Σκακιέρα της ψυχής

Ἀπό τή στιγμή τῆς δημιουργίας τοῦ Ἀδάμ ξεκίνησε μιά παρτίδα σκάκι. Ὁ δημιουργός τῆς ψυχῆς του, ὁ Θεός, καί ὁ πρόσφατα πεσμένος διάβολος μάχονται γιά τήν κατοχή της. Ὁ μέν Πρῶτος γιά νά τή διατηρήση κοντά Του, νά τήν τρέφη καί νά τή θάλπη, ἤ, μετά ἀπό τά τραύματα τοῦ διαβόλου, νά τή θεραπεύη, νά τήν ἐνδυναμώνη καί νά τήν ἐξοπλίζη γιά τούς μελλοντικούς ἀγῶνες της, ὁ δέ δεύτερος, ὁ σφετεριστής τῆς ἐλευθερίας μας, γιά νά τήν ἀποσπάση ἀπό τό δημιουργό της καί νά τήν ὁδηγήση στήν Κόλασί του. Τό σκάκι, βέβαια, τῆς ψυχῆς ἔχει μιά ἰδιοτυπία: ὅτι ἔχει ἕνα μόνο πιόνι, τόν ἄνθρωπο, καί ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἄψυχο, ὅπως τοῦ κανονικοῦ σκακιοῦ, ἀλλά ἔμψυχο καί μάλιστα ἐξαρτᾶται καί ἀπό αὐτόν ἡ νίκη. Τό ποῦ θά στρέψη τήν ψυχή του, στό δημιουργό του, πού τόν ἔπλασε καί στή συνέχεια τόν ἔσωσε μέ τό σταυρικό Του θάνατο, ἤ στόν ἐχθρό του, τό διάβολο, ἐπαφίεται στή θέλησί του.

Ὁ ἀείμνηστος Νικ. Ψαρουδάκης τονίζει ὅτι μποροῦμε νά εἴμασθε «σκλάβοι» ἤ σκλάβοι: «Σκλαβιά εἶναι ἡ πίστι, σκλαβιά εἶναι καί ἡ ἀπιστία! Μονάχα πού ἡ σκλαβιά τῆς πίστεως σέ ἀνεβάζει στούς φωτεινούς ὁρίζοντες τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, ὥστε νά βλέπης τά τοῦ κόσμου “σκύβαλα”, ἐνῶ ἡ ἀπιστία σέ κατεβάζει στά σκοτεινά δώματα πού σέ θέλουν δοῦλο τοῦ σατανικοῦ χάους!… Τό μεγάλο μυστικό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς βρίσκεται στά λόγια τοῦ Χριστοῦ: “Οὐδείς δύναται δυσί κυρίους δουλεύειν”(Μθ 6, 24) Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέ τή σειρά του, τονίζει τή διαφορά ἀνάμεσα στήν ἐπίγεια καί τήν οὐράνια βασιλεία: «Γιατί ἁρπάζεις ἀπό τόν πτωχό πού κατηγορεῖ; Ἄρπαξε ἀπό τό Χριστό πού ἐπαινεῖ. Εἶδες πόση ἀγνωμοσύνη καί πόση τρέλλα ὑπάρχει; Ἁρπάζεις ἀπό πτωχό πού ἔχει λίγο; Ὁ Χριστός λέει: Ἅρπαξε ἀπό μένα, καί Ἐγώ θά σοῦ χρωστῶ χάρι γιά τήν ἁρπαγή αὐτή· τή δική Μου βασιλεία ἅρπαξε καί βίασε τόν ἑαυτό σου. Ἄν θελήσης νά ἁρπάξης τήν κάτω βασιλεία, ἤ μᾶλλον κι ἄν θελήσης νά τό σκεφθῆς, τιμωρεῖσαι. Ἄν, ὅμως, δέν ἁρπάξης τήν ἄνω βασιλεία, τότε τιμωρεῖσαι». «Καθώς τά κομματάκια ἀπ’ τό μάρμαρο ἔπεφταν στό πάτωμα ἀπ’ τή σμίλη τοῦ Μιχαήλ Ἀγγέλου, ὁ μεγάλος αὐτός γλύπτης συνήθιζε νά λέη: —Ὅσο τό μάρμαρο λιγοστεύει, τόσο ἡ εἰκόνα μεγαλώνει.

Αὐτός εἶναι ὁ κανόνας τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως. Ἐμεῖς εἴμασθε τό μάρμαρο κι ὁ Χριστός ἡ εἰκόνα. “Ἐκεῖνος πρέπει ν’ αὐξάνη, ἐγώ δέ νά ἐλαττώνωμαι”(Ἰω 3, 30). Λιγότερο καί λιγότερο ἀπ’ τήν παλαιά φύσι, καί περισσότερο καί περισσότερο ἀπ’ τό Ἅγιο Πνεῦμα —Τόν ἐνοικοῦντα Χριστό— αὐτός εἶναι ὁ τρόπος τῆς αὐξήσεως στήν εἰκόνα Αὐτοῦ (Β´ Κορ 3, 18)». Ὁ Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος τονίζει: «Θέλεις νά εἶσαι ἅγιος καί ἄμωμος ναός τοῦ Θεοῦ; Νά ἔχης τήν εἰκόνα Του πάντοτε μέσα στήν καρδιά σου. Λέω εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὄχι τή μορφή πού ἔγινε μέ χρώματα πάνω στό ξύλο, ἤ σέ κάποια ἄλλη ἐπιφάνεια, ἀλλά ἐννοῶ ἐκείνη τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού μέ τά καλά ἔργα, δηλαδή τίς νηστεῖες, τίς ἀγρυπνίες, τά ὡραῖα κατορθώματα, τίς ἐγκράτειες καί τίς προσευχές, ζωγραφίζεται μέ ἄσπιλο τρόπο ἀδιάκοπα μέσα στήν ψυχή· καί χρώματα τῆς εἰκόνος Τοῦ οὐρανίου Δεσπότη εἶναι τά κατορθώματα καί οἱ καθαροί λογισμοί, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά γήινα, πού συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν πραότητα καί τή σεμνή ζωή». Ὁ στάρετς Βαρσανούφιος ἀφηγεῖται τά λόγια τοῦ π. Κλήμεντος ἤ τοῦ π. Λεωνίδου (δέν θυμόταν ποιός τά εἶχε πεῖ): «Νά, μπροστά σου ἔχεις ἕνα πιάνο. Ἀνοικτό. Τά πλῆκτρα βρίσκονται μπροστά σου. Τί εἶναι αὐτό πού λείπει; Φυσικά ὁ πιανίστας. Καί στήν περίπτωσί μας, λοιπόν, πιανίστας εἶναι ὁ Θεός. Δικό μας χρέος εἶναι ν’ ἀγωνιζώμασθε× κι ὁ Θεός θά ἐνεργήση σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσί Του: “ἐλευσόμεθα καί μονήν (: θά κατοικήσουμε) παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν”(Ἰω 14, 23). Θά ἔλθη κοντά μας, μέσα μας καί θά παίξη τή δική Του μουσική μέ τό δικό μας μουσικό ὄργανο. Καί λέγοντας αὐτά ὁ Γέροντας μέ κτύπησε ἐλαφρά στό στῆθος. Καί συνέχισε: —Γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή μουσική μιλᾶνε οἱ ψαλμοί: “ἰσχύς μου καί ὕμνησίς μου ὁ Κύριος”(117, 14). “Ἄσομαι καί ψαλῶ τῷ Κυρίῳ…”(26, 6). “Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου, ἕως ὑπάρχω”(103, 33)».

Τί συμβαίνει μέ τίς ἁμαρτίες μας; Ὁ Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς λέει: «Ὅταν κάποιος φτύση στό πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ στήν κούνια, τό παιδί μόνο στό πρόσωπο αἰσθάνεται τό φτύσιμο. Ὅμως, τό κύριο βάρος τῆς προσβολῆς πέφτει στήν καρδιά τῆς μητέρας τοῦ παιδιοῦ. Ἐάν κάποιος κτυπήση τό παιδί, τό παιδί θά αἰσθανθῆ μόνο κάποιο σωματικό πόνο. Ὅμως, ὅλο τό δηλητήριο καί τό μέγεθος τοῦ πόνου θά γνωρίση ἡ καρδιά τῆς μητέρας. Κατά τόν ἴδιο τρόπο: Ὅποιος ἁμαρτήση ἐναντίον τοῦ πλάσματος Τοῦ Δημιουργοῦ, τό πλάσμα θά αἰσθανθῆ μόνο κάποιο πόνο ἀπ᾽ τό βέλος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ὁλόκληρο τό βέλος μ᾽ ὅλο τό δηλητήριό του θά κρατηθῆ στήν καρδιά Τοῦ Δημιουργοῦ… Ὄντως ἔτσι εἶναι καί μέ τήν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀπ᾽ τήν ἁμαρτία τήν ὁποία δέχθηκε μόνο μικρότερο ἤ μεγαλύτερο τράνταγμα, ἐνῶ ὁ Θεός αἰσθάνεται τό κτύπημα καί τή φλόγα τῆς ἁμαρτίας. Γι᾽ αὐτό σ᾽ ἐκείνους πού κοιτάζουν ἐνῶ δέν βλέπουν, ἡ ἁμαρτία φαίνεται {ἕνα} τίποτε, ἤ κάτι μικρό, ἤ κάτι φυσικό. Ἀφοῦ ἡ κύρια φρίκη καί φλόγα τῆς ἁμαρτίας μᾶλλον δέν πέφτει πάνω τους· ἀλλά ἄν ἔπεφτε, τότε τί θά γινόταν; Ὅμως, πέφτει στό Θεό. Κι ὁ Θεός, κατά τήν ἀπερίγραπτη ἀγάπη ἀπέναντι στά πλάσματά Του δέχεται ὅλη τή φρίκη καί τή φλόγα τῆς ἁμαρτίας πάνω Του. Καί κατά τήν ἀνείπωτη δύναμί Του μπορεῖ νά καταστρέψη τήν ἁμαρτία κι ὅλα ὅσα γεννιοῦνται ἀπ᾽ αὐτή. Ἀφοῦ ἡ συγχώρεσι τῆς ἁμαρτίας γιά τό Θεό ἰσοδυναμεῖ μέ καταστροφή τῆς ἁμαρτίας». «Πατήρ Γερμανός: Θά θέλαμε τώρα νά μᾶς ἐξηγήσετε τί σημασία ἔχει ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου πού λέει: “Ὁ ζυγός μου εἶναι ἁπαλός καί εὐχάριστος καί τό φορτίο μου εἶναι ἐλαφρό”(Μθ 11, 30). Γιατί φαίνεται ἀρκετά ἀντίθετο μ’ αὐτό τό ὁποῖο λέει ὁ Προφήτης: “Ἐγώ, γιά νά συμμορφώνωμαι μέ τίς ἐντολές Σου, Κύριε, ἔζησα τραχειά ζωή καί σκληραγωγημένη”(Ψ 16, 4). Καί ὁ Ἀπόστολος ἐπίσης, λέει: “Ὅλοι, ὅσοι θέλουν νά ζοῦν μέ εὐσέβεια ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θά διωχθοῦν”(Β´ Τιμ 3, 12). Διότι αὐτό πού εἶναι σκληρό καί γεμάτο θλίψεις, δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι ταυτόχρονα καί ἐλαφρύ, καί πολύ περισσότερο, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἁπαλό καί εὐχάριστο. Ἀββᾶς Ἀβραάμ: Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρα μας, καθώς καί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τό ἐπιβεβαιώνει. Ἀρκεῖ νά μποῦμε στό δρόμο πρός τήν τελείωσι, ὅπως πρέπει καί ὅπως τό θέλει ὁ Χριστός. Ἀρκεῖ, δηλαδή, νά νεκρώσουμε ὅλες τίς κακές ἐπιθυμίες μας καί νά περικόψουμε ὅλα τά κακά θελήματά μας. Ἔτσι δέν θά ὑποφέρουμε ἀπό τή στέρησι τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γιατί, μιά διαφορετική τοποθέτησι καί συμπεριφορά, θά ἔδινε δικαίωμα στό δαίμονα νά μᾶς ἀφανίση καί, πρός μεγάλη του εὐχαρίστησι, νά μᾶς κατασπαράξη. Ἐπιπλέον, πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι δέν κυβερνᾶμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Κι ἄν ἔτσι πιστεύουμε καί ἐνεργοῦμε, τότε θά ἐφαρμόσουμε ἀληθινά τό παράγγελμα τοῦ Ἀποστόλου πού λέει: “Δέν ζῶ ἐγώ, ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἀλλά ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός”(Γαλ 2, 20). Τί ὀδυνηρό καί δυσβάστακτο μπορεῖ νά ὑπάρξη γιά ἐκεῖνον πού ἔχει μέ ὅλη του τήν ψυχή δεχθῆ τό “ζυγό τοῦ Χριστοῦ”; Τί σκληρό μπορεῖ νά πληγώση ἐκεῖνον πού ἔχει ἑδραιωθῆ στό βάθρο τῆς ταπεινώσεως; Αὐτός, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία δέχεται ἀπό ὅλες τίς κατευθύνσεις τά δηλητηριώδη πυρά τοῦ πειρασμοῦ, ἔχει στραμμένο τό βλέμμα τῆς ψυχῆς του στόν “ὑπέρ ἡμῶν Παθόντα Κύριο” καί χαρούμενα ἀνακράζει: “Εὐφραίνομαι μέ τίς ἀσθένειες, τίς ὕβρεις, τίς ταλαιπωρίες, τούς διωγμούς καί τίς στερήσεις, γιά χάρι τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅταν παρουσιάζωμαι ἐξωτερικά ἀδύνατος, τότε εἶμαι δυνατός μέ τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ”(Β´ Κορ 12, 10). Μπορεῖ ἡ στέρησι τῆς περιουσίας, νά γίνεται αἰτία νά ὑποφέρη ἐκεῖνος πού αἰσθάνεται ὑπερήφανος γιά τή φτώχεια του καί πού ἔχει ἀπαρνηθῆ γιά τό Χριστό ὅλα τά μεγαλεῖα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἤ ἐκεῖνος πού θεωρεῖ ὅλες τίς ἐπιθυμίες του “σάν σκουπίδια γιά νά κερδίση τό Χριστό”;(Φλπ 3, 8). Εἶναι ποτέ δυνατό νά δυσκολευθῆ ἐκεῖνος πού δέν ἀγωνιᾶ καί δέν φοβᾶται γιά τήν ἀπώλεια τῶν ἀγαθῶν καί τῆς περιουσίας του καί πού στηρίζεται στό λόγο τοῦ Κυρίου πού λέει “τί ἔχει νά ὠφεληθῆ ὁ ἄνθρωπος, ἐάν κερδίση ὁλόκληρο τόν κόσμο, χάση, ὅμως, τήν ψυχή του; Ἤ, τί θά δώση σάν ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;”(Μθ 16, 26); Ποιά στέρησι θά μπορέση νά λυπήση αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα μποροῦν οἱ ἄλλοι νά τοῦ κλέψουν, στήν πραγματικότητα δέν τοῦ ἀνήκουν καί πού μέ ἀδάμαστο θάρρος λέει μαζί μέ τόν Ἀπόστολο “τίποτε δέν φέραμε στόν κόσμο ὅταν γεννηθήκαμε καί εἶναι φανερό ὅτι τίποτε δέν θά πάρουμε μαζί μας ὅταν θά πεθάνουμε”;(Α´ Τιμ 6, 7). Ποιά ἀνέχεια θά κατανικήση τή δύναμι ἑνός ἀνθρώπου πού δέν θέλει νά ἔχη “οὔτε σακούλι μέ τρόφιμα γιά τό δρόμο, οὔτε χρήματα στή ζώνη του”(Μθ 10, 9-10· Μρ 6, 8-9), ἀλλά καυχιέται μαζί μέ τόν Ἀπόστολο λέγοντας, “ὑπηρέτησα τόν Κύριο μέ νηστεῖες, πολλές φορές, μέ πεῖνα καί μέ δίψα, ἐκτεθειμένος στό κρύο, χωρίς ἀρκετά ἐνδύματα”;(Β´ Κορ 11, 2). Ποιός κόπος, ποιά ἐντολή τοῦ Γέροντα, ὅσο σκληρή κι ἄν εἶναι αὐτή, θά μπορέση νά ταράξη τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς τοῦ μοναχοῦ [: καί τοῦ λαϊκοῦ] ἐκείνου πού δέν ἔχει δικό του θέλημα, ἀλλά πού βιάζεται νά ἐκτελέση ὅλες τίς ἐντολές τίς ὁποῖες τοῦ δίνουν; Καί πολύ περισσότερο, ὅταν αὐτό τό κάνη ὄχι μόνο μέ ὑπομονή, ἀλλά καί μέ χαρά; Ποιός μιμεῖται τό Σωτῆρα μας καί δέν ἀναζητᾶ νά κάνη τό θέλημά του, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Πατέρα, λέγοντας πρός Ἐκεῖνον, “Πατέρα μου, νά μή γίνη ὅπως ἐγώ θέλω, ἀλλά ὅπως θέλεις Ἐσύ”;(Μθ 26, 39). Ποιές προσβολές, ποιοί διωγμοί θάμπορέσουν νά τρομάξουν, ἀλλά καί πολύ περισσότερο, ποιό μαρτύριο θά μπορέση νά μή χαροποιήση αὐτόν ὁ ὁποῖος, ὅταν τόν κτυποῦν, ἀγάλλεται καί μαζί μέ τούς Ἀποστόλους εὔχεται “νά κριθῆ ἄξιος νά κακοποιηθῆ γιά χάρι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ”;(Πρξ 5, 41). Ὅταν ὁ ζυγός τοῦ Χριστοῦ μᾶς φαίνεται βαρύς καί ἀβάστακτος, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι αὐτό ὀφείλεται στήν πεισματική ἀντίστασί μας. Ἡ δυσπιστία καί ἡ ἀπιστία εἶναι αὐτά πού μᾶς ἀποθαρρύνουν. Ἔτσι ὁδηγούμασθε στήν ἀθέτησι τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου πού λέει: “Ἐάν θέλης νά εἶσαι τέλειος, πήγαινε, δῶσε ὅλη τήν περιουσία σου καί ἔλα νά Μέ ἀκολουθήσης”(Μθ 19, 21). Ἐπειδή θέλουμε νά διατηρήσουμε στήν κατοχή μας τά γήινα ἀγαθά, δίνουμε δυνατότητα στό δαίμονα νά μᾶς κρατᾶ δεμένους μέ σκληρά δεσμά. Κι αὐτό ἔχει τραγικές συνέπειες γιά μᾶς. Γιατί, ὅταν Αὐτός θά μᾶς ἀποσπάση ἀπό τίς πνευματικές χαρές καί ἀπολαύσεις, τότε θά μᾶς θλίβη συνεχῶς μέ τό νά συνεργῆ στή μείωσι ἤ ἀκόμα καί στήν ἀπώλεια τῆς περιουσίας μας. Ὅλες οἱ πανουργίες τοῦ διαβόλου σκοπεύουν στό νά καταφέρη, διά μέσου τῆς ἁμαρτωλῆς ἐπιθυμίας μας, νά μεταβάλη τό μαλακό ζυγό τοῦ Κυρίου, ὥστε ἀπό ἐλαφρύ τό φορτίο Του νά μᾶς γίνη βαρύ καί ἀσήκωτο. Καί ὅταν πλέον ὁδηγηθοῦμε σ’ αὐτή τήν αἰχμαλωσία καί ὑποταχθοῦμε στό ζυγό τοῦ πλούτου, τόν ὁποῖο ἔχουμε ἀποταμιεύσει, γιά νά ἐξασφαλίσουμε τίς ἀπολαύσεις καί τήν ἀνάπαυσι, τότε θά μᾶς παραδώση ὁ Ἐχθρός στό βάσανο καί στό διαρκές μαστίγωμα τά ὁποῖο θά καταφέρουν πάνω μας οἱ γήινες καί ἐφήμερες μέριμνες. Θά παίρνη, δηλαδή, τότε ὁ δαίμονας ἀπό μᾶς τούς ἴδιους ἀφορμές καί κυριολεκτικά θά μᾶς ἐξευτελίση. Κι αὐτό γιατί, καθώς λέει ἡ Ἁγία Γραφή, “κάθε ἄνθρωπος δένεται καί σφίγγεται μέ τά σχοινιά τῶν ἁμαρτιῶν του”(Πρμ 5, 22). Ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐπίσης, λέει: “Ὅλοι ἐσεῖς (οἱ ἀσεβεῖς) ἀνάβετε φωτιά γιά τόν ἑαυτό σας καί δυναμώνετε τή φλόγα της. Καί προχωρεῖτε μέσα στό ὀλέθριο φῶς τῆς φωτιᾶς τήν ὁποία ἀνάψατε καί τῆς φλόγας τήν ὁποία δυναμώσατε”(Ἡσ 50, 11). Καί ὁ σοφός Σολομώντας μαρτυρεῖ ἐπίσης, τό ἴδιο λέγοντας: “Μέ ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα καθένας ἁμαρτάνει, μ’ αὐτά καί τιμωρεῖται”(ΣΣολ 11, 16, 17 ). … Ὅταν βρίσκουμε πικρή τήν πανευφρόσυνη γλυκύτητα τοῦ ζυγοῦ τοῦ Κυρίου, τότε θά πρέπη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ αἰτία βρίσκεται στό ὅτι ἀναμιγνύουμε αὐτή τή γλυκύτητα μέ τήν πίκρα τῶν παθῶν μας. Ἄν ὁ ἐλαφρύς ζυγός τοῦ Χριστοῦ μᾶς φαίνεται βαρύς καί δυσβάστακτος, αὐτό πλέον σημαίνει ὅτι ἡ ὑπερηφάνειά μας περιφρονεῖ τή Χάρι Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐνισχύει γιά νά σηκώσουμε αὐτό τό βάρος. Αὐτό τό μαρτυρεῖ σαφέστατα καί ἡ Ἁγία Γραφή πού λέει: “Ἐάν βάδιζαν στό δρόμο τόν καλό, θά εὕρισκαν τή στράτα τῆς ἀρετῆς”(Πρμ 2, 20). Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ἐμεῖς κάνουμε τραχειά καί δύσβατα τά ἴσια καί εὐκολοδιάβατα μονοπάτια τοῦ Κυρίου. Ἐμεῖς μέ τίς διεστραμμένες ἐπιθυμίες μας, πού μοιάζουν σάν κοφτερές πέτρες, δυσκολεύουμε τό δρόμο μας. Ἐμεῖς μέ τήν ἀπιστία μας ἐγκαταλείπουμε καί λιποτακτοῦμε ἀπό τή βασιλική ὁδό, πού ἔχει κατασκευασθῆ ἀπό Ἀποστολικά καί Προφητικά λιθάρια. Ἐμεῖς ξεκόβουμε ἀπό αὐτό τό δρόμο τόν ὁποῖο βάδισαν οἱ Ἅγιοι καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας. Ἐμεῖς προτιμοῦμε νά ἀκολουθήσουμε πλάγιους δρόμους, γεμάτους θάμνους, γιά νά πορευώμασθε μέ μάτια τυφλωμένα ἀπό τή γοητεία τῶν γήινων καί κοσμικῶν ἀπολαύσεων. Ἐμεῖς ἐπιλέγουμε νά συρθοῦμε μέσα στά σκοτεινά καί γεμάτα ἀπό τά ἀγκαθωτά βάτα τῆς ἁμαρτίας μονοπάτια, μέ τά πόδια πληγωμένα καί τό νυφικό μας ἔνδυμα λερωμένο καί κουρελιασμένο. Ἔτσι ὑπάρχει κίνδυνος, ὄχι μόνο νά μᾶς κατατρυπήσουν τά μυτερά ἀγκάθια τῶν βάτων, ἀλλά καί νά μᾶς δηλητηριάσουν τά ἑρπετά καί οἱ σκορπιοί πού ἔχουν ἐκεῖ μέσα τίς φωλιές τους. Γιατί ἡ Ἁγία Γραφή λέει: “Ἀγκάθια καί παγίδες εἶναι στρωμένα στούς διεστραμμένους δρόμους τῆς κακίας, ἀλλά αὐτός πού θέλει νά προφυλάξη τήν ψυχή του, θά φύγη μακρυά ἀπ’ αὐτούς τούς δρόμους”(Πρμ 22, 5). Καί σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο, ὁ Κύριος μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη Του λέει γιά τούς ἁμαρτωλούς: “Ἐπειδή μέ λησμόνησε ὁ λαός μου, θυσίασαν σέ ψεύτικους θεούς, σκοντάφτουν στό δρόμο τους, ξεστράτισαν ἀπό τά παλιά μονοπάτια καί βάδισαν σέ δρόμους πού δέν εἶχαν χαραχθῆ”(Ἱερ 18, 15). Ὁ σοφός Σολομώντας, ἐπίσης, λέει: “Ὁ δρόμος τῶν ὀκνηρῶν εἶναι στρωμένος μέ ἀγκάθια, ἀλλά ὁ δρόμος τῶν ἀνδρείων εἶναι ὁμαλός καί πατημένος”(Πρμ 15, 19). Μέ τό νά παρεκκλίνουμε, ὅμως, ἔτσι ἀπό τή βασιλική ὁδό, δέν θά φθάσουμε στήν Ἁγία Πόλι, τή μητέρα ὅλων μας, πρός τήν ὁποία θά ἔπρεπε νά κατευθύνουμε τήν πορεία μας σταθερά καί ἀδιάκοπα. Ἡ Ἁγία Γραφή λέει ξεκάθαρα: “Ὁ κόπος καταβάλλει τόν ἀνόητο· αὐτός δέν εἶναι ἱκανός οὔτε μέχρι τήν πόλι νά πάη, γιατί φοβᾶται τήν κούρασι”(Ἐκκλ. 10, 15). Νά πάη, δηλαδή, μέχρι “τήν οὐράνια Ἱερουσαλήμ, πού εἶναι μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν”(Γαλ 4, 26). Ὅποιος, ὅμως, ἀπαρνηθῆ ἀληθινά αὐτό τόν κόσμο καί σηκώση τό ζυγό τοῦ Κυρίου, αὐτός θά διδαχθῆ ἀπό Ἐκεῖνον, μέσα ἀπό τήν καθημερινή ὑπομονή τήν ὁποία θά καταβάλλη, γιά νά ἀντιμετωπίζη τούς πειρασμούς, τῶν ὁποίων θά δέχεται τίς προσβολές, ὅτι “ὁ Κύριος εἶναι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά”(Μθ 11, 29). Αὐτός θά παραμείνη σταθερά ἀκλόνητος μέσα σέ ὅλους τούς πειρασμούς καί “ὅλα θά συνεργοῦν γιά τό καλό του”(Ρμ 8, 28). Τό μαρτυρεῖ αὐτό καί ὁ Προφήτης πού λέει: “Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου εἶναι καλοί, γι’ αὐτούς πού βαδίζουν τό σωστό δρόμο”(Μιχ 2, 7). Καί ἕνας ἄλλος Προφήτης τό ἐπιβεβαιώνει λέγοντας: “Ὁ δρόμος τοῦ Κυρίου εἶναι ἴσιος, οἱ δίκαιοι θά βαδίζουν σ’ αὐτόν, ἐνῶ οἱ ἀσεβεῖς θά σκοντάπτουν”(Ὡσ 14, 10». Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπη νά τονίσουμε μιά ἀκόμα ἀλήθεια γιά τό Θεό μας, τήν ὁποία διαστρέφει ὁ διάβολος. Ἰδού πῶς τή διαχειρίζεται: Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Φιλάνθρωπο ὀνομάζει τό Θεό ὁ ἀπάνθρωπος ἐχθρός, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς πορνείας, καί ὅτι συγχωρεῖ εὔκολα τό πάθος αὐτό, σάν κάτι τό φυσικό. Ἄς παρατηρήσουμε δέ τή δολιότητα τῶν δαιμόνων καί θά δοῦμε ὅτι μετά τή διάπραξι Τόν ὀνομάζουν δικαιοκρίτη καί αὐστηρό. Προηγουμένως ἐνήργησαν ἔτσι, γιά νά μᾶς σπρώξουν στήν ἁμαρτία. Τώρα διαφορετικά, γιά νά μᾶς καταποντίσουν στήν ἀπελπισία». Καί: «Πρίν ἀπό τήν πτῶσι οἱ δαίμονες ἀποκαλοῦν τό Θεό φιλάνθρωπο. Μετά ὅμως ἀπό τήν πτῶσι τόν ἀποκαλοῦν σκληρό». «Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος λέει: Ἔχω λογικό. Καί, ὅμως, οὔτε ξέρω πῶς, παρασύρομαι καί πέφτω ἐντελῶς παράλογα στήν ἁμαρτία. Ἔχω λογικό. Τί εἶναι ἡ ἁμαρτία ξέρω. Γνωρίζω τά φοβερά ἀποτελέσματά της. Καί ὅμως, οὔτε φυλλάσσομαι, οὔτε ἀπέχω. Καί ἀνακράζει: Ὦ ἁμαρτία, ὄνομα φοβερό, πρᾶγμα στυγερό, κακό ἀσύγκριτο!… Ὁ τυφλός πέφτει στό λάκκο, γιατί δέν βλέπει. Ὁ τρελλός κάνει ὅ,τι κάνει, γιατί νομίζει ὅτι ἔτσι πρέπει νά γίνη. Ὁ ἁμαρτωλός πού ἁμαρτάνει ἑκουσίως, καί γνωρίζει καί βλέπει ποῦ πηγαίνει, καί, ὅμως, πέφτει στό γκρεμό. Τό λογικό δέν προφυλάσσει ἀπό τῆς ἁμαρτίας τό βάραθρο. Ἄρα τό λογικό δέν εἶναι φῶς, ἀλλά φανάρι. Φανάρι ἀναμμένο, ὅταν φωτίζεται ἀπό τοῦ Θεοῦ τό Φῶς: Φανάρι σβηστό, ὅταν βυθίζεται στῆς ἁμαρτίας τό σκοτάδι: Γιά αὐτό λέει ὁ Δαυΐδ: “Σύ φωτιεῖς λύχνον μου, Κύριε ὁ Θεός». Ὁ π. Παΐσιος γράφει γιά τή δυστυχία τῶν ἁμαρτωλῶν: «Οἱ ἀπομακρυσμένοι ἄνθρωποι ἀπό τό Θεό εἶναι οἱ πιό δυστυχισμένοι τοῦ κόσμου, καί σ᾽ αὐτή τή ζωή καί στή μέλλουσα, τήν αἰώνια, καί πιό δυστυχισμένοι καί ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους εἶναι οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποκακρυνθῆ ἀπό τό Θεό πρίν ἀπό χιλιάδες χρόνια καί συνεχίζουν νἀ ἀπομακρύνωνται μέ τήν ὑπερηφάνεια καί τήν κακία τους καί νά μένουν ἀμετανόητοι» «—Γέροντα, νιώθω μεγάλη ἀνασφάλεια, ἔχω ἄγχος. [π. Παΐσιος:]—Ἀσφαλίσου, βρέ παιδάκι μου, στό Θεό. Μόνο τήν ἀσφάλεια τοῦ αὐτοκινήτου ξέρεις; Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστεύται τόν ἑαυτό του στό Θεό, δέχεται συνέχεια ἀπό τό Θεό βενζίνη super… καί τό πνευματικό του ὄχημα δέν σταματάει ποτέ· τρέχει συνέχεια». Νά τονίσουμε, ἐπίσης, ὅτι τελικός νικητής θά εἶναι ὁ Θεός. «Ὁ διάβολος τώρα ὀργώνει, ὁ Χριστός, ὅμως, θά σπείρη τελικά», ὅπως ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος. Ὁ π. Παΐσιος τονίζει: «Δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ διάβολος βάλθηκε νά καταστρέψη τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει κάνει παγκοινιά (: ἔχει ἐκστρατεύσει μ᾽ ὅλες του τίς δυνάμεις) νά καταστρέψη τόν κόσμο. Λύσσαξε, γιατί ἄρχισε νά μπαίνη στόν κόσμο ἡ καλή ἀνησυχία. Εἶναι πολύ ἀγριεμένος, γιατί γνωρίζει ὅτι εἶναι λίγη ἡ δρᾶσι του. Τώρα κάνει ὅπως ἕνας ἐγκληματίας πού, ὅταν τόν κυκλώνουν, λέει: “Δέν ἔχω σωτηρία! Θά μέ πιάσουν!”, καί τά κάνει ὅλα γυαλιά-καρφιά. ῎Η ὅπως οἱ στρατιῶτες, πού ἐν καιρῷ πολέμου, ὅταν τελειώσουν τά πυρομαχικά, βγάζουν τή λόγχη ἤ τό σπαθί καί ρίχνονται καί ὅ,τι γίνει. Σοῦ λέει: “Ἔτσι κι ἀλλιῶς χαμένοι εἴμασθε· ἄς σκοτώσουμε ὅσο πιό πολλούς μποροῦμε”. Ὁ κόσμος καίγεται! Τό καταλαβαίνετε; Ἔπεσε πολύς πειρασμός. Τέτοια πυργκαγιά ἔχει βάλει ὁ διάβολος, πού οὔτε ὅλοι οἱ πυροσβέστες ἄν μαζευθοῦν, δέν μποροῦν νά τή σβήσουν». Ὁ διάβολος, τελικά, εἶναι ὑποχείριος καί τῶν Ἁγίων: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ (†7/9/1186) «κάποτε δέσμευσε μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ τό δαίμονα, ἐπειδή κατά τήν ὥρα τῆς ἀγρυπνίας τοῦ προκαλοῦσε πολύ θόρυβο. Τόν ὑποχρέωσε νά μετασχηματισθῆ σέ ἄλογο, νά τόν μεταφέρη ἔφιππο στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήση τόν πανάγιο Τάφο καί μέσα στήν ἴδια νύκτα νά τόν φέρη πάλι πίσω στό κελλί του». Ἄς ἀναγράψουμε εδῶ ἕνα χιουμοριστικό περιστατικό τό ὁποῖο ἀνέφερε ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «῞Οταν ζοῦσε ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ Γαβριήλ ὁ Διονυσιάτης ἀποφάσισε νά βάλη τηλέφωνο στό μοναστήρι, χειροκίνητο. Πρό πολλῶν ἐτῶν, δεκαετίες. Εἶχε κάποιο καλόγερο ἐκεῖ πέρα ὑπεράγαν αὐστηρό, αἴ, καί λιγάκι λειψό τόν κακομοίρη, προφανῶς δέν θά ᾽τανε καί πολύ στά σωστά του, ὁ ὁποῖος ἐπ᾽ οὐδενί λόγῳ νά δέχεται τηλέφωνο στή μονή. “Ἄν βάλης τηλέφωνο”, λέει, “θά φύγω ἀπ᾽ τό μοναστήρι”. “Βρέ παιδί μου, βρέ χρυσέ μου, βρέ καλέ μου”. “Ἀδύνατον!” .“Γιατί;”, τόν ρωτᾶ. Λέει, “γέροντα, εἶναι δυνατόν ποτέ νά μιλάη ἕνας ἀπό τήν Ἀθήνα καί νά τόν ἀκοῦμε ἐμεῖς ἐδῶ μέ τό σύρμα; Τό πιάνει τό μυαλό σου αὐτό; Φαίνεται”, λέει, “ὅτι στό σύρμα κάθονται χιλιάδες διαβολάκια, ἑκατομύρια διαβολάκια, τό ἕνα τό λέει στό ἄλλο, τό ἕνα τό λέει στό ἄλλο, τό ἕνα τό λέει στό ἄλλο καί ἔτσι, λέει, φέρνεται ἡ φωνή ἀπ᾽ τήν Αθήνα ἐδῶ. Λοιπόν, μή βάλης τόσους διαβόλους μές στό μοναστήρι. Θά φύγω”. Προσπαθοῦσε ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ Γαβριήλ νά τόν πείση, ἀδύνατον. “Ἄν βάλης τηλέφωνο, θά φύγω”. Ἀπ᾽ τήν ἄλλη τόν λυπόταν κιόλας μήν πάη πουθενά καί τόν πλανήση ὁ διάβολος. Σκέφθηκε, προσευχήθηκε στό Θεό καί τέλος τοῦ λέει: “῎Ελα ᾽δῶ βρέ, ἔλα ᾽δῶ· αὐτό, τό ὁποῖο μοῦ ᾽πες τό σκέφθηκα καί ᾽χεις δίκιο”. “Βλέπεις, γέροντα, τοῦ λέει, πού στό ᾽πα”. “῎Εχεις δίκιο”, τοῦ λέει. “Λοιπόν, ἔκανα μιά σκέψι· νά μοῦ πῆς”, τοῦ λέει, “ἄν εἶναι σωστή. Φαντάζεσαι, τοῦ λέει, νά εἶναι τό ᾽να διαβολάκι κοντά στό ἄλλο, ἀπό τήν Αθήνα, ἀπό τήν Κρήτη, ἀπ᾽ τή Μυτιλήνη, ἀπό ᾽δῶ, ἀπ᾽ ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδας, πόσα ἑκατομμύρια διαβολάκια, τοῦ λέει, θά κάθωνται στό σύρμα γιά νά μεταφέρουν τή φωνή; Φαντάζεσαι;”. “Βέβαια”, τοῦ λέει, “ἑκατομμύρια”. “Αἴ, δέν εἶναι καλύτερα νά τά καρφώσουμε στό σύρμα νά δίνουν τή φωνή ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀπό τό νά πηγαίνουν στόν κόσμο νά τόν βάζουν νά κάνη ἁμαρτίες;”. “Ναί”, τοῦ λέει, “ὅπως τά λές, σάν νά ᾽χης δίκιο”. “Αἴ, καί δέν κάνουν κανένα κακό”, τοῦ λέει, “τή φωνή μεταφέρουν. Ἄσε νά τά καρφώσουμε στό σύρμα”, τοῦ λέει. Καί ἔτσι δέν ἔφυγε ὁ καλόγερος». «Καθώς οἱ ληστές δέν τρυποῦν τούς τοίχους καί δέν ἀγρυπνοῦν συνεχῶς ἐκεῖ, ὅπου εἶναι χορτάρι καί ἄχυρα καί καλάμια, ἀλλά ὅπου εἶναι χρυσάφι καί ἀσήμι, ἔτσι καί ὁ διάβολος ἐπιτίθεται κυρίως ἐναντίον ἐκείνων, πού ἀσχολοῦνται μέ πνευματικά πράγματα. Ὅπου εἶναι ἀρετή, ἐκεῖ εἶναι πολλές οἱ προσβολές. Ὅπου ὑπάρχει ἐλεημοσύνη, ἐκεῖ ἐμφανίζεται καί φθόνος». Ὁ π. Παΐσιος τονίζει τά στάδια τῆς ἁμαρτίας: «Ὅταν κάνη κανείς μιά ἁμαρτία γιά πρώτη φορά, νιώθει κάποιον ἔλεγχο, στενοχωριέται. Ἄν τήν ἐπαναλάβη γιά δεύτερη φορά, νιώθει λιγότερο ἔλεγχο καί, ἄν δέν προσέξη καί συνεχίση νά ἁμαρτάνη, πωρώνεται ἡ συνείδησί του. Μερικοί, ὅταν λ.χ. τούς κάνης παρατήρησι γιά κάποιο σφάλμα τους, ἀλλάζουν θέμα, γιά νά μήν τούς πειράζη ἡ συνείδησί καί στενοχωριοῦνται, σάν τούς Ἰνδούς πού κάνουν Nirvana. Ἕνας νεαρός, ἐκεῖ στά Ἱμαλάια, σκότωσε πέντε Ἰταλούς ὀρειβάτες καί, ἀφοῦ τούς ἔθαψε, ἄρχισε νά κάνη αὐτοσυγκέντρωσι. Κάθησε κάτω καί ἔλεγε δύο ὧρες “ξύλο-ξύλο…”, γιά νά βγῆ στό κενό, νά ξεχάση καί νά μήν τόν πειράζη ὁ λογισμός. Ἄς ποῦμε ὅτι μαλώνω τώρα μιά ἀδελφή, γιατί ἔκανε μιά ἀταξία. Ἄν αὐτή ἡ ἀδελφή δέν κάνη σωστή πνευματική ἐργασία καί δέν κοιτάη πῶς νά διορθωθῆ, μπορεῖ ἐκείνη τήν ὥρα νά μοῦ πῆ: “σήμερα θά σημάνουμε γιά ἑσπερινό νωρίτερα…”, γιά νά ἀλλάξη θέμα. Μετά ὁ διάβολος θά τήν μπερδέψη καί θά τῆς πῆ: “Μήν ἀνησυχῆς· αὐτό τό ἔκανες, γιά νά μήν στενοχωριέται ὁ Γέροντας”. Τῆς τό δικαιολογεῖ καί ὁ διάβολος! Δέν λέει: “τό ἔκανα, γιά νά καταπατήσω τή συνείδησί μου”, ἀλλά λέει: “τό ἔκανα, γιά νά μή στενοχωρηθῆ ὁ Γέροντας”! Εἴδατε τί κάνει τό ταγκαλάκι (: τό διαβολάκι); Λεπτή ἐργασία! Γυρίζει τό κουμπί σέ ἄλλη συχνότητα, γιά νά μή δοῦμε τό σφάλμα μας». Ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωάννης ὁ Λίνδιος ἐπισημαίνει ποιά εἶναι ἡ δύναμι τοῦ διαβόλου: «Ὅταν ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό ὁ σατανᾶς —Ἐωσφόρος πρωτύτερα— μαζί μ᾽ ὅλο του τό τάγμα (Λκ 10, 18), γιά τήν ἔπαρσί του, κοντά στ᾽ ἄλλα ἔχασε καί τή θεοδώρητη ἀγγελική δύναμί του, ἔγινε πιό ἀδύναμος κι ἀπό ἕνα κουνούπι. Ἡ παράβασι τῶν πρωτοπλάστων, ὅμως, τόσο πολύ τόν δυνάμωσε, πού, γιά νά νικηθῆ καί ν᾽ ἀποδυναμωθῆ πάλι, χρειάσθηκε ἡ παντοδύναμη ἐπέμβασι τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ. Μετά τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ διάβολος καί οἱ δαίμονές του ἔχασαν ξανά τή δύναμί τους. Καί τήν ἔχασαν τόσο, πού τούς καταπατοῦν ἀκόμα καί μικρά παιδιά, μέ τή βοήθεια καί τή Χάρι τοῦ Κυρίου, “Σᾶς ἔχω δώσει ἐξουσία νά πατᾶτε πάνω σ᾽ ὅλη τή δύναμι τοῦ ἐχθροῦ”, μᾶς λέει ὁ Ἴδιος (Λκ 10, 19). Ὅταν, λοιπόν, οἱ δαίμονες μᾶς πολεμοῦν μέ θεία παραχώρησι, μοιάζουν μέ μικρά κι ἀδύναμα μυρμήγκια πού τά βάζουν μέ φοβερά καί δυνατά λιοντάρια! Ρίχνουν μέσα στό νοῦ μας σάν “βέλη νηπίων”(Ψ 63, 8) τούς πονηρούς λογισμούς, τίς προσβολές τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι ἀνυπόστατα νοήματα, ἀράχνης ὑφάσματα. Ἄν ἐξαρχῆς κλείσουμε ἔξω ἀπό τό νοῦ μας τά πονηρά νοήματα, οἱ δαίμονες ὑποχωροῦν νικημένοι καί ντροπιασμένοι, θρηνώντας γιά τήν ἦττα τους, ἐνῶ ἐμεῖς καί ἀπό τόν παραπέρα σκληρό πόλεμο γλυτώνουμε καί ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μένουμε ἐλεύθεροι καί τή Χάρι τοῦ Θεοῦ διατηροῦμε. Ἄν, ἀπεναντίας, εἴτε ἀπό ἀμέλεια καί ἀπροσεξία εἴτε θεληματικά, δώσουμε προσοχή στίς προσβολές τῶν δαιμόνων, ἐκεῖνοι, δυναμωμένοι ἀπό μᾶς τούς ἴδιους, ὁρμοῦν καταπάνω μας σάν ἄγριες σφῆκες καί κτυποῦν ἀνελέητα τήν καρδιά μας μέ τά φοβερά κεντριά τῆς ἐπιθυμίας καί τοῦ θυμοῦ. Τότε εἶναι ἀνάγκη νά κάνουμε πόλεμο μαζί τους, ἀφοῦ ντυθοῦμε μέ τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ φορέσουμε σάν θώρακα τή δικαιοσύνη καί σάν περικεφαλαία τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ ἁρπάξουμε στά χέρια μας σάν ἀσπίδα τήν πίστι καί σάν μάχαιρα τήν προσευχή (πρβλ. Ἐφ 6, 13-18). Καί ἄν μέν τούς νικήσουμε, τότε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, πού παρακολουθοῦν ἀόρατα τόν πόλεμο, μᾶς χειροκροτοῦν μ᾽ ἐνθουσιασμό καί ψάλλουν χαρμόσυνα ἐπινίκιους ὕμνους, δοξολογώντας τό νικοποιό Κύριό μας. Ἄν, πάλι, νικηθοῦμε ἀπό ἀφροσύνη μας, τότε —ἀλλοίμονο!— οἱ ἄγγελοι φεύγουν σκυθρωποί, ἐνῶ οἱ δαίμονες πανηγυρίζουν γιά τήν ἐλεεινή πτῶσι μας». Ἐπίσης: «Ὁ προφήτης Μωϋσής, ὅταν ἁμάρτησε ὁ λαός, πρόσταξε σ᾽ αὐτούς νά σταυρώσουν τό φίδι (Ἀριθ. 21, 8-9), δηλαδή, νά ἐξουδετερώσουν τήν ἁμαρτία, καί δέν τό κατασκεύασε κούφιο, ἀλλά χυτό καί καλά σφυρηλατημένο. Γιά ποιό λόγο; Γιά νά σοῦ δείξη ὅτι ἔχεις καθῆκον νά ἀπαρνῆσαι ἐντελῶς τήν κακία· καί τό κατασκεύασε ὁλότελα χάλκινο, ἐπειδή ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία (Α´ Τιμ 6, 10). Τό προτίμησε, λοιπόν, χυτό, βγαλμένο ἀπό τό καμίνι, γιά νά συγκρατήση τήν πύρωσί σου, πού ξεχύνεται γιά νά διαφθείρη τό νοῦ». «Μερικοί κομπάζουν καί ὐπερηφανεύονται γιά πράξεις καί κατορθώματα πού δέν εἶναι καί τόσο σπουδαῖα. Ἔτσι ἕνας δημαγωγός ρήτορας τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας, καυχιόταν ὅτι τρεῖς φορές ἐμεῖς οἱ Ἀθηναῖοι ἀναχαιτίσαμε τούς Σπαρτιάτες στίς ὄχθες τοῦ Κηφισοῦ καί τούς ἐξαναγκάσαμε σέ ὑποχώρησι. Ὅταν ἄκουσε τόν κομπασμό αὐτό ὁ Σπαρτιάτης Ἀνταλκίδας παρατήρησε: —Εἶναι πράγματι μοναδικό τό κατόρθωμά τους νά μᾶς ἀναχαιτίσουν τρεῖς φορές στίς ὄχθες τοῦ Κηφισοῦ, στήν αὐλή τους. Ἐνῶ ἐμεῖς οὔτε μιά φορά δέν πετύχαμε κάτι τέτοιο, ἀφοῦ οἱ Ἀθηναῖοι δέν κατόρθωσαν νά φθάσουν μέχρι τίς ὄχθες τοῦ Εὐρώτα, στή Σπάρτη… καμμιά φορά». Καί κάτι παρόμοιο. Ἀναφέρει ὁ Μαρίνος Γερουλάνος ὅτι, κατά τή διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν πολέμων, ὁ πρόκριτος στή Βέροια Σιόρ-Μανωλάκης «μᾶς ἀφηγεῖτο ὅτι οἱ Ἕλληνες πρόκριτοι διατηροῦσαν πάντοτε ἄριστες σχέσεις μέ τούς Τούρκους πασάδες. Μέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ στή Βέροια, πήγαιναν αὐτοί στό Διοικητήριο ὅπου ὁ Διοικητής τούς μετέδιδε τίς εἰδήσεις ἀπό τό μέτωπο καί περιέγραφε τίς “νίκες” τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Ὁπότε ὁ Μανωλάκης, σέ μία τέτοια συνάντησι, ἀστειευόμενος, παρατήρησε: “Δέν φαντάζεσαι, Πασᾶ μου, πόσο χαίρομαι πού νικᾶ διαρκῶς ὁ στρατός μας [ὑποκρινόταν τόν Τουρκόφιλο]· ἕνα μόνο δέν καταλαβαίνω, γιατί νικᾶμε ὅλο πιό κοντά ἐδῶ;”»(ΜΓ, 273). Δέν πρέπει, λοιπόν, ν᾽ ἀφήνουμε τό διάβολο νά μᾶς πλησιάζη καί τότε νά τόν πολεμᾶμε. Πρέπει ν᾽ ἀρχίζουμε τόν πόλεμο ὅταν εἶναι ἀκόμα μακρυά, στήν προσβολή. Δέν πρέπει, ἐπίσης, νά ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διάβολος, ὡς πανοῦργος, μετασχηματίζεται καί, μέ τό νά μᾶς πλανέψη, μᾶς κερδίζει: «ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός»(Β´ Κορ 11, 14). «ἐξαπατᾶ μέ πανουργία»(Β´ Κορ 11, 3). Χρησιμοποιεῖ«μεθοδεῖες»(Ἐφ 6, 11). Καταλαμβάνει τήν καρδιά: «Καί δείπνου γενομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τήν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτόν παραδῷ καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον»(Ἰω 13, 2, 27), «Εἶπε δέ Πέτρος· Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τήν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί νοσφίσασθαι (: νά σφετερισθῆς) ἀπό τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου;»(Πρξ 5, 3), «Ἐάν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος [τοῦ διαβόλου, δηλ.] ἀναβῇ ἐπί σέ, τόπον σου μή ἀφῇς (: μήν ὑποχωρήσης)»(Ἐκκλ 10, 4). Γράφει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἀναιρώντας (: μή δεχόμενος τήν ὕπαρξι) τούς διαβόλους ἀναιρεῖς καί μεγάλο μέρος τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν. Ἀναιρεῖς ὅτι ὁ διάβολος δοκίμαζε τό Χριστό, καί ὅτι ὁ Χριστός ἔδιωχνε τά κακά πνεύματα ἀπό τούς ἀνθρώπους, καί ὅτι Αὐτός κατέστρεψε τήν ἐξουσία τῶν δαιμόνων ἐπάνω στούς ἀνθρώπους. Διότι, ὁ πλέον κοντινός μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, γιά νά καταστρέψη τή διαβολική ἐξουσία ἐπάνω στούς ἀνθρώπους λέγοντας: “Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύση τά ἔργα τοῦ διαβόλου”(Α´ Ἰω 3, 8). Εἶπε κάποτε ὁ Shakespeare: “Ὑπάρχουν περισσότερα πράγματα ἀνάμεσα στόν οὐρανό καί τή γῆ ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ κἄν νά φαντασθῆ”. Ἐσύ ἀναιρεῖς τούς διαβόλους ὄχι ἐπειδή τό θέλεις ἔτσι, ἀλλά ἐπειδή ὁ διάβολος ἔτσι θέλει. Ἤσουν στόν πόλεμο; Κάθε στρατός φτιάχνει τίς ἐνέδρες καί κρύβεται ἐπιδέξια, ὥστε νά σκεφθῆ ὁ ἐχθρός ὅτι δέν ὐπάρχει. Γιά ἕνα στρατάρχη ἡ πλέον χαρούμενη εἴδησι εἶναι, νά πιστέψη ὁ ἐχθρός, ὅτι οὔτε αὐτός ὑπάρχει οὔτε ὁ στρατός του. Κάποτε ὁ διάβολος ἀναγγελλόταν ἀνοικτά στούς ἀνθρώπους καί μέ τό φόβο τούς ἔπιανε στά δίκτυα του. Ὅμως, στήν ἐποχή μας ἡ τακτική του εἶναι νά κρύβεται, ἡ ἱκανοποίησί του εἶναι νά ἀγνοοῦν οἱ ἄνθρωποι τήν ὕπαρξί του. Ὅμως φοβᾶμαι, ὅτι ὁ διάβολος δέν εἶναι πιό κοντά σέ κανένα ἀπ’ ὅ,τι σ’ ἐκεῖνον πού ἰσχυρίζεται, πώς ὁ διάβολος δέν ὑπάρχει. Σ’ αὐτό τόν κόσμο εἴμασθε σάν σέ πεδίο μάχης, σ’ ἕνα ἀγῶνα ἐνάντια σέ κρυφούς καί φανερούς ἐχθρούς. Ἀλλοίμονό μας, ἐάν ἀγνοοῦμε τούς κρυφούς ἐχθρούς. Τί θά μᾶς ὠφελήση ἡ νίκη ἐνάντια στούς λύκους καί τίς ἀρκοῦδες, ἐάν μᾶς δαγκώση τό φίδι ἀπό τό χόρτο;». Ἐπίσης: «Ὁ διάβολος, ἐνῶ ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους, μᾶς βάζει νά πηγαίνουμε κόντρα στόν πλησίον μας καί νά μαλώνουμε, ὁ ἴδιος ποτέ δέν πάει κόντρα. Τόν ἀμελῆ τόν κάνει πιό ἀμελῆ, τό σκληρόκαρδο τόν κάνει πιό σκληρόκαρδο, τόν εὐαίσθητο ὑπερευαίσθητο, κλπ.». «Πές μου, Δέσποτα, πῶς τολμᾶ ὁ διάβολος, εἴτε σέ ὀπτασία, εἴτε σέ ὄνειρα, νά δείξη τή μορφή τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἤ τήν ἁγία Κοινωνία; Ἀπόκρισι Βαρσανουφίου. Δέν ἔχει τή δύναμι ὁ διάβολος νά δείξη οὔτε τό Δεσπότη Χριστό οὔτε τήν ἁγία Κοινωνία. Ἀλλά μᾶς πλανάει παίρνοντας τό σχῆμα ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου ἤ τοῦ ἁπλοῦ ἄρτου». Ἐπίσης: «Ὁ διάβολος εἶναι τεχνίτης. Ἄν φέρη λ.χ. τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας σέ ἕνα πνευματικό ἄνθρωπο ἕναν ἐλεεινό λογισμό, ἐκεῖνος θά τόν καταλάβη, θά τιναχθῆ καί θά τόν διώξη. Γι᾽ αὐτό τοῦ φέρνει ἕνα πνευματικό λογισμό. “Τό τάδε βιβλίο, τοῦ λέει, γράφει αὐτό γιά τή Θεία Λειτουργία”. Μετά θά τοῦ τραβήξη τήν προσοχή λ.χ. στό πολυέλαιο. Θά ἀναρωτηθῆ ποιός ἄραγε νά τόν ἔφτιαξε. ῎Η θά τοῦ θυμίση ἕναν ἄρρωστο πού πρέπει νά πάη νά τόν δῆ. “Ἄ! ἔμπνευσι, λέει, τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας”, ἐνῶ εἶναι ὁ διάβολος πού μπαίνει ἐνδιάμεσος καί πιάνει ὁ ἄνθρωπος τή συζήτησι μέ τό λογισμό του. Ὁπότε ἀκούει τόν ἱερέα νά λέη “Μετά φόβου…” καί τότε καταλαβαίνει ὅτι τέλειωσε ἡ Θεία Λειτουργία καί ἐκεῖνος δέν συμμετεῖχε καθόλου». Ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τό Γεν 2, 7, πλάσθηκε ἀπό τό Θεό, σωματικά μέν ἀπό τό χῶμα, ἀπέκτησε δέ ψυχή μέ τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ πάνω του. Μέσα στήν ψυχή του τοποθέτησε ὁ Θεός τή συνείδησι ὡς ἄσφαλτο καθοδηγό. Ἰδού μερικά βιβλικά χωρία γιά τή συνείδησι: «Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, καί οὐχ ὑποσκελισθήσεται τά διαβήματα αὐτοῦ (: δέν θά σκοντάψη)»(Ψ 36, 31), «Τοῦ ποιῆσαι τό θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην (: θέλησα) καί τόν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου (: στό ἐσωτερικό μου)»(Ψ 39, 9), «Πνεῦμά ἐστιν ἐν βροτοῖς (: στούς ἀνθρώπους), πνοή δέ Παντοκράτορός ἐστιν ἡ διδάσκουσα»(Ἰώβ 32, 8), «Πνεῦμα θεῖον τό ποιῆσάν με, πνοή δέ Παντοκράτορος ἡ διδάσκουσά με»(Ἰώβ 33, 4), «Ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον εὐθῆ (: ἁπλό), καί αὐτοί ἐζήτησαν λογισμούς πολλούς (: μπερδεύθηκαν)»(Ἐκκλ 7, 29), «Τό γάρ ἄφθαρτόν σου πνεῦμά ἐστιν ἐν πᾶσι. Διό τούς παραπίπτοντας (: αὐτούς πού πέφτουν) κατ᾽ ὀλίγον ἐλέγχεις καί ἐν οἷς ἁμαρτάνουσιν (: στίς ἁμαρτίες τους) ὑπομιμνήσκων νουθετεῖς (: τούς συμβουλεύεις θυμίζοντάς τούς τις), ἵνα ἀπαλλαγέντες τῆς κακίας πιστεύσωσιν ἐπί σέ, Κύριε». Ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος ἀνατέμνει τόν ἐσωτερικό μας κόσμο: «Ποιός δέν ἀντιλαμβάνεται τή μεγάλη σημασία τήν ὁποία ἔχει ἡ καρδιά στή ζωή μας; Ὅλα ὅσα εἰσχωροῦν στήν ψυχή ἀπ’ τόν ἐξωτερικό κόσμο καί διαμορφώνονται ἀπ’ τό λογιστικό καί τό ἐπιθυμητικό, πέφτουν μέσ’ στό χῶρο τῆς καρδιᾶς. Γι’ αὐτό ἡ καρδιά ὀνομάζεται “κέντρο τῆς ζωῆς”. Ἡ καρδιά αἰσθάνεται ὅλα ὅσα σχετίζονται μέ τήν ὕπαρξί μας. Σταθερά καί ἀδιάλειπτα αἰσθάνεται τήν κατάστασι τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί συνάμα δέχεται ποικίλες ἐντυπώσεις ἀπ’ τίς ἐπιμέρους ἐνέργειες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἀπ’ τ’ ἀντικείμενα τοῦ περιβάλλοντος, ἀπ’ τίς ἐξωτερικές συνθῆκες καί, γενικά, ἀπ’ τήν πορεία τῆς ζωῆς, παρακινώντας τόν ἄνθρωπο νά κάνη ὅ,τι τήν εὐχαριστεῖ καί ν’ ἀποφύγη ὅ,τι τή δυσαρεστεῖ. Ἡ ὑγεία καί ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος, ἡ σφριγηλότητα καί ἡ πλαδαρότητά του, ἡ δύναμι καί ἡ ἐξάντλησι, ἡ δραστηριότητα καί ἡ ἀδράνεια, μαζί μέ ὅ,τι ἔχει ἀντιληφθῆ κανείς μέσῳ τῶν πέντε σωματικῶν αἰσθήσεων (ὁράσεως, ἀκοῆς, γεύσεως, ἁφῆς, ὀσφρήσεως), ὅ,τι ἔχει ἀπομνημονεύσει ἤ φαντασθῆ, ὅ,τι ἔχει πραγματοποιήσει ἤ πραγματοποιεῖ ἤ σκοπεύει νά πραγματοποιήση, ὅ,τι ἔχει ἀποκτήσει ἤ ἀποκτᾶ, ὅ,τι μπορεῖ ἤ δέν μπορεῖ ν’ ἀποκτήση, ὅ,τι τόν εὐχαριστεῖ ἤ τόν δυσαρεστεῖ, εἶτε μέ πρόσωπα σχετίζεται εἶτε μέ καταστάσεις καί γεγονότα, ὅλα αὐτά ἀντανακλῶνται στήν καρδιά καί τήν ἐπηρεάζουν θετικά ἤ ἀρνητικά. Εἶναι, δηλαδή, ἀδύνατο γιά τήν καρδιά νά βρίσκεται σέ ἀδράνεια, σέ κατάστασι ἀνάπαυλας, ἀκόμη καί γιά μιά στιγμή. Ἀπεναντίας, βρίσκεται σέ συνεχῆ ἐνεργητικότητα, ἀστασία καί μεταβλητότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βαρόμετρο πρίν ἀπ’ τήν καταιγίδα. Ὑπάρχουν, ὅμως, πολλές ἐντυπώσεις, πού περνοῦν ἀπ’ τήν καρδιά χωρίς ν’ ἀφήνουν ἴχνη. Ὅταν, λ.χ., βρεθῆς σ’ ἕνα μέρος γιά πρώτη φορά, ὅλα τραβᾶνε τήν προσοχή σου× ἄν, ὅμως, ξαναπᾶς ἐκεῖ δεύτερη ἤ καί τρίτη φορά, δέν συμβαίνει τό ἴδιο. Κάθε ἐπίδρασι στήν καρδιά γεννάει ἕνα ἐντελῶς ἰδιαίτερο συναίσθημα μέσα της. Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ ἐπιδράσεις εἶναι ἀναρίθμητες, ἀναρίθμητα εἶναι καί τά ἀντίστοιχα συναισθήματα. Ἡ γλώσσα μας, ὅμως, δέν διαθέτει τόν πλοῦτο τῶν λέξεων πού ἀπαιτεῖται γιά τόν προσδιορισμό τόσων συναισθημάτων. Ἔτσι τά ἐκφράζουμε μέ γενικούς ὅρους: εὐχάριστο-δυσάρεστο× συμπάθεια-ἀντιπάθεια× κέφι-ἀκεφιά× χαρά-λύπη× ἱκανοποίησι-παράπονο× ἠρεμία-ταραχή× ἐνθουσιασμός-ἀπογοήτευσι× ἐλπίδα-φόβος×εὐσπλαγχνία-ἀσπλαγχνία. Παρατήρησε τόν ἑαυτό σου, καί θά δῆς νά ἔχη στήν καρδιά τή μιά τό ἕνα συναίσθημα καί τήν ἄλλη τό ἄλλο. Ὁ ρόλος, ὅμως, τῆς καρδιᾶς δέν εἶναι μόνο ἡ παθητική ἀποδοχή ἐντυπώσεων καί ἡ ἐκδήλωσι εὐφορίας ἤ δυσφορίας γιά τήν κατάστασί μας. Ἡ καρδιά συντηρεῖ, ἐπίσης, τήν ἐνεργητικότητα ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Κοίτα πόσο γρήγορα καί πόσο ἀποτελεσματικά πραγματοποιεῖται κάτι, ὅταν τό κάνουμε, ὅπως λέμε, μέ τήν καρδιά μας! Ὅταν, ἀπεναντίας, δέν τό θέλη ἡ καρδιά μας, τά μέλη μας ἀδρανοῦν. Γι’ αὐτό, ὅσοι ξέρουν ν’ ἀσκοῦν αὐτοέλεγχο, ὅταν πρέπη νά κάνουν ἕνα ἔργο τό ὁποῖο ἡ καρδιά τους τ’ ἀποφεύγει, φροντίζουν νά βροῦν τίς θετικές ἤ τίς εὐχάριστες ἤ τίς ὠφέλιμες πλευρές του, ὥστε νά συμφιλιώσουν τήν καρδιά τους μέ τό ἔργο καί νά διατηρήσουν μέσα τους τήν ἐνεργητικότητα πού χρειάζεται γιά τήν ἐκπλήρωσί του. Ὁ ζῆλος, ἡ κινητήρια δύναμι τῆς βουλήσεως, προέρχεται ἀπ’ τήν καρδιά. Ὅλοι δέν τ’ ἀγαποῦν ὅλα. Καί ὅλοι δέν ἔχουν δοσμένη τήν καρδιά τους στά ἴδια πράγματα. Κάθε ἄνθρωπος, βλέπεις, ἔχει τίς δικές του ροπές καί κλίσεις. Αὐτές ἐξαρτῶνται κατά ἕνα μέρος ἀπ’ τή φυσική του προδιάθεσι, πιό πολύ, ὅμως, ἀπ’ τίς ἐντυπώσεις τίς ὁποῖες ἀποκόμισε στά πρῶτα χρόνια μετά τή γέννησί του, ἐντυπώσεις τόσο ἀπ’ τήν ἀνατροφή τήν ὁποία πῆρε ὅσο καί ἀπ’ τίς διάφορες βιοτικές περιστάσεις. Ἀνεξάρτητα, πάντως, ἀπ’ τό πῶς ἔχουν διαμορφωθῆ οἱ κλίσεις ἑνός ἀνθρώπου, γεγονός εἶναι ὅτι τόν ἐξωθοῦν στή ρύθμισι τῆς ζωῆς του μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά πλαισιώνεται ἀπό ἀντικείμενα καί ἐξαρτήσεις πού ἐναρμονίζονται μέ αὐτές ἀκριβῶς τίς κλίσεις. Ἔτσι μόνο εἶναι εἰρηνικός, ἀφοῦ ἔτσι εἶναι ἱκανοποιημένος. Ἡ ἱκανοποίησι, δηλαδή, τῶν ἐπιθυμιῶν του τοῦ δίνει ψυχική ἠρεμία καί γαλήνη. Νά τό μέτρο τῆς καρδιᾶς γιά τή μέτρησι τῆς εὐτυχίας! Τίποτε δέν ἐνοχλεῖ τόν ἄνθρωπο, τίποτε δέν τόν ἀνησυχεῖ, τίποτε δέν τόν ταράζει —αὐτό εἶναι εὐτυχία. Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶχε πάντα νηφαλιότητα στό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς κι ἄν ἐνεργοῦσε μέ φρόνησι σ’ ὅλες τίς περιστάσεις, τότε ἐλάχιστα περιστατικά τῆς ζωῆς του θά ἦταν δυσάρεστα στήν καρδιά του. Ἔτσι θά ἦταν πιό εὐτυχισμένος. Ἀλλά, ὅπως σοῦ ἔχω ἤδη ἐξηγήσει, τό λογιστικό σπάνια βρίσκεται σέ καλή κατάστασι× συνήθως παραδίνεται σέ μάταιους ρεμβασμούς καί περισπασμούς. Τό ἐπιθυμητικό, πάλι, ξεφεύγει ἀπ’ τή φυσιολογική του κλίσι καί παρασύρεται σέ ἄστατες ἐπιθυμίες, πού προέρχονται ὄχι ἀπό ἀνάγκες τῆς φύσεως, ἀλλ’ ἀπ’ τά ξένα πρός τή φύσι μας πάθη. Ὅσο, λοιπόν, αὐτά τά δύο μέρη τῆς ψυχῆς παραμένουν σέ τέτοια ἀνωμαλία, ἡ καρδιά δέν γνωρίζει ἀνάπαυσι. Τά πάθη εἶναι πού τυραννοῦν τήν καρδιά περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο. Καί χωρίς τά πάθη, βέβαια, θ’ ἀντιμετώπιζε ἡ καρδιά δυσάρεστες καταστάσεις, δέν θά βασανιζόταν, ὅμως, τόσο πολύ. Κοίτα πῶς τήν κατακαίει ὁ θυμός! Κοίτα πῶς τήν κομματιάζει τό μίσος! Κοίτα πῶς τή λιώνει ὁ φθόνος! Κοίτα πῶς τή σπαράζει ἡ λύπη, ὅταν πληγώνεται ἡ ὑπερηφάνεια! Ἀλήθεια, ἄν ἐξετάζαμε τά πράγματα λίγο πιό προσεκτικά, θά διαπιστώναμε ὅτι ὅλες οἱ ἐνοχλήσεις τῆς καρδιᾶς προέρχονται ἀπ’ τά πάθη. Αὐτά τά φθοροποιά πάθη, ὅταν ἱκανοποιοῦνται, δίνουν χαρά, χαρά, ὅμως, ἐφήμερη× καί ὅταν δέν ἱκανοποιοῦνται, ἀλλ’ ἀπεναντίας βρίσκουν ἀντίστασι, τότε προξενοῦν λύπη διαρκῆ καί ἀφόρητη. Εἶναι φανερό, λοιπόν, πώς ἡ καρδιά ἀποτελεῖ τή ρίζα καί τό κέντρο τῆς ζωῆς μας. Αὐτή πληροφορεῖ τόν ἄνθρωπο γιά τήν καλή ἤ τήν κακή κατάστασί του καί προκαλεῖ τήν ἐνεργοποίησι ἄλλων δυνάμεων, ἀπ’ τή δρᾶσι τῶν ὁποίων ἐπωφελεῖται, ἐπιτείνοντας ἤ, ἀντίθετα, ἀμβλύνοντας τό συναίσθημα ἐκεῖνο, ἀπ’ τό ὁποῖο καθορίζεται ἡ κατάστασι τοῦ ἀνθρώπου. Φαίνεται ὅτι στήν καρδιά εἶχε δοθῆ ἀρχικά ἀπ’ τό Θεό πλήρης ἐξουσία πάνω σ’ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Αὐτό συμβαίνει καί τώρα σέ κάποιους ἀνθρώπους, στούς πιό πολλούς, ὅμως, ἔχει μερική μόνο ἐξουσία. Γιατί, μετά τήν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, ἦλθαν τά πάθη καί διετάραξαν τή φυσική λειτουργία τῆς καρδιᾶς. Ἡ παρουσία τῶν παθῶν δέν τῆς ἐπιτρέπει πιά νά μᾶς πληροφορήση θετικά καί ἀξιόπιστα γιά τήν κατάστασί μας× οἱ ἐντυπώσεις ἀλλοιώνονται× οἱ κλίσεις διαστρέφονται× οἱ ἐσωτερικές δυνάμεις παίρνουν λάθος κατεύθυνσι. Γι’ αὐτό, ὅσο ἔχουμε πάθη, πρέπει νά ἐλέγχουμε καί νά συγκρατοῦμε τήν καρδιά μας, ὑποβάλλοντας τά συναισθήματα, τίς ἐπιθυμίες καί τίς τάσεις της σ’ αὐστηρή κριτική κι ἀξιολόγησι. Ἄν καθαρθῆ κανείς ἀπ’ τά πάθη, τότε μπορεῖ ν’ ἀφήση τήν καρδιά του ἐλεύθερη στή βούλησί της× ὅσο, ὅμως, τά πάθη του εἶναι ἐνεργά, ἄν ἀφήση τήν καρδιά του στή βούλησί της, θ’ αὐτοκαταδικασθῆ σέ γενική ἀστάθεια καί ἀνασφάλεια. Ἡ χειρότερη κατάστασι εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, πού βάζει σκοπό τῆς ζωῆς του νά τροφοδοτῆ μέ ἡδονικές ἀπολαύσεις τήν καρδιά, τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπιδιώκει νά ζήση τή γλυκειά ζωή, τή dolcevita, ὅπως τή λένε. Ἀπ’ τήν ὥρα κατά τήν ὁποία οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες καί οἱ αἰσθησιακές ἀπολαύσεις βιώνονται ἔντονα, ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται σέ χυδαία ἡδυπάθεια καί χάνει ὅ,τι τόν κάνει νά ξεχωρίζη ἀπ’ τά ἄλλα ἔμβια ὄντα». Ἰδού ἄλλη μιά ψυχογράφησι κακῶν καί καλῶν ἀνθρώπων: «Γνώρισα», λέει ὁ Γέροντας Παΐσιος «ἐκ πείρας ὅτι σ᾽ αὐτή τή ζωή οἱ ἄνθρωποι εἶναι χωρισμένοι σέ δύο κατηγορίες. Ἡ μία μοιάζει μέ τή μύγα. Ἡ μύγα ἔχει τήν ἑξῆς ἰδιότητα: νά πηγαίνη καί νά κάθεται σ᾽ ὅ,τι βρώμικο ὑπάρχει… Ἄν ἔπιανες μία μύγα κι αὐτή μποροῦσε νά μιλήση καί τή ρωτοῦσες νά σοῦ πῆ, μήπως ξέρει ἄν πουθενά ὑπάρχουν τριαντάφυλλα, τότε ἐκείνη θά ἀπαντοῦσε πώς δέν γνωρίζει κἄν τί εἶναι αὐτά. Θά σοῦ πῆ: “Ἐγώ ξέρω ποῦ ὑπάρχουν σκουπίδια, τουαλέττες, ἀκαθαρσίες ζώων, μαγειρεῖα, βρωμιές!” Εἶναι ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων πού ἔχει μάθει νά σκέπτεται καί νά ψάχνη νά βρῆ ὅ,τι κακό ὑπάρχει, ἀγνοώντας καί μή θέλοντας ποτέ νά σταθῆ στό καλό… Ἡ ἄλλη κατηγορία ἀνθρώπων μοιάζει μέ τή μέλισσα. Ἡ ἰδιότητά της εἶναι νά βρίσκη καί νά κάθεται σ᾽ ὅ,τι καλό καί γλυκό ὑπάρχει». Τόνιζε ὁ π. Παΐσιος: «Ὑπάρχουν, δυστυχῶς, πολλοί πού ἔχουν μπερδέψει τά πράγματα καί δέν μποροῦν νά σκεφθοῦν λογικά. Μοῦ λένε: προσπαθοῦμε νά πᾶμε κόντρα στό ρεῦμα καί πολλές φορές αἰσθανόμασθε ἀνεδαφικοί καί ἐξωπραγματικοί. Τούς ἀπαντῶ: Ὄχι κόντρα στό ρεῦμα, γιατί αὐτό δέν εἶναι εὔκολο. Νά πηγαίνεται μέ τό ρεῦμα, ἀλλά νά μή παρασύρεσθε ἀπ’ αὐτό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἐνσωματώσει στό “Εἶναι” του τό Χριστό, γιατί νά φοβηθῆ τό ρεῦμα τῆς ἐποχῆς του;». Αὐτό εἶναι παρόμοιο μ᾽ ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔλεγε ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «Χωρίς νά εἰσέρχεσθε σέ ἁμαρτία, νά ἀκολουθᾶτε τή μόδα, ὄχι ὡς πρωτοπόροι, ἀλλά ὡς οὐραγοί». Νά ζῆ κανείς ἤ νά ταιριά-ζη (μέ τό ἁμαρτωλό περιβάλλον); Ἡ λύσι εἶναι νά ζῆ τήν πλήρη χριστιανική ζωή.

«Γιά τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν φόβο Θεοῦ καί ἁμαρτάνουν, ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶπε: “Τό κακό δέν τό σκοτώνει ὁ Θεός. Τό κακό σκοτώνεται μόνο του. Τόν κακό ἄνθρωπο δέν τόν σκοτώνει ὁ Θεός. Οἱ πράξεις του τόν ὁδηγοῦν στό θάνατο”».

Ἀναφέρουν καί τά Κείμενα τῶν Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου: «Ἐρεύνησε τή χαύνη σου καρδιά, γιά τήν ὁποία ἐγώ ἀπορῶ πῶς φοβᾶται τούς δούλους πού στέκουν ἔξω καί δέν βλέπει τούς κυρίους τους πού μένουν μέσα. Οἱ αἰσθητοί ληστές εἶναι δοῦλοι τῶν νοητῶν ληστῶν, τῶν δαιμόνων ἐννοῶ, πού ἐνεργοῦν μέσῳ αὐτῶν. Ὀφείλεις νά εὐγνωμονῆς τούς ληστές πού σοῦ ἐπιτέθηκαν, γιατί μέ τό νά ἐπιτεθοῦν ξύπνησαν τούς κυρίους τους, καί αὐτοί εἶναι οἱ ληστές πού κοιμοῦνται μέσα σου». «Τό 1889 ὁ Βρεταννός συγγραφέας Kipling πῆρε συνέντευξι ἀπ’ τό διάσημο Ἀμερικανό συνάδελφό του Μark Twain. Κάποια στιγμή ἡ κουβέντα ἦλθε στό θέμα τῆς συνειδήσεως. Καί ὁ Twain βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ἐξομολογηθῆ τά ἑξῆς: “Γιά μένα, ἡ συνείδησι εἶναι ἕνας μπελάς. Εἶναι σάν ἕνα κακομαθημένο παιδί. Ὅσο τοῦ δίνεις σημασία καί τοῦ κάνεις τά χατήρια, τόσο σέ παιδεύει καί δέν σέ ἀφήνει νά ἡσυχάσης. Ἔτσι καί ἡ συνείδησι: ὅσο τήν ἀκοῦς καί συμμορφώνεσαι μέ τίς ὑποδείξεις της, τόσο ‘χώνεται μέσ’ στά πόδια σου’ καί δέν σ᾽ ἀφήνει νά χαρῆς τη ζωή… Γι’ αὐτό σέ συμβουλεύω: Κάθε φορά, κατά τήν ὁποία ἡ συνείδησί σου ξεσηκώνεται, … μή τή λυπᾶσαι! Δεῖρε την! Σκότωσέ τη στό ξύλο! Καί μή τήν ἀφήνεις νά σοῦ καταστρέψη τίς χαρές τῆς ζωῆς… Ἐγώ ἔτσι ἔκανα· τήν σκότωσα· καί βρῆκα τήν ἡσυχία μου. Πάει καιρός, κατά τόν ὁποῖο δέν μέ ἔχει ἐνοχλήσει πιά… Μᾶλλον εἶναι καλύτερα ὅταν εἶναι νεκρή”!». «Κάποιος “ἔξυπνος” ρώτησε ἕνα πολύ εὐσεβῆ φίλο του: —Δέν μοῦ λές, Γιῶργο, πῶς θά σοῦ φανῆ, ἐάν πεθάνης καί δῆς τότε ὅτι δέν ὑπάρχει Παράδεισος; —Νά σου πῶ, ἀπάντησε αὐτός. Καί ἄν ἦταν ποτέ δυνατόν νά συμβῆ αὐτό, πάλι θά ἤμουν κερδισμένος. Ἔζησα μέχρι τώρα μιά εὐχάριστη χριστιανική ζωή καί ὀμόρφηνε τή ζωή μου ἡ προσμονή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ!… Θά ἤθελα, ὅμως, νά μοῦ πῆς, πῶς θά σοῦ φανῆ ἐσένα, ἐάν, ὅταν πεθάνης, ἀνακαλύψης τότε ὅτι ὑπάρχει Κόλασι;». «Εἰρήνευσε, καί θά εἶναι γιά σένα εἰρηνικός ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ. Σπούδασε νά μπῆς μέσα στό ταμεῖο τῆς καρδιᾶς σου, καί θά δῆς τό ταμεῖο τό οὐράνιο· διότι ἕνα εἶναι καί τά δύο, καί ἀπό μία εἴσοδο συγχρόνως βλέπονται· ἐπειδή ἡ κλίμακα ἐκείνη τῆς βασιλείας εἶναι μέσα σου κρυμμένη. Ἀναλογίσου μέ ἐνδόμυχη μελέτη καί βαθειά θεωρία τίς ἁμαρτίες σου, καί θά βρῆς ἀναβάσεις στήν καρδιά σου, διά τῶν ὁποίων θά μπορέσης νά ἀνεβῆς στήν οὐράνια βασιλεία»(ΑΛ, 110). Ὅταν, λοιπόν, κάνουμε αὐτοκριτική* [«Πρό κρίσεως ἐξέταζε σεαυτόν (: πρίν ἀπό τήν Κρίσι αὐτοεξετάζου —καί διόρθωνε, φυσικά, τόν ἑαυτό σου), καί ἐν ὥρᾳ ἐπισκοπῆς (: κατά τήν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ) εὑρήσεις ἐξιλασμόν (: ἔλεος)»(ΣΣειρ 18, 20)] καί, στή συνέχεια, ἀγωνισθοῦμε γιά τήν ἀρετή, γινόμασθε τοῦ Χριστοῦ: «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»(Γαλ 5, 24), «Μέτοχοι γάρ γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ, ἐάνπερ τήν ἀρχήν τῆς ὑποστάσεως (: τήν ἀρχική πίστι) μέχρι τέλους βεβαίαν (: ἀκλόνητη) κατάσχωμεν»(Ἑβρ 3, 14), «Ἐγένετο δέ αὐτούς ἐνιαυτόν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καί διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε (: ὀνομάσθηκαν) πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τούς μαθητάς Χριστιανούς»(Πρξ 11, 26). Κι ὅταν γίνουμε τοῦ Χριστοῦ, γινόμασθε κατοικητήριο τῆς Ἁγ. Τριάδος: «Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν (: θά Τόν κάνουμε κατοικητήριό Μας)»(Ἰω 14, 23), «Τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό (: δέν Τό παραδέχεται) οὐδέ γινώσκει αὐτό· ὑμεῖς δέ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾿ ὑμῖν μένει καί ἐν ὑμῖν ἔσται»(Ἰω 14, 17), «Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ, καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν;»(Α´ Κορ 6, 19). Στό θέμα τῆς σωτηρίας, διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, πρέπει νά ὑπάρχη μιά συνέργεια, συνεργασία: ἐκείνη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναφέρει ἡ Ἁγ. Γραφή: «Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί»(Α´ Κορ 3, 9), ὁ Θεός «καταρτίσαι (: νά σᾶς καταρτίση) ὑμᾶς ἐν παντί ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τό ποιῆσαι τό θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τό εὐάρεστον (δημιουργώντας μέσα σας τό εὐάρεστο) ἐνώπιον αὐτοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν»(Ἑβρ 13, 21). Ἔγραφε ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Πρίν ἀρχίσης τόν πόλεμο, ζήτησε τή συμμαχία τοῦ Θεοῦ· καί πρίν ἀσθενήσης ζήτησε τό γιατρό· καί πρίν σοῦ ἔλθουν τά θλιβερά, προσευχήσου στό Θεό, καί τόν καιρό τῶν θλίψεων θά Τόν βρῆς βοηθό· καί πρίν σκοντάψης καί πέσης, ἐπικαλέσου τό Θεό, καί παρακάλεσέ Τον· καί πρίν προσευχηθῆς, ἑτοιμάσου νά φυλάξης τίς σωματικές καί ψυχικές ἀρετές, τίς ὁποῖες ὑποσχέθηκες· ἐπειδή ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε κατασκευάσθηκε τόν καιρό τῆς εἰρήνης, καί ἡ ξυλεία της ἑτοιμαζόταν ἑκατό χρόνια πρίν· στό δέ καιρό τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ οἱ μέν ἄδικοι χάθηκαν, στό δέ δίκαιο Νῶε ἔγινε σκέπη». «Στούς ζωγράφους οἱ ζωγραφιές τῶν προσώπων γίνονται μέ τά χρώματα. Ἄν προλάβης καί γράψης ἀπό πρίν στό σανίδι σου, δέν μπορεῖ πιά νά μποῦν πάνω σ᾽ αὐτό ζωγραφιές προσώπων οὔτε χρώματα, διότι τά πρόσωπα καί τά χρώματα γίνονται συγχρόνως καί ἑνοποιοῦνται σέ ἕνα πρᾶγμα. Ἡ ἐλευθερία σου, λοιπόν, ἔγκειται στό νά προλάβης νά γράψης ἐσύ, πρίν ἀπό τό διάβολο, στή σανίδα σου». «Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά ἐνεργῆ τά πάντα μέσα μας καί συγχρόνως τά πάντα νά ἀποδίδωνται στό δικό μας αὐτεξούσιο; Αὐτό εἶναι ἕνα μυστήριο, τό ὁποῖο ἡ ἀνθρώπινη διάνοια καί ἡ ἐμπειρία δέν εἶναι ἱκανά νά τό προσεγγίσουν βαθύτερα καί νά τό κατανοήσοουν πληρέστερα». Ὁ Paul Evdokimov ἀναφέρει τή ρῆσι τοῦ «Ἁγίου Μαξίμου: “Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο φτεροῦγες· τήν ἐλευθερία καί τή Χάρι”. Ἡ Χάρις ἀπ᾽ τήν ἴδια της τή φύσι εἶναι ἡ μήτρα τῶν δύο πρωτοβουλιῶν, τῶν δύο γενηθήτω (θείου καί ἀνθρώπινου) δίνεται, ὅμως, μόνο μέ τή δική μας ὁλοκληρωτική προσφορά. “Εἶναι ὁ Θεός πού βάζει τίς ἀρετές στήν ἀνθρώπινη καρδιά”, ὅμως, μένει στόν ἄνθρωπο “ἡ σκληρή δουλειά καί ὁ ἱδρώτας”. Θά μπορούσαμε νά διατυπώσουμε τό ἀκόλουθο παραδοξολόγημα: ὁ Θεός ἐργάζεται καί ὁ ἄνθρωπος ἱδρώνει». Ἐπεσήμαινε ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Καθώς ἡ καρδιά τοῦ Χριστιανοῦ γίνεται κατοικία τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἔτσι ἡ ἴδια καρδιά γίνεται κατοικία καί τοῦ διαβόλου (ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στήν ἐπιφάνεια αὐτῆς, ὅπως λέει ὁ θεῖος Διάδοχος, καί ὄχι στό βάθος)». Γράφει ὁ Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Κάποιος γέροντας ἡσύχαζε στήν ἔρημο. Μιά μέρα τοῦ ἐπιτέθησαν οἱ δαίμονες. Τόν ἅρπαξαν καί ἄρχισαν νά τόν σέρνουν βίαια, πασχίζοντας νά τόν βγάλουν ἀπ’ τό κελλί του καί νά τόν ἀπομακρύνουνἀπ’ τήν ἔρημο. Ὁ ἀσκητής ἀντιστεκόταν μ’ ὅλη του τή δύναμι, ἀλλά μάταια. Σέ λίγο τόν εἶχαν τραβήξει ὥς τήν πόρτα. Λίγο ἀκόμη καί θά τόν ἔβγαζαν ἔξω. Τότε ἐκεῖνος, μπροστά στόν ἔσχατο κίνδυνο, κραύγασε ἱκετευτικά: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, γιατί μ’ ἐγκατέλειψες; Βοήθησέ με!”. Ἀμέσως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε καί ἔτρεψε σέ φυγή τούς δαίμονες. Ὕστερα γύρισε στό γέροντα καί τοῦ εἶπε: “Δέν σ’ ἐγκατέλειψα, ἀλλ’ ἐπειδή προσπαθοῦσες νά τά βγάλης πέρα μέ τούς δαίμονες μόνος σου, χωρίς νά Μέ ἐπικαλεσθῆς, γι’ αὐτό δέν ἦλθα νά σέ βοηθήσω. Ζήτησε τή βοήθειά μου, καί παντοτινά θά τήν ἔχης!”». «—Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος χωρίς τή συνδρομή τῆς θείας Χάριτος νά κατορθώση τήν ἀρετή; —Ἄν μπορῆ ὁ τεχνίτης νά διορθώση καμμιά ἐργασία κατά τήν τέχνη του χωρίς φῶς, μπορεῖ κι ὁ ἄνθρωπος νά κατορθώση ἀρετή χωρίς τή συνδρομή καί βοήθεια τῆς θείας Χάριτος. Γιά νά τελειώση, λοιπόν, ὁ ρολογᾶς ἕνα τεχνικότατο καί πολύ ὡραῖο ρολόι, πρέπει ἀναγκαστικά νά ἔχη φῶς. Ἀλλιῶς, μέσα στό σκοτάδι μάταια προσπαθεῖ. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ ἄνθρωπος, γιά νά κάνη καί νά τελειώση τήν ἀρετή, πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἔχη τό φῶς τῆς θείας Χάριτος, ἀλλιῶς, μάταια κοπιάζει, καθώς λέει ὁ Κύριος: “χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν”». «Νά κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι μποροῦμε, γιά νά κάνη καί ὁ Θεός ὅ,τι ἐμεῖς δέν μποροῦμε». Στή σκακιέρα τῆς ψυχῆς μας δέν μπορεῖ ποτέ νά λάβη χώρα ἰσοπαλία. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἰσοδύναμος μέ τό διάβολο καί δέν μπορεῖ ποτέ νά συμβιβασθῆ μ᾽ αὐτόν: «Τίς συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ (: διάβολο);»(Β´ Κορ 6, 15). Ἀπομένει, λοιπόν, μόνο ἡ περίπτωσι νίκης. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά χαροποιήσουμε τό νικητή-Χριστό μέ τή σωτηρία μας: «Γίνεται χαρά ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι»(Λκ 15, 10). Γι᾽ αὐτό, ὡς ἔμψυχα πιόνια, «ὄγκον (: βάρος φροντίδων) ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον (: εὐκολοδιάπρακτη) ἁμαρτίαν, δι᾽ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες (: προσβλέποντας) εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν»(Ἑβρ 12, 1-2). Ἔτσι, στό τέλος, ἡ νίκη θά μᾶς ἀνήκη: «Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου (: τό δένδρο) τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ μου»(Ἀπκ 2, 7). Μακάρι!