Εκκλησία και Οικονομία
Τό παρόν βιβλίο εἶναι ἀνταπόκρισι σέ σχετικό αἴτημα ἀγαπητοῦ πνευματικοῦ μου τέκνου, πού διατυπώθηκε σέ ἀνύποπτο χρόνο, πρίν ξεσπάση ἡ λαίλαπα τῆς παρούσης οἰκονομικῆς κρίσεως. Πολλοί θέλουν τήν Ἐκκλησία κλεισμένη μόνο στούς τέσσερεις τοίχους τῶν ναῶν νά ἀπαγγέλλη προσευχές ἤ σέ συνεδριακά κέντρα (panel discussions=πᾶμε νά ξεσκάσουμε!), ἀλληλοακουόντων καί μόνο, Ἐπισκόπων καί ἄλλων Κληρικῶν, σιτιζομένων καί φωτογραφιζομένων καί συγγραφόντων συλλογικούς τόμους νεφελωδῶν θεμάτων τοῦ τύπου: Τό εἶδος τῶν φυτῶν τῶν φυομένων ἐν Καρπάθῳ καί ἀναφερομένων εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν!!! Καί τήν ἴδια στιγμή ὁ διάβολος τρώει τοῦ κόσμου τά παιδιά: ἀνεργία, καταπίεσι, φτώχεια, αἱρέσεις, πορνεῖες, διαζύγια κλπ. κλπ.. Ἐμεῖς δέν εἴμασθε αὐτῆς τῆς γραμμῆς. Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά χαϊδεύη αὐτιά Κυβερνώντων, ἀλλά νά διδάσκη ἀπερίτμητο τό λόγο τῆς Χάριτος, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει τό σύνολο τῆς ζωῆς: τῆς ἐπουράνιας ἀλλά καί τῆς ἐπίγειας. «Μήν ξεχνᾶμε», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Ἀ. Τσιριντάνης, «ὅτι καί ἡ γῆ ἀστέρι τοῦ οὐρανοῦ εἶναι». Ἡ βαρύτητα, βέβαια, πέφτει στή σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν πρέπει νά παραθεωρῆται καί τό σῶμα.
Ἀπό τό θησαυροφυλάκιο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας θά παρουσιάσουμε στήν ἀγάπη σας τίς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας στό τεράστιο οἰκονομικό θέμα. Ἀρχίζουμε, λοιπόν. Γράφει ὁ Ν. Ψαρουδάκης: «Δέν μποροῦμε νά ἀγνοοῦμε τά θεμέλια. Βέβαια, τό σπίτι δέν γίνεται γιά τά θεμέλια, γίνεται, ὅμως, σύμφωνα μέ τά θεμέλια. Ὅσο πολυτελής κι ἄν εἶναι ἡ κατασκευή καί ἡ διακόσμησι τοῦ σπιτιοῦ, τελικά τό σπίτι θά καταρρεύση ὅταν τά θεμέλιά του εἶναι ἐλαττωματικά. Δέν εἶναι, λοιπόν, σωστό νά μιλᾶμε γιά τήν οἰκοδόμησι τοῦ μαρξισμοῦ ἤ τά λάθη στήν οἰκοδόμησί του καί νά ἀμβλυωποῦμε στρουθοκαμηλικά γιά τά θεμέλιά του». Ἐπίσης: «Ὁ Μαρξισμός θά κριθῆ αὐτός καθ᾽ αὑτόν σάν σύστημα ἰδεῶν καί θέσεων ἄν εἶναι σωστός, καί ὄχι ἀπό τήν ἐφαρμογή του, πού μπορεῖ νά εἶναι λάθος καί ἄρα νά μήν τόν ἐκφράζη. Ἄν, ὅμως, τά λάθη τῶν ἀνθρώπων δέν πρέπει νά τά πληρώνουν οἱ ἰδέες, τό ἴδιο δέν πρέπει τά λάθη τῶν ἰδεῶν νά τά πληρώνουν οἱ ἄνθρωποι. Κι ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό τό δεύτερο θά ἤθελα νά κάμω μιά οὐσιαστική παρατήρησι. Θεωρεῖτε ἀποτυχημένο (μέχρι στιγμῆς) τό πείραμα τοῦ ἐφαρμοσμένου Μαρξισμοῦ στήν ΕΣΣΔ, ἀλλά σ᾽ αὐτό δέν συμφωνοῦν οἱ Σοβιετικοί μαρξιστές καί τῶν ἄλλων σοσιαλιστικῶν χωρῶν, πού ἀκριβῶς ὑποστηρίζουν τό ἀντίθετο [Σήμερα, βέβαια, ἡ ἀποτυχία τοῦ Μαρξισμοῦ ἔχει τή βούλλα τῆς Μέκκας του, τῆς Μόσχας]! Ποιόν, λοιπόν, νά πιστέψουμε, ἐσᾶς ἤ τούς ἄλλους μαρξιστές; Μήπως, δηλαδή, αὐτό τό ὁποῖο ἐσεῖς θεωρεῖτε “διαστρέβλωσι τοῦ Μαρξισμοῦ”, αὐτό εἶναι ὁ ἀληθινός Μαρξισμός, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ μαρξιστικές χῶρες καί οἱ Ἀκαδημίες τους; Δίνουμε ἰδιαίτερη σημασία σ᾽ αὐτή τήν ἐρώτησι γιατί νομίζουμε ὅτι ἐξωραΐζετε τό Μαρξισμό σέ βαθμό πού νά τόν ἀλλοιώνετε.
Κι ὅπως εἶναι αὐτονόητο ἡ σωστή κριτική δέν πρέπει οὔτε θετικά οὔτε ἀρνητικά νά ἀλλοιώνη τά πράγματα». Ὁ Arthur Koestler ἐπισημαίνει ὅτι ἡ οἰκονομία δέν εἶναι τό πᾶν: «Τό Μαρξιστικό σχῆμα, μέ ὅλη του τήν ἐσωτερική ἀλληλουχία, ἀντικατέστησε τό πορτραῖτο τοῦ ἀνθρώπου μέ μιά ἀκτινογραφία τοῦ οἰκονομικοῦ του σκελετοῦ. Μέ τή βοήθειά της μπορεῖς νά διαγνώσης μιά θλάση ἤ μιά σκλήρυνσι τῶν ὀστῶν, ἀλλά τίποτε περισσότερο καί ἔτσι ἐνῶ τό σχῆμα ἦταν ἐξαιρετικά χρήσιμο μέχρις ἑνός σημείου, οἱ προβλέψεις τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς πού βασίζονταν σ᾽ αὐτό ἀποδείχθηκαν πάντοτε λανθασμένες. Καί ἡ ἐλαχιστότερη ψυχολογημένη κατανόησι τῆς νοοτροπίας τοῦ Ρώσου χωρικοῦ ὅπως πράγματι ἦταν καί ὄχι ὅπως θά ἔπρεπε νά εἶναι σύμφωνα μέ τό σχῆμα, θά ἔκανεδυνατή τήν πρόβλεψι ὅτι ὁ ἐπιβεβλημένος κολλεκτιβισμός τοῦ 1930-31 θά ὁδηγοῦσε σέ καταστροφή, καί μιά ρεαλιστική προσέγγισι στό φαινόμενο τοῦ Φασισμοῦ θά ἐμπόδιζε τουλάχιστον τούς κομμουνιστές νά κάνουν τήν παράλογη πρόβλεψι ὅτι “τό 1932 θά ἔβλεπε τόν τελικό θρίαμβο τῆς Κομμουνιστικῆς ἐπαναστάσεως στή Γερμανία”. Μιά ἄλλη συνέπεια τῆς ἐφαρμογῆς τῆς μεθόδου τῆς Μαρξιστικῆς ἀκτινογραφίας σέ μιά περίπλοκη κατάστασι, ἦταν νά χάνη ἡ εἰκόνα χρώματα καί ἀποχρώσεις καί ν᾽ ἀντιπροσωπεύεται ἡ πραγματικότητα ἀπό ἕνα ἄσπρο καί μαῦρο. Οἱ ἀναλυτικές μελέτες πού δημοσιεύθηκαν τό 1930 στά ἐπίσημα περιοδικά τῆς Κομιντέρν, παρουσίαζαν μέ σχετική ἀκρίβεια τίς ἀφορμές τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἤ τούς πολιτικούς δεσμούς ἀνάμεσα στό Ἐθνοσοσιαλιστικό Κίνημα καί τούς βιομηχάνους τοῦ Ρούρ, τούς Πρώσσους ἀριστοκράτες κ.ο.κ.. Πρόβλεψαν, ἐπίσης, σωστά ὅτι παρά τούς ἀντίθετους ἰσχυρισμούς, οἱ ἀρχηγοί τῆς Reichswehr θά ὑποτάσσονταν στό Hitler en bloc καί ὅτι οἱ Σοσιαλιστές δέν θά προβάλλανε σοβαρή ἀντίστασι. Οἱ μελέτες αὐτές ἦταν κατά κανόνα διορατικές, συνοπτικές καί ντοκουμενταρισμένες μέ σημαντικές λεπτομέρειες — δέν εἶχαν, ὅμως, καμμιά ἀπολύτως ἀξία σάν ὁδηγοί πολιτικῆς δράσεως, γιατί, ἐφαρμόζοντας τό ἄσπρο-μαῦρο σχῆμα, δέν ἔκαναν διάκρισι ἀνάμεσα σέ Χιτλεροφασίστες, Σοσιαλοφασίστες, (δηλ. τό Σοσιαλιστικό Κόμμα), τόν Βruening φασισμό (δηλ. τό Καθολικό Κεντρῶο Κόμμα), καί “ἰμπεριαλιστικά ἡμι-φασιστικά συστήματα” — δηλαδή, τίς Κυβερνήσεις τῆς Ἀγγλίας, Γαλλίας καί τῶν ΗΠΑ». Οἱ Will & Ariel Durant ἐπισημαίνουν: «Ὁ Marx δέν ἰσχυρίσθηκε, ὅτι τά ἄτομα κινοῦνταν πάντοτε ἀπό οἰκονομικά συμφέροντα· κάθε ἄλλο παρά φανταζόταν ὅτι ὑλικοί λόγοι γέννησαν τό μυθιστόρημα τοῦ Ἀβελάρδου ἤ τό εὐαγγέλιο τοῦ Βούδδα ἤ τά ποιήματα τοῦ Keats. Ἀλλά ἴσως ὑποτίμησε τό ρόλο τόν ὁποῖο ἔπαιξαν μή οἰκονομικοί παράγοντες στή συμπεριφορά τῶν μαζῶν: ὁ θρησκευτικός ζῆλος, ὅπως στούς μουσουλμανικούς ἤ τούς ἱσπανικούς στρατούς· ὁ ἐθνικιστικός πυρετός, ὅπως στά στρατεύματα τοῦ Hitler ἤ στίς τάξεις τῶν Ἰαπώνων καμικάζι· ἡ μανία τῶν ὄχλων, ὅπως στίς ταραχές τοῦ Λονδίνου (2-8 Ἰουνίου 1780) ἤ στίς σφαγές τῆς 2-7 Σεπτεμβρίου 1792 στό Παρίσι. Στίς περιπτώσεις αὐτές, τά κίνητρα τῶν (κρυπτόμενων συνήθως) ἡγετῶν πιθανόν νά εἶναι οἰκονομικά, ἀλλά τό ἀποτέλεσμα καθορίζεται σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τά πάθη τῶν μαζῶν. Σέ πολλές περιπτώσεις, ἡ πολιτική ἤ ἡ στρατιωτική ἐξουσία ὑπῆρξε προφανῶς ἡ αἰτία καί ὄχι τό ἀποτέλεσμα οἰκονομικῶν ἐνεργειῶν, ὅπως κατά τήν ἐπικράτησι τῶν Μπολσεβίκων στή Ρωσία τό 1917 ἤ κατά τά στρατιωτικά πραξικοπήματα πού ἀφθονοῦν στήν ἱστορία τῆς Ν. Ἀμερικῆς. Ποιός θά ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ κατάκτησι τῆς Ἱσπανίας ἀπό τούς Ἄραβες ἤ τῆς Δυτικῆς Ἀσίας ἀπό τούς Μογγόλους ἤ τῶν Ἰνδιῶν καί πάλι ἀπό τούς Μογγόλους, ὑπῆρξαν καρποί οἰκονομικῆς ἰσχύος; Σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις, οἱ φτωχοί ἀποδείχθηκαν ἰσχυρότεροι ἀπό τούς πλουσίους· ἡ στρατιωτική νίκη ἔφερε τήν πολιτική ἀνάδειξι, ἡ ὁποία πάλι ἔφερε τόν οἰκονομικό ἔλεγχο. Οἱ στρατηγοί θά μποροῦσαν νά γράψουν μία “στρατιωτική” ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας. Μέ τίς ἐπιφυλάξεις αὐτές, θά μπορούσαμε νά ἀντλήσουμε ἀπέραντη γνῶσι ἀπό μία οἰκονομική ἀνάλυσι τοῦ παρελθόντος. Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἐπιδρομεῖς βάρβαροι βρῆκαν τή Ρώμη ἐξασθενημένη, διότι ὁ ἀγροτικός πληθυσμός, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε ἐπάνδρωνε τίς λεγεῶνες μέ σκληραγωγημένους καί πατριῶτες πολεμιστές, μαχόμενους γιά ἀπόκτησι γῆς, ἀντικαταστάθηκε ἀπό δούλους μοχθοῦντες χωρίς ἀνάπαυλα σέ ἀπέραντα ἀγροκτήματα πού ἀνῆκαν σέ ἕνα μόνο ἄνθρωπο ἤ ἐλάχιστους. Σήμερα, ἡ ἀδυναμία τῶν μικρῶν ἀγροκτημάτων νά χρησιμοποιήσουν ἐπωφελῶς τίς ἀγροτικές μηχανές, ἐξαναγκάζει καί πάλι τή γεωργία σέ παραγωγή σέ μεγάλη κλίμακα, ὑπό καπιταλιστική ἤ κομμουνιστική ἰδιοκτησία. Εἰπώθηκε κάποτε ὅτι “ὁ πολιτισμός εἶναι ἕνα παράσιτο πάνω στόν ἄνθρωπο μέ τήν ἀξίνα”, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀξίνα δέν ὑπάρχει πλέον· εἶναι τώρα ἕνα “χέρι” στούς τροχούς ἑνός τρακτέρ ἤ μιᾶς κομπάιν. Ἡ γεωργία καθίσταται βιομηχανία καί γρήγορα ὁ ἀγρότης θά ἔχη νά ἐκλέξη μεταξύ τοῦ νά γίνη ἐργάτης ἑνός καπιταλιστῆ καί τοῦ νά γίνη ἐργάτης τοῦ κράτους. Στό ἄλλο ἄκρο τῆς κλίμακος, ἡ ἱστορία βεβαιώνει ὅτι “ὅσοι μποροῦν νά μεταχειρίζωνται ἀνθρώπους, μεταχειρίζονται ἐκείνους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά μεταχειρίζωνται μόνο πράγματα, ἐνῶ ὅσοι μποροῦν νά διαχειρίζωνται χρῆμα μεταχειρίζονται τούς πάντες”. Ἔτσι, οἱ τραπεζίτες, μελετώντας τίς τάσεις τῆς γεωργίας, τῆς βιομηχανίας καί τοῦ ἐμπορίου, προσελκύοντας καί κατευθύνοντας τή ροή τῶν κεφαλαίων, ἐκμεταλλευόμενοι καί ἀξιοποιώντας διπλά καί τριπλά τό χρῆμα μας, ἐλέγχοντας τά δάνεια καί τά ἐπιτόκια καί τίς ἐπιχειρήσεις, διατρέχοντας μεγάλους κινδύνους γιά νά ἀποκομίσουν μεγάλα κέρδη, ἀνέρχονται στήν κορυφή τῆς πυραμίδος τῆς οἰκονομίας. Ἀπό τούς Μεδίκους τῆς Φλωρεντίας ὥς τούς Rothschild τοῦ Παρισιοῦ καί τοῦ Λονδίνου καί τούς Morgan τῆς Ν. Ὑόρκης, οἱ τραπεζίτες στήριξαν κυβερνήσεις, χρηματοδότησαν πολέμους καί πάπες καί, εὐκαιρίας δοθείσης, ὑποστήριξαν μία ἐπανάστασι». «Ὁ Lenin, ὅσο ζοῦσε, εἶχε ἀκολουθήσει τήν ἐπονομαζομένη Νέα Οἰκονομική Πολιτική (ΝΕΡ) πού εἶχε ὁδηγήσει σέ μιά χαλάρωσι τῶν μέτρων ἐξαναγκασμοῦ τῆς οἰκονομίας καί σέ εἰσαγωγή ξένων κεφαλαίων καί εἰδικῶν. Ὁ Lenin, πού εἶχε ἀδυναμία γιά κυνικά ἀνέκδοτα, ἀποκαλοῦσε τή μέθοδο αὐτή “οἰκονομική συνουσία” μέ τόν καπιταλισμό». Ὁ Jean Jaurès, ἐπίσης, ἐπισημαίνει: «Ὁ Hegel εἶπε… μέ θαυμάσια σαφήνεια: “Ἡ οὐσιώδης ἀντίφασι κάθε πολιτικῆς ἤ οἰκονομικῆς τυραννίας, εἶναι ὅτι ὑποχρεώνεται νά μεταχειρίζεται, σάν ἄψυχα ἀντικείμενα τούς ἀνθρώπους, πού ὁτιδήποτε καί ἄν εἶναι, δέν σκέπτονται ποτέ νά ὑποβιβασθοῦν στόν ἄψυχο ρόλο τῶν ὑλικῶν μηχανῶν”. Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι αὐτή ἡ ἀντίφασι, εἶναι ταυτόχρονα λογική καί πραγματική ἀντίφασι. Εἶναι λογική ἀντίφασι, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀντίφασι, ἀνάμεσα στήν ἰδέα περί ἀνθρώπων, δηλαδή, περί ἑνός ὄντος προικισμένου μ᾽ εὐαισθησία, μέ αὐθορμητισμό καί μέ σκέψι, καί στήν ἰδέα περί μηχανῆς. Εἶναι πραγματική ἀντίφασι, ἀφοῦ χρησιμοποιώντας τόν ἄνθρωπο πού εἶναι ζωντανό ἐργαλεῖο, σάν ἄψυχο καί νεκρό ἐργαλεῖο, ἐκβιάζουμε αὐτή τή δύναμι τήν ὁποία θέλουμε νά χρησιμοποιήσουμε κι ἔτσι καταλήγουμε σ᾽ ἕνα κοινωνικό μηχανισμό ἀνομοιογενῆ καί προσωρινό. Ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀντίφασι αὐτή ἀναιρεῖ τήν ἰδέα περί ἀνθρώπου καί αὐτό τό νόμο τῆς μηχανικῆς, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος-δύναμι μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ, ἡ κίνησι τῆς ἱστορίας εἶναι συγχρόνως ἰδεαλιστική διαμαρτυρία τῆς συνειδήσεως ἐναντίον τῶν καθεστώτων πού ταπεινώνουν τόν ἄνθρωπο καί αὐτόματη ἀντίδρασι τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων ἐνάντια σέ κάθε ἀσταθῆ καί βίαια κοινωνική σύμβασι». Κι αὐτά ὡς πρός τό Μαρξισμό. Ἄς δοῦμε, τώρα, τό ἀπαίσιο πρόσωπο τοῦ Καπιταλισμοῦ σέ μιά Ἐπιστολή Τραπεζίτη στό γυιό του: «Πάνω ἀπ᾽ ὅλα νά θυμᾶσαι πάντα νά ἔχης ζῆλο καί ἐνθουσιασμό γιά τή δουλειά σου. Εἶναι τό ἁλατοπίπερο τῆς ζωῆς, καί μήν ἀφήνης ποτέ τό συναίσθημα νά ἐπεμβαίνη στό καθῆκον σου. Ἡ φωτογραφία τήν ὁποία σοῦ ἐσωκλείω δείχνει ὅ,τι προσπαθῶ νά σοῦ πῶ! Δείχνει ἕνα ψαρά, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία πιάνει μιά πέστροφα, τήν ὁποία ἑτοιμάζεται νά τραβήξη ἔξω ἀπό τό νερό. Βλέπεις τό ζῆλο, τήν προσδοκία καί τήν εὐχαρίστησι στά μάτια καί στίς χειρονομίες του. Αὐτό συμβολίζει τή συμπεριφορά ἑνός πραγματικού ἀθλητῆ. Σκέψου, ὅμως, ἀγόρι μου: Θά τόν ἱκανοποιοῦσε ποτέ τόν ψαρά τόσο πολύ τά ψάρεμα, ἄν σκεφτόταν πῶς αἰσθάνεται τό ἄμοιρο τό ψάρι;».Ἐκμετάλλευσι, λοιπόν! Ἀ. Λασκαράτου: «Ὅσα ἔχεις, Τόσο ἀξίζεις. Κι ἄν δέν ἔχης, Δέν ἀξίζεις». Ἰδού καί ἕνα ἀνέκδοτο, ἀπεικόνισι τοῦ Καπιταλισμοῦ: «Ἡ ἄδικη κατανομή τῶν νέων οἰκονομικῶν φορτίων θυμίζει δύο φίλους πού πῆγαν νά φᾶνε ψάρι σέ μία ψαροταβέρνα. Παρήγγειλαν, λέει τό σχετικό ἀνέκδοτο, δύο ψάρια “συνολικοῦ βάρους ἑνός κιλοῦ” καί ὁ ταβερνιάρης τούς τά πῆγε σέ μία πιατέλα. Μόνο πού τό ἕνα ψάρι ζύγιζε 800 γραμμάρια καί τ᾽ ἄλλο μόνο 200. Ὁ πιό φτωχός ἀπ᾽ τούς δύο φίλους κοίταζε καί ξανακοίταζε τά ψάρια ἀλλά δέν τ᾽ ἄγγιζε μή μπορώντας νά ἀποφασίση ποιό ἀπ᾽ τά δύο ἔπρεπε νά πιρουνιάση. Ἀντίθετα, ὁ πλούσιος μόλις εἶδε τά ψάρια, καμάκωσε τό τεράστιο, τό ᾽φερε στό πιάτο του κι ἄφησε στόν ἄλλο τό μικρό. Δέν ἄντεξε τήν ἀδικία ὁ φτωχός καί ξέσπασε: —Καλά δέν ντράπηκες, τοῦ λέει, νά πάρης τό μεγάλο ψάρι καί νά μ᾽ ἀφήσης ἐμένα τό μικρό; Τόν κοίταξε ἀπορημένος ὁ πλούσιος καί, κατεβάζοντας μέ βουλιμία ἕνα ”γατοκέφαλο” τόν ρώτησε: —Δηλαδή, ἐσύ τί θά ἔκανες; —Θά ᾽παιρνα τό μικρό ψάρι καί θά σοῦ ἄφηνα ἐσένα τό μεγάλο, ἀπάντησε ὁ φτωχός πλήν εὐγενικός καί καλόψυχος. Καί ὁ πλούσιος κατεβάζοντας μία ἀκόμη μπουκιά: —Αἴ, λοιπόν, γιατί φωνάζεις; Τό ἴδιο δέν ἔγινε καί τώρα;». «Στήν ἱστορία, ὅπως καί στή φύσι, κυριαρχεῖ ἡ νομοτέλεια. Ἀπ᾽ αὐτό, ὅμως, δέν βγαίνει καθόλου ὅτι δῆθεν οἱ νόμοι ἀναπτύξεως τῆς κοινωνίας εἶναι ταυτόσημοι μέ τούς νόμους τῆς φύσεως. Ἄν εἶναι ἀπαράδεκτο ν᾽ ἀντιπαραθέτης ἀπόλυτα τήν κοινωνία στή φύσι, τό ἴδιο ἀπαράδεκτο εἶναι καί νά τίς συνταυτίζης… Ἄν οἱ ὑποκειμενικές θεωρίες προσπαθοῦν νά ξεκόψουν τήν κοινωνία ἀπό τή φύσι, νά σκάψουν βάραθρο ἀνάμεσά τους, οἱ βιολογικές εἴτε οἱ ἄλλες νατουραλιστικές θεωρίες προσπαθοῦν νά συνταυτίσουν τά κοινωνικά φαινόμενα μέ τά φυσικά, νά μεταφέρουν στήν κοινωνία τούς νόμους τῆς φύσεως. Μ᾽ αὐτό τόν τρόπο προσπαθοῦν νά δικαιολογήσουν τόν καπιταλισμό καί κηρύσσουν ὅλες τίς πληγές καί τίς ἁμαρτίες του —τή δυστυχία τῶν ἐργαζομένων, τήν ἀνεργία κλπ.— ἀπαράβατο καί ἀπαραμέριστο ἀποτέλεσμα τῶν νόμων τῆς φύσεως. Στήν κοινωνιολογία καί στήν πολιτική οἰκονομία εἶναι διαδεδομένος ὁ λεγόμενος κοινωνικός δαρβινισμός. Οἱ κοινωνικοί δαρβινιστές ἐπεκτείνουν μηχανικά στήν κοινωνία τό δαρβινικό τύπο “ἀγώνας γιά τήν ὕπαρξι”. Οἱ κοινωνικοί δαρβινιστές ἀνάγουν τή θηριώδη καταπίεσι τῶν κεφαλαιοκρατῶν πάνω στούς ἐργάτες, τήν καταστολή τῶν ἀπεργιῶν τῶν ἐργατῶν ἀπό τό ἀστικό κράτος, τούς ἰμπεριαλιστικούς πολέμους καί τήν ἀποικιακή καταπίεσι στό δαρβινικό ἀγῶνα γιά τήν ὕπαρξι, τά ἀνακηρύσσουν φυσικό βιολογικό νόμο. Αὐτή ἡ ξέφρενη ψευτοεπιστημονική, ἀντιδραστική θεωρία ἀποτέλεσε τή βάσι τοῦ ρατσισμοῦ… Ἡ κίνησι τῆς κοινωνίας ὑποτάσσεται στούς δικούς της ξεχωριστούς νόμους, πού δέν ἀνάγονται στούς νόμους τῆς φύσεως. Τά ζῶα χρησιμοποιοῦν ἕτοιμα αὐτά τά ὁποῖα παρήγαγε ἡ φύσι χωρίς τή δική τους συμμετοχή. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μέ τή βοήθεια τῆς δουλειᾶς ἀλλάζει τή φύσι, τήν ὑποτάσσει στήν ἐξουσία του, παράγει αὐτό πού μόνη της ἡ φύσι δέν τό δημιουργεῖ. Στήν πάλη τους μέ τή φύσι τά ζῶα χρησιμοποιοῦν μόνο τά φυσικά τους ὄργανα, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τά δημιουργημένα ἀπ᾽ αὐτόν ἐργαλεῖα παραγωγῆς. Ἡ ἀνάπτυξι τῶν ζώων ἀνάγεται στήν ἀνάπτυξι τῶν φυσικῶν τους ὀργάνων, ἐνῶ ἡ ἀνάπτυξι τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας συνδέεται πρίν ἀπ᾽ ὅλα μέ τήν ἀνάπτυξι τῶν παραγωγικῶν δυνάμεων. Γι᾽ αὐτό δέν μπορεῖς τούς νόμους τῆς φύσεως νά τούς μεταφέρης στήν κοινωνία». Ἐπίσης, «Μιά σύγχρονη κοινωνία δέν μπορεῖ νά εὐημερήση, ἄν τά οἰκονομικά της καθοδηγοῦνται ἀποκλειστικά ἀπό τά συμφέροντα τῶν χρηματιστῶν της, χωρίς νά λαμβάνεται ὑπόψιν καί ὁ ἀντίκτυπος τόν ὁποῖο ἡ κατάστασι αὐτή θά ἔχη πάνω στόν ὑπόλοιπο πληθυσμό. Καί ὅταν συμβαίνη κάτι τέτοιο, εἶναι ἀσύνετο νά ἀφήνη κανένας τούς χρηματιστές νά ἐπιδιώκουν ἀνεμπόδιστα τό ἰδιωτικό τους συμφέρον. Αὐτό θά ἦταν σάν νά διοικοῦσε κανένας ἕνα μουσεῖο μέ ἀποκλειστικό σκοπό τόν πλουτισμό τοῦ Διευθυντῆ του, ἀφήνοντάςτον ἐλεύθερο νά πουλᾶ τά ἐκθέματα, κάθε φορά κατά τήν ὁποία θά τοῦ πρόσφεραν συμφερτική τιμή». Ὁ Jean-Jacques Rousseau γράφει ὅτι σέ μιά λίμνη «βρίσκονται δυό μικρά νησιά, πού τό ἕνα ἀπ᾽ αὐτά εἶναι καλλιεργημένο καί κατοικημένο κι ἔχει μιά περίμετρο μισῆς λεύγας πάνω-κάτω. Τό ἄλλο εἶναι μικρότερο, ἀκατοίκητο, ἀκαλλιέργητο καί καταδικασμένο κάποια μέρα νά χαθῆ, καθώς τά νερά τρῶνε κάθε μέρα τό χῶμα του, καθώς τό παρασύρουν οἱ βροχές καί οἱ πλημμύρες. Μοιάζει πολύ μέ τήν ἴδια τή σάρκα τῶν φτωχῶν πού ξοδεύεται γιά νά γίνουν ἀκόμη πιό πλούσιοι, οἱ πλούσιοι»(JJR, 106). Ὁ Κhalil Gibran ἐπισημαίνει: «Μ᾽ ἁπλή θωριά εἶδε πρόβατο κι ὁ λύκος λέει μέ χάρι, “Τό σπίτι μας μ᾽ ἐπίσκεψί σου δέν τό ᾽χεις τιμήσει…” Κι εἶπε τ᾽ ἀρνί, “Τήν πρόσκλησί σου γιά εὔνοια θά ᾽χα πάρει, ἄν δέν εἶχες, μές στήν κοιλιά σου, σπίτι ἐγκαταστήσει…”». Ἀκόμα: «Ὁ Μίδας κατάλαβε πώς τό χρυσάφι δέν εἶναι τό μόνο πολύτιμο πρᾶγμα σ᾽ αὐτό τόν κόσμο. Αὐτό εἶναι ἕνα ἁπλό παραμύθι, τό ἠθικό του, ὅμως, συμπέρασμα οἱ ἄνθρωποι δυσκολεύονται πολύ νά τό παραδεχθοῦν. Ὅταν οἱ Ἱσπανοί, τόν 16ο αἰῶνα ἔβαλαν χέρι στό χρυσάφι τοῦ Perou, σκέφθηκαν νά τό κρατήσουν ὅλο γιά τόν ἑαυτό τους κι ἐμπόδισαν ὅσο μποροῦσαν τήν ἐξαγωγή πολυτίμων μετάλλων ἀπό τή χώρα τους. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά αὐξηθοῦν ὅλες οἱ τιμές στίς Ἱσπανικές κτήσεις, χωρίς ἡ Ἱσπανία νά γίνη πλουσιότερη σέ πραγματικά ἀγαθά. Ἴσως τό αἴσθημα πώς ἔχει διπλάσια λεφτά νά εἶναι εὐχάριστο στόν ἄνθρωπο, ἄν, ὅμως, μέ τό κάθε δουβλόνι (: Ἱσπανικό χρυσό νόμισμα) μπορεῖ νά ἀγοράση τά μισά ἐμπορεύματα ἀπό πρίν, τό κέρδος εἶναι καθαρά μεταφυσικό, ἀφοῦ δέν τοῦ προσφέρει περισσότερο φαΐ ἤ ποτό, ἤ καλύτερο σπίτι ἤ κάποιο ἄλλο πλεονέκτημα. Οἱ Ἄγγλοι καί οἱ Ὁλλανδοί, πού δέν ἦταν τόσο ἰσχυροί ὅσο οἱ Ἱσπανοί, ἀναγκάσθηκαν νά ἀρκεσθοῦν στίς περιοχές πού ἀποτελοῦν σήμερα τίς ἀνατολικές ΗΠΑ καί πού οἱ Ἱσπανοί τίς περιφρονοῦσαν, γιατί δέν εἶχαν χρυσάφι. Καί, ὅμως, οἱ περιοχές αὐτές ἀποδείχθηκαν πολύ πιό πλουτοπαραγωγικές ἀπό τίς χρυσοφόρες χῶρες τοῦ Νέου Κόσμου, πού τίςἐποφθαλμιοῦσαν τήν ἐποχή τῆς Ἐλισάβετ ὅλα τά ἔθνη τῆς Εὐρώπης». Μέ τή γραφίδα τῶν Will & Ariel Durant: «Τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν μεγάλωνε· ἡ Ἀθήνα χωρίσθηκε, κατά τήν ἔκφρασι τοῦ Πλάτωνα, σέ “δύο πόλεις… ἡ μία ἦταν ἡ πόλι τῶν πτωχῶν, ἡ ἄλλη τῶν πλουσίων, ἡ μία σέ πόλεμο κατά τῆς ἄλλης”(Πλάτωνος, Πολιτεία, No 422). Οἱ πτωχοί ἐπεδίωκαν νά καταστρέψουν τούς πλουσίους διά τῆς νομοθεσίας, τῆς φορολογίας καί τῆς ἐπαναστάσεως· οἱ πλούσιοι ὀργανώθηκαν γιά νά ἀμυνθοῦν κατά τῶν πτωχῶν. Τά μέλη ὁρισμένων ὁλιγαρχικῶν ὀργανώσεων, λέει ὁ Ἀριστοτέλης, ἔδιναν τόν ὅρκο: “Θά εἶμαι ἐχθρός τοῦ λαοῦ” (δηλαδή, τῶν κατωτέρων τάξεων), “καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου θά προξενῶ ὅσο μπορῶ περισσότερο κακό”(Πολιτικά, No. 1310). “Οἱ πλούσιοι ἔχουν καταστῆ τόσο ἀντικοινωνικοί”, ἔγραφε ὁ Ἰσοκράτης περί τό 366 π.Χ., “ὥστε ὅσοι κατέχουν περιουσία θά εἶχαν καλύτερο νά ρίξουν τά ὑπάρχοντά τους στή θάλασσα παρά νά δώσουν βοήθεια στούς ἐνδεεῖς, ἐνῶ, ὅσοι βρίσκονται σέ δυσχερέστερη οἰκονομική κατάστασι, θά χαίρονταν λιγότερο ἄν εὕρισκαν ἕνα θησαυρό παρ’ ὅσο ἄν ἅρπαζαν τά ὑπάρχοντα τῶν πλουσίων”(Ἀρχίδαμος, No. 67). Οἱ πτωχότεροι πολίτες ἔθεσαν ὑπό τόν ἔλεγχό τους τήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου καί ἄρχισαν νά ψηφίζουν γιά τή συγκέντρωσι τοῦ χρήματος τῶν πλουσίων στά χρηματοκιβώτια τοῦ κράτους, πρός ἀνακατανομή του μεταξύ τοῦ λαοῦ, μέσῳ κρατικῶν ἔργων καί ἐπιχειρήσεων. Οἱ πολιτικοί διέθεσαν ὅλη τήν εὐφυΐα τους γιά ν’ ἀνακαλύψουν νέες πηγές δημοσίων ἐσόδων. Σέ μερικές πόλεις, ἡ ἀποκέντρωσι τῆς κατανομῆς τοῦ πλούτου ὑπῆρξε περισσότερο ἄμεση: στή Μυτιλήνη, οἱ ὀφειλέτες φόνευσαν τούς πιστωτές τους ὁμαδικῶς· οἱ δημοκρατικοί τοῦ Ἄργους ἐπέπεσαν κατά τῶν πλουσίων, φόνευσαν ἑκατοντάδες ἀπό αὐτούς καί δήμευσαν τήν περιουσία τους. Οἱ πλούσιες οἰκογένειες ἐχθρικῶν κατά τά ἄλλα μεταξύ τους πόλεων, συνασπίσθηκαν σέ μυστικό σύνδεσμο μέ σκοπό τήν ἀμοιβαία παροχή βοηθείας ἐναντίον λαϊκῶν ἐξεγέρσεων. Οἱ μεσαῖες τάξεις, ὅπως καί οἱ πλούσιοι, ἄρχισαν, ἐπίσης, νά δυσπιστοῦν πρός τή δημοκρατία θεωρώντας την ὡς φθόνο ὁπλισμένο μέ τή δύναμι τῆς ἐξουσίας, ἐνῶ οἱ πτωχοί δυσπιστοῦσαν ὁμοίως πρός αὐτήν, διότι τήν ἔβλεπαν ὡς μία πλαστή ἰσοτιμία τῆς ψήφου, ἐκμηδενιζόμενη ἀπό τό χάσμα τῆς ἀνισότητος τοῦ πλούτου. Ἡ αὔξουσα βιαιότητα τοῦ ταξικοῦ πολέμου ἔφερε τήν Ἑλλάδα στήν κατάστασι τοῦ διχασμοῦ τόσο ἐσωτερικά ὅσο καί στίς διεθνεῖς σχέσεις, στήν ὁποία τή βρῆκε ὁ Φίλιππος τῆς Μακεδονίας ὅταν τῆς ἐπιτέθηκε καί τήν ὑπέταξε μέ τή μία, τό 338 π.Χ., ἐνῶ πολλοί πλούσιοι Ἕλληνες δέχθηκαν μέ χαρά τήν ἔλευσί του, ὡς προτιμότερη ἀπό τήν ἐπανάστασι. Ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία ἐξαφανίσθηκε ὑπό τή μακεδονική τυραννίδα». Καί λίγο πικρό χιοῦμορ: «—Μπαμπά τί σημαίνει ψηφοφόρος; —Εἶναι αὐτός πού στίς ἐκλογές δίνει τήν ψῆφο του καί μετά τίς ἐκλογές τούς φόρους του». Κι ἔτσι ἔχουμε τό «Τractatus Logico-Ρhorologicus», λογικό, βέβαια, κατά τούς ἐκμεταλλευτές. «Ἤ θά κερδίζουμε καί θά μᾶς φορολογοῦνε, ἤ θά χάνουμε καί θά μᾶς δανειοδοτοῦνε». «—Εἶναι κοινός τόπος ὅτι στή χώρα μας τά πράγματα συνεχῶς βουλιάζουν. Ἀλήθεια, ἀπό ποῦ παράγεται τό ρῆμα βουλιάζω; —Μά… θαρρῶ ἀπό τή Βουλή». «Τό παγκόσμιο πρόβλημα τῆς πείνας δέν εἶναι τεχνολογικό, ἀλλά κοινωνικό καί πολιτικό. Μιά ἀπό τίς καλύτερες ἀναπτύξεις τῆς σχέσεως ἀγρο-ἐπιχειρήσεων καί παγκόσμιας πείνας βρίσκουμε στό ἔργο τῶν Frances Μoore-Lappé καί Joseph Collins* [ὑπ. Βλ. Frances Μoore-Lappé and Joseph Collins, Food First: Βeyond the Μyth of Scarcity, Ηoughton Μifflin, Ν. Ὑόρκη 1977, γιά συνοπτική παρουσίασι τῶν ἴδιων θέσεων, βλ. τῶν ἴδιων, Six Μyths of World Ηunger, Νew West, Ἰν, καί Still Ηungry after all these Υears, Μother Jones, Αὔ], τῶν δύο ἱδρυτῶν τοῦ Ἰνστιτούτου γιά τή Διατροφή καί τήν Πολιτική τῆς Ἀναπτύξεως, στό San Francisco. Οἱ ἐκτεταμένες ἔρευνες ὁδήγησαν τούς δύο συγγραφεῖς στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἔλλειψι τροφίμων εἶναι ἕνας μῦθος κι ὅτι οἱ ἀγρο-ἐπιχειρήσεις ὄχι μόνο δέν λύνουν τό πρόβλημα τῆς πείνας, ἀλλά ἀντίθετα τό χειροτερεύουν. Ὑπογραμμίζουν ὅτι τό κύριο ἐρώτημα δέν εἶναι τό “πῶς νά αὐξηθῆ ἡ παραγωγή;” ἀλλά τό “τί καλλιεργεῖται;” καί “ποιός καταναλώνει τίς τροφές;”. Καί οἱ ἀπαντήσεις στά δύο αὐτά ἐρωτήματα προσδιορίζονται ἀπό ἐκείνους πού ἐλέγχουν τά παγκόσμια μέσα παραγωγῆς τροφίμων. Ἡ εἰσαγωγή νέων τεχνολογιῶν σέ ἕνα σύστημα βουλιαγμένο ἤδη στό βοῦρκο τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητος, δέν πρόκειται ποτέ νά λύση τό πρόβλημα τῆς πείνας ἀλλά, ἀντίθετα, θά τό ἐπιτείνη. Πράγματι, ὅλες οἱ μελέτες σχετικά μέ τήν ἐπίδρασι τῆς Πράσινης Ἐπαναστάσεως στά προβλήματα πείνας τῶν λαῶν τοῦ Τρίτου Κόσμου ἐπιβεβαίωσαν σέ ἀναρίθμητες περιπτώσεις τό ἴδιο παράδοξο ὅσο καί τραγικό φαινόμενο: ὅσο περισσότερα τρόφιμα παράγονται τόσο περισσότεροι ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα. Οἱ Μoore-Lappé καί Collins παρατηροῦν: “Συνολικά, στόν Τρίτο Κόσμο αὐξάνουν συνεχῶς τά τρόφιμα καί λιγοστεύουν οἱ ἄνθρωποι πού μποροῦν νά τά καταναλώσουν”. Οἱ ἔρευνες τῶν Μoore-Lappé καί Collins ἀπέδειξαν ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχει χῶρα στόν κόσμο πού νά μήν μπορῆ νά θρέψη τόν πληθυσμό της βασισμένη ἀποκλειστικά στίς δικές της δυνάμεις καί, ἀκόμη, ὅτι στό σύνολό τους οἱ καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις τοῦ πλανήτη ἐπαρκοῦν γιά νά θρέψουν, μέ ἕνα σωστό διαιτολόγιο, πάνω ἀπό ὀκτώ δισεκατομμύρια ἄτομα τή στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ πληθυσμός τῆς γῆς προσεγγίζει μόλις τά τρία. Ἡ ἔλλειψι καλλιεργήσιμων ἐκτάσεων εἶναι ἕνας ἀκόμη μῦθος, πού δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ σάν αἴτιο τῆς πείνας. Γιά παράδειγμα, κάθε καλλιεργήσιμο στρέμμα τῆς Κίνας τρέφει διπλάσιους ἀνθρώπους σέ σύγκρισι μέ τήν Ἰνδία, καί ἐντούτοις ἡ Κίνα δέν ἔχει προβλήματα πείνας. Ἡ ἀνισότητα εἶναι τό μοναδικό ἐμπόδιο γιά τήν ἀπόδοσι ὅλωντῶν προσπαθειῶν προκειμένου νά λυθῆ τό παγκόσμιο πρόβλημα τῆς πείνας. Ὁ ἀγροτικός “ἐκσυγχρονισμός” —ἡ εὐρείας κλίμακας μηχανοποιημένη γεωργία— προσφέρει τεράστια κέρδη σέ μιά μικρή elite, τούς νέους ἑταιρικούς “ἀγρότες”, καί παράλληλα διώχνει ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ἀπό τή γῆ τους. Ἔτσι, ὅλο καί λιγότεροι ἄνθρωποι ἀποκτοῦν τόν ἔλεγχο ὅλο καί μεγαλυτέρων ἐκτάσεων, καί μόλις οἱ πάμπλουτοι αὐτοί μεγαλοκτηματίες “ἐκσυγχρονισθοῦν”, σταματοῦν νά παράγουν τρόφιμα σύμφωνα μέ τίς τοπικές ἀνάγκες καί προσανατολίζουν τήν παραγωγή τους στίς πιό κερδοφόρες καλλιέργειες ἐξαγωγῆς, καταδικάζοντας τό ντόπιο πληθυσμό στήν πείνα. Σέ ὅλες τίς χῶρες τοῦ Τρίτου Κόσμου ἀφθονοῦν τά παραδείγματα αὐτῆς τῆς ἀπάνθρωπης τακτικῆς. Στήν Κεντρική Ἀμερική οἱ περισσότερες ἀπό τίς μισές καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις —καί εἰδικά οἱ πιό γόνιμες— χρησιμοποιοῦνται ἀποκλειστικά γιά καλιέργειες ἐξαγωγῆς, τή στιγμή κατά τήν ὁποία τό 70% τῶν παιδιῶν ὑποσιτίζονται. Στή Σενεγάλη τά ἐκλεκτότερα κομμάτια γῆς χρησιμοποιοῦνται γιά τήν καλλιέργεια λαχανικῶν πού ἐξάγονται στήν Εὐρώπη, ἐνῶ ὁ ἀγροτικός πληθυσμός τῆς χώρας πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα. Μεγάλα τμήματα πλουσίων καί γονίμων ἐκτάσεων τοῦ Μεξικοῦ πού στό παρελθόν παρήγαγαν τουλάχιστον δώδεκα διαφορετικές ποικιλίες τοπικῶν τροφίμων, σήμερα παράγουν μόνο σπαράγγια γιά τούς εὐρωπαίους γαστρονόμους. Ἄλλοι κτηματίες στό Μεξικό καταργοῦν τίς τοπικές καλλιέργειες γιά νά παράγουν σταφύλια γιά κονιάκ, ἐνῶ στήν Κολομβία οἱ ἀγρο-ἐπιχειρηματίες καταργοῦν τό σιτάρι γιά νά καλλιεργήσουν γαφύφαλλα πού τά ἐξάγουν μέ μεγάλο κέρδος στίς ΗΠΑ. Τό πρόβλημα τῆς παγκόσμιας πείνας μπορεῖ νά λυθῆ μόνο μέ τή μεταμόρφωσι τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ὥστε νά περιορισθῆ ἡ ἀνισότητα σέ κάθε ἐπίπεδο. Γιατί, τό κύριο πρόβλημα δέν εἶναι ἡ διανομή τῶν τροφίμων, ἀλλά ἡ ἀνακατανομή τοῦ ἐλέγχου τῶν γεωργικῶν πόρων. Μόνο μέ τόν ἐκδημοκρατισμό αὐτοῦ τοῦ ἐλέγχου [ἐμεῖς λέμε: μέ τό χριστιανοκοινωνισμό] θά καταφέρη ἐπιτέλους ὁ πεινασμένος νά φάη τά προϊόντα τά ὁποῖα παράγει. Ἤδη ἀρκετές χῶρες ἀπέδειξαν πώς οἱ κοινωνικές ἀλλαγές τοῦ εἴδους στέφονται πάντοτε μέ ἐπιτυχία. Πράγματι, σήμερα τό 40% τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Τρίτου Κόσμου ζοῦν σέ χῶρες ὅπου ἡ πεῖνα καταπολεμήθηκε ὕστερα ἀπό κοινούς ἀγῶνες [ἰδού τό «κατ᾽ εἰκόνα»]. Στίς χῶρες αὐτές ἡ γεωργία ἔπαψε νά θεωρῆται σάν ὁ μηχανισμός πού αὐξάνει τά συναλλαγματικά ἔσοδα ἀπό τό ἐξαγωγικό ἐμπόριο καί ἀναγνωρίζεται σάν τό μέσο πού ἐξασφαλίζει κατ᾽ ἀρχήν τή διατροφή τοῦ πληθυσμοῦ. Σύμφωνα μέ τίς μελέτες τῶν Μoore-Lappé καί Collins, ἡ ἐφαρμογή τῆς πολιτικῆς “κατ᾽ ἀρχήν ἡ διατροφή” ἀπαιτεῖ πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα τήν ἱκανοποίησι τῶν ἀναγκῶν τοῦ πληθυσμοῦ καί ὕστερα τήν ἀνάπτυξι τῶν βιομηχανικῶν καλλιεργειῶν. Ἐπίσης, τό ἐξαγωγικό ἐμπόριο ἀναλαμβάνει τή διάθεσι τῶν πλεονασμάτων τῆς τοπικῆς παραγωγῆς καί δέν κατευθύνεται πλέον ἀπό τίς ἀπαιτήσεις τῶν ξένων. Ἐμεῖς πού ζοῦμε στίς βιομηχανικές χῶρες θά πρέπη νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ διατροφή μας δέν ἀπειλεῖται ἀπό τίς πεινασμένες μάζες τοῦ Τρίτου Κόσμου, ἀλλά ἀπό τίς ἑταιρεῖες τροφίμων καί γεωργικῶν προϊόντων πού διαιωνίζουν πρός ὄφελός τους τή μαζική ἐξαθλίωσι. Σήμερα οἱ πολυεθνικές ἑταιρεῖες τροφίμων, προσπαθοῦν νά ἐπιβάλλουν ἕνα παγκόσμιο γεωργικό σύστημα πού νά τούς ἐπιτρέπη νά ἐλέγχουν ὅλες τίς φάσεις τῆς παραγωγῆς καί τῆς διαθέσεως καί νά ρυθμίζουν τήν προσφορά καί τίς τιμές σύμφωνα μέ τά μονοπωλιακά τους συμφέροντα. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ συστήματος αὐτοῦ βρίσκεται ἤδη στή φάσι τῆς πραγματοποιήσεως. Στίς ΗΠΑ τό 90% τῆς παραγωγῆς λαχανικῶν ἐλέγχεται κιόλας ἀπό τίς μεγάλες ἑταιρεῖες τυποποιήσεως καί ἐπεξεργασίας, καί ἔτσι πολυάριθμοι ἀγρότες ὑποχρεώνονται εἴτε νά ὑποταχθοῦν στούς ὅρους τους εἴτε νά ἀλλάξουν ἐπάγγελμα. Ἄν οἱ πολυεθνικές καταφέρουν νά ἀποκτήσουν τόν παγκόσμιο ἔλεγχο τῆς παραγωγῆς καί τῆς διακινήσεως τῶν τροφίμων, τό πρόβλημα τῆς πείνας δέν πρόκειται νά λυθῆ ποτέ. Ὁ ἔλεγχος αὐτός θά σημάνη τή μετατροπή τοῦ πλανήτη σέ ἕνα τεράστιο Super Market, ὅπου οἱ πτωχοί θά ὑποχρεωθοῦν νά ἀνταγωνισθοῦν τούς πλουσίους, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν καταφέρουν ποτέ νά χορτάσουν τήν πεῖνα τους. Ἤδη, σέ πολλές χῶρες τοῦ Τρίτου Κόσμου παρατηρεῖται τό τραγικό φαινόμενο ὅπου οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπό τήν πεῖνα τή στιγμή κατά τήν ὁποία δίπλα τους ἀκριβῶς παράγονται ἄφθονα τρόφιμα. Σέ πάμπολλες περιπτώσεις, ἡ ἴδια ἡ κυβέρνησι ἐπιδοτεῖ τήν παραγωγῆ αὐτῶν τῶν τροφίμων καί οἱ πτωχοί συμμετέχουν σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς παραγωγῆς τους. Ἀλλά δέν εἶναι σέ θέσι νά τά καταναλώσουν, ἐφόσον τούς εἶναι ἀδύνατο νά πληρώσουν τίς τιμές τίς ὁποῖες διαμορφώνει ὁ διεθνής ἀνταγωνισμός. Οἱ πολυεθνικές ἀγρο-ἐπιχειρήσεις, στήν προσπάθειά τους νά ἐπεκτείνωνται διαρκῶς καί νά κερδοσκοποῦν ἀσύστολα, ὄχι μόνο χειροτερεύουν διαρκῶς τό πρόβλημα τῆς πείνας, ἀλλά παράλληλα προκαλοῦν φοβερές καταστροφές στό φυσικό περιβάλλον, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπειλοῦν τό παγκόσμιο οἰκοσύστημα. Σήμερα γιά παράδειγμα, γιγάντιες πολυεθνικές ἑταιρεῖες, ὅπως ἡ Goodyear, ἡ Volkswagen καί ἡ Νestlé, ἰσοπεδώνουν ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια στρέμματα στίς ἀκτές τοῦ Ἀμαζονίου, στή Βραζιλία, προκειμένου νά ἀναθρέψουν μοσχάρια γιά ἐξαγωγές. Τό ξερίζωμα τῶν τροπικῶν δασῶν θά ἐπιφέρη τρομακτικές περιβαλλοντολογικές καταστροφές. Οἱ οἰκολόγοι προειδοποιοῦν ὅτι ἡ ἐξαφάνισι τῶν τροπικῶν δασῶν σέ συνδυασμό μέ τίς καταρρακτώδεις βροχές καί τόν καυτό ἥλιο τοῦ ἰσημερινοῦ, θά προκαλέση ἁλυσιδωτές οἰκολογικές ἀντιδράσεις, πού ἐνδεχόμενα θά ἐπηρεάσουν πρός τό χειρότερο τίς κλιματολογικές συνθῆκες ὁλοκλήρου τοῦ πλανήτη. Μ᾽ ἄλλα λόγια, οἱ τεράστιες ἀγρο-ἐπιχειρήσεις καταστρέφουν τό ἔδαφος, ἀπ᾽ ὅπου ἐξαρτᾶται ἡ ὕπαρξί μας, ἐπιτείνουν τίς κοινωνικές ἀδικίες καί τό παγκόσμιο πρόβλημα τῆς πείνας, καί ἀπειλοῦν σοβαρά τήν παγκόσμια οἰκολογική ἰσορροπία. Οἱ δραστηριότητές τους ὄχι μόνο δέν ἐξυπηρετοῦν τίς ἀνάγκες διατροφῆς, ἀλλά γεννοῦν καθημερινά ὅλο καί μεγαλύτερους κινδύνους γιά τήν ἀτομική, κοινωνική καί οἰκολογική μας ὑγεία». Γράφει εὔστοχα ὁ de Waal Frans: «Τήν ἴδια στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Ronald Reagan καί ἡ Margaret Thatcher κήρυτταν ὅτι ἡ ἀπληστία ἦταν καλή γιά τήν κοινωνία, καλή γιά τήν οἰκονομία καί, βεβαίως, καλή γιά ὅσους ἦταν ἄπληστοι, κάποιοι βιολόγοι δημοσίευσαν βιβλία ὑπέρ αὐτῶν τῶν ἀπόψεων. Τό Ἐγωϊστικό Γονίδιο τοῦ Richard Dawkins [: μαχητικός ἄθεος πού βοηθάει, ἔτσι, τό κοινωνικό σύνολο!!!] μᾶς δίδαξε ὅτι ἐφόσον ἡ ἐξέλιξι βοηθᾶ αὐτούς πού βοηθοῦν τούς ἑαυτούς τους, ὁ ἐγωϊσμός θά πρέπη ν’ ἀντιμετωπισθῆ μάλλον ὡς κινητήρια δύναμι τῆς ἀλλαγῆς παρά ὡς ἐλάττωμα πού μᾶς ἐμποδίζει ν’ ἀναπτυχθοῦμε. Μπορεῖ νά εἴμασθε κακοί πίθηκοι, ἀλλά ὑπάρχει λόγος πού εἴμασθε ἔτσι κι ὁ κόσμος ἔγινε καλύτερος χάρι σ’ αὐτό τό γνώρισμα. Ἕνα δευτερεῦον πρόβλημα —πού ματαίως ὑποδείχθηκε ἀπ’ τούς σχολαστικούς— ἦταν ἡ παραπλανητική γλῶσσα τῶν βιβλίων αὐτοῦ τοῦ εἶδους. Τά γονίδια πού παράγουν ἐπιτυχῆ χαρακτηριστικά διαδίδονται στόν πληθυσμό κι ὡς ἐκ τούτου προάγονται. Ὡστόσο, ὁ χαρακτηρισμός αὐτῆς τῆς διαδικασίας ὡς “ἐγωϊστικῆς” εἶναι ἁπλῶς σχῆμα λόγου. Καί μιά χιονοστιβάδα πού κυλᾶ καί μεγαλώνει καθώς κατεβαίνει, ἐπίσης, ἀναπτύσσεται, ἀλλά γενικά δέν ἀποκαλοῦμε τίς χιονοστιβάδες ἐγωϊστικές. Ἡ ἀκραία συνέπεια τῆς θέσεως “τά πάντα εἶναι ἐγωϊσμός” εἶναι ἕνας ἐφιαλτικός κόσμος». Ἰδού καί ὁ Ὕμνος τῶν Νεοελλήνων: «Κοκορέτσι, κοντοσούβλι, παϊδάκια, νεφραμιά, πατατάκια καί ρετσίνα. Χαῖρ’ ὦ χαῖρε ψησταριά!» Ὁ Νικ. Π. Βασιλειάδης τονίζει μιά πικρή ἀλήθεια μέ «τό ἀκόλουθο κείμενο, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στήν κομμουνιστική Ρaix et Liberté. Ἔλεγε: “Τό Εὐαγγέλιο εἶναι πολύ πιό δυνατό ὅπλο γιά τήν ἀνακαίνισι τῆς κοινωνίας, ἀπό τή μαρξιστική θεωρία τῆς ζωῆς. Καί, ὅμως, ἐμεῖς οἱ κομμουνιστές εἴμασθε ἐκεῖνοι, πού θά κατακτήσουμε τελικά ἐσᾶς τούς Χριστιανούς (…). Ἀπό τούς μισθούς καί τά ἔξοδά μας κρατοῦμε τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα καί τά ὑπόλοιπα τά προσφέρουμε γιά τούς σκοπούς τῆς (κομμουνιστικῆς) προπαγάνδας. Σ᾽ αὐτή τήν προπαγάνδα ἀφιερώνουμε ὅλο τόν ἐλεύθερο χρόνο μας καί μέρος τοῦ χρόνου τῆς ἐργασίας μας. Ἐνῶ ἐσεῖς (οἱ Χριστιανοί) δίνετε ἐλάχιστο χρόνο καί ἐλάχιστα χρήματα γιά τή διάδοσι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μπορεῖ κάποιος νά πιστέψη στήν παντοδυναμία τοῦ Εὐαγγελίου, ἄν δέν τό θέτετε σ᾽ ἐφαρμογή; Ἄν δέν τό κηρύσσετε καί δέν τό διαδίδετε; Ἄν δέν θυσιάζετε οὔτε χρόνο οὔτε χρήματα γι᾽ αὐτό τό σκοπό; Πιστέψτε με· ἐμεῖς εἴμασθε ἐκεῖνοι πού θά νικήσουμε, γιατί πιστεύουμε στό κομμουνιστικό μήνυμα καί εἴμασθε ἕτοιμοι νά θυσιάσουμε τά πάντα, κι αὐτή ἀκόμα τή ζωή μας, γιά νά θριαμβεύση ἡ κοινωνική δικαιοσύνη. Ἐσεῖς, ὅμως, φοβᾶσθε νά λερώσετε τά χέρια σας”». Στίς προηγούμενες σελίδες ἀναγράψαμε, μεμονωμένα, ὁρισμένα χαρακτηριστικά τοῦ Μαρξισμοῦ καί τοῦ Καπιταλισμοῦ. Στίς ἑπόμενες θά τούς ἐξετάσουμε συγκριτικά μεταξύ τους. Ἐπισημαίνει ὁ Ε. Βρυζάκης: Ὁ μαρξισμός τονίζει ὅτι «ἡ ἐξέλιξι τῆς ἀνωδομῆς καθορίζεται ἀπό τήν ἀντίστοιχη ἐξέλιξι τῆς τεχνικοοικονομικῆς ὑποδομῆς… [Δέχεται ἐπίσης] ὅτι καί ἡ ἀνωδομή, ἀφοῦ διαμορφώθηκε ἀπό τήν ὑποδομή, ἀσκεῖ καί αὐτή μέ τή σειρά της ἐπάνω στήν ὑποδομή μιά ἐπίδρασι δευτερογενῆ, αὐξάνει τίς δυσκολίες ἀντί νά τίς ἐλαττώση… Τότε προβάλλει πάλι τό ἐρώτημα: αὐτή ἡ δευτερογενής δρᾶσι ποιά ἔκτασι καί ἰδίως ποιά σημασία ἔχει; Ἄν ἔχη σημασία οὐσιαστική, δηλαδή, ἄν ἡ ἀνωδομή μέ τή σειρά της μπορεῖ νά ἀλλοιώση οὐσιαστικά τήν ὑποδομή, τότε ἡ ὅλη θεωρία τοῦ ὑλιστικοῦ ἱστορικοῦ ντετερμινισμοῦ πάει περίπατο. Γιατί, στήν περίπτωσι αὐτή, δεχόμασθε, ἔστω καί χωρίς νά τό ὁμολογοῦμε, ὅτι τό πνεῦμα ξεκινώντας ἀπό δεδομένα τά ὁποῖα τοῦ δίνει ἡ ὑλική πραγματικότητα εἶναι μέ τή σειρά του ἱκανό νά ἀσκήση ἐπάνω της ἀποφασιστική ἐπίδρασι, μέ ἄλλα λόγια νά μετασχηματίση, νά κατευθύνη καί ἄρα νά κυβερνήση τήν ὑλική πραγματικότητα. Ἄν πάλι αὐτή ἡ δευτερογενής ἐπίδρασι τῆς ἀνωδομῆς ἐπάνω στήν ὑποδομή δέν ἔχη αὐτή τή βαρύτητα, ἀλλά εἶναι ἐντελῶς δευτερεύουσα, τότε δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό τόν ἀντικατοπτρισμό καί ἑπομένως τό πρόβλημα δέν προωθεῖται οὔτε κατά ἕνα βῆμα. Ὅμως, πέρα ἀπ᾽ αὐτό τό θεωρητικό ἀδιέξοδο, ὑπάρχει καί ἡ φωνή τῆς πραγματικότητος. Ἄν πράγματι ἡ ἐξέλιξι τῶν μέσων καί ἀντίστοιχα τῶν σχέσεων παραγωγῆς καθορίζη κατά τρόπο νομοτελῆ τίς ἰδέες, τίς πεποιθήσεις, τά ἰδεολογικά ρεύματα, μέ μιά λέξι τήν ἀτομική καί τήν κοινωνική συνείδησι, τότε θά ἔπρεπε οἱ μέν ἐκπρόσωποι τῆς ἀστικῆς τάξεως νά μή μποροῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἀστική τους νοοτροπία, οἱ δέ ἐκπρόσωποι τῆς ἐργατικῆς τάξεως νά ἔχουν ἔντονη τήν ἀντίθετη νοοτροπία, πού ἔγκειται στήν ἀνατροπή τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, πού ἀπορρέουν ἀπό τόν καπιταλιστικό τρόπο τῆς παραγωγῆς. Ὅμως, ἡ ἁπτή πραγματικότητα, πού γιά τόν “ἐπιστημονικό σοσιαλισμό” εἶναι τό πᾶν, δέν χωράει μέσα σ᾽ αὐτό τό καλούπι. Γιατί ἡ ἐργατική τάξι δέν ἀπέκτησε ποτέ τή συνείδησι αὐτή μόνη της, ἀλλά χρειάσθηκε ἄλλοι νά τῆς τήν ἐμφυσήσουν. Καί αὐτοί οἱ ἄλλοι ἦταν 100% ἀστοί. Ὁ δέ ἰσχυρισμός ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἀκριβές, ἀλλά ὅτι ὁ Marx τό μόνο τό ὁποῖο ἔκανε ἦταν νά ξυπνήση τή συνείδησι τῶν ἐργατῶν πού ἤδη ὑπῆρχε μέσα τους σέ λανθάνουσα κατάστασι, βρίσκει ἀντίθετό του τόν ἴδιο τό Lenin πού ἔγραφε ὅτι “οἱ ἐργάτες δέν μποροῦν νά ἔχουν σοσιαλδημοκρατική συνείδησι. Αὐτή μόνο ἀπ᾽ ἔξω μπορεῖ νά προσαχθῆ”. Τό μόνο τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἔχη ἡ ἐργατική τάξι εἶναι ἡ συνείδησι ὅτι μπορεῖ νά ἀγωνισθῆ γιά τή βελτίωσι τῆς οἰκονομικῆς της καταστάσεως μέσα στά πλαίσια τοῦ ὑφισταμένου κοινωνικοοικονομικοῦ συστήματος (συνείδησι τῶν trade-unions). Ἀντιθέτως —κατά τό Lenin πάντοτε—, ἡ σοσιαλιστική θεωρία ὅτι ἡ οἰκονομική ἀπελευθέρωσι τῆς ἐργατικῆς τάξεως μόνο μέ πολιτική καί κοινωνική μεταβολή μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ “βγῆκε ἀπό τίς ἱστορικές καί οἰκονομικές θεωρίες τίς ὁποῖες ἐκπόνησαν οἱ μορφωμένοι ἐκπρόσωποι τῶν κρατουσῶν τάξεων”. Ἔγινε προσπάθεια νά μειωθῆ ἡ σημασία τῶν παραπάνω διαπιστώσεων μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι πρόκειται γιά μεμονωμένες περιπτώσεις. Ἀλλά, στήν πραγματική ἐπιστήμη, ἕνα καί μόνο πείραμα εἶναι ἀρκετό γιά νά καταρρεύση μία θεωρία, ὅπως τόσες φορές συνέβη στήν ἱστορία τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Τό ἴδιο δέ ἰσχύει καί γιά τό ἄλλο ἐπιχείρημα τό ὁποῖο προβάλλει ὁ σύγχρονος γάλλος διανοούμενος Louis Αlthusser στόν πρόλογο πρόσφατης γαλλικῆς μεταφράσεως τοῦ Κεφαλαίου. Τέτοιες μεταστροφές ὅπως τοῦ Marx καί ἄλλων, γράφει, εἶναι, βέβαια, πολύ δύσκολες γιατί προϋποθέτουν μιά ἐσωτερική ἐπανάστασι, μιά ρῆξι μέ τήν κτηθεῖσα καί βαθειά ριζωμένη ἀστική νοοτροπία. Δέν εἶναι, ὅμως, ἀδύνατες. Ἀλλά τότε ἔχει καί ὁ “ἐπιστημονικός σοσιαλισμός” τά θαύματά του, τή στιγμή κατά τήν ὁποία τόσο εἰρωνεύεται τά θαύματα στά ὁποῖα πιστεύουν ἄλλοι! Γιατί τί ἄλλο εἶναι τό θαῦμα ἀπό τήν ἐξαίρεσι, τό σπάσιμο τῆς αὐστηρῆς νομοτέλειας; Καί ἄν τό θαῦμα εἶναι κατά τούς ὀπαδούς τοῦ κάθε μορφῆς ὑλισμοῦ καί φυσικά τοῦ ἱστορικοῦ καί διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ, ἀσυμβίβαστο μέ τήν ἰδέα τῆς ἐπιστήμης, τότε γιατί δέν θά εἶναι ἀσυμβίβαστο καί μέ τό σοσιαλισμό πού θέλει νά λέγεται ἐπιστημονικός; Ὅμως, ὁ μῦθος τῆς ἀλήθειας εἶναι πολύ ἁπλούστερος. Εἶναι ὅτι καί ἐδῶ ἡ ἔμφυτη καί αἰώνια ἰδέα τῆς δικαιοσύνης [: ἰδού τό κατ᾽ εἰκόνα] μίλησε σέ ἀνθρώπους πού ἔλεγαν μέν πώς εἶναι καί ἦταν “θεωρητικά” ὑλιστές, ὅμως, στήν πραγματικότητα εἶχαν πολύ λιγότερες σχέσεις μέ τόν ὑλισμό ἀπό πολλούς συγχρόνους τους, πού ἐνῶ διακήρυτταν τήν πίστι τους σέ ἀξίες πνευματικές, ἀπό τό ἄλλο μέρος τίς καταπατοῦσαν ἀσύστολα στήν πρᾶξι. Στίς ἴδιες ἀντιφάσεις πέφτει ὁ ἐπιστημονικός σοσιαλισμός, ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τό ἀκόμη σοβαρότερο ζήτημα, ἄν ὑπάρχουν πνευματικές καί ἠθικές ἀξίες πού νά στέκουν ἐπάνω ἀπό τίς ἱστορικές καί κοινωνικές μεταβολές. Τήν πίστι σέ τέτοιες ἀξίες, τήν ὁποία ἡ ἀνθρωπότητα διατήρησε σέ ὅλη τήν πορεία της ἀνάμεσα στούς αἰῶνες καί τίς χιλιετηρίδες, ὁ ἐπιστημονικός σοσιαλισμός δέν τόλμησε νά τήν ἀρνηθῆ τελείως. Ὅμως, ἡ θεωρία του τόν διαψεύδει. Πράγματι, συνέπειά της ἀναπόφευκτη εἶναι, βέβαια, ὅτι ἡ ἠθική, σάν μία ἀπό τίς συνιστῶσες τῆς ἀνωδομῆς, καθορίζεται ἀπό τήν ἀντίστοιχη κατάστασι τῆς ὑποδομῆς. Ὅταν ἡ ὑποδομή μεταβάλλεται πρέπει ἀναγκαστικά καί ἡ ἠθική, σάν στοιχεῖο τῆς ἀνωδομῆς, νά μεταβάλλεται. Καί τό φυσικό συμπέρασμα εἶναι πώς ὅ,τι ἦταν ἠθικό χθές μπορεῖ νά μήν εἶναι ἠθικό σήμερα καί ὅ,τι εἶναι ἠθικό σήμερα μπορεῖ νά μήν εἶναι ἠθικό αὔριο, ἀφοῦ μέ τήν ἐξέλιξι τῶν μέσων καί τῶν σχέσεων τῆς παραγωγῆς θά ἔχουμε ἀντίστοιχη μεταβολή στή συνείδησι καί τίς ἀξίες στίς ὁποῖες θά πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι. Τοῦτο ἰσχύει κατ᾽ ἐξοχήν γιά τήν ἠθική ἀξία πού λέγεται δικαιοσύνη. Στό σημεῖο αὐτό ἔχει δημιουργηθῆ μιά μεγάλη παρανόησι, πού κάνει τούς πολλούς νά νομίζουν ὅτι ὁ “ἐπιστημονικός σοσιαλισμός” εἶναι ἡ κίνησι πού κατ᾽ ἐξοχήν πιστεύει καί προβάλλει τή δικαιοσύνη καί ἀγωνίζεται γι᾽ αὐτήν. Ὅμως, ὅπως ἔχει ἤδη γραφῆ, ἡ δικαιοσύνη σάν ἐπιταγή τοῦ πνεύματος δέν ἔχει καμμιά θέσι μέσα στή μηχανιστική κοσμοθεωρία τοῦ “ἐπιστημονικοῦ σοσιαλισμοῦ”. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή, ὁ σοσιαλισμός δέν θά ἔλθη γιατί αὐτό εἶναι δίκαιο, δέν θά ἔλθη γιατί θά βρεθοῦν ἄνθρωποι πού ἐμπνεόμενοι ἀπό τήν ἠθική ἐπιταγή τῆς δικαιοσύνης θά ἀγωνισθοῦν γιά τήν ἐπικράτησί της. Ὁ σοσιαλισμός θά ἔλθη ἀναγκαστικά, γιατί θά τόν ἐπιβάλη ἡ ἐξέλιξι τῆς οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς ὑποδομῆς τοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως ἡμέρα ἀκολουθεῖ τή νύκτα. Δέν θά ἔλθη γιατί ἡ ἐπικράτησί του θά φέρη τήν εὐτυχία ἤ τή δυστυχία, ἀλλά γιατί ἔτσι τό θέλουν οἱ φυσικοί νόμοι τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως. Ὁπότε, διερωτᾶται κανείς, ὅταν διαβάζη τούς φιλιππικούς μέ τούς ὁποίους ὁ Marx κατακεραυνώνει τούς κεφαλαιοκράτες τῆς ἐποχῆς του: Πρός τί αὐτό τό μένος; Πρός τί οἱ εἰρωνεῖες γιά τήν “ἠθική” καί τήν “ἀρετή” τῶν καπιταλιστῶν, οἱ χαρακτηρισμοί τῆς “ἐπαίσχυντης ὑποκρισίας” ἤ οἱ παρομοιώσεις τους μέ τό Shylock ἤ μέ τούς vampires, τά μυθικά ἐκεῖνα τέρατα πού ἀπομυζοῦσαν τό αἷμα τῶν ἀνθρώπων; Ἐπειδή εἶναι ἀνήθικοι, ἐπειδή ἀδικοῦν; Μά τί νόημα ἔχουν οἱ λέξεις ἠθική καί ἀνηθικότητα, δικαιοσύνη καί ἀδικία γιά τόν ἐπιστημονικό σοσιαλισμό καί τόν ἱστορικό ὑλισμό του; Καί τί φταῖνε οἱ κεφαλαιοκράτες, ἄν φέρωνται ὅπως τούς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησί τους, συνείδησι πού, σύμφωνα μέ τή θεωρία τοῦ ἐπιστημονικοῦ σοσιαλισμοῦ, εἶναι ἔτσι διαμορφωμένη ἀπό τίς κοινωνικοοικονομικές συνθῆκες μέσα στίς ὁποῖες αὐτοί οἱ καπιταλιστές ζοῦν;». «Ἡ Βεγγάλη, ἡ πρώτη βρεταννική κτῆσι στήν Ἰνδία, “βυθίσθηκε στό χάος καί στή φτώχεια ἐξαιτίας ἑνός τρομακτικοῦ πειράματος ἐλεγχόμενης διακυβερνήσεως”, παρατηρεῖ ὁ Τζόν Κέι στήν ἱστορία του τῆς Ἑταιρείας τῶν Ἀνατολικῶν Ἰνδιῶν. Ὁ κατακτητής Ρόμπερτ Κλάιβ περιέγραψε τή Dacca τοῦ 1757, ὡς κέντρο ὑφαντουργίας, ὡς “πόλι μεγάλη, πολυάνθρωπη καί πλούσια ὅσο καί τό Λονδίνο”. Τό 1840 ὁ πληθυσμός της εἶχε ἤδη πέσει ἀπό τίς 150.000 στίς 30.000, ὅπως κατέθεσε στή Βουλή τῶν Λόρδων ὁ sir Charles Trevelyan, “ἐνῶ ἡ ζούγκλα καί ἡ μαλάρια κοντεύουν νά τήν πνίξουν πιά ἐντελῶς… Ἡ Dacca, τό Manchester τῶν Ἰνδιῶν, πού ἦταν μιά πολιτεία ἀνθηρή καί εὐημεροῦσα, ἔχει καταντήσει ἕνα ἄθλιο καί πάμπτωχο χωριό”. Καί τώρα εἶναι ἡ πρωτεύουσα τοῦ Bangladesh. Τήν ἐποχή τῆς βρεταννικῆς κατακτήσεως, ἡ Ἰνδία μποροῦσε ἄνετα νά συγκριθῆ μέ τήν Ἀγγλία ὡς πρός τή βιομηχανική ἀνάπτυξι. Ὁ κατακτητής, ὡστόσο, συνέχισε νά ἀναπτύσσεται, ἐνῶ ἡ ἰνδική βιομηχανία καταστράφηκε ἀπό Βρεταννικές ρυθμίσεις καί ἀναμείξεις. Οἱ Βρεταννοί παρατηρητές, παρόλο τό φιλελεύθερο προσανατολισμό τους, ἀναγνώριζαν σχεδόν χωρίς ἐξαίρεσι τήν ἀναγκαιότητα αὐτῶν τῶν μέτρων. Κι ὅπως ἔγραψε ὁ Ὁράτιος Οὐίλσον στήν Ἱστορία τῆς Βρεταννικῆς Ἰνδίας τό 1826, “τά μέτρα αὐτά εἶναι πού ἔδωσαν τή δυνατότητα στά ἐργοστάσια τοῦ Πέισλι καί τοῦ Manchester νά συνεχίσουν νά δουλεύουν. Ἡ ἐπιβίωσί τους ὀφείλεται στή θυσία τῶν Ἰνδῶν βιοτεχνῶν”. Οἱ παρατηρητές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης περιέγραψαν μέ ἐντυπωσιακό τρόπο τήν “τρομακτική καταπίεσι καί τά μονοπώλια” τῶν Βρεταννῶν κατακτητῶν πού λήστεψαν κι ἀφάνισαν τόν ἀγροτικό πλοῦτο τῆς Βεγγάλης, καταστρέφοντας παράλληλα καί τήν ὑφαντουργία της· ἔσπειραν τή χώρα πτώματα, μετέτρεψαν τήν εὐημερία σέ φτώχεια, τήν ἔλλειψι σέ λιμό· καί δέν ἦταν λίγες οἱ φορές κατά τίς ὁποῖες “ἔσκαψαν ἕνα εὔφορο ὀρυζῶνα ἤ ἄλλα χωράφια σπαρμένα κι ἕτοιμα νά θερισθοῦν, ἁπλῶς καί μόνο γιά νά φυτέψουν παπαροῦνες”, μιᾶς κι οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Ἑταιρείας “προέβλεπαν μεγάλα κέρδη ἀπ᾽ τήν καλλιέργεια τοῦ ὀπίου”(Adam Smith). Τό Βρεταννικό Σύμφωνο Μόνιμης Ἐγκαταστάσεως τοῦ 1793 ἐπέκτεινε τό πείραμα καί σ᾽ ἄλλες περιοχές ἐκτός τῆς Βεγγάλης. Ἡ γῆ ἰδιωτικοποιήθηκε, ἀποφέροντας τεράστια κέρδη στούς Βρεταννούς κυρίους καί στούς ὑποστηρικτές τους, ἐνῶ “τό Σύμφωνο, συντεταγμένο μέ φροντίδα καί προσοχή, ὁδήγησε (ἀπ᾽ ὅσο ξέρουμε) τίς κατώτερες τάξεις στήν ἀνέχεια καί τή δυστυχία”, δήλωσε μιά Βρεταννική ἐρευνητική ἐπιτροπή τό 1832. Ὁ διευθυντής τῆς Ἑταιρείας τῶν Ἀνατολικῶν Ἰνδιῶν παραδέχθηκε ὅτι ἡ “ἔνδεια καί ἡ δυστυχία τοῦ λαοῦ τῆς ἀποικίας μας ξεπερνᾶ κάθε προηγούμενο στήν ἱστορία τοῦ ἐμπορίου. Οἱ πεδιάδες τῆς Ἰνδίας ἀσπρίζουν ἀπ᾽ τά κόκκαλα τῶν ἐργατῶν πού ὑφαίνουν τό μπαμπάκι”. Τά πειράματα τοῦ Διεθνοῦς Νομισματικοῦ Ταμείου καί τῆς Παγκόσμιας Τράπεζας [τί μοῦ θυμίζουν αὐτοί οἱ ὅροι;], πού σχεδιάσθηκαν ἀπ᾽ τούς σύγχρονους θεωρητικούς τῆς παγκόσμιας οἰκονομίας, ἔχουν, λοιπόν, προηγούμενο. Τό πείραμα τῶν Ἰνδιῶν, ὡστόσο, δέν ὑπῆρξε ὁλοσχερής ἀποτυχία. “Ἄν ἡ ἀσφάλεια δεχόταν ἀπειλές ἀπ᾽ τίς ἐκτεταμένες λαϊκές ταραχές ἤ τήν προβλεπόμενη ἐπανάστασι”, δήλωσε ὁ Γενικός Κυβερνήτης τῶν Ἰνδιῶν λόρδος Μπέντινκ, “τότε πρέπει νά πῶ ὅτι τό Σύμφωνο Μόνιμης Ἐγκαταστάσεως, παρόλη τήν ἀποτυχία του σέ ἄλλους τομεῖς καί ἀπό πολλές οὐσιαστικότατες ἀπόψεις, ἔχει ἕνα μεγάλο πλεονέκτημα, τουλάχιστον: ὅτι δημιούργησε μιά νέα τάξι μικροϊδιοκτητῶν γῆς πού ἔχουν συνδέσει τίς τύχες τους μέ τή συνέχισι τῆς Βρεταννικῆς κυριαρχίας καί οἱ ὁποῖοι ἐλέγχουν ἀπόλυτα τίς λαϊκές μάζες. Ἡ αὐξανόμενη δυστυχία αὐτῶν τῶν λαϊκῶν μαζῶν, ἑπομένως, ἀποτελεῖ τώρα μικρότερο πρόβλημα ἀπ᾽ ὅ,τι κατά τό παρελθόν. Τά ἀφεντικά τοῦ Τρίτου Κόσμου ἔμαθαν πολλά ἀπ᾽ τό πείραμα τῶν Ἰνδιῶν κι ἐφάρμοσαν ἀνάλογες τακτικές στίς δικές τους ἀποικίες, τόσο στόν Τρίτο Κόσμο ὅσο καί στήν Ἀνατολική Εὐρώπη σήμερα, χωρίς νά ἐξαιροῦν φυσικά τίς ἴδιες τίς πατρίδες τους. Τόν 19ο αἰῶνα, ἡ Ἰνδία κάλυπτε περισσότερα ἀπό τά δύο πέμπτα τοῦ Βρεταννικοῦ ἐμπορικοῦ ἐλλείμματος, παρέχοντας ἀγορά στούς Βρεταννούς κατασκευαστές, ἐξασφαλίζοντας ἄνδρες στά κατακτητικά στρατεύματα τῆς Ἀγγλίας (πού συνέχιζαν νά ἐπεκτείνουν τίς κτήσεις τοῦ στέμματος) καί παράγοντας τέλος τό ὄπιο, τό βασικό προϊόν ἐμπορίου μεταξύ Βρεταννίας καί Κίνας (ἡ ὁποία εἶχε ἐξαναγκασθῆ στήν ἀγορά ναρκωτικῶν οὐσιῶν μέ τή δύναμι τῶν ὅπλων). Καθώς ἡ ἐγχώρια βιομηχανία κατέρρεε, ἡ Βεγγάλη ὑποχρεώθηκε νά ἐξάγη ἀγροτικά προϊόντα, ἀρχικά λουλάκι καί ὕστερα ψάθα, παράγοντας πάνω ἀπό τό μισό τῆς παγκόσμιας παραγωγῆς τό 1900, μόλο πού οὔτε ἕνα ἐργοστάσιο δέν κτίσθηκε ἐκεῖ ἐπί Βρεταννικῆς κατοχῆς. Βιοτεχνίες καί βιομηχανίες συγκρίσιμες μ᾽ ἐκεῖνες πού ὑπῆρχαν στή χώρα τήν ἐποχή τῆς κατακτήσεώς της ἀπό τούς Βρεταννούς ὄχι μόνο καταστράφηκαν, ἀλλά καί οὐδέποτε ἀναπτύχθηκαν στή συνέχεια, στό βαθμό στόν ὁποῖο ἡ Ἰνδία βούλιαξε ξανά στή μιζέρια τῆς ἀγροκαλλιέργειας. Ἀφοῦ συνέβαλε ἀποφασιστικά κι ἐπί σειρά αἰώνων στήν εὐημερία καί στόν πλοῦτο τῆς Βρεταννίας, ἡ Ἰνδία κατάφερε ἐπιτέλους ν᾽ ἀποκτήση τήν ἀνεξαρτησία της —πάμπτωχη, ἀγροτική χώρα στό μεγαλύτερο μέρος της· ὁ λαός της εἶχε περάσει “κάθε ὅριο ἀνέχειας κι ἐξαθλιώσεως”, ἐνῶ οἱ δεῖκτες θνησιμότητος βρίσκονταν μεταξύ “τῶν ὑψηλοτέρων στόν κόσμο”(Dennis Μerrill)… Ἡ Ἰνδία προσπαθεῖ νά εἰσχωρήση σ᾽ ἕνα κόσμο τόν ὁποῖο ἤδη ἐξουσιάζουν παντοδύναμοι ἀντίπαλοι. Κι αὐτό δέν εἶναι διόλου εὔκολο». Καί γιά νά θυμηθοῦμε τά δικά μας μέ τή γραφίδα τοῦ Γ. Σουρῆ: «Ἔχετε γειά ψηλά βουνά, καί σεῖς ψηλές ραχοῦλες, ἔχετε γειά καί σεῖς Ρωμιῶν ἀθάνατες ρεμοῦλες». «Ὁ “Νόμος γιά τήν Κουβανική Δημοκρατία” τοῦ Clinton —γιά τόν ὁποῖο, κατ᾽ ἀρχάς, ὁ πρόεδρος Bush εἶχε προβάλει veto, ἐπειδή σαφέστατα παραβίαζε τό διεθνῆ νόμο, καί ἀργότερα τόν ὑπέγραψε ὅταν ὑπερφαλαγγίσθηκε ἀπό τόν Clinton στή διάρκεια τῆς ἐκλογικῆς ἐκστρατείας— διέκοψε τίς συναλλαγές τίς ὁποῖες εἶχαν διάφορες ἐμπορικές ἑταιρείες θυγατρικές Ἀμερικανικῶν, ἐμπορικές συναλλαγές πού κατά τό 90% ἀφοροῦν τρόφιμα, φάρμακα καί ἰατρικά ἐφόδια. Αὐτή ἡ συμβολή στή δημοκρατία βοήθησε στή σημαντική πτῶσι τοῦ ἐπιπέδου ὑγείας στήν Κούβα, στήν αὔξησι τοῦ ποσοστοῦ θνησιμότητος καί στήν “πιό ἀνησυχητική κρίσι στό θέμα τῆς ὑγείας τήν ὁποία μποροῦν νά θυμηθοῦν στήν Κούβα”, μιά νευρολογική ἐπιδημία πού, σύμφωνα μέ τόν πρώην διευθυντή νευροεπιδημιολογίας στό Ἐθνικό Ἰνστιτοῦτο Ὑγείας καί συγγραφέα ἑνός ἀπό τά ἄρθρα, τελευταία φορά εἶχε παρατηρηθῆ στά στρατόπεδα αἰχμαλώτων στίς τροπικές περιοχές τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας κατά τό Β´ Παγκόσμιο πόλεμο. Γιά νά ἀπεικονίση τά ἀποτελέσματα, ἕνας καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς στό Πανεπιστήμιο Columbia παραθέτει τήν περίπτωσι ἑνός Σουηδικῆς προελεύσεως συστήματος διυλίσεως νεροῦ τό ὁποῖο ἀγόρασε ἡ Κούβα γιά τήν παραγωγή ἐμβολίων. Τό σύστημα ἀπαγορεύθηκε νά παραδοθῆ στήν Κούβα, ἐπειδή μερικά ἐξαρτήματά του κατασκευάζονται ἀπό Ἀμερικανικῆς ἰδιοκτησίας ἑταιρεία, καί ἔτσι σωτήρια γιά τή ζωή ἐμβόλια εἶναι δυνατόν νά ἀπαγορευθοῦν γιά νά ἔλθη ἡ “δημοκρατία” σέ ὅσους θά ἐπιβιώσουν (Ρoll, Μaria Lopez Vigil, Εnvio (Παν/μιο Ἰησουϊτῶν τῆς Κεντρ. Ἀμερικῆς, Μανάγκουα), Ἰούνιος 1995· Colum Lynch, Βoston Globe, 15/9/94· προφανῶς ἡ μόνη ἀναφορά στόν ἐπίσημο Τύπο. Βλ ἐπίσης Αlexander Cockburn, Νation, 7/11/94)». «Ἡ ροδόχρους βίγκα, πού ἀνακαλύφθηκε σ᾽ ἕνα τροπικό δάσος στή Μαδαγασκάρη, προσφέρει ἕνα ἄλλο παραστατικό παράδειγμα τῶν δυνητικῶν κερδῶν τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει τό μέλλον μέ τήν περίφραξι τῶν γενετικῶν κοινῶν ἀγαθῶν. Ἐδῶ καί μερικά χρόνια, οἱ ἐρευνητές ἀνακάλυψαν ὅτι τό σπάνιο φυτό τῆς βίγκας περιεῖχε ἕνα μοναδικό γενετικό γνώρισμα πού θά μποροῦσε νά χρησιμοποιηθῆ στή φαρμακευτική, γιά τή θεραπεία συγκεκριμένων εἰδῶν καρκίνου. Ἡ Eli Lilly, ἡ φαρμακευτική ἑταιρεία πού ἀνέπτυξε τό φάρμακο, πραγματοποιεῖ σημαντικά κέρδη —πωλήσεις 160 ἑκατομμυρίων δολαρίων μόνο τό 1993—, ἐνῶ ἡ Μαδαγασκάρη δέν πῆρε δραχμή ἀποζημίωσι γιά τήν ἀπαλλοτρίωσι ἑνός ἀπ᾽ τούς φυσικούς της πόρους». Ἰδού καί ἡ παραδοχή: «Ὅπως παρατήρησε ὁ Winston Churchill σέ ἕνα ἔγγραφό του πού ὑποβλήθηκε τό 1914 στούς συναδέλφους του τοῦ ὑπουργικοῦ συμβουλίου: “Δέν εἴμασθε ἕνας νέος λαός μέ λευκό μητρῶο καί ἰσχνή κληρονομιά. Ἔχουμε αὐξηθῆ σέ ὄγκο…. μέ ἕνα καθ᾽ ὁλοκληρία δυσανάλογο μερίδιο τοῦ πλούτου καί τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου. Ἔχουμε καταλάβει ὅσο ἔδαφος θέλουμε καί ἡ ἀξίωσί μας νά ἀπολαμβάνουμε ἀνεμπόδιστα τά τεράστια καί θαυμαστά ἀποκτήματά μας, πού κατακτήθηκαν κυρίως μέ βία καί συντηροῦνται κυρίως διά τῆς ἰσχύος, συχνά φαίνεται σέ ἄλλους λιγότερο λογικό ἀπό ὅ,τι σέ ἐμᾶς”. Εἶναι βέβαιο, τέτοια τιμιότητα στήν εὐυπόληπτη κοινωνία εἶναι σπάνια, μολονότι τό ἐδάφιο θά ἦταν ἀποδεκτό χωρίς τίς φράσεις μέ πλάγια γράμματα, ὅπως τό κατάλαβε καί ὁ Churchill. Τό ἔγγραφο τό δημοσίευσε στή δεκαετία τοῦ 1920 στό βιβλίο του Τhe World Crisis, ἀλλά χωρίς τίς ἐπίμαχες φράσεις». «Θ᾽ ἀναφέρουμε ἐδῶ τή γκάφα, ἡ ὁποία καταδιώκει τή μνήμη τοῦ μεγάλου ἀναμορφωτῆ τοῦ πολιτεύματος τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Σόλωνα, δυόμισυ χιλιάδες χρόνια τώρα, ὅπως μᾶς τή διέσωσε ὁ Ἀριστοτέλης. Προκειμένου νά προβῆ στίς ἀποκοπές χρεῶν, στή “σεισάχθεια”, ὁ Σόλωνας ἔκανε τό λάθος ν᾽ ἀνακοινώση προηγουμένως τό σχέδιό του ὄχι στό δῆμο κἄν ἀλλά σέ μερικούς φίλους του. Αὐτοί, ὅμως, πού ἔλαβαν γνῶσι τοῦ σχεδίου, πού ἐπρόκειτο νά ἐφαρμοσθῆ, ἔσπευσαν νά κάνουν χρῆσι τῆς ἐπικειμένης ἀποκοπῆς χρεῶν, σύναψαν χρέη, μέ τά χρήματα τά ὁποῖα δανείσθηκαν ἀγόρασαν ἀκίνητα καί κατόπιν, μέ τή σεισάχθεια πού ἀκολούθησε, ἀπαλλάχθηκαν μέν ἀπ᾽ τά χρέη ἀπ᾽ τά δάνεια τά ὁποῖα ἔκαναν, διατήρησαν, ὅμως, τά ἀκίνητα. “Συνέβη γάρ τῷ Σόλωνι μέλλοντι ποιεῖν τήν σεισάχθειαν προειπεῖν τισι τῶν γνωρίμων”, λέει ἐπί λέξει ὁ Ἀριστοτέλης (Ἀριστοτέλους, Ἀθηναίων Πολιτεία, 6, 2, 3), οἱ ὁποῖοι, ὅμως, “δανεισάμενοι… συνεπρίαντο πολλήν χώραν (: ἀγόρασαν πολλές ἐκτάσεις), καί μετ᾽ οὐ πολύ, τῆς τῶν χρεῶν ἀποκοπῆς γενομένης, ἐπλούτουν”. Καί τό χειρότερο, οἱ ἐχθροί τοῦ Σόλωνα, “οἱ βουλόμενοι βλασφημεῖν”, ζήτησαν νά τοῦ κολλήσουν τή ρετσινιά ὅτι σ᾽ αὐτό ὁ Σόλωνας δέν ἦταν κἄν μόνο θῦμα “παραστρατηγηθῆναι διά τῶν φίλων”, ἀλλά “καί αὐτόν κοινωνεῖν” ὅτι καί ὁ ἴδιος ὠφελήθηκε ἀπ᾽ τήν πανουργία αὐτή. Καί τό τελευταῖο μέν τοῦτο ἀπορρίπτει ἀποφασιστικά ὁ Ἀριστοτέλης, ὑπεραμυνόμενος τοῦ Σόλωνα (πάλι καλά!). Ἡ φήμη, ὅμως, τοῦ ἑνός ἀπ᾽ τούς ἑπτά σοφούς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος πάσχει, ἀκόμη καί σήμερα, ἀπό ἕνα λάθος του, νά ἐμπιστευθῆ σέ φίλους του πρόωρα ἕνα σχέδιο, τό ὁποῖο ἔπρεπε νά μείνη ἀπόρρητο μέχρι τήν τελευταία στιγμή». Ἐπίσης: «Ὁ δημοσιογράφος Rolf Ηeuer, στό βιβλίο του Πνεῦμα καί Πλοῦτος (Genie und Reichtum, Βertelsmann 1971), βρίσκει διασκεδαστικό νά κάνη “τούς λογαριασμούς ἐξόδων” τῶν μεγάλων τῆς ἱστορίας. Σχετικά μέ τό Marx, ὁ Ηeuer παρατηρεῖ ὅτι “ἕνας Marx πλούσιος θά ἦταν σάν ἕνας Βολταῖρος βλάκας ἤ ἕνας Καζανόβας ἀνίκανος”. Μέ τά δάνεια, τά δῶρα, τίς κληρονομιές κ.λ.π., ὁ Marx, ἐξηγεῖ ὁ δημοσιογράφος, εἶχε πάρει τόσα χρήματα, ὥστε θά μποροῦσε νά ζήση περισσότερο ἀπό ἄνετα ἄν εἶχε κάποια στοιχειώδη ἱκανότητα στή διαχείρισι. Ἀπό τούς λεπτομερειακούς ὑπολογισμούς τοῦ Rolf Ηeuer προκύπτει ὅτι ὁ Engels θά εἶχε δώσει στό Marx κάπου 400 χιλιάδες μάρκα. Μόνο τό 1864, ὁ Marx εἶχε πάρει 600 στερλίνες ἀπό τή μητέρα του, 825 ἀπό τόν φίλο του Βόλφ, 350 ἀπό τόν Engels. Συνολικά, 117.500 σημερινά μάρκα. Καί, ὅμως, τόν ἑπόμενο χρόνο τά εἶχε ξοδέψει. Κατά τόν Ηeuer, ὁ ἐπαναστάτης, ὅπως φαίνεται, ἔπαιζε στό χρηματιστήριο, ὅπου ἔχασε ἕνα ποσό μέ τό ὁποῖο θά μποροῦσε μιά ἐργατική οἰκογένεια νά συντηρηθῆ εἴκοσι χρόνια». «Στό βιβλίο Ἡ Μιζέρια τοῦ Πλούτου, τοῦ Ρascal Brückner, ὅπου χρησιμοποιεῖ τό νεολογισμό capsoc —προκύπτει ἀπ᾽ τή συνένωσι τοῦ καπιταλισμοῦ καί τοῦ σοσιαλισμοῦ (capitalisme+socialisme)— ἀναφέρεται ὅτι ἡ ἀμοιβή τοῦ προέδρου τῆς General Electric ἰσοδυναμεῖ μέ τό μισθό 15.000 μεξικανῶν ἐργατῶν». Καί ὁ Νoam Chomsky τονίζει τήν ἀνοησία τῶν «ἀπό κάτω»: «David Βarsamian: Μιλώντας γιά ἄρτο καί θεάματα, οἱ Ρωμαῖοι θά μᾶς ζήλευαν. Ἔχετε ἀκούσει γιά τό γραμματόσημο μέ τόν Εlvis Priestley; Ὑπῆρχαν δύο ἐπιλογές. Ἡ μία ἔδειχνε τόν Εlvis Priestley σένεαρή ἡλικία, καί ἡ ἄλλη σέ πιό ὥριμη ἡλικία. Τά Ταχυδρομεῖα ἔκαναν μία πολυέξοδη ἔρευνα καί ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ψήφισαν. Διάλεξαν τόν Εlvis σέ νεαρότερη ἡλικία καί ἔστησαν οὐρές ἀπό τό βράδυ, γιά νά ἀγοράσουν τά πρῶτα γραμματόσημα. Ἄρτος καί θεάματα. Δῶστε τους κάτι ἐντυπωσιακό νά ἀσχολοῦνται. Νoam Chomsky: Σωστά. Προκαλέστε ἔξαψι στούς ἀνθρώπους γιά κάτι ἀσήμαντο, καί δέν θά τούς στενοχωρῆ καί πολύ πού τό οἰκονομικό σύστημα εἶναι ἐγγενῶς ἄδικο ἤ πού τό πραγματικό εἰσόδημα ἐλαττώνεται, ἤ πού τά παιδιά τους θά ζήσουν χειρότερα ἀπ᾽ τούς ἴδιους. Ἄσ᾽ τους νά ἀνησυχοῦν γιά τόν Εlvis». Δέν πρέπει, βέβαια, νά ξεχνᾶμε ὅτι οἱ θεμελιωτές τοῦ κομμουνισμοῦ ξεκίνησαν ἀπό πραγματικές αἰτίες ἐκμεταλλεύσεως: «Ἐπέλεγε μερικές φορές συγκλονιστικές ἀναφορές ἀπ᾽ τίς σοσιαλιστικές ἐφημερίδες, οἱ ὁποῖες παρουσίαζαν τίς χειρότερες περιπτώσεις πτωχείας, ἐξευτελισμοῦ καί δυστυχίας. Ἀπ᾽ τούς Times καί τή Northern Star ὁ Engels χρησιμοποίησε τρεῖς μακάβριες περιγραφές. Ἡ μία ἀφοροῦσε στήν Ann Galway, μία σαρανταπεντάχρονη γυναῖκα, ἡ ὁποία ζοῦσε μαζί μέ τόν ἄνδρα της καί τό δεκαεννιάχρονο γιό της στόν ἀριθμό 3 τῆς ὁδοῦ White Lion Court, στό Bermondsey Street τοῦ Λονδίνου. Τό δωμάτιο στό ὁποῖο ζοῦσαν ἦταν μικρό καί δέν εἶχε κρεββάτι ἤ ἄλλα ἔπιπλα. Τό ἄψυχο σῶμα της βρέθηκε ἀπ᾽ τόν ἀνακριτή τοῦ Surrey· αὐτός ἀνέφερε πώς “τό ἀποσκελετωμένο της σῶμα ἦταν γεμάτο ἀπό οὐλές κι ἀμυχές πού εἶχαν προκληθῆ ἀπό ποντίκια”. “Σέ κάποιο σημεῖο τοῦ πατώματος τοῦ δωματίου ὑπῆρχε μία μεγάλη τρύπα, τήν ὁποία ἡ οἰκογένεια χρησιμοποιοῦσε ὡς ἀποχωρητήριο”. Σέ μία δεύτερη περίπτωσι δύο ἀγόρια ἐμφανίσθηκαν ἐνώπιον τῆς ἀστυνομίας τοῦ Λονδίνου, γιατί “εἶχαν κλέψει ἀπό ἕνα μαγαζί καί καταβροχθίσει ἀμέσως ἕνα μισοψημένο κομμάτι μοσχαριοῦ”. Ἀποδείχθηκε ὅτι ἡ μητέρα τῶν δύο ἀγοριῶν ἦταν χήρα καί ζοῦσε σέ φοβερή ἀνέχεια μέ τά ἐννέα παιδιά της. “Ὅταν ὁ ἀστυνομικός πῆγε στό σπίτι της, βρῆκε αὐτή καί τά ἕξι ἀπ᾽ τά ἐννέα παιδιά της κυριολεκτικά κουλουριασμένους σ᾽ ἕνα μικρό δωμάτιο ὑπηρεσίας, χωρίς καθόλου ἔπιπλα, ἐκτός ἀπό δύο παλιές καρέκλες, ἕνα μικρό τραπέζι μέ δύο πόδια σπασμένα, ἕνα σπασμένο φλιτζάνι κι ἕνα μικρό πιάτο. Στό τζάκι διατηρεῖτο μετά βίας μία μικρή φλόγα καί σέ μία γωνιά τοῦ δωματίου ὑπῆρχαν τόσα κουρέλια ὅσα θά γέμιζαν μία γυναικεία ποδιά. Αὐτά χρησίμευαν γιά νά κοιμᾶται ὅλη ἡ οἰκογένεια… Τά στρωσίδια της τά εἶχε βάλει ἐνέχυρο στόν παντοπώλη γιά λίγο φαγητό”. Μία τρίτη παρόμοια περίπτωσι ἀφοροῦσε σέ μία χήρα, ἡ ὁποία δούλευε ὡς καθαρίστρια. Ἡ ἴδια καί ἡ ἄρρωστη κόρη της, εἴκοσι ἕξι ἐτῶν, ζοῦσαν σ᾽ ἕνα δωμάτιο ὑπηρεσίας ὄχι μεγαλύτερο ἀπό μία ντουλάπα, καί εἶχαν πουλήσει ἤ εἶχαν βάλει ἐνέχυρο ὅλη τήν περιουσία τους». Τό λάθος, βέβαια, τῶν θεμελιωτῶν τοῦ μαρξισμοῦ εἶναι ὅτι στή θεμελίωσί τους ἀνέμιξαν τήν ἀθεΐα κι ἔτσι δέν κατάφεραν τίποτε ἐκτός ἀπό τίς κομμουνιστικές θηριωδίες. Ὁ Ν. Ψαρουδάκης, τέλος, τονίζει: «Ἡ ἐπιστημονική πρόοδος εἶναι αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν καλή γιά τόν ἄνθρωπο καί δέν εὐθύνεται ἐκείνη γιά τήν κακή χρησιμοποίησί της. Ἔτσι, ἄν κάποτε κάθε σπίτι εἶχε τό χειρόμυλό του γιά τίς ἀνάγκες του, κι ἄν ἕνας νερόμυλος ἀχρήστευσε ὅλους τούς χειρόμυλους τῆς περιφέρειας καί ὕστερα ἕνας ἠλεκτροκίνητος μῦλος ἀχρήστεψε ὅλους τούς νερόμυλους τοῦ Κράτους, σ᾽ αὐτό δέν φταίει ἡ ἐπιστήμη πού τελειοποίησε τούς μύλους, ἀλλά τό κοινωνικό σύστημα πού ἔκανε ἰδιοκτησία ἑνός ἀτόμου ὅλη αὐτή τήν πρόοδο. Οὔτε ἦταν σωστό νά ὑπάρχουν οἱ νερόμυλοι γιά νά ἔχουν δουλειά οἱ μυλωνάδες, οὔτε, ὅμως, εἶναι σωστό νά δώσουμε τά κέρδη τῆς ἀλεστικῆς στόν ἰδιοκτήτη τοῦ ἠλεκτροκίνητου μύλου. Πρέπει νά τά δώσουμε στό σύνολο, γιά τό ὁποῖο καί ὑπάρχει ὁ μῦλος. Γιά ὅλα, ὅμως, αὐτά ἁρμόδιο εἶναι τό κοινωνικό σύστημα. Γιατί αὐτουνοῦ δουλειά εἶναι νά κάνη ἀδύνατη τήν ἀδικία καί νά βάζη τίς κατακτήσεις τῆς τεχνικῆς στό κανάλι τῆς εὐημερίας τῶν πολλῶν καί ὄχι τῶν λίγων». Ἡ Χριστιανική τοποθέτησι-λύσι εἶναι, βέβαια, σέ ἀτομικό ἐπίπεδο. «Ἄν ζητήσουν ἀπό κάποιον νά δώση ἐλεημοσύνη καί ἐκεῖνος δέν ἔχη, δέν πρόκειται νά κατακριθῆ ἄν δέν δώση. Διότι καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅταν τοῦ ζήτησαν νά δώση ἐλεημοσύνη, εἶπε· “χρήματα ἀσημένια καί χρυσά δέν ἔχω”(Πρξ 3, 6) ἀλλά καί δέν δανείσθηκε γιά νά δώση. Ἄν, πάλι, κάποιος ἔχη μόνο τά ἀναγκαῖα, γιά τίς ἄμεσες προσωπικές ἀνάγκες του, δέν πρέπει νά τά καταναλώση εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε, γιά νά μήν τοῦ λείψουν καί ἡ στέρησι τόν φέρει σέ κατάθλιψι. Καί ἐπιπλέον, ἄν αὐτός πού τοῦ ζητεῖται ἐλεημοσύνη πῆ σ᾽ αὐτόν πού τοῦ ζητᾶ “συγχώρεσέ με, δέν ἔχω κάτι πού μπορῶ νά σοῦ τό δώσω”, αὐτό δέν εἶναι ψέμα. Διότι αὐτός πού ἔχει μόνο τά ἀναγκαῖα, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά δώση σέ ἄλλον, ἀλλά σ᾽ αὐτή τήν περίπτωσι πρέπει νά πῆ σ᾽ αὐτόν πού τοῦ ζητᾶ· “συγχώρεσέ με, ἀλλά ἔχω μόνο αὐτά πού εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητα γιά μένα”. Θυμήσου τίς πέντε μωρές παρθένες, οἱ ὁποῖες, ὅταν ζήτησαν ἀπό τίς ἄλλες νά τούς δώσουν λάδι γιά τίς λαμπάδες τους πῆραν τήν ἀπάντησι· “ὄχι, γιατί δέν θά φτάση καί γιά μᾶς καί γιά σᾶς”(Μθ 25, 9). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει στήν ἐπιστολή του πρός τούς Κορινθίους “νά προστεθῆ τό περίσσευμά σας στό ὑστέρημα ἐκείνων”(πρβλ. Β´ Κορ 8, 14), ἀλλά δέν εἶπε ποτέ ὅτι πρέπει νά δίνετε καί ὅ,τι σᾶς εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητο ὥστε μέ τήν ἐνέργειά σας αὐτή νά δημιουργῆτε ἄνεσι γιά τούς ἄλλους καί θλιβερή στέρησι γιά τόν ἑαυτό σας». Καί: «Σχετικά μέ τούς φτωχούς, ἀφοῦ δέν φθάσαμε ἀκόμη στό σημεῖο νά τούς θεωροῦμε ἴσους μέ μᾶς, οὔτε νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον ὅπως τόν ἑαυτό μας, πράξε σύμφωνα μέ τίς δυνατότητές σου γνωρίζοντας τήν ἀδυναμία σου καί δός τους τά πράγματα ἐκεῖνα πού εἶναι γιά σένα δεύτερα». Ὁ π. Παΐσιος περιγράφει τήν, σέ περιορισμένο βαθμό, βέβαια, χριστιανική ὑπέρβασι τῶν παραπάνω: «Ἐδῶ, στό Ἅγιο Ὄρος, λίγο παληότερα ὑπῆρχαν κάποιοι Ρουμάνοι ἀσκητές, τούς ὁποίους γνώριζα πολύ καλά καί εἶχαν πολύ μεγάλη ἀνάγκη, γιατί δέν εἶχαν νά φᾶνε. Ὅταν, λοιπόν, συγγενεῖς κάποιων ἄλλων μοναχῶν ἔστελναν στούς δικούς τους τίποτε φαγώσιμα, ἐκεῖνοι σκέπτονταν τούς φτωχούς αὐτούς Ρουμάνους ἀσκητές κι ἔλεγαν: “Ἐμεῖς κάτι ἔχουμε νά φᾶμε, ἐνῶ ἐκεῖνοι δέν ἔχουν τίποτε”. Ἔτσι δέν κρατοῦσαν γιά τόν ἑαυτό τους τίποτε κι ἔστελναν τά φαγώσιμα στούς ἀσκητές. Οἱ ἀσκητές τώρα μέ τή σειρά τους, λόγῳ τοῦ ὅτι τύχαινε νά ἔχουν μερικές φορές μουχλιασμένα παξιμάδια, ἔλεγαν: “Έμεῖς, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε λίγο παξιμάδι καί οἰκονομούμασθε. Ἄς τά στείλουμε σέ ἄλλους ἀσκητές πού δέν ἔχουν τίποτε νά φᾶνε”. Ἔτσι κι ἐκεῖνοι τά ἔδιναν κρατώντας γιά τόν ἑαυτό τους μόνο τό μουχλιασμένο παξιμάδι, ἀλλά μαζί μ᾽ αὐτό κρατοῦσαν κοντά τους καί τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ μας, γιατί αὐτοί γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ στεροῦνταν καί τά ἀναγκαῖα. Γι᾽ αὐτό ἡ Χάρι ἀναλάμβανε νά τούς γεμίση ἀπό πνευματική τροφή καί θεϊκή παρηγοριά. Οἱ καλοί αὐτοί πατέρες μέ τόν πιό τέλειο τρόπο εἶχαν καταφέρει νά ὑπάρχη ἰσότητα μεταξύ τους, γιατί ἐκεῖνοι πού εἶχαν δέν εἶχαν, ἐπειδή τά ἔδιναν, αὐτοί πάλι πού δέν εἶχαν, εἶχαν, γιατί λάμβαναν· ἀλλά καί πάλι δέν εἶχαν, γιατί τά ἔδιναν κι ἔτσι ὅλοι εἶχαν κι ὅλοι δέν εἶχαν καί δέν ὑπῆρχε κάποια μερίδα ἀνθρώπων πού νά ἔχη περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους. Ὅλοι, ὅμως, εἶχαν τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, τήν ὁποία κρατοῦσαν μέ τήν πρᾶξι αὐτή τῆς ἀγάπης τήν ὁποία ἐπιδείκνυαν. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ἰσότητα». Ὁ π. Σεραφείμ Παπακώστας τονίζει τή Χριστοκεντρικότητα: «“Φέρετέ μοι αὐτούς [τούς ἄρτους] ὧδε”(Μθ 14, 18). Αὐτούς τούς πέντε φέρτε τους ἐδῶ στά χέρια Μου, καί αὐτοί ἀρκοῦν. Ἀναμφίβολα μποροῦσε ὁ Κύριος νά κάνη τό θαῦμα Του χωρίς νά φέρουν τούς ἄρτους μπροστά Του. Ἀλλά θέλησε ἴσως, νά δείξη, ὅτι τότε μόνο οἱ τροφές μας θά δημιουργοῦν ἀληθινή εὐχαρίστησι καί θά ἔχουν τήν εὐλογία Του, ὅταν ὅλα ὅσα ἔχουμε τά ἀφήνουμε στά χέρια Του, ὅταν ἀφήνουμε Αὐτόν κυβερνήτη τῆς περιουσίας μας, γιά νά τή διαθέτη Αὐτός κατά τό θέλημά Του. Καί τότε θά παίρνουμε ἀπό τά χέρια Του ὅ,τι μᾶς χρειάζεται πολλαπλάσια γλυκύτερο καί εὐχάριστο. Ναί· ἡ δυστυχία πολλῶν προέρχεται ὄχι ἀπό τή στέρησι —ἐνδέχεται νά ἔχουν ὑλικά—, ἀλλά ἀπό τήν ἔλλειψι ἀνέσεως, εὐχαριστήσεως, εἰρήνης. Καί αὐτό, γιατί δέν ἐννοοῦν νά κάνουν τό Χριστό διαχειριστή τῆς περιουσίας τους καί κυβερνήτη τῆς ζωῆς τους, ἀλλά νομίζουν, ὅτι ἡ ἀναίσθητη ὕλη θά τούς κάνη εὐτυχισμένους. Ἐνῶ ἄν τά ἔδιναν σέ Ἐκεῖνον, ἐάν ἔδιναν στούς ἐλαχίστους ἀδελφούς Του —τούς πτωχούς καί στερημένους— διά τῆς ἐλεημοσύνης καί τῆς φιλανθρωπίας, θά τά ἔπαιρναν ἔπειτα πολλαπλάσια, θά κέρδιζαν πλούσια χαρά καί εὐτυχία». Ἐπίσης: «Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ δέν πῆραν τά κομμάτια πού περίσσευσαν παρά μόνο, ὅταν “ἔφαγαν ὅλοι καί χόρτασαν”· πρᾶγμα, τό ὁποῖο φανερώνει, ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε οἰκονομία σέ βάρος τῶν ἄλλων, δέν πρέπει νά μαζεύουμε τά περισσεύματα καί νά θησαυρίζουμε προτοῦ οἱ ἄλλοι χορτάσουν, καί ἐφόσον ἐκεῖνοι πεινοῦν. Οἰκονομία στίς δικές μας δαπάνες. Ὄχι, ὅμως, οἰκονομία στή δαπάνη, πού ἀπαιτεῖται γιά τό ψωμί τοῦ ἄλλου. Γιατί σέ αὐτό τό εἶδος πολλοί εἶναι οἰκονόμοι!». Κήρυττε κι ὁ Ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Νά χαίρεσθε καί νά εὐφραίνεσθε, ὅταν πληρώνετε τά χρέη σας, τά χαράτσια σας, τίς δεκάτες σας, γιατί, καθώς οἱ Μάρτυρες ἔχυσαν τό αἷμα τους καί ἀγόρασαν τόν Παράδεισο καί οἱ Ἀσκητές μέ τήν ἀσκητική τους ζωή, ἔτσι καί οἱ χριστιανοί μέ τά χρήματα τά ὁποῖα δίδουν σήμερα, μέ ἐκεῖνα ἀγοράζουν τόν Παράδεισο. Μιά γυναῖκα ὅταν γεννᾶ, ἔχει μεγάλους πόνους. Σάν γεννήση λησμονεῖ τούς πόνους ἀπ᾽ τή χαρά της καί στοχάζεται πώς γέννησε ἄνθρωπο στόν κόσμο. Ἔτσι καί οἱ χριστιανοί νά χαίρεσθε, ὅταν πληρώνετε καί νά μή στοχάζεσθε ἐκεῖνα τά ὁποῖα δίνετε, ἀλλά νά στοχασθῆτε ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχετε νά πάρετε στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας. Καί ὅταν βγάζης τό χαρατσοχάρτι σου, τί φανερώνεις; Φανερώνεις πώς εἶσαι χριστιανός ὀρθόδοξος. Καί νά τό ἔχης σάν τό σταυρό τό χαρατσοχάρτι σου, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τό πληρώνεις». Μέ τά λόγια αὐτά ἐννοεῖ ὁ Ἅγ. Κοσμᾶς ὅτι μέ τό νά πληρώνουν φόρο στόν Τοῦρκο ἀποδείκνυαν ὅτι ἦταν Χριστιανοί· ἄν εἶχαν ἐξισλαμισθῆ δέν θά πλήρωναν χαράτσι. Τί γίνεται, ὅμως, στήν περίπτωσι πού κάποιος ἀπέκτησε χρήματα μέ ἄδικο τρόπο — μιᾶς καί τό καλό τό παληκάρι ξέρει κι ἄλλο μονοπάτι, τήν ἀπάτη (Κ.Π.Π.)— καί στή συνέχεια ἐπιστρέφει στό Χριστό; «Ὁ Θεός δοξάζει τόν ἔνοχο οἰκονόμο πού ἔγινε φίλος τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας καί τοῦ ὑπόσχεται νά τόν δεχθῆ στή βασιλεία Του, ὅταν θά κατορθώση νά διασκορπίση τά ἀδίκως ἀποκτηθέντα σύμφωνα μέ τό θεῖο νόμο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους (Λκ 16, 9). Ἀπό δῶ μποροῦμε νά συμπεράνουμε τήν ἔννοια τοῦ πλούτου καί τῆς πτωχείας. Δέν σέ σώζει ἡ πτωχεία, οὔτε καί τιμωρεῖ ὁ πλοῦτος· κι ἐπίσης, οὔτε ὁ πλοῦτος σέ σώζει, ὅπως οὔτε καί ἡ πτωχεία σέ τιμωρεῖ. Σέ σώζει ἡ ἐν Κυρίῳ τοποθέτησί σου μπροστά στόν πλοῦτο ἤ στήν πτωχεία». Λέει καί ὁ Κύριος:**«**Πλήν τά ἐνόντα (: ὅσα εἶναι μέσα [στό ποτήρι καί τό πιάτο]) δότε ἐλεημοσύνην, καί ἰδού ἅπαντα καθαρά ὑμῖν ἔσται»(Λκ 11, 41). Ἄν αὐτό δέν γίνη, τότε «τίς δύο δεκάρες τίς ὁποῖες μπορεῖ νά κερδίσης μέ ἀπάτη, ἀργότερα θά τίς πληρώσης μέ χρυσάφι». «Ὁ La Guardia, τέως Δήμαρχος τῆς Ν. Ὑόρκης, κάποτε προήδρευε στό ἀστυνομικό τμῆμα τῆς πόλεως. Μία ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἔκανε κρύο ἔφεραν ἐνώπιόν του ἕνα γέροντα πού ἔτρεμε, μέ τήν κατηγορία ὅτι εἶχε κλέψει ἕνα ψωμί. Ἀπολογούμενος ὁ γέροντας εἶπε ὅτι ἔκλεψε ἐπειδή ἡ οἰκογένειά του πέθαινε ἀπό τήν πεῖνα. “Εἶμαι ἀναγκασμένος νά σέ τιμωρήσω”, εἶπε ὁ La Guardia. “Ὁ νόμος δέν ἐπιτρέπει ἐξαιρέσεις. Σοῦ ἐπιβάλλω πρόστιμο δέκα δολλαρίων”. Τήν ἴδια στιγμή ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη του ἕνα χαρτονόμισμα τῶν δέκα δολλαρίων καί τό πέταξε μέσα στό περίφημο πλατύγυρο ἱσπανικό καπέλλο του. Ἔπειτα προσέθεσε: “Καί τώρα καταδικάζω κάθε ἄτομο μέσα στήν αἴθουσα αὐτή νά πληρώση πρόστιμο πενῆντα σέντς, διότι κατοικοῦν σέ μία πόλι ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀναγκάζεται νά κλέψη τό ψωμί τό ὁποῖο πρέπει νά φάη”. Τό καπέλλο ἔκανε τό γῦρο τῆς αἰθούσης, καί ὁ γέροντας μέ χαρά και εὐχάριστη ἔκπληξι ἐγκατέλειψε τό Πταισματοδικεῖο μέ 47,50 δολλάρια στήν τσέπη του». «Εἶσαι πτωχός καί ζῆς στό ἄγχος καί πιέζεσαι ἀπ᾽ τό λογισμό σου γιά ἀπόκτησι περιουσίας; Νά, ὅτι δέν σέ σώζει ἡ πτωχεία. Εἶσαι πλούσιος, ἀλλά διαθέτεις μέ τήν καρδιά σου τόν πλοῦτο σου; Νά γνωρίζης ὅτι δέν κινδυνεύεις ἀπ᾽ τόν πλοῦτο σου». «Ὁ Θεός παραχωρεῖ νά ὑπάρχουν πολλές δυστυχίες καί συμφορές στόν κόσμο, γιά νά σωθοῦν οἱ παθόντες διά τῆς ὑπομονῆς, ἐνῶ ἐσύ διά τῆς ἐλεημοσύνης. Οἱ πλούσιοι παρέχουν στούς πτωχούς τά μέσα διατροφῆς τους, ἐνῶ οἱ πτωχοί μεσολαβοῦν στό Θεό γιά τή σωτηρία τῶν πλουσίων» «—Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ πιό πλούσια χώρα τοῦ κόσμου; —Γιατί ἐδῶ κι ἕνα αἰῶνα ὅλοι κλέβουν τό κράτος κι ἀκόμη ὅλο κάτι μένει γιά κλέψιμο!» «Μιά χρονιά κατά τήν ὁποία ἡ συγκομιδή τοῦ σιταριοῦ ἦταν πολύ κακή, ὁ ἐπιστάτης τῆς περιουσίας ἑνός φιλανθρώπου πλουσίου εἶπε στόν κύριό του: —Ἔφθασε καί ἡ κατάλληλη στιγμή νά πουλήσουμε τό σιτάρι τό ὁποῖο ἔχουμε στίς ἀποθῆκες μας σέ ὑψηλή τιμή. —Διαφωνῶ ριζικά μαζί σου, τοῦ ἀπάντησε τότε ὁ κύριός του. Κατά τή δική μου γνώμη, ἔφθασε ἡ κατάλληλη στιγμή νά τό δώσουμε δωρεάν. Ἄν ὑπῆρχαν καί σήμερα πλούσιοι μέ τέτοιο πνεῦμα, πόσο λιγότερο φοβερές θά ἦταν οἱ διαφορές ἀνάμεσα στίς κοινωνικές τάξεις!» Γράφει ὁ ἀείμνηστος Ἀλ. Τσιριντάνης: «Στήν ἔνστασι ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἐφαρμόσιμος, ἡ ἀπάντησι εἶναι ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἀλήθεια. Καί ἐπειδή, ἀφορμή γιά τήν ἔνστασι αὐτή ἦταν τό κατά πόσο ἐφαρμόσθηκε τό ρητό “ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μή ἔχοντι”(Λκ 3, 11), ἤθελα νά πῶ ὅτι δέν ξέρω μέν πόσοι πού εἶχαν δύο χιτῶνες ἔδωσαν τόν ἕνα “τῷ μή ἔχοντι”. Ἀλλά ξέρω, ὅτι σήμερα ἔχουμε τό μνημόσυνο ἀνθρώπου πού ἀνάλωσε τή ζωή του ἐφαρμόζοντας τό Χριστιανισμό. Κι αὐτή τή στιγμή εἶναι πολλές ἑκατοντάδες αὐτοί πού μποροῦν νά ὁμολογήσουν, πόσο ὁ μακαρίτης γιατρός Δημήτριος Χαροκόπος τούς βοήθησε. Γίνε, λοιπόν, καί σύ σάν τόν Χαροκόπο, καί βλέπουμε κατόπιν τί θά γίνη μέ τούς δύο χιτῶνες. Ἔπειτα, δέν εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶναι λίγοι οἱ ἐνάρετοι. Ἀντίθετα, εἶναι πολλοί καί θά ἐπικαλεσθῶ γι᾽ αὐτό τό Durant. Ὁ Durant, πού εἶναι ὀρθολογιστικό πνεῦμα καί γι᾽ αὐτό δέν εἶναι προκατειλημμένος ὑπέρ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀναφέρει στήν Ἱστορία του πολλά παραδείγματα ἀνθρώπων, μοναχῶν πρῶτα κ.τ.λ., πού χάλασαν τόν κόσμο μέ τά σκάνδαλά τους. Ναί, ἀλλά σέ κάθε τέτοιο ἀντιστοιχοῦν χιλιάδες ἀνθρώπων πού ἔβαλαν τή ζωή τους ὄργανο στή διακονία τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀρετῆς. Ἀλλά, ὅπως ὡραῖα λέει ὁ Durant, ἡ ἀρετή εἶναι ἀνιαρή ὑπόθεσι. Τήν βαριέται καί ὁ ἱστορικός καί ὁ ἀναγνώστης. Δέν μπορεῖς νά γράψης στήν ἱστορία ὅτι ὁ τάδε ὑπῆρξε ἐνάρετος ἄνθρωπος καί ὅτι ἔκανε τό τάδε καί τάδε καλό. Ἄν λ.χ. ἕνας μεταγενέστερος ξεφυλλίση τίς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς μας, θά δῆ μέ κάθε λεπτομέρεια πῶς ὁ τάδε κακοποιός ἔκανε τή ληστεία του καί προκάλεσε μάλιστα, καί τίς συμπάθειες. Δέν θά βρῆ, ὅμως, καμμία ἐφημερίδα πού νά μιλᾶ γιά τό Χαροκόπο. Δύο-τρία μόνο χριστιανικά περιοδικά κάτι ἔγραψαν γι᾽ αὐτόν. Λοιπόν, ὁ χειρότερος τρόπος νά μάθης τήν ἀλήθεια εἶναι νά διαβάζης τήν ἱστορία. Γιατί, ἡ ἱστορία γράφεται ἀπό συνταρακτικά καί κτυπητά θέματα, πού προκαλοῦν δηλαδή, ἐντύπωσι. Ἀλλά ἡ ἀρετή δέν προκαλεῖ ἐντύπωσι. Σήμερα ὑπάρχουν χιλιάδες ἀδελφές χριστιανές πού ἐργάζονται π.χ. στήν Ἀνατολική Γερμανία, μέ τόση ἀφιέρωσι ψυχική, ὥστε ἀναγκάζουν τούς κομμουνιστές τῆς Ἀνατολικῆς Γερμανίας, ὅταν ἀρρωσταίνουν νά καταφεύγουν στά χριστιανικά αὐτά νοσοκομεῖα. Καί συμβαίνει, μάλιστα, νά πιάνουν ὅλες τίς θέσεις, ὥστε γιά τούς πιστούς Καθολικούς νά μήν ὑπάρχη θέσι! Ἀλλά ἡ ἱστορία δέν γράφει ποτέ τίποτε γιά τήν ἀφιέρωσι αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν. Λοιπόν, δέν ξέρω τί γίνεται τώρα μέ τούς δύο χιτῶνες. Ἀλλά ξέρω ὅτι ὁ Χριστιανισμός, ὄχι μόνο εἶναι ἐφαρμόσιμος, ἀλλά εἶναι ἐφαρμοσμένος. Εἶναι μία πραγματικότητα τῶν αἰώνων. Καί δικαιοῦμαι νά τό πῶ αὐτό, γιατί περισσότερο ἀπό τόν ὁποιοδήποτε ἔχω πῆ τό “κατηγορῶ” τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀρκετά· τά εἴπαμε αὐτά, καιρός εἶναι νά δοῦμε καί τήν ἄλλη πλευρά. Ἐάν οἱ βάρβαρες φυλές τῶν Φράγκων ἔγιναν ἄνθρωποι, αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἐφαρμόσθηκε ὁ Χριστιανισμός, καί εἶδαν ἐφαρμοσμένο Χριστιανισμό: “῞Ινα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ (: θυσιάση) ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ”(Ἰω 15, 13). Τί ὡραῖα πού τό λέει ὁ Κύριος! Καί πόσοι ἄνθρωποι ἔδωσαν ὅλη τους τήν περιουσία γιά εὐγενεῖς σκοπούς! Ἡ “Φιλική Ἑταιρεία” τί παράδειγμα μᾶς δίνει! Τέτοιων θυσιῶν καί τέτοιων δειγμάτων ἀνωτερότητος “ἐπιλείψει με διηγούμενον ὁ χρόνος (: δέν θά μέ πάρη ὁ χρόνος νά διηγηθῶ)” γιά τό πόσο εἶναι πραγματικότητα ὁ Χριστιανισμός. Ἄρα, τό νά ἔρχεται κανείς νά μοῦ θέση τήν ἀπορία, τί ἐννοεῖ ὁ Κύριος πού λέει “ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μή ἔχοντι”, αὐτό τό σέβομαι. Ἀλλά τό νά πῆ, ὅμως, στή συνέχεια, ὅτι “ἄρα ὁ Χριστιανισμός δέν ἐφαρμόζεται”, αὐτό δέν τό παραδέχομαι. Γιατί, γιά μέν τούς χιτῶνες δέν ξέρω. Ἕνα ξέρω, ὅτι δύο χιλιάδες χρόνια τώρα εἶναι γεμᾶτα ἀπό ἀρετή καί τή βλέπουμε τήν ἀρετή, ἀκριβῶς γιατί εἶναι ὁ Χριστιανισμός ζωντανή καί ἐφαρμοσμένη πραγματικότητα. Μόνο, ὅπως εἴπαμε, μήν ψάξης νά βρῆς τήν ἀρετή στήν ἱστορία. Καμμία ἱστορία δέν θά γράψη γι᾽ αὐτήν. Θά γράψη, ὅμως, γιά τήν πατρινή κυρία πού εἶχε τούς δέκα χιλιάδες δούλους…, ἀλλά ἡ ἱστορία δέν γράφει πόσες γυναῖκες —καί εἶναι ἄπειρες— πῆραν στό σπίτι τους φτωχούς καί μοίρασαν μαζί τό ψωμί τους! Μοῦ ἐπιτρέπετε νά πῶ κάτι; Καμμία ἱστορία δέν θά γράψη ποτέ, ὅτι στή διάρκεια τῆς Κατοχῆς, πολλές χριστιανικές οἰκογένειες ἔπαιρναν τό ψωμί τους καί ἔκαναν τήν λεγόμενη “ἁγία μερίδα” καί τρέφονταν καί ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος. Καμμία ἱστορία δέν θά τό γράψη ποτέ αὐτό. Λοιπόν σ᾽ αὐτό δέν εἶναι ὁδηγός ἡ ἱστορία, ἀλλά ὁδηγός εἶναι ἡ πεῖρα μας». «Ἐπειδή εἶναι γνωστό ὅτι ἐπαινεῖται κάποιος ἀντικειμενικότερα ὅταν ἐπαινῆται ἀπό πασίγνωστο ἐχθρό του, παραπέμπουμε τόν ἀναγνώστη σέ ὅσα σημείωνε ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης στό μή χριστιανό ἱερέα τῆς ἐποχῆς του (φίλο του) Ἀρσάκιο περί τῆς κοινωνικῆς δραστηριότητος τῶν πρό αὐτοῦ αὐτοκρατόρων τοῦ Βυζαντίου, συνειδητῶν Χριστιανῶν, καθώς καί τῶν ἀρχόντων καί ἐπισκόπων τῆς ἐποχῆς του: “Εἶναι ντροπή ὅτι ἀπό μέν τούς Χριστιανούς φθάσαμε στό σημεῖο οὐδείς νά ἐπαιτῆ, νά τρέφουν δέ οἱ ἄρχοντες Χριστιανοί, ἐκτός ἀπ᾽ τούς ἰδικούς τους, καί τούς ἰδικούς μας, οἱ δέ ἰδικοί μας (σημ.: ἐννοεῖ τούς δωδεκαθεϊστές κλπ.) νά ὑστεροῦν σέ ἀνάλογο ἔργο. Δίδασκε, λοιπόν, τούς ἐθνικούς νά συνεισφέρουν σέ τέτοιες φιλανθρωπίες”! (Νικηφ. Καλλίστου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἑλλ. Πατρ. 146, 500). Ὅποιος ἔχει ἐρευνήσει ἐπισταμένως τή δυτικοευρωπαϊκή κοινωνική πραγματικότητα τῶν μέχρι τήν Ἅλωσι αἰώνων (ἀλλά καί τῶν μετέπειτα χρόνων) ἄς ἀπαντήση εὐθέως: Θά βρῆ ἄραγε μαρτυρία, ἔστω μή ἀντικειμενική, πού νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶχαν ἐκλείψει ἐντελῶς σέ κάποια δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία τό μεσαίωνα οἱ ἐπαῖτες; Καί, ὅμως! Αὐτό τό ἰσχυρίζεται γιά τό Χριστιανικό Βυζάντιο βασιλεύς, καί δή ὁ Ἰουλιανός, ὁλόκληρους αἰῶνες προτοῦ ξυπνήση “ἀνθρωπιστικῶς” ἡ δυτική Εὐρώπη…». «Ἡ ἀντιδικία μέ τούς ὑλιστές δέν εἶναι στό ἄν ὑπάρχη ἤ ὄχι Φυσική τάξι ἀλλά στή σωστή ἑρμηνεία της. Ὅπως θά ἦταν παράλογο νά θεωρήσουμε ἕνα ζῶο, π.χ. ἕνα πρόβατο, ἀκριβῶς ὅμοιο μέ ἕνα βράχο καί νά τό ὑπαγάγουμε στούς ἴδιους φυσικούς νόμους, τό ἴδιο εἶναι παράλογο καί ἀφύσικο νά θεωρήσουμε τόν ἄνθρωπο ἀκριβῶς ὅμοιο μέ ἕνα ἄλογο ζῶο καί νά τόν ὑπαγάγουμε στήν ἴδια νομοθεσία. Ἄν ὑπαγάγουμε ἕνα ζῶο στήν ἴδια νομοθεσία μέ ἕνα ἀνόργανο, θά εἶναι ἀδύνατο ὕστερα νά ἑρμηνεύσουμε τό ζῶο μέ τή νομοθεσία πού ρυθμίζει τήν ἀνόργανη ὕλη καί θά ἀναγκασθοῦμε νά ἀναζητήσουμε τούς δικούς του ἰδιαίτερους νόμους. Τό ἴδιο καί γιά τόν ἄνθρωπο. Μέ τή νομοθεσία τῶν φυσικῶν νόμων, τῶν ὁρμῶν καί τῶν ἐνστίκτων εἶναι ἀδύνατο νά τόν ἐξηγήσουμε. Ἄν, λοιπόν, τόν ὑπαγάγουμε σ᾽ αὐτές τίς νομοθεσίες θά κάνουμε μιά πρᾶξι παράλογη πού θά μᾶς ὁδηγήση στό ἀδιέξοδο. Ἔτσι καταλήγουμε πώς ἄλλη εἶναι ἡ φυσική τάξι τοῦ ἀνοργάνου, ἄλλη τοῦ ζώου καί ἄλλη τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε μιά ἀπό αὐτές τίς τρεῖς κατηγορίες τῶν δημιουργημάτων ἔχει τή δική της νομοθεσία, τή δική της νομοτέλεια, τή δική της Φυσική τάξι. Ἡ ἱεραρχία περιλαμβάνει τρεῖς βαθμίδες, τήν κατώτερη, τή μεσαία καί τήν ἀνώτερη. Κάθε μία κατηγορία χωρίζεται ἀπό τήν ἄλλη μέ μιά οὐσιώδη διαφορά. Στήν πρώτη εἶναι ἡ ἀνόργανη ὕλη, στή δεύτερη ἡ ἄλογηζωή, στήν τρίτη ἡ ἔλλογη ζωή, ὁ ἄνθρωπος. Ἡ “ζωή” χωρίζει τά ζῶα καί τά φυτά ἀπό τά ἀνόργανα, ὁ “λόγος” χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά ζῶα καί τά φυτά. Τό λάθος, λοιπόν, τῶν ὑλιστῶν δέν εἶναι στό ὅτι θέλουν νά ὑπαγάγουν τόν ἄνθρωπο στή Φυσική τάξι, ἀλλά στό ὅτι θέλουν νά τόν ὑπαγάγουν σέ ἄλλη φυσική τάξι ἀπό κείνη στήν ὁποίαν ἀνήκει. Θέλουν νά τόν ὑπαγάγουν στή φυσική τάξι τῆς ἄλογης ζωῆς, ἐνῶ ἀνήκει στήν ἔλλογη. Τό λάθος εἶναι βασικό. Ὁ ἄνθρωπος διαθέτει νοῦ, θέλησι, συναίσθημα, ἠθική συνείδησι τά ὁποῖα δέν διαθέτουν τά ζῶα. Μιά τίγρη π.χ. μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά καταλάβη μιά ἠθική ἤ λογική ἔννοια, πρᾶγμα τό ὁποῖο γιά τόν ἄνθρωπο καί δυνατό εἶναι καί ἀναγκαῖο. Πῶς, λοιπόν, θά ὑποχρεώσουμε τόν ἄνθρωπο νά ζήση σύμφωνα μέ τούς ὅρους τῶν ἀλόγων ζώων, ἀφοῦ οἱ δικές του προϋποθέσεις εἶναι διαφορετικές; Εἶναι αὐτό συμμόρφωσι μέ τή φυσική τάξι ἤ ἀνατροπή τῆς φυσικῆς τάξεως; Ἡ Φυσιοκρατία τῶν ὑλιστῶν ὅσον ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο εἶναι ζωή παρά φύσιν, ὑποβιβασμός τοῦ λογικοῦ στήν τάξι τοῦ ἀλόγου! Γι᾽ αὐτό ἡ Φυσιοκρατία, πού εἶναι ἡ βάσι τοῦ ἀστικοῦ καθεστῶτος, εἶναι διδασκαλία παραλογισμοῦ καί πηγή ἀποκτηνώσεως. Καί τό χαϊδεμένο παιδί της, ὁ homo oeconomicus, ἕνας τύπος διεστραμμένος, ἕνα “λογικό” κτῆνος, χωρίς ἠθικούς φραγμούς καί πνευματικά ἐνδιαφέροντα». «Οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁρισμένες καί ὄχι ἀπεριόριστες, ὅπως λένε οἱ ἀστοί. Ἡ ἀνάγκη π.χ. τῆς τροφῆς, τῆς ἐνδύσεως, τῆς κατοικίας, τῆς μορφώσεως εἶναι μία καί μονάχα τά μέσα γιά τήν ἱκανοποίησι τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν εἶναι πολλά. Ὑπάρχουν πολλά εἴδη ἐνδυμάτων, τροφῶν, βιβλίων, σπιτιῶν κ.τ.τ. κι ὄχι πολλές ἀνάγκες τροφῆς, ἐνδύσεως, κατοικίας κ.τ.τ.. Ἐνῶ, λοιπόν, οἱ ἀνάγκες εἶναι ὁρισμένες, τά μέσα γιά τήν ἱκανοποίησί τους εἶναι ἀπεριόριστα. Πρόβλημα, ὅμως, γιά τό κοινωνικό σύστημα εἶναι ἡ ἐξασφάλισι τῆς ἐπιστημονικά καλῆς τροφῆς κι ὄχι ἡ ἱκανοποίησι τῆς λαιμαργίας ἤ τῆς ματαιοδοξίας πού ζητᾶ φαγητά δυσεύρετα καί πολυτελῆ. Τό ἴδιο ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἀνάγκες». Παρόμοια τονίζει καί ὁ π. Ἐ. Θεοδωρόπουλος: «Δέν ἀλλάζουν οἱ ἄνθρωποι μέ τούς καλούς νόμους. Δέν γίνεται αὐτό. Ἀλλοῦ εἶναι τό πρόβλημα. Τό πρόβλημα βρίσκεται στήν ψυχή τοῦ καθενός. Ἕνα ἁπλό παράδειγμα: Ὁ ἕνας εἶναι σπάταλος, ὁ ἄλλος τσιγγούνης. Δώστους τά ἴδια χρήματα. Τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ πρῶτος θά εἶναι ἀδέκαρος, ὁ δεύτερος θά ἔχη ἀποκτήσει καί ἄλλα. Ἀγνοοῦν τά πολιτεύματα τή διαφθορά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Γι᾽ αὐτό λένε ὅσα λένε. Ὁ μακαρίτης ὁ Ἀλιβιζᾶτος, καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, μᾶς ἔλεγε κάποτε: “Ἐάν τώρα ἐδῶ βγάλω καί δώσω στόν καθένα ἀπό σᾶς ἕνα νόμισμα, μερικοί, πρίν ἀκόμη σχολάσουμε καί βγοῦμε ἀπό τήν αἴθουσα, θά τό ἔχουν πάρει ἀπό τούς ἄλλους. Θά εἶναι οἱ ῾ξύπνιοι᾽. ῾Ξέρεις, ἔχω ἀνάγκη, δάνεισέ το μου. Θά σοῦ τό δώσω αὔριο᾽. Πρίν βγῆτε ἀπ᾽ τήν αἴθουσα, θά σᾶς τό ἔχουν πάρει. Μερικοί ἄλλοι θά σᾶς τό πάρουν, ἀφοῦ βγῆτε ἀπό τήν αἴθουσα. Μερικοί θά πᾶτε νά τό βάλετε στήν Τράπεζα καί ἄλλοι θά τό δουλέψετε καί θά τό αὐξήσετε”». Δέν πρέπει, βέβαια, νά ξεχνοῦμε ὅτι «τά λεφτά μποροῦν ν᾽ ἀγοράσουν: Κρεββάτι, ἀλλά ὄχι ὕπνο. Βιβλία, ἀλλά ὄχι μυαλά. Φαγητό, ἀλλά ὄχι ὄρεξι. Φάρμακα, ἀλλά ὄχι ὑγεία. Καλοπέρασι, ἀλλά ὄχι εὐτυχία». Ὁ Ν. Ψαρουδάκης γράφει γιά «τή μεγάλη σημασία τῆς χριστιανικῆς πίστεως γιά τή σοσιαλιστική ἀλλαγή. Γιά καλύτερη κατανόησι φέρνουμε ἕνα παράδειγμα. Ὁ Α χάρι στίς σωματικές καί πνευματικές ἱκανότητές του παράγει 100 μονάδες ἐθνικό εἰσόδημα καί χρειάζεται 50 μονάδες γιά τή ζωή του. Ὁ Β ἀπό σωματική καί πνευματική ἀδυναμία παράγει 30 μονάδες καί χρειάζεται καί αὐτός 50 γιά τή ζωή του. Ἄν ὁ Α θέλη νά πάρη καί τίς 100 μονάδες τίς ὁποῖες παράγει, αὐτός θά ἔχη 50 μονάδες πλεόνασμα, ἐνῶ ὁ Β θά ἔχη 20 μονάδες ἔλλειμμα. Γι᾽ αὐτό τό σοσιαλιστικό σύστημα θά πάρη τό πλεόνασμα τοῦ Α γιά νά ἀναπληρώση τό ὑστέρημα τοῦ Β, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο (Β´ Κορ. 8, 13-15). Ἄν, ὅμως, ὁ Α δέν ἔχη φέρει πρῶτα μέσα του τή σοσιαλιστική ἐπανάστασι καί παραμείνη ἀκόμα στό βιολογικό ἐπίπεδο τῆς φυσικῆς τάξεως, ἄν δηλαδή, δέν ἔχη ἀνέβει ἀπό τή φυσική στήν ἠθική τάξι, τότε θά σκεφθῆ ἀστικά καί ἤ θά προσπαθήση νά κλέψη τό σύνολο ἀποκρύβοντας τό εἰσόδημά του ἤ, ἄν αὐτό δέν εἶναι δυνατό, θά πῆ: “Γιατί νά δουλεύω ἐγώ γιά τούς ἄλλους; Θά δουλέψω γιά ἑξῆντα μονάδες, θά πάρω τίς πενῆντα καί θά δώσω τίς 10 γιά τό σύνολο”! Ἔτσι ὁ σοσιαλισμός θά καταστραφῆ. Γιά νά μή συμβῆ αὐτό, ὁ Α πρέπει νά σκεφθῆ ἀλλοιῶς: “χαρά μου νά ἐργάζωμαι γιά τούς συνανθρώπους μου πού χρειάζονται τή βοήθειά μου. Παράγω 100, θά προσπαθήσω νά ἀνεβάσω τήν παραγωγή μου γιά νά βοηθήσω ἀκόμα περισσότερο. Γιατί οἱ συνάνθρωποί μου εἶναι ἀδελφοί μου, ἀφοῦ ὅλοι εἴμασθε παιδιά τοῦ Θεοῦ”. Γιά νά τό πῆ, ὅμως, αὐτό πρέπει νά τό πιστεύη. Καί γιά νά τό πιστεύη πρέπει νἆναι συνειδητός χριστιανός, ἄνθρωπος ἀναγεννημένος πνευματικά. Ἐδῶ εἶναι ἡ μεγάλη συμβολή τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἀπό τή στιγμή κατά τήν ὁποία τό πρόβλημα τοῦ σοσιαλισμοῦ εἶναι βασικά πρόβλημα ἀνθρώπου, ἀπό κείνη τή στιγμή τό λόγο ἔχει ὁ Χριστιανισμός, ἡ μόνη πίστι πού μπορεῖ νά μᾶς δώση τόν καινούργιο ἄνθρωπο τόν ὁποῖο χρειάζεται ἡ σοσιαλιστική ἀλλαγή. Γι᾽ αὐτό ἡ ἀπαγκίστρωσι τοῦ σοσιαλισμοῦ ἀπό τό φιλοσοφικό ὑλισμό καί ἡ οἰκοδόμησί του στό Εὐαγγέλιο εἶναι πρᾶξι σοφίας, γιατί εἶναι θέμα ἀνάγκης καί συγχρόνως πρᾶξι ἐλευθερίας ἀπό τήν πλάνη καί τήν ὑποδούλωσι στά εἴδωλα». Γράφει, ἐπίσης, ὁ Ν. Ψαρουδάκης: «Ὁ κ. … πιστεύει ὅτι… ἡ Γραφή ξεχωρίζει “τά τοῦ Καίσαρος”, ἀπό “τά τοῦ Θεοῦ” καί ὅτι ἑπομένως ὁ Καίσαρας αὐτονομεῖται ἀπό τό Θεό καί ὁ πιστός ἔχει νά ὑπακούση σέ δύο κυρίους: Καί στόν Καίσαρα καί στό Θεό! Τίποτε τούτου ἀναληθέστερο! Πρόκειται ἀκριβῶς γιά τό ἀντίθετο: Ὁ Χριστός μ᾽ αὐτά τά ὁποῖα εἶπε, δέν συνέστησε· κατάργησε, τήν αὐτονομία τοῦ Καίσαρα καί μετέτρεψε τήν Πολιτική Ἐξουσία σέ ὄργανο τοῦ καλοῦ, ὅπως ὁ Παῦλος ἀργότερα ἔγραψε γιά τήν Ἐξουσία ὅτι εἶναι “διάκονος τοῦ Θεοῦ εἰς τό ἀγαθόν”(Ρμ 13, 1-6). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός ἀπαντᾶ καί σ᾽ αὐτό γιά τό ὁποῖο ρωτήθηκε, ἀλλά καί σέ κάτι ἄλλο γιά τό ὁποῖο δέν ρωτήθηκε. Ἀπαντᾶ ὅτι πρέπει νά δίνουμε στόν Καίσαρα ὅ,τι ἀνήκει σ᾽ αὐτόν, ἀλλά συνεχίζει: καί στόν Θεό (νά δίνουμε) ὅ,τι ἀνήκει στό Θεό! Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς τέλειας πράγματι αὐτῆς ἀπαντήσεως τοῦ Χριστοῦ; Τό νόημα εἶναι: Νά δίδετε στήν Πολιτική Ἐξουσία (τοῦ Καίσαρα) αὐτό τό ὁποῖο σᾶς ζητᾶ, ἀλλά μέ τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεσι ὅτι αὐτό τό ὁποῖο ζητᾶ δέν ἔρχεται σ᾽ ἀντίθεσι μ᾽ αὐτό τό ὁποῖο σᾶς ζητᾶ ὁ Θεός. Γιατί ἄν ἔρχεται σ᾽ ἀντίθεσι, τότε θά ἐφαρμόσετε τήν ἀρχή: “Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἄνθρώποις”(Πρξ 5, 29) καί δέν θά τό δώσετε. Ὅπως, ἐπίσης, καί τήν ἄλλη ἀρχή: “Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν”(Μθ 6, 24). Ἀπό αὐτά βγαίνει καθαρά ὅτι ὁ Καίσαρας τότε μονάχα δικαιοῦται νά πάρη αὐτά τά ὁποῖα ζητᾶ, ὅταν ζητᾶ πράγματα πού δέν ἔρχονται σ᾽ ἀντίθεσι μέ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Καίσαρας π.χ. ζητάει φόρο καί πρέπει νά δίνουμε φόρο, ὅπως γράφει ὁ Παῦλος: “Διά τοῦτο καί φόρους τελεῖτε…”(Ρμ 13, 6). Ἄν, ὅμως, ὁ Καίσαρας ζητήση νά τόν προσκυνήσουμε (ὅπως ὅταν ἔλθη ὁ Ἀντίχριστος), αὐτό δέν θά γίνη, γιατί ἡ Γραφή λέει: “Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις”(Λκ 4, 8). Ἡ κριτική, λοιπόν, καί ἡ ἐξέτασι αὐτῶν τά ὁποῖα κάθε φορά ζητάει ὁ Καίσαρας, πού γίνεται μέ τό μέτρο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ἐμπλοκή, ὅπως γράφει ὁ κ. …, ἀλλά στοιχειῶδες καθῆκον τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι φίλος τοῦ κόσμου καί ἐχθρός τοῦ Θεοῦ (Ἰακ 4, 4)!». «Ὁ σκοπός μιᾶς προοδευτικῆς ἐπαναστάσεως, εἶναι ἡ δημιουργία καλύτερης ζωῆς πού ἀναλύεται σέ δύο μερικότερους, στήν ἀτομική καί τήν κοινωνική ἀναγέννησι. Ἡ ἐπανάστασι πού δέν ἐπιδιώκει τούς δύο αὐτούς σκοπούς εἶναι ἡμίμετρο γιά τή ζωή. Ποιά ἡ ὠφέλεια ὅταν φτιάχνουμε ἀνθρώπους καί τούς βλέπουμε μετά νά πεθαίνουν μέσα στά δίκτυα ἀντιανθρώπινων κοινωνικῶν συνθηκῶν; Ἤ ὅταν δημιουργοῦμε προοδευτικές κοινωνικές συνθῆκες καί δέν ἔχουμε ἀνθρώπους νά τίς ἐκτιμήσουν; Τό πρόβλημα αὐτό εἶναι ἡ ἀνοικτή πληγή ὅλων τῶν μέχρι σήμερα ἐπαναστάσεων, τό ἐμπόδιο πού δέν ἄφησε καμμιά νά φθάση στό τέρμα. Γιατί ἡ ἐπίδρασι τοῦ κακοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος καταστρέφει τό ἠθοπλαστικό ἔργο τῆς ἀγωγῆς καί ἡ ἀντίφασι ἀνάμεσα στή διδασκαλία καί τήν κοινωνική πραγματικότητα γελοιοποιεῖ τήν ἕδρα καί δίνει τήν πρωτοβουλία στό πεζοδρόμιο πού δικαιώνεται. Δέν χωρεῖ ἀμφιβολία πώς ἡ ἐπανάστασι πού ἐνδιαφέρεται γιά τήν ψυχή κι ἀδιαφορεῖ γιά τή ζωή τῶν ὀπαδῶν της, κτίζει τό οἰκοδόμημά της πάνω στήν ἄμμο: Μιά ζωή καταδικασμένη σέ ἀθλιότητα δέν μπορεῖ παρά νά ἔχη δυσμενῆ ἐπίδρασι στήν ἠθική τελειοποίησι τῆς ψυχῆς. Τό ἴδιο, ὅταν ἐνδιαφέρεται γιά τούς κοινωνικούς θεσμούς κι ἀδιαφορεῖ γιά τόν ἄνθρωπο, εἶναι σάν νά καλλιεργῆ ἕνα κῆπο ὅπου δέν πρόκειται νά φυτέψη τίποτε. Ἐπαναλαμβάνουμε: εἶναι ἀνάγκη νά συμβαδίζη, ἡ ἀτομική καί ἡ κοινωνική ἐξέλιξι, ἔτσι πού οὔτε ἡ κοινωνία, νά διαφθείρη τούς ἀνθρώπους, οὔτε ἐκεῖνοι νά καταπατοῦν τούς νόμους». Μᾶς ἐκπλήσσει εὐχάριστα ὁ André Gide: «Κατά τή διάρκεια μιᾶς συσκέψεως στό Παρίσι, τήν ὁποία ὀργάνωνε ἡ “Ἕνωσι γιά τήν Ἀλήθεια”, ὅταν τοῦ ζήτησαν νά ὑπερασπισθῆ τίς ἀπόψεις του, εἶπε: “Θεωρῶ τό Χριστιανισμό ἀποτυχημένο ἐξαιτίας τῶν συμβιβασμῶν του. Τό ἔχω γράψει καί τό πιστεύω σταθερά πώς ἄν ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπικρατήσει πραγματικά κι ἄν εἶχε πραγματικά ἐφαρμόσει τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, σήμερα δέν θά ὑπῆρχε πρόβλημα κομμουνισμοῦ— δέν θά ὑπῆρχε, οὐσιαστικά κανένα κοινωνικό πρόβλημα”». Ἐπισημαίνει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Πολλοί κώδικες νόμων θά ἁπλουστεύονταν καί ὁ ὠκεανός τῆς σύγχρονης νομολογίας, μέσα στόν ὁποῖο πνίγεται πολλές φορές τό δίκαιο, θά στέρευε, ἄν ἐπιδεικνυόταν φροντίδα νά ἐμπεδωθῆ στίς ψυχές τῶν πολιτῶν ὁ Νόμος αὐτός: “Καθώς θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως”(Λκ 6, 31). Ποιό εἶναι τό φλέγον ζήτημα σήμερα; Τό τῆς τάξεως, πρῶτον. Τό τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, δεύτερον. Καί ἐπί τοῦ δευτέρου ζητήματος τό λόγο ἔχει ὁ Νόμος αὐτός. Ἄς ἔλθουμε πλησιέστερα πρός τό πολύκροτο ἐργατικό ζήτημα, τό κατ᾽ ἐξοχήν πρόβλημα κοινωνικῆς δικαιοσύνης, καί ἄς δοῦμε πῶς ὁ Νόμος αὐτός λύνει τό πρόβλημα. Ἐπειδή κατά τό πλεῖστον οἱ ἐργασίες γίνονται ἀπό προϊσταμένους καί ὑφισταμένους, γι᾽ αὐτό ὁ νόμος αὐτός εἶναι ἀμφοτεροβαρής. Ἀπευθύνεται πρῶτα στόν προϊστάμενο, τόν ἐργοδότη καί τοῦ λέει: Ἄν βρισκόσουν στή θέσι τοῦ ἐργάτη, τοῦ ἁπλοῦ ὑπαλλήλου, τί θά ἤθελες ἀπό τόν ἐργοδότη καί προϊστάμενό σου; Ἁπλούστατα: Δίκαιη ἀμοιβή τῆς ἐργασίας σου. Θά ἤθελες νά ἐννοήση ἐκεῖνος, ὅτι καί σύ ἔχεις δικαιώματα πάνω στή ζωή. Δίκαιο, λοιπόν, μισθό θά ἤθελες, ἄν βρισκόσουν στήν τάξι τῶν ἐργατῶν. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή δικαιοσύνη ἔχεις καθῆκον καί ἱερή ὑποχρέωσι νά τήν ἐφαρμόσης σήμερα, πού εἶσαι ἐργοδότης, πρός τούς ἐργάτες σου. “Καθώς θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως”. Καί τώρα ὁ νόμος αὐτός ἀντιστρέφει τούς ὅρους. Ἔρχεται πρός τόν ἐργάτη καί ρωτᾶ: Ἄν ἐσύ ὁ ἐργάτης βρισκόσουν στή θέσι τοῦ προϊσταμένου, τί θά ἤθελες ἀπό τούς ὑφισταμένους σου; Εἰλικρίνεια, τιμιότητα, εὐθύτητα, ἐργατικότητα. Αὐτό, λοιπόν, τό ὁποῖο θά ἀπαιτοῦσες ὡς προϊστάμενος ἀπό τούς ἐργάτες σου, αὐτό κάνε τώρα καί σύ ὡς ἐργάτης, διότι ἔτσι θά δημιουργηθῆ ἡ ἁρμονία καί ἡ ἐκτίμησι μεταξύ προϊσταμένου καί ὑφισταμένου. Ἔτσι θά ἀμβλυνθοῦν οἱ ὀξύτητες, θά σιγήσουν τά μίση, θά κοπάσουν οἱ ἀγῶνες, θά πάψουν οἱ αἱματηροί ἀνταγωνισμοί. Νά πόσο εἶναι μεγάλη ἡ σημασία καί σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ Νόμου». «—Ὅπως εἶναι γνωστό, δέν εἶναι ὅλες οἱ ἐργασίες τό ἴδιο κοπιαστικές: ὑπάρχουν ἐλαφριές καί βαρειές ἐργασίες. Πῶς, λοιπόν, θά ρυθμισθῆ τό θέμα τῆς δίκαιης ἀμοιβῆς τους; Εἶναι σωστό νά λάβη καί ἡ ἐλαφριά καί ἡ βαρειά τό ἴδιο εἰσόδημα; —Ὅλες οἱ ἐργασίες πρέπει νά ἔχουν τήν ἴδια συμμετοχή στό ἐθνικό εἰσόδημα, ἄσχετο ἄν εἶναι ἐλαφριές ἤ βαρειές, ἀφοῦ ὅλες εἶναι κοινωνικά ἀπαραίτητες. Κάθε ἄνθρωπος, σ᾽ ὅποια ἐργασία κι ἄν ἐργάζεται, ἔχει τίς ἴδιες προσωπικές ἀνάγκες καί ἄρα τά ἴδια δικαιώματα καί τό εἰσόδημα δίδεται στόν ἐργαζόμενο, ὄχι γιά νά μήν κουράζεται ἀλλά γιά νά ζῆ. Ἄν, ἄλλωστε, ἕνας ἄνθρωπος ἐργάζεται σέ βαρειά δουλειά, θά κουράζεται λιγότερο ἄν τοῦ αὐξήσουμε τό μεροκάματο; Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μηχανή πού ρυθμίζεται ἡ ἀπόδοσί της μέ πολλά ἤ λίγα καύσιμα. Ἡ ἀμοιβή δέν μεταβάλλει τό χαρακτῆρα τῆς ἐργασίας. Δικαιοσύνη γι᾽ αὐτόν πού ἐργάζεται σέ βαρειά δουλειά δέν σημαίνει περισσότερα λεφτά, σημαίνει λιγότερες ὧρες ἐργασίας [καί βελτίωσι τῶν συνθηκῶν ἐργασίας]. Ἄν π.χ. οἱ ἄλλοι δουλεύουν 8ωρο, αὐτός νά δουλέψη 6ωρο, ἄν οἱ ἄλλοι παίρνουν ἕνα μῆνα ἄδεια, αὐτός νά πάρη δύο. Ἔτσι, δουλεύοντας λιγότερο ἔχει περισσότερο χρόνο νά ἀναπαυθῆ κι ἔτσι ἐξισώνεται μέ αὐτόν πού δουλεύει περισσότερες ὧρες, σ᾽ ἐλαφρότερη δουλειά. Ἴσο, λοιπόν, εἰσόδημα, γιά νά μποροῦν ὅλοι νά ζοῦν τό ἴδιο, καί διαφορετικό ὡράριο ἐργασίας, γιά νά εἰσφέρουν ὅλοι τόν ἴδιο κόπο στήν κοινή ὑπόθεσι τῆς παραγωγῆς». «Καί στό ἀστικό καί στό σοσιαλιστικό ὑλιστικό καθεστώς ἡ ἐργασία χωρίζεται σέ πολλές κατηγορίες, πού κάθε μιά ἀμείβεται περισσότερο ἤ λιγότερο, ἀνάλογα μέ τή χρησιμότητα ἤ τή δυσκολία της. Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Τά ὑλιστικά συστήματα καί στό σημεῖο αὐτό πέφτουν ἔξω, γιατί βλέπουν τήν ἐργασία χωρίς τόν ἄνθρωπο, ξεχνοῦν πώς καί ὁ ἐργάτης εἶναι ἄνθρωπος καί κρίνουν τή σχέσι ἐργασίας καί ἐργάτη μέ μηχανιστικό ὑλιστικό τρόπο. Ἡ κοινωνία γιά νά διατηρηθῆ στή ζωή καί νά προχωρήση πρός τά ἐμπρός, χρειάζεται ὁρισμένα ἐπαγγέλματα, ὁρισμένες ἐργασίες. Ποιά εἶναι τά ἐπαγγέλματα αὐτά κι οἱ ἐργασίες, κρίνει αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὁργανωμένη κοινωνία, πού ἔχει τή δύναμι καί τό δικαίωμα νά καταργῆ κάθε μή ἀναγκαία ἐργασία καί νά δημιουργῆ ἄλλες ἀπαραίτητες. Σ᾽ ὅλα τά ἐπαγγέλματα καί σ᾽ ὅλες τίς ἐργασίες θά κληθοῦν νά δουλέψουν ἄνθρωποι, μέλη τῆς κοινωνίας. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί μποροῦν νά ἔχουν ὁρισμένες διαφορές δηλαδή ἄλλοι νά εἶναι πολύ γραμματισμένοι, ἄλλοι λιγότερο, ἄλλοι εὐφυεῖς, ἄλλοι ὄχι, ἄλλοι σωματικά δυνατοί, ἄλλοι ἀδύνατοι. Παρά τίς διαφορές τους, ὅμως, αὐτές, ἠθικά καί χριστιανικά, εἶναι ὅλοι τῆς ἴδιας ἀξίας. Εἶναι ὅλοι προσωπικότητες, παιδιά τοῦ ἴδιου οὐράνιου Πατέρα. Ἡ κοινωνική ἀναγκαιότητα ὅλων τῶν ἐργασιῶν καί ἡ κοινή ἀξία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐπιβάλλει τήν κατάργησι κάθε διακρίσεως, κάθε διαφορᾶς, στό ζήτημα τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἐργαζομένου στό ἐθνικό εἰσόδημα. Ὅλοι οἱ ἐργαζόμενοι ἔχουν τά ἴδια δικαιώματα στή ζωή καί τόν πολιτισμό γιατί σάν ἄνθρωποι ἔχουν τίς ἴδιες ἀνάγκες. ᾽Εάν μιά ἐργασία δέν χρειάζεται στό σύνολο, πρέπει νά καταργηθῆ, ἐάν, ὅμως, χρειάζεται δέν εἶναι σωστό νά λέμε στό ἄτομο πού ἐργάζεται σ᾽ αὐτή: ἐσύ θά παίρνης λιγότερα ἀπό τούς ἄλλους. Γιατί; Σάν ἄνθρωπος δέν ἔχει κι αὐτός τίς ἴδιες ἀνάγκες, τούς ἴδιους πόνους καί πόθους; Μήπως ἐπειδή ἐργάζεται σέ ἐλαφρότερη δουλειά ἀπό ἕναν ἄλλο θέλει νά φάη, νά μάθη ἤ νά δῆ λιγότερα ἀπό τούς ἄλλους; Ἄν, λοιπόν, τοῦ δώσουμε λιγότερο εἰσόδημα δέν εἶναι σάν νά τόν ἀναγκάζουμε νά εἶναι λιγότερο ἄνθρωπος; Αὐτό εἶναι ἀπάνθρωπο καί οὔτε λόγος νά γίνεται γιά χριστιανική κοινωνία. Τί θά γίνη, ὅμως, γι᾽ αὐτούς πού δουλεύουν σέ σκληρές καί ἐπίπονες δουλειές, ἤ σέ δουλειές πού χρειάζονται μακρόχρονη καί κοπιαστική ἐκπαίδευσι;… Ὁ ἐργάτης εἶναι κι αὐτός ἄνθρωπος κι ὄχι μηχανή. Ἡ μηχανή ἔχει διάφορα κουμπιά μέ τά ὁποῖα μπορεῖ κανείς νά τήν τροφοδοτήση μέ περισσότερα καύσιμα καί ν᾽ αὐξήση τήν ταχύτητα ἤ ἀπόδοσί της. Τέτοιος, λοιπόν, εἶναι κι ὁ ἐργάτης; Μηχανή πού ρυθμίζεται σύμφωνα μέ τά λίγα ἤ τά πολλά λεφτά; ᾽Εάν ἕνας ἄνθρωπος ἐργάζεται σέ βαρειά δουλειά, θά κουράζεται λιγότερο ἄν τοῦ αὐξήσουμε τό μεροκάματο; Ὁ κόπος εἶναι ἄσχετος μέ τήν ἀμοιβή τῆς ἐργασίας. Ἡ ἀμοιβή δέν κάνει τήν ἐργασία λιγότερο ἐπίπονη ἤ λιγότερο δύσκολη… Τά ὑλιστικά κοινωνικά συστήματα ἐπειδή δέν ἔχουν τίποτε ἀνώτερο νά δώσουν στόν ἄνθρωπο, γιά νά τοῦ κινήσουν τό ἐνδιαφέρον γιά τίς διάφορες ἐργασίες, χρησιμοποιοῦν, ὅπως εἴπαμε, τά ὑλικά κίνητρα. Στή χριστιανική, ὅμως, κοινωνική ὀργάνωσι τό πρᾶγμα αὐτό εἶναι λυμένο. ᾽Εκτός ἀπό τή χριστιανική πίστι πού δίνει στόν ἄνθρωπο δύναμι καί “ὄρη μεθιστάνειν (: νά μετακινῆ βουνά)”, θά ὑπάρχη καί ἡ χριστιανική λαϊκή ἐκπαίδευσι πού θά βοηθᾶ τό παιδί ν᾽ ἀκολουθῆ τό δρόμο τῆς προτιμήσεώς του καί θά τοῦ δίνη τά μέσα τῆς ὁλοκληρωμένης ἠθικῆς καί ἐπαγγελματικῆς ἀγωγῆς, σέ τρόπο πού θά παραδίδεται στήν κοινωνία ἄξιος συντελεστής τῆς ἀτομικῆς καί τῆς γενικῆς εὐημερίας, ἐργαζόμενος στό κοινωνικό πόστο τό ὁποῖο ὁ ἴδιος διάλεξε καί τό ὁποῖο ἀπό μικρός ἀγάπησε. Συμπερασματικά τονίζουμε πώς στή χριστιανική ὀργάνωσι τῆς παραγωγῆς ἡ ἐργασία εἶναι κοινωνική λειτουργία ἑνιαία καί ἰσότιμη, ἄσχετη ἀπό τή μορφή μέ τήν ὁποία ἐμφανίζεται ἤ τήν ἀπόδοσί της. Σ᾽ ὁποιαδήποτε κοινωνικά χρήσιμη ἐργασία κι ἄν ἐργάζεται κανένας, ἡ συμμετοχή του στό ἐθνικό εἰσόδημα γίνεται μέ τά ἴδια κριτήρια, ὅπως καί τῶν ἄλλων, σέ τρόπο πού ἴσο ποσό ἐργασίας νά ἔχη τά ἴδια κοινωνικά δικαιώματα σ᾽ ὁποιοδήποτε κλάδο τῆς παραγωγῆς κι ἄν ἀνήκη»(ΨΝΕ, 153) «Ἡ ὅλη παραγωγική προσπάθεια τοῦ Ἔθνους πρέπει νά θεωρηθῆ σάν μιά ἑνιαία προσπάθεια, σάν ἕνα τεράστιο κτίριο, ὅπου πολλά μέν καί διάφορα ἐπαγγέλματα ἐργάζονται, ὅλα, ὅμως, δίδουν τό προσδοκώμενο ἀποτέλεσμα, δηλαδή τό κτίριο. Ἄν ὅλοι οἱ ἐργαζόμενοι στό κτίριο ἔκαναν τήν ἴδια δουλειά τό οἰκοδόμημα θά γινόταν τερατῶδες καί ποτέ δέν θά τελείωνε. Ἄν ὅλοι οἱ ἐργαζόμενοι ἦταν π.χ. κτίστες τό κτίριο θά ὑψωνόταν σάν πύργος τῆς Βαβέλ, ἀλλά ποτέ δέν θά ἀποκτοῦσε πατώματα, κουφώματα, νερό, φῶς κ.τ.τ. καί τελικά ἡ ἐργασία τῶν κτιστῶν θά πήγαινε κι αὐτή χαμένη. Ἔτσι ἡ ἀνάγκη τῆς πραγματοποιήσεως τῆς ἀπαιτούμενης παραγωγῆς ἐπιβάλλει τόν καταμερισμό τῆς ἐργασίας»(ΨΝ, 104). «Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βλέπουν τήν ἐργασία ὄχι σάν κατάρα ἀλλά κυρίως σάν “ἀπορροφητικό τῆς κακίας”»(OC, 70). Γράφει καί ὁ Ηarold Κushner: «Ἡ δουλειά μᾶς κάνει νά νοιώθουμε χρήσιμοι. Διαμορφώνει τίς μέρες μας καί μᾶς δίνει ἕνα σκοπό κάθε πρωΐ πού ξυπνᾶμε, πρᾶγμα καθόλου ἀσήμαντο. Μετά τό θάνατο τοῦ γιοῦ μας, οἱ προϊστάμενοί μου στή συναγωγή μέ ρώτησαν ἄν ἤθελα νά μήν ἐργασθῶ γιά τήν ὑπόλοιπη χρονιά, ὥστε νά ξεπεράσω τήν ἀπώλεια. Ἕνας συνετός φίλος μοῦ συνέστησε νά μήν τό κάνω. “Τό χειρότερο πρᾶγμα γιά σένα αὐτή τή στιγμή”, μοῦ εἶπε, “θά ἦταν νά ξυπνᾶς ἑπτά μέρες τήν ἑβδομάδα καί νά μήν ἔχης τίποτε νά κάνης ἐκτός ἀπό τό νά κάθεσαι καί νά λυπᾶσαι τόν ἑαυτό σου”. Ἕνας γνωστός μου ἔχει ἑταιρεία συσκευασίας κρεάτων. Τό σλόγκαν τῆς ἑταιρείας του εἶναι, “Οἱ ἄνθρωποι δέν φτιάχνουν λουκάνικα. Τά λουκάνικα φτιάχνουν ἀνθρώπους”. Δηλ. σκοπός τῆς ἑταιρείας δέν εἶναι νά παρασκευάση κάποιο προϊόν. Σκοπός της εἶναι νά δώση στόν ἐργαζόμενο τήν αἴσθησι ὅτι εἶναι ἱκανός. Τά προϊόντα κρέατος εἶναι ὑπο-προϊόντα. Ὁ φίλος μου καμαρώνει ὅτι τό ἐργοστάσιό του εἶναι πιό παραγωγικό κι ἔχει λιγότερες διαρροές προσωπικοῦ ἀπό τῶν ἀνταγωνιστῶν του. Ἡ ἐργασία μᾶς κάνει νά νοιώθουμε ἀπαραίτητοι. Σκέπτομαι ὅλους τούς γνωστούς μου ἐπιχειρηματίες πού λένε, “Δέν κάνω ποτέ διακοπές γιά δύο λόγους. Πρῶτον, φοβᾶμαι μήπως δέν μπορεῖ νά λειτουργήση τό γραφεῖο χωρίς ἐμένα. Καί δεύτερον, φοβᾶμαι μήπως μπορεῖ”. Ἄλλωστε, γιατί συνεχίζουν νά ἐργάζωνται τόσοι ἄνθρωποι πού κέρδισαν μεγάλα ποσά στό λαχεῖο; Γιατί τά παιδιά τῶν Kennedy, τῶν Rockeffeler καί τῶν Harriman ἐπέλεξαν δημόσιο ἀξίωμα, ἀντί νά ζήσουν ἀπό τίς περιουσίες τους; Ὑποπτεύομαι ὅτι χρειάζονται τό “ψυχολογικό εἰσόδημα” τοῦ νά ἀποδείξουν τήν ἱκανότητά τους καί νά προσφέρουν κάτι στόν κόσμο. Γι᾽ αὐτό τόσοι πολλοί ἄνθρωποι παθαίνουν κατάθλιψι καί ἐμφανίζουν προβλήματα ὑγείας ὅταν ἀπολυθοῦν ἤ πάρουν σύνταξι. Μελέτες ἔδειξαν ὅτι οἱ ἄνδρες ἔχουν περισσότερες πιθανότητες νά νοσηλευθοῦν γιά κατάθλιψι ὅταν χάσουν τή δουλειά τους παρά ὅταν πεθάνη κάποιο μέλος τῆς οἰκογενείας. Ἴσως γι᾽ αὐτό τόσες πολλές γυναῖκες πού δέν σταδιοδρόμησαν ἐπαγγελματικά παθαίνουν τό σύνδρομο τῆς “ἄδειας φωλιᾶς” ὅταν φύγη ἀπό τό σπίτι καί τό τελευταῖο παιδί, καί γι᾽ αὐτό τόσες χῆρες σπεύδουν νά ξαναπαντρευθοῦν, ὄχι γιά νά ἔχουν κάποιον νά τίς φροντίζη, ἀλλά γιά νά ἔχουν αὐτές νά φροντίζουν κάποιον. Αὐτή εἶναι ἡ “δουλειά τους” καί μέ αὐτή ἐπιβεβαιώνονται καί προσφέρουν κάτι στόν κόσμο. Ἡ ψυχολόγος Πολίν Μπάρτ γράφει γιά τήν ἐμπειρία της μέ μία μεσήλικη γυναῖκα πού νοσηλευόταν μέ κατάθλιψι. Δέν μποροῦσε νά τῆς πάρη ἱστορικό, ἐπειδή ἡ γυναῖκα τῆς ἔκανε συνεχῶς ἐρωτήσεις ἀντί νά ἀπαντᾶ στίς δικές της, “Εἶσαι παντρεμένη;”, “Γιατί εἶσαι τόσο ἀδύνατη;”, “Μαγειρεύεις μόνη σου;”, “Γιατί βάφεσαι τόσο πολύ;”. Ἡ γυναῖκα ἔπαθε κατάθλιψι ἐπειδή δέν εἶχε κανένα γιά νά τοῦ κάνη τή μητέρα. Ὅπως καί ὁ ἄνδρας πού νοσηλευόταν ἐπίσης μέ κατάθλιψι στό γειτονικό θάλαμο, ἡ γυναῖκα ἔνοιωθε “ἄνεργη”, ἑπομένως ἄχρηστη». Καί μιά εὔθυμη νότα: «Χιλιάδες οἱ ἄνεργοι πτυχιοῦχοι… “Ὅταν ἔμπαινα Γιῶργο, φώναζα: ῾Ὤ! Μόρια!᾽ Τώρα πού τελειώνω, φωνάζω: ῾Ὤ! Μωρία!᾽». «Παιδιά ἤ δέν πᾶμε σχολεῖο καί μένουμε ἀγράμματοι ἤ πᾶμε καί μένουμε ἄνεργοι…». «Σίγουρα θά ἔχετε ἀκούσει τό ἀνέκδοτο γιά τούς δύσκολους καιρούς. Ὅταν οἱ φίλοι μας εἶναι ἄνεργοι, ἔχουμε οἰκονομική ὕφεσι. Ὅταν ἐμεῖς εἴμασθε ἄνεργοι, ἔχουμε οἰκονομική κρίσι».