Αγιολογία
Ἀνέφερε ὁ Δ. Παναγόπουλος σέ κήρυγμά του: «Διάβαζα κάτι πού ἔχει σχέσι μ᾽ ἕναν ὁ ὁποῖος ἐπί 55 χρόνια ζοῦσε ἔγκλειστος σέ μιά τρύπα καί ὁ Σατανᾶς τόν πολεμοῦσε μέρα-νύκτα, μέ τό λογισμό τῆς πορνείας. Ἄνθρωπος 75 ἐτῶν ἤδη, καί τόν πολεμοῦσε μέ τό λογισμό αὐτό… Μιά μέρα ἀγανάκτησε ὁ Γέροντας καί λέει στό διάβολο: —Γεράσαμε ἐδῶ μαζί, 55 ὁλόκληρα χρόνια. Ἄφησέ με πλέον. Καί τί νομίζετε ὅτι τοῦ εἶπε; —Ἐάν μοῦ ὁρκισθῆς κάτι καί δέν τό πῆς σέ κανένα, θά σέ ἀφήσω. —Νά ἀκούσω, λέει ὁ Γέροντας. —Θά μοῦ ὁρκισθῆς πρῶτα, ἐπιμένει ὁ Διάβολος. Ὑπακούει ὁ Γέροντας καί λέει ὁ Διάβολος: —Αὐτό τό ὁποῖο ἔχεις ἐκεῖ πέρα νά τό βγάλης, νά μήν τό προσκυνᾶς (εἶχε τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου) καί θά παύσω νά σέ πειράζω.
Ὁ Γέροντας σάστισε ὅταν ἄκουσε ἀφ᾽ ἑνός τή σατανική αὐτή ἀπαίτησι καί ἀφ᾽ ἑτέρου γιά τόν ὅρκο τόν ὁποῖο εἶχε κάνει. Στήν δύσκολη αὐτή θέσι στήν ὁποία βρέθηκε, λέει στό Σατανᾶ: —Θά σοῦ ἀπαντήσω μετά ἀπό δύο μέρες. Καί φεύγει ἀμέσως καί πηγαίνει σ᾽ ἕναν ἄλλο διακριτικότερο Γέροντα καί τοῦ ἐξιστορεῖ τήν ὑπόθεσι. Ὅταν αὐτός τήν ἄκουσε, τοῦ λέει: —Ἀπατήθηκες ἀπό τό διάβολο, ἀλλά καλά ἔκανες καί τό ἀποκάλυψες, διότι θά ὠφεληθοῦν καί ἄλλοι. Καταλάβατε τί ἀντάλλαγμα ζήτησε προκειμένου νά τόν ἀφήση; “Δέν θά προσκυνήσης πάλι αὐτήν ἐδῶ”… Αὐτό εἶναι μάθημα σοβαρό. Μαθαίνουμε ὅτι, ὅταν ὁ Διάβολος μᾶς βάλη στό χέρι, παύει νά μᾶς πολεμᾶ. Τούς δικούς του δέν τούς πολεμᾶ. Πολεμᾶ ὅλους αὐτούς πού φροντίζουν νά τοῦ φύγουν». «Ὅταν ἀκοῦμε τό συναξάρι τους “Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου…”, νά στεκώμασθε ἐκείνη τή στιγμή ὄρθιοι ὅπως καί οἱ στρατιῶτες στέκονται προσοχή, ὅταν διαβάζωνται τά ὀνόματα τῶν ἡρωϊκῶς πεσόντων συναδέλφων τους. “Τήν τάδε τοῦ μηνός… ὁ στρατιώτης δεῖνα ἔπεσε μαχόμενος ἡρωϊκῶς στό τάδε μέτωπο”». «Ἤ καθρέπτης εἶναι κανείς, ἤ καπάκι ἀπό κονσερβοκούτι, ἄν δέν πέσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πάνω του, δέν γυαλίζει. Οἱ Ἅγιοι ἔλαμψαν μέ τίς ἀκτίνες τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τ᾽ ἀστέρια παίρνουν φῶς ἀπ᾽ τόν ἥλιο». «Ὅταν τό ξύλο μπῆ στή φωτιά, ἀκόμα κι ἄν εἶναι ὑγρό, δέν ἀργεῖ νά ξεραθῆ καί τελικά ἀρχίζει νά καίγεται. Παρόμοια, ἡ συναναστροφή εὐλαβῶν ἀνθρώπων διώχνει ἀπό τήν καρδιά τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων τήν ὑγρασία τῆς φιληδονίας καί τῆς φιλοκερδείας, καί τότε ἡ φλόγα τῆς εὐθυκρισίας καίει κανονικά μέσα τους». «[προτεστάντης:]—Ἐσεῖς οἱ ὀρθόδοξοι… προσκυνᾶτε τίς εἰκόνες καί νομίζετε ὅτι μποροῦν νά κάνουν θαύματα! Κι ἀκόμα χειρότερα συμπεριφέρεσθε μέ τά λείψανα τῶν ἁγίων σας, τά ὁποῖα, ἄν καί πολλές φορές ἔχουν ἀκόμη καί ἄλιωτες σάρκες, χωρίς νά σιχαίνεσθε, τά ἀσπάζεσθε! Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ἐσεῖς, οἱ ὀρθόδοξοι, βρίσκεσθε σέ μεγάλη πλάνη!… —Δέν μοῦ λές…: Στό σπίτι σου ἔχεις φωτογραφίες ἀπό τούς γονεῖς σου, ἀπό τά ἀδέλφια σου, ἀπό τά παιδιά σου, ἀπό τούς φίλους σου; —Βεβαίως κι ἔχω! —Αἴ, ἐμεῖς γιατί νά μήν ἔχουμε “φωτογραφίες” ἀπό τόν πατέρα μας, τόν Κύριό μας, τή μητέρα μας, τήν Παναγία καί τ᾽ ἀδέλφια μας, τούς ἁγίους καί μάρτυρες; Γιατί νά μήν ἔχουμε τίς εἰκόνες τους, γιά νά τούς βλέπουμε, νά τούς θυμώμασθε καί νά παρακαλοῦμε νά μᾶς βοηθήσουν; Κι ὅσο πιό θερμά, βλέποντας τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων, τούς παρακαλοῦμε, τόσο περισσότερο ἐκεῖνοι μᾶς βοηθοῦν. Κι ἐπειδή ἦταν γεμᾶτοι “μέχρι τό μεδούλι”, ἀπό Θεία Χάρι, γι᾽ αὐτό ἀσπαζόμασθε τά ἅγια λείψανά τους, ὥστε νά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς λίγη Χάρι. Κι ἄν, μάλιστα, τύχη ὁ συγκεκριμένος ἅγιος νά ἔχη κι ἄφθαρτο λείψανο, τόση περισσότερη χάρι ἔχει· κι ἐμεῖς, μέ τή σειρά μας, προσκυνώντας το τήν παίρνουμε!». «Ἔλεγε ὁ π. Ἰάκωβος Τσαλίκης: Ἡ χάρι τῶν Ἁγίων μας ἀκόμη καί πάνω στά ξύλα τῶν Ἁγίων εἰκόνων ὑπάρχει. Εἴχαμε στήν πατρίδα μας, τή Μικρά Ἀσία, Τοῦρκο κτηνοτρόφο πού ὅταν ἄρμεγε τά πρόβατά του σκέπαζε τό δοχεῖο μέ τό γάλα μ᾽ ἕνα μεγάλο καί βαρύ πελεκημένο ξύλο ἀπό κάποια εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Τά χρώματα εἶχαν φύγει ἀπό τά χρόνια καί τήν κακομεταχείρισι καί φαινόταν σάν ἁπλό ξύλο. Συνέβαινε, λοιπόν, τό ἑξῆς θαῦμα: Ὅταν ὁ Τοῦρκος τό πρωΐ πήγαινε στό μαντρί του ἔβρισκε τό γάλα χυμένο καί τό σκεῦος, τό καρδάρι, ἀνάποδα καί τήν εἰκόνα ὄρθια ἀκουμπισμένη σ᾽ ἕνα δέντρο. Κατ᾽ ἀρχάς δέν μποροῦσε νά ἑρμηνεύση τό γεγονός, ἐπειδή, ὅμως, συνεχῶς χυνόταν τό γάλα εἶπε θυμωμένος: —Μήπως αὐτό τό ξύλο μοῦ τό χύνει; (Γιατί ἤξερε ὅτι ἦταν παλιά εἰκόνα τῶν Χριστιανῶν). Ἅρπαξε τό τσεκούρι νά σχίση τήν εἰκόνα γιά νά τήν κάψη. Μέ τήν πρώτη, ὅμως, τσεκουριά, καθώς καρφώθηκε τό τσεκούρι, ἄρχισε νά αἱμορραγῆ ἡ εἰκόνα. Τό αἷμα ἀνέβλυζε ἀπό τήν πληγή καί ἔτρεχε. Ὁ Τοῦρκος φοβήθηκε καί τρέμοντας προσπάθησε νά βγάλη τό τσεκούρι ἀλλ᾽ ἦταν ἀδύνατον, γιατί εἶχε καρφωθῆ βαθειά. Ἔτσι φορτώθηκε τό τσεκούρι μέ τήν εἰκόνα στόν ὦμο του καί τρέχοντας ἔφθασε στό χωριό, ὅπου οἱ χωριανοί βλέποντας τό θαῦμα πού τό διαλαλοῦσε ὁ Τοῦρκος τρομαγμένος, πῆραν τήν εἰκόνα καί τίμησαν τήν Κυρία Θεοτόκο ὅπως ἔπρεπε». «Μιά μέρα καλοκαίρι, μέ πολλή ζέστη καί ἄπνοια, ὁ πατήρ Εὐάγγελος Χαλκίδης γύρισε ἀπό διακόνημα στό σπίτι του στή Θεσσαλονίκη ὅπου τότε ἔμενε, καί, κουρασμένος, ξάπλωσε στό ντιβάνι μέ μισάνοικτο ἀπό πάνω τό παράθυρο. Ἐνῶ βρισκόταν σέ κατάστασι ἡμιεγρηγόρσεως, ξαφνικά τό παραθυρόφυλλο ἄρχισε νά κτυπᾶ μέ δύναμι, κι ἕνας ὡραῖος νέος παρουσιάσθηκε στά μάτια του λέγοντας, “ἦλθα γιά νά μείνω ἐδῶ”. Ὁ Πατήρ μή γνωρίζοντας ἄν ἦταν ξυπνητός ἤ κοιμόταν, ἀπάντησε: “Δυστυχῶς δέν μπορῶ νά σέ κρατήσω, εἴμασθε ὀκτώ σ᾽ αὐτό τό σπίτι κι ἔχουμε μόνο δύο δωμάτια. Ἄν θέλης κάθησε νά ξεκουρασθῆς καί μετά φεύγεις”. Ὁ Πατήρ εἶχε ἕξι παιδιά. “Ὄχι, ἐγώ ἦλθα νά μείνω ἐδῶ”, ἀποκρίθηκε. Ἐκείνη τή στιγμή ἀκουγόταν τό θυροτηλέφωνο. Ἀνέβηκε μιά μοναχή συνοδευόμενη ἀπό ἱερέα, βαστώντας λειψανοθήκη. “Ἤλθαμε νά σοῦ ἀφήσουμε τό χέρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα, πάτερ”, εἶπε. Ὁ πατήρ Εὐάγγελος κατάλαβε τότε ποιός ἦταν ὁ νέος πού ἤθελε νά μείνη κοντά του». Γράφει ὁ καρδιολόγος Γεώργιος Παπαζάχος: «Ἕνα βράδυ ὁ π. Πορφύριος μοῦ τηλεφώνησε ἀνήσυχος: “Ἔλα, ἔστω καί ἀργά, καί θά δῆς ἀλλοιώσεις στό καρδιογράφημα. Πονάω σήμερα πολλές φορές καί ὁ πόνος εἶναι σαφῶς στηθαγχικός”. Διαπίστωσα πράγματι ἰσχαιμικές μεταβολές (στίς ἀπαγωγές V3-V6) καί τόν ρώτησα σέ ποιό stress βρέθηκε σήμερα. Ἄρχισε νά κλαίη καί μέ διακοπές νά μοῦ περιγράφη λεπτομερῶς σκηνές ἀπό τίς ὁδομαχίες στή Ρουμανία. Ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς ἐξεγέρσεως τοῦ λαοῦ κατά τοῦ Τσαουσέσκου καί μέ τό “χάρισμά” του ἔβλεπε τούς πυροβολισμούς καί τούς θανάτους στίς πλατεῖες, ὅπως τίς δημοσίευσαν οἱ ἐφημερίδες τίς ἑπόμενες ἡμέρες. Συνέχισε νά κλαίη καί τόν παρεκάλεσα νά ζητήση ἀπό τό Θεό νά τοῦ ἀφαιρέση γιά λίγο αὐτή τήν “ὅρασι”. Ἡ καρδιά του βρισκόταν σέ κίνδυνο ἀπό τήν ἔντασι. Θά μποροῦσε νά κάνη ἐπέκτασι τοῦ ἐμφράγματός του. Στήν ἴδια ἔντασι βρισκόμουν κι ἐγώ, βλέποντας τήν εὐαισθησία τῆς “ἄλλης” καρδιᾶς ἑνός ἁγίου. Ἔκρυψα τά μάτια μου μέ τό καρδιογράφημα καί σκεφτόμουν: Τί σημασία ἔχουν, Γέροντα, γιά σένα τά νιτρώδη ἀντιστηθαγχικά φάρμακα, τά ὁποῖα ἑτοιμάζομαι νά σοῦ δώσω; Ἐσύ δέν εἶσαι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ καρδιά σου κτυπᾶ στόν Ὡρωπό καί ζῆ στή Ρουμανία. Στό ἠλεκτροκαρδιογράφημα ἡ καρδιά φαίνεται μέ ἰσχαιμική “κατάσπασι” τοῦ SΤ διαστήματος, ἀλλά στήν πραγματικότητα βρίσκεται σέ μεγάλη “ἀνάσπασι” πρός τόν οὐρανό. Ἔφυγα ἀργά μέ τόν τρόμο ὅτι εἶδα λίγο ἀπό τό φῶς ἑνός ἁγίου». «Ἡ οἰκογένεια τοῦ Βάσου Βασιλείου, ἀπ᾽ τή Λεμεσό τῆς Κύπρου, βρέθηκε σέ πολύ δεινή θέσι, ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ ἀγαπημένος τους γυιός Ἀνδρέας εἶχε μία βαρειά μορφή λευχαιμίας, ἡ ὁποία δέν μποροῦσε νά θεραπευθῆ εὔκολα —ἔτος 2000· χρειαζόταν εἰδικό μόσχευμα ἀπό δότη, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά εἶναι συμβατός μέ τό γυιό τους. Ὅλοι θυμόμασθε τίς ἐκκλήσεις τίς ὁποῖες ἔκαναν σέ Κύπρο, Ἑλλάδα, ἀκόμη καί στά κατεχόμενα μέρη τῆς Κύπρου, προκειμένου νά βρεθῆ ὁ κατάλληλος δότης. Οἱ συγκινητικές τους ἐκκλήσεις βρῆκαν ἀποτέλεσμα καί γρήγορα τό παιδί βρέθηκε στά χέρια κορυφαίων ἐπιστημόνων στήν Ἀμερική, προκειμένου νά γίνη ἡ πολύ λεπτή καί σοβαρή χειρουργική ἐπέμβασι. Πρίν πᾶνε στήν Ἀμερική, ἡ οἰκογένεια τηλεφώνησε στόν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Μαρίνας τῆς Ἄνδρου, τόν ἀρχιμανδρίτη π. Κυπριανό, προκειμένου νά ζητήσουν νά προσευχηθῆ γιά τόν Ἀνδρέα τους. Ἐντελῶς αὐθόρμητα, ὁ ἡγούμενος π. Κυπριανός εἶπε ὅτι θά προσευχηθῆ στήν Ἁγία καί τούς τόνισε νά μήν ἀνησυχοῦν, ἀφοῦ στό χειρουργεῖο δίπλα στόν Ἀνδρέα θά εἶναι ἡ Ἁγία Μαρίνα ἡ ἴδια! Λίγο πρίν ἀρχίση ἡ χειρουργική ἐπέμβασι, στό νοσοκομεῖο Md. Anderson τοῦ Houston, μία γυναῖκα παρουσιάσθηκε στόν ἐπικεφαλῆς κορυφαῖο Ἀμερικανό γιατρό Ka Goua Tsan (κινεζικῆς καταγωγῆς) καί τοῦ συστήθηκε ὡς ἡ προσωπική γιατρός τοῦ μικροῦ Ἀνδρέα καί, μάλιστα, ζήτησε νά παρακολουθήση τήν ἐγχείρησι μέ μεγάλη ἐπιμονή. Οἱ γνώσεις τῆς γυναίκας γύρω ἀπ᾽ τήν ἰατρική φαίνονταν πολύ ὑψηλές καί, παραδόξως, ἡ ὁμάδα δέχθηκε τή γιατρό ἀπ᾽ τήν Ἑλλάδα, ἄν καί ἀποτελῆ μόνιμη πρακτική τοῦ νοσοκομείου νά μή μετέχουν ἄλλοι γιατροί σέ τόσο λεπτές ἐγχειρήσεις. Κατά παράδοξο τρόπο, κανείς δέν ζήτησε ἄλλα ἐχέγγυα, τήν παρακάλεσαν μόνο νά δηλώση τά στοιχεῖα ταυτότητός της στήν εἴσοδο τοῦ χειρουργείου. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐγχειρήσεως ἡ “Ἑλληνίδα γιατρός”, ὄχι μόνο παρακολούθησε, ἀλλά συμμετεῖχε ἐνεργά στήν ἐγχείρησι τοῦ μικροῦ. Μάλιστα, μέ ἐπιστημονικό τρόπο ἐξήγησε στήν ἰατρική ὁμάδα πῶς ἔπρεπε νά προχωρήση ἡ ἐπέμβασι, προτείνοντας, μάλιστα, κάτι ριζοσπαστικό, ὅπως τή χρῆσι ἀρχεγόνων ἐμβρυακῶν κυττάρων ἀπ᾽ τόν ὀμφαλό. Ἡ ἐγχείρησι ὄντως χάρις στίς ὑποδείξεις της πῆγε πολύ καλά. Ἡ “Ἑλληνίδα γιατρός” παρέμεινε λίγη ὥρα στό χειρουργεῖο καί μετά ξαφνικά ἀποχώρησε, χωρίς νά καταλάβη κανείς τό πῶς. Οἱ Ἀμερικανοί γιατροί, ἐνθουσιασμένοι ἀπ᾽ τίς ὑποδείξεις τῆς μυστηριώδους γυναίκας, μετά τό τέλος τῆς ἐγχειρήσεως, θέλησαν νά τή γνωρίσουν, πῆγαν στήν οἰκογένεια Βασιλείου καί τούς εἶπαν ὅτι ἦταν κεφαλαιώδους σημασίας γι᾽ αὐτούς νά γνωρίσουν τήν “κορυφαία γιατρό τήν ὁποία εἶχαν φέρει ἀπ᾽ τήν Ἑλλάδα ἤ τήν Κύπρο”. Οἱ γονεῖς ἔκπληκτοι δήλωσαν ὅτι δέν εἶχαν φέρει καμμία γιατρό μαζί τους». «Οἱ πρόσφυγες τοῦ Προκοπίου Εὐβοίας διηγοῦνται ἕνα συγκλονιστικό περιστατικό, πού συνέβη, ὅταν τό ἱερό λείψανο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου βρισκόταν στό Προκόπιο τῆς Μ. Ἀσίας. Κάποιο ἔτος, τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου, ἕνας προτεστάντης καβάλα στό ἄλογό του, ὑπερήφανος καί ἀγέρωχος ἔβλεπε τά πλήθη τῶν χριστιανῶν νά καταφθάνουν ἀπό τίς γύρω περιοχές γιά νά προσκυνήσουν τό ἱερό λείψανο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου. Προσποιούμενος, λοιπόν, ὅτι ἀγνοοῦσε τό λόγο τῆς προσελεύσεώς τους, ἀποφάσισε νά τούς εἰρωνευθῆ: —Γιά ποιό λόγο ἤλθατε ἀπό τά χωριά σας σήμερα στήν πόλι μας; Καί οἱ χριστιανοί ἔκπληκτοι τοῦ ἀπάντησαν: —Μά δέν γνωρίζετε, ὅτι σήμερα γιορτάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος; Κι ἐκεῖνος συνέχισε τήν εἰρωνία: —Γιά ποιόν ἅγιο μιλᾶτε; Μήπως γιά ἐκεῖνα τά κόκκαλα, πού εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία του; Τέτοια κόκκαλα, μπορεῖτε νά βρῆτε πολλά γιά νά τά προσκυνήσετε στήν τάδε ρεματιά. (Ἐννοοῦσε τόν τόπο ὅπου πετοῦσαν τά ψόφια ζῶα.) Δέν πρόλαβε, ὅμως, νά τελειώση τήν φράσι του, καί τό ἄλογό του ἀφηνίασε. Τινάχθηκε ἀπότομα καί τόν πέταξε κάτω! Καί δέν ἔφθανε μόνο αὐτό. Ἀλλά, ὅπως τόν ἔρριχνε κάτω, μπερδεύθηκε τό ἕνα του πόδι στόν ἀναβατῆρα. Καί τρέχοντας τό ἄλογο, τόν ἔσερνε μέ κατεύθυνσι πρός τή ρεματιά μέ τά κόκκαλα… Ἡ ἀπόστασι μέχρι τή ρεματιά ἦταν μεγάλη. Καί ὅταν τό ἄλογο μέ τόν θεομπαίχτη ἔφθασε ἐκεῖ, ὁ ταλαίπωρος εἶχε ἤδη ἐκπνεύσει… Ἡ πεθαμένη του πίστι στή χάρι τῶν ἁγίων λειψάνων, τόν εἶχε καταντήσει ἕνα πνευματικό ψοφίμι, πρίν ἀκόμη τόν ὁδηγήση τό ἄλογό του στήν ρεματιά τῶν ψοφιμιῶν!!!». «Τό 1948… ἦλθε ἡ μοναχή Χερουβείμα νά συνοδεύση τόν ὅσ. Κούξα στήν ἐπιστροφή του γιά τό Κίεβο. Ἡ Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρα ἦταν τότε ἀνοικτή. Τήν ἄνοιξαν οἱ Γερμανοί κατακτητές μετά τό ἀκόλουθο συνταρακτικό θαῦμα: Ὅταν στά χρόνια τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου οἱ Γερμανοί κατέλαβαν τό Κίεβο, ὁ Γερμανός διοικητής τῆς πόλεως ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά ἐπισκεφθῆ τά γνωστά σ᾽ ὅλο τόν κόσμο Σπήλαια τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, τήν ὁποία εἶχε κλείσει τό σοβιετικό καθεστώς, ὅπως καί τά περισσότερα μοναστήρια… Ἀναζήτησαν, λοιπόν, καί βρῆκαν ἕνα ἀπ᾽ τούς πρώην μοναχούς τῆς Λαύρας, γιά νά συνοδεύση καί νά ξεναγήση τό διοικητή. Ἡ ξενάγησι ἄρχισε ἀπ᾽ τά κοντινά Σπήλαια. Ἐκεῖνο τόν καιρό τά ἄφθαρτα ἱερά λείψανα τῶν ὁσίων Πατέρων ἀναπαύονταν σέ ἀνοικτές λάρνακες, χωρίς τζάμι. Ὁ μοναχός-ξεναγός προπορευόταν, κρατώντας ἀναμμένο κερί καί οἱ Γερμανοί ἀκολουθοῦσαν μέ φακούς. Ὁ διοικητής κρατοῦσε τ᾽ ὅπλο στό χέρι. Στό λείψανο τοῦ ὁσίου Σπυρίδωνος τοῦ προσφοράρη, πού εἶχε ἀναπαυθῆ πρίν ἀπό 800 χρόνια, κοντοστάθηκε καί ρώτησε: “Ἀπό τί ὑλικό εἶναι κατασκευασμένα αὐτά τά ὁμοιώματα;”. Νόμιζε πώς τά ἄφθαρτα σώματα τῶν ὁσίων ἦταν ἁπλῶς ὁμοιώματα, φτιαγμένα ἀπό κάποιο ὑλικό, ὅπως π.χ. τά κέρινα ἐκμαγεῖα. Ὁ ξεναγός τοῦ ἐξήγησε πώς εἶναι τά αὐθεντικά σώματα τῶν ὁσίων μοναχῶν, πού, λόγῳ τῆς ἁγίας τους ζωῆς, ἀξιώθηκαν νά μείνουν ἄφθαρτα καί ἀναλλοίωτα διαμέσου τῶν αἰώνων. Ὁ διοικητής δέν πίστευσε στά λόγια τοῦ μοναχοῦ· μάλιστα μέ τή χειρολαβή τοῦ ὅπλου του κτύπησε μέ δύναμι τό χέρι τοῦ ὁσίου Σπυρίδωνος. Τότε τό ξερό καί μαυρισμένο ἀπ᾽ τούς αἰῶνες δέρμα ἄνοιξε στόν καρπό τοῦ χεριοῦ καί ἀπ᾽ τήν πληγή ἔτρεξε κατακόκκινο ζωντανό αἷμα!… Τά ἴχνη τοῦ αἵματος φαίνονται μέχρι καί σήμερα στό χέρι τοῦ ὁσίου. Βλέποντας αὐτό τό μεγάλο θαῦμα ὁ Γερμανός διοικητής, ἔφυγε τρέχοντας ἔντρομος ἀπ᾽ τίς Σπηλιές, ἐνῶ τόν ἀκολουθοῦσαν πανικόβλητοι οἱ συνοδοί του!… Τήν ἄλλη μέρα ἡ γερμανική διοίκησι ἀνακοίνωσε ἀπ᾽ τό ραδιοφωνικό σταθμό τῆς πόλεως τοῦ Κιέβου πώς ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων ἄνοιξε καί ὅσοι μοναχοί θέλουν, μποροῦν νά ἐγκατασταθοῦν σ᾽ αὐτήν. Παρόμοιες ἀγγελίες ἀναρτήθηκαν στίς κολῶνες καί τούς τοίχους σ᾽ ὅλη τήν πόλι». Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης γράφει: «Ὁ Θεός γιά νά τιμήση τίς μεγάλες ἀρετές τῶν Ἁγίων καί κυρίως τῆς Μητέρας Του, τῶν ἁγίων πού εἶναι φίλοι Του, πού Τόν εὐχαρίστησαν μ᾽ ὅλη τους τή δύναμι ὅσο ζοῦσαν στή γῆ, δέχεται τίς πρεσβεῖες τους γιά μᾶς τούς ἀναξίους, γιά μᾶς πού συχνά δέν πρέπει κἄν νά μᾶς μνημονεύουν ἐξαιτίας τῶν πολλῶν ἀνομιῶν μας. Θυμήσου τό Μωυσῆ, πού προσευχήθηκε γιά τόν ἑβραϊκό λαό νά ἐπιζήση καί τό κατόρθωσε, μ᾽ ὅλο πού ὁ λαός αὐτός εἶχε παροργίσει τό Θεό. Θά ποῦν μερικοί πώς ὁ Θεός θά εἶχε λυπηθῆ τό λαό Του ἀκόμα κι ἄν δέν εἶχε προσευχηθῆ ὁ Μωυσῆς. Τότε, ὅμως, θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ὁ Θεός ἦταν ἄδικος, ἀφοῦ χάρισε τή ζωή σέ κείνους πού δέν τήν ἄξιζαν, μιά καί ὁ Ἴδιος τούς εἶχε καταδικάσει νά πεθάνουν. Ὅταν, ὅμως, ὁ Μωυσῆς, πού ἦταν δίκαιος, πράος καί ταπεινός ἄνθρωπος, ἄρχισε νά προσεύχεται γι᾽ αὐτούς, τότε ὁ Θεός ἐξευμενίσθηκε ἀπ᾽ τή θέα τοῦ δικαίου ἀνθρώπου, ἀπ᾽ τήν ἀγάπη του γιά τό Θεό καί τό λαό Του καί συγχώρησε τούς ἀναξίους καί τούς ἀδίκους γιά χάρι τοῦ ἀξίου καί τοῦ δικαίου. Ἔτσι γίνεται καί τώρα. Μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Μητέρας Του συγχωρεῖ ἐμᾶς πού, ἀπό μόνοι μας, λόγῳ τῶν μεγάλων καί συχνῶν ἁμαρτιῶν καί ἀνομιῶν μας, εἴμασθε ἀνάξιοι τοῦ ἐλέους Του. Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἱερεμία γιά τούς Ἑβραίους: “Ἐάν στῇ Μωσῆς καί Σαμουήλ πρό προσώπου μου, οὐκ ἔστιν ἡ ψυχή μου πρός αὐτούς”(Ἱερ 15, 1). Εἶναι φανερό ἀπ᾽ αὐτό πώς ὁ Κύριος δέχεται τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων γιά τούς ἁμαρτωλούς, ὅταν οἱ ἁμαρτίες τους δέν ξεπερνοῦν τό μέτρο τῆς ἀνοχῆς τοῦ Θεοῦ». «Συχνά γιά νά λύσουμε κάποιο πρόβλημά μας (συνήθως οἰκονομικό) καταφεύγουμε στό ρουσφέτι. Πλησιάζουμε τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται σέ θέσεις-κλειδιά, καί τούς ζητᾶμε νά μᾶς “ἀνοίξουν πόρτες” γιά τήν ἱκανοποίησι τοῦ αἰτήματός μας. Ὄχι σπάνια “λαδώνουμε” αὐτά τά “κλειδιά” γιά νά ἀνοίξουν οἱ πόρτες σίγουρα καί γρηγορότερα. Ἴσως αὐτή ἡ μέθοδος λύσεως προβλημάτων νά μήν εἶναι τόσο δίκαιη, ὅσον ἀφορᾶ τήν κοσμική ζωή. Στήν πνευματική, ὅμως, ζωή τά πράγματα εἶναι λιγάκι διαφορετικά. Τουλάχιστον ἔτσι φαίνεται ἀπό τό περιστατικό τό ὁποῖο διαβάζουμε στή ζωή τοῦ Ἀββᾶ Ναζαρίου, ἑνός Ρώσου ἀσκητοῦ. Ἐπί αὐτοκρατορίας τοῦ Παύλου τοῦ Α´, κάποιος ἀνώτατος ἀξιωματικός εἶχε πέσει στή δυσμένεια τοῦ τσάρου. Κάλεσε τότε τόν γέροντα Ναζάριο στό σπίτι του, στήν Πετρούπολι. Ἡ γυναῖκα τοῦ οἰκοδεσπότη παρακάλεσε τό γέροντα: —Πάτερ Ναζάριε, προσευχήσου ὥστε ἡ περίπτωσι τοῦ συζύγου μου νά ἔχη καλό τέλος. —Πολύ καλά, ἀπάντησε ὁ γέροντας. Πρέπει νά προσεύχεται κανείς στόν Κύριο νά φωτίση τόν τσάρο. Ἀλλά πρέπει καί νά παρακαλέση ἐκείνους πού βρίσκονται κοντά στόν τσάρο. Ἡ γυναῖκα, νομίζοντας ὅτι ὁ γέροντας ἐννοοῦσε τούς προϊσταμένους τοῦ ἄντρα της, εἶπε: —Τούς παρακαλέσαμε ὅλους, ἀλλά δέν ἔχουμε πολλές ἐλπίδες ἀπό αὐτούς! —Δέν πρέπει νά παρακαλῆ κανείς μέ αὐτό τόν τρόπο, εἶπε ὁ π. Ναζάριος. Αὐτοί θέλουν ἄλλο τρόπο. Δῶσε μου λίγα χρήματα, εἶπε τείνοντας τό χέρι πρός τήν ἔκπληκτη οἰκοδέσποινα. Ὁ π. Ναζάριος πῆρε τά χρήματα καί ἔφυγε ἀπό τό σπίτι. Ὁλόκληρη τήν ἡμέρα περπατοῦσε στούς δρόμους καί τά σημεῖα, ὅπου πίστευε νά βρῆ φτωχούς ἀνθρώπους καί ζητιάνους. Σ᾽ αὐτούς μοίρασε τά νομίσματα. Κατά τό βράδυ ἐμφανίσθηκε στό σπίτι τοῦ ἀξιωματικοῦ καί εἶπε ἐμπιστευτικά στή γυναῖκα του: —Δόξα τῶ Θεῶ, ὅλοι ὅσοι βρίσκονται κοντά στόν τσάρο ὑποσχέθηκαν νά μεσολαβήσουν. Ἡ γυναῖκα πληροφόρησε μέ χαρά τόν ἄνδρα της, πού εἶχε ἀρρωστήσει ἀπό τή λύπη του. Ὁ ἴδιος στή συνέχεια κάλεσε τόν π. Ναζάριο καί τόν εὐχαρίστησε γιά τή μεσολάβησί του πρός τούς ὑψηλούς ἀξιωματούχους. Δέν εἶχε καλά-καλά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τό κρεβάτι τοῦ ἀρρώστου ὁ π. Ναζάριος καί ἔφθασαν τά νέα γιά τήν εὐτυχῆ ἔκβασι τῆς περιπτώσεως τοῦ ἀξιωματικοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τή χαρά του δυνάμωσε ἀμέσως καί ρωτοῦσε τόν π. Ναζάριο ποιός ἀπό τούς ἀξιωματούχους τοῦ τσάρου εἶχε δείξει τό μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον γι᾽ αὐτόν. Καί τότε διαπίστωσε ὅτι “ἀξιωματοῦχοι” ἦσαν οἱ ζητιάνοι. Ἐκεῖνοι πού ἦταν κοντά στόν ἴδιο τόν Κύριο, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ναζάριος. Νά, λοιπόν, πού ἐπιτρέπεται, ἤ μᾶλλον ἐπιβάλλεται τό ρουσφέτι στήν πνευματική ζωή». Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει: «Οἱ τάφοι τῶν δούλων τοῦ Σταυρωθέντος εἶναι λαμπρότεροι ἀπό τίς βασιλικές αὐλές, ὄχι μόνο κατά τό μέγεθος καί τήν ὀμορφιά τῶν οἰκοδομημάτων —διότι ὑπερτεροῦν καί σ᾽ αὐτά—, ἀλλά, πρᾶγμα πού εἶναι πολύ περισσότερο, καί ὡς πρός τή συχνότητα προσελεύσεως τῶν συναθροιζομένων. Πράγματι κι αὐτός πού εἶναι ἐνδεδυμένος τήν πορφύρα, πηγαίνει νά περιπτυχθῆ τά μνήματα ἐκεῖνα, καί ἀφοῦ ἀποβάλη τήν ὑπερηφάνεια, στέκεται αὐτός πού φέρει τό διάδημα προσευχόμενος στούς ἁγίους, ὥστε νά παρασταθοῦν ὑπέρ αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί χρειάζεται ὡς προστάτες του τό σκηνοποιό [τόν Παῦλο] καί τόν ἁλιέα [τόν Πέτρο], παρότι ἔχουν πεθάνει… Τόν μέγα Κωνσταντῖνο θεώρησε ὁ γυιός του ὅτι τόν τιμᾶ μέ μεγάλη τιμή, μέ τό νά τόν ἀποθέση στά πρόθυρα τοῦ ἁλιέως· καί ὅ,τι εἶναι οἱ φρουροί τῶν πυλῶν στά ἀνάκτορα γιά τούς βασιλεῖς, αὐτό γίνονται οἱ βασιλεῖς στόν τάφο γιά τούς ἁλιεῖς [τούς Ἀποστόλους]. Καί οἱ μέν ὡς κύριοι τοῦ τόπου κατέχουν τά ἐσωτερικά διαμερίσματα, ἐνῶ οἱ βασιλεῖς ὡς πάροικοι καί γείτονες ἀγάπησαν νά ὁρισθῆ γι᾽ αὐτούς ἡ πόρτα τῆς αὐλῆς, ἐπιδεικνύοντας καί στούς ἀπίστους ἀπό τά ἐδῶ, ὅτι στήν ἀνάστασι θά εἶναι μεγαλύτερη ἡ ὑπεροχή τῶν ἁλιέων. Διότι ἄν ἐδῶ γίνεται ἔτσι, ἐνῶ εἶναι στούς τάφους, πολύ περισσότερο στήν ἀνάστασι. Καί ἔχει ἀντιστραφῆ ἡ τάξι· οἱ μέν βασιλεῖς ἔχουν περιβληθῆ τήν ἀξία τῶν δούλων καί τῶν ὑπηρετῶν, ἐνῶ οἱ ὑπήκοοι, τήν ἀξία τῶν βασιλέων, μᾶλλον δέ καί λαμπρότερη. Καί ὅτι αὐτό δέν εἶναι κολακεία, τό δείχνει ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια· διότι ἀπό τούς βασιλεῖς αὐτοί ἔγιναν λαμπρότεροι. Διότι τά μνήματα αὐτά εἶναι πολύ σεβαστότερα ἀπ᾽ τούς ἄλλους τάφους, τούς βασιλικούς· διότι ἐκεῖ μέν ἐπικρατεῖ πολλή ἐρημιά, ἐνῶ ἐδῶ πανήγυρις. Ἄν δέ θέλης νά συγκρίνης καί μέ τίς βασιλικές αὐλές αὐτούς τούς τάφους, πάλι καί ἐδῶ εἶναι τά νικητήρια. Διότι ἐκεῖ μέν εἶναι πολλοί αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀποδιώκουν, ἐνῶ ἐδῶ εἶναι πολλοί αὐτοί οἱ ὁποῖοι καλοῦν καί ἑλκύουν πλούσιους, πτωχούς, ἄνδρες, γυναῖκες, δούλους, ἐλεύθερους· ἐκεῖ εἶναι πολύς ὁ φόβος, ἐδῶ ἀπερίγραπτη ἡ ἡδονή. Ἀλλά εἶναι γλυκύ θέαμα νά δῆς βασιλιᾶ ντυμένο μέ χρυσό καί στεφανωμένο, καί νά παρίστανται στρατηγοί, ἄρχοντες, ταξίαρχοι, φύλαρχοι, ὕπαρχοι. Τά ἐδῶ, ὅμως, εἶναι τόσο σεβαστότερα καί φρικωδέστερα, ὥστε ἐκεῖνα νά θεωροῦνται (θεατρική) σκηνή καί παιχνίδι σέ σχέσι μέ αὐτά. Διότι μόλις ἀνέβης στά κατώφλια, ἀμέσως ὁ τόπος παραπέμπει τή σκέψι πρός τόν οὐρανό, πρός τόν ἄνω βασιλιᾶ, πρός τό στρατόπεδο τῶν ἀγγέλων, πρός τόν ὑψηλό θρόνο, πρός τήν ἀπρόσιτη δόξα. Καί ἐδῶ μέν (ὁ Θεός) ὑπέταξε στόν ἄρχοντα τούς ὑπηκόους, τόν μέν νά ἐλευθερώνη, τόν δέ νά φυλακίζη· τά δέ ὀστά τῶν ἁγίων δέν ἔχουν αὐτή τήν οἰκτρή καί ταπεινή ἐξουσία, ἀλλά ἐκείνη τήν πολύ μεγαλύτερη. Διότι (ὁ Θεός) παρουσιάζει καί βασανίζει δαίμονες, καί ἐλευθερώνει ἀπ᾽ τά πικρότατα ἐκεῖνα δεσμά ὅσους ἔχουν δεθῆ. Τί εἶναι φοβερότερο ἀπ᾽ αὐτό τό δικαστήριο; Ἐνῶ δέν φαίνεται κανείς, ἐνῶ δέν βρίσκεται κανείς στά πλευρά τοῦ δαίμονα, συμβαίνουν φωνές καί σπαραγμοί, μάστιγες, βάσανοι, καιόμενες γλῶσσες, διότι ὁ δαίμονας δέν ὑποφέρει ἐκείνη τή θαυμαστή δύναμι. Καί ἐκεῖνοι πού εἶχαν σώματα, ἐπικρατοῦν τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων [τῶν δαιμονίων]· ἡ σκόνη καί τά ὀστά καί ἡ τέφρα διασκορπίζει τίς ἀόρατες ἐκεῖνες φύσεις. Γι᾽ αὐτό, βεβαίως, κανείς δέν θά ταξίδευε ποτέ γιά νά δῆ βασιλικές αὐλές· ἐνῶ πολλοί βασιλεῖς ταξίδευσαν γιά νά τά δοῦν αὐτά. Διότι παρέχονται ἴχνη καί σύμβολα τῆς μελλούσης κρίσεως, τά μαρτύρια τῶν ἁγίων, καθώς μαστιγώνονται δαίμονες, βασανίζονται καί ἐλευθερώνονται ἄνθρωποι. Εἶδες τή δύναμι τῶν ἁγίων ἄν καί ἔχουν πεθάνει; Εἶδες τήν ἀδυναμία τῶν ἁμαρτωλῶν ἀκόμα κι ὅταν ζοῦν;». «Τό ἔτος 1977 κατόπιν προσκλήσεως ἀπό τήν τοπική Ἐκκλησία ὁ π. Παΐσιος ἐπισκέφθηκε τήν Αὐστραλία μαζί μέ τόν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα π. Βασίλειο, γιά νά βοηθήση πνευματικά τούς ὁμογενεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διηγήθηκε: “Πετώντας μέ τό ἀεροπλάνο γιά μιά στιγμή ἔνοιωσα κάτι μέσα μου. Ρώτησα νά μάθω ποιά εἶναι ἡ χώρα πού φαίνεται ἀπό κάτω. Ἠταν ἡ Συρία. Ἐχει πολλή χάρι ἐξαιτίας τῶν ἀσκητῶν πού ἔζησαν στίς ἐρήμους της. Τό ἴδιο αἰσθάνθηκα καί γιά τούς Ἁγίους Τόπους. Ἀργότερα αἰσθάνθηκα μιά ψυχρότητα, μιά δαιμονική ἀκτινοβολία. Καί ἄκουσα τά μεγάφωνα τοῦ ἀεροπλάνου νά ἀνακοινώνουν ὅτι πετᾶμε πάνω ἀπό τό Πακιστάν. Στήν Αὐστραλία αἰσθανόμουν ὅτι ὁ τόπος ἐκεῖ ἀκόμη δέν ἔχει ἁγιασθῆ μέ μαρτυρικά αἵματα καί ὁσιακούς ἱδρῶτες, ἀλλά θά ἁγιασθῆ”».