Περί Αγίας Τριάδος

Ὁ Ἰωσήφ, κάνοντας ὑπακοή στόν Πατέρα, κάλεσε τόν υἱό τῆς Παρθένου, Ἰησοῦ. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, πού φώτισε τόν ἀπ. Παῦλο, “οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ”(Α´ Κορ 12, 3). Ἄρα, λέγοντας τήν “εὐχή” “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με”, ἀναγνωρίζουμε τόν Πατέρα καί κάνουμε ὑπακοή σέ Αὐτόν καί ἐπιπλέον αἰσθανόμαστε τίς ἐνέργειες καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ Πατέρες, φωτισθέντες ἀπ᾽ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μᾶς εἶπαν ὅτι “Ὁ Πατήρ δι᾽ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ποιεῖ τά πάντα”. Ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα δημιούργησε τόν κόσμο καί ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί πάλι ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα ἀναδημιούργησε καί ἀνέπλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. “Ὁ Πατήρ ηὐδόκησεν, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο” καί “ἐγένετο σάρξ” “ἐκ Πνεύματος Ἁγίου”. Δηλ. ἡ ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε “εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Γι᾽ αὐτό καί λέμε ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ πρόσκτησι τῶν θείων Χαρίτων εἶναι κοινή ἐνέργεια τῆς Παναγίας Τριάδος». Γράφει καί ὁ Ν. Σωτηρόπουλος: «Ὁ Χριστός τόν Πατέρα, στόν Ὁποῖο ἀπευθύνεται, ἀναφέρει ὡς “τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν”(Ἰω 17, 3). Ἀλλά τοῦτο γεννᾶ τήν ἀπορία: Μόνο ὁ Πατήρ εἶναι ἀληθινός Θεός; Δέν εἶναι καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγ. Πνεῦμα; Ἡ ἀπάντησι στήν ἀπορία αὐτή εἶναι αὐτή: Ὁ Πατήρ ἀναφέρεται ὡς “ὁ μόνος ἀληθινός Θεός” σέ ἀντίθεσι πρός τούς θεούς τῶν ἐθνῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅλοι ψευδεῖς. Τό δέ “μόνος” δέν ἀποκλείει τά πρόσωπα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἀπ’ τήν ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ ὅπως στό Ἰούδ. 4, κατά τό ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι “ὁ μόνος δεσπότης καί Κύριος”, τό “μόνος” δέν ἀποκλείει, ὅτι καί ὁ Πατήρ εἶναι “δεσπότης καί Κύριος” καί τό Ἅγ. Πνεῦμα. Ὁ Πατήρ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός ὄχι ὡς πρόσωπο, ἀλλά ὡς θεία οὐσία. Ἐπειδή ἡ θεία οὐσία εἶναι μία, μοναδική, ὁ δέ Πατήρ ἔχει τή μοναδική αὐτή οὐσία, γι’ αὐτό ἀναφέρεται ὡς ὁ μόνος ἀληθινός Θεός. Ἀλλά καί ὁ Υἱός, ἀφοῦ εἶναι ὁμοούσιος πρός τόν Πατέρα (Ἰω 10, 30), ἀφοῦ ἔχει δηλαδή τήν ἴδια θεία οὐσία, τήν ὁποία ἔχει ὁ Πατήρ καί ἡ ὁποία εἶναι μοναδική, γι’ αὐτό καί Αὐτός εἶναι Θεός ἀληθινός, ὅπως ρητῶς διακηρύττει ὁ Ἀπ. Ἰωάννης στό Α´ Ἰω 5, 20. Κατά τό ἀποστολικό αὐτό χωρίο ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός τοῦ ἀληθινοῦ, καί συγχρόνως “Οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός”, αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Τό “Οὗτος” περί τοῦ Υἱοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἰσχυρότατα ἐμφατικό, ἰσοδυναμεῖ πρός τό “ὁ μόνος” περί τοῦ Πατρός. Δύναται, λοιπόν, καί γιά τόν Υἱό, ἐπειδή ἔχει τήν ὅλη καί μοναδική θεία οὐσία, νά λέγεται, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Τό ἴδιο βεβαίως ἰσχύει καί γιά τό Ἅγ. Πνεῦμα, τοῦ Ὁποίου ἡ θεότητα καί ἡ κυριότητα μαρτυρεῖται σέ πολλά χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε δύο, τό Πρξ 5, 3-4 καί τό Β´ Κορ 3, 16-18». Ὁ Ἄγγελος Δαμασκηνίδης, στό βιβλίο του Ἡ Ἀλήθεια ἔχει τόν λόγο (ἐκδ. Ὁ Λόγος, Ἀθήνα χ. χ., σ. 36, 37) τονίζει γιά τήν μοναδικότητα καί ἑνότητα τοῦ Θεοῦ τά ἑξῆς: Ἄν ἡ Γραφή ἤθελε νά ἀποκλείση ἀπό τή θεότητα τά δύο ἄλλα πρόσωπα, δέν θά χρησιμοποιοῦσε γιά τό Θεό τή λέξι ἐχάδ πού σημαίνει μία μονάδα, ἀλλά σύνθετη, ὅπως στά: Γεν 2, 24 (οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν-ἐχάδ) καί Ἰεζ 37, 17 (οἱ δύο ράβδοι σέ μία-ἐχάδ), —ὅπως λέμε μία δωδεκάδα, ἀλλά θά χρησιμοποιοῦσε τή λέξι γιαχίδ. Καί τονίζει: «Παρόλο πού, λόγῳ τοῦ κινδύνου τῆς εἰδωλολατρίας πού ἀπειλοῦσε συχνά τό λαό Ἰσραήλ, περικυκλωμένο ἀπό εἰδωλολατρικά ἔθνη, θά ἔπρεπε κατεξοχήν νά τονισθῆ ὅτι ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἶναι ἕνας, ἐντούτοις δέν χρησιμοποίησε ἡ Γραφή τή λέξι γιαχίδ, ἀλλά τή λέξι ἐχάδ, πού σημαίνει μονάδα, ἀλλά σύνθετη»(σ. 37).

  • Παρόμοιο παράδειγμα: «“Καί ἔγινεν ἑσπέρα καί ἔγινε πρωΐ, ἡμέρα μία”.

Τό χωρίο αὐτό συνενώνει δύο ἀντίθετες ἰδέες —τό φῶς καί τό σκότος— σέ μονάδα σύνθετη ἡ ὁποία σύνθετη μονάδα ἐκφράζεται κανονικά διά τῆς λέξεως “ἐχάδ”»(C, 21).

  • Παρόμοιο παράδειγμα: «Καί εἶπεν ὁ Θεός· ἰδού Ἀδάμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν· καί νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τήν χεῖρα αὐτοῦ καί λάβῃ ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καί φάγῃ καί ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα»(Γεν 3, 22)· ἕνας ἀπό τή σύνθετη τριαδική μονάδα μας (κεεχάδ).
  • Ὅσες φορές ἀναφέρεται τό μόνος καί τά συναφῆ στόν Πατέρα, δέν ἀποκλείονται ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα· στόν Υἱό, δέν ἀποκλείονται ὁ Πατήρ καί τό Πνεῦμα· στό Πνεῦμα, δέν ἀποκλείονται ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός.

Ἐπισημαίνει, ἐπίσης, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ θεολόγος: «Ἡ Παλαιά ἐκήρυττε φανερά τόν Πατέρα, ἐνῶ τόν Υἱό ἀμυδρότερα. Ἡ Καινή φανέρωσε τόν Υἱό καί ἄφησε νά φανῆ ἐν μέρει ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος. Τώρα κατοικεῖ ἀνάμεσά μας τό Πνεῦμα καί μᾶς ἀποκαλύπτεται καθαρότερα. Διότι δέν ἦταν ἀσφαλές, ἐνῶ ἀκόμη δέν εἶχε ὁμολογηθῆ ἡ θεότητα τοῦ Πατρός, νά κηρύττεται φανερά ὁ Υἱός· οὔτε μόλις ἔγινε δεκτή ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, νά μᾶς φορτώνεται ἐπί πλέον καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον, γιά νά μιλήσω καί κάπως τολμηρότερον. [Κι αὐτό ἔγινε] γιά νά μήν κινδυνεύσουν οἱ ἄνθρωποι καί στό κατά δύναμιν, ὅπως ὅταν βαρύνωνται μέ τροφή περισσότερη ἀπό ὅση ἀντέχουν, ἤ κατευθύνουν πρός τό ἡλιακό φῶς τήν ὅρασι, ἐνῶ εἶναι ἀκόμη ἀδύνατη. Μέ τίς ἐπιμέρους προσθῆκες ὅμως καί μέ τίς ἀναβάσεις (Ψ 83, 6), ὅπως εἶπε ὁ Δαυΐδ, καί μέ τίς προόδους καί προκοπές ἀπό δόξης εἰς δόξαν, πλημμυρίζει τό φῶς τῆς Τριάδος τούς λαμπροτέρους». «Ρώτησα ἕνα παιδί τῆς τρίτης τάξεως τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. —Πόσους Θεούς ἔχουμε; —Ἕνα, μοῦ ἀπήντησε τό παιδί.— Ὁ Πατήρ εἶναι Θεός; —Μάλιστα.— Ὁ Υἱός εἶναι Θεός; —Μάλιστα.— Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεός; —Μάλιστα.— Τότε, πῶς γίνεται; Ἔχουμε τρεῖς Θεούς; Τό παιδί ἔμεινε γιά λίγο σέ ἀμηχανία καί ἔπειτα ἀπήντησε: Ρωτῆστε τό Δάσκαλό μου, ἐκεῖνος ἔτσι μοῦ τό εἶπε. Γιά μᾶς Διδάσκαλος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἀξιοθαύμαστος Ἰησοῦς Χριστός, καί ὅ,τι μᾶς ἀπεκάλυψε, ἔστω κι ἄν δέν τό ἐννοοῦμε, τό παραδεχόμαστε»(ΥΦ, 361).

  • Σημειώνει ὁ Αὔγουστος Νικόλαος: «“Ὑπάρχουν τρία πρόσωπα στό Θεό: ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό ἅγιο Πνεῦμα.

Θεός ὁ Πατήρ, Θεός ὁ Υἱός, Θεός τό Ἅγιο Πνεῦμα, Καί τά τρία αὐτά πρόσωπα ἕνα μόνο Θεό ἀποτελοῦν”. Βλέπουμε, ὅτι τό δόγμα δέν λέει γιά καθένα ἀπό τά τρία πρόσωπα, ὅπως γιά τά τρία, ὅτι εἶναι Ἕνας Θεός, ἀλλά μόνο Θεός, καί ἡ λεκτική αὐτή διαφορά εἶναι σημαντικότατη, διότι ἀφήνοντας τό χαρακτῆρα τῆς Θεότητας κοινό καί στά τρία πρόσωπα, δέν τόν ἀκριβολογεῖ παρά στήν ἕνωσί τους. Ἄν τόν ἐπιμέριζε σέ καθένα ἀπό τά τρία πρόσωπα, τότε θά ὑπῆρχαν τρεῖς καί ταυτόχρονα ἕνας Θεός, ὅπερ ἄτοπο. Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι· πρέπει κανείς νά παραχαράξη ὄχι μόνο τό νοῦ ἀλλά καί τό ἴδιο τό γράμμα τοῦ δόγματος, γιά νά καταντήση ἐκεῖ… Τό δόγμα τό ὁποῖο μελετοῦμε, παρουσιάζει τριάδα προσώπων στή θεία μονάδα, καί θεία μονάδα στήν τριάδα τῶν προσώπων, “μονάδα ἐν τριάδι, καί τριάδα ἐν μονάδι”, σύμφωνα μέ ὅσα λέει καί ὁ μέγας Ἀθανάσιος στό σύμβολο τῆς πίστεως. Ὁ Leibnitz ἔρχεται καί πάλι σέ βοήθειά μας μέ τήν ἁπλῆ αὐτή παρατήρησι, πού προλαμβάνει κάθε ἔνστασι: “Ὅταν λέμε, ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι Θεός, ὁ Υἱός εἶναι Θεός, τό Πνεῦμα τό ἅγιο Θεός, καί ὅτι ὅμως δέν ὑπάρχει παρά ἕνας Θεός, πρέπει νά παρατηρήσουμε, ὅτι ἡ λέξι Θεός δέν ἔχει τήν ἴδια σημασία στήν ἀρχή καί στό τέλος τῆς φράσεως. Πραγματικά, δηλώνει ἄλλοτε μέν τή θεία οὐσία, ἄλλοτε δέ ἕνα πρόσωπο τῆς Θεότητος”(Leibnitz, Θεοδικία, Discours de l᾽ Accord de la Foi et de la Raison)».