Βάπτισμα - Χρίσμα - Γλωσσολαλιά

Γιά Νηπιοβαπτισμό: «Μέ τήν ἴδια λογική θά μποροῦσε κανεῖς νά ὑποθέσει ὅτι εἶναι προτιμότερο νά μή δίνατε τροφή στό παιδί σας ἀλλά νά περιμένετε μέχρις ὅτου μεγαλώσει καί εἶναι σέ θέσι νά διαλέξει μόνο του τό διαιτολόγιό του. Ἤ ὅτι εἶναι καλύτερα νά μή μιλᾶτε στό παιδί σας ὥστε νά διαλέξει μόνο του ποιά γλῶσσα θά μιλήσει».

Βαπτίζοντες αὐτούς: οὔτε ἡλικία καθόρισε, οὔτε τό νηπιοβαπτισμό ἀπηγόρευσε. Τό ἴδιο καί οἱ βαπτισμοί ὑπό τῶν ἀποστόλων: «προσέταξέ τε αὐτούς βαπτισθῆναι»(Πρξ 10, 48)· «ἐβαπτίσθη [ἡ Λυδία] καί ὁ οἶκος αὐτῆς»(Πρξ 16, 15)· «Καί παραλαβών αὐτούς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρα τῆς νυκτός ἔλουσεν ἀπό τῶν πληγῶν, καί ἐβαπτίσθη αὐτός καί οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα»(Πρξ 16, 33)· «Κρίσπος δέ ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐπίστευσε τῷ Κυρίῳ σύν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ· Καί πολλοί τῶν Κορινθίων ἀκούοντες ἐπίστευον καί ἐβαπτίζοντο»(Πρξ 18, 8)· «Ἐβάπτισα δέ καί τόν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπόν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα»(Α´ Κορ 1, 16). «Τά σχετικά χωρία τῆς Γραφῆς φανερώνουν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καί ὁ Ἰωάννης δέν ράντιζαν, ἀλλά βάπτιζαν μέσα στό νερό· (Ἰω 3, 23) “Ἦτο δέ καί ὁ Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνών πλησίον τοῦ Σαλείμ, διότι ἦσαν ἐκεῖ ὕδατα πολλά καί ἤρχοντο καί ἐβαπτίζοντο”. Τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι δέν τούς ράντιζε, ἀλλά τούς βάπτιζε μέσα στό νερό. Βαπτίζω σημαίνει καταδύω, βυθίζω, ἀλλά ποτέ ραντίζω. (Μθ 28, 19) “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς” (Μθ 3, 16) “Καί βαπτισθείς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθύς ἀπό τοῦ ὕδατος”. Γιά νά ἀνεβῆ κάποιος, σημαίνει ὅτι πρῶτα κατέβηκε. (Πρξ 8, 36) “Ἰδού ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι;” - Τό βάπτισμα κατά τόν Παῦλο εἰκονίζει τήν ταφή καί τήν ἀνάστασι· “συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος είς τόν θάνατον· ἵνα, ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ὑμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν”(Ρμ 6, 4)· “συνταφέντες αὐτῷ ἐν τιῶ βαπτίσματι, ἐν ιὧ καί συνηγέρθητε διά τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ” (Κολ 2, 12). Ἀπό ὅλα αὐτά τί πιστοποιεῖται; ὅτι ἡ βάπτισι ἦταν κατάδυσι.

Γιατί, λοιπόν, ἡ παπική ἐκκλησία ἐπιμένει νά θέλη τό βάπτισμα ὡς ράντισμα; Καί γιατί νά λησμονῆ τά σωζόμενα μέχρι καί σήμερα βαπτιστήρια (κολυμβῆθρες) ἀρχαιότερων χρόνων της, ἀπόδειξι φανερώτατη ὅτι οἱ βαπτιζόμενοι καταδύονταν καί δέν ραντίζονταν;». «Κατάδυσι στό ὕδωρ. Ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ πιστός μέ τό Βάπτισμα συνθάπτεται μέ τόν Κύριο καί ἀπό τήν πληροφορία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος καί ὁ εὐνοῦχος τῆς Κανδάκης “Κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τό ὕδωρ καί ἐβάπτισεν αὐτόν καί ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος”, συμπεραίνουμε ὅτι ἤδη ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους “διά καταδύσεως ἡ πρός τόν Θεόν ἡμῶν ἄνοδος γίνεται”. Ἄλλωστε τό ἴδιο τό ὄνομα τοῦ Μυστηρίου σημαίνει κατάδυσι, “βούτηγμα” στό ὕδωρ. Παραπλήσια φυσικά εἶναι ἡ σημασία τοῦ ἄλλου ὀνόματος τοῦ Μυστηρίου: “λουτρόν παλιγγενεσίας”». «Τό ὄνομα τοῦ βαπτισθέντος γράφτηκε στούς καταλόγους τῶν μαχητῶν. Ἡ τιμή ὅμως τοῦ μαχητοῦ ἔγκειται στά κατορθώματά του κι ὄχι μόνο στό στρατιωτικό βαθμό του. Ἄλλωστε, τί σημαίνει τό βάπτισμα χωρίς ἀγῶνα;». «Στό θέμα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ψυχή καί εἶνε μόνο σῶμα. Καί γιά ἀποδείξι χρησιμοποιεῖτε τά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης, πού μέ τήν ἀνατομία δέν βρῆκε πουθενά ψυχή! Γιατί, λοιπόν, δέχεσθε αὐτό, πού στήν πραγματικότητα δέν εἶνε πόρισμα ἐπιστημονικό, ἀλλά θεωρία ὑλιστῶν καί ἀθέων, καί δέν δέχεσθε τή μετάγγισι, πού εἶνε ὄντως ἐπιστημονικό πόρισμα καί ἀνάγκη τῆς ζωής; Κατηγορεῖτε τήν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, κύριοι χιλιασταί, ὅτι ἀναγνώρισε τό νηπιοβαπτισμό καί βαπτίζει τά βρέφει χωρίς νά τά ρωτήση. Σεῖς ρωτήσατε τά βρέφη σας ἄν ἀρνοῦνται τή μετάγγισι, ἄν ἔχουν τή δική σας ἀνόητη καί ἀπάνθρωπη νοοτροπία; Θυμᾶστε τά λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς φαρισαίους γιά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου “ἐπιτρέπεται νά ἀγαθοποιῆ κανείς τό Σαββάτο ἤ νά κακοποιῆ;” Τό νόημα τοῦ ἐρωτήματος εἶνε· Ὅταν κανείς μπορῆ νά σώση ἕναν ἄνθρωπο καί δέν τόν σώζει, ἐπειδή τυχαίνει καί εἶνε Σάββατο, εἶνε σά νά τόν σκοτώνη. Ὅταν μπορῆ κανείς να σώση ἕναν ἀπό τό θάνατο δίνοντας αἷμα καί δέν δίνει, διότι ἔχει τήν πλάνη ὅτι ἀπαγορεύεται ἀπό τόν Θεό ἤ ἔστω καί τήν ἀντίληψι ὅτι εἶνε ἐντολή Θεοῦ —ὅπως ἐντολή Θεοῦ ἦταν καί ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου—, αὐτός εἶνε ἐγκληματίας, σκοτώνει ἄνθρωπο». «“Ἀναπαυομαι ἐδῶ, ἕνα παιδί πού στερήθηκε τή ζωή, πρωτότοκο ἑνός καλοῦ πατέρα καί μιᾶς ὡραίας μητέρας, ἡλικίας δύο ἐτῶν, ἀγαπημένο ἀπό τό Θεό, χαριτωμένο, γεννημένο τήν ἡμέρα τοῦ ἥλιου, πού πίκρανε (μέ τό θάνατό του) τούς γλυκούς καί καλούς γονεῖς του. Παιδί τοῦ Θεοῦ”. “Ἐνθάδε κεῖται ὁ Ζώσιμος, πιστός, ἀπό γονεῖς πιστούς δύο χρόνων, ἑνός μηνός καί δεκαπέντε ἡμερῶν”. “Ἡ Τύχη, ἡ γλυκειά, ἔζησε ἕνα χρόνο, δέκα μῆνες δεκαπέντε ἡμέρες. Ἔλαβε (τό βάπτισμα) στίς 8 τῶν καλανδῶν· παρέδωσε (τήν ψυχή της) τήν ἑπόμενη ἡμέρα”. “Ἐνθάδε κεῖται Κυριάκος, δοῦλος Θεοῦ, μικρό παιδί, ἀγνό. Οἱ γονεῖς του, Διονύσιος καί Ζωσίμη, κατασκεύασαν τό μνημεῖο γιά τό πολύ γλυκό τους γυιό”. “Στόν Εὐτυχιανό, γυιό πολύ τρυφερό, ὁ πατέρας του Εὔτυχος ἀφιέρωσε (αὐτή τήν ἐπιγραφή). Ἔζησε ἕνα χρόνο δέκα μῆνες, τέσσερες ἡμέρες. Δοῦλος Θεοῦ”. (27) “Στήν Ἰουλία Φλορεντίνα, πολύ γλυκό καί ἁγνό παιδί, πού ἔγινε πιστή, ἔφτιασε ὁ πατέρας της (αὐτή τήν ἐπιτάφια πλάκα). Γεννήθηκε ἐθνική τήν παραμονή τῆς ἑβδόμης Μαρτίου πρίν φωτίσει ἡμέρα, ὅταν ὁ Ζωίλος ἦταν Διοικητής τῆς ἐπαρχίας. Ἔγινε πιστή ὕστερα ἀπό 18 μῆνες καί 20 ἡμέρες τήν ὄγδοη ὥρα τῆς νύκτας, τήν ὥρα τοῦ θανάτου της. Ἔζησε ἀκόμη τέσσερες ὧρες, ὥστε νά λάβη καί πάλι αὐτό πού ἦταν συνήθεια (θ. εὐχαριστία). Πέθανε στήν Ὕμηλα τήν ἕβδομη ἡμέρα τῶν καλανδῶν τοῦ Ὀκτωβρίου, τήν πρώτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Καθώς οἱ γονεῖς της ἔκλαιγαν δίχως σταματημό τό θάνατό της, ἡ φωνή (τοῦ Θεοῦ) τῆς μεγαλειότητος ἀνυψώθηκε τήν νύκτα καί ἀπαγόρευσε τούς λυγμούς πάνω στή νεκρή. Τό σῶμα της τάφηκε μέ τήν κάσα της, τήν τέταρτη ἡμέρα τῆς ἑβδόμης τοῦ Ὀκτωβρίου, ἀπό τόν Ἱερέα, δίπλα στούς μάρτυρες”». «Ὁ νονός ἔχει μεγάλη εὐθύνη. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ὑποσχεθῆ σέ μιά φιλική οἰκογένεια ὄτι ἕνα παιδάκι τους θά τό βά(125)πτιζε κάποιος ἀπό τήν οἰκογένειά μας. Ὅταν ἦρθε ἐκείνη ἡ ὥρα, ἔλειπαν ὅλοι οἱ δικοί μου καί μοῦ εἶπαν νά τό βαπτίσω ἐγώ. Ἤμουν τότε δεκαέξι χρόνων καί δέν ἤθελα νά τό βαπτίσω, γιατί αἰσθανόμουν τήν εὐθύνη πού θά ἀναλάμβανα. Βρέθηκα σέ δύσκολη θέσι. Ἔκανα λοιπόν προσευχή. “Θεέ μου, εἶπα, ἄν εἶναι νά γίνη καλός ἄνθρωπος, πάρε ἀπό ἐμένα ὅλα τά χρόνια καί δῶστα σ᾽ αὐτό. Ἄν ὅμως εἶναι νά γίνη κακός, πάρ᾽το τώρα πού εἶναι ἀγγελούδι”. Τό βάπτισα καί τό ὀνόμασα Παῦλο. Σέ μιά ἑβδομάδα πέθανε. Στόν οὐρανό τώρα εἶναι ἀσφαλισμένο». «“Τό νερό τοῦ βαπτίσματος”, λέει ἕνας χριστιανός ἅγιος, “εἶναι γιά μᾶς καί τάφος καί μητέρα”. Τάφος, γιατί μέσα σ᾽ αὐτό τό νερό ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι περιορισμένος στά ἐπίγεια καί στά ὑλικά, στή “σάρκα καί τό αἷμα”. Μητέρα, γιατί μέ τήν ἀνάδυσι ἀπ᾽ αὐτό τό νερό γεννιέται ἕνα νέο πρόσωπο —καθαρισμένο, συγχωρημένο, ἀναγεννημένο, πού ζῆ ἤδη ἐδῶ καί τώρα μία νέα καί αἰώνια ζωή». «Ὡς προτεστάντης δέν ἤμουν ἀφοσιωμένος μόνο στό sola scriptura ἀλλά καί στό sola gratia. Στ’ ὅτι δηλ. ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο διά τῆς χάριτος. Ἡ πεποίθησί μου, ὅμως, ὅτι τά παιδιά δέν μποροῦν νά βαπτισθοῦν μέχρι νά φθάσουν σέ “ἡλικία εὐθύνης” μέ ὁδηγοῦσε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ χάρι καί μόνο δέν σώζει. Γιατί πίστευα οὐσιαστικά ὅτι ἡ σωτηρία ἑνός παιδιοῦ δέν ἐξαρτᾶται τελικά ἀπ’ τή χάρι, ἀλλά ἀπ’ τή δυνατότητα κατανοήσεως τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας. Ὅσο καί νά θέλη, λοιπόν, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά κατοικήση στήν ψυχή ἑνός παιδιοῦ, θά πρέπη νά περιμένη μέχρι αὐτό νά φθάση σ’ ἕνα συγκεκριμένο διανοητικό ἐπίπεδο. Πίστευα, λοιπόν, στή “σωτηρία διά τῆς κατανοήσεως καί τῆς χάριτος” κι ὄχι στό sola gratia. Τότε, ὅμως, ἦλθε κι ὁ ἀντίλογος: “Ὄχι! Παρότι πρέπει νά φθάση τό παιδί σέ ἡλικία πού νά μπορῆ νά κατανοήση τή σωτηρία προτοῦ τή δεχθῆ, ἡ σωτηρία του βασίζεται ἀποκλειστικά (215) καί μόνο στή χάρι. Γιατί ἡ χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή πού ὁδηγεῖ τό παιδί στό ν’ ἀντιληφθῆ τήν ἀνάγκη γιά τό Θεό, νά βιώση τήν πίστι καί νά ὁμολογήση τό Χριστό”. Αὐτό, ὅμως, δέν ἀλλάζει τίποτε ἀπολύτως. Γιατί ἄν ὄντως ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, εἶναι προφανές ὅτι γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ ἡ χάρι εἶναι παροῦσα, ἐνῶ δέν ὑπάρχει σωτηρία. Προφανῶς, λοιπόν, χρειάζεται κάτι περισσότερο ἀπ’ τή χάρι γιά νά σωθῆ ἕνα παιδί. Γιά νά μείνω πιστός στήν προτεσταντική μου θεολογία ἔπρεπε νά πιστέψω ὅτι μέχρι τά παιδιά νά φθάσουν στό διανοητικό ἐπίπεδο πού θά τούς ἐπέτρεπε νά κατανοήσουν τήν ἁμαρτωλότητά τους καί νά ὁμολογήσουν τήν πίστι τους στό Χριστό, δέν μποροῦν νά σωθοῦν. Τό παράδοξο αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ μ’ ἀναστάτωσε ἀφάνταστα, ὅταν μάλιστα ἀναλογίσθηκα ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς εἶπε ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνήκει στά παιδιά (Λκ 18, 16). Σ’ αὐτό ἐντούτοις ἔσπευσα ν’ ἀπαντήσω μέ τήν ἑξῆς παλαιά καί κοινότυπη δικαιολογία: “Ὁ Θεός μεριμνᾶ γιά τά βρέφη καί τά μικρά παιδιά. Ξέρει ὅτι στήν ἡλικία τους δέν μποροῦν ν’ ἀντιληφθοῦν τήν ἀνάγκη γιά σωτηρία. Ἄν, λοιπόν, κάποιο πεθάνη, ὁ Θεός δέν θά τό καταδικάση”. Τά λόγια αὐτά τά κήρυξα κι ἐγώ ὁ ἴδιος πολλάκις ἀπό ἄμβωνος. Καθώς, ὅμως, βάδιζα πρός τήν Ὀρθοδοξία, ἄρχισα ν’ ἀντιλαμβάνωμαι (216) τίς μᾶλλον ζοφερές συνέπειες τῶν ὅσων δίδασκα τόσα χρόνια. Αὐτό τό ὁποῖο διακήρυττα ἦταν οὐσιαστικά ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν μπορεῖ νά κατοικήση μέσα σ’ ἕνα βρέφος ἤ σ’ ἕνα μικρό παιδί, παρά μόνο ἄν αὐτό πεθάνη! Ἄν πεθάνη, πηγαίνει στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, ὅπου πιά νοιώθει τή γεμάτη ἀγάπη παρουσία Του. Ἄν ζήση, ὅμως, βρίσκεται σέ μία πνευματική ἀπομόνωσι, ὅπου καί τό παιδί κι ὁ Θεός περιμένουν τή μέρα κατά τήν ὁποία θά μπορέση αὐτό νά καταλάβη ἐπιτέλους ὅτι Τόν χρειάζεται! Κατάλαβα τελικά ὅτι ἡ ἄποψί μου γιά τήν πνευματική κατάστασι τῆς νηπιακῆς καί παιδικῆς ἡλικίας ἦταν μᾶλλον σκληρή. Τελικά βρέθηκα ἀντιμέτωπος μέ τό ἑξῆς ἐρώτημα: Εἶναι δυνατό ὁ Ἰησοῦς ν’ ἀντιμετώπιζε ἔτσι τά παιδιά, ὅταν εἶπε “ἄφετε τά παιδία ἔρχεσθαι πρός με καί μή κωλύετε αὐτά∙ τῶν γάρ τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ”(Λκ 18, 16); Θυμᾶμαι ὅτι εἶχα ἐξοργισθῆ καθώς συνειδητοποιοῦσα αὐτές τίς ἀλήθειες. Ὅλες αὐτές οἱ τυπικές προτεσταντικές μου ἀπόψεις ὅσον ἀφορᾶ τόν νηπιοβαπτισμό ἦταν τελείως ἀπαράδεκτες. Ἦταν ξεκάθαρα ἀντίθετες μέ τήν προειδοποίησι τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ ὅτι “ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”(Μθ 18, 3). Ἐπέμεινα, ὅμως, καί εἶπα: “Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ, λοιπόν, πράγματι καί στά μικρά παιδιά. (217) Ἡ δυνατότητα μετανοίας, ὅμως, εἶναι ἡ μόνη ἀπόδειξι ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μέσα στό παιδί. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ βαπτίσματος, πρίν νά φθάση τό παιδί σέ ἡλικία κατά τήν ὁποία νά μπορῆ ν’ ἀναλάβη τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του καί νά μετανοήση, κάτι τό ὁποῖο τά βρέφη δέν μποροῦν νά κάνουν”. Σκέφθηκα, ὅμως, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἴσως ἐννοοῦσε κάτι παραπάνω ἀπ’ τή μετάνοια ὅταν εἶπε ὅτι πρέπει νά γίνουμε σάν τά παιδιά γιά νά κερδίσουμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μήπως μιλοῦσε γιά τήν πραότητα, τήν ταπείνωσι καί τήν ἁπλότητα τῆς πίστεως πού τά διακρίνει; Δέν εἶναι αὐτά στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ; Εγώ ὁ ἴδιος πολλές φορές ταπεινώθηκα κι ἀναλύθηκα σέ δάκρυα, ὅταν μέσα ἀπό μικρά παιδιά ἄκουσα τή φωνή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί εἶμαι σίγουρος ὅτι καί πολλοί ἄλλοι προτεστάντες ἔχουν παρόμοιες ἐμπειρίες. Βεβαιώθηκα, λοιπόν, ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά κατοικήση στίς καρδιές τῶν παιδιῶν. Μ’ αὐτή τή διαπίστωσι, ὅμως, εἶχα διανύσει ἕνα πλήρη κύκλο φθάνοντας στό σημεῖο ἀπ’ ὅπου ξεκίνησα καί βρέθηκα πιά σέ ἀπόλυτη ἀντίθεσι μέ τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου: “Μήτι τό ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ μή βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔλαβον καθώς καί ἡμεῖς;”(Πρξ 10, 47). Ἐπιτέλους κατάλαβα ὅτι τά παιδιά πρέπει νά (218) βαπτίζωνται. Γιατί, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, τό βάπτισμα καί ἡ ἐνοίκησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι στοιχεῖα ἀδιάσπαστα μεταξύ τους. Τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου τή μέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ Σαμαρεῖτες χριστιανοί καί ἡ οἰκογένεια τοῦ Κορνηλίου εἶναι ἀδιαφιλονίκητα παραδείγματα πού ἀποδεικνύουν ὅτι ὅπου ὑπάρχει τό ἕνα, ὑπάρχει ἀπαραίτητα καί τό ἄλλο». «Τό ἱερό Βάπτισμα δέν ἔχει κάποια σχέσι μέ τούς θρησκευτικούς δι᾽ ὕδατος καθαρμούς τῶν Ἐθνικῶν. Μέ τό ἱερό Βάπτισμα ὁ πιστεύων ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε ἁμαρτία καί καθίσταται μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Στό βάπτισμα πεθαίνει ὁ παλαιός μέσα μας ἄνθρωπος γιά νά γεννηθῆ ὁ καινός κατά Χριστόν ἄνθρωπος· τό Βάπτισμα εἶναι ὄχι μόνο ὁ τάφος τοῦ παλαιοῦ ἁμαρτωλοῦ βίου, ἀλλά καί τό λίκνο τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὁ Χριστός, λέει ὁ Ἀπόστολος, “ἔσωσεν ἡμᾶς διά λουτροῦ παλιγγενεσίας καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου”(Τίτ 3, 5) καί “ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε”(Γαλ 3, 26). Τελετουργικοί καθαρμοί μέ νερό ἦταν συνήθεις σ’ ὅλες τίς θρησκεῖες, ἀλλά ἀποτελοῦσαν μέρος τῆς προπαρασκευῆς γιά τή μύησι, ὄχι τῆς ἴδιας τῆς μυήσεως. Αὐτοί προηγοῦνταν τῆς μυήσεως, ἀλλά μποροῦσαν νά τελοῦνται καί πρίν ἀπό κάθε ἄλλη ἱεροτελεστία, καί δέν εἶχαν καμμιά σχέσι μέ τήν ἀναγέννησι τοῦ μύστη, πού γινόταν μέ μόνη τή μύησι».