔγινε, δημιουργήθηκε. Ὁ πιστός ἄνθρωπος, τύπου Ἀβραάμ καί Παύλου ἐν προκειμένῳ, ἐπαναπαύεται στό γεγονός καί δέν πολυπραγμονεῖ τόν τρόπο. Εἶναι δέ αὐτό τελειότητα πνεύματος. Ἀλλά οἱ πολλοί, ἐνῶ ἔχουν τό γεγονός καί μποροῦν νά ἐπαναπαυθοῦν σ᾽ αὐτό, λόγῳ ἀτελείας τοῦ πνεύματός τους νικῶνται ἀπό τόν πειρασμό τῆς περιέργειας, πολυπραγμονοῦν τόν τρόπο, καί ἀδικαιολόγητα κλονίζονται ὡς πρός τό γεγονός. Ὧδε τό μυστήριο τῆς ἀπιστίας! Ἀπό αὐτό συνάγεται καί ἡ ἀξία τῆς πίστεως. Γιά τά ἀτελῆ ἐκεῖνα πνεύματα τά ὁποῖα ἐνδίδουν στόν πειρασμό καί δεινῶς προσβάλλονται ἀπό τούς ἀμφίβολους λογισμούς, θά ἀναφέρουμε μερικά παραδείγματα τά ὁποῖα, γιά νά μιλήσουμε ἔτσι, θά ἐπιδράσουν κατευναστικῶς στήν “ἐν κρανίῳ τρικυμία”. Τό δόγμα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός εἶναι δυσπαράδεκτο στόν ὀρθολογιστή, ἐπειδή φαινόμενο δημιουργίας κάποιου ὑλικοῦ πράγματος ἐκ τοῦ μηδενός δέν παρατηρεῖται στόν κόσμο. Ἀλλά ἄν ἀπό τή στιγμή κατά τήν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ κόσμος δέν παρατηρεῖται πλέον φαινόμενο δημιουργίας, παρατηρεῖται ὅμως ἕνα ἄλλο φαινόμενο, τό ὁποῖο ἐπίσης θά ἀρνιόταν ὁ ὀρθολογιστής σάν ἀδύνατο, ἄν δέν τό ἔβλεπε νά συμβαίνη πράγματι στόν κόσμο. Ποιό εἶναι τό φαινόμενο; Εἶναι τό χημικό φαινόμενο. Πρᾶγμα παράδοξο συμβαίνει κατ᾽ αὐτό. Ἡ φύσι τῶν διαφόρων σωμάτων τοῦ ὑλικοῦ κόσμου μεταβάλλεται ριζικῶς. Ἔτσι, π.χ. τό ξύλο καίγεται, καί μετά τήν καῦσι ἀπομένει κάποια ποσότητα στάκτης ἀπό τήν ὁποία εἶναι ἀδύνατο νά πάρουμε ἐκ νέου ξύλο. Τό γλεῦκος μετατρέπεται σέ κρασί, καί τό κρασί σέ ξύδι. Τό χόρτο ὅταν τρώγεται ἀπό τό πρόβατο μετατρέπεται σέ γάλα καί τό γάλα ὅταν πίνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο μεταβάλλεται σέ αἷμα. Τό ὑδρογόνο ἑνώνεται μέ τό ὀξυγόνο καί δίνει νερό. Καί αὐτά μέν πραγματικῶς…». «Καί ἤδη ρωτᾶμε: Δέν εἶναι αὐτά μυστήρια καί ἀκατάληπτα; Δέν εἶναι μιά χημική ἕνωσι ἀκατάληπτη μέ τή λογική; Μέ τή λογική, τήν ἕνωσι σωμάτων μπορῶ νά τήν ἐννοήσω ὡς ἁπλή παράθεσι ἤ ἄθροισι ἤ ἀνάμειξί τους. Τίποτε περισσότερο. Ἀλλά νά, τώρα, κατά τή στιγμή τῆς χημικῆς ἑνώσεως, τά σώματα ὑφίστανται ἀκαριαίως ριζική μεταβολή τῆς φύσεώς τους, ὥστε παύουν νά εἶναι ὅποια ἦταν καί γίνονται ὅποια δέν ἦταν. Ξαφνικά μέ ἀπότομο ἅλμα μεταβαίνουν σέ κάτι νέο, ἐντελῶς διαφορετικό. Τό νέο σῶμα ἔχει ἰδιότητες ἐντελῶς διαφορετικές ἀπό αὐτές τίς ὁποῖες εἶχαν τά σώματα πού ἑνώθηκαν. Κάποια δημιουργία συντελεῖται κι ἐδῶ. Δέν δημιουργεῖται νέα ὕλη. Δημιουργοῦνται, ὅμως, νέες ἰδιότητες. Ἰδιότητες δηλαδή οἱ ὁποῖες δέν ὑπῆρχαν στά ἑνωθέντα σώματα. Ὄντως κατά τή στιγμή τῆς χημικῆς ἑνώσεως, κατά τό ἀκαριαῖο ἐκεῖνο ἅλμα τῶν στοιχείων, θαῦμα συντελεῖται, τό ὁποῖο, ἄν δέν τό βλέπαμε στήν πραγματικότητα δέν θά τό προβλέπαμε ποτέ, κι ἄν κάποιος μᾶς τό ἔλεγε οὐδέποτε θά ἤμασταν διατεθειμένοι νά πιστέψουμε. Συνοψίζοντας λέμε· Στόν κόσμο δημιουργία ὕλης δέν παρατηρεῖται. Παρατηρεῖται ὅμως μεταβολή τῆς ὕλης, μεταβολή ἐν προκειμένῳ ὄχι ἐξωτερική ἀλλά ἐσωτερική, οὐσιώδης. Στόν κόσμο μετάβασι ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι ἑνός ὑλικοῦ πράγματος δέν παρατηρεῖται. Παρατηρεῖται ὅμως μετάβασι ἀπό ἕνα στοιχεῖο σέ ἄλλο. Τό πρῶτο θαῦμα, ἡ δημιουργία τῆς ὕλης, εἶναι βεβαίως μεγαλύτερο. Τό δεύτερο θαῦμα, ἡ μεταβολή της ὕλης, εἶναι μικρότερο. Ἀλλά τά δύο θαύματα εἶναι ὅμοια. Ἡ μεταβολή ὄχι μόνο φαίνεται καί αὐτή λογικά ἀδύνατη, ἀλλά ἐπειδή ὁδηγεῖ σέ κάτι νέο, εἶναι καί αὐτή, κατά κάποια ἔννοια, δημιουργία. Ἡ μεταβολή τῆς ὕλης εἶναι θαῦμα πού βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο μερικές βαθμῖδες πιό χαμηλά ἀπό τό θαῦμα τῆς δημιουργίας. Σάν τέτοια ὑποβοηθεῖ σοβαρά τήν πίστι στό δόγμα τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας περί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου». «Ἡ ὕλη μεταβάλλεται σέ ἐνέργεια! Τοῦτο δέν ἦταν δυνατό νά τό φαντασθῆ ποτέ ὁ ἄνθρωπος. Γιατί; Διότι ἡ μεταβολή τῆς ὕλης σέ ἐνέργεια σημαίνει μεταβολή τοῦ ἁπτοῦ στό μή ἁπτό, τοῦ ὁρατοῦ στό μή ὁρατό, τοῦ φαινομένου στό μή φαινόμενο. Τέτοια δέ μεταβολή εἶναι ἀκατάληπτη ἀπό τήν ἀνθρώπινη διάνοια. Πῶς πράγματι θά μποροῦσα ποτέ νά ἐννοήσω ἤ νά φαντασθῶ, ὅτι ἕνα ἁπτό ἀντικείμενο μεταβάλλεται σέ μή ἁπτό, ἕνα ὁρατό σέ ἀόρατο, ἕνα φαινόμενο σέ μή φαινόμενο; Κι ὅμως, ἡ μεταβολή αὐτή συμβαίνει. Ἡ δέ Ἐπιστήμη διδάσκει ὅτι ὑπό συνθῆκες ἐξαιρετικές εἶναι δυνατή καί ἡ ἀντίθετη μεταβολή. Μπορεῖ δηλαδή καί ἡ ἐνέργεια νά μεταβληθῆ σέ ὕλη! Μπορεῖ τό μή ἁπτό νά γίνη ἁπτό, τό μή ὁρώμενο νά γίνη ὁρατό, τό μή φαινόμενο νά γίνη φαινόμενο. Ἡ ὁρατή πέτρα μπορεῖ νά μεταβληθῆ σέ ἀόρατη δύναμι, καί ἡ ἀόρατη δύναμι μπορεῖ νά μεταβληθῆ σέ ὁρατή πέτρα! Τό θαῦμα τοῦτο, ἰδιαίτερα κατά τή δεύτερη ἔννοιά του, ἐκείνη τῆς προελεύσεως ἁπτῆς καί ὁρατῆς καί φαινόμενης ὕλης ἀπό μή ἁπτή καί μή ὁρατή καί μή φαινόμενη δύναμι, τό θαῦμα αὐτό ἀνακαλεῖ στή μνήμη τό θεόπνευστο στῖχο στή Ἑβρ. 11, 3· “Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τούς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τό μή ἐκ φαινομένων τά βλεπόμενα γεγονέναι”. Πίστι ἀπαιτεῖται γιά νά πιστέψουμε ὅτι τά “βλεπόμενα” ἔγιναν ἀπό “μή φαινόμενα”. Πίστι, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἀντιθέσεως μεταξύ ὁρατοῦ καί ἀοράτου. Διότι τοῦτο παρουσιάζεται ὡς ἡ μεγαλύτερη δυσκολία στήν ἀνθρώπινη λογική, ὁ τρόπος τῆς μεταβάσεως ἀπό τό ἀόρατο στό ὁρατό. Ἀλλά νά, ἡ Ἐπιστήμη διαπιστώνει σήμερα τό θαῦμα τῆς μεταβάσεως ἀπό τή “μή φαινόμενη” δύναμι στή “βλεπόμενη” ὕλη. Τό θαῦμα τοῦτο εἶναι, βεβαίως, μικρότερο τοῦ θαύματος τῆς δημιουργίας. Διότι στό θαῦμα τοῦτο, τό “μή φαινόμενο” εἶναι δύναμι, ἡ ὁποία ἔχει πραγματική ὑπόστασι, ἐνῶ στό θαῦμα τῆς δημιουργίας τά “μή φαινόμενα” τοῦ παραπάνω Γραφικοῦ χωρίου, ἀπό τά ὁποῖα προῆλθαν τά διάφορα δημιουργήματα, ἦταν τά ἀνύπαρκτα, τά μή ὄντα, τό ἀπόλυτο μηδέν. Ἀλλ᾽ ὡς πρός τό θαῦμα τῆς δημιουργίας, δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι μεσολάβησε θεία δύναμι. Ἀγνοοῦμε τή φύσι τῆς θείας δυνάμεως καί γι᾽ αὐτό δυσκολευόμασθε νά καταλάβουμε πῶς ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός. Ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρός τούς Ἰουδαίους· “Πλανᾶσθε μή εἰδότες τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ”(Μθ 22, 29). Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται ὡς πρός τά φυσικά πράγματα, ἐπειδή δέν γνωρίζει τίς φυσικές δυνάμεις. Δέν γνωρίζει τή βαθύτερη φύσι τους, τό μυστηριώδη τρόπο μέ τόν ὁποῖο δροῦν, καί τό μέγιστο σημεῖο μέχρι τό ὁποῖο μποροῦν νά ἐπεκταθοῦν τά ἀποτελέσματά τους. Ἀπ᾽ αὐτό προέρχεται καί ἡ μνημονευθεῖσα πλάνη τῶν παλαιοτέρων γιά τήν ἀφθαρσία τῆς ὕλης, βεβαίως μέ τήν ἔννοια τήν ὁποία ἐκλάμβαναν τήν ἀφθαρσία τῆς ὕλης ἐκεῖνοι. Ἀλλά ἄν ὁ ἄνθρωπος πολλές φορές πλανᾶται ἐπειδή δέν γνωρίζει τίς δυνατότητες τῶν φυσικῶν δυνάμεων, πῶς θέλει νά κατανοήση τό θαῦμα τῆς δημιουργίας, ἐφόσον ἀγνοεῖ τή φύσι καί τίς δυνατότητες τῆς ἴδιας τῆς δυνάμεως τοῦ ὑψίστου Ὄντος; Ἡ δύναμι μπορεῖ. Καί ἄν οἱ φυσικές δυνάμεις μποροῦν πράγματα καταπληκτικά καί ἀκατάληπτα, γιατί ἡ θεία δύναμι δέν θά μποροῦσε πράγματα ἀκόμη μεγαλύτερα;».   Περί χρόνου καί χώρου «Κατά τή θεωρία τοῦ Einstein… [ἀρκετά] χρόνια στή γῆ εἶναι σάν ἕνας χρόνος γιά τόν ἀστροναύτη! Σκιρτᾶ ὁ ἐραστής τῆς Βίβλου μέ αὐτή τήν ἰδέα. Διότι ἡ ἰδέα αὐτή ἀνακαλεῖ στό νοῦ τό ψαλμικό “Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καί φυλακή ἐν νυκτί”(Ψ 89, 4). Τό χωρίο αὐτό, τό ὁποῖο περιέχεται σέ Ψαλμό φερόμενο στό ὄνομα τοῦ Μωυσῆ, εἶναι ἀπό τά πλέον θαυμαστά χωρία τῆς Γραφῆς, καί τό θαυμαστότερο, νομίζουμε, ἀπό ὅλα τά χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσα μιλοῦν γιά αἰωνιότητα. Τά 1.000 χρόνια γιά τό Θεό ἰσοῦνται μέ 1 ἡμέρα, καί ἀκόμη λιγότερο! Ἡ γλῶσσα τῶν μαθηματικῶν δέν ἰσχύει ἐδῶ! Πῶς; Ὑπάρχει βεβαίως ἔμφυτη ἡ ἰδέα στόν ἄνθρωπο ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος. Παρά τήν ἰδέα, ὅμως, τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, τό 5 σύν 5 δέν φρονοῦμε ὅτι, γιά τόν μέν ἄνθρωπο εἶναι ἴσο μέ 10, γιά τόν δέ Θεό μπορεῖ νά εἶναι καί περισσότερο ἤ λιγότερο ἀπό τό 10. Ἡ μαθηματική σχέσι 5+5=10 ἰσχύει τόσο γιά τό Θεό, ὅσο καί γιά τόν ἄνθρωπο. Φυσικῶς, λοιπόν, σκεπτόμενος ὁ Ψαλμωδός θά ἔπρεπε νά νομίζη, ὅτι 1 ἡμέρα γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι συγχρόνως μιά ἡμέρα καί γιά τό Θεό, καί 1.000 χρόνια γιά τήν ἀνθρωπότητα εἶναι συγχρόνως 1.000 χρόνια γιά τό Θεό. Ἐν τούτοις διαφορετικά φρονεῖ ὁ Ψαλμωδός. Τά 1.000 χρόνια εἶναι γιά τό Θεό 1 ἡμέρα, καί ἀκόμη λιγότερο! Ὁ θαυμασμός μας γιά τήν ἰδέα πού ἐκφράζεται ἀπό τόν ψαλμωδό γίνεται μεγαλύτερη, ἄν ἔλθουμε στήν Κ. Διαθήκη, στό χωρίο Β´ Πέτρ 3, 8. Κατά τό χωρίο αὐτό ἡ πρότασι τοῦ ψαλμωδοῦ ἰσχύει καί ἀντίστροφα· ὄχι μόνο “χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία”, ἀλλά καί “ἡμέρα μία ὡς χίλια ἔτη παρά Κυρίῳ”. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ μακρότατη ἤ συντομότατη διάρκεια εἶναι μηδέν γιά τό Θεό! Ὁ Θεός ὑπέρκειται τοῦ χρόνου. Γιά τό Θεό δέν ἰσχύει ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου. Ὁ Θεός δέν ἔχει οὔτε ἀρχή, οὔτε τέλος, οὔτε διαδοχή. Τά δύο χωρία τῆς Γραφῆς —ἕνα κατ᾽ οὐσία— τά ὁποῖα ἀνακάλεσε στό πνεῦμα μας ἡ θεωρία τοῦ Einstein, τό Ψαλμικό καί τό Ἀποστολικό, γραμμένα τό μέν πρίν ἀπό τρεῖς χιλιάδες χρόνια τό δέ πρίν ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια περίπου, καί μάλιστα ἀπό ἀνθρώπους πού δέν ἐκδήλωναν καμμία φιλοσοφική [: ἐπιστημονική] τάσι, εἶναι “φαινόμενα” στήν παγκόσμια γραμματεία. Ἡ ἰδέα τῆς ὑπέρχρονης αἰωνιότητος, ἐλάχιστα εἶναι δυνατόν νά ἐπῆλθε στή διάνοια τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Πέτρου ἀνθρωπίνως. Μέσῳ ἐκείνων πρέπει νά μίλησε ὁ ζητούμενος· ὁ Αἰώνιος. Στό ἑπόμενο θά δοῦμε τό ἰσχυρότερο χωρίο τῆς Γραφῆς σέ σχέσι μέ τό θέμα τῆς αἰωνιότητος». «Ὑπάρχει στόν Ἐκκλησιαστή ἕνα χωρίο ἀπό τά πιό βαθυστόχαστα τῆς παγκόσμιας γραμματείας. Λόγῳ δέ τῆς βαθύνοιάς του τό χωρίο αὐτό δέχθηκε διάφορες ἑρμηνεῖες καί θεωρήθηκε ὡς τό πλέον δυσερμήνευτο χωρίο τοῦ Ἐκκλησιαστῆ. Νά τό γεμάτο μυστήριο χωρίο, ὅπως αὐτό περιέχεται στή μετάφρασι τῶν Ο´· “Σύμπαντα, ἅ ἐποίησε, καλά ἐν τῷ καιρῷ αὐτοῦ, καί γε σύν τόν αἰῶνα ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτῶν, ὅπως μή εὕρῃ ὁ ἄνθρωπος τό ποίημα, ὅ ἐποίησεν ὁ Θεός, ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τέλους”(Ἐκκλ 3, 11). Κατά ἁπλούστερη νεοελληνική μετάφρασι τό χωρίο ἔχει ἔτσι· “καί τά πάντα (ὁ Θεός) δημιούργησε καλά, τό καθένα στόν καιρό του, καί τήν αἰωνιότητα ὑπέβαλε στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μήν μπορῆ νά ἐξιχνιάση τό ἔργο, τό ὁποῖο δημιούργησε ὁ Θεός, ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος”… Ἡ ἔννοια… τοῦ χωρίου αὐτοῦ φαίνεται σ᾽ ἐμᾶς ὅτι εἶναι ἡ ἑξῆς· Ὁ Θεός δημιούργησε τά πάντα καλά, ἀλλά καθένα τό ἔκανε “ἐν τῷ καιρῷ αὐτοῦ”, δηλαδή στό χρόνο. Στή φράσι “ἐν τῷ καιρῷ αὐτοῦ” πρέπει νά δοθῆ ἔμφασι. Τονίζεται συνεπῶς ἐδῶ ὅτι ὁ παρών κόσμος ἔγινε σέ χρόνο, καί ἄρα ἔλαβε ἀρχή. Ἀλλά καί τέλος θά λάβη ὁ παρών κόσμος. Ρητῶς λέει σέ ἄλλα χωρία ἡ Γραφή, ὅτι ὁ παρών κόσμος θά παρέλθη μιά ἡμέρα. Ἀλλά ἐνῶ ὁ κόσμος ἔχει στήν πραγματικότητα ἀρχή καί τέλος, ὁ ἄνθρωπος δέν κατανοεῖ τήν ἀλήθεια αὐτή. Γιατί ἄραγε; Διότι στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ὑπέβαλε ὁ Θεός “τόν αἰῶνα”, τήν αἰωνιότητα δηλαδή, καί ἀκριβέστερα τήν ἰδέα τῆς αἰωνιότητος. Ἡ φράσι “τόν αἰῶνα”, ἡ πλέον σημαντική στό ἐν λόγῳ χωρίο, ἀντιδιαστέλλεται πρός τήν προηγούμενη φράσι “ἐν τῷ καιρῷ αὐτοῦ”. Ἕνεκα τῆς ἔμφυτης ἰδέας τῆς αἰωνιότητος, ὡς ἀπεριόριστα ἐκτεινόμενου χρόνου, τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου δέν σταματᾶ σέ κανένα σημεῖο, ἀλλά τείνει ἀκατάσχετα πρός τό ἄπειρο, καί ἔτσι στήν ἀγωνιώδη προσπάθειά του νά ἐξιχνιάση τό μυστήριο τοῦ σύμπαντος, “πελαγώνει” κατά τό κοινῶς λεγόμενο, καί δέν βρίσκει [μέ τήν ἔννοια τοῦ δέν κατανοεῖ] στό σύμπαν οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος… Αὐτό εἶναι μεγάλος πειρασμός τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τόν ὁποῖο ἔδωσε ὁ Θεός γιά δοκιμασία τῆς πίστεως καί γιά ταπείνωσι, αὐτό εἶναι μεγάλη ἀγωνία! Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω ἑρμηνεία τοῦ Ἐκκλ. 3, 11, ἄν δέν ὑπῆρχε μέσα μας ἡ ἰδέα τῆς αἰωνιότητος, ἡ παραδοχή ἀρχῆς καί τέλους τοῦ φυσικοῦ αὐτοῦ κόσμου, δέν θά παρουσιαζόταν στή διάνοια τοῦ ἀνθρώπου μέ τή δυσκολία μέ τήν ὁποία παρουσιάζεται τώρα. Ἀλλά ἄν ἡ ἰδέα τῆς αἰωνιότητος εἶναι πειρασμός στό ἀνθρώπινο πνεῦμα ὡς πρός τήν κατάληψι τῆς ἀλήθειας ὅτι ὁ φυσικός κόσμος ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶναι πειρασμός πολύ μεγαλύτερος ὡς πρός τήν παραδοχή τῆς ὕψιστης ἀλήθειας ὅτι ὑπάρχει μεταφυσικός κόσμος. Ὕπαρξι ἐκτός χρόνου ὁ ὀρθολογιστής δέν νοεῖ. Στήν προσπάθειά του νά ἐξέλθη αὐτός ἀπό τά πλαίσια τοῦ χρόνου καί νά δεχθῆ ὕπαρξι μεταφυσικοῦ κόσμου, συντρίβεται κυριολεκτικά. Ὁ χρόνος ἀποβαίνει ὁ ἀδυσώπητος πολιορκητής τῆς διάνοιάς του, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε λύνει τήν πολιορκία του. Γι᾽ αὐτό καί ἀντιλαμβάνεται καλῶς ὁ ὀρθολογιστής, ὅτι πρόοδος στή φιλοσοφία του (θέλει κόμμα;) εἶναι κυρίως πρόοδος ὡς πρός τήν κατάληψι τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου. Ἀλλά ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι ὁ χρόνος ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο ὅρο γιά νά ὑπάρχη κάτι, καί ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι τά μόνα φυσικά καί εὔλογα εἶναι ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν ἐν χρόνῳ, τό γεγονός πάντως εἶναι…, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος δέν ὑπῆρχε πάντοτε, ἄρα οὔτε κι ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν ἐν χρόνῳ ὑπῆρχαν πάντοτε… Ἀλλά ἐφόσον ὁ χρόνος καί ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν ἐν χρόνῳ δέν ὑπῆρχαν πάντοτε, τότε τά μόνα φυσικά καί εὔλογα δέν εἶναι ὁ χρόνος καί ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν ἐν χρόνῳ. Τότε τό μόνο φυσικό καί εὔλογο εἶναι ἐκεῖνο πού προϋπῆρξε αὐτῶν καί ἡ προϋπόθεσί τους, ἡ αἰωνιότητα. Ὀνομάζουμε τόν παρόντα κόσμο φυσικό, καί τόν ἄλλο μεταφυσικό. Ἀλλά ἡ ὀνομασία αὐτή εἶναι ὑποκειμενική. Στήν πραγματικότητα, ὁ παρών κόσμος, ἐφόσον δέν ὑπῆρχε πάντοτε, δέν εἶναι φυσικός, πού ὑπάρχει δηλαδή ἐκ φύσεως, ἀλλά εἶναι ἐξωφυσικός, παράδοξος, ἀφύσικος, θά λέγαμε, ἐνῶ ὁ ἄλλος κόσμος, ἐφόσον ὑπῆρχε πάντοτε, δέν εἶναι μεταφυσικός ἀλλά εἶναι ἡ μόνη φυσική κατάστασι. Ὤ ἐάν ἦταν δυνατόν νά διασπάσουμε πρός στιγμήν τό φράγμα τοῦ χρόνου καί νά βρεθοῦμε ἔξω ἀπό αὐτόν! Αὐτομάτως τό μεταφυσικό πρόβλημα θά ἔπαυε νά ὑφίσταται. Διότι τό μεταφυσικό κόσμο θά τόν βλέπαμε σάν φυσικότατη καί εὐλογότατη κατάστασι, καί ἡ ἀπορία μας θά ἦταν τότε γιά τήν ὕπαρξι τοῦ φυσικοῦ τούτου κόσμου, γιά τόν ὁποῖο διερωτώμασθε· πῶς ὑπάρχει αὐτό πού δέν ὑπάρχει ἐκ φύσεως; Ἀγαπητοί ἀναγνῶστες! Ὅσες φορές ὁ μεγάλος πολιορκητής τῶν διανοιῶν μας, ὁ χρόνος, διαχέει ὁμίχλη γύρω ἀπό τό πρόσωπο τῆς αἰωνιότητος, καί ζητεῖ νά κλονίση τήν πίστι μας στήν ὕπαρξι ἐκείνης, ἄς ἀφήνουμε κατά μέρος τούς δαιδαλώδεις καί ἀμφίβολους λογισμούς μας, καί ἄς κρατᾶμε σφικτά, ὡς ἄγκυρα ἀσφαλῆ καί βέβαιη, μία μόνο σκέψι. Ἀρκεῖ ἡ σκέψι αὐτή νά μᾶς ἐγκαρδιώνη καί νά μᾶς στηρίζη. Εἶναι ἡ σκέψι, ὅτι ὁ χρόνος καί ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν ἐν χρόνῳ δέν ὑπῆρχαν πάντοτε. Ναί, δέν ὑπῆρχαν πάντοτε! Καί συνεπῶς, ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνωνται φυσικά, δέν εἶναι τά φύσει ὑπάρχοντα. Εἶναι τά θέσει ὑπάρχοντα. Τό δέ φύσει ὑπάρχον εἶναι ἡ αἰωνιότητα. Φίλε ἀναγνώστη! Ὅσες φορές ὁ χρόνος σέ κλονίζει ὡς πρός τήν ὕπαρξι τοῦ ἀχρόνου, καθήλωνε τή διάνοιά σου στήν παραπάνω σκέψι, ἐπίμενε σ᾽ αὐτήν, καί τότε θά αἰσθάνεσαι ἀπότομα τήν πίστι νά γιγαντώνεται μέσα σου, καί ρεῦμα ἐνθουσιασμοῦ νά κατακλύζη τήν μικρόψυχη ὕπαρξί σου»(περ. Στ, Σ ᾽68, 135).

  • Ἀναγράφουμε ἕνα, ἀκόμα, χωρίο τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ: «Ἐν οἷς οὐκ ἔστι γινώσκων τίς ἡ ὁδός τοῦ πνεύματος. ὡς ὀστᾶ ἐν γαστρί κυοφορούσης, οὕτως οὐ γνώσῃ τά ποιήματα τοῦ Θεοῦ, ὅσα ποιήσει σύν τά πάντα»(Ἐκκλ 11, 5).

Ἄς ἀρυσθοῦμε ἀπό τά παραπάνω ἕνα, ἀκόμα, ἄλλου εἴδους, ἀπολογητικό ἐπιχείρημα: Τά ἀνωτέρω χωρία Ἐκκλ 3, 11 καί 11, 5 μιλοῦν γιά τή δυσκολία κατανοήσεως τοῦ σύμπαντος. Ὅποιος διαβάση, ἔστω ἀκροθιγῶς, σύγχρονα κοσμολογικά κείμενα φρικιᾶ μπροστά στίς ἐπιστημονικές δυσκολίες κατανοήσεως τῶν γραφομένων (θεωρίες σχετικότητος, χορδῶν, βρανῶν κλπ. κλπ.)· δυσκολεύονται ἀκόμα καί οἱ ἐπιστήμονες νά τά παρακολουθήσουν. Καί ρωτᾶμε: Πῶς γνώριζε πρίν ἀπό 2500 χρόνια ὁ Ἐκκλησιαστής, ἡ Γραφή γενικότερα, ἑνός λαοῦ πού προσέφερε στήν ἐπιστήμη ἕνα ὁλοστρόγγυλο μηδέν, πῶς γνώριζε, λοιπόν, ἡ Γραφή τήν ἐν λόγῳ δυσκολία; Ἡ μόνη ἀπάντησι εἶναι: ἀπό ἔμπνευσι τοῦ Θεοῦ (θεοπνευστία)!!! «Καί μόλις εἰκάζομεν τά ἐπί γῆς καί τά ἐν χερσίν εὑρίσκομεν μετά πόνου· τά δέ ἐν οὐρανοῖς τίς ἐξιχνίασε;»(ΣΣολ 9, 16). Ἔλεγε καί ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Οὔτε καί τήν κτίσι μποροῦμε μέ ἀκρίβεια νά κατανοήσουμε»

  • Ἄς δοῦμε μιά ἀκόμα παραδοχή ἐπιστημονικῆς δυσκολίας: Γράφει ὁ καθηγ. Εὐτύχης Μπιτσάκης: «Τό σύμπαν διαστέλλεται, δηλαδή ὁ χῶρος διαστέλλεται. Ἀλλά μέσα σέ τί διαστέλλεται ὁ χῶρος; Τό πεπερασμένο σύμπαν διαστέλλεται σέ κάποιο ἄπειρο, νευτώνειο χῶρο; Ἀλλά αὐτό ἀντιφάσκει μέ τή Σχετικότητα. Ἤ ὁ χῶρος διαστέλλεται μέσα στόν ἑαυτό του; Ἡ λογική ἀντίφασι εἶναι προφανής. Καί, βέβαια, δέν ἀποτελεῖ ἀπάντησι τό θετικιστικό ἐπιχείρημα ὅτι τά προηγούμενα ἐρωτήματα στεροῦνται νοήματος».

Θά ἀναγράψουμε ἐδῶ μερικά στοιχεῖα σχετικά μέ τίς μεθόδους χρονολογήσεως (περισσότερα βλ. στό πρῶτο Κεφάλαιο τοῦ ἔργου μας Συμβολή στήν Τελετή Λήξεως τῆς Θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως). Ὁ Ιan Τaylor σημειώνει: «Οἱ ἀστρονόμοι Μoon καί Spencer (Ρ. Μoon & D. Ε. Spencer, Βinary Stars and the Velocity of Light, Οptical Society of Αmerica Journal, Νέα Ὑόρκη, 43, Αὔ 1953, 635) ἔχουν πάρει μιά ἐντελῶς διαφορετική προσέγγισι καί συμπέραναν ὅτι τό φῶς ἀπό τά πιό ἀπομακρυσμένα ἄστρα μπορεῖ νά ἔφθασε σέ μᾶς μέσα σέ δεκαπέντε χρόνια μόνο* [ὑπ.: Οἱ Μoon καί Spencer (1953) κάνουν τήν παρακάτω ἀξιοσημείωτη δήλωσι: “Ἡ ἀποδοχή τοῦ χώρου τοῦ Riemann μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀπορρίψουμε τή σχετικότητα τοῦ Εinstein καί νά διατηρήσουμε ὅλες τίς συνήθεις ἰδέες τοῦ χρόνου καί ὅλες τίς ἰδέες τοῦ Εὐκλείδειου χώρου σέ μιά ἀπόστασι λίγων ἐτῶν φωτός. Ὁ ἀστρονομικός χῶρος παραμένει Εὐκλείδειος γιά ὑλικά σώματα, ἀλλά τό φῶς θεωρεῖται ὅτι ταξιδεύει σέ χῶρο Riemann. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὁ ἀπαιτούμενος χρόνος γιά νά φθάση τό φῶς σέ μᾶς ἀπό τά πιό μακρυνά ἄστρα εἶναι μόνο 15 χρόνια”(σ. 635).]. Ἀκόμα κι ἄν δεχθοῦμε τήν πιθανότητα ἡ ταχύτητα τοῦ φωτός νά μήν ὑπόκηται στό ὁμοιομορφιστικό δόγμα, ἀπαιτεῖ μιά ὁρισμένη εὐψυχία χαρακτῆρος, ἐπειδή σύνολη ἡ κοσμολογία ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτή τήν ἐκ προοιμίου παραδοχή, καί θά σήμαινε, γιά παράδειγμα, ὅτι ἡ ἡλικία τοῦ σύμπαντος θά χρειαζόταν δραστική πρός τά κάτω ἀναθεώρησι»(TI, 306). Φαντάζεσθε τί ἔχει νά γίνη στούς ἐξελικτικούς ὅταν ὁ Κύριος ἀποκαλύψη περισσότερα σχετικά μέ τό χρόνο ἀφίξεως τοῦ φωτός στή γῆ ἀπό τά μακρυνά ἄστρα;!

  • Ὅσον ἀφορᾶ τή Βίβλο, ἐφόσον τό φῶς τῶν οὐρανίων σωμάτων θά φώτιζε τή γῆ ἀπό τήν ἀρχή, θά ἔπρεπε ὁ Θεός νά εἶχε συνδέση τή γῆ ἀμέσως μέ τίς φωτεινές πηγές. Νά σημειώσουμε, ἀκόμα, ἐδῶ, ὅτι, ὅπως ἀποδεικνύουμε ἀλλοῦ στό παρόν ἔργο μας, καθώς εἶναι ἰσόχρονος ὁ ἄνθρωπος μέ τό Σύμπαν, ἄρα καί τό φῶς εἶναι τόσης ἡλικίας, παρά τό ὅτι φαίνεται ἑκατομμυρίων ἐτῶν. Πιστεύω προσωπικά ὅτι θά ζήσω νά δῶ τήν ἐπιστήμη νά ἀνασκευάζη αὐτά τά ἑκατομμύρια σέ χιλιάδες, καί νά ἀποσύρεται αἰδημόνως! Ἄς μήν ξεχνᾶμε τέλος ὅτι καί ὁ Ἀδάμ μέ τήν Εὔα εἶχαν φαινομένη ἡλικία ἐνηλίκου ὅταν δημιουργήθηκαν (χρόνος πραγματικός 0 sec). Τό ἴδιο ἔκανε ὁ Θεός καί γιά τό ἀστρικό φῶς: φαινομένη ἡλικία —κι αὐτό μόνο ἄν οἱ μέθοδοι χρονολογήσεως εἶναι σωστές— ἑκατομμυρίων ἐτῶν καί πραγματικός χρόνος 0 sec.
  • Ἄς συμπληρώσουμε ἀκόμα ὅτι δειλά-δειλά ἡ ἐπιστήμη προσεγγίζει πρός τή χρονολογία τῆς Βίβλου· δέν ἀρνεῖται τήν ὕπαρξι τῶν ταχυονίων. Γράφει ὁ W. Τrefill: «Μολονότι ὑπάρχουν πολλές ἐκπληκτικές ἰδέες στή φαινομενικά ἁπλῆ ἀρχή τῆς σχετικότητος, δέν ὑπάρχει τίποτε ἐκεῖ πού νά ἀποκλείη τήν ὕπαρξι ἀντικειμένων πού κινοῦνται γρηγορότερα ἀπ᾽ τό φῶς. Ἀναφέρει ἁπλῶς, ὅτι ἄν ὑπάρχουν, εἶναι ὑποχρεωμένα νά κινοῦνται πάντα μέ τέτοιες ταχύτητες. Ἕνας χρήσιμος παραλληλισμός εἶναι ἴσως δύο χῶρες πού χωρίζονται ἀπό μιά ὑψηλή κι ἀδιάβατη ὀροσειρά. Οἱ ἄνθρωποι περνοῦν τή ζωή τους στή μιά πλευρά τῶν βουνῶν ἤ στήν ἄλλη, ἀλλά κανείς ποτέ δέν τά διαβαίνει. Οἱ φιλόσοφοι καί στίς δύο πλευρές, μποροῦν νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι κανείς δέν ζῆ στήν ἄλλη πλευρά τῶν βουνῶν, μέ τή δικαιολογία ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά διαβῆ κανείς τά βουνά. Ἀλλά, βέβαια, δέν εἶναι ἀνάγκη νά διαβῆ κανείς τήν ὀροσειρά, γιατί ὑπάρχουν ἤδη ἄνθρωποι στήν ἄλλη πλευρά τῶν βουνῶν (ἄν καί ὄχι ὑποχρεωτικά ἄνθρωποι “σάν ἐμᾶς”). Ἄν ὑπῆρχαν ἐκεῖ ἀπ᾽ τήν ἀρχή, ἐξακολουθοῦν καί σήμερα νά ζοῦν στό ἴδιο μέρος. Ὑποψιαζόμαστε ὅτι ὁ κόσμος τῶν ταχυονίων, κι ὁ δικός μας κανονικός κόσμος τῶν βραδυονίων, εἶναι κάπως ἔτσι: χωρίζονται δηλ. ὁ ἕνας ἀπ᾽ τόν ἄλλο μέ τό φράγμα τῆς ταχύτητος τοῦ φωτός».

«Ἐπιστήμονες σ᾽ ὅλο τόν κόσμο, μιλώντας γιά τίς παραλλαγές στό μιτοχονδριακό DNA (τήν “Ἱστορία τῆς Μιτοχονδριακῆς Εὔας”), ἤθελαν νά δείξουν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σήμερα προέρχονται ἀπό μία καί μόνη μητέρα (πού ζοῦσε ἀνάμεσα σ᾽ ἕνα μικρό πληθυσμό) πρίν ἀπό 70 μέ 800 χιλιάδες χρόνια. Πρόσφατα εὑρήματα γιά τό ρυθμό μεταλλάξεως τοῦ μιτοχονδριακοῦ DNA περιορίζουν δραστικά τή χρονική αὐτή περίοδο, τοποθετώντας τη μέσα στά πλαίσια τῶν χρονολογιῶν, τά ὁποῖα ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή». «Κατά τή διάρκεια τῆς ραδιενεργοῦ διασπάσεως τοῦ οὐρανίου καί τοῦ θορίου στό φλοιό τῆς γῆς, ἐκπέμφθηκαν σωμάτια α, καί ἐκεῖνα ἔγιναν ἥλιο 4, τό πιό ἄφθονο ἰσότοπο τοῦ ἡλίου. Μιά ματιά στό παράρτημα C θά δείξη ὅτι ἕνα ἄθροισμα ἀπό ὀκτώ σωμάτια α παράγονται καθώς κάθε ἄτομο οὐρανίου 238 διασπᾶται σέ μόλυβδο 206. Ἐκτιμήσεις ἔγιναν γιά τό ὁλικό οὐράνιο καί θόριο στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, καί ἀπ᾽ αὐτές ὁ ρυθμός παραγωγῆς ἡλίου ἐκτιμήθηκε ὅτι εἶναι 3x109 γραμμάρια τό χρόνο. Ἐπιπρόσθετα, περίπου ἡ ἴδια ποσότητα ἡλίου παράγεται κάθε χρόνο στήν ἀνώτερη ἀτμόσφαιρα ἀπό τόν βομβαρδισμό τῶν κοσμικῶν ἀκτίνων. Ἄν τό ἥλιο 4 ἔχει ἀπελευθερωθῆ στήν ἀτμόσφαιρά μας μ᾽ αὐτό τό ρυθμό γιά περίπου 4 δισεκατομμύρια χρόνια, τότε ἡ ὁλική ποσότητα τοῦ τωρινοῦ ἡλίου 4 θά ἦταν περίπου 1020 γραμμάρια* [ὑπ: Στό Νew Scientist, 24 (3/12/1964): 631, ὁ ἀνώνυμος συγγραφεύς μέ ἐπιφυλάξεις ὑποδεικνύει μιά ἀρχή “ὄχι περισσότερο ἀπό λίγα ἑκατομμύρια χρόνια πρίν” καί θέτει τήν ἐρώτησι: “ποῦ εἶναι τό ραδιογενές ἥλιο τῆς γῆς;”.]. Ἡ ἄμεση ἀντίδρασι εἶναι νά ὑποθέση κανείς ὅτι ἐπειδή τό ἥλιο εἶναι ἕνα ἐλαφρύ ἀέριο, χάθηκε ἀπό τήν ἀτμόσφαιρά μας στό ἐξώτερο διάστημα. Αὐτό, ὡστόσο, δέν εἶναι ἀναγκαίως ἔτσι καί φαίνεται ὅτι ἡ ἀτμόσφαιρά μας ἀπέκτησε πιθανῶς ἥλιο ἀπό τό διάστημα. Τό ἀτμοσφαιρικό ἥλιο ἀποτελεῖται ἀπό μιά μίξι τῶν ἰσοτόπων ἥλιο 3 καί ἥλιο 4 σ᾽ ἕνα σταθερό λόγο, ἐνῶ ὁ λόγος τοῦ ἡλίου 3 πρός τό ἥλιο 4 στό φλοιό τῆς γῆς εἶναι δέκα φορές μικρότερος. Ἄν τό ἥλιο χανόταν στό διάστημα, καί τά δύο ἰσότοπα θά ἔτειναν στήν ἴδια ἀναλογία, καί ὁ λόγος θά παρέμενε σταθερός. Τό γεγονός τῆς διαφορᾶς δείχνει ὅτι ὁ λόγος μᾶλλον θά ἔπρεπε νά αὐξάνεται ἀπό αὐτόν στά βράχια σ᾽ ἐκεῖνον τῆς ἀτμόσφαιρας κατά ἕνα συντελεστή δέκα φορές γιά νά φθάση στήν τωρινή του τιμή. Λαμβάνοντας ὑπόψιν τή διαφορά στούς δύο λόγους, ὁ Μelvin Α. Cook (Where is the Εarth᾽s Radiogenic Ηelium?, Νature, 179 (26/1/1957)), καθώς ἔγραψε ἕνα προσεκτικά συντεταγμένο γράμμα στό Νature, κατέληξε ὅτι τό ἥλιο 3 πρέπει νά προστέθηκε στήν ἀτμόσφαιρά μας. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, κατέληξε τότε στό ὅτι ἡ διαδικασία ξεκίνησε ὄχι περισσότερο ἀπό δέκα χιλιάδες χρόνια πρίν».   Ὑπολανθάνον Αἴτιο Σέ ὧρες εἰλικρινείας οἱ ἐξελικτικοί ἀποκαλύπτουν ὅτι ὁ λόγος πίστεως στή θεωρία τῆς Ἐξελίξεως εἶναι ἡ ἄρνησι πρώτης ἀρχῆς, Δημιουργοῦ Θεοῦ, δηλ.. «Ἐκεῖνο πού ἔχει μεγαλύτερη σημασία εἶναι οἱ μεταφυσικές προϋποθέσεις πού ὑπαγόρευαν καί μιά ὁρισμένη στάσι τῶν εἰδικῶν ἀπέναντι στή Θεωρία τῆς Συνεχοῦς Δημιουργίας. “Μιά ἄποψι τοῦ προτύπου τῆς Μεγάλης Ἐκρήξεως”, γράφει ὁ Μ. Rowan-Robinson, “τήν ὁποία μερικοί ἐπιστήμονες καί φιλόσοφοι εὕρισκαν στενόχωρη, ἦταν ὅτι προλέγει πώς τό σύμπαν ἔχει μιά ὁρισμένη ἡλικία καί ἔχει τήν ἀρχή του σέ μιά ἀρχική ἐκρηκτική στιγμή τῆς δημιουργίας. Γιά μερικούς αὐτό φαινόταν πολύ κοντά στίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις περί δημιουργίας καί ἔτσι δέχονται εὐχαρίστως τήν ἀπεριορίστου ἡλικίας φύσι τοῦ σύμπαντος τῆς Σταθερᾶς Καταστάσεως”(Μ. Rowan-Robinson, Ripples in the Cosmos, W. Η. Freeman Specktrum, Ν. Ὑόρκη 1993, σ. 110). “Πολλοί ἐπιστήμονες, καί αὐτοί οἱ εἰσηγητές τῆς Θεωρίας τῆς Σταθερᾶς Καταστάσεως”, ὑποστηρίζει καί ὁ Ρaul Davies, “αἰσθάνονται ὅτι καταργώντας τή μεγάλη ἔκρηξι θά εἶχαν μιά γιά πάντα ἀπορρίψει τήν ἀνάγκη κάθε εἴδους ὑπερφυσικῆς ἑρμηνείας γιά τό σύμπαν. Σ᾽ ἕνα σύμπαν πού δέν ἔχει καμμιά ἀρχή, δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη γιά ἕνα γεγονός δημιουργίας ἤ γιά ἕνα δημιουργό”(Ρ. Davies, Τhe Μind of God, Ρenguin Βooks, Λονδίνο 1993, σ. 56)». «Εἶναι χαρακτηριστική ἡ εἰλικρίνεια μέ τήν ὁποία ὁμολογεῖ ὁ Steven Weinberg: “Μερικοί κοσμολόγοι ἑλκύονται φιλοσοφικά ἀπό τό πρότυπο τοῦ παλλομένου σύμπαντος, εἰδικά διότι, ὅπως καί τό πρότυπο τῆς σταθερᾶς καταστάσεως, ἀποφεύγει μέ ὡραῖο τρόπο τό πρόβλημα τῆς Γενέσεως”(St. Weinberg, Τhe First Τhree Μinutes, Flamingo, Fontana Ρaper-backs, Λονδίνο 1984, σ. 148)». «Στήν Ἰνδία, ἡ πίστι στήν ἀποδημία τῶν ψυχῶν προϋποθέτει μιά κοσμολογία ἀπείρων ἐκμηδενίσεων καί περιοδικῶν ἀναδημιουργιῶν. Ἀναφέροντας πρῶτα τίς ἐκμηδενίσεις, ἀκολουθοῦμε τό παράδειγμα τῶν παλαιῶν κειμένων· αὐτή ἡ σειρά ξαφνιάζει τούς Εὐρωπαίους ἑρμηνευτές τους, πού δέν καταλαβαίνουν μέ τήν πρώτη ματιά ὅτι ὁ σκοπός ἦταν νά παρακαμφθῆ κάθε ἰδέα μιᾶς ἀπόλυτης ἀρχῆς τοῦ σύμπαντος, ἔτσι ὅπως, λόγου χάριν, ἀναγγέλλεται στό πρῶτο ἐδάφιο τῆς Γενέσεως». Κατά τ᾽ ἄλλα, οἱ ἐξ ἡμῶν φιλοεξελικτικοί κοιμοῦνται ἥσυχα μέ βαρούχειο ὕπνο καί Ἰώνειο ροχαλητό! Ἰδού πού τούς βάζουν τά γυαλιά καί οἱ ἐξελικτικοί: «Ὄχι πολύ πρίν τό θάνατό του, ὁ Νομπελίστας Γάλλος Βιολόγος Jacques Μonod, ἕνας ἀδιάλλακτος ἀνθρωπιστής, εἶπε αὐτό: “Ἡ φυσική ἐπιλογή εἶναι ὁ πιό τυφλός καί σκληρότερος τρόπος γιά τήν ἐξέλιξι νέων εἰδῶν… Μοῦ προκαλεῖ ἔκπληξι τό νά ὑπερασπίζεται ἕνας Χριστιανός τήν ἄποψι ὅτι αὐτή εἶναι ἡ διαδικασία τήν ὁποία ὁ Θεός λίγο ἤ πολύ ἔθεσε προκειμένου νά ὑπάρξη ἐξέλιξι”(Jacques Μonod, Τhe Secret of Life, συνέντευξι μέ τόν Laurie John, Αustralian Βroadcasting Co., 10 Ἰν 1976). Ὁμοίως ὁ Α. J. Μattell κατηγορεῖ τέτοιους συμβιβασμένους Χριστιανούς ὄχι μόνο γιά τήν ἀδιαφορία στά βάσανα τῶν ζώων ἀλλά γιά ὁλοκληρωτική κακοήθεια: “Πολλοί Χριστιανοί πῆραν τόν ἀνέντιμο δρόμο τῆς ἐπιμηκύνσεως τῶν ἡμερῶν σέ ἑκατομμύρια χρόνια, ἀλλά οἱ δημιουργιστές καθιστοῦν σαφές ὅτι μιά τέτοια προσέγγισι δέν εἶναι παρά ἕνα ῾μπάλωμα᾽ πού εἶναι ἀπαράδεκτο βιβλικά καί ἐπιστημονικά”(Α. J. Μattell, Jr. Τhree Cheers for the Creationists, Free Ιnquiry, τόμ. 2 (Ἄνοιξι 1982), σ. 17). Ὁ Μattell δέν εἶναι οὔτε δημιουργιστής οὔτε χριστιανός, ἀλλά ἔχει σαφῶς περισσότερο σεβασμό στήν ἐντιμότητα (ἄν ὄχι στά πιστεύω) τῶν αὐστηρῶν δημιουργιστῶν ἀπό τούς συμβιβασμούς τῶν θεϊστικῶν ἐξελικτικῶν καί τῶν μέ διαδοχικά βήματα (progressive) δημιουργιστῶν». «Ὁ Sir Fred Hoyle ἐξηγεῖ στό σύγγραμμα Ἡ Φύσι τοῦ Σύμπαντος (The Nature of the Universe): “Γιά νά ἀποφύγουμε τό ζήτημα τῆς δημιουργίας θά ἦταν ἀπαραίτητο νά εἶναι ὅλη ἡ ὕλη τοῦ Σύμπαντος ἄπειρης ἡλικίας, πρᾶγμα πού δέν μπορεῖ νά συμβαίνη… Τό ὑδρογόνο μετατρέπεται σταθερά σέ ἥλιο καί σέ ἄλλα στοιχεῖα… Πῶς γίνεται, λοιπόν, νά ἀποτελῆται τό Σύμπαν σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό ὑδρογόνο; Ἄν ἡ ὕλη ἦταν ἄπειρης ἡλικίας, αὐτό θά ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατον. Συνεπῶς διαπιστώνουμε ὅτι, ἐφόσον τό Σύμπαν ἔχει αὐτά τά χαρακτηριστικά, δέν εἶναι δυνατόν νά παρακαμφθῆ τό ζήτημα τῆς δημιουργίας”».   Περί Μωυσέως καί Ἱστορικότητος   Οἱ, οὐσιαστικά, ἀρνητές τῆς πίστεως ἔχουν ἐκστρατεύσει, ἑκατοντάδες χρόνια τώρα, ἐναντίον τοῦ βάθρου τοῦ Χριστιανισμοῦ, τή Γένεσι καί γενικότερα τήν Πεντάτευχο, χωρίς νά καταλαβαίνουν (οἱ δικοί μας), σκοπίμως (οἱ ἐξελικτικοί), ὅτι ἄν ἀπορρίψης τό προπατορικό ἁμάρτημα (τῆς Γενέσεως), τινάζεις στόν ἀέρα τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ (ἀπό τί θά μᾶς ἔσωζε;). Ἔχουν, λοιπόν, ἐμέσει κατά καιρούς τόσα καί τόσα ἐναντίον τῆς ἀκεραιότητος τῆς Πεντατεύχου, τῆς ἀληθείας της καθώς καί τῆς συγγραφῆς της ὑπό τοῦ Μωυσέως. Στό παρόν Κεφάλαιο θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα αὐτό γιά νά γίνη ἔκδηλο τό ποιόν τῶν ἀρνητῶν αὐτῶν. Λοιπόν: Ἐπιτίθενται εὐθέως ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ μας· Τόν παρουσιάζουν ὡς κοινό ψεύτη, μιᾶς καί Αὐτός, σέ ἀντίθεσι μέ αὐτούς, δέχεται ὡς συγγραφέα τῆς Γενέσεως τό Μωυσῆ καί ἱστορικό τό περιεχόμενό της. Ἄς δοῦμε, ὅμως, πρῶτα τή θέσι τοῦ Θεοῦ γιά τό Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἀναφέρει ὁ Κύριος: «Καί εἶπε πρός αὐτούς· ἀκούσατε τῶν λόγων Μου· ἐάν γένηται προφήτης ὑμῶν Κυρίῳ, ἐν ὁράματι αὐτῷ γνωσθήσομαι καί ἐν ὕπνῳ λαλήσω αὐτῷ. Οὐχ οὕτως ὁ θεράπων Μου Μωυσῆς· ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ Μου πιστός ἐστι· στόμα κατά στόμα λαλήσω αὐτῷ, ἐν εἴδει καί οὐ δι᾿ αἰνιγμάτων, καί τήν δόξαν Κυρίου εἶδε»(Ἀρθ 12, 6-8).

  • Ἡ παλαιότητα τῆς Πεντατεύχου φαίνεται καί ἀπό τό ἑξῆς: «“Καί εἶπε Χελκίας ὁ ἱερεύς ὁ μέγας πρός Σαπφάν τόν γραμματέα· βιβλίον τοῦ Νόμου εὗρον ἐν οἴκω Κυρίου· καί ἔδωκε Χελκίας τό βιβλίον πρός Σαπφάν καί ἀνέγνω αὐτό… καί εἶπε Σαπφάν ὁ γραμματεύς πρός τόν βασιλέα (Ἰωσίαν) λέγων· βιβλίον ἔδωκε μοι Χελκίας ὁ ἱερεύς· καί ἀνέγνω αὐτό Σαπφάν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. Καί ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεύς τούς λόγους βιβλίου τοῦ Νόμου καί διέρρηξε τά ἱμάτια αὑτοῦ” (Δ´ Βασ 22, 8). Φαίνεται δέ ὅτι τό βιβλίον αὐτό ἦτον ἰδιόχειρον τοῦ Προφήτου Μωυσέως, ὡς μαρτυρεῖ τά Παραλειπόμενα· γέγραπται γάρ· “εὗρε Χελκίας ὁ ἱερεύς βιβλίον Νόμου Κυρίου διά χειρός Μωυσῆ”(Β´ Πρλ 34, 14)».

«Κάποτε μερικοί ἀδελφοί ἐπισκέφθηκαν τόν Ἀββᾶ Ἀντώνιο καί τόν παρακάλεσαν νά τούς ἐξηγήση ἕνα χωρίο τοῦ Λευϊτικοῦ. Ὁ Γέρων τότε, χωρίς νά πῆ τίποτε, βγῆκε ἀπό τό κελλί καί μετέβη στήν ἔρημο. Ὁ Ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς, ὁ ὁποῖος ἦταν παρών, γνωρίζοντας τή συνήθεια τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου (νά προσεύχεται κατά μόνας), τόν παρακολούθησε κρυφά, χωρίς νά τό ἀντιληφθῆ ὁ Ἅγιος. Κατάπληκτος τότε διαπίστωσε τά ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ἀφοῦ προχώρησε λίγο στήν ἔρημο, στάθηκε σέ προσευχή καί ἔκραξε μέ πεποίθησι στό Θεό· “Θεέ μου, στεῖλε μου τό Μωϋσῆ, νά μέ διδάξῃ τή σημασία τοῦ χωρίου αὐτοῦ”. Ἀμέσως δέ ἀκούσθηκε φωνή ἐξ οὐρανοῦ συνομιλοῦσα μέ τό Μέγα Ἀντώνιο. Ὁ Ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς μετά ἀπ᾽ αὐτά βεβαίωνε, ὅτι τήν μέν ἐξ οὐρανοῦ φωνή ἄκουσε, τί ὅμως τοῦ εἶπε δέν ἀντιλήφθηκε». «Στό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀποδέχονται τό Μωϋσῆ ὡς τό συγγραφέα τῆς Πεντατεύχου, μποροῦμε νά προσθέσουμε τή μαρτυρία διαφόρων ἀρχαίων συγγραφέων, μερικοί ἀπ᾽ τούς ὁποίους ὑπῆρξαν ἐχθροί τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Ἑκαταῖος ὁ Ἀβδηρίτης, ὁ Αἰγύπτιος ἱστορικός Μανέθων, ὁ Λυσίμαχος ὁ Ἀλεξανδρινός, ὁ Εὐπόλεμος, ὁ Τάκιτος καί ὁ Ἰουβενάλης, ὅλοι αὐτοί ἀποδίδουν στό Μωϋσῆ τήν καθιέρωσι τοῦ κώδικα τῶν νόμων, ὁ ὁποῖος διέκρινε τούς Ἰουδαίους ἀπό τά ἄλλα ἔθνη, καί οἱ περισσότεροι δηλώνουν κατηγορηματικά ὅτι αὐτός κατέγραψε τούς νόμους του. Μάλιστα ὁ Νουμήνιος, ὁ Πυθαγόρειος φιλόσοφος ἀναφέρει ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἱερεῖς πού ἀντιτάχθηκαν στό Μωϋσῆ ἦταν ὁ Ἰαννής καί ὁ Ἰαμβρής (Β´ Τιμ 3, 8). Αὐτοί οἱ συγγραφεῖς καλύπτουν τήν περίοδο πού ἀρχίζει ἀπ᾽ τήν ἐποχή τοῦ Ἀλεξάνδρου (4ος αἰ. π.Χ.), ὅταν ἡ ἰουδαϊκή ἱστορία κίνησε γιά πρώτη φορά τήν περιέργεια τῶν Ἑλλήνων, καί τελειώνει τήν ἐποχή τοῦ Αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (3ος αἰ. μ.Χ.). Πολλοί ἄλλοι ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ἀναφέρουν τό Μωϋσῆ ὡς ἡγέτη, ἄρχοντα ἤ νομοθέτη (George Rawlinson, The Historical Evidences of the Truth of the Scripture Records, 1862, σ. 54, 254-258)». Εἶπαν ὅτι ἡ Πεντάτευχος δέν εἶναι ἔργο τοῦ Μωυσῆ, διότι, δῆθεν, κατά τήν ἐποχή του δέν ὑπῆρχε γραφή. Ὅμως αὐτό τό ἐπιχείρημα θά ἴσχυε ἐξίσου γιά τόν πρῶτο γράψαντα, ὅποιος κι ἄν ἦταν αὐτός! Βλέπετε πόσο σαθρά εἶναι τά ἐπιχειρήματα τῶν ἀρνητῶν; Χριστός: «Εἰ γάρ ἐπιστεύετε Μωυσεῖ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί· περί γάρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν. Εἰ δέ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ῥήμασι πιστεύσετε;»(Ἰω 5, 46-47). Ψεύδεται ὁ Χριστός; «Οὐ Μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τόν νόμον;»(Ἰω 7, 19). «Καί αὐτός παρήγγειλεν αὐτῷ μηδενί εἰπεῖν, ἀλλά ἀπελθών δεῖξον σεαυτόν τῷ ἱερεῖ καί προσένεγκε περί τοῦ καθαρισμοῦ σου καθώς προσέταξε Μωυσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς»(Λκ 5, 14). Χριστός πρός Γραμματεῖς καί Φαρισαίους: «Μωυσῆς γάρ εἶπε· τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου· καί· ὁ κακολογῶν πατέρα ἤ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω»(Μρ 7, 10). «Ἀκυροῦντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ παρεδώκατε· καί παρόμοια τοιαῦτα πολλά ποιεῖτε»(Μρ 7, 13). «Εἰ ἐκείνους εἶπε θεούς, πρός οὕς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἐξ 22, 28) ἐγένετο, καί οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή»(Ἰω 10, 35). Θεός: «Εἶπε δέ Κύριος πρός Μωυσῆν· κατάγραψον τοῦτο εἰς μνημόσυνον ἐν βιβλίῳ καί δός εἰς τά ὦτα Ἰησοῦ [τοῦ Ναυῆ], ὅτι ἀλοιφῇ ἐξαλείψω τό μνημόσυνον Ἀμαλήκ ἐκ τῆς ὑπό τόν οὐρανόν»(Ἐξ 17, 14). Ψεύδεται;   Περί ἀνθρώπου Σύμφωνα μέ τούς ἐξελικτικούς, μεταξύ τῆς ἀρχῆς τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου παρεμβάλλονται δισεκατομμύρια ἔτη. Ἡ Βίβλος, ὅμως, ξεκάθαρα, ἰσοχρονίζει τόν κόσμο μέ τόν ἄνθρωπο, συνυπονοουμένης, βεβαίως, τῆς ἀσημάντου χρονικῆς διαφορᾶς τους τῶν 6 24ώρων. Ἄς δοῦμε μερικά χωρία: Ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ αὐτοαλήθεια: «Ἀπό ἀρχῆς κτίσεως (: ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας) ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς ὁ Θεός»(Μρ 10, 6· βλ. καί Μθ 19, 4). ° «Ἔσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾽ ἀρχῆς κτίσεως ἥς ἔκτισεν ὁ Θεός ἕως τοῦ νῦν καί οὐ μή γένηται»(Μρ 13, 19=Μθ 24, 21)· καί, βέβαια, θλῖψις προσιδιάζει μόνο στόν ἄνθρωπο.