Πιστεύω στο Θεό

«Ἀπορία: Δέν μπόρεσα νά ἐννοήσω γιατί, ἄν ὑπῆρχε συλλογισμός πού λογικά νά ἀποκλείη τή μή ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, θά ἔπαυε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἄνθρωπος.

Ἀπάντησι: Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔβλεπε τό Θεό, τότε θά ἦταν μηχανή κι ὄχι ἄνθρωπος. Διότι συστατικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐλευθερία. Τό Ρωμαϊκό Δίκαιο ἔλεγε ὅτι ὁ δοῦλος, ἐπειδή δέν εἶναι ἐλεύθερος, εἶναι res, εἶναι πρᾶγμα, δέν εἶναι ἄνθρωπος. Καί διασφάλισι τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ πίστι. Ἕνας ἄνθρωπος πού ψηλαφεῖ, αὐτός πιά δέν πιστεύει. Εἶναι ἕνα εἶδος καταναγκασμοῦ. Γι᾽ αὐτό, πρωτόγονες φυλές ἤ πρωτόγονοι ἄνθρωποι πού ὑποθετικά ὅλο βλέπουν θαύματα, κλπ., δέν ἐνεργοῦν πλέον μέ τρόπο ἡρωϊκό, ἐπειδή δέν εἶναι ἐλεύθεροι. Γι᾽ αὐτούς ἡ ὕπαρξι τοῦ θαύματος κλπ., τοῦ ὑπερφυσικοῦ, εἶναι τόσο ψηλαφητή, ὥστε στίς πράξεις τους δέν ὑπάρχει ἀξία. Ξέρετε ποῦ ὑπάρχει ἀξία; Ὅταν καί ἡ πίστι ἀκόμη σταυρώνεται… Ὁ σταυρός εἶναι ἀκόμη καί γιά τήν πίστι… Ὁ Θεός, ὁ Παντοδύναμος πού προτιμᾶ νά μᾶς ἀφήνη νά πιστεύουμε, τό κάνει γιατί μᾶς θέλει ἐλεύθερους. Πρέπει, δηλαδή, τό ὅτι εἶμαι καλός, νά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μου ἐλεύθερης ἐκλογῆς. Ἄς ὑποθέσουμε, κύριοι, ὅτι ἡ ἀρετή ἀπαιτεῖ νά βάλω μιά ὑπογραφή. Δέν θά εἶμαι, ὅμως, ἐλεύθερος, ἄν μοῦ πάρετε τό χέρι καί μοῦ βάλετε τήν ὑπογραφή. Καί, δέν εἶμαι ἐλεύθερος, ὅταν βρίσκωμαι κάτω ἀπό ἕναν ἐξαναγκασμό.

Εἶμαι ἐλεύθερος μόνο, ὅταν εἶναι στό χέρι μου νά τό δεχθῶ ἤ νά μήν τό δεχθῶ αὐτό. Ἡ πίστι εἶναι κάπως θέμα βουλήσεως». Ἐπισημαίνει, ἐπίσης γιά τήν «πίστι σέ μία ὑπερτάτη δημιουργική δύναμι πού δημιούργησε τόν κόσμο. Τή Δύναμι αὐτή δέν τήν βλέπουμε, δέν τήν ἐλέγχουμε, δέν τήν συλλαμβάνει κανένα τηλεσκόπιο, δέν κλείνεται σέ κανένα ἐπιστημονικό ἐργαστήριο. Ὁ ἄνθρωπος, ἁπλούστατα, πίστευε στή Δύναμι αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ἀντικείμενο ὄχι ἐπιστημονικῆς ἀποδείξεως ἀλλά πίστεως. Μήπως, ὅμως, ἀντικείμενο πίστεως δέν εἶναι καί ἡ ἀντίθετη ἄποψι, ἡ, ἄς τήν ποῦμε ἔτσι, ἀθεϊστική; Μήπως ὑπάρχει, μήπως εἶναι νοητό ὅτι θά ὑπάρξη, ἐπιστημονική ἀπόδειξι τοῦ ἀθεϊσμοῦ; Τό θέμα τῆς ὑπάρξεως ἤ τῆς μή ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἁπλούστατα, ἔξω, ἀπείρως ἔξω, ἀπ’ τά ὅρια ὅπου φθάνει ἡ ἐπιστημονική ἀπόδειξι, ἡ παρατήρησι, τό πείραμα, ὁ μαθηματικός λογισμός. Ἐπ’ αὐτῶν τῶν θεμάτων ἀπόδειξι ἐπιστημονική ἀποκλείεται ἐκ τῶν προτέρων διότι τό ἀνθρώπινο μυαλό δέν μπορεῖ νά τά συλλάβη, νά τά ἐλέγξη, νά δημιουργήση ἀποδείξεις ἐπιστημονικές ἐπ’ αὐτῶν. Ὅ,τι καί νά πῆς ἐπ’ αὐτῶν θά τό πῆς ὡς πίστι, ὄχι ὡς ἐπιστήμη. Καί ὁ ἀθεϊσμός πίστι εἶναι. Καμμία ἐπιστήμη δέν ἔδωσε στόν ἀθεϊσμό τό δικαίωμα νά τήν ἐπικαλῆται ὡς στήριγμα, καί πλαστή εἶναι κάθε ἐπίκλησι τῆς ἐπιστήμης στά θέματα αὐτά». «Μέχρι τώρα κάναμε λόγο γιά τόν θρησκευτικά “ἀδιάφορο” ἄνθρωπο, πού ἀποτελεῖ καί τήν πλειοψηφία τῶν περιπτώσεων θρησκευτικῆς ἀμφισβητήσεως. Μιά ἄλλη κατηγορία εἶναι ὁ “πολέμιος” τοῦ Θεοῦ. Γιά τή περίπτωσί του δέν χρειάζεται νά σημειωθοῦν πολλά, ἐφόσον τό ἴδιο τό γεγονός τῆς πολεμικῆς μαρτυρεῖ, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τή παραδοχή τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἀφιερώνει τή ζωή του νά πολεμήση μιά σκιά ἤ κάτι τό ἀνύπαρκτο; Κι ἄν κανείς ἰσχυρισθῆ ὅτι τό κάνει γιά νά ἐλευθερώση τούς ἄλλους ἀπό τήν “ἄγνοια” ἤ τό “σκοταδισμό”, εὔλογα τίθεται τό ἐρώτημα γιά τό λόγο πού τόν κάνει νά χρησιμοποιῆ συνήθως “ἀποδεικτικά” μέσα πού ξεπερνοῦν τήν πειθώ, καί πού κινοῦνται ἀπό τήν εἰρωνεία μέχρι καί, κατά περίπτωσι, τήν κάθε λογῆς πνευματική ἤ ὑλική βία. Ἡ ὑπερβολή αὐτή κατά τήν ἐκτέλεσι τῆς ἀποστολῆς τοῦ “πολεμίου” μαρτυρεῖ ἕνα “ἱεραποστολικό” ζῆλο πού ὑποσημειώνει προσωπική θυμική στράτευσι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ γεγονός πού μέ τή σειρά του, ἐπιβεβαιώνει ὅσα εἰπώθηκαν παραπάνω, ὅτι δηλαδή πολεμώντας τό Θεό δέχεται τήν πραγματικότητά Του». «Ἕνας φίλος σας, σᾶς λέει ἀσταμάτητα ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός! Αὐτό σᾶς βασανίζει σάν μαστίγωμα. Μάχεσθε γιά τή ψυχή σας καί τή ζωή σας. Καλά καταλάβατε: ἄν δέν ὑπάρχη ζωντανός καί παντοδύναμος Θεός, δυνατότερος ἀπ’ τό θάνατο, τότε ὁ θάνατος εἶναι ὁ μόνος παντοδύναμος θεός. Τότε ὅλα τά ζωντανά πλάσματα στόν κόσμο εἶναι παιχνιδάκια στά πόδια τοῦ παντοδύναμου θανάτου, σάν μικρός ποντικός στά πόδια πεινασμένης γάτας. Μιά φορά ἀναστατωμένος εἴπατε στόν κακομοίρη φίλο σας: “Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἐσύ δέν ὑπάρχεις”! Καί δέν κάνατε λάθος. Ἀφοῦ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι χωρίζονται ἀπ’ τόν αἰώνιο Ζωοδότη σ’ αὐτό τόν κόσμο, θά εἶναι χωρισμένοι καί στόν ἄλλο. Καί ἔτσι οὔτε ἐδῶ οὔτε ἐκεῖ δέν θά ξέρουν γιά τό θαυμαστό Δημιουργό ὅλων τῶν πλασμάτων. Ἀλλά ὁ χωρισμός ἀπό Ἐκεῖνον εἶναι χειρότερος ἀπ’ τό νά μήν ὑπάρχη. Στή θέσι σας ἐγώ θά τοῦ ἔλεγα ἀκόμα καί τό ἑξῆς: Λανθασμένα λές, φίλε, ὅτι δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἐνῶ ὀρθά θά λές ἄν πῆς: “Δέν ἔχω Θεό”. Ἀφοῦ ἐσύ ἀπό μόνος σου βλέπεις, ὅτι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι γύρω σου Τόν αἰσθάνονται, γι’ αὐτό καί σοῦ λένε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Λοιπόν, δέν εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει ὁ Θεός ἀλλά ἐσύ δέν Τόν ἔχεις. Μιλᾶς λανθασμένα, ὅπως ὁ ἄρρωστος πού θά ἔλεγε ὅτι δέν ὑπάρχει ὑγεία στόν κόσμο. Αὐτός μπορεῖ μόνο νά πῆ δίχως νά ψεύδεται: “Ἐγώ δέν εἶμαι ὑγιής”, ἐνῶ θά ψευδόταν ἄν ἔλεγε: “Δέν ὑπάρχει γενικῶς ὑγεία στόν κόσμο”. Μιλᾶς λανθασμένα, ὅπως καί ὁ τυφλός πού θά ἔλεγε ὅτι δέν ὑπάρχει φῶς στόν κόσμο. Ὑπάρχει φῶς, ὅλος ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος ἀπό φῶς, ἀλλά αὐτός, ὁ κακόμοιρος τυφλός, δέν ἔχει φῶς. Ἄν θά ἤθελε νά μιλήση σωστά, τό μόνο τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά πῆ εἶναι: “Ἐγώ δέν ἔχω φῶς”. Μιλᾶς λανθασμένα, σάν τό ζητιάνο πού θά ἔλεγε ὅτι δέν ὑπάρχει χρυσός στόν κόσμο. Ὑπάρχει ὁ χρυσός στή γῆ καί κάτω ἀπ’ τή γῆ. Ὅποιος λέει ὅτι δέν ὑπάρχει χρυσός γενικῶς λέει ψέμματα. Θά ἔλεγε ἀλήθεια ἄν ἔλεγε: “Ἐγώ δέν ἔχω χρυσό”. Μιλᾶς λανθασμένα, ὅπως καί ὁ κακοποιός πού θά μᾶς ἔλεγε ὅτι δέν ὑπάρχει καλοσύνη στόν κόσμο. Σ᾽ ἐκεῖνο τόν ἴδιο δέν ὑπάρχει καλοσύνη, ὄχι στόν κόσμο. Γι’ αὐτό δέν θά ἔκανε λάθος ἄν θά ἔλεγε: “Ἐγώ δέν ἔχω καλοσύνη”. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, γείτονά μου, λανθασμένα μιλᾶς ὅταν λές ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός! Ἀφοῦ ἐκεῖνο πού ἐσύ δέν ἔχεις, δέν σημαίνει πώς δέν τό ἔχουν καί οἱ ἄλλοι, οὔτε ὅτι δέν ὑπάρχει γενικῶς. Ποιός σέ ἐξουσιοδότησε νά μιλᾶς ἐν ὀνόματι ὁλόκληρου τοῦ κόσμου; Ποιός σοῦ ἔδωσε τό δικαίωμα, τήν ἀρρώστια σου νά τήν ἀποδίδης σέ ὅλους καί τήν ἀνέχεια σου νά τήν ἐπιβάλης σέ ὅλους; Ἄν, ὅμως, ὁμολογήσης καί πῆς: “Δέν ἔχω Θεό”, τότε λές τήν ἀλήθεια καί ἐκφράζεις τήν ὁμολογία σου. Ἀφοῦ ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, πού ὄντως δέν ἔχουν Θεό. Ὅμως, ὁ Θεός τούς ἔχει, τούς ἔχει ὥς τήν τελευταία τους πνοή. Ἄν καί στήν τελευταία τους πνοή δηλώσουν ὅτι δέν ἔχουν τό Θεό, τότε καί ὁ Θεός δέν θά τούς ἔχη πιά. Καί τούς ἀπογράφει στά ἔξοδα». «Ἡ ζωή μας, λέει ὁ Pascal, μοιάζει ἀπό πνευματικῆς σκοπιᾶς μέ τήν ὑδρόγειο σφαῖρα.

  • Τό ἕνα ἡμισφαίριο τό φωτίζει ἄπλετα ὁ ἥλιος (= εἶναι ἐκεῖνα, πού τά ἐννοοῦμε· καί τά ἀποδεχόμεθα, σάν λογικά).
  • Τό ἄλλο ἔχει τό ἀμυδρό φῶς τῆς νύκτας, πού βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά βλέπη μόνο ἐκεῖνα, τά ὁποῖα εἶχε δεῖ καθαρά στό φῶς τοῦἡλίου (= εἶναι τά ἀσύλληπτα μέ τή δύναμι τῆς διανοίας μας δόγματα, πού τά κατανοοῦμε μέ τό φῶς τῆς θείας γνώσεως).

Τό φωτεινό ἡμισφαίριο τῆς ζωῆς μας φωτίζει τή διάνοιά μας καί τῆς δίνει τό δικαίωμα, νά ἐπιχειρῆ νά συλλάβη (κατά ἀναλογία!) καί τό ἄλλο ἡμισφαίριο, πού μένει βυθισμένο στό γνόφο τῆς ἀγνωσίας. Τό σκοτεινό ἡμισφαίριο ταπεινώνει τή λογική μας. Καί τήν κάνει νά καταλάβη —ἄν τό θέλη— ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάτι τό ἀσύγκριτα πολυτιμότερο ἀπό τή γνῶσι (Ἐφ 3, 19)· ἀφοῦ ἡ γνῶσι νεκρώνει τήν ἐσωτερική ἐλευθερία, πού εἶναι τό πολυτιμότερο στόν κόσμο ἀγαθό· ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἀγάπη τή ζωοποιεῖ.

  • Ἄν ὅλα στήν πίστι ἦσαν φωτεινά, δέν θά ἔμενε χῶρος γιά μιά ἐλεύθερη ἀποδοχή της. Τότε θά εἴμασθε ὑποχρεωμένοι νά τή δεχθοῦμε! Δέν θά μπορούσαμε νά κάνουμε διαφορετικά!
  • Ἄν, ἀντίθετα, ὅλα ἦταν σκοτεινά, δέν θά μᾶς τραβοῦσε τίποτε στήν πίστι!

Ὁ Χριστός ἦλθε στήν Πρώτη Παρουσία Του ταπεινά. Ἤθελε νά γίνεται ἀντιληπτός σ᾽ ἐκείνους πού θά Τόν ἀναζητοῦσαν εἰλικρινά. Σ᾽ ἐκείνους πού ἀγάπησαν τήν Ἐπιφάνειά Του (Β´ Θεσ 4, 8). Μά ὄχι καί σ᾽ ἐκείνους πού θά Τόν μισοῦσαν ἤ θά ἤθελαν νά Τόν ἀποφύγουν! Καί γι᾽ αὐτό, ἐπίτηδες, τό θέμα αὐτό τό ἄφησε κάπως ἀσαφές. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι:

  • ἐκεῖνοι πού Τόν ἀναζητοῦν, βρίσκουν ὅτι τό φῶς γύρω ἀπό τό πρόσωπό Του εἶναι ὑπεραρκετό· ἀντίθετα
  • ἐκεῖνοι πού θέλουν νά Τόν ἀποφύγουν, βρίσκουν ὅτι τό φῶς αὐτό εἶναι ἀνεπαρκές».

«Πόσο ὀρθή εἶναι ἡ ἀκόλουθη σκέψι τοῦ Pascal: “Προσπάθησε νά πεισθῆς ὡς πρός τίς αἰώνιες ἀλήθειες, ὄχι συναθροίζοντας ἐπιχειρήματα, ἀλλά μετριάζοντας τά πάθη σου”. Καί ὁ Claudius εἶπε: “Μή βασανίζης πέραν τοῦ δέοντος τό κεφάλι σου· σπάσε καλύτερα τήν ἀνυπότακτη θέλησί σου, καί θά πετύχης περισσότερα”». «“Ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στό Χριστό, ἐγώ θά ἀμφέβαλα γιά τή θεότητά Του. Γιατί, ἀφοῦ πολλῶν εἶναι διεφθαρμένα τά κριτήριά τους, πῶς θά μποροῦσαν ὅλοι νά διακρίνουν ὅτι ἦταν Θεός;”(Ρascal)». «Ἀφοῦ ὁ ἀθεϊσμός εἶναι ἄρνησι, θά πρέπη νά χάση ὅλη του τή σπουδαιότητα μέ τήν ἐξαφάνισι τῆς θρησκείας. Γιά τήν ὥρα εἶναι παράσιτο, πού ζῆ εἰς βάρος τῆς θρησκείας. Εἴμασθε πρόθυμοι νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὁ ἀθεϊσμός εἶναι σχετικά χρήσιμος. Ὅταν ἡ θρησκεία διαφθείρεται, ὅταν προσπαθῆ νά ἐπιβληθῆ μέ ἀπαράδεκτα μέσα, τότε ὁ ἀθεϊσμός φαίνεται σχετικά, προοδευτικός. Ὑπάρχουν μάρτυρες τοῦ ἀθεϊσμοῦ καί ὑποκλίνομαι μπροστά στή θυσία τους. Ἀλλά σήμερα εἶναι ὁλοφάνερο πόσο ἄχρηστος εἶναι ὁ ἀθεϊσμός, ἀλλά καί πόσο ἐπιζήμιος… Ἄς δοῦμε τί συμβαίνει στή ζωή μας. Γιά νά γίνης ἄθεος σήμερα δέν χρειάζεται πολλή προσπάθεια. Φθάνει νά ἀφομοιώσης μερικές φράσεις τίς ὁποῖες ἔχεις μάθει ἀπ᾽ ἔξω καί ὕστερα νά ἀφήσης τόν ἑαυτό σου νά παρασυρθῆ ἀπό τό ρεῦμα, καί νά το, εἶσαι ἕνας ἄθεος! Ἀντίθετα, γιά νά γίνης πιστός πρέπει νά μάθης πολλά, νά δοκιμάσης πολλές δυσκολίες, νά ἀνεβῆς ἀντίθετα στό ρεῦμα. Αὐτό ἀπαιτεῖ μιά ἡρωϊκή ψυχή. Καί δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι σήμερα γίνονται πιστοί, ἄνθρωποι ἀληθινά προικισμένοι μέ ἡρωϊσμό».