Ο αντίχριστος
Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ Link to heading
Μέ συνοχή ψυχῆς πρέπει ὁ Χριστιανός νά προσεγγίζη τό θέμα τοῦ Ἀντιχρίστου: θά βαδίζη σέ στενό μονοπάτι ἀνάμεσα σέ δύο γκρεμούς. Οὔτε πρέπει νά ἐφησυχάζη τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους —«δέν εἶναι τίποτε»—, οὔτε, ὅμως, καί νά τρομοκρατῆται καί νά τρομοκρατῆ —«ὅλα στήν ἐποχή μας εἶναι τοῦ Ἀντιχρίστου».
Δέν θά πρέπη νά μένη σέ εὐφυολογήματα τοῦ τύπου: «Τί τιμή δείχνει τό barcode τῆς ζέβρας;»(Ζ, 71) ἤ «ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ εἶναι τό 25,81, δηλ. ἡ τετραγωνική ρίζα τοῦ 666»(Ἀρκᾶς).
Θά πρέπη νά ξέρη ὅτι τό σφράγισμα τοῦ Ἀντιχρίστου δέν εἶναι σφράγισμα δοντιῶν, κάτι δηλ. τό ὠφέλιμο. Ἄν τό δεχθῆ οἰκειοθελῶς καί δέν τό ἀποπτύση θά καταλήξη στήν Κόλασι.
Ἀπό τήν ἄλλη δέν πρέπει νά παίζη τό παιχνίδι τοῦ ψευτοθόδωρου, νά λέη δηλ. κάθε λίγο καί λιγάκι ὅτι «αὐτό εἶναι τοῦ Ἀντιχρίστου· μήν τό πάρετε». Διότι, μέ τίς ἀλλεπάλληλες διαψεύσεις, ὅταν πραγματικά θά παρουσιασθῆ κάτι τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ κόσμος θά πῆ: «εἶναι σάν καί τίς ἄλλες φορές· θά τό ἐνστερνισθοῦμε καί θά τό παραλάβουμε» κι ἔτσι ὁ ἐκφοβιστής θά πάρη στό λαιμό του τόσες ψυχές.
Ἰδού καί μιά ὡραία σκέψι τοῦ Blaise Pascal: «Ὁ Μωϋσῆς προεῖπε τόν Ἰησοῦ Χριστό κι ἔδωσε ἐντολή νά Τόν ἀκολουθήσουν (Δευτ 18, 15). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός προεῖπε τόν Ἀντίχριστο κι ἀπαγόρευσε νά τόν ἀκολουθήσουν (Μθ 24, 23)»(BP, 347).
Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τί συλλέξαμε ἀπό τόν κῆπο τόσων καί τόσων Χριστιανῶν, ἀγαπητῶν στό Θεό, πού οὔτε κατά διάνοιαν δέν θά σκέπτονταν νά μᾶς ἐξαπατήσουν.
«Σύμφωνα μέ τό Samuel Huntington, καθηγητή τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς στό Ηarvard καί πρόεδρο τοῦ Ἰνστιτούτου Στρατηγικῆς Σχεδιάσεως τοῦ Ηarvard: “Ὁ Τruman μποροῦσε νά κυβερνήση τή χώρα μέ τή συνεργασία ἑνός σχετικά μικροῦ ἀριθμοῦ δικηγόρων καί τραπεζιτῶν τῆς Wall Street (Ἡ Κρίση τῆς Δημοκρατίας Παν/μιο Ν. Ὑόρκης, 1975). Οἱ σύγχρονοι παγκόσμιοι τραπεζῖτες, τραβώντας μερικούς ἁπλούς μοχλούς πού ἐλέγχουν τή ροή τοῦ χρήματος, μποροῦν νά ἐνισχύσουν ἤ νά θρυμματίσουν ὁλόκληρες οἰκονομίες. Ἐλέγχοντας τίς ἀνακοινώσεις τοῦ Τύπου γιά τίς οἰκονομικές στρατηγικές πού διαμορφώνουν τίς ἐθνικές τάσεις, ἡ elit τῆς οἰκονομικῆς ἰσχύος μπορεῖ ὄχι μόνο νά στραγγαλίζη τήν οἰκονομική δομή αὐτοῦ τοῦ ἔθνους, ἀλλά νά ἐπεκτείνη, ἐπίσης, παγκόσμια αὐτό τόν ἔλεγχο”.
Αὐτοί πού κατέχουν μία τέτοια δύναμι εἶναι λογικό νά θέλουν νά παραμείνουν ἀόρατοι γιά τό μέσο πολίτη. Ἐκφράζοντας αὐτή τή γνώμη, ὁ David Rockefeller, ἱδρυτής τῆς Τριμεροῦς Ἐπιτροπῆς, εἶπε, τόν Ἰούνιο τοῦ 1991, σέ μιά διάσκεψι αὐτοῦ τοῦ ὀργανισμοῦ τά ἑξῆς:
“Εἴμασθε εὐγνώμονες στή Washington Ρost, στούς Νew Υork Τimes, στό περιοδ. Τime καί σέ ἄλλες μεγάλες ἐκδοτικές ἑταιρεῖες, οἱ διευθυντές τῶν ὁποίων ἔχουν παρακολουθήσει τίς διασκέψεις μας καί σεβάσθηκαν τίς ὑποσχέσεις τους γιά διακριτικότητα γιά σαράντα σχεδόν χρόνια. Θά μᾶς ἦταν ἀδύνατον ν᾽ ἀναπτύξουμε τό σχέδιό μας γιά τόν κόσμο, ἄν βρισκόμασθαν κάτω ἀπ᾽ τά λαμπερά φῶτα τῆς δημοσιότητος στή διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐτῶν. Ἀλλά ὁ κόσμος εἶναι τώρα πιό ἔμπειρος κι ἕτοιμος νά βαδίση πρός μία παγκόσμια κυβέρνησι. Ἡ ὑπερεθνική κυριαρχία μιᾶς διανοητικῆς elit καί τῶν παγκόσμιων τραπεζιτῶν προτιμᾶται σίγουρα περισσότερο ἀπ᾽ τόν ἐθνικό αὐτοπροσδιορισμό, πού ἀκολουθήθηκε τούς προηγούμενους αἰῶνες”.
Ὁ Walter Cronkite ἔγραψε στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου του Censored 1996: “… Μιά χούφτα ἀπό μᾶς ἀποφασίζει τί θά παιχθῆ τό βράδυ στίς εἰδήσεις ἤ ποιό θέμα θά γραφῆ στούς Νew Υork Τimes ἤ στή Washington Ρost ἤ στή Wall Street Journal… Πραγματικά, εἶναι μία χούφτα ἀπό μᾶς μ᾽ αὐτή τή φοβερή δύναμι… Καί αὐτές οἱ ἱστορίες πού μᾶς εἶναι διαθέσιμες ἔχουν ἤδη ἐπιλεγῆ καί ξαναεπιλεγῆ ἀπό ἄτομα πολύ πέρα ἀπ᾽ τόν ἔλεγχό μας”»(E, 66).
- «Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε ὅσα δήλωσε ὁ Ηenry Spaak, πού διετέλεσε Γενικός Γραμματέας τοῦ ΝΑΤΟ: “Αὐτό πού θέλουμε εἶναι ἕναν ἄνθρωπο μέ ἀρκετή δύναμι, γιά νά συγκρατήση τή συμμαχία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί νά μᾶς βγάλη ἔξω ἀπό τό οἰκονομικό τέλμα, μέσα στό ὁποῖο συνεχῶς βυθιζόμασθε. Στεῖλτε μας ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο καί, εἴτε εἶναι θεός εἴτε διάβολος, ἐμεῖς θά τόν δεχθοῦμε” (περιοδ. Τime, 10/3/1980)»(Μ, 80).
- Ὁ Ὅσιος Κούξα τῆς Ὀδησσοῦ γράφει: «Ὅταν ἔλθη ὁ καιρός, κατά τόν ὁποῖο ὅλος ὁ κόσμος θά ψηφίζη ἕνα μόνο ἄνθρωπο, τότε νά μήν πᾶτε νά ψηφίσετε, διότι αὐτός θά εἶναι ὁ Ἀντίχριστος»(Χ, 171).
- Ὁ ρῶσος πρωθιερεύς Μ. Μολτσάνωφ γράφει: «Οἱ μοναχοί τοῦ Μοναστηριοῦ Σολοβέτσκογ, γνωστοποίησαν τήν ἀπάντησι τοῦ Ὁσίου Ζωσιμᾶ στούς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι τόν ρώτησαν:
—Πῶς θά γνωρίσουμε τόν Ἀντίχριστο, ὅταν αὐτός ἔλθη;
Ὁ ὅσιος ἀπάντησε:
—Ὅταν ἀκούσετε ὅτι ἦλθε ἤ ὅτι ἐμφανίσθηκε στή γῆ ὁ Χριστός, νά ξέρετε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἀντίχριστος»(Α, 136).
* * *
- «Τήν σκληρή κατοχική περίοδο ὑπῆρχαν ἡμέρες, κατά τίς ὁποῖες ἡ Μαρία (ἡ μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα τῆς Πορταριᾶς) δέν εἶχε νά φάη οὔτε ἕνα κομμάτι ψωμί καί ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο ἐξαντλήσεως, ὥστε νά λέη στό Χριστό: “Ἄν εἶναι θέλημά Σου, πάρε με, ἄς πεθάνω”. Ἔξω ἀπ’ τό σπιτάκι της ὑπῆρχαν λίγα χορταράκια, τά ὁποῖα καθημερινῶς μάζευε γιά νά ἔχη κάτι νά φάη. Ἀλλά τήν ἑπομένη, ἤ καί κατά τήν ἴδια ἡμέρα, κατά θαυμαστό τρόπο, στό ἴδιο μέρος φύτρωναν ξανά ἄλλα χόρτα, ἐξίσου μεγάλα. Ἐπί ἕξι μῆνες ἔζησε αὐτό τό θαῦμα. Ἐνίοτε τά ἔπλενε καί τά πήγαινε σ’ ἕνα κοριτσάκι πού ἦταν ἄρρωστο μέ φυματίωσι καί τό φρόντιζε»(ΛΚ, 39).
° «Ὅταν ζυμώνανε οἱ ἀδελφές, εἶχε πάρα πολύ μεγάλη χαρά νά δίνη ὡς εὐλογία ζυμωτό ψωμί. Κάποτε στόν Ἑπερινό τοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς εἶχε ἔρθει μία οἰκογένεια καί ἡ Γερόντισσα Μακρίνα, ὅταν τήν κατευόδωνε, εἶπε σέ μία μοναχή νά τούς δώση ἕνα καρβέλι ψωμί, καίτοι ἡ ὑπεύθυνη ἀδελφή τήν εἶχε ἐνημερώσει ὅτι ἦταν τό τελευταῖο καί δέν ὑπῆρχε χρόνος νά ζυμώσουν ἄλλο, διότι θά ἄρχιζε ἡ Καθαρά Ἑβδομάδα. Ἡ Γερόντισσα εἶχε πλήρη ἐμπιστοσύνη ὅτι ἡ Παναγία θά οἰκονομοῦσε τό Μοναστήρι Της καί ἔτσι τό τελευταῖο καρβέλι δόθηκε. Μετά τό Ἀπόδειπνο, καί ἐνῶ εἶχε κλείσει ἡ πύλη τῆς Μονῆς, κάποιος κτυποῦσε τό κουδούνι ἐπιμόνως. Ἦταν ἕνα ἀρτοποιός, γνωστός τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε φέρει ἕνα αὐτοκίνητο φρέσκα ψωμιά. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ποσότητα, ὥστε οἱ ἀδελφές τό ἔκαναν παξιμάδι καί πέρασαν μέ αὐτό ὅλη τή Μ. Τεσσαρακοστή»(ΛΚ, 59).
- «Στά ὑψίπεδα τῆς Σκωτίας ζοῦσε μιά χριστιανή χήρα. Ἄν κι ἀπομακρυσμένη ἀπ’ τόν κόσμο, στηριζόταν στό Θεό καί μέσα στή μοναξιά εἶχε γιά συντροφιά της τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἦταν χειμῶνας κι οἱ προμήθειές της εἶχαν τελειώσει. Τό ἀλεύρι πού τῆς ἦταν ἀπαραίτητο γιά καθημερινό “χυλό” εἶχε ἐξαντληθῆ καί δέν ὑπῆρχε τίποτε.
Ἡ χήρα ἔπεσε τό βράδυ στό κρεβάτι πιστεύοντας πώς τήν ἑπόμενη μέρα ὁ Θεός κάτι θά τήν προμήθευε. Τό πρωΐ εἶδε πώς μιά χιονοθύελλα πού ξέσπασε τή νύκτα εἶχε σκεπάσει τά πάντα. Οἱ δρόμοι εἶχαν κλείσει, προσπάθησε, ὅμως, νά βγῆ ἔξω ἀπ’ τό σπίτι, νά πάη καί νά ζητήση λίγο ἀλεύρι καί λίγο ἁλάτι ἀπό κάποιο γείτονα, ἀλλά δέν τά κατάφερε.
Ἐντούτοις, ἄναψε τή φωτιά, ἔβαλε τήν κατσαρόλα πάνω, ἄν καί δέν εἶχε οὔτε μιά χούφτα ἀλεύρι γιά νά κάνη κάτι κι εἶπε ἀπό μέσα της: “Ἦλθε ἡ ὥρα νά πάω καί νά ζητήσω τά ὑπόλοιπα ἀπ’ τόν Κύριο”. Πῆγε στό ὑπνοδωμάτιο, γονάτισε κι ἀφοῦ εὐχαρίστησε τό Θεό πού μέχρι τήν ἡμέρα ἐκείνη δέν τήν εἶχε ἀφήσει νά πεινάση, Τοῦ ἀνέφερε γι’ αὐτά τά ὁποῖα χρειαζόταν καί δέν εἶχε.
Ἐνῶ αὐτή προσευχόταν, τῆς φάνηκε πώς κάποιος κτυποῦσε τήν πόρτα της. Σηκώθηκε καί πῆγε νά δῆ ποιός θά μποροῦσε νά εἶναι. Σκεπασμένη μέ χιόνια βρῆκε τή νεαρή κόρη τοῦ κτηματία γείτονά της, πού μπῆκε μέσα καί πέταξε ἀπό πάνω της ἕνα σάκο.
—Δέν ξέρω τί συνέβη τό πρωΐ στόν πατέρα μου καί δέν μέ ἄφησε ἥσυχη μέχρι νά σοῦ φέρω αὐτό. Παρά τή χιονοθύελλα, ἐπέμενε νά ἔλθω καί…
Ἐνῶ αὐτή μιλοῦσε, εἶδε τή γριά χήρα γειτόνισσά της νά πέφτη στά γόνατα, νά σηκώνη τά χέρια καί μεγαλόφωνα νά δοξάζη καί νά εὐχαριστῆ τόν Κύριο»(ΔΓ, 123).
* * *
- «Στήν πεῖνα τοῦ 1918 ὁ Κύριος ἔστειλε μιά τεράστια συγκομιδή μήλων στούς κήπους [τῆς Μονῆς Βαλαάμ], τά ὁποῖα καί ἀντάλλασσαν μέ ψωμί· ὡς ἀποτέλεσμα, μπόρεσε νά ἐπιβιώση ἡ ἀδελφότητα»(ΑΝ, 59).
- «Ἡ παραμονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στό Κάθισμα τῆς Πάτμου εἶχε προετοιμασίες στήν ἐκκλησία γιά τήν ἀγρυπνία καί στήν κουζίνα γιά τήν ἐπίσημη τράπεζα μέ ψάρια καί σκορδαλιά. Ἐκείνη τή χρονιά δέν γινόταν καμμιά προετοιμασία γιά τό φαγητό. Ἡ θάλασσα μέρες πολλές ἔβραζε ἀπ’ τά ἔγκατά της, κτυποῦσε μανιακά τά κύματα στά βράχια. Οὔτε βάρκα φάνηκε στό γιαλό οὔτε οἱ μοναχοί μπόρεσαν νά πλησιάσουν στή θάλασσα γιά ψάρεμα. Ὁ μοναχός Θεόκτιστος μπαινόβγαινε σκασμένος καί μονολογοῦσε:
—Εὐαγγελισμοῦ χωρίς ψάρι πρώτη φορά θά κάνω.
Ὁ Γέροντας τοῦ ἔλεγε:
—Ἔχει ὁ Θεός.
—Γέροντά μου, ὁ Θεός ἔχει στή θάλασσα ψάρια, ἀλλά ὄχι στό πιάτο μας.
Ἄρχισαν τήν ἀγρυπνία. Ὁ Γέροντας ἔκανε τόν ἐφημέριο καί ὁ Ἀπολλώ μέ τό Θεόκτιστο ἔψαλλαν. Ὁ Θεόκτιστος ὅλη νύκτα δέν ἔβαλε γλῶσσα μέσα, μοιρολογώντας: “Τί γιορτή θά κάνουμε χωρίς ψάρι;”. Στό “Εὐαγγελίζου, γῆ, χαράν μεγάλην” τῆς Λειτουργίας ὁ γάτος ἐπίμονα κτυποῦσε τό παράθυρο τοῦ ἀναλογίου. Ὁ ἀνυπόμονος Θεόκτιστος ἄφησε τήν ψαλμωδία στή μέση καί βγῆκε νά δῆ τό γάτο. Εἶχε ἕνα μεγάλο ψάρι στό στόμα του· δέν τό ἄφηνε, ὅμως, στό Θεόκτιστο. Ὅταν μοίραζε τό ἀντίδωρο ὁ Γέροντας, τοῦ λέει:
—Ὁ γάτος μᾶς ἔφερε ψάρι.
Ἔξω ἀπ’ τή θύρα τῆς ἐκκλησίας φώναξε τό γάτο:
—Ἔλα, δῶσ’ το μου· γιά μᾶς δέν τό ἔφερες;
Καί τό ἄφησε στά χέρια τοῦ Γέροντα!»(ΓΔ, 232).
- Ἰδού καί κάτι ἀπό τή ζωή τοῦ Ἁγ. Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ: Ἀφηγεῖται ἡ Μαρία Μπιζάνη: «Ἦλθε ἡ ἱστορία πάνω στήν πεῖνα, στόν πόλεμο. Λέω:
—Γέροντα τί θά γινοῦμε· τί θά γινοῦμε, λέω, πεινάει ὁ κόσμος. Δέν ἔρχεται ἀπό πουθενά τροφή. Τί θά γινοῦμε! Ἀποκλεισμός!
Λέει:
—Ἐξ ἁμαρτιῶν μας, Μαρία. Ἐξ ἁμαρτιῶν μας, παιδί μου. Κάποτε εἶχε καί σέ μᾶς πόλεμο ἐκεῖ στά χωριά μας. Μιά μέρα πῆγε ἡ μάνα μου νά κόψη κλαδιά ἀπό τό δάσος. Καί εἶχε μιά πέτρα μαλακιά, ἔτσι σάν μάρμαρο. Καί κάθισε ἐκεῖ νά φάη τό ψωμί της λίγο ψωμάκι καί βλέπει κι ἀνέβλυζε· εἶχε μιά τρυπίτσα καί ἀνέβλυζε ἀλεύρι.
—Ἀλεύρι;
—Ἀλεύρι πολύ… Ἔκανε ἔτσι τό χέρι της καί καθώς τό τραβοῦσε ἔβγαινε ἄλλο, ἔβγαινε ἄλλο καί ἔκανε τόοοοσο μεγάλο αὐτό, τόσο μεγάλο ὄγκο. Πῆρε, λοιπόν, ἔβγαλε τό τσεμπέρι της, γιατί δέν εἶχε ἄλλο, τό γέμισε μέ ἀλεύρι καί τό ἔφερε χωρίς νά φέρη κλαδιά. Τό ᾽φερε ἐκεῖ στή γειτονιά. “Ἐλᾶτε νά δῆτε ἀλεύρι!”. “Καλέ, ποῦ εἶναι τό ἀλεύρι;”. Πῆγαν καί οἱ ἄλλες γυναῖκες τροχάδην. Φέραν, λέει, ὅ,τι εἶχε ἡ κάθε μιά· πετσέτα, ἕνα σακκουλάκι. Ἀλλά τό πῆρε εἴδησι ἡ τουρκική ἀστυνομία καί πῆγε νά βάλη, λέει, φόρο καί ἀμέσως ἔπαυσε”.
Αὐτό μοῦ τό εἶπε 2-3 φορές.
—Ἡ χαρά τῆς μάνας μου πού ἀπό τήν πέτρα ἔβγαινε ἀλεύρι. Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ!»(ΠΒ, 72).
* * *
Γράφει καί ὁ π. Κυπριανός Μιχαήλου: «Ὅταν ἤμουν μικρός ἀκολουθοῦσα τόν πατέρα μου στούς ἁγίους Πάντες. Δούλευε γιά τόν ἅγιο Σάββα. Μιά Κυριακή ἀνεβήκαμε μέ ἄλλους μαστόρους νά δουλέψουμε [δωρεάν, ἐννοεῖται, γιά τό μοναστήρι, πρᾶγμα πού δέν ἀπαγορεύεται τίς Κυριακές]. Ὁ ἅγιος τούς δέχθηκε μέ χαρά. Αὐτοί ζήτησαν ἀπό τόν ἅγιο νά τούς μαγειρέψη, νά φᾶνε γιά μεσημέρι. Τούς εἶπε πώς θά τούς ἔβαζε ρεβύθια. Πράγματι ἔβαλε σέ μιά γωνιά δύο πέτρες, ξύλα σταυροειδῶς καί τήν κατσαρόλα μέ ξερά ρεβύθια, ντομάτα, κρεμμύδι, ἁλάτι καί λίγο λάδι. Τά εὐλόγησε καί ἔφυγε. Οἱ μαστόροι πού εἶδαν τόν ἅγιο νά μή φροντίζη γιά τό μαγείρευμα ἦσαν βέβαιοι πώς τό μεσημέρι δέν θά ἔτρωγαν, διότι ἦταν ἀδύνατον νά βράσουν τά ρεβύθια χωρίς φροντίδα. Ποιά, ὅμως, ἔκπληξι, ὅταν τό μεσημέρι ἔφαγαν ἕνα νόστιμο καί καλομαγειρευμένο φαγητό! Ἡ εὐλογία τοῦ ἁγίου καί ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ τόνωσαν τήν ἁγία πίστι»(ΠΒ, 137· βλ. καί: 138).
- «Κατά τό Β´ Παγκ. Πόλεμο ἡ Μονή [Εὐαγγελιστρίας Ἄργους Καλύμνου] ὅπως καί ὅλο τό νησί δοκιμάσθηκαν πολύ. Οἱ ἀργαλειοί καί τά ἐργαστήρια τῆς Μονῆς σταμάτησαν νά λειτουργοῦν λόγῳ ἐλλείψεως ὑλικῶν. Οἱ ἀγροτικές καλλιέργειες, στίς ὁποῖες ἐπιδόθηκαν τότε οἱ ἀδελφές ἐξασφάλιζαν τά πρός τό ζῆν στή Μονή καί στούς περιοίκους αὐτῆς. Ὅταν ἔφθανε ἡ ὥρα τοῦ λιχνίσματος μαζεύονταν γύρω ἀπ᾽ τό ἁλώνι περί τά 30 ἄτομα. Τότε ἡ ἐλεήμων Γερόντισσα [Ἡγουμένη Μαγδαληνή] ἔδιδε στόν καθένα ὅ,τι τή φώτιζε ἡ Νοικοκυρά τῆς Μονῆς της, ὅπως ἔλεγε τήν Παναγία, καί τό ὑπόλοιπο τό ἔβαζε στούς τενεκέδες τῆς Μονῆς. Ἔνδακρυς ἔβλεπε τήν ὥρα τῆς μεγάλης ἀνάγκης νά γεμίζουν ξανά καί ξανά οἱ τενεκέδες μέ σιτάρι!»(ΚΔ, 279).