ΑΘΕΙΣΜΟΣ: Τίνος είναι η αυταπάτη
«Στίς ἀρχές τοῦ 1965, ἔφεραν στό Νοσοκομεῖο Παίδων τῆς Μόσχας τή μικρή κόρη ἑνός διασήμου σοβιετικοῦ ἐπιστήμονος, μέλους τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος. Τό κοριτσάκι, ἡλικίας 8 ἐτῶν, ἐπειδή οἱ γονεῖς εἶχαν πάει στό ἐξωτερικό γιά ἐπιστημονική ἐργασία, ἔμεινε τόν τελευταῖο καιρό σ᾽ ἕνα κρατικό οἰκοτροφεῖο καί ἐκεῖ ἀρρώστησε. Τό κορίτσι μεταφέρθηκε στό νοσοκομεῖο, διότι παρουσίασε πυρετό πολύ ὑψηλό, ὁ ὁποῖος μέ τίποτε δέν ὑποχωροῦσε. Τήν πέμπτη ἡμέρα ἀπό τότε πού ἐκδηλώθηκε ἔπεσε σέ κῶμα.
Ξαφνικά, σηκώθηκε στό κρεβάτι της καί ρώτησε: —Ποῦ εἶναι ὁ μπαμπᾶς καί ἡ μαμά μου; Γιατί δέν εἶναι ἐδῶ; Ὁ γιατρός καί οἱ νοσοκόμες προσπάθησαν νά τήν καθησυχάσουν λέγοντας ὅτι οἱ γονεῖς της θά ἔρθουν σέ λίγο ἀεροπορικῶς. —Τότε εἰδοποιῆστε ἀμέσως τή γιαγιά μου, εἶπε ἡ μικρή. Κατοικεῖ στήν ὁδό Χ. Σπεύσατε· χωρίς αὐτή θά πεθάνω. Μόνο αὐτή μπορεῖ νά μέ βοηθήση. ῎Εκαναν ἀμέσως αὐτό τό ὁποῖο ζήτησε τό παιδί. Τό ἀπόγευμα, τό αὐτοκίνητο τοῦ Νοσοκομείου ἔφερε τή γιαγιά τοῦ παιδιοῦ, ἡ ὁποία παραπονέθηκε στό προσωπικό τοῦ νοσοκομείου, γιατί δέν τήν εἰδοποίησαν ἐγκαίρως καί παρακάλεσε νά τήν ἀφήσουν μόνη μέ τό παιδί. Ὁ γιατρός πάντως ἔδωσε ἐντολή σέ μιά νοσοκόμο νά ἐπιβλέπη διακριτικά. Ἡ γιαγιά ἔβγαλε ἀπό τήν τσάντα της κάτι τι καί τό ἔβαλε στό ἀριστερό χέρι τῆς ἄρρωστης ἐγγονῆς της. ῎Επειτα γονάτισε δίπλα ἀπό τό κρεβάτι καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Μιά ὥρα πέρασε. Εἰδοποίησαν τό γιατρό γιά τήν συμπεριφορά τῆς γιαγιᾶς κι ἐκεῖνος σέ λίγο παρουσιάσθηκε στό δωμάτιο καί εἶπε στή γιαγιά: —Σᾶς παρακαλῶ, ἀφῆστε τό παιδί νά πεθάνη εἰρηνικά! Τό κοριτσάκι πού μέχρι τότε εἶχε κλειστά τά μάτια καί κοιμόταν [**ποῦ εἶναι, ἐδῶ, ἡ αὐθυποβολή καί ἡ αὐταπάτη; **Τό κοριτσάκι, λοιπόν], τά ἄνοιξε ἀπότομα, κάθησε στό κρεβάτι του καί εἶπε μέ φωνή ἤρεμη καί σταθερή: —Γιατρέ, ποιός σᾶς εἶπε ὅτι πρόκειται νά πεθάνω; Δέν ἔχω πιά πυρετό, εἶμαι πολύ καλά καί θέλω νά φάω. Ταραγμένος ὁ γιατρός, πιάνει τό σφυγμό τοῦ παιδιοῦ. Ἦταν κανονικός. Ὁ πυρετός ἐπίσης. Ὁ πόνος στό κεφάλι εἶχε περάσει κι αὐτός. Ὁ γιατρός παράγγειλε νά φέρουν γάλα. Ἀφοῦ ἤπιε τό γάλα του, “τώρα θέλω νά κοιμηθῶ” εἶπε τό παιδί. “Ἡ γιαγιά μου νά μείνη μαζί μου αὐτή τή νύχτα” πρόσθεσε. Καί ἔπεσε σ᾽ ἕνα βαθύ ὕπνο. Ὁ γιατρός ἦρθε 5-6 φορές ὅλη τή νύχτα γιά νά δῆ τί γίνεται τό παιδί. Ὁ πυρετός καί ἡ ἀναπνοή ἦταν κανονικά. Ὁ κίνδυνος πλέον εἶχε ὁριστικά ἀπομακρυνθῆ. ῞Οταν τό πρωΐ, στίς 7 ἠ ὥρα, ἡ νοσοκόμος μπῆκε στό θάλαμο τοῦ παιδιοῦ, εἶδε τή μικρή νά γελάη καί νά συζητᾶ μέ τή γιαγιά της. ῞Οταν τῆς ἔφεραν τό γάλα, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πρίν τό πιῆ.
Ἡ νοσοκόμος κούνησε τό κεφάλι της καί τῆς εἶπε κάπως αὐστηρά: —Σύ πού εἶσαι μέλος τῶν Πιονιέρων (παιδική ἀθεϊστική ὀργάνωσι) κάνεις τό σταυρό σου; Καί σεῖς γιαγιά ποιά εἶσθε; Ἡ μικρή ἄρρωστη ἀπάντησε μέ ἤρεμο ὕφος ἀλλά καί σταθερότητα: —Γιατί δέν μπορῶ νά κάνω τό σταυρό μου; Ἐάν ὁ σταυρός δέν ἔκανε τό θαῦμα του, σήμερα τό πρωΐ θά μέ εἴχατε θάψει! Λέγοντας αὐτά ἔδειξε τό σταυρό πού κρατοῦσε στό ἀριστερό της χέρι. Ἦταν ἕνα μικρό ἀριστούργημα τέχνης τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς. Στή μιά πλευρά ἦταν σκαλισμένη ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἄλλη ἦταν γραμμένα τά λόγια: “Σῶσε μας καί προστάτεψέ μας!”. Ἡ νοσοκόμος τά διηγήθηκε ὅλα αὐτά στούς γιατρούς, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων ἦταν μέλη τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος. ῎Εβγαλαν τό συμπέρασμα ὅτι ἐπρόκειτο γιά μιά ἀπό τίς σπάνιες περιπτώσεις αὐθυποβολῆς! Τότε ἕνας ἀπό τούς γιατρούς εἶπε: —Ἐάν εἶναι ἔτσι ὅπως τό λέτε, ὅτι δηλαδή πρόκειται περί αὐθυποβολῆς, τότε μποροῦμε νά κάνουμε ἕνα πείραμα γιά νά τό ἐλέγξουμε. Νά ζητήσουμε τό “μαγικό” αὐτό ἀντικείμενο ἀπό τή γιαγιά καί νά τό χρησιμοποιήσουμε στήν περίπτωσι τοῦ μικροῦ ἀρρώστου ἀγοριοῦ, πού βρίσκεται στό διπλανό δωμάτιο καί εἶναι ἕτοιμο νά πεθάνη. Ἡ μικρή του ἡλικία δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά καταλάβη τί θά κάνουμε ἐμεῖς.
Τό ἑτοιμοθάνατο παιδάκι ἦταν μόλις δυόμισυ ἐτῶν. Οἱ γονεῖς του ἦταν φανατικοί ἄθεοι καί φυσικά δέν τοῦ εἶχαν μιλήσει ποτέ γιά τό Χριστό. Οἱ γιατροί ζήτησαν ἀπό τή γιαγιά νά τούς δανείση τό σταυρό, κι ἐκείνη δέχθηκε ὑπό τόν ὅρο ὅτι θά εἶναι καί αὐτή παροῦσα για νά μπορέση νά προσευχηθῆ κοντά στό μικρό ἄρρωστο. Τό ἄρρωστο παιδί, στό ὁποῖο εἶχαν δώσει ἕνα φάρμακο, κοιμόταν βαθειά. Ἡ γιαγιά ἔπεσε στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται θερμά, ἀλλ᾽ αὐτή τή φορά μέ τήν παρουσία τῶν νοσοκόμων καί τριῶν γιατρῶν, οἱ ὁποῖοι στέκονταν ὄρθιοι, ἀκίνητοι καί ἀμίλητοι, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῆς γιαγιᾶς. Τό ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Τέλεια θεραπεία! Παρά τίς προσπάθειες πού καταβλήθηκαν νά μή διαδοθῆ τό θαῦμα αὐτό, σέ λίγο ὅλος ὁ κόσμος τό εἶχε μάθει. Μετά ἀπό λίγο καιρό, μέσα στή νύκτα, δυό αὐτοκίνητα μαῦρα, μέ σβησμένα τά φῶτα, σταμάτησαν σ᾽ ἕνα προάστειο τῆς Μόσχας, ὅπου ἔμενε ἡ γιαγιά γιά τήν ὁποῖα μιλήσαμε προηγουμένως. Δυό ἄνθρωποι μπῆκαν στό σπίτι τῆς γιαγιᾶς. ῞Υστερα ἀπό λίγο βγῆκαν μαζί μέ τή γερόντισσα. Κατευθύνθηκαν στό κέντρο τῆς Μόσχας καί μπῆκαν σέ ἕνα πολυτελέστατο σπίτι. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας ἄνδρας ἄρρωστος πολύ βαρειά.
Ἡ γιαγιά στάθηκε δίπλα στό κρεβάτι του. Τότε εἶπε στόν ἄρρωστο: —Μή φοβᾶσαι, παιδί μου. Κράτησε στό χέρι σου αὐτό τό σταυρό καί προσευχήσου μαζί μέ μένα. Κάνε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καί σεῖς ὅλοι πού βρίσκεσθε ἐδῶ, κάνετε τό ἴδιο, γιά νά μπορέση νά γίνη καλά ὁ ἄρρωστος. Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ἡ γιαγιά, γονάτισε καί ἄρχισε τήν προσευχή της. “Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν…”. “῎Ω Κύριε, μᾶς χάρισες τόν πολύτιμο σταυρό σου, ὡς ὅπλο για τήν ἐκδίωξι τῶν ἐχθρῶν. Ὤ, ῞Αγιε Σταυρέ τοῦ Κυρίου, ἔλα νά μᾶς βοηθήσης, μαζί μέ τήν εὐλογημένη Θεοτόκο καί ὅλους τούς Ἁγίους. Γένοιτο!”. Ὁ ἄρρωστος σέ λίγο θεραπεύθηκε τελείως. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ἀπό τούς ἀνωτέρους ἀξιοματούχους τοῦ Κόμματος. Λεπτομέρειες περισσότερες ὡς πρός τίς συνθῆκες τοῦ θεραπευθέντος δέν ἔγιναν γνωστές, λόγο τῆς ἰδιότητος τοῦ θεραπευθέντος. Εἶναι μόνο γνωστό ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐκτός ἀπό… μέλος τοῦ Κόμματος ἦταν καί μέλος τοῦ Ἀνωτάτου Σοβιέτ. Παρά τίς ἰδιότητες του αὐτές ἔδειξε φανερά τήν πίστι του στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ. Καί δέν εἶναι ὁ μόνος μεταξύ τῶν ἀνωτέρων στελεχῶν τοῦ κράτους πού δέν ἀρνοῦνται τή βοήθεια τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἐκκλησίας… Οἱ δρόμοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναξιχνίαστοι…
«Ὁ Σέργιος Γκορμπάτωφ, μᾶς ἀφηγεῖται τό Ἐπιστήμη καί Θρησκεία, ἦταν μαθητής τῆς τελευταίας τάξεως τοῦ σχολείου Νο 648 στή Μόσχα. Δραστήριος κομσομόλ, ταλαντοῦχος καί ἔξυπνος, διέπρεπε στό σκάκι. Ἀλλά ἦταν πιστός… Ὅταν συμπτωματικῶς τό ἔμαθαν, ὅλο τό σχολεῖο διαμαρτυρήθηκε: ἕνας κομσομόλ πιστός· αὐτό ποτέ δέν τό εἴδαμε! Πρέπει νά ἀποκλεισθῆ. Μετά ἀπό λίγο ὁ ἴδιος ὁ Γκορμπάτωφ ζήτησε τή διαγραφή του ἀπό τήν κομμουνιστική νεολαία. Τό μῖσος τῶν καθηγητῶν μεγάλωνε ὁλοένα. Ὅλο τό ἔτος δοκίμασαν νά τόν κάνουν ν᾽ ἀρνηθῆ τήν πίστι του. Ἔφεραν ἀκόμη κι ἕνα ἀποστάτη ἱερέα. Κατά τή διάρκεια ἑνός μαθήματος φυσικῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἔθεσαν ἐπίτηδες τό θέμα περί τῆς καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου. “Δέν μπορῶ νά σᾶς ἀπαντήσω σύμφωνα μέ τό ἐγχειρίδιο”, εἶπε. Αὐτό ἦταν τό τελευταῖο του μάθημα. Μερικές βδομάδες ἀργότερα ὁ Γκορμπάτωφ βρέθηκε στό ἐδώλιο τοῦ κατηγορουμένου. Τόν ἐδίκασαν “νομίμως” γιά παρασιτισμό. Πράγματι, λέει μέ κάθε ἁπλότητα ὁ ἀνταποκριτής τοῦ Ἐπιστήμη καί Θρησκεία, εἶναι 18 ἐτῶν καί δέν σπουδάζει πιά… [Ἔμ τόν διώχνουν ἀπ᾽τό σχολεῖο, ἔμ τόν καταδικάζουν πού δέν σπουδάζει!!!] “Μή ἔχοντας κατορθώσει νά τόν ἀποτρέψουν ἀπό τοῦ νά πιστεύη, οἱ ἄθεοι νόμιζαν πώς θά ἐξεπλήρωναν τό σκοπό τους σύροντάς τον μπροστά στά δικαστήρια”. Ἡ ἀδελφή τοῦ Γκορμπάτωφ, Νίνα, μοιράσθηκε τήν τύχη του. Μηχανικός τοῦ Ἰνστιτούτου τῶν μηχανῶν ἀνοικοδομήσεως, ἔπειτα ἀπό πολλές προσκλήσεις ἀποκλείσθηκε κι αὐτή τόν Ἰούνιο 1963 ἀπό τήν ἐργασία της. “Δέν τῆς κλείνουμε τήν πόρτα. Ἄν θέλη μπορῆ νά ἐπανέλθη. Ἀρκετά ἀσχοληθήκαμε μ᾽ αὐτήν” «Τά Εὐαγγέλια μᾶς παρουσιάζουν πολλές δυσκολίες πού δέν τίς συναντᾶ ὅποιος διαβάζει τίς ἀφηγήσεις θανάτου μεγάλων ἀνδρῶν. Πάρτε, λ.χ. τήν ἀφήγησι γιά τίς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς τοῦ Σωκράτη, ὅπως μᾶς τίς περιγράφει ὁ Πλάτων στό Φαίδωνα. Τί ὡραία ἀφήγησι! Ὅλα ὅσα εἶναι γραμμένα ἐκεῖ εἶναι σκόπιμα καί ἀνεβάζουν τό Σωκράτη. Δέν θέλω καθόλου μ᾽ αὐτό νά ἀμφισβητήσω τήν ἀλήθεια τῆς ἀφηγήσεως· κάθε ἄλλο! Ἀλλά λέω ὅτι ὅλα ὅσα γράφονται ἐξυπηρετοῦν τήν ὑπεράσπισι τοῦ Σωκράτη, ἀπαντοῦν στίς κατηγορίες πού εἶχαν ἐκτοξευθῆ ἐναντίον του καί βοηθοῦν τόν ἀναγνώστη νά αἰσθανθῆ θαυμασμό γιά τό μεγαλύτερο ἀπό τούς φιλοσόφους πού ἔδειξαν οἱ αἰῶνες. Ὁ Σωκράτης παρουσιάζεται νά περνᾶ ψύχραιμα, μέ ἀπάθεια ὑπεράνθρωπη στ᾽ ἀλήθεια, τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του μέ τό νά διαλέγεται περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. Ὅταν δέ ὁ, ἄς τόν ποῦμε ἔτσι, δήμιος, τοῦ παρατηρῆ ὅτι, ἔτσι πού μιλᾶ συνεχῶς, ἐμποδίζει τό κώνειο νά ἐνεργήση καί θά χρειασθῆ ἴσως νά ὑποστῆ κι ἄλλη μιά φορά τήν φρικτή δοκιμασία τοῦ νά πιῆ τό φάρμακο γιά νά ἔλθη ὁ θάνατος, τοῦ ἀπαντᾶ πώς πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά δώση τό φάρμακο καί γιά δεύτερη καί γιά τρίτη φορά. Κατόπιν, ἀφοῦ τελείωσε τό διάλογο περί ἀθανασίας, πηγαίνει καί λούζεται… Καί, τό τελευταῖο, γιά νά ἀποδειχθῆ πόσο ψεύτικη ἦταν ἡ κατηγορία πώς ὁ Σωκράτης δέν σεβόταν “οὕς ἡ πόλις νομίζει θεούς” κλείνει τή ζωή του μ᾽ αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια πού ἦταν καί τά τελευταῖα του (“ὅ δή καί τελευταῖον εἶπε”, παρατηρεῖ ὁ Πλάτων) λέγοντας πρός τόν Κρίτωνα ὅτι στόν Ἀσκληπιό ἔχει κάνει ἕνα τάξιμο ἀλεκτρυόνος καί νά φροντίση νά ἐκπληρωθῆ τό τάξιμο· νά, λοιπόν, ποιόν βρῆκαν οἱ Ἀθηναῖοι νά καταδικάσουν σέ θάνατο σάν ἀσεβῆ τάχα πρός τούς θεούς! Ἐπαναλαμβάνω: Δέν ἀμφιβάλλω οὔτε γιά τήν ἐλάχιστη λεπτομέρεια τῆς Πλατωνικῆς ἀφηγήσεως, μολονότι ρητή εἶναι ἡ ὁμολογία ὅτι ὁ Πλάτων δέν ἦταν παρών, ἐμποδισμένος ἀπό ἀσθένεια. Μή μοῦ πῆτε, ὅμως, ὅτι ἡ ἀφήγησι αὐτή εἶναι ἀφελής καί δέν βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη νά θαυμάση τό Σωκράτη. Συγκρίνετε, τώρα, τήν ἀφήγησι αὐτή μέ τίς ἀφηγήσεις τῶν Εὐαγγελιστῶν γιά τό σταυρικό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης ὄχι μόνο δέν βοηθεῖται μέ καλλιλογικά σχήματα, ἀλλά καί σκοντάφτει κάθε τόσο. Στό θάνατο δέν βαδίζει ἔνας λεβέντης, ἕνα παλληκάρι (33 χρονῶν) ἀπαθές καί ἀσυγκίνητο. Ἴσα-ἴσα εἶναι γεμᾶτος ἀγωνία καί ὁ ἱδρώτας του κατεβαίνει “ὡσεί θρόμβοι αἵματος”. Καί πόσες δυσκολίες δημιουργεῖ ἐκεῖνο τό “Ἠλί, Ἠλί, λιμά σαβαχθανί, τοὐτέστιν ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες;”! Ποιά σκοπιμότητα ἐξυπηρετοῦσε τό νά ἐπαναληφθοῦν στά Εὐαγγέλια οἱ φοβερές αὐτές λέξεις: Ἁπλούστατα, οἱ Εὐαγγελιστές (ἤ ἐπιτέλους ἐκεῖνοι πού τούς ἀφηγήθηκαν τά γεγονότα) αὐτά τά λόγια ἄκουσαν, αὐτά τά λόγια ἐπανέλαβαν, χωρίς νά τούς περάση ἀπό τό νοῦ ἡ ἐρώτησι μήπως θά ἦταν σκοπιμότερο νά μήν κοινολογηθοῦν (καί νά διαιωνισθοῦν) οἱ λόγοι αὐτοί, ὅπως δά δέν ἀποκλείεται κάτι νά εἶπε καί ὁ Σωκράτης πρίν ἀπό τό θάνατό του, κάτι πού θεωρήθηκε ἀπό τόν Πλάτωνα σκοπιμότερο νά ἀποσιωπηθῆ. Καί μόνο αὐτό; Μικρότητες τῶν μαθητῶν, φιλονεικίες, παρανοήσεις καί φοβερές ἐπιτιμήσεις ἀπό μέρους τοῦ Κυρίου (ἐκεῖνο τό “ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ” τό ὁποῖο εἶπε ὁ Ἰησοῦς πρός τόν Ἀπόστολο Πέτρο) ὅλα παρελαύνουν μέ κάθε εἰλικρίνεια καί ἀφελότητα καί χωρίς καμμιά λογοκρισία ἀπό σκέψεις σκοπιμότητος, ἀπό τήν τόσο φυσική πρόνοια νά μήν σκανδαλισθῆ ὁ ἀναγνώστης. Ὄχι! Δέν κατασκευάζονται ἔτσι τά παραμύθια! Νά δεχθῶ πώς οἱ ἄνθρωποι πού τά ἔγραψαν αὐτά λένε ψέματα (γιά νά κερδίσουν… τό διωγμό;) ἤ ὅτι εἶναι ὀνειροπαρμένοι καί, ὅμως, τόσο νηφάλιοι ὥστε νά μᾶς μπερδεύουν πολλές φορές ἀπό τήν πολλή ἀντικειμενικότητα καί ὅτι πᾶνε νά μέ παρασύρουν τήν ὥρα πού μέ σκανδαλίζουν; Ὄχι! Αὐτό, ἐγώ, δέν μπορῶ νά τό πιστέψω. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ Εὐαγγελιστές, ἤ ἐκεῖνοι ἐπιτέλους πού παρέδωσαν τά γεγονότα αὐτά στούς Εὐαγγελιστές, ἀφηγήθηκαν αὐτά τά ὁποῖα εἶδαν, αὐτά τά ὁποῖα ἔζησαν, χωρίς καμμιά προσπάθεια νά τά καλλύνουν ἤ ὁπωσδήποτε νά διευκολύνουν τόν ἀναγνώστη γιά νά τά πιστέψη» Ἄς δοῦμε τώρα στήν πρᾶξι τό πόσο στηρίζει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του τίς μεγάλες δοκιμασίες: Ἀναφέρει ἡ παράλυτη Δήμητρα Κόντου: «Τό μῆνα Ἰούλιο τοῦ 1965, πού τελείωσα τό σχολεῖο, ἦλθε ἐπίσημα ἡ εὐλογημένη τούτη ἀσθένεια, πού λέγεται “μυασθένεια” καί φιλικά μένει μαζί μου ὥς τά σήμερα 1993 «Τό 1980 ἄνοιξε ὁ Χριστός τούς κρουνούς τοῦ ἐλέους Του καί τῆς εὐσπλαγχνίας Του καί μέ βύθισε μέσα Του… Βρέθηκα σέ καταιγισμό ἀγάπης! Μοῦ δόθηκε ὁλόκληρος. Πῶς; Θαύμασε Πατρική ἀγάπη· ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν μου ἤμουν ἀκίνητη· ἦταν τόση ἡ μυϊκή ἀτονία, πού τίποτε δέν μποροῦσε νά κινηθῆ καί νά λειτουργήση πάνω μου. Ἔδινα τήν εἰκόνα ἑνός φυτοῦ! Τά μάτια δέν ἄνοιγαν γιά νά δοῦν, ἀλλά καί ὅταν ἄνοιγαν τά ἔβλεπα ἤ θαμπά ἤ διπλά· δέν μποροῦσα νά μιλήσω καθόλου, οὔτε νά καταπιῶ τό σίελό μου· τά πνευμόνια μου δέν λειτουργοῦσαν ἀπό μόνα τους· εἶχα πάντα ὀξυγόνο, μερικές φορές καί ἀναπνευστῆρα· ἡ καρδιά δύο φορές σταμάτησε μέ ἀνακοπή· τό γαστρεντερικό σύστημα δέν λειτουργοῦσε, τά 3/4 τοῦ στομάχου εἶχαν νεκρωθῆ· τά νεφρά μέ κολικούς, αἱμορραγίες κτλ.. Στό οὐροποιητικό πρόβλημα 12 χρόνια ὑπῆρχε καθετήρας. Τό κυκλοφοριακό μέ πολλά προβλήματα, καί θρομβώσεις· ἡ ἀρτηριακή πίεσι μέ πολλές διακυμάνσεις. Τό φλεβικό σύστημα κατατρυπημένο, ὅλα τά σημεῖα τοῦ σώματος ἀνοιγμένα ἀπό ἀποκαλύψεις, φλεβοκεντήσεις, βιοψίες κτλ.. Στή μύτη γιά 6 χρόνια ἀπό τόν οἰσοφάγο ἕνα σωληνάκι, πού ἔφθανε μέχρι τό στομάχι γιά νά μπορῶ νά παίρνω τά φάρμακά μου, ἀφοῦ δέν μποροῦσα ἀπό τό στόμα, οὐρολοιμώξεις συνεχόμενες γιά 12 χρόνια μέ βαριές ἀντιβιώσεις, ἀναιμία κτλ., πονοκέφαλοι, πού δέν ἀντιμετωπίζονταν μέ τίποτε. Ἔπαιρνα τήν ἡμέρα 8 ἐνέσεις ἐνδοφλεβίως ναρκωτικές· Εἶχα γιά 3 συνεχῆ χρόνια ὀρό χωρίς νά παίρνω ἀπό τό στόμα οὔτε μιά κουταλιά γάλα. Ἔτσι δοκίμασα στόν τέλειο βαθμό της τήν πεῖνα καί τή δίψα· στερήθηκα τόν ὕπνο αὐτά τά 3 χρόνια, πού εἶχα τούς ὀρούς γιατί ἔπρεπε νά τούς παρακολουθῶ, ἡ δέ δόσι τῶν καθημερινῶν μου φαρμάκων ἔφθανε τά 60-70 χάπια μέ ἄδειο τελείως στομάχι· πολλές φορές πλησίασα τή γεῦσι θανάτου… Βέβαια ὅλα αὐτά φαίνονταν σάν ταλαιπωρίες, ὅμως, ἡ πραγματικότητα ἦταν ἄλλη· ποτέ δέν θά μπορέσω νά περιγράψω τή γλυκύτητα καί τήν ἐσωτερική ἀνάπαυσι καί χαρά. Αὐτό μόνο θά πῶ: νοερά ἀγκάλιαζα καί καταφιλοῦσα ὀρούς, ὀξυγόνο, πληγές. Ἄς τονίσουμε ἐδῶ ὅτι **ἡ αὐταπάτη καί ἡ αὐθυποβολή θά τήν ὁδηγοῦσαν στήν ἀπόγνωσι καί στήν αὐτοκτονία. Εὐτυχῶς πού δέν εἶχε διαβάσει D.! Ἐπανερχόμαστε ἤ μᾶλλον ἐπανέρχεται ἡ Δήμητρα: «Τό Ἄσυλό μου! Ὁ προθάλαμος τοῦ οὐρανοῦ μου· ὁ δρόμος πού γοργά καί χαρωπά καί συντομώτερα θά μέ βάλη στό μυριοπόθητο σπίτι τοῦ Πατέρα μου. Τά θαβώριον ὄρος μου, πού διά μέσου τῶν χρόνων ἄφησε νά λάμψη ἡ λαμπρότης του στήν ψυχή μου καί νά τήν αἰχμαλωτίση… Τό Σινά μου. Ὁ τόπος τῆς πολλῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μου! ὄχι μονάχα τό θέλημά Του καί τό νόμο Του φανέρωσε, ἀλλά ἄδειασε τούς κρουνούς τῆς ἀγάπης Του, τῆς στοργῆς Του, τοῦ ἀπείρου ἐλέους Του ποῦ; Ἐπάνω σέ σῶμα παραλελυμένο… Ναί· ἄν φλεγόταν τότε τό ὄρος Σινᾶ ἀπό τή δική Του Παρουσία, τώρα τοῦτο τό Σινᾶ στό Ἄσυλό μου, τούτη ἡ γωνίτσα, πυρακτωμένη ἀπό τή δική Του στέρησι, ἀποτεφρωμένη ἀπό τή δική Του καθυστέρησι ἄναψε πυρκαϊά στήν καρδιά, πού καίει καί φλέγεται. Τό Ἄσυλό μου. Τό ὑπερῶο μου, ὅπου βημάτισε ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. Τό ὑπερῶο μου, ὅπου συνάψαμε μυστικές, βαθιές, αἰώνιες σχέσεις νύμφης ψυχῆς μέ Νυμφίο Ἰησοῦ Χριστό! Τό ὑπερῶο μου, ὅπου ἡ ψυχή πολλές φορές καί ποικιλοτρόπως ἔγειρε στό στῆθος τοῦ Νυμφίου της καί εἶπε πολλά!, ἔμαθε πολλά, ἄκουσε πολλά, ἀγάπησε πολύ, ρούφηξε πολύ, νοστάλγησε αἰώνια καί ἀθάνατα… Τό Ἄσυλό μου. Ὁ τόπος τοῦ Θεοῦ μου, πού διάλεξε νά μέ φυτεύση τό πάνσοφο χέρι Του, γιά νά καρποφορήσω· ὁ τόπος μαρτυρίου καί ἀθλήσεως πολλῆς! Ἀλλά καί ἐξαγιασμοῦ καί υἱοθεσίας καί αἰωνίου ἀναπαύσεως καί εὐτυχίας κοντά στό Θεό Πατέρα μου «Ἔχω μέσα μου τό φρόνημα καί τήν πληροφορία, ὅτι τά 30 χρόνια τῆς ἀσθενείας μου ἔτσι τά βάδισα: Θεός μου καί σταυρός μου τό ἴδιο. Τό ἕνα γλυκύτερο τοῦ ἄλλου. Καί γι᾽ αὐτό ποτέ δέν ζήτησα νά μοῦ τόν πάρη. Δέν μέ προβλημάτισε καί ποτέ δέν αἰσθάνθηκα ἄρρωστη μόνο. Δέν ἔσυρα τό βῆμα ἁπλῶς ὑπομονετικά· τοῦτο καθόλου δέν μοῦ ἄρεσε· τήν ἤθελα χαρούμενη καί ἔτσι καί τή βάδισα τήν πορεία μου… Ἕνα χαρούμενο τρέξιμο μέσα στήν ἀκινησία μου. Δέν ἔνιωσα τό Θεό μακριά μου· μοῦ ἦταν ὁ γλυκύτατός μου καί ὁ κατάδικός μου πατέρας! Καί ποτέ μόνη μου δέν περπάτησα τήν πονεμένη καί τραχεῖα πορεία μου. Ποτέ δέν εἶδα τό γιατρό, τό Νοσοκομεῖο μέ ἐχθρικό μάτι· ποτέ δέν ἀντιστάθηκα σέ ὅ,τι μοῦ ζητήθηκε νά κάνω ἀπό φάρμακα, ἐξετάσεις, ἔστω καί ἄν αὐτό στοίχιζε. Μέ γλυκύτητα καί ἡδονή ἀγκάλιασα καί καταφίλησα τά ὀδυνηρά μου μηχανήματα πού ἐν πολλοῖς καί πολλές φορές ἡ ἰατρική χρησιμοποίησε ἐπάνω μου. Ποτέ δέν βαρέθηκα το κρεββάτι. Μοῦ γλύκαινε ὅλο μου τό εἶναι· μέ σεβασμό, δέος καί εὐγνωμοσύνη τό ἀγκάλιασα καί τό καταφίλησα. Σάν μιά ἱερή διακονία ἀνέλαβα νά φέρω εἰς πέρας τήν ἀσθένειά μου· ἤμουν ὁ ἀσθενής καί ὁ διακονῶν αὐτήν. Πάντα μέσα μου ὁ Παύλειος λόγος: “Τήν διακονίαν σου πληροφόρησον [:νά τήν καταστήσης πλήρη]”! Τήν κράτησα σάν κόσμημα πολύτιμο σφικτά στά δύο μου χέρια· μέ πότισε μεθυστικό κρασί. … Μέ ἔκανε νοσταλγό καί κράχτη τῆς αἰωνιότητος! Ἡ ὥς τώρα πορεία μου στή γῆ ἔχει ἔντονα τό αἴσθημα τοῦ ἐξορίστου, τοῦ διαβάτη τῆς ξενιτιᾶς. Πόδια στή γῆ, ἀλλά μάτια, καρδιά, νοῦς τραβηγμένα ψηλά… μέ ἔλιωσε τό ἀγνάντεμα· σάν τό ἀπογεγαλακτισμένο πρόβατο κάρφωσα τά μάτια στή γλυκειά πατρίδα… Ἡ ἄπειρη ἀγάπη Του δέν ἔβαλε μέσα στήν ψυχή μου καμμιά ἐπιθυμία τῆς γῆς… μονάχα ὀπίσω Του ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου… Ναί πέρα γιά πέρα ταιριάζει νά τό πῶ: “ἐπλεόνασας ἐπ᾽ ἐμέ τήν μεγαλωσύνην Σου”! Ἕνα καί μόνο εἶχα νά Τοῦ δώσω στή ζωή μου καί αὐτό ὁλόκαρδο Τοῦ τό ἔδωσα: τό χαρούμενο ναί μου «Σ᾽ ἕνα κείμενο πού, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία της νά διαβασθῆ κατά τή νεκρώσιμο [ἀκολουθία], λέει τά ἑξῆς, ὡς ἀποχαιρετισμό τῶν οἰκείων της καί τῆς ἐπιγείου ζωῆς της: Ἡ μάνα γῆ δίνει τό φιλοξενούμενό της στήν ἀγκαλιά τ᾽ οὐρανοῦ!!! Σήμερα εὐγνωμόνως χαιρετῶ τήν ξενοδόχο γῆ μου, πού τόσα χρόνια στοργικά κρατοῦσε στούς κόλπους της τό ξενιτεμένο παιδί τοῦ Πατέρα. Ὦ τρανή μου στιγμή καί ἡμέρα, πού νοσταλγικά τόσα χρόνια σέ καρτεροῦσα! Ἦλθες. Σήμερα ἔαρ μυρίζει. Ἦλθε ἡ αἰώνια παντοτεινή μου Ἄνοιξι. Διαλύθηκαν τά μαῦρα σύννεφα τῆς βαρυχειμωνιᾶς, σταμάτησαν οἱ παγωνιές καί τ᾽ ἀγριοκαίρια. Ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Σήμερα τό σκότος μου ἔγινε φῶς! Ἡ σιωπή μου σάλπιγγα δοξολογίας, ἡ ἀνημπόρια μου δύναμι. “Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται!”. Ἔφθασα στό σπίτι μου. Χαρῆτε, ἀδέλφια, τήν τρανή γιορτή! “Ἀνάστασι εἶναι, κι ἡ ψυχή δέν νοιώθει τώρα μοναχή, καθώς ἐχθές καί πρῶτα…”. Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. Χαρῆτε ἀδέλφια κι ἐλᾶτε μαζί τή δόξα νά γευθοῦμε· μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα θά ξεκουρασθοῦμε. Αὐταπάτη καί αὐθυποβολή εἶναι αὐτά κύριοι τοῦ γραφείου καί ὄχι τοῦ κρεβατιοῦ τοῦ πόνου; Καί ὁ Tihamer Toth τονίζει: «Ἡ πίστι μᾶς ἐπιβάλλει ἀδιάκοπο ἀγῶνα· ἀγῶνα κατά τῶν ἐλλείψεών μας, ἀγῶνα πρός τελειοποίησί μας. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς πολλοί ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νά πιστεύσουν. Ἀρνοῦνται, διότι θά ἔπρεπε ν᾽ ἀλλάξουν πορεία ζωῆς. Ἐνῶ τούς εἶναι πολύ βολικό νά ζοῦν, ὅπως ζοῦν τώρα, χωρίς τά ἁμαρτήματά τους νά τούς στενοχωροῦν σέ ὁ,τιδήποτε. Μοιάζουν μέ τούς δύο ἐπαῖτες τοῦ ἁγίου Μαρτίνου, τῶν ὁποίων θά σοῦ διηγηθῶ τήν ἱστορία: Κάποια μέρα, κατά τήν ὁποία γινόταν λιτανεία μέ τά λείψανα τοῦ ἁγ. Μαρτίνου, ὅλοι οἱ ἄρρωστοι πού βρέθηκαν στό δρόμο, ἀπό ὅπου πέρασε ἡ λιτανεία, θεραπεύθηκαν. Τό γεγονός διαδόθηκε μέ τήν ταχύτητα τῆς ἀστραπῆς, ἀλλά ὅταν ἔφθασε καί ὥς τά αὐτιά δύο ἐπαιτῶν παραλυτικῶν, ὁ ἕνας στράφηκε κατατρομαγμένος πρός τόν ἄλλο καί τοῦ εἶπε: “Ἄς μετατοπισθοῦμε ἀπό ἐδῶ ὅσο τό δυνατόν γρηγορότερα, σύντροφε, διότι ἄν κι ἐμεῖς θεραπευθοῦμε, πῶς θά ζήσουμε;”. Βλέπεις; Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο πολλοί ἄνθρωποι δέν θέλουν τήν πίστι. Τί θά ἔκαναν ἄν τήν δέχονταν; Δέν θά ἦταν δυνατόν νά ζοῦν πιά τήν ἁμαρτωλή τους ζωή καί νά συνεχίσουν τήν ἠθική τους παραλυσία»(Φύλαξε τόν Θησαυρό σου!, ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας, Ἀθήνα 1955, 50) Αἰτία, λοιπόν, τῆς ἀπιστίας στό Θεό εἶναι ἡ αὐτοθεοποίησι τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν ἐπιτευγμάτων του, κυρίως τῆς ἐπιστήμης. Πολλές φορές, μάλιστα, ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη στήν ἐπιστήμη, καταντᾶ σέ ὑποτίμησί της: «Φτωχή ἐπιστήμη! Ὁ 19ος αἰώνας εἶχε πιστέψει στήν παντοδυναμία της. Εἶχε καταντήσει ἡ ἐπιστήμη, πού κηρύττει τήν ἔρευνα ὡς ἀξίωμα, ν᾽ ἀποκλείση τήν ἔρευνα τοῦ ἑαυτοῦ της. Πίστευε καί μή ἐρεύνα τήν ἐπιστήμη!» Ἄς δώσουμε, ὅμως γιά λίγο τή γραφίδα στόν ἔξοχο ἀπολογητή τῶν Χριστιανικῶν θέσεων Ἀλέξανδρο Τσιριντάνη: «Τί κέρδισε ὁ ἄνθρωπος διότι ἔχασε τήν πίστι του, ἄν βέβαια ὑποτεθῆ ὅτι τήν ἔχασε [ἐννοεῖ ὅτι ἔβαλε στή θέσι της ὑποκατάστατα]; Ἐρώτημα πού ὄχι μόνο ἄτοπο δέν εἶναι ἀλλά καί κατά ἀναπόφευκτο τρόπο τίθεται, διότι, ὅταν λέμε ὅτι ἔσβησε ἡ Πίστι, πρέπει νά ποῦμε τί ἄναψε στή θέσι της. Καί ἄς μήν ἐπικαλεσθῆ κανείς ὡς ἀπάντησι τήν καταπληκτική, τήν ἄξια κάθε σεβασμοῦ, τήν πρωτοφανῆ γιά τούς αἰῶνες καί τίς γενιές τεχνική πρόοδο τῶν ἡμερῶν μας. Ἄς μή γελιόμαστε! Δέν ἀντικαθιστᾶ τήν Πίστι ὁ πύραυλος. Καί ὄχι μόνο δέν τήν ἀντικαθιστᾶ, ἀλλά τήν ἀναζητεῖ. Διότι χωρίς τήν πίστι ὁ πύραυλος εἶναι χωρίς κυβερνήτη. Γίνεται ὄχι ὄργανο ζωῆς, ἀλλά ὄργανο καταστροφῆς. Καί ἐκεῖ καταλήγει τό ἐρώτημά μας ἀναπόφευκτα. Ὁ πύραυλος καί ἡ ἀτομική ἐνέργεια θά εἶναι ὄργανα ζωῆς ἤ καταστροφῆς; Ἐνδιαφέρον ἐρώτημα θά ὁμολογήσετε. Ἐνδιαφέρον καί γιά ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος λέει ὅτι δέν ἔχει ἐνδιαφέρον γιά θέματα μεταφυσικά! Ἀλλά ὁ ἁπλός, ἀδιάφθορος, κοινός νοῦς πού λειτουργεῖ ἰσορροπημένα θέτει καί ἕνα δεύτερο ἐρώτημα. Ἐρωτᾶται ἄν πέθανε ὁ Θεός. Αὐτό, ὅμως, εἶναι τό ζήτημα, ἤ μήπως, ἀντίθετα, πρέπει νά ρωτήσουμε μήπως στίς μέρες μας πέθανε ὁ ἄνθρωπος; Ἐνοχλεῖ τό ἐρώτημα; Γιατί, παρακαλοῦμε; Γιατί ἐπιτρέπεται νά ρωτήσουμε ἄν πέθανε ὁ Θεός καί δέν πρέπει νά ρωτήσουμε μήπως στίς μέρες μας πέθανε ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον εἶναι φυσικά ἄνθρωπος; Μήπως ἑπομένως καί ἐκεῖ ὅπου ἡ πίστι στό Θεό πέθανε, ὁ θάνατος τῆς πίστεως εἶναι συνέπεια τοῦ πνευματικοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου; Συνεχίζει ὁ καθηγητής Τσιριντάνης: «Λοιπόν, ἐγκαταλείψαμε αὐτό τό δρόμο [τοῦ Χριστιανισμοῦ]. Δοκιμάσαμε τόν ἄλλο δρόμο, τόν ἄλλο, τόν ἄλλο, τόν ἄλλο δρόμο, ὅμως, δρόμο δέν βρήκαμε καί δρόμο χρειαζόμαστε. Χρειάζεται, βλέπετε, ἕνας δρόμος. Καί ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζει τόν ἕνα δρόμο, τόν ἄλλο, τόν ἄλλο δρόμο καί λέει: Γιά στάσου, ἐπί τέλους, ἐάν εἶναι νά κρίνω ἐπιεικῶς τούς ἄλλους δρόμους, δέν κρίνω ἐπιεικῶς καί τό Χριστιανισμό; Ἐάν κρίνω αὐστηρά τό Χριστιανισμό, δέν πρέπει νά κρίνω αὐστηρά καί τούς ἄλλους δρόμους; Λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά σκέπτεται: Ἐδῶ πού τά λέμε, γιατί τόν ἐγκατέλειψα τό Χριστιανισμό; Γιατί; Καί ἀρχίζει καί γίνεται μία ἐπανεξέτασι. Καί ἡ ἐπανεξέτασι ὁδηγεῖ σέ κάτι στοιχειῶδες, τό στοιχειωδέστατο: Ὅτι ἐγκλήματα θά δῆτε καί στό Χριστιανισμό καί ἔξω τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μέ μιά διαφορά: Ὅτι τά ἐγκλήματα στό Χριστιανισμό ἔγιναν καί γίνονται ἀπό τήν ἀσυνέπεια. Ἐνῶ ἔξω ἀπό τό Χριστιανισμό τά ἐγκλήματα εἶναι ἡ συνέπεια. Ἄν νομίζετε ὅτι ἡ διαφορά εἶναι μικρή, σᾶς λέω ὅτι εἶναι τό πᾶν! Στό Χριστιανισμό, γιά νά ἐγκληματήσης πρέπει νά πάψης νά εἶσαι χριστιανός. Σέ ἄλλα συστήματα, γιά νά ἐγκληματήσης πρέπει νά ἐφαρμόσης τό σύστημα αὐτό. Καί ἡ διαφορά εἶναι κολοσσιαία Ἄς παραδώσουμε, ὅμως, τή γραφίδα γιά λίγο στόν καθηγητή Τσιρ.. Ἔχει ἐνδιαφέροντα πράγματα νά μᾶς πῆ: «Μεταξύ τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ κακοχωνεμένου, τοῦ ἀσυνεποῦς Χριστιανισμοῦ, ὑπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά. Ἡ διαφορά λέγεται τό δέον. Ὁ Χριστιανισμός καί στή χειρότερη περίοδο τῆς ἱστορίας του ἐξέπεμπε τό ὀρθό δέον. Ἐπί Χριστιανισμοῦ, ἐπί χριστιανικῆς πνευματικῆς ἡγεσίας, τό δέον παραβιάζεται. Ἀλλά ὑπάρχει. Μέ τόν ὑλισμό ἀντιθέτως τό πνευματικό δέον συμπνίγεται, ἐξαφανίζεται. Γιατί; Διότι ἀφοῦ τό πᾶν εἶναι ὕλη καί ὕλη εἶναι τό πᾶν, δέν ὑπάρχει χῶρος γιά τό πνευματικό δέον. Ἀνοῖξτε ὁποιοδήποτε ἐγχειρίδιο φυσικῆς ὅπου ἐκτίθενται οἱ ἰδιότητες τῆς ὕλης· δέν θά βρῆτε τίποτε περί τοῦ πνευματικοῦ δέοντος Ἐπίσης: «Ὁ ἄνθρωπος, βλέποντας καί ζώντας ὅλη αὐτή τήν [ἀνά τούς αἰῶνες] σηπεδόνα [:σῆψι], ἀρνιόταν τό χριστιανικό πνεῦμα. Βέβαια, μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος καί ἔπρεπε νά κάνη τό ἀντίθετο. Ἀντί νά ἀρνηθῆ, νά ἐπικαλεσθῆ καί νά τονώση τό χριστιανικό πνεῦμα, γιά νά κτυπήση τή σαπίλα. Μποροῦσαν οἱ “πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην” νά μή κτυπήσουν τήν πηγή τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά ἴσα-ἴσα νά προστρέξουν σ᾽ αὐτήν γιά νά κτυπήσουν τή σαπίλα. Μποροῦσαν βέβαια! Ἀλλά τό μεγαλύτερο λάθος τό ὁποῖο διέπραξε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκριβῶς τοῦτο: Ὅτι κτύπησε τή χριστιανική πνευματικότητα γιά νά λυτρωθῆ ἀπό τήν τόση σαπίλα πού εἶχε εἰσδύσει ὡς παράβασι, μέσα στό χριστιανικό ἔδαφος καί ἔπεσε [ὁ ἄνθρωπος] ἐκεῖ ὅπου ἡ σαπίλα εἶναι πλέον στό σπίτι της, ἐκεῖ ὅπου δέν εἶναι πλέον παράβασι, εἶναι αὐτονόητη συνέπεια Ἀκόμα: «Μέ τό Χριστιανισμό ἔχετε τουλάχιστον τό “πᾶ στῶ” [:ποῦ νά σταθῆτε] γιά νά διαμαρτυρηθῆτε. Μέ τόν ὑλισμό, ὅμως, γιά τίς ὑλιστικές ἀθλιότητες, ἐν ὀνόματι τίνος θά διαμαρτυρηθῆτε; Καί ἀκόμα γενικότερα: Οἱ ἀξίες τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, τό δίκαιο, τό ἅγιο, τῆς ἀλήθειας ἡ ἐκζήτησι, ἡ ἱερότητα τοῦ καθήκοντος, ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ αὐτοθυσία, ὁ ἡρωϊσμός, ἡ ἀγάπη, ὅλα αὐτά προϋποθέτουν πνευματική θεώρησι τοῦ σύμπαντος. Μέ τόν ὑλισμό, ποῦ θά σταθοῦν οἱ ἀξίες αὐτές; Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη γιά τήν ὁποία λέμε τόσα πολλά καί καταλαβαίνουμε τόσο λίγα. Κοινωνική δικαιοσύνη τήν ὁποία ἐπιζητεῖ καθένας ὄχι γιά τόν ἑαυτό του, διότι αὐτό εἶναι τό συμφέρον του, ἀλλά γιά τούς ἄλλους, τούς ἀδύνατους, διότι αὐτό εἶναι δίκαιο, ἡ κοινωνική αὐτή δικαιοσύνη εἶναι αἴτημα πνευματικό. Κοινωνική δικαιοσύνη, ὅπως καί κάθε δικαιοσύνη, ὑφίσταται μόνον ὅπου ὑπάρχει πνευματική θεώρησι τοῦ κόσμου καί τοῦ βίου. Ἀκόμη κάτι ἄλλο. Μέ τόν ὑλισμό ὡς κυβερνήτη δέν μπορεῖ νά γίνη λόγος περί ἡρωϊσμοῦ. Τί θά γίνη, λοιπόν· θά ἔχουμε πολιτισμό χωρίς ἥρωες; Ἀφοῦ ὁ ἡρωϊσμός δέν εἶναι ὕλη, καί ἀφοῦ τό μόνο πού ὑπάρχει εἶναι ἡ ὕλη, θά κάνουμε πολιτισμό χωρίς ἥρωες. Ἔλα, ὅμως, πού πολιτισμός χωρίς ἥρωες δέν μπορεῖ νά σταθῆ διότι ὁ πολιτισμός δέν μπορεῖ νά σταθῆ χωρίς ἀγῶνα καί ἀγῶνες δέν γίνονται χωρίς ἥρωες καί μέ τό vive-moi, ζήτω ἐγώ, ὡς σύνθημα! Θά ἔχουμε, λοιπόν, μή ἀγωνιστικό πολιτισμό. Χίμαιρα δηλαδή. Θά καταφύγουμε, λοιπόν, καί στή χίμαιρα. Φαίνεται ὅτι ἡ χίμαιρα ταιριάζει μέ τήν ὕλη. Καί αὐτή τή χίμαιρα προσφέραμε ὡς πνευματική τροφή στούς νέους μας γιά νά πετύχουμε αὐτό τό ἐξάμβλωμα, τό χιμαιροπαρμένο ὑλιστή Δυσαρμονία στή φύσι Ὁ φυσιοδίφης Οtto Urbach μᾶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή σ᾽ ἕνα κίνδυνο πού ἐλλοχεύει στήν παρατήρησι τῆς φύσεως καί τό σοφό σχέδιο τοῦ Θεοῦ: «Ὑπάρχει, πράγματι, παντοῦ μόνο ἁρμονία; ῎Ηδη ἀκούγεται ἡ δυσαρμονία σάν διαπεραστικός συριγμός… Ἄς ρίξουμε τό βλέμμα στή σκοτεινή πλευρά τῆς πλάσεως. Μήπως δέν εἶναι παντοῦ γεμάτος ὁ κόσμος ἀπό παράλογη καταστροφή, ἀπό φόβο καί κραυγές πόνου;… Στό ζωϊκό κόσμο εἶναι σκληρός ὁ ἀγῶνας γιά τήν ὕπαρξι. Καί τά ζῶα μήπως δέν ζοῦν ἀπό τήν κλοπή καί τό φόνο…; ῎Ας θυμηθοῦμε τό γνωστό μικρό μύθο τοῦ Lessing: “῞Ενα κουνάβι ἔφαγε τόν τσαλαπετεινό, μιά ἀλεπού ἔπνιξε τό κουνάβι, τήν ἀλεπού τήν ἔπνιξε τό δόντι τοῦ λύκου”. Ὁ λύκος ἔγινε θῦμα τοῦ ὅπλου τοῦ κυνηγοῦ, ὁ ἄνθρωπος πάλι εἶναι γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο σάν λύκος, κατά τά λεγόμενα τοῦ Ρωμαίου ποιητῆ Πλαύτου. Σ᾽ ὅλη τή φύσι —πόσο ἀνηλεής ὁ ἀγώνας ἐναντίον ἀλλήλων!… Στό σύμπαν συμβαίνουν καταστροφές ἀφαντάστων διαστάσεων! ᾽Επάνω στή γῆ μας μαίνονται τά στοιχεῖα τῆς φύσεως —τυφῶνες καί σεισμοί, ἡφαίστεια καί κατακλυσμοί, πλημμύρες, ξηρασίες καί ἀτέλειωτες βροχές. Σέ κάθε σταγόνα νεροῦ μαίνονται ἀγῶνες ζωῆς καί θανάτου… Διαπεραστική δυσαρμονία ἔγινε στόν κόσμο ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα μέ τή θέλησι τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος θά ἦταν ἡγεμόνας τῆς φύσεως. Ὁ ἡγεμόνας βάδισε σέ δρόμο μακρυά ἀπ᾽ τό Θεό καί ἀπώλεσε τό βασίλειό του. Στεναγμός καί νοσταλγία γιά λύτρωσι διαπερνᾶ τόν κόσμο… »Ὁ Friedrich Ηoder διαπίστωσε κατόπιν πολλῶν πειραμάτων ὅτι ἕνα πλῆθος μικροβίων, ἀπό τά ὁποῖα τά περισσότερα εἶναι νοσογόνα, εἶναι δυνατόν νά ἀπομακρυνθοῦν κατόπιν ἀποπλύσεως. Γιά τό σκοπό αυτό ἐξέλεξε μερικούς ὡραίους καί φαινομενικά καθαρούς στεγνούς καρπούς. ᾽Από ἕνα κεράσι μόνο ἀπομάκρυνε μέ μιά πλύσι περίπου τριάντα χιλιάδες, σέ ἄλλη περίπτωσι ἕνα ἑκατομμύριο μικροβίων, ἀπό ἕνα φραγκοστάφυλο ὀκτώ χιλιάδες καί ἀπό ἕνα μοῦρο εἴκοσι χιλιάδες. Φθάνει καί μόνος ὁ αἰνιγματώδης μικρόκοσμος τῶν νοσογόνων γιά νά ἀντιληφθοῦμε τή δυσαρμονία στόν κόσμο. Τά πτηνά πρέπει νά καταβροχθίζουν ἄπειρα ἔντομα διότι διαφορετικά ὁ τρομακτικός πολλαπλασιασμός τους θά ἀπειλοῦσε νά καταστρέψη ὅλο τόν ὑπόλοιπο ζωϊκό κόσμο τῆς ὑπαίθρου!… »Ἀκούγεται ἤδη ἡ στριγγή παραφωνία. Μήπως δέν ἐμφανίζεται συχνά ἡ παντοδυναμία ὡς ἀνηλεής βία, ἡ σοφία ὡς παράξενο παιχνίδι τῶν διαθέσεων, ἡ καλωσύνη ὡς προτίμησι ὁρισμένων πλασμάτων εἰς βάρος ἄλλων; ῎Ετσι φαίνεται καθαρά ἡ σκοτεινή πλευρά τῆς ἐκ πρώτης ὄψεως φωτεινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ στή φύσι. ῞Οσο ὑπέροχη κι ἄν εἶναι ἡ θεία λατρεία στή φύσι, ὅποιος γνωρίζει μόνο αὐτήν, στό τέλος θά φτωχύνη σέ θρησκευτικό συναίσθημα ὁπωσδήποτε. Ἡ φύσι δέν ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν περισσότερο τόν ἄνθρωπο. Στό τέλος θά δικαιωνόταν καί ὁ Feuerbach ὅταν λέη: “Ἡ φύσι δέν δίνει ἀπόκρισι στούς στεναγμούς καί στά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου· τόν ρίχνει ἄσπλαγχνα πίσω στόν ἑαυτό του”. »Ἡ φύσι ἐμφανίζεται σ᾽ ἐμᾶς μέ τή φωτεινή πλευρά της ὡς μορφοποίησι τοῦ τελείου· μά ἡ σκοτεινή πλευρά της μᾶς διδάσκει ὅτι δέν εἶναι τό τέλειο. ᾽Εκεῖνος πού βλέπει βαθύτερα θά θεωρήση ἐπιπόλαιο καί ἀπερίσκεπτο τό τυχόν συμπέρασμα ἑνός φυσιολάτρη: “Ἡ φύσι εἶναι ὁ Θεός μου!”. Καί ὁ Goethe εἶχε ἐποχές κατά τίς ὁποῖες δέν μιλοῦσε μόνο ποιητικά, ἀλλά καί πανθεϊστικά περί “Θεοῦ-φύσεως”… Αὐτός ὁ ὁποῖος αἰσθανόταν τόσο βαθιά καί πλήρη ἀγάπης εὐλάβεια ἀκόμα καί μπροστά στό μικρό, τόσο ἦταν συνεπαρμένος, ἐνθουσιασμένος καί γεμᾶτος ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἁρμονίας, ὥστε νόμιζε ὅτι βρῆκε ἐκεῖ τό θεῖο καί τέλειο: “Τί ἄλλο περισσότερο μπορεῖ νά κερδίση ὁ ἄνθρωπος στή ζωή, παρά τήν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ-φύσεως;”. ῎Επαθε λοιπόν ὅ,τι κι ἕνα παιδάκι προσκεκλημένο ἀπό τή βασίλισσα στό παλάτι: μέσα στή λαμπρότητα τῆς γιορτῆς εἶδε καλά τό φόρεμα πού ἔλαμπε καί τό διάδημα πού ἄστραπτε μέ τά ἐκστατικά του μάτια, ἀλλά τή βασίλισσα δέν τήν εἶδε. Σιγά-σιγά μόνο ἦλθαν στό γέροντα δάσκαλο οἱ ἀμφιβολίες. ᾽Ακριβῶς ὅταν νόμισε πώς ἔφθασε ἡ μακάρια στιγμή, ὅταν πίστευσε ὅτι θά ἑνωθῆ μέ τήν ψυχή τοῦ κόσμου, τότε ἄκουσε τήν ὀξεία δυσαρμονία καί πόνεσε διότι δέν μποροῦσε νά συγκρατήση τήν εὐτυχία τῆς μακαριότερης στιγμῆς: “Ἄς μποροῦσε νά κρατήση αὐτή ἡ πρωϊνή εὐτυχία ὤ, ἄς ἦταν γιά μιά ὥρα μοναχά! ῞Ομως τόν πλούσιο ἀνθό ξετινάζει κιόλας ὁ ζεστός πονέντης. Πῶς νά χαρῶ τό πράσινο πού κάποτε μοῦ χάριζε τόν ἴσκιο του; ᾽Αφοῦ σέ λίγο κι αὐτό θά τό σκορπίση ἡ καταιγίδα, μετά τό ὠχρό του τρεμούλιασμα μέσα στό φθινόπωρο”. »Παραφωνία ἦλθε σ᾽ αὐτή τή φαντασμαγορία τῶν μορφῶν, τῶν χρωμάτων, τῶν ἤχων, μιά δυσαρμονία ἦλθε σ᾽ αὐτό τό φαινομενικά τέλειο κόσμο. ᾽Ακριβῶς αὐτή ἡ διατάραξι τῆς ἁρμονίας προκαλεῖ τόν πραγματικό στοχαστή νά ἀκροασθῆ μέ προσοχή. Ὁ Schiller αἰσθάνθηκε ἀπό τή νεότητά του τήν ἀτέλεια στή μορφή τοῦ σκληροῦ βιωτικοῦ ἀγῶνα καί τέλος τή μορφή τῆς ἀπελπισμένης σωματικῆς νόσου, καί ἔμαθε καλύτερα νά διαχωρίζη Φύσι καί Θεό ἀπό τήν ἀρχή: “Ποιός χάρηκε τή ζωή, ποιός ἀπό κείνους πού βλέπουν βαθιά μέσα της;”, λέει ἡ Κασσάνδρα του. “Τό ἀντικείμενό σας”, φωνάζει στούς φυσιοκρατικούς, “εἶναι τό πλέον ὑπέροχο στό χῶρο. ᾽Αλλά Φίλοι, —στό Χῶρο δέν κατοικεῖ τό ὑπέροχο!”. Κάθε φαινομενική ἤ πραγματική δυσαρμονία στόν κόσμο μᾶς διδάσκει: ἡ φύσι εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ Θεοῦ, μέσα σ᾽ Αὐτόν καί πρός Αὐτόν —ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἴδια Θεός. »Κοσμικές καταστροφές —αὐτοκαταστροφή τῆς φύσεως ἀπό τίς δυνάμεις τῶν στοιχείων, μαινόμενος καί πλούσιος στόν πόνο ὁ ἀγώνας γιά τήν ὕπαρξι στό φυτικό καί ζωϊκό κόσμο, κτηνωδία καί κακοδαιμονία στό βασίλειο τῶν ἀνθρώπων—, ὅλα αὐτά καθιστοῦν σχεδόν ἀδύνατη τήν πίστι ὅτι ὁ κόσμος μας εἶναι ὁ καλύτερος ἀπό ὅλους τούς πιθανούς κόσμους». Νά διευκρινίσουμε ἐδῶ ὅτι τό Σύμπαν εἶναι τό καλύτερο πού θά μποροῦσε νά γίνη, λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν τήν πτῶσι **τοῦ ἀνθρώπου. Φαντασθεῖτε πῶς θά ἦταν **πρίν **ἀπ᾽ τό προπατορικό ἁμάρτημα! Συνεχίζει, ὅμως, ὁ ἐπιστήμων: «Ὁ κόσμος ἔχει φαινομενικά ὀξεῖες παραφωνίες, πού μᾶς προκαλοῦν ἐσωτερική φρικίασι ὅποτε τίς ἀναλογιζόμαστε. Γιατί αὐτό; Πρός τί; Καί, ὅμως, ὁ Θεός εἶναι ὁ τέλειος· γιατί καί πρός τί παρουσιάζει ἀτέλεια ἡ δημιουργία του καθ᾽ αὑτήν…; Πῶς γίνεται καί ἀνακαλύπτουμε ἀτέλειες πού διέφυγαν φαινομενικά τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ; Ὁ Pascal, ἕνας ἀπό τούς πλέον βαθυστοχάστους ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἔδωσε περίεργη ἀπάντησι σ᾽ αὐτό τό ἐρώτημα, ἀπάντησι ἡ ὁποία φωτίζει πράγματι τό αἴνιγμα ἕως τό βάθος του, ὅταν προσέξη κανείς περισσότερο: “La nature a des perfections pour montrer qu’ elle est l’ image de Dieu; et des défauts pour montrer qu’elle n’est que l’image”. Ἡ φύσι ἔχει τελειότητες γιά νά δείξη ὅτι εἶναι εἰκόνα τήν ὁποία φιλοτέχνησε ὁ Θεός [εἰκόνα, δηλ., πού προβάλλει τή σοφία Του]· καί ἀτέλειες γιά νά δείξη ὅτι δέν εἶναι παρά εἰκόνα. Ἡ πλᾶσι εἶναι σκέψι, ἔργο καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄλλα ὄχι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Οἱ φαινομενικές ἐλλείψεις καθιστοῦν ἀδύνατη τή σύγχυσι τεχνίτη καί ἔργου, μορφῆς καί τοῦ κατασκευαστῆ της. ᾽Εδῶ φαίνεται σαφῶς ὅ,τι λέει ὁ Schiller: “Φίλοι, στό χῶρο δέν κατοικεῖ τό ὑπέροχο!”. Τό ἀνθρώπινο πνεῦμα δέν πρέπει νά φθάση στήν ἐξίσωσι φύσεως καί Θεοῦ ὁδηγημένο ἀπό τήν πλήρη τελειότητα τῆς πρώτης· δέν πρέπει νά θεωρήση αὐτό τόν κόσμο ὡς τήν ἀληθινή καί μόνη κατοικία τοῦ ἀνθρώπου. Μιά τέλεια πλάσι ὅπου ὅλα θά εἶχαν ἁρμονικά συντονισθῆ», ὑπῆρχε κίνδυνος, μέ τήν ἀπροσεξία μας, νά μᾶς ὁδηγήση «σχεδόν ἀναγκαστικά στή χείριστη πλάνη: ἀντί νά μᾶς φέρη πρός τό Θεό, θά μᾶς ἀπέτρεπε ἀπό Αὐτόν. ῞Οπως βλέπουμε τά ἄστρα μόνο κατά τή νύκτα, ἔτσι, μόνο ἀφοῦ ἀντικρύσουμε τήν ἀτέλεια, ἀναγνωρίζουμε ὅτι “ἡ φύσι δέν εἶναι αὐτοτελής, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν στά ἔργα του”(Ηerder). Καί τώρα ἀποκαλύπτεται τό μυστικό αὐτό, τό ὁποῖο συλλαμβάνουν μόνο λίγοι: γιά μᾶς, γιά νά γνωρίσουμε ἐμεῖς τό Θεό, ἔχει ὑποταχθῆ ἡ φύσι στή ματαιότητα. »Στίς φαινομενικές ἀτέλειες καί ἐλλείψεις τῆς δημιουργίας ἀναγνωρίζουμε τήν ὕψιστη σοφία καί τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ. ᾽Επάνω ἀπό τήν ἀτέλεια τοῦ ἐφήμερου κόσμου μαντεύουμε ὅτι ὑπάρχει ἡ δύναμι καί τό μεγαλεῖο τοῦ αἰώνιου Θεοῦ. ᾽Αντιλαμβανόμαστε ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού χαμογελοῦν ἀνάμεσα στά δάκρυά τους, διότι αἰσθάνονται καί ἀναγνωρίζουν ὅτι: μολαταῦτα, ὁ κόσμος αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος ἀπό ὅλους τούς δυνατούς κόσμους. ᾽Αρχίζουμε νά καταλαβαίνουμε τί ἐννοοῦν μερικοί ὅταν λένε: Καλά πού περνᾶ ὁ καιρός, διότι διαφορετικά δέν θά φτάναμε στήν αἰωνιότητα! »Ἁρμονία καί δυσαρμονία στήν πλάσι ἀγγέλλουν τό Θεό. Καί τώρα ἀνοίγουν τά μάτια μας: ὁ παντοδύναμος σοφός, καλός Πλάστης προεῖδε ὅλα τά φοβισμένα ἐρωτήματα τῶν τέκνων του καί ἀποκρίθηκε σ᾽ αὐτά ἐκ τῶν προτέρων. Θά μείνη πάντοτε ἀτελής ὁ κόσμος; Θά ἐνοχλῆ πάντοτε ἡ στριγγή δυσαρμονία τήν ὡραία ἁρμονία; ῎Οχι! Διότι καί ἡ πλάσι θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τή δουλεία τῆς ἀτέλειας καί θά συμμετάσχη στήν ἐλευθερία. Μᾶς ἐπιτρέπεται νά περιμένουμε τό νέο οὐρανό, καί τή νέα γῆ. Κάθε δυσαρμονία, ὅλες οἱ ἐλλείψεις καί οἱ ἀτέλειες θά ἐκλείψουν «Δέν βάζεις τή μνηστή σου», τονίζει μέ τή σειρά του ὁ Dr. Μichael Green «σέ δοκιμαστικό σωλῆνα γιά νά προσδιορίσης τά χημικά της συστατικά! Ἀντίθετα, βγαίνετε μαζί ἔξω τό βράδυ! Ἡ ἐπιστημονική γνῶσι ἀναλύει καί περιγράφει. Ἡ προσωπική γνῶσι δημιουργεῖ συναντήσεις… Τά δύο αὐτά εἶναι διαφορετικά, ἀλλά συμπληρωματικά. Δέν βρίσκονται σέ ἀνταγωνισμό τό ἕνα μέ τό ἄλλο… Ἐκεῖ ὅπου ἡ ἐπιστημονική γνῶσι ἀσχολεῖται μέ τήν περιγραφή, ἡ θρησκευτική γνῶσι ἀσχολεῖται μέ μιά συνάντησι. Ἡ ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μέ τήν ὑλική ὄψι τῶν πραγμάτων· ἀλλά [ὁ Χριστιανισμός] ἀνήκει στόν κόσμο τῶν προσωπικῶν σχέσεων. Ὅπως ὅλες οἱ προσωπικές γνώσεις, ἔτσι κι αὐτή, δέν εἶναι ἁπλᾶ μιά συνάντησι. Μόλις γνωρίσουμε κάποιον, ἐπακολουθεῖ μιά προσωπική σχέσι, θετική ἤ ἀρνητική. Ἔτσι συμβαίνει μέ τό Θεό Ἰδού ἕνα ἐπιπλέον διαμάντι ἀπό τό θησαυρό τοῦ καθηγητῆ Τσιρ., μνημεῖο εἰλικρινείας, ἀλλά καί θάρρους: «Ἀσχοληθήκαμε, καί πρέπει βέβαια νά ἀσχολούμαστε, μέ τή χριστιανική αὐτοκριτική καί βεβαίως ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πρέπει νά δεχθοῦμε τά λάθη μας μέ παρρησία, νά ἀναγνωρίσουμε τό “ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν Σου” καί νά ἐπαναλαμβάνουμε τόν πεντηκοστό Ψαλμό. Ναί, ὥρα, ὅμως, εἶναι νά ἀπαγγελθῆ καί τό κατηγορῶ τούς ἀθέους. Ποῦ ὁδηγεῖτε τήν ἀνθρωπότητα; Τί καρπούς ἔχει φέρει στό σύγχρονο ἄνθρωπο ὁ ἀθεϊσμός σας; Τό ἔχετε σκεφθῆ αὐτό; Ἄν ὄχι, δέν εἶναι ὥρα νά τό σκεφθῆτε; Οἱ πιστοί χριστιανοί, λοιπόν, πρέπει νά βοηθήσουν τούς ἀθέους νά κάνουν αὐτοκριτική. Βεβαίως, εἴχαμε ἱκανές εὐκαιρίες νά τονίσουμε τήν ἀπογοήτευσι τήν ὁποία αἰσθάνεται καί ὁ πιστός. Ἀλλά ἡ διαφορά εἶναι ἡ ἑξῆς: Ὁ πιστός ἀπογοητεύεται ἀπό τόν παρεξηγημένο, τόν ἀσυνεπῆ Χριστιανισμό. Ἀλλά ὁ ἄθεος θ᾽ ἀπογοητευθῆ ἀπό τόν συνεπῆ ἀθεϊσμό. Πότε θά ἀπογοητευθῆ; Ἀπό τή στιγμή πού θά συνηθίση νά παρακολουθῆ τά ἀποτελέσματα στά ὁποῖα ὁδηγεῖ ὁ ἀθεϊσμός καί νά συνάγη γιά τόν ἑαυτό του τίς συνέπειες ἀπ᾽ αὐτό. Ἀλλά, βλέπετε, πῶς νά ποῦμε στόν ἄθεο ἐκεῖνο πού λέμε στόν πιστό: ἐπαναλάμβανε τόν πεντηκοστό Ψαλμό; Μά, δέν ἔχει πεντηκοστό Ψαλμό ὁ ἄθεος! »Καί, ὅμως, ἡ ἀπογοήτευσι τοῦ ἀθέου ἀπό τόν ἀθεϊσμό του θά ἔλθη ἀπό τά πράγματα. Καί ἡ ἀπογοήτευσι τοῦ ἀθέου εἶναι πόρτα γιά τή σωτηρία. Ἡ ἀπογοήτευσι ἀπό τούς καρπούς τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἀπό τό ἐλεεινό κατάντημα, ἀπό τόν ἐκφυλισμό στό ὁποῖον ὁδηγεῖ ἡ ἀπογοήτευσι αὐτή, θά ἔλθη ἀναπόφευκτα. Ἀλλά πρέπει νά τήν ἐπισπεύσουμε. Ἡ ἀπογοήτευσι ἀπό τόν ἄκρατο πλέον ἀθεϊσμό ἔρχεται μόνη της ὡς ἀπότοκος τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Ἀλλά τό χριστιανικό μήνυμα θά ἐπισπεύση τή συναίσθησι, θά βοηθήση τόν ἄθεο νά ἔλθη στόν ἑαυτό του,ὅπως ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς, καί κατ᾽ ἀνάγκην νά ἀπογοητευθῆ ἀπ᾽ τόν ἀθεϊσμό του. Καί γιά νά τόν βοηθήσουμε νά ἀπογοητευθῆ, πρέπει νά τόν βοηθήσουμε νά ἔχη ἀξιώσεις ἀπό τήν ἀθεϊστική ἡγεσία. »Τό δεύτερο, εἶναι ὅτι καί ὅταν ὁ ἄθεος, καί μάλιστα ὁ ἄθεος νέος, ἀντιληφθῆ σέ ποιό ἀδιέξοδο ὁδηγεῖ μιά τέτοια ἀθεϊστική πορεία καί ἀπογοητευθῆ ἀπό αὐτήν, αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό. Διότι ἡ ζωή δέν εἶναι μαθηματικά. Ἡ ἄρνησι τῆς ἀρνήσεως δέν εἶναι θέσι. Χρειάζεται ἡ πίστι. Κάποιος πρέπει νά τόν βοηθήση σ᾽ αὐτό: Πρῶτον νά ἔλθη στήν ἀπογοήτευσι ἀπό τόν ἀθεϊσμό καί δεύτερον, ἄν ἔλθη στήν ἀπογοήτευσι, νά τή μετασχηματίση σέ πίστι. Καί αὐτός ὁ κάποιος, ἄν δέν εἶναι ὁ σύγχρονος πιστός χριστιανός ποιός θά εἶναι;» Καί συνεχίζει: «Πῶς ὑπάρχει —λένε— κακό στόν κόσμο, ἀφοῦ τόν κόσμο κυβερνᾶ ὁ Θεός; Πῶς ὑπάρχουν στή φύσι, στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό τόσα ἄχρηστα, πού δέν βλέπουμε νά ἐξυπηρετοῦν κανένα σκοπό; Εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὁ Leibnitz ὀνόμασε θεοδικία, σάν νά δικάζεται ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ὅλο καί περισσότερο πείθεται ὅτι δέν εἶναι ἁρμόδιος νά δικάση τό Θεό, διότι τό μυαλουδάκι του δέν ἀντιλαμβάνεται τί σκοπιμότητα ἐξυπηρετεῖ πότε τοῦτο καί πότε ἐκεῖνο πού φαίνεται στή φύσι ἄσκοπο ἤ γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου κακό. Ἄς ἀναφερθῆ γιά τό φαιδρό τοῦ πράγματος ὅτι τό οὐράνιο, τό στοιχεῖο δηλαδή πού χρειάζεται γιά τήν παραγωγή τῆς ἀτομικῆς ἐνέργειας, τό οὐράνιο, λοιπόν, αὐτό χαρακτηριζόταν, μέχρι τό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ὡς… ἄχρηστο! »Ἀλλά ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο: Τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας ἔχει τό ἀντίστοιχό του καί μέ τήν ἀθεϊστική ἐκδοχή, μέ τό πρόβλημα πού θά ὀνομάσουμε ἀθεοδικία, ὅπου θά δικάσουμε, διότι πρέπει νά δικάσουμε, καί τήν ἀθεϊστική ἐκδοχή. Καί μέ τόν ἀθεϊσμό, βλέπετε, τίθενται ἐρωτήματα. Ὁ ἀθεϊσμός εἶναι ὀφειλέτης ἀπαντήσεως στό πρόβλημα πού θέτει ἡ σκοπιμότητα ἀπό τήν ὁποία εἶναι πλημμυρισμένη ἡ φύσι. Βλέπετε, καί ἄθεος ἀκόμα ἅμα εἶστε πρέπει νά ἀπαντᾶτε σέ ἐρωτήσεις! Πῶς ὑπάρχει τόση τάξι, τόση σκοπιμότητα, τόσο καλό στόν κόσμο, ἀφοῦ ὁ Θεός-κυβερνήτης δέν ὑπάρχει; Μέ ἄλλα λόγια, ὅποιος ἐνοχλεῖται στήν πίστι του ἀπό ὅσα γράφει ὁ Λουκιανός στόν Διάλογο “Ζεύς Τραγῳδός” ἄς προσπαθήση νά ἀποστομώση τό Σωκράτη σέ ὅσα γράφονται στά “Ἀπομνημονεύματα” τοῦ Ξενοφῶντος ὡς διάλογος μέ τόν Ἀριστόδημο. Ἀπό τούς διαλόγους αὐτούς ἡ ἀνθρώπινη ἔρευνα σ᾽ αὐτό τό θέμα δέν ἔχει προχωρήσει οὔτε βῆμα ποδός. Μόνο πώς αὐτά τά ὁποῖα ἀνέφερε ὁ Σωκράτης στόν Ἀριστόδημο ὡς δείγματα τῆς σκοπιμότητος στή φύσι, σκοπιμότητος πού μαρτυρεῖ ἕνα Δημιουργό, εἶναι τίποτε μπροστά σ᾽ ἐκεῖνα τά ὁποῖα μπορεῖ νά ἀναφέρη ἕνας σύγχρονος ἐπιστήμονας!» Ἀλλοῦ γράφει ὁ ἴδιος: «Ἕνα… πρᾶγμα πού δίνει νεότητα στό Χριστιανισμό, εἶναι ὅτι τώρα εἶναι “ἀντιπολίτευσι” ἀντί νά εἶναι “κυβέρνησι”. Ὡς χριστιανοί εἴμαστε μία ὁλοένα φθίνουσα μειοψηφία. Αὐτό, ὅμως, ἔχει καί τήν ἄλλη πλευρά. Ὅτι δέν εἴμαστε “κυβέρνησι” ἀλλά εἴμαστε “ἀντιπολίτευσι” καί ἑπομένως δικαιούμαστε νά ὑποβάλλουμε ἐπερωτήσεις στήν “κυβέρνησι”. Καί ποιός εἶναι ἡ “κυβέρνησι”; Ὁ ἀθεϊσμός… Πολύ ὡραῖα, ἄς δεχθοῦμε, λοιπόν, τήν ὑπόθεσι, ὅτι Θεός δέν ὑπάρχει. Ἀλλά τότε… ἄς ἀπαντήση στό Σωκράτη, ὁ ὁποῖος ρωτοῦσε, πῶς ὑπάρχει τέτοια τάξι, ἀφοῦ Θεός δέν ὑπάρχει. Καί μή μοῦ πεῖς, δέν ξέρω. Γιατί ἐσύ εἶπες ὅτι τά ξέρεις ὅλα. Ἐγώ μόνον εἶπα, τίμια καί εἰλικρινά, ὅτι δέν ξέρω καί γι᾽ αὐτό πιστεύω. Ἀλλά γιά νά μπορῆς νά μιλήσης μέ τέτοια δύναμι, πρέπει εἰλικρινῶς νά ἔχης ἀναγνωρίσει κι ἐσύ τίς “θέσεις” σου». Ἐπίσης: «Καταλαβαίνω τό shock ἔπειτα ἀπό ἐγκλήματα πού διαπράχθηκαν στό ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔπειτα ἀπό τήν Ἱερή Ἐξέτασι, ἀπό τή νύκτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου, ἀπό τήν ἐξόντωσι τῶν ἰθαγενῶν τῆς Ἀμερικῆς μέ τήν ἀνοχή τῆς Ἐκκλησίας· θά καταλάβαινα ἕνα shock τότε. Σήμερα, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει νά σκεφθῆ, ἄν ὄχι τίποτε ἄλλο, τό Hitler μέ τά στρατόπεδα συγκεντρώσεώς του καί τά ἑκατομμύρια Ἑβραίους πού ἐξοντώθηκαν καί τίς ἀπίστευτες βαρβαρότητες καί καταστροφές καί τρόμο πού ζῆ ἡ σημερινή ἀνθρωπότητα, ὄχι βέβαια ἐξ αἰτίας τῆς χριστιανικῆς πίστεως, σήμερα εἰδικά βρῆκε εὐκαιρία ὁ ἄνθρωπος νά ἐκφράση τήν ἀπορία του ἄν μπορῆ νά εἶναι χριστιανός; Τί ἔγινε σήμερα ὥστε, εἰδικά γιά τό σημερινό ἄνθρωπο, νά ἐρωτᾶται ἄν μπορῆ νά εἶναι χριστιανός;» Σημειώνει, τέλος, ὁ Τσιρ.: «Ἔστω, λοιπόν, πέθανε ὁ Θεός στήν ψυχή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, καί ὁ πολιτισμός κέρδισε… Κέρδισε τί; Τί κέρδισε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, διότι μέσα του πέθανε —ἔστω— ὁ Θεός; Διότι, ἐπιτέλους, μία νοοτροπία, ἡ ἀθεϊστική νοοτροπία, ἡ ὁποία διακόσια χρόνια, ἄς ποῦμε, ἐπηρεάζει τήν ἀνθρωπότητα καί τόσο ἀποφασιστικά μάλιστα τώρα τελευταῖα, μία νοοτροπία τέτοια πού κυβερνᾶ τήν ἀνθρωπότητα… ὥρα εἶναι νά μᾶς πῆ τί ἔκανε, τί καρπούς ἔφερε, πῶς ὠφέλησε καί ἀνύψωσε τόν ἄνθρωπο, τί τίτλους εὐγνωμοσύνης ἔχει ἐπάνω μας, πῶς μέ τήν διακυβέρνησί της ἀνθοῦν οἱ πνευματικές ἀξίες. Ἐπιτέλους διακόσια χρόνια εἶναι ἀρκετό χρονικό διάστημα γιά νά κληθῆ ὁ πνευματικός αὐτός κυβερνήτης τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἀθεϊσμός, νά καταθέση τόν ἀπολογισμό του. Τόσα πολλά ἐλέχθησαν ἐπί αἰῶνες ὡς κριτική τοῦ χριστιανισμοῦ γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ χριστιανισμός κυβέρνησε καί καθοδήγησε τόν ἄνθρωπο. Καί κάθε τόσο τόν ἐγκαλοῦμε πότε γιά τοῦτο, πότε γιά ᾽κεῖνο. Δέν πρέπει νά ἔλθη κάποτε ἡ ὥρα νά γίνη μιά παρόμοια κριτική καί γιά τόν ἀθεϊσμό;Ἐν ὀνόματι τῆς θρησκευτικῆς πίστεως, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰδικότερα, καί σφάλματα διαπράχθηκαν καί ἁμαρτήματα καί ἐγκλήματα… Ἀλλά ποιός θά περιγράψη ἐπιτέλους καί ποιός θά ἀπαριθμήση, ἄν εἶναι δυνατόν νά ἀπαριθμήση, τά ἐγκλήματα πού διαπράττονται μέ βάσι τήν ἀπάρνησι τοῦ Θεοῦ (ἀπάρνησι ὠμή ἤ σκεπασμένη ἀπό φανταχτερή θεομπαιξία) ἀπό κυβερνῆτες λαῶν, ἤ ἀπό ἡγέτες τῆς διανοήσεως ἤ καί ἀπό τούς γκάγκστερς τοῦ Σικάγου; Καί ἀκόμη ποιός θά περιγράψη τά ἀπερίγραπτα δράματα, ἀτομικά, οἰκογενειακά, κοινωνικά, πού θά ἦσαν ἀδύνατον νά συμβοῦν ἄν κάποιος φόβος Θεοῦ ὑπῆρχε σέ κάποιο ἀπό τά πρόσωπα τοῦ δράματος! Διαβάστε τή σημερινή ἐφημερίδα σας. Θά τό δῆτε αὐτό. Κάθε φύλλο ἐφημερίδος εἶναι ἕνας ἀπολογισμός τῆς πνευματικῆς διακυβερνήσεως τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀπό τόν ἀθεϊσμό» Ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναφέρονται καί ψευδεῖς κατηγορίες: «Στό ἀπόγειο τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας, μιά ἐφημερίδα ἀνέφερε γιά κάποιο ἱερέα ὅτι ἦταν τόσο ἄπληστος, ὥστε εἶχε στήσει τή γυναῖκα του δίπλα στά μανουάλια γιά νά τσεπώνη ὅσα περισσότερα χρήματα μποροῦσε. Ὅταν αὐτός ὁ “ἄπληστος” ἱερέας πῆγε στή σύνταξι αὐτῆς τῆς ἐφημερίδος καί ρώτησε ἄν ἐπαλήθευαν τίς πληροφορίες τους πρίν τίς δημοσιεύσουν, τοῦ ἀπάντησαν: “Βεβαίως”. “Ἄ, καλά”, εἶπε ὁ ἱερέας· “σᾶς πληροφορῶ, λοιπόν, ὅτι ἡ γυναῖκα μου ἔχει πεθάνει ἐδῶ καί δέκα χρόνια κι ἔτσι δέν θά μποροῦσα νά τή στήσω δίπλα στά μανουάλια”» Ἀλ. Τσιριντάνης): «Τό βασικό ζήτημα εἶναι, τί ἐννοοῦμε μέ τόν ὅρο “ἀπόδειξι”. Ἀπόδειξι —κατά τόν ἐπικρατοῦντα ὁρισμό— εἶναι ἕνας εἱρμός σκέψεων καί ἐννοιῶν ἀπό τίς ὁποῖες συνάγεται ἡ ἰσχύς μιᾶς προτάσεως. Πῶς, ὅμως, σχηματίζεται ὁ εἱρμός αὐτός; Εἶναι ζήτημα τό ὁποῖο ποικίλλει ἀνάλογα μέ τή φύσι τοῦ ἐρευνώμενου θέματος. Σέ κάθε τομέα τῆς γνώσεως ἡ ἔννοια τῆς ἀποδείξεως εἶναι διαφορετική. Καί αὐτό ὄχι ἀπό αὐθαιρεσία ἀλλά κατ᾽ ἀνάγκην· τό ἐπιβάλλει ἡ ἀνάγκη τῶν πραγμάτων. Ἄλλο νόημα ἔχει ἡ ἀπόδειξι στήν οἰκοδομική, ἄλλο κατά τό νόμο στά ποινικά δικαστήρια, ἄλλο στήν ἱστορία. Π.χ. πληροφορούμαστε ὅτι ἕνα σπίτι εἶναι ἐπικίνδυνα ἑτοιμόρροπο καί πρέπει ἡ ἁρμόδια ὑπηρεσία νά τό κατεδαφίση. Ἐρωτᾶται ἄν αὐτό εἶναι ἀληθινό. Δεύτερον: Λέγεται ὅτι ὁ Α φόνευσε πρό διετίας τόν Β. Ἐρωτᾶται ἄν αὐτό εἶναι ἀληθινό. Τρίτον: Λέγεται ὅτι στή μάχη στό Γρανικό ποταμό ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἀντιμετώπισε καί τέσσερις χιλιάδες Ἕλληνες, πού ὑπηρετοῦσαν ὡς μισθοφόροι στόν περσικό στρατό. Ἐρωτᾶται ἄν καί αὐτό εἶναι ἀληθινό. Γιά νά ἀποδειχθῆ τό πρῶτο, θά πάη ἐπί τόπου ἡ ἁρμόδια ὑπηρεσία, ὁ νομομηχανικός, θά γίνη “αὐτοψία”, οὕτως ὥστε μόνο κατόπιν αὐτῆς μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι τό σπίτι εἶναι ἑτοιμόρροπο. Προκειμένου γιά φόνο, θά ἔχουμε τούς μάρτυρες καί ὅλους ἐκείνους τούς τρόπους, μέ τούς ὁποίους ὁ νόμος λέει, ὅτι ἀποδεικνύεται ἕνα ἔγκλημα. Καί προκειμένου γιά τή μάχη τοῦ Γρανικοῦ θά ποῦμε ὅτι τό γράφει ὁ Ἀρριανός στό κεφάλαιο τάδε. Στήν πρώτη πρότασι καθένας μπορεῖ νά πάη νά δῆ ἄν τό σπίτι εἶναι πράγματι ἑτοιμόρροπο ἤ ὄχι. Προκειμένου γιά τό φόνο εἶναι ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο συνάνθρωποί μας τό εἶδαν ἄμεσα ἤ τό ἀντιλήφθηκαν ἔμμεσα, τοῦτο δέ ἀποτελεῖ ἀπόδειξι, μολονότι δέν μποροῦμε, ὅπως στήν ἑτοιμόρροπη οἰκοδομή, νά πᾶμε οἱ ἴδιοι καί νά δοῦμε τό φονιά, τήν ὥρα πού σκοτώνει τό θῦμα του. Προκειμένου γιά τή μάχη στό Γρανικό ποταμό, ἔχουμε τήν ἱστορική ἀπόδειξι, τό συγγραφέα, ὁ ὁποῖος τή μαρτυρεῖ. Τήν ἱστορική δέ μαρτυρία αὐτή δεχόμαστε ὡς ἀπόδειξι, μολονότι οὔτε ἐμεῖς εἴδαμε τή μάχη αὐτή οὔτε τουλάχιστον ἔχουμε ἄλλους αὐτόπτες μάρτυρες, ὅπως στό φόνο, οὔτε κἄν ὁ ἱστορικός συγγραφέας, στόν ὁποῖο στηριζόμαστε, ὁ Ἀρριανός, ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας, ἀλλά ἔζησε 450 χρόνια μετά τά γεγονότα τά ὁποῖα ἱστορεῖ. »Ἡ ποικιλία αὐτή τοῦ τρόπου τῆς ἀποδείξεως εἶναι ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς διαφορᾶς τῆς φύσεως τῆς ἀποδεικτέας ὕλης. Ὅταν, λοιπόν, λέμε ὅτι ἀποδεικνύεται ἡ ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, δέν σημαίνει ὅτι γίνεται “αὐτοψία”, κατά τόν τρόπο πού γίνεται αὐτοψία γιά τήν κατάστασι στήν ὁποία βρίσκεται μία οἰκοδομή. Δέν σημαίνει, ὅτι ὁ Θεός παύει νά εἶναι ἀόρατος, ὅτι ἡ ὕπαρξί του μπορεῖ νά ὑπαχθῆ στίς αἰσθήσεις μας καί στόν ἔλεγχο, ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατός σέ φυσικά γεγονότα. Ἡ ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται σέ σφαῖρα, ἡ ὁποία εἶναι παραπάνω ἀπό ἐκεῖ ὅπου φθάνουν οἱ αἰσθήσεις μας, ἀκόμη περισσότερο, παραπάνω ἀπό ἐκεῖ ὅπου φθάνει ὁ νοῦς μας. Τοῦτο, ὅμως, δέν ἀποκλείει τό γεγονός ὅτι, ἀκριβῶς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ὅταν προχωρῆ ἀπροκατάληπτος καί ἀβίαστος ὥς τά ὅρια ὅπου τελειώνει ἡ σφαῖρα τῆς ἀνθρώπινης ἔρευνας, ὁ ἀνθρώπινος, λοιπόν, νοῦς νοιώθει, ὅτι στά ὅρια αὐτά δέν τελειώνει τό πᾶν, ἀλλά ἴσα-ἴσα ἐκεῖ ἀρχίζει τό πεδίο τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τοῦ ὁποίου δεσπόζει ὁ δεσπόζων τοῦ Σύμπαντος. Αὐτό τό ἀντιλαμβάνεται ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ὁρμώμενος ἀπό διάφορες ἀφετηρίες, καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἀπόδειξι τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀντιλαμβάνεται, ὅσο τοῦ εἶναι δυνατόν νά ἀντιληφθῆ, τήν ἀλήθεια αὐτή. Ὅταν ὁ Παῦλος λέη “πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δέ τά πάντα κατασκευάσας Θεός”, ὅταν, γενικότερα, ὁ σκεπτόμενος ἄνθρωπος, εἴτε ὁ Leibniz, εἴτε ἕνας ἐφημεριδοπώλης, εἴτε ὁ Νεύτων, εἴτε ἕνας ἀγρότης, λέη: “μά ὅπως αὐτό τό ρολόι κάποιος τό ἔκανε, ἄρα καί ὅλο τόν κόσμο κάποιος τόν ἔκανε”, αὐτό εἴτε στήν φιλοσοφική διατύπωσι τοῦ φιλοσόφου εἴτε στήν ἀφελῆ διατύπωσι τοῦ ἀγρότη, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ἐφαρμογή τοῦ νόμου τῆς αἰτιότητος. Καί ὅταν λέη ὁ Σωκράτης εἴτε ὁ σύγχρονος ἐπιστήμονας, ὁ Μorrison ἤ ὁ Μillikan, ἤ ὁ Whittaker, ὅτι τίποτε δέν ὑπάρχει σκόπιμο, χωρίς νά ὑπάρχη κάποιος πού ἔβαλε τή σκοπιμότητα αὐτή, ὅλα αὐτά εἶναι ὁ συλλογισμός, τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ ἡ ἀνθρώπινη σκέψι νά διασπάση. Ἐπίσης: «Ὁ γιατρός μας μᾶς ὑποβάλλει πολλές φορές σέ θεραπεῖες, ὄχι μόνο πολύ ἐνοχλητικές, ἀλλά καί μέ σκοπιμότητα τήν ὁποία ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε. Ὁ δικηγόρος μας, πολλές φορές, στήν ὑπεράσπισι, τῆς ὑποθέσεώς μας, κάνει ἑλιγμούς τούς ὁποίους ἐμεῖς δέν καταλαβαίνουμε. Ἄν πᾶμε τώρα καί στήν παιδική μας ἡλικία καί θυμηθοῦμε τί γνώμη εἴχαμε γιά τίς φορτικές καί ἀνιαρές σχολικές ἀσκήσεις, γιά τίς ποινές, γιά τούς περιορισμούς, τούς ὁποίους μᾶς ἐπέβαλλε ὁ πατέρας μας ἤ ὁ δάσκαλός μας, τή στιγμή κατά τήν ὁποία αὐτά ἀκριβῶς τά “ὀχληρά” καί “ἄσκοπα” ἦταν ἐκδηλώσεις πρόνοιας στοργικῆς καί ἐπιμελοῦς, ἄν τά θυμηθοῦμε καί αὐτά… Ἀλλά, ἄς ἀναφέρουμε ἐδῶ ἕνα περιστατικό, τό ὁποῖο διηγεῖται σέ πρόσφατο βιβλίο του ξένος Χριστιανός διανοούμενος. “Βρισκόμουν”, λέει, “στή Γερμανία, λίγο πρίν τήν ἔκρηξι τοῦ τελευταίου πολέμου. Εἶχα ἐπισκεφθῆ ἕνα σεβαστό μου φίλο, σοφό καθηγητή, ὁ ὁποῖος εἶχε παυθῆ ἀπό τό Πανεπιστήμιο καί βρισκόταν ὑπό δυσμένεια, διότι δέν ἦταν “καθαρόαιμος Γερμανός”. Ἦταν κλεισμένος στο σπίτι του καί δέν τολμοῦσε νά βγῆ ἔξω οὔτε αὐτός οὔτε οἱ οἰκεῖοι του, γιά λόγους τούς ὁποίους καταλαβαίνετε. Ἡ ἐπίσκεψί μου τόν παρηγόρησε. Εἴχαμε πολλά νά ποῦμε. Μιλήσαμε καί γιά τό Χριστιανισμό. —Ἀλλά, μοῦ λέει σέ μία στιγμή, ἐάν, ἀγαπητέ μου φίλε, ὑπάρχη Θεός καί προνοῆ γιά τόν κόσμο, ὅπως πιστεύετε σεῖς, τότε πῶς ἀφήνει τό Hitler νά εἶναι ἐδῶ πέρα καί νά ζοῦμε τήν τρομοκρατία τήν ὁποία ζοῦμε; —Κύριε καθηγητά μου, τοῦ ἀπάντησα, πρέπει νά σᾶς ὁμολογήσω ὅτι δέν εἶμαι σύμβουλος τοῦ Παντοδυνάμου, καί δέν μοῦ ἐξήγησε ποτέ τούς λόγους, γιά τούς ὁποίους ἀφήνει τό Hitler νά κάνη ὅ,τι κάνει. Ὑπῆρξα, ὅμως, πρίν λίγα λεπτά, πού εἴχατε λείψει ἀπό τό δωμάτιο αὐτό, ὑπῆρξα γιά πέντε λεπτά τῆς ὥρας, σύμβουλος τοῦ μικροῦ σας, τοῦ Πόλντι (σύντμησι τοῦ Λεοπόλδος), πού παίζει τώρα ἐκεῖ μόνος του στή γωνία. Τόν ρώτησα, ὅπως ρωτοῦν συνήθως τά παιδιά, ἄν ἀγαπᾶ τό μπαμπά του. Ἐγώ πολύ τόν ἀγαπῶ, μοῦ εἶπε. Αὐτός, ὅμως, μέ ἀγαπάει; Ὦ παιδάκι μου, τοῦ παρατήρησα, πῶς τολμᾶς καί κάνεις τέτοια ἐρώτησι… Ἀμφιβάλλεις ὅτι ὁ μπαμπάς σου σέ ἀγαπᾶ μέ ὅλη του τήν καρδιά; Μά, ἐάν, κύριε, μέ ἀγαπᾶ, τότε γιατί μέ ἔχει κλεισμένο στό σπίτι καί δέν μέ ἀφήνει νά παίξω στό δρόμο μέ τά ἄλλα παιδιά; —Τό καημένο μου τό παιδί, μέ διέκοψε ὁ καθηγητής, ποῦ νά ἤξερε, ποῦ νά φαντασθῆ τό μυαλουδάκι του… —…Ποῦ νά φαντασθῆ ὅτι αὐτοί ἀκριβῶς οἱ περιορισμοί εἶναι ἐκδήλωσι τῆς ἀγάπης σας! Ἔ, βέβαια, κάτι τέτοιο εἶπα κι ἐγώ στόν Πόλντι. Ἀλλά νά μοῦ ἐπιτρέψετε τώρα νά ρωτήσω καί τόν πατέρα πλέον τοῦ μικροῦ, ἐάν ἄραγε θά ἦταν πολύ τολμηρό νά ποῦμε, ὅτι ὁ μέγας Νοῦς, τόν ὁποῖο ὁραματίσθηκε ὁ Ἀναξαγόρας καί ἀποκάλυψε ὁ Χριστιανισμός, ὅτι ὁ Νοῦς αὐτός ὑπερτερεῖ ἀπό τό μυαλουδάκι μας, καί τοῦ σοφώτερου ἀπό μᾶς τούς ἀνθρώπους, τουλάχιστον τόσο… ὅσο ὁ πατρικός νοῦς ὐπερέχει ἀπό τό μυαλουδάκι τοῦ ἀγαπητοῦ μας Πόλντι. Καί ἄν εἶναι λογικό νά ποῦμε στόν Πόλντι, ὅτι πρέπει νά ἐμπιστεύεται στό ὅτι κάτι ξέρει τέλος πάντων ὁ μπαμπάς του παραπάνω ἀπό αὐτόν, καί κάποιον σκοπό ἔχει πού τοῦ ἐπιβάλλει τούς περιορισμούς πού τόν στενοχωροῦν, δέν εἶναι ἀσυγκρίτως λογικώτερο νά ποῦμε ὅτι καί ἐμεῖς πρέπει νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Πατέρα ὅλων μας, ὁ Ὁποῖος κάτι θά ξέρη παραπάνω ἀπό μᾶς, καί κάποιο λόγο θά ἔχη γιά νά ἀφήνει τή μάστιγα, ἡ ὁποία τόσο μᾶς πειράζει;” Ἀντιρρήσεις κατά τῆς πίστεως στή θεία Πρόνοια Ἐναντίον τῆς θείας Πρόνοιας ἔφερε ἡ ἄρνησι ὡς “ἀπόδειξι” τό ὅτι ὑπάρχουν φυσικά φαινόμενα, τῶν ὁποίων, εἶπαν, δέν ὑπάρχει σκοπιμότητα. —Καί ποῦ τό ξέρετε ὅτι στά φαινόμενα αὐτά δέν ὑπάρχει σκοπιμότητα; —Διότι δέν τήν βλέπουμε… ἦταν ἡ “σοφή” ἀπάντησι, ἡ ὁποία ἐπεῖχε θέσι ἀποδείξεως. Πάντοτε, λοιπόν, τό ἴδιο πρῶτο ψεῦδος! Πάντοτε ἡ ἴδια θεμελιώδης πλάνη. Ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος (σκέπτεται ὁ ἀρνητής) βλέπω ὅ,τι ὑπάρχει. Ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, ἀντιλαμβάνομαι τήν ἐξήγησι, τό νόημα, τό σκοπό ὅλων ὅσα συμβαίνουν στόν κόσμο αὐτό. Γιά νά μή βλέπω κάτι, θά πῆ ὅτι αὐτό δέν ὑπάρχει. Καί γιά νά μήν ἀντιλαμβάνωμαι τό σκοπό ἑνός φαινομένου, θά πῆ ὅτι τέτοιος σκοπός δέν ὑπάρχει, ὅτι τό φαινόμενο αὐτό ἔγινε στήν τύχη… Καί μάλιστα στήν τύχη ἔγιναν καί τά φαινόμενα ἐκεῖνα, τῶν ὁποίων τή σκοπιμότητα βλέπω μέ τό παραπάνω! Τί χρειάζονται, σᾶς παρακαλῶ, ἔλεγαν παλιότερα, οἱ ἀδένες πού εἶναι στό λαιμό καί λέγονται παραθυρεοειδῆ σωμάτια; Δέν βλέπω τήν σκοπιμότητά τους. Ἄρα σκοπιμότητα δέν ὑπάρχει. Ἄρα τά παραθυρεοειδῆ αὐτά σωμάτια ἔγιναν στήν τύχη! Στήν τύχη, λοιπόν, καί τό μάτι καί τό αὐτί καί τό σῶμα, μέ τό ἀπίστευτα σοφό λεπτεπίλεπτο ὀργανισμό. Συμπέρασμα, κατά τή λογική αὐτή: Ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου καί τό λεπτότερο καί τελειότερο μηχάνημα εἶναι παιγνίδι νηπίου, ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός ἔγινε στήν τύχη καί κυβερνᾶται ἀπό τήν τύχη. Ἀπόδειξι: Ὅτι ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, δέν ἐννόησα ἀκόμη τί μᾶς χρειάζονται τά παραθυρεοειδῆ σωμάτια. Φυσικά, αὐτά δέν πολυλέγονται πλέον στίς ἡμέρες μας. Τό “πρῶτο ψεῦδος” τῆς ἀνθρώπινης παντογνωσίας δέν τυραννεῖ πλέον τόν ἀνθρώπινο νοῦ καί ἡ ἀπελευθέρωσι ἀπό τό ψεῦδος αὐτό ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς πολυτιμότερες σύγχρονες κατακτήσεις τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Πῶς θά σταθῆ τό ψεῦδος αὐτό, ὕστερα ἀπό τίς νέες ἐπιστημονικές προόδους, πού δείχνουν ὅλο καί νέες πραγματικότητες, περί τῶν ὁποίων δέν εἴχαμε μέχρι τώρα οὔτε τήν παραμικρή ἰδέα; Ἀλλά ἄς ἐπανέλθουμε στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, στά “παραθυρεοειδῆ σωμάτια”. Ἔ, λοιπόν, σήμερα γνωρίζουμε, ὅτι τόσο ζωτική λειτουργία αὐτά ἐπιτελοῦν, ὥστε μέ τήν ἀφαίρεσί τους ὁ ἄνθρωπος παθαίνει σπασμούς, ἐκεῖνο τό ὁποῖο οἱ γιατροί ὀνομάζουν τετανία. Ἄλλο παράδειγμα: Οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες θεωροῦνταν, ἀκόμη καί στόν αἰῶνα μας [τόν 20ό], ὡς ἕνα εἶδος πολυτελείας. Σήμερα, ὅμως, βλέπουμε τούς φυσιολόγους, νά τούς θεωροῦν ὡς τά ἀπαραίτητα ὄργανα τῆς ὁμαλῆς καί φυσιολογικῆς λειτουργίας τοῦ ὀργανισμοῦ. Ὁλόκληρες ἑκατοντάδες εἶναι τά ὄργανα, τά ὁποῖα, μέχρι πρίν λίγα χρόνια, οἱ γιατροί θεωροῦσαν ὡς “ἄσκοπα” καί τά ὁποῖα βλέπουμε τώρα, ὅτι ἀσκοῦν αὐτό τοῦτο καίρια λειτουργία στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Ὕστερα ἀπό αὐτά, πῶς νά βρεθῆ πλέον σοβαρός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά πῆ ὅτι, ἐπειδή ἀκόμη δέν ἐξακριβώσαμε τή λειτουργία, τήν ὁποία ἐπιτελεῖ στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό ἡ σκωληκοειδής ἀπόφυσι (μολονότι φαίνεται ὅτι καί αὐτῆς ὁ σκοπός ἀρχίζει νά διαγινώσκεται) ἄρα Θεός δέν ὑπάρχει ἤ ὑπάρχει μέν, ἀλλά γιά νά ἀφήνη τήν “τύχη” νά κυβερνᾶ τό πᾶν;» Τσιρ.: «Ὁ Α δέχεται τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Β δέχεται ἄλλη ἀρχή τῶν ὄντων, ἀνυπαρξία ἀρχῆς τῶν ὄντων. Ποιός πρέπει νά ἀποδείξη αὐτά πού λέει, ὁ Α ἤ ὁ Β; Μά ἁπλούστατα: Κάθε ἕνας ὀφείλει νά ἀποδείξη αὐτό τό ὁποῖο ἰσχυρίζεται. Ὁ Α πρέπει νά ἀποδείξη τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ καί ὁ Β νά ἀποδείξη τήν κατά τή γνώμη του ἄλλη αἰτία, τήν ἄλλη ἀρχή τῶν ὄντων. Ἔτσι φαίνεται. Δέν εἶναι, ὅμως, ἔτσι ἁπλᾶ τά πράγματα. Γιατί ὁ Α, ὁ πιστός, ἄν μιλήση μέ συνέπεια…, θά πῆ πώς δέν μπορεῖ νά ἀποδείξη τίποτε. (Οἱ λεγόμενες ἀποδείξεις γιά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἐγκαταλειφθῆ σήμερα καί δέν ἀποδεικνύουν τίποτε [ἁπλῶς, γιά τόν ἤδη πιστό, εἶναι τεκμήρια ὅτι ἡ πίστι εἶναι συμβατή μέ τή λογική]). Θά προσθέση, ὅμως, πώς, ἄν δέν μπορῆ νά ἀποδείξη τίποτε, τοῦτο ὀφείλεται στό ὅτι ἡ φύσι τοῦ θέματος φεύγει ἀπό τήν συλληπτική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ… Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποδείξη τίποτε ἐπάνω στά θέματα αὐτά. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Α ἀντί γιά ἀπόδειξι προσφέρει τήν πίστι. Ὁ Β τώρα ἔχει νά διαλέξη ἀνάμεσα σέ δυό δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι: Ν᾽ ἀρνηθῆ ὅτι δέν χωρεῖ ἀπόδειξι στά θέματα αὐτά, νά πῆ δηλ. πώς χωρεῖ ἀπόδειξι γιά τήν ἀρχή τῶν ὄντων, ὁπότε, ὅμως, γιά νά εἶναι συνεπής, ὀφείλει νά ἀποδείξη, ἀλλά νά ἀποδείξη, τήν ἀρχή τῶν ὄντων τήν ὁποία αὐτός θά δεχθῆ. Διότι, προσοχή, δέν ἀποτελεῖ ἀπόδειξι τῶν ἰσχυρισμῶν τοῦ Β τό ὅτι ὁ Α δέν ἀπέδειξε τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος δρόμος γιά τόν Β εἶναι νά παραδεχθῆ καί αὐτός πώς γιά τέτοια θέματα δέν χωρεῖ ἀπόδειξι καί νά προτείνη ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὄχι, ὅμως, σάν ἐπιστημονικό δεδομένο, ἀλλά σάν “πιστεύω”. Καί ἐδῶ χρειάζεται μία διασάφησι. Ὁ Β δέν μπορεῖ νά πῆ στόν Α “δέν ἀπέδειξες αὐτά τά ὁποῖα λές, ἄρα εἶναι ἀληθινά αὐτά τά ὁποῖα λέω ἐγώ”. Πρέπει νά πῆ ποιά θεωρεῖ αὐτός σάν ἀρχή τῶν ὄντων καί νά τήν ἀποδείξη. Διότι ἀλλιῶς, ἄν δέν τήν ἀποδείξη, θά μποροῦσε καί ὁ Α νά τοῦ πῆ μέ τήν ἴδια λογική: “Δέν ἀπέδειξες αὐτά τά ὁποῖα εἶπες, ἄρα αὐτά τά ὁποῖα λέω ἐγώ εἶναι ἀλήθεια”» Ὁ Ν. Κατσάνος, Καθηγητής Φυσικοχημείας τοῦ Παν/μίου Πατρῶν, τονίζει τό συμβατό πίστεως κι ἐπιστήμης: «Πολλοί ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Χριστιανική Θρησκεία δέν εἶναι κατανοητή ἀπό τό ἐπιστημονικό μυαλό. Καί μήπως εἶναι κατανοητές οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες; Ἔχει π.χ. λογική ὁ φανταστικός χρόνος, πού προχωρεῖ πρός τό μέλλον, ἀλλά καί πρός τό παρελθόν; Ὅλα αὐτά εἶναι ὡραῖα κατασκευάσματα τῆς ἀνθρωπίνης φαντασίας, γιά νά μοντελλοποιήση τό φυσικό κόσμο, προσπαθώντας νά τόν καταλάβη. Τίποτε περισσότερο. Διότι μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς ὑπάρχει ἕνα τρομακτικό φράγμα, πού δέν ἀφήνει νά Τόν πλησιάσουμε διά τῆς λογικῆς σκέψεως. Ἄν ἄφηνε, αὐτό θά μᾶς στεροῦσε τήν ἐλευθερία μας. Δέν θά εἴχαμε ἄλλη ἐκλογή παρά νά Τόν παραδεχθοῦμε, ἀφοῦ θά ἐπιβαλλόταν διά τῆς λογικῆς καί τῶν ἐπιστημονικῶν θεωριῶν. »Νομίζω ὅτι ἡ λογική σκέψι ἱκανοποιεῖται πολύ περισσότερο, πολύ εὐκολὀτερα καί μέ μεγάλη συνέπεια ἀπ᾽ τή Χριστιανική θρησκεία καί τήν Ἁγία Γραφή, παρά ἀπό τίς φυσικές ἐπιστημονικές θεωρίες. Παραθέτω μερικά παραδείγματα. Ὑπάρχει ἕνας πανταχοῦ παρών Θεός, δηλ. μία μεγάλη συνέχεια. Ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία ἀδιάκοπη πάλη μέ τή μεγάλη ἀσυνέχεια, πού λέγεται θάνατος. Στήν πραγματικότητα ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη πικρία τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεως. Ἡ Χριστιανική θρησκεία, μέ τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, κατήργησε αὐτή τήν ἀσυνέχεια καί ἔδωσε ἀλλη ἔννοια στό φυσικό χρόνο. Αὐτός εἶναι τώρα προετοιμασία γιά τήν αἰωνιότητα. Ἐκεῖνος πού εἰσέρχεται στό χρόνο, εἰσέρχεται στόν προθάλαμο τῆς αἰωνιότητος. Αὐτός εἶναι ὁ νόμος τῆς ὑπάρξεώς μας. Ὁ Χριστιανός εἶναι ἄπειρος καί ἀθάνατος, διότι “μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν”. Ὁ θάνατος δέν τόν διακόπτει· παρατείνεται ἀπό τόν χρόνο στήν αἰωνιότητα… »Ὅπως τά ἄτομα τῆς ὕλης ἀποτελοῦν τήν μεγάλη ἀσυνέχεια τοῦ Φυσικοῦ Κόσμου, ἔτσι καί ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τή μεγάλη ἀσυνέχεια τῶν ἀνθρώπων, δημιουργώντας μεγάλο χάσμα μεταξύ χρόνου καί αἰωνιότητος στή συνειδητή του σκέψι. Ὁ Χριστός, αἴρων τήν ἁμαρτία, ἐγεφύρωσε πρῶτος τό χάσμα μεταξύ χρόνου καί αἰωνιότητος, ἀλλά καί μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ. »Καί ὁ χῶρος, ἡ ἄλλη θεμελιώδης ἔννοια τῆς φύσεως; Μά κι ἐδῶ ὁ Χριστιανός βλέπει ὅλη τήν κτίσι, καί στή γῆ καί στούς οὐρανούς, μέσα σέ μία θεανθρώπινη καθολική συνέχεια καί ἑνότητα. Κατά τίς ἑορτές τῶν Χριστουγέννων, ἀκοῦμε ἐκεῖνες τίς τέσσερις φοβερές λέξεις: ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο. Δηλαδή ὁ Θεός ἔγινε σάρκα; Ναί, ἀλλά χωρίς νά πάψη νά εἶναι Θεός. Αὐτή ἡ συνύπαρξι εἶναι πολύ πιό κατανοητή στήν ἀνθρώπινη σκέψι, παρά ἡ θεωρία ὅτι τό φῶς καί τά ἠλεκτρόνια εἶναι συγχρόνως σωμάτια καί κύματα… »Δέν εἶναι, νομίζω, περίεργο ὅτι ἡ καθαρή ἐπιστημονική σκέψι, δηλ. οἱ θεωρίες τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, ὅσο περνάει ὁ χρόνος πλησιάζουν ὅλο καί περισσότερο πρός τίς ἔννοιες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τουλάχιστον ἀπό ἄποψι δομῆς καί συνέχειας. Ἄς ληφθῆ ὡς παράδειγμα καί πάλι ὁ χρόνος. Ποιός μποροῦσε νά διανοηθῆ πρίν λίγα χρόνια ὅτι οἱ θεωρητικοί φυσικοί θά ὑπέθεταν τό χρόνο φανταστικό μέγεθος, πού γυρίζει και πρός τά πίσω καί τρέχει ἀπό τό παρόν πρός τό παρελθόν; Στήν Ἐκκλησία, ὅμως, τό παρελθόν εἶναί πάντοτε καί σύγχρονο. Τό παρόν εἶναι πάντοτε παρόν διά τοῦ πάντοτε ζῶντος παρελθόντος, διότι “Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας”. Γιά κάθε ἀληθινό Χριστιανό, ὅλοι αἱ Ἅγιοι, Ἀπόστολοι καί Μάρτυρες εἶναι σύγχρονοι. Γι᾽ αὐτούς ὁ χρόνος γυρίζει πίσω. »Ἕνα δεύτερο παράδειγμα τώρα μέ τό χῶρο: Ἡ παλιά κινητική θεωρία τῶν ἀερίων τοῦ 19ου αἰ. θεωροῦσε ὅτι ἕνα ἀέριο συνίσταται ἀπό ἀνεξάρτητα μόρια, πού βρίσκονται σέ τελείως ἄτακτη καί χαώδη κίνησι, συνεχῶς συγκρουόμενα μεταξύ τους, μέ τούς τοίχους, κλπ.. Ἡ ἀνάπτυξι, ὅμως, στίς ἀρχές τοῦ παρόντος αἰῶνος [τοῦ 20οῦ], τής Κβαντομηχανικῆς ὁδήγησε τόν Ἰταλό φυσικό Ε. Fermi σέ μιά τελείως διαφορετική εἰκόνα γιά τά ἀέρια. Σύμφωνα μ᾽ αὐτήν, οὔτε δύο ξεχωριστά μόρια τοῦ ἴδιου ἀερίου δέν μποροῦν νά βρίσκωνται στήν ἴδια κινητική κατάστασι καί νά ἔχουν τήν ἴδια ἐνέργεια. Ἡ ἄποψι αὐτή φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξη. Πῶς εἶναι δυνατόν ἕνα μόριο πού βρίσκεται στή γωνία ἑνός δωματίου, νά ἐμποδίζη ἕνα ἄλλο μόριο στήν ἄλλη γωνία νά ἔχη τήν ἴδια ἐνέργεια μ᾽ αὐτό; Φαίνεται ἀπαράδεκτο ἀπ᾽ τήν ἀνθρώπινη σκέψι, ἐκτός ἄν ὑποθέσουμε ὅτι κατά κάποιο περίεργο τρόπο κάθε ξεχωριστό μόριο τοῦ ἀερίου γεμίζει ὅλο τό δωμάτιο! Καί συνεπῶς εἶναι “πανταχοῦ παρόν”. Φαίνεται περίεργο, ἀλλά ἡ σύγχρονη φυσική αὐτό παραδέχεται. Μά αὐτό τό λέει ἡ Χριστιανική Θρησκεία γιά τό Θεό ἐδῶ καί πολλούς αἰῶνες: “Ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν”. Τήν πλήρη συνέχεια, τήν ὁποία ἡ Θρησκεία παραδέχεται γιά τό Θεό, τή δέχεται τώρα ἡ φυσική θεωρία γιά τά μόρια, τά ἠλεκτρόνια κλπ.. πού ἄλλοτε ἐθεωροῦντο ἀσυνεχῆ ἀνεξάρτητα σωμάτια. »Ἕνα τελευταῖο παράδειγμα “παραλλήλων” ἐννοιῶν Ἐπιστήμης καί Θρησκείας εἶναι οἱ “Δυνάμεις”. Λίγες φορές οἱ διδάσκοντες φυσικές Ἐπιστῆμες τονίζουν τή θεμελιώδη διαφορά τῶν δυνάμεων ἀπό τήν ὕλη (ἤ τήν ἐνέργεια) στή φύσι. Εἶναι τεσσάρων εἰδῶν: ἡ δύναμι τῆς βαρύτητος, ἡ ἠλεκτρομαγνητική δύναμι, ἡ ἀσθενής πυρηνική δύναμι και ἡ ἰσχυρή πυρηνική δύναμι. Σήμερα γίνονται προσπάθειες οἱ τέσσερις αὐτές δυνάμεις, νά ἑνοποιηθοῦν σέ μία. Χωρίς δυνάμεις, μέ μόνη τήν ὕλη (ἤ τήν ἐνέργεια), δέν θά ὑπῆρχε Φύσι, δέν θά ὑπῆρχαν ζῶντες ὀργανισμοί, δέν θά ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, δέν θά ὑπῆρχε κτίσι. Δέν φθάνει, λοιπόν, μόνη της ἡ ὕλη. Καί τό περίεργο εἶναι ὅτι οἱ δυνάμεις τοῦ σύμπαντος (ἀπό τή δύναμι τῆς βαρύτητος μεταξύ ἀστέρων, μέχρι τήν ἰσχυρή πυρηνική δύναμι μεταξύ τῶν συστατικῶν τοῦ πυρῆνα τῶν ἀτόμων) ἐκπορεύονται μέ στοιχειώδη σωμάτια, πού λέγονται quarks, ὅπως καί τά ὑλικά σώματα ἀποτελοῦνται τελικῶς ἀπό quarks καί ἠλεκτρόνια. Τά quarks τῆς ὕλης λέγονται “πραγματικά” σωμάτια (real), διότι ὑπόκεινται σέ ἄμεση πειραματική παρατήρησι, ἐνῶ τά quarks τῶν δυνάμεων ἀποκαλοῦνται “οὐσιαστικά” σωμάτια (virtual), ἐπειδή δέν ὑπόκεινται σέ ἄμεση παρατήρησι (ἐκτός εἰδικῶν περιπτώσεων). Σήμερα δέν ξενίζει κανένα ἐπιστήμονα ἡ ἐξήγησι αὐτή τῶν δυνάμεων, πού ἐκπορεύονται ἀπό τά ὑλικά σώματα πρός ἄλλα μέ τή βοήθεια ἀοράτων σωματιδίων, τῶν quarks, πού δέν ἔχουν μάζα, οὔτε καί ἀνιχνεύονται ποτέ μέ ἐπιστημονικά μέσα, π.χ. μέ φωτογραφικά films. Γιατί ἄραγε οἱ ἄπιστοι ἄνθρωποι ξενίζονται, ὅταν ἀκοῦν ὅτι οἱ θεϊκές δυνάμεις ἀσκοῦνται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα; Ὅτι στοιχειώδη σωμάτια μεταφέρουν τίς δυνάμεις μεταξύ τῶν ὑλικῶν σωμάτων ἡ φυσική ἄρχισε νά τό ὑποστηρίζει ἐδῶ καί εἴκοσι χρόνια περίπου. Ὅτι ὑπάρχουν θεϊκές δυνάμεις καί σατανικές δυνάμεις στόν κόσμο, πού μεταφέρονται στούς ἀνθρώπους, [ὁ Χριστιανισμός] τό ὑποστηρίζει ἐδῶ καί πολλούς αἰῶνες. »Μέ τά παραδείγματα αὐτά δέν θέλησα νά ἀποδείξω ἐπιστημονικῶς ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἁπλῶς θέλησα νά δείξω ἕνα εἶδος παραλληλίας τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως σέ δύο τόσο διαφορετικους τομεῖς, ὅπως εἶναι οἱ φυσικές Ἐπιστῆμες καί ἡ Χριστιανική Θρησκεία. Σήμερα ἔχουμε φθάσει στό σημεῖο νά διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή καί νά μᾶς ἔρχωνται ἐμπνεύσεις γιά φυσικά μοντέλα, μέ τά ὁποία νά ἑρμηνεύωνται τά φυσικά φαινόμενα. Δηλαδή, νά συλλαμβάνουμε νέες φυσικές θεωρίες ἀπό πρότυπα θρησκευτικά! Χωρίς αὐτό νά σημαίνη ταύτισι τῶν μέν μέ τά δέ. Ὑπάρχει, λοιπόν, κάποιο ἀκατανόητο μυστήριο στή φύσι τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως. Καί δικαίως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναρωτιέται “… οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; [δέν ἀπέδειξε ὁ Θεός τή σοφία τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἀνοησία;]… ὅτι τό μωρόν [τό νομιζόμενο ἀνόητο] τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί”(Α´ Κορ 1, 20, 25)». Δέν ἀπορρίπτουμε, λοιπόν, τήν πίστι, ἐπειδή μερικά ἀπό τά ἄρθρα της δέν μπορεῖ νά τά συλλάβη τό ἀνθρώπινο μυαλό, ὅπως δέν κάνουμε τό ἴδιο καί μέ τήν ἐπιστήμη, ὅταν δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τή Θεωρία τῆς Σχετικότητος ἤ τήν Κβαντική Ἠλεκτροδυναμική. Ὄχι μονά-ζυγά δικά τους! ὁ Τihamer Τoth σημειώνει: «Ἕνας ἄπιστος, ἕνας νέος ἀπ. Θωμᾶς, νομίζοντας ὅτι εἶναι πολύ ἔξυπνος, κάποια μέρα φώναζε: “Ἐάν ὑπάρχη Θεός, γιατί δέν χάραξε μέ γιγάντια γράμματα τό ὄνομά Του στά βάθη τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε ὅλος ὁ κόσμος νά μπορῆ νά τό διαβάζη; Δέν θά ὑπῆρχον πλέον ἄπιστοι ἐπί τῆς γῆς!”. Ὁ φτωχός αὐτός ἄνθρωπος ἐλησμόνησε νά μᾶς πῆ σέ ποιά γλῶσσα θά προτιμοῦσε νά δῆ τό Θεό νά γράφη τό ὄνομά Του μέ τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἄν στήν οὑγγρική, θά ἦταν μονάχα γιά δέκα ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Τί θά καταλάβαιναν οἱ ὑπόλοιποι 1.700.000.000 [τόσοι ἦταν τότε]; Θά ἔπρεπε ἄραγε νά χαράξη ὁ Θεός τό ὄνομά Του στά γερμανικά ἤ ἀγγλικά ἤ γαλλικά; Ἀλλά θά μοῦ ἀπαντοῦσαν ἴσως “ὅτι ὁ Θεός θά μποροῦσε νά δημιουργήση μιά γλῶσσα κοινή γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος”. Εἶναι ἀλήθεια. Μήπως, ὅμως, δέν ὑπάρχει μιά γλῶσσα, πού εἶναι προσιτή σέ κάθε πλάσμα; Ἀδελφοί μου, ἡ γλῶσσα αὐτή ὑπάρχει, εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς τάξεως, τῆς πειθαρχίας, τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ, τῆς μαθηματικής ἀκριβείας τῶν νόμων τοῦ σύμπαντος. Ἡ γλῶσσα δέ αὐτή εἶναι προσιτή σ᾽ ὅλους. Καί στή γλῶσσα αὐτή ὁ Θεός ἔχει χαράξει πραγματικά τό ὄνομά Του ἐπί τοῦ οὐρανοῦ· ἡ θαυμασία ἁρμονία, πού βασιλεύει μεταξύ τῶν ἄστρων τά ὁποῖα διασχίζουν τίς λεωφόρους τοῦ οὐρανοῦ, δείχνει στίς ἁπλές ψυχές τή δόξα τοῦ Θεοῦ σέ μιά γλῶσσα προσιτή. Μάλιστα, ἀδελφοί μου, τό εὐλογημένο καί ὑπερβατικό ὄνομα τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ, οἱ ἀναρίθμητες λεγεῶνες τῶν ἄστρων ἀπό χιλιάδες ἤδη χρόνια τό ἐξυμνοῦν» Ὁ Αnthony Βloom, χειρουργός καί Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος στή Μ. Βρεταννία μᾶς μιλᾶ γιά τή μεταστροφή του: «—Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στήν ζωή σας καμμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς; —Αὐτό συνέβη σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καί τρομερά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν ἐνδιαφερόμουνα γι᾽ Αὐτόν καί μισοῦσα ὅ,τι ἦταν συνδεδεμένο μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ. —῞Ολα αὐτά παρά τίς ἰδέες τοῦ πατέρα σας; —Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη… Μόνον ὅταν ἔγινα δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μιά πραγματική εὐτυχία καί χαρά.. Ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό, πρέπει νά πῶ ὅτι συνέβη κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. ῞Οταν ἤμουνα περίπου ἕνδεκα χρονῶν μ᾽ ἔστειλαν σέ μιά θερινή κατασκήνωσι ἀγοριῶν, ὅπου συνάντησα ἕνα ἱερέα, πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρονῶν. Κάτι ἀπ᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη πού τή σκορποῦσε στόν καθένα μας. Ἡ ἀγάπη του δέ αὐτή δέν εἶχε σχέσι μέ τό ἄν εἴμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε ν᾽ ἀγαπάη χωρίς ὅρους. Ποτέ πρίν στή ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Μέ ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό εὕρισκα φυσικό. Ἐπίσης εἶχα φίλους, ἀλλά καί αὐτό ἦταν φυσικό. Τέτοια ἀγάπη δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμμιά ἐξήγησι σ᾽ αὐτό· ἁπλῶς βρῆκα σ᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί συγχρόνως μοῦ ἄρεσε. Μόνο μετά ἀπό χρόνια, ὅταν πιά εἶχα ἀνακαλύψει τό Εὐαγγέλιο, σκέφθηκα ὅτι, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιά ἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό αὐτό τόν ἴδιο. Μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη, ἤ, ἄν προτιμᾶτε, ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη του ἦταν τόσο βαθειά καί εἶχε τέτοιο στόχο καί τέτοιο ἄνοιγμα ὥστε μποροῦσε νά περιλαμβάνη ὅλους μας, εἴτε εἴμαστε χαρούμενοι εἴτε πονεμένοι, ἀλλά πάντοτε μέσα στήν ἴδια ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθειά πνευματική ἐμπειρία τήν ὁποία εἶχα. —Τί συνέβη μετά ἀπ᾽ αὐτό; —Τίποτε. Γύρισα πίσω στό σχολεῖο, ὅπου ἤμουν ἐσωτερικός καί κάθε τι συνεχίσθηκε ὅπως καί πρίν, μέχρις ὅτου βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἵδια στέγη. ῞Οταν γεύθηκα τήν πλήρη εὐτυχία, συνέβη κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι, ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχη κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν θά μποροῦσα νά ἀποδεχθῶ μιά ἄσκοπη εὐτυχία. Δυσκολίες καί βάσανα ἔπρεπε νά ὑπερνικηθοῦν, ὑπῆρχε, ὅμως, πάντοτε κάτι πέρα ἀπ᾽ αὐτά. Ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπῆρχε τέτοιο νόημα καί ἐπειδή δέν πίστευα σέ τίποτε, ἡ εὐτυχία φαινόταν ἀνούσια. Ἀποφάσισα, λοιπόν, νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιά προθεσμία ἑνός ἔτους, νά ἀνακαλύψει ἄν ἡ ζωή εἶχε κανένα νόημα. Ἐάν δέ, στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου, δέν θά μποροῦσα νά βρῶ κάποιο νόημα ἀποφάσισα νά μή συνεχίσω νά ζῶ πλέον· θά αὐτοκτονοῦσα. —Καί πῶς, λοιπόν, βγήκατε ἀπό τήν κατάστασι αὐτῆς τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας; —Ἄρχισα νά ψάχνω γιά ἕνα ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖο μποροῦσα νά βρῶ μέσα στή σκοπιμότητα. Τό νά σπουδάζη κανείς γιά νά γίνη χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. ῞Ολη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθῆ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν χωρίς νόημα. ῎Ενοιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί κάθε τι γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρό καί ἀνόητο. Πέρασαν μῆνες καί κανένα νόημα δέν παρουσιάσθηκε στόν ὁρίζοντα. Μιά μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς —ἤμουνα τότε μέλος μιᾶς Ρωσικῆς ὀργανώσεως νέων στό Παρίσι— ἕνας ἀπό τούς ὑπευθύνους ἦρθε κοντά μου καί μοῦ εἶπε: “Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήση· ἔλα καί ἐσύ”. Ἐγώ ἀπάντησα μέ φανερή ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα. Δέν χρειαζόμουνα τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίσθηκε ἔξυπνα τήν ὑπόθεσι —μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀνῆκαν στήν ὁμάδα μου εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν ντροπή νά μήν πάη κανείς, γιατί ὁ ἱερέας εἶχε ἔλθει καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο, ἐάν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.”Μήν τόν προσέχεις”, εἶπε ὁ ὑπεύθυνος· “δέν μέ ἐνδιαφέρει· μόνον ἔλα γιά μιά τυπική παρουσία”. Μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου ἤμουνα πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική ὀργάνωσί μας. ῎Ετσι παρέμεινα μέχρι τέλους τῆς διαλέξεως. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου, ὅμως, ἔπιαναν μερικές φράσεις καί ἀγανακτοῦσα περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάσθηκαν μέ τέτοιον τρόπο πού μοῦ ἦταν βαθύτατα ἀποκρουστικά. ῞Οταν τελείωσε ἡ διάλεξι ἔτρεξα στό σπίτι μέ σκοπό νά ἐλέγξω, ἐάν ἦταν ἀλήθεια αὐτά τά ὁποῖα εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε Εὐαγγέλιο, γιατί ἤθελα νά διαπιστώσω ἐάν τό Εὐαγγέλιο θά ὑποστήριζε τήν τερατώδη ἐντύπωσι τήν ὁποία ἀποκόμισα ἀπ᾽ τήν ὁμιλία. Δέν προσδοκοῦσα τίποτε καλό ἀπό τήν ἀνάγνωσί μου καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο, γιά νά μή χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. ῎Αρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο. Ἐνῶ διάβαζα τήν ἀρχή τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου, πρίν φτάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι στήν ἄλλη πλευρά τοῦ γραφείου μου ὑπῆρχε κάποιος. Καί ἡ βεβαιότητα, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ, ἕως τώρα, δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει. Αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Διότι, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν παρουσία Του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτά τά ὁποῖα ἔλεγε τό Εὐαγγέλιο γιά τή σταύρωσι τοῦ Προφήτου τῆς Γαλιλαίας ἦταν ἀλήθεια, καί ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκηο ὅταν εἶπε: “Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι”. Μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, γνωρίζοντας ὅτι τό κάθε τι ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια, ἀκριβῶς διότι τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο ἱστορικό γεγονός. Τήν ἱστορία ἤμουνα ὑποχρεωμένος νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάστασι τή γνώριζα σάν γεγονός. Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας μέ τό πρῶτο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιά ἱστορία, τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νά πιστέψη ἤ ὄχι. ῎Αρχισε μέ ἕνα γεγονός πού παραμέριζε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας ἀκριβῶς διότι ἦταν μιά ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία. Τσιρ.: «Γιά πολλούς χριστιανούς κατήντησε ὁ Θεάνθρωπος νά εἶναι ἕνα εἶδος ἐπιτίμου προέδρου, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Πρέπει νά ξαναγίνη ἐνεργός πρόεδρος. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει τό Εὐαγγέλιο νά ἐμπνέη περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι τώρα τή ζωή μας»(περ. Συζήτησις, Ἰα 1969, 6). Ἐπίσης: «Μιά βραδυά —ἦταν νύκτα καί χιόνι ἔπεφτε μέ θύελλα καί ἄνεμο— ἕνας ἄνθρωπος ἔστεκε στό δρόμο καί τόν κτυποῦσε τό χιόνι, τόν κτυποῦσε κι ὁ ἄνεμος. Πίσω του ἦταν μία καλύβα. Ἀπ᾽ τήν καλύβα, τόν ἔβλεπαν ἄνθρωποι πού ἦταν ἐκεῖ καί τοῦ φώναξαν: —Ἔλα μέσα· γιατί δέν ἔρχεσαι; Δέν ἤθελε, ὅμως, αὐτός νά μπῆ μέσα. Γιατί; Διότι κρατοῦσε στά χέρια του, ἕνα διπλωμένο χαρτί καί ἔλεγε: —Ἐγώ τήν καλύβα δέν τή θέλω, διότι εἶναι χαμηλή, διότι ἀποπνέει δυσοσμία, διότι εἶναι ἀνθυγιεινή, διότι ἔχει τοῦτο κι ἐκεῖνο τό μειονέκτημα. —Τότε, λοιπόν, τοῦ λένε, ποῦ θά μείνης; —Ἐδῶ, ἀπαντᾶ. —Καί τί εἶναι αὐτό; —Ἔπαυλι. —Καί ποῦ εἶναι ἡ ἔπαυλι; —Νά!, λέει δείχνοντας ἕνα σχέδιο ἐπαύλεως στό χαρτί πού κρατοῦσε. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ μέσος ἄνθρωπος εἶναι μία καλύβα. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ καλύβα πρέπει νά γκρεμισθῆ… Τό ζήτημα εἶναι τό ἑξῆς: Ἐμεῖς, ἔχουμε νά προσφέρουμε ἀληθινή ἔπαυλι, ἤ σχέδια μόνο; Ἔχουμε τό Εὐαγγέλιο ὡς βιβλίο καί τή σειρά τῆς Πατρολογίας τοῦ Migne ὡς βιβλία. Ἀλλά ἔχουμε νά προσφέρουμε ζωντανό ἄνθρωπο-ὑπόδειγμα, πού νά μπορῆ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νά τόν δῆ; Ἄς δοῦμε, τώρα, μερικά σχετικά περιστατικά αὐτοθυσίας —πού ἀναιροῦν τά περί αὐταπάτης— ἀπό τό κομμουνιστικό μπλόκ. Γράφει ὁ Richard Wurmbrand: «Ἕνας λοχαγός τοῦ Ρωσικοῦ στρατοῦ ἦρθε σ᾽ ἕνα ποιμένα στήν Οὑγγαρία καί ζήτησε νά τόν δῆ ἰδιαιτέρως. Ἦταν πολύ νέος καί ζωηρός καί πολύ εὐσυνείδητος στό ρόλο του σάν κατακτητής. Ἀφοῦ ὁδηγήθηκε σέ ἕνα μικρό δωμάτιο γιά συζήτησι καί ἡ πόρτα ἔκλεισε, ἔκανε μιά κίνησι τοῦ κεφαλιοῦ πρός τό σταυρό πού κρεμόταν στόν τοῖχο. —Ξέρεις ὅτι αὐτό τό πρᾶγμα εἶναι ἕνα ψέμα, εἶπε στόν ποιμένα. Αὐτό δέν εἶναι παρά ἕνα τέχνασμα, πού ᾽σεῖς οἱ ποιμένες χρησιμοποιεῖτε γιά νά παραπλανᾶτε τό φτωχό λαό. Ἔτσι βοηθᾶτε τούς πλούσιους καί κρατᾶτε τούς φτωχούς στήν ἀμάθεια. Ἔλα τώρα εἴμαστε μόνοι μας! Ὁμολόγησε σέ μένα ὅτι ποτέ δέν πίστεψες ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ! Ὁ ποιμένας γέλασε. —Φτωχέ μου νέε. Καί βέβαια πιστεύω ὅτι αὐτό εἶναι ἀλήθεια. —Δέν θέλω νά μοῦ κάνης ἐμένα τέτοια κόλπα!, φώναξε ὁ λοχαγός. Αὐτό εἶναι σοβαρό. Μή μέ κοροϊδεύεις ἐμένα! Ἔβγαλε τό πιστόλι του καί τό κράτησε κοντά στό σῶμα τοῦ ποιμένα. —Ἄν δέν ὁμολογήσης ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα ψέμα θά πυροβολήσω! —Δέν μπορῶ νά τό παραδεχθῶ αὐτό, γιατί δέν εἶναι ἀλήθεια. Ὁ Κύριός μας εἶναι πραγματικά καί ἀληθινά ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶπε ὁ ποιμένας. Ὁ λοχαγός πέταξε μέ δύναμι τό πιστόλι του στό πάτωμα καί ἀγκάλιασε τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Δάκρυα ξεχύθηκαν ἀπό τά μάτια του. —Αὐτό εἶναι ἀλήθεια!, ἔλεγε κλαίγοντας. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια, ἔτσι πιστεύω καί ἐγώ. Ἀλλά δέν μποροῦσα νά εἶμαι βέβαιος ὅτι ἄνθρωποι θά πέθαιναν γι᾽ αὐτή τήν πίστι ὥσπου τό ἀνακάλυψα κι ἐγώ προσωπικά. Ὤ! Σ᾽ εὐχαριστῶ! Μοῦ στερέωσες τήν πίστι. Τώρα μπορῶ κι ἐγώ νά πεθάνω γιά τό Χριστό. Μοῦ ἔδειξες τόν τρόπο» «Ὅταν οἱ Ρῶσοι κατέλαβαν τήν Ρουμανία, δυό Ρῶσοι στρατιῶτες μπῆκαν μέσα σέ μιά ἐκκλησία μέ τά ὅπλα στά χέρια τους. Εἶπαν: —Δέν πιστεύουμε στήν πίστι σας. Ἐκεῖνοι πού δέν θά τήν ἐγκαταλείψουν ἀμέσως θά πυροβοληθοῦν! Ἐκεῖνοι ἀπό σᾶς πού ἐγκαταλείπουν τήν πίστι τους πηγαίνετε πρός τά δεξιά! Μερικοί κινήθηκαν πρός τά δεξιά. Αὐτούς τούς διέταξαν νά ἐγκαταλείψουν τήν ἐκκλησία καί νά πᾶνε στά σπίτια τους. Ἔφυγαν γιά νά σώσουν τή ζωή τους. Ὅταν οἱ Ρῶσοι ἔμειναν μόνοι, μέ τούς χριστιανούς πού παρέμειναν, τούς ἀγκάλιασαν καί τούς εἶπαν: —Εἴμαστε κι ἐμεῖς Χριστιανοί, ἀλλά θέλαμε νά ἔχουμε φιλία μόνο μ᾽ ἐκείνους πού γνωρίζουν τήν ἀξία τῆς ἀλήθειας καί πεθαίνουν γι᾽ αὐτήν» «Οὐτοπία, τόλμησαν νά ποῦν, ὁ Χριστιανισμός! Καί δέν εἶναι, μᾶς εἶπαν, οὐτοπία…, ἡ ἄρνησι τοῦ Χριστιανισμοῦ! Ἡ ἄρνησι, πού ἀλλάζει μορφή κάθε μέρα, ἤ μᾶλλον πολλές φορές τή μέρα, γιατί καμμιά ἀπό τίς μορφές τίς ὁποῖες παίρνει δέν ἀντέχει τό φῶς μιᾶς ὁλόκληρης μέρας! Εἶναι, λένε, οὐτοπία, νά περιμένουμε, μέσα σ᾽ ἕνα πλαίσιο χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ τή ζωντανή ἐπιστήμη, πού θά εἶναι ἔκφανσι ἀληθινά πνευματικῆς ζωῆς. Καί δέν εἶναι οὐτοπία νά περιμένουμε τή λύτρωσι ἀπό τήν ἐπιστήμη, πού θά μᾶς ἐφοδιάση μέ τ᾽ ἀπαράμιλλα, στ᾽ ἀλήθεια, μέσα, γιά ν᾽ αὐτοκτονήσουμε ὅλοι μαζί οἱ ἄνθρωποι σέ μιά μόνη στιγμή. Εἶναι οὐτοπία ν᾽ ἀναζητοῦμε τό γιατρό, πού ἡ πίστι θά τοῦ ὁλοκληρώση πνευματικά τήν ἱερή ἀποστολή του μπρός στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Καί δέν εἶναι, λέει, οὐτοπία, νά περιμένουμε ἐξύψωσι τῆς ὑγείας τοῦ λαοῦ ἀπό ἕνα γιατρό, πού θά τόν ἔχουμε ὑποχρεώσει νά μή βλέπη στόν ἄρρωστο, παρά ἕνα ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας, ὅπως, περίπου, ὁ παπουτσῆς τό παποῦτσι του! Οὐτοπία εἶναι νά ζητᾶμε μιά τέχνη γεμάτη θεία πνοή, δυναμώτρα καί ὁδηγήτρα… καί δέν εἶναι οὐτοπία νά περιμένουμε τήν πνευματική ἀναγέννησι τοῦ λαοῦ μας ἀπό τήν τέχνη τῶν 33333 ἀκαταλαβίστικων στίχων τῶν σουρρεαλισμῶν καί τῆς κάθε λογῆς πνευματικῆς πτωμαΐνης! Οὐτοπία εἶναι ν᾽ ἀποζητᾶμε τό σχολεῖο μέ τόν πνευματέμφορο ὁδηγητή δάσκαλο, πού ψυχή καί νοῦ καί σῶμα τοῦ παιδιοῦ θά μορφώνη, μεταγγίζοντάς του ἀπό τό δικό του θησαυρό. Καί δέν εἶναι, λέει, οὐτοπία, νά περιμένουμε προκοπή ἀπό τόν ἀρνητή δάσκαλο, πού καλεῖται νά μεταδώση ὅ,τι ὁ ἴδιος δέν ἔχει, τό δάσκαλο πού ξέρει νά ἐμπαίζη καί νά περιφρονῆ ὅ,τι ἀνώτερο καί ὅσιο, μά τίποτ᾽ ἄλλο δέν ἔχει νά προσφέρη, ἀπό τήν ἄρνησι, ἀπό τό κενό, ἀπό τό μηδενικό, πού ἀποτελεῖ τήν πνευματική του συγκρότησι. Εἶναι, λοιπόν, οὐτοπία, νά ζητᾶμε νά θεμελιώσουμε πάνω στήν Πίστι τήν προσπάθεια γιά τήν πνευματική καί πολιτιστική ἀνύψωσι, πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ζήσουμε σάν λαός, σάν ἔθνος. Καί δέν εἶναι, λοιπόν, οὐτοπία, χίμαιρα κι ἔγκλημα κι αὐτοκτονία, νά τήν ζητᾶμε τήν ἀνύψωσι αὐτή χωρίς θεμέλια, ἤ μέ θεμέλιο τήν… ψυχανάλυσι καί μάλιστα στή χυδαία μορφή τῶν διαφόρων “ἐκλαϊκευτῶν” καί σεξολόγων. Δέν εἶναι, λέει, οὐτοπία, νά ἐμπιστεύεσαι τήν ὕπαρξί σου, τή ζωή σου, τίς ὀνειροπολήσεις σου γιά μιά ἀνόρθωσι κρατική, κοινωνική, οἰκονομική, νά τά ἐμπιστεύεσαι ὅλα αὐτά σέ κρατικούς λειτουργούς, σέ πολιτικούς, σέ κυβερνῆτες, κάνοντας ἔκκλησι στήν συνείδησί τους, ἀφοῦ πρῶτα τούς ἔπεισες, πώς αὐτό πού λέμε “συνείδησι” εἶναι μιά λέξι χωρίς περιεχόμενο, τό πολύ, τεχνικός ὅρος. Εἶναι οὐτοπία, νά καταφεύγουμε στήν Πίστι, πού εἶναι τό πλημμύρισμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί δέν εἶναι, λέει, οὐτοπία, νά ζητᾶμε τή δύναμι τῆς ζωῆς στήν ἀπιστία, στήν ἄρνησι, στήν πνευματική νέκρα! »Οὐτοπία, εἶπαν, ὁ Χριστιανισμός! Μά… μά ἄν ὁ Χριστιανισμός εἶναι οὐτοπία, τότε τό μόνο πού δέν εἶναι οὐτοπία, εἶναι τό σημερινό μας κατάντημα κι ἡ φυσική του συνέχεια: Ὁ ὄλεθρος, ὁ θάνατος, ὁ ἐκμηδενισμός τοῦ παντός. Μά αὐτός ἀκριβῶς ὁ ἐκμηδενισμός, αὐτός εἶναι ἡ οὐτοπία! Γιατί πραγματικότητα εἶναι ἡ ζωή. Καί πραγματικότητα εἶναι ἀκόμη ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ σύγχρονου μισολιπόθυμου ἀνθρώπου, πρός τήν Πηγή τῆς ζωῆς. Κι αὐτή ἡ στροφή εἶναι πραγματικότητα. Ἡ σπουδαιότερη πραγματικότητα γιά τήν ἀνθρωπότητα τῆς ἐποχῆς μας. Dimitri Doudko: «Ἔχω σημειώσει ἕνα ἐνδιαφέροντα διάλογο ἀνάμεσα στό νεκρό πιά Ι. Εhrenbourg καί σ᾽ ἕνα γάλλο κομμουνιστή. Ὁ Εhrenbourg τοῦ εἶπε ὅτι ὁ κομμουνισμός τόν εἶχε κουράσει καί ὁ γάλλος κομμουνιστής ἔμεινε ἔκπληκτος πῶς μπορεῖ κανείς νά κουρασθῆ μέσα σέ πενήντα χρόνια. “Οἱ χριστιανοί”, τοῦ ἀπάντησε, “ἐργάζονται ἐδῶ καί 2.000 χρόνια καί δέν κουράσθηκαν ἀκόμα”. Κι ἐμεῖς θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε ὅτι οἱ χριστιανοί δέν εἶναι δυνατόν νά κουρασθοῦμε. Γιατί ὁ Θεός μας εἶναι αἰώνιος. Ἐνῶ οἱ ἄθεοι ἔχουν μιά προσωρινή θεότητα καί ἑπομένως κουράζονται. Θά ἤθελα ἀκόμα νά προσθέσω ὅτι ἄν ὁ ἀθεϊσμός εἶναι ἡ πίστι πού ἔρχεται ἀπό τή σκάλα ὑπηρεσίας, ὁ ἄθεος εἶναι ὁ πληρωμένος ἐργάτης τῆς πίστεως. Ἐάν ὁ ἀθεϊσμός δέν εἶχε εἰσβάλλει στήν πατρίδα μου, ὅπου σήμερα βασιλεύει, εἶναι πολύ πιθανόν ὅτι θά διστάζαμε ἀκόμα μπροστά στήν πίστι. Πόσα καί πόσα δέν γράφτηκαν στήν πατρίδα μας κατά τοῦ Θεοῦ πρίν ἀπό τήν ἐπανάστασι! Ἄν ὁ ἀθεϊσμός ἐξακολουθοῦσε νά προχωρῆ μέ τόν ἴδιο τρόπο πού προχωροῦσε πρίν ἀπό τήν ἐπανάστασι, δέν εἶναι καθόλου ἀπίθανο νά εἴχαμε χάσει ἐντελῶς τήν πίστι. Ἀλλά τώρα πού εἴδαμε τόν ἀθεϊσμό στήν πληρότητά του, στραφήκαμε στό Θεό…, καί πῶς! Ἕνας σημερινός πιστός ἀξίζει ὅσο δέκα προεπαναστατικοί πιστοί. Γιατί ὁ σημερινός πιστός πρέπει νά σηκώση στ᾽ ἀλήθεια τό σταυρό του καί νά ἀκολουθήση τό Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή πίστι. Ὅσο γιά τό βόλεμα καί τήν ἄνεσι, εἶναι τό χλιαρό τῆς Ἀποκαλύψεως· καί αὐτό εἶναι τό πιό ἐπικίνδυνο πρᾶγμα. Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἀθεϊσμός μᾶς βοηθάει νά φθάσουμε στήν πίστι. Θά σᾶς ἀναφέρω δυό γεγονότα: Ἕνας σοφός φυσικός βρῆκε τήν πίστι. Ὅπως συμβαίνει συνήθως τόν κάλεσαν νά παρουσιασθῆ στό δικαστήριο κι ἄρχισαν αὐτό τό ὁποῖο ὀνομάζουν σήμερα “ἀναμόρφωσι τοῦ ἀτόμου”. Ἀλλά ἄν καί εἶναι εὔκολο νά ἀναμορφώσης ἕνα ἀμόρφωτο ἄνθρωπο, εἶναι πολύ πιό δύσκολο ὅταν ἔχης νά κάνης μέ ἕνα σοφό. Τόν ρώτησαν, λοιπόν: Πές μας, πῶς ἐσύ πού εἶσαι ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος, πιίστεψες στό Θεό; —Μά διαβάζοντας τά ἀθεϊστικά βιβλία, ἀπάντησε ὁ σοφός. Χωρίς αὐτά τά βιβλία δέν θά εἶχα ποτέ ἀναρωτηθῆ σχετικά μέ τό Θεό· θά συνέχιζα ἁπλούστατα τά πειράματά μου. Αὐτά τά βιβλία μέ ἔσπρωξαν. Ἄρχισα νά σκέπτωμαι καί νά ξανασκέπτωμαι. Καί ἔγινα πιστός. Δεύτερο παράδειγμα: Ἦταν Πάσχα. Τό Πάσχα, ὅπως ξέρετε ἀκόμα καί οἱ ἄπιστοι πᾶνε στήν ἐκκλησία. Ἕνας καθηγητής μιᾶς ἀνωτάτης σχολῆς πῆγε στήν ἐκκλησία ἀπό ἁπλή περιέργεια. Τήν ὥρα τῆς λιτανείας ἔλειπε κάποιος καί ἐκεῖνος βρισκόταν ἀκριβῶς δίπλα. Τοῦ φόρεσαν ἕνα ράσο μέ τή θέλησί του καί πάντα ἀπό περιέργεια, ξεκίνησε μαζί μέ τους ἄλλους. Ἀλλά οἱ σπουδαστές του ἦταν ἐκεῖ καί φυσικά κατήγγειλαν τόν καθηγητή τους. Τόν κάλεσαν στό δικαστήριο ὅπου προσπάθησαν νά τόν ἐξευτελίσουν. Ἀλλά ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἄρχισε νά στοχάζεται πάνω στά θέματα τῆς πίστεως. Καί τώρα εἶναι πιστός. Νά, λοιπόν, ἕνα παράδειγμα τῆς χρησιμότητος τοῦ ἀθεϊσμοῦ στήν ἐποχή μας. Γι᾽ αὐτό εἶμαι πρόθυμος νά ἀναγνωρίσω ὅτι ὁ ἀθεϊσμός, πέρα ἀπό τή ζημιά τήν ὁποία κάνει, ἔχει καί κάποια χρησιμότητα» Ἐπισημαίνει ὁ Τσιρ.: «… Ὅταν μιλήσετε στά παιδιά σας…, μπορεῖτε νά τούς πῆτε πλέον ὅτι καί ἡ τόση ἀμείλικτη κριτική τήν ὁποία ἀσκοῦν ἐναντίον τῶν γονέων τους καί τῶν μεγαλυτέρων τους γενικά, ὅτι ἡ τόση κριτική εἶναι ἀστήρικτη καί ἄδικη καί ὅταν ἀκόμη πατᾶ ἐπάνω σέ ἀληθινά δεδομένα. Γιά τρεῖς λόγους. Διότι γενικεύει εὔκολα. Διότι δέν λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τήν ὁποία βεβαίως καί οἱ γονεῖς του ἔχουν καί τρίτο καί προπαντός διότι εἶναι ἀσυνεπεῖς. Τό παιδί εἶναι ἕτοιμο νά δείξη κατανόησι πρός τό Μάνσον καί τό Λυμπέρη [τούς φονιάδες] καί ὅλους τούς ἐγκληματίες τῶν δύο ἡμισφαιρίων, ἀλλά εἶναι ἀνοικτίρμον ὅταν πρόκηται γιά τούς γονεῖς του. Κρίνει ἀνελέητα τήν παραμικρή παρεκτροπή τους, τήν ἀδυναμία τους, τό ἐλάττωμά τους. Καί ἐδῶ θά θυμηθῶ τό Guitton. Αὐτός παίρνει μία σκέψι τοῦ Pascal καί τήν προσαρμόζει ὡραῖα στό θέμα τῆς κριτικῆς. Λέει, λοιπόν, ὁ Guitton: Ἡ κριτική ἀπομακρύνει ἀπό τή θρησκεία. Ἀλλά ἡ κριτική τῆς κριτικῆς ἐπαναφέρει σ᾽ αὐτήν. Καιρός, λοιπόν, εἶναι, κάποιος νά πῆ στά παιδιά, ὅτι στήν ἀπόλυτη καί ἀνελέητη κριτική τους κατά τῶν μεγαλυτέρων τους πού θέλουν νά τούς δείξουν τό χριστιανικό δρόμο δέν εἶναι κἄν συνεπεῖς. Διότι κρίνουν ἀλλά δέν συγκρίνουν. Βλέπουν τί τρωτό ὑπάρχει στό σπίτι τους, μολονότι χριστιανικό, ἀλλά δέν βλέπουν ἤ δέν θέλουν νά δοῦν τί γίνεται καί ἐκεῖ ὅπου τό τιμόνι τό κρατᾶ ἡ ἀπιστία. Ἐννοεῖται, ὅμως, ὅτι γιά νά τά ποῦν αὐτά οἱ γονεῖς πρέπει νά ἐκπληρώνωνται δύο προϋποθέσεις. Ἡ πρώτη… εἶναι ὅτι οἱ γονεῖς πρέπει νά μήν ὑπόσχωνται στά παιδιά τους ὅτι δέν θά δοῦν κανένα ψεγάδι ἐπάνω στούς χριστιανούς γονεῖς, καί νά παίζουν τό κρυφτοῦλι τάχα γιά λόγους παιδαγωγικῆς σκοπιμότητος. Διότι πρέπει νά ξέρουμε ὅτι μπορεῖς στή ζωή νά ἀποκρύψης τά πάντα. Ἕνα μόνο δέν μπορεῖς νά ἀποκρύψης, τήν ἀπόκρυψι· ὅτι κάτι κρύβεις. Καί τό παιδί θά φαντασθῆ πολύ χειρότερα ἀπό τήν πραγματικότητα. Γι᾽ αὐτό οἱ γονεῖς πρέπει νά ὁμολογήσουν καθαρά, ὅτι ἔχουν καί αὐτοί καί τίς ἀδυναμίες τους καί τά ἐλαττώματά τους καί τήν ἁμαρτωλότητά τους, ὅτι μέ μιά λέξι καί αὐτοί ἁμαρτωλοί εἶναι, ἁμαρτωλοί, ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται. Καί ὁ ἀγώνας τους αὐτός εἶναι ἱερός. Καί αὐτό τόν ἀγῶνα πρέπει τά παιδιά τους νά τόν σεβασθοῦν ἐάν δέν θέλουν ἀργότερα νά τόν νοσταλγήσουν. Ἀλλά, φυσικά, γιά νά τό ποῦν αὐτό οἱ γονεῖς πρέπει ὄντως ν᾽ ἀγωνίζωνται, καί νά τούς βλέπη τό παιδί ὅτι ὄντως ἀγωνίζονται γιά νά ἀνεβοῦν. Καί ἐρχόμαστε ἔτσι τώρα στή δεύτερη προϋπόθεσι. Εἶναι ἡ εἰλικρίνεια. Ἐλαττώματα ἔστω, σφάλματα ἔστω, ἁμαρτωλότητα ἔστω. Ὄχι, ὅμως, ἀνειλικρίνεια. Ὄχι λόγια στά ὁποῖα δέν πιστεύουμε καί διακηρύξεις γιά τίς ὁποῖες δέν προτιθέμεθα νά ἀγωνισθοῦμε τουλάχιστον. Καί κάτι ἄλλο ἐν παρόδῳ. Ἄς μάθουν οἱ γονεῖς νά λένε καί “δέν ξέρω” στίς διάφορες ἐρωτήσεις πού ὑποβάλλουν τά παιδιά. Τά παιδιά μποροῦν νά ρωτοῦν γιά τά πάντα. Ἀλλά ἄς μάθουν ὅτι οἱ γονεῖς δέν ἔχουν ἕτοιμη ἀπάντησι “περί τοῦ παντός καί μερικῶν ἄλλων ἀκόμη” καί ὅτι, γιά νά θυμηθῶ κάποιο παρεμφερές ἀνέκδοτο γιά τόν βιβλιοθηκάριο τοῦ βασιλιᾶ τῆς Γαλλίας Λουδοβίκου τοῦ ΙΔ´, πορευόμαστε μέ ὁδηγό ὄχι ἐκεῖνα τά ὁποῖα δέν ξέρουμε ἀλλά ἐκεῖνα τά ὁποῖα ξέρουμε. Καί ὁ γονιός θά πῆ ὅτι ξέρει τοῦτο: Ὅτι ὁ δρόμος ὁ χριστιανικός ὁδηγεῖ στή ζωή, ἐνῶ κάθε ἄλλος δρόμος πού δοκιμάσθηκε ὁδηγεῖ τελικά στήν ἀποτυχία, τό χάος, τήν καταστροφή. Μέ ἄλλα λόγια πρέπει νά ὁμολογήση ὁ γονιός στό παιδί ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι πρυτανεῖο γιά τούς ἀρίστους· εἶναι νοσοκομεῖο γιά τούς ἀρρώστους. Ἀλλά, παιδί μου, θά πῆ, δέν σοῦ ἀρέσει τό νοσοκομεῖο; Ἔχε ὑπ᾽ ὄψιν σου ὅτι ἔξω ἀπό τό νοσοκομεῖο ἐκτείνεται τό νεκροταφεῖο. Ἡ εἴσοδός του εἶναι λαμπρή, ἀλλά περικλείει τάφους. Προτιμᾶς τό νεκροταφεῖο ἀπό τό νοσοκομεῖο; Ἄλλη κουβέντα τότε! Ἤ, θά συνεχίση ὁ γονιός, παιδί μου θέλεις νά δεχθοῦμε αὐτό τό ὁποῖο πολλοί λένε, ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἕνα ὄνειρο; Ἔστω, λοιπόν, ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἕνα ὄνειρο. Γι᾽ αὐτό, ὅμως, καί ἡ εὐτυχία εἶναι ἕνα ὄνειρο. Διότι ἄν ὁ Χριστιανισμός ἦταν ὄχι μόνο διδασκαλία ἀλλά καί κοινωνική πραγματικότητα καί ἡ εὐτυχία θά ἦταν πραγματικότητα. Ὅπως, ὅμως, τήν εὐτυχία, μολονότι εἶναι ὄνειρο τήν κυνηγᾶμε, ἔτσι καί τό Χριστιανισμό καί ὄνειρο ἔστω σήμερα, προσπαθοῦμε νά κάνουμε πραγματικότητα. Διότι ἐκτός τῆς ὁδοῦ ἡ ὁποία λέγεται Χριστιανισμός, δέν ὑπάρχει ἄλλη πού ὁδηγεῖ πρός τήν εὐτυχία. Ἄν διαφωνῆς μαζί μου, τί νά σοῦ πῶ ἄλλο, ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶσαι, δοκίμασε καί ἄλλο δρόμο. Δοκίμασε καί τή φωτιά. Ἀλλά θά κάψης τά χέρια σου. Τουλάχιστον τότε νά μέ θυμηθῆς. Ἄς δοῦμε, ὅμως πῶς βλέπει τό στοίχημα τοῦ Pascal ἕνας πιστός, ὁ Μichael Green: «Ὁ Pascal τό τοποθέτησε μέ τόν πιό διασκεδαστικό τρόπο, ὅταν εἶπε ὅτι ἡ μετέπειτα ζωή εἶναι σάν ἕνα στοίχημα. Ἄν πιστεύης στό Θεό, δέν μειονεκτεῖς σ᾽ αὐτή τή ζωή καί ἔχεις ἕνα σημαντικό πλεονέκτημα στήν ἄλλη. Ἄν δέν πιστεύης, ἀλλά ἐξακριβώσης μετά τό θάνατο ὅτι εἶχες λάθος, εἶσαι σέ μέγιστη συμφορά! Ἀλλά, ἄς σοβαρευτοῦμε πιό πολύ. Τί λογική ὑπάρχει στό νά κλείσης τά μάτια σου στό Μόνο Πρόσωπο, πού ὄχι μόνο μᾶς τό ἐπιβεβαίωσε πλήρως, σπάζοντας τά δεσμά τοῦ θανάτου, καί ξαναγυρίζοντας στή ζωή, ὅτι ὑπάρχει μετέπειτα ζωή, ἀλλά καί μᾶς ἔδειξε πῶς νά φθάσουμε ἐκεῖ; Στίς ἐπιχειρήσεις ἤ στό ἐμποριο θά ὑπολογιζόταν ὡς τρέλλα νά ἐργάζεσαι γιά μικρά-περιορισμένα κέρδη καί νά ἀμελῆς γιά τήν ὑπερτίμησι ἤ ὑποτίμησι τοῦ κεφαλαίου. Ὅμως αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει στον ἄνθρωπο πού δέν ἐνδιαφέρεται γιά τή ζωή μετά θάνατον. Ἐργάζεται γιά μικρούς-περιορισμένους στόχους καί δέν δίνει σημασία στό γεγονός ὅτι τό κεφάλαιό του, ἡ ζωή του, ἔχει ὑποτιμηθῆ στό μηδέν, ἐνῶ θά μποροῦσε, τοποθετώντας το σωστά, νά ἔχη ἀπεριόριστη ὑπερτίμησι. Οἱ Χριστιανοί στηρίζονται ὄχι μόνο πάνω στά ντοκουμέντα, πού γράφτηκαν πρίν 2000 χρόνια, ἀλλά καί μέ βάσι τή συνεχιζόμενη παγκόσμια πεῖρα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς τῆς Ναζαρέτ ἔχει σπάσει τό τελικό ἐμπόδιο τοῦ σύμπαντος: Τό θάνατο. Ἴσως ἔχουν δίκιο, ἴσως ὄχι. Αὐτό ἐσύ πρέπει νά τό κρίνης, μετά ἀπό ἔρευνα»