Οδηγός Εξομολογητικής
Τό παρόν βιβλίο εἶναι ἕνα ἐγχειρίδιο βοηθείας κυρίως τῶν Πνευματικῶν, ἀλλά καί κάθε ἀγωνιζόμενου Χριστιανοῦ πού ἔχει σάν στόχο τήν ἱεραποστολή.
Οἱ καλοί Πνευματικοί συνήθως τυραννοῦνται ἀπό δύο ἀντίθετες σκέψεις: Μήπως εἶμαι ἐλαστικός ὑπέρ τό δέον; Ἤ μήπως εἶμαι αὐστηρός καί ἀποκρουστικός; Ἡ ἀνάγνωσι, ὅμως, περιστατικῶν ὁμοίων μέ τά δικά τους, ἐκ μέρους ἁγιασμένων Κληρικῶν, τούς ἐπαναφέρει στή μέση καί βασιλική ὁδό. Τέτοια ἀκριβῶς περιστατικά, ἀλλά καί ἀπόψεις τους, περιλαμβάνει τό παρόν πόνημα: «Ἐφόσον καί αὐτοί συμπεριφέρθηκαν παρόμοια, ἄς ἔχω ἥσυχη τή συνείδησί μου». Εὐχόμασθε ἡ καλή ἐξομολόγησι νά ἁπλωθῆ ἀπ᾽ ἄκρου σ᾽ ἄκρο τῆς εὐλογημένης πατρίδος μας. Ἀμήν. Ἀναφέρει ὁ π. Παΐσιος: «Γέροντα, μερικοί χαρακτῆρες πού εἶναι δύσκολοι, στριμμένοι, πῶς θά βοηθηθοῦν; —Ἐγώ σάν μαραγκός δούλευα καί στριμμένα ξύλα. Χρειαζόταν ὅμως ὑπομονή, γιατί τά στριφτά ξύλα τά πλανίζεις ἀπό ᾽δῶ, σηκώνουν ἀντιξυλιά, τά πλανίζεις ἀπό ᾽κεῖ, σηκώνουν πάλι ἀντιξυλιά. Τά ἔτριβα λοιπόν μέ τό διπλό λεπίδι λίγο ἀπό τή μιά μεριά κόντρα, λίγο ἀπό τήν ἄλλη, καί ἔτσι τά ἔφερνα σέ λογαριασμό. Γίνονταν μάλιστα πολύ ὄμορφα, ἐπειδή καί ὡραῖα νερά ἔχουν καί δέν σπάζουν εὔκολα· ἔχουν πολλή ἀντοχή. Ἄν δέν τό ἤξερες αὐτό, μπορεῖ νά τά ἔβλεπες ἔτσι καί νά τά πετοῦσες. Θέλω νά πῶ, καί οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν δύσκολο χαρακτῆρα, ἔχουν μέσα τους δυνάμεις καί, ἄν ἀφεθοῦν νά τούς δουλέψης, μποροῦν νά κάνουν ἅλματα στήν πνευματική ζωή, ἀλλά χρειάζεται νά διαθέσης ἀρκετό χρόνο. Ὕστερα, ποτέ δέν χρησιμοποιοῦσα μεγάλες πρόκες, γιά νά σφίξω δυόστραβές σανίδες, ἀλλά πρῶτα τίς πλάνιζα, τίς ἔφερνα σέ λογαριασμό, καί τίς ἕνωνα μέ ἕνα καρφάκι. Δέν τίς ζόριζα, γιά νά σφίξουν, γιατί, ὅταν τίς στραβές σανίδες προσπαθοῦμε νά τίς κάνουμε νά ἐφαρμόσουν μέ μεγάλες πρόκες, θά σχισθοῦν καί πάλι θά βγοῦν ἀπό τή ζορισμένη ἐφαρμογή τους, ὁπότε τί καταλάβαμε; Χρειάζεται διάκρισι καί ξανά διάκρισι, ὅταν ἔχη κανείς νά κάνη μέ ψυχές. Στήν πνευματική ζωή δέν ὑπάρχει μία συνταγή, ἕνας κανόνας. Ἡ κάθε ψυχή ἔχει τή δική της ποιότητα καί χωρητικότητα. Ὑπάρχουν δοχεῖα μέ μεγάλη χωρητικότητα καί δοχεῖα μέ μικρή χωρητικότητα. Ἄλλα εἶναι πλαστικά καί δέν ἀντέχουν πολύ καί ἄλλα εἶναι μεταλλικά καί ἀντέχουν. Ὅταν ὁ Πνευματικός γνωρίση τήν ποιότητα καί τή χωρητικότητα τῆς ψυχῆς, θά ἐνεργῆ ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητες καί μέ τήν κληρονομικότητα τήν ὁποία ἔχει, καί μέ τήν πρόοδο τήν ὁποία ἔχει κάνει. Ἡ συμπεριφορά του θά εἶναι ἀνάλογη μέ τήν κατάστασι στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἐξομολογούμενος, μέ τήν ἁμαρτία τήν ὁποία ἔκανε, καί μέ ἕνα σωρό ἄλλα. Στόν ἀναιδῆ θά προσέξη νά μή δίνη δικαίωμα γιά ἀναίδεια. Τήν εὐαίσθητη ψυχή θά κοιτάξη πῶς νά τή βοηθήση νά ἀντιμετωπίση μέ ἀνδρισμό τά προβλήματά της. Ἐπίσης θέλει προσοχή νά μή βασίζεται κανείς σ᾽ αὐτό τό ὁποῖο βλέπει ἐξωτερικά σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο καί νά μήν πιστεύη εὔκολα αὐτά τά ὁποῖα τοῦ λένε καί βγάζει συμπεράσματα, εἰδικά ἄν δέν ἔχη τό χάρισμα νά βλέπη βαθύτερα. Μερικές σανίδες, ἐνῶ φαίνονται κατάγερες ἀπ᾽ ἔξω, μέσα εἶναι ὅλο ἴνες. Ὅταν πλανισθῆ τό χνούδι τό ὁποῖο ἔχουν ἀπ᾽ ἔξω, τότε δείχνουν τί εἶναι. Ἄλλες πάλι, ἐνῶ ἀπ᾽ ἔξω φαίνονται ἄχρηστες, μέσα εἶναι δαδένιες (: γερές, ἀνθεκτικές). Ὁ χειρισμός τῆς ψυχῆς εἶναι λεπτός. Δέν πρέπει νά γίνωνται λάθη στίς συνταγές. Ὁ κάθε ὀργανισμός, βλέπετε, ἔχει ἀνάγκη ἀπό τή βιταμίνη πού τοῦ λείπει καί ἡ κάθε πάθησι ἀπό τά ἀνάλογα φάρμακα». «Ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι μπουρινιασμένος, ὅ,τι καί νά τοῦ πῆς, δέν γίνεται τίποτε. Καλύτερα ἐκείνη τή στιγμή νά σιωπήσης καί νά λές τήν εὐχή. Μέ τήν εὐχή θά καλμάρη ὁ ἄλλος, θά ἠρεμήση καί θά μπορέσης μετά νά συνεννοηθῆς μαζί του. Βλέπεις, καί οἱ ψαράδες δέν πᾶνε νά ψαρέψουν, ἄν δέν ἔχη μπουνάτσα· κάνουν ὑπομονή, ὥσπου νά καλωσυνέψη ὁ καιρός». Ὁ ὅσ. Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα, «ἄν καί πνευματοφόρος, δέν ὁδηγοῦσε τούς ἀνθρώπους σάν νά ἦταν τυφλοί. Πίστευε στήν ἱκανότητα τήν ὁποία ἔχει ὁ καθένας νά ἀποφασίζη σωστά γιά λογαριασμό του. “Ἐγώ ἄναψα τή λάμπα, ἐσεῖς νά προσέχετε τό φυτίλι”, συμβούλευε». «Σέ ἄλλη περίπτωσι εἶπε ὁ Γέροντας Πορφύριος σ᾽ ἕνα πνευματικό του παιδί, πού δέν μποροῦσε νά καταλάβη γιατί συμβούλευε κατά ἕνα ὁρισμένο τρόπο ἕνα ἄλλο πνευματικό του παιδί: “Στόν πολεμιστή πού πολεμᾶ τόν ἐχθρό, πρέπει νά τοῦ δώσης πολεμοφόδια, ὄχι νά τοῦ πάρης αὐτά τά ὁποῖα ἔχει”. Ἐννοοῦσε μ᾽ αὐτό ὅτι μπορεῖ νά εἶναι λίγο στραβός ὁ τρόπος καί τά ὅπλα μέ τά ὁποῖα ἀγωνίζεται αὐτός ὁ ἀδελφός μας γιά τή σωτηρία του, ἀλλά αὐτή τήν ὥρα δέν μποροῦμε νά τοῦ ὑποδείξουμε τό λάθος, διότι εἶναι σάν νά τοῦ παίρνουμε τά λίγα καί δεύτερης ποιότητος πνευματικά πολεμοφόδια τά ὁποῖα ἔχει, ὁπότε θά ἡττηθῆ ἀπ᾽ τόν ἐχθρό. Πρέπει στήν κατάλληλη ὥρα, ὅταν ἔχουμε ἕνα καινούργιο καλό ντουφέκι, πού νά ξέρη νά τό χειρισθῆ, τότε νά τοῦ δώσουμε αὐτό καί νά τοῦ πάρουμε τό παλιοντούφεκο μέ τό ὁποῖο ἀγωνίζεται». «Ὁ ὁδηγός, δηλαδή ὁ Γέροντας, οὔτε πρέπει νά παρουσιάζη σέ ὅλους ὅσοι προσέρχονται στή μοναχική ζωή “στενήν καί τεθλιμένην τήν ὁδόν”(Μθ 7, 14), ἀλλά οὔτε καί στόν καθένα “τόν ζυγόν χρηστόν καί τό φορτίον ἐλαφρόν”(Μθ 11, 30). Τό καλύτερο εἶναι νά ἐξετάζη κάθε περίπτωσι καί ἀναλόγως νά προσφέρη τό κατάλληλο φάρμακο. Σέ αὐτούς πού βαρύνονται ἀπό μεγάλα ἁμαρτήματα καί εὔκολα ρέπουν πρός τήν ἀπόγνωσι, ἄς δίδεται τό δεύτερο φάρμακο. Ἐνῶ σέ ἐκείνους πού ρέπουν πρός τό ὑπερήφανο καί ἐγωϊστικό φρόνημα εἶναι κατάλληλο τό πρῶτο». Βοηθητικό εἶναι καί τό ἑξῆς: «Συζητοῦσε μιά μέρα [ὁ Eisenhower] μέ τόν ἀντιπρόεδρό του ἐπί τῆς μεθόδου τοῦ νά κυβερνᾶ μέ γλυκύτητα, ἤπια. Γιά νά γίνη πιό σαφής, πῆρε ἕνα κομμάτι σπάγγου καί τό ἔβαλε στό γραφεῖο του. —Κύττα, τοῦ λέει, ἄν δοκιμάσω νά τόν σπρώξω, δέν φτάνει πουθενά. Μά ἄν τόν τραβήξω πρός ἐμένα τόν πάω ἀκριβῶς ὅπου θέλω». «Μερικοί εἶναι τῆς γνώμης, σέ ἐξαιρετική περίπτωσι, ὅταν κάποιος ἀπό τούς λαϊκούς κινδυνεύη ἀπό ἀπρόοπτο θάνατο νά πεθάνη καί δέν εἶναι εὔκολο νά ὑπάρχη Πνευματικός νά τόν ἐξομολογήση, τότε μπορεῖ νά ἐξομολογηθῆ σ᾽ αὐτούς τούς λαϊκούς πού παρευρίσκονται ἐκεῖ, καί μετά αὐτοί νά εἰποῦν τίς ἁμαρτίες του στόν Πνευματικό». «Μέ τό ζόρι δέν γίνεται. Πρέπει νά διψάη ὁ ἄλλος, γιά νά τοῦ δώσης νά πιῆ νερό. Δῶσε σέ ἕνα πού δέν ἔχει ὄρεξι νά φάη μέ τό ζόρι· θά τό κάνη ἐμετό. Ὅταν ὁ ἄλλος δέν θέλη, δέν μπορῶ νά τοῦ στερήσω τήν ἐλευθερία, τό αὐτεξούσιο». «Ἄν πρόκηται νά κάνης κάτι ἤ νά πῆς ἕνα λόγο καί δειλιάζης μή τυχόν ταραχθῆς ἀπό αὐτό, καί γι᾽ αὐτό τό ἀποφεύγης, δέν ἐνεργεῖς σωστά. Διότι τρέπεσαι σέ φυγή μπροστά στόν ἐχθρό καί δέν θά ἀποφύγης τήν ταραχή. Ὁ ἐχθρός δέν παραλείπει καμμία εὐκαιρία γιά νά σοῦ ὑποβάλη ταραχή, καί σοῦ γίνεται χειρότερο τό πάθος. Ὅταν ὅμως κάνης τό πρᾶγμα μέ προσευχή καί φόβο Θεοῦ, τότε, μέ τή βοήθεια Αὐτοῦ, καταργεῖται ἡ ταραχή. Ὅταν ἀπό ἄσκησι τηρῆς σιωπή, τότε εἶναι καλή· ὅταν ὅμως σιωπᾶς ἀπό φόβο μήν ταραχθῆς, τότε εἶναι βλαβερή». Διαβάζουμε: «… Ἄν ὅμως πραγματικά ἁμαρτήσω ἀπέναντί του καί ὅταν τό μάθη λυπηθῆ, ἄραγε, τό βρίσκεις σωστό νά ἀποκρύψω τήν ἀλήθεια, γιά νά μήν τόν λυπήσω; ῎Η νομίζεις ὅτι πρέπει νά ὁμολογήσω τό σφάλμα μου καί νά ζητήσω συγχώρησι; Ἀπόκρισι Ἰωάννου. Ἄν ἔμαθε γιά τό ἁμάρτημά σου μέ κάθε λεπτομέρεια καί σύ ξέρης ὅτι πρόκειται νά φθάση τό θέμα σέ ἀνάκρισι καί νά ἀποκαλυφθῆ τό κάθετί, πές του τήν ἀλήθεια καί ζήτησε συγχώρησι. Διότι τό νά πῆς ψέματα τόν ἐξοργίζει περισσότερο. Ἄν ὅμως δέν τό ἔμαθε, οὔτε πρόκειται νά ἐρευνήση τό θέμα, δέν εἶναι ἄτοπο νά σιωπήσης γιά νά μήν τόν λυπήσης. Διότι καί ὁ Σαμουήλ ὁ προφήτης, ὅταν τόν ἔστειλε ὁ Θεός νά χρίση τό Δαυΐδ βασιλιά, ἤθελε νά προσφέρη καί θυσία στό Θεό, ἀλλά φοβήθηκε νά μήν τό μάθη ὁ Σαούλ. Καί τότε ὁ Θεός τοῦ εἶπε: “Πάρε ἕνα δαμάλι μαζί σου. Καί ἄν σοῦ πῆ ὁ βασιλιάς ῾τί θέλεις καί ἦλθες;᾽, πές του, ἦλθα νά προσφέρω θυσία στόν Κύριο”(Α´ Βασ 16, 2-3). Δηλαδή, ἔκρυψε τό ἕνα πού ἐξόργιζε τό βασιλιά καί εἶπε μόνο τό ἄλλο. Ἔτσι καί ἐσύ λοιπόν μπορεῖς μέ τή σιωπή τήν ὁποία θά κρατήσης, νά ἀποφύγης τίς στενοχώριες καί νά ξεφύγης ἀπό τή δύσκολη περίστασι». «Ὁ Γέροντας Ἐπιφάνιος ἐπιζητοῦσε ὅσο τό δυνατόν τήν ὡριμότητα στή λῆψι τῆς ἀποφάσεως γιά μοναχική ἀφιέρωσι καί μάλιστα μετά ἀπό ἐπίμονη προσευχή καί ὑπομονή. Ὄχι σάν ἀπόρροια νεανικοῦ ἐνθουσιασμοῦ. Αὐτό εἶχε ἀποτελέσει ἀντικείμενο δυσμενοῦς κριτικῆς γι᾽ αὐτόν ἐκ μέρους κάποιων μοναχῶν. Ὅταν ἕνας φοιτητής, πνευματικοπαίδι τοῦ Γέροντα, εἶχε ἐπισκεφθῆ τό Ἅγιον Ὄρος, σέ γενομένη συζήτησι μέ κάποιο μοναχό, ἀνέφερε ποιός ἦταν ὁ Πνευματικός του. Ὁ μοναχός, παρότι ἐξεθείαζε τά χαρίσματα τοῦ Γέροντα, ἔκανε καί τήν παρατήρησι: —Μόνο πού δέν δίνει εὐλογία νά ἔρθουν νέοι νά μονάσουν. Ὁ φοιτητής ὅταν ἐπέστρεψε στήν Ἀθήνα, εἶδε τό Γέροντα καί τοῦ τό ἀνέφερε. Καί ὁ π. Ἐπιφάνιος τοῦ εἶπε τότε: —Ἄν σοῦ πῆ κανείς ἄλλος τά ἴδια, νά τοῦ πῆς τά ἑξῆς: Ὁ Γέροντάς μου πού ἐξομολογεῖ πολύ κόσμο, σᾶς ἐρωτᾶ: “Ἄν ἔλθη σέ σᾶς κάποιος οἰκογενειάρχης καί σᾶς ἀποκαλύψη ὅτι στά νειᾶτα του, ἀπό νεανικό ἐνθουσιασμό, εἶχε καρῆ μοναχός, ἀλλά δέν ἄντεξε, τά παράτησε, γύρισε στόν κόσμο καί ἔκανε οἰκογένεια, τί θά τοῦ συστήσετε; Νά παρατήση τήν οἰκογένειά του καί νά πάη νά θρηνῆ μακρυά τους, στό μοναστήρι του, τήν ἀθέτησι τῆς ὑποσχέσεως τήν ὁποία εἶχε δώσει στό Θεό; Γιατί αὐτό πρέπει νά κάνη. Τί θά γίνη ὅμως μέ τήν οἰκογένειά του; Τί φταίει αὐτή;”. Τέτοιες περιπτώσεις, παιδί μου, μοῦ ἔχουν τύχει πολλές. Γι᾽ αὐτό δέν δίνω εὔκολα σέ νεαρούς εὐλογία νά γίνουν μοναχοί. Ἀφήνω νά ὡριμάση λίγο ἡ μοναχική κλίσι τους, νά ἐλέγξουν τόν ἑαυτό τους καί ἄν διαπιστώσουν ὅτι τό ἀντέχουν καί ἐμμένουν στήν ἀπόφασί τους, τότε τούς δίνω εὐλογία μέ χαρά καί μέ τά δυό μου χέρια». Γράφει ὁ Ἅγ. Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης: «Γιά ποιό λόγο ἐνῶ ἡ πορνεία εἶναι μεγαλύτερη ἁμαρτία ἀπ᾽ τή βλασφημία τῶν αἱρετικῶν, ὅταν ἐπιστρέψουν καί οἱ δύο σέ μετάνοια, τόν μέν αἱρετικό ἡ Ἐκκλησία τόν δέχεται ἀμέσως σέ κοινωνία, ἐνῶ τόν πόρνο τόν ἀφορίζει ἀπ᾽ τήν Ἐκκλησία γιά κάποιο χρονικό διάστημα; Ἀπάντησι Ἐπειδή ἡ μέν πορνεία εἶναι ἑκούσια, ἐνῶ τό ἁμάρτημα τοῦ αἱρετικοῦ ὀφείλεται σέ ἄγνοια. Ἡ διάκρισι αὐτή γίνεται μέ σκοπό καί τούς αἱρετικούς νά τούς κάνη προθυμοτέρους στό νά ἐπιστρέψουν, καί τούς πόρνους, νά τούς κάνη ἄτολμους πρός τήν ἁμαρτία». Ἔλεγε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Μεγάλος: «Ὀφείλουμε ὅσο μακρυά κι ἄν βρίσκεται ὁ πλησίον [μέ τόν ὁποῖο ἔχουμε διχόνοια] κι ὅσο μεγάλη ἀπόστασι κι ἄν μᾶς χωρίζη, νά πᾶμε νοερῶς σέ αὐτόν καί νά ρίξουμε τήν ψυχή μας στά πόδια του, νά τόν καταπραΰνουμε μέ τήν ταπείνωσι καί τήν καλή μας θέλησι, κι ἔτσι ὁ Κτίστης μας βλέποντας τέτοια πρόθεσι στό πνεῦμα μας, μᾶς λύει ἀπό τό ἁμάρτημα λαμβάνοντας τό Δῶρο γιά τήν ἐξαγορά τοῦ παραπτώματος». «Γιά τή νηστεία νά μή στενοχωριέσαι, ὅπως ἤδη σοῦ εἶπα, γιατί δέν ἀπαιτεῖ ὁ Θεός ἀπό κανέναν τίποτε παραπάνω ἀπό τή δύναμί του. Διότι τί εἶναι νηστεία; Δέν εἶναι ἡ παιδεία πού γίνεται στό σῶμα, γιά νά ὑποταχθῆ, ἄν εἶναι ὑγιές καί νά ἐξασθενήση ὡς πρός τά πάθη; Διότι λέει, “ὅταν ἀσθενῶ, τότε εἶμαι δυνατός”(Β´ Κορ 12, 10). Πράγματι, ἡ ἀσθένεια εἶναι πιό καρποφόρα καί ἀπό τήν παιδεία πού γίνεται μέ τή νηστεία καί ὑπολογίζεται περισσότερο καί ἀπό τήν ἄσκησι σ᾽ αὐτόν πού τή σηκώνει μέ ὑπομονή καί εὐχαριστεῖ τό Θεό. Διότι ὁ ἀσθενής τρυγᾶ καρπούς σωτηρίας, κάνοντας ὑπομονή στήν ἀρρώστια του. Ἀντί λοιπόν νά ἀγωνίζεσαι νά ἐξασθενήσης τό σῶμα σου μέ τή νηστεία, μόνο του μέ τήν ἀρρώστια ἐξασθενεῖ. Εὐχαρίστησε τό Θεό πού ἀπαλλάχθηκες ἀπό τόν κόπο τῆς ἀσκήσεως. Γι᾽ αὐτό ἄν φᾶς, καί δέκα φορές τήν ἡμέρα, μή λυπηθῆς. Δέν θά κατακριθῆς, διότι δέν γίνεται ἀπό ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, οὔτε ἀπό ἀκηδία, ἀλλά γίνεται πρός δοκιμασία καί ὠφέλεια ψυχῆς». Κάτι ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσ. Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Ἡ ἀνεπιείκειά του ἐμφανιζόταν πολύ συχνά ὅταν ἐπρόκειτο γιά τό κάπνισμα τῶν νέων τότε σπουδαστῶν, κάτι πού ἦταν ἀνεπίτρεπτο στή θεολογία. Σέ αὐτές τότε ἔλεγε: “Δέν μπορῶ νά διανοηθῶ τόν ἀπόστολο Παῦλο μέ ἕνα τσιγάρο στό στόμα”». Ἔλεγε ὁ π. Ἀρσένιος Μπόκα: «Ἐσεῖς εἶσθε οἱ χριστοφόροι πού κοινωνεῖτε τό Χριστό καί Τόν ἔχετε πάντοτε μέσα σας; Καί πῶς βάζετε στό Χριστό, πού μόλις πρό ὀλίγου μεταλάβατε, τσιγάρο στό στόμα…; Φωτιά δίνετε στό Χριστό, φωτιά θά σᾶς δώση καί θά σᾶς κάψη καί Ἐκεῖνος!». «Νά τόν βοηθήσω στήν κλίσι του… Μά, θέλει ἐπιστήμων γιατρός; Νά γίνη ἕνας καλός ἐπιστήμων· ὁ,τιδήποτε. Θέλει ἁγιογραφία, ἔχει κλίσι; νά γίνη ἕνας εὐλαβής ἁγιογράφος μέ φόβο Θεοῦ· νά κάνη εἰκόνες, πού νά κάνουν θαύματα. Λοιπόν, θέλει νά γίνη ἔγγαμος ἱερεύς; Ἡ χαρά μου, νά γίνη ἔγγαμος ἱερεύς νά βοηθηθῆ. Θέλει ἄγαμος; Νά γίνη ἄγαμος. Θέλει μοναχός; Θέλει ἡσυχαστής; Ὁ καθένας μέ τήν κλίσι τήν ὁποία ἔχει νά βοηθηθῆ ἀνάλογα. Ἀλλά, βλέπεις, στό ἴδιο τό καλούπι μας, πᾶμε νά φτιάξουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τούς βασανίζουμε, γιατί κάνουν πράγματα ἀντίθετα, ἀπ᾽ ὅ,τι μποροῦν νά κάνουνε». «Κάποτε τόν ρώτησαν [τόν π. Παΐσιο]: “Γέροντα, ὅταν βλέπω σέ κάποιον ἕνα πάθος, τί νά κάνω; Νά προσπαθῶ νά τό βλέπω μέ καλό λογισμό σάν ἀρετή γιά νά μήν τόν κατακρίνω;” καί ἀπάντησε: “Ὄχι, νά τό βλέπης ὅπως εἶναι, νά λές [μέσα σου] ὅτι ὁ τάδε εἶναι αὐτό καί αὐτό, ἀλλά νά τοῦ δίνης ἐλαφρυντικά. Νά λές ὅτι ἐγώ εἶμαι χειρότερος ἀπό αὐτόν, γιατί αὐτός δέν βοηθήθηκε. Ἄν εἶχε βοηθηθῆ, θά ἔκανε θαύματα”». Ὁ Ἅγ. Δημήτριος τοῦ Ροστώφ ἔλεγε: «Συμβαίνει κάποτε νά ἔρχωνται λογισμοί ἀπιστίας ἤ βλασφημίας κατά τοῦ Θεοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἤ τῶν ἁγίων. Καμμιά φορά, ἀντικρύζοντας τά ἄχραντα καί θεῖα Μυστήρια ἤ τίς ἅγιες εἰκόνες, πέφτουν ἐπάνω σου σάν μαῦρο σύννεφο βλάσφημες σκέψεις. Περιφρόνησε αὐτούς τούς λογισμούς. Ἀδιαφόρησε. Μήν ἀνησυχῆς καί μή θλίβεσαι, γιατί ἔτσι χαροποιεῖς τό διάβολο. Τοῦ ἀρκεῖ νά σέ βλέπη θλιμμμένο καί συγχυσμένο, ἄν δέν κατορθώση κάτι χειρότερο. Θά ἐπαυξήση τότε τούς λογισμούς σου, γιά νά ἐξουδενώση τελείως τή συνείδησί σου. Ὅταν ὅμως σέ δῆ νά περιφρονῆς τούς βλάσφημους λογισμούς, θά ἀπομακρυνθῆ ντροπιασμένος». «Πνευματικός ἐνάρετος ἀπ᾽ τόν κόσμο ἀντιμετώπισε τόν ἑξῆς πειρασμό: Κάποια γυναῖκα τοῦ ζήτησε νά ἔχουν σαρκικές σχέσεις. Ἄν ἀρνιόταν, τόν προειδοποίησε ὅτι θά αὐτοκτονήση. Ὁ Πνευματικός ἠθικότατος καί θεοφοβούμενος, ἀφοῦ ἀπέτυχε νά τήν πείση λογικά, εἶπε ὅτι θά τό σκεφθῆ, γιά νά κερδίση χρόνο, καί ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος νά δῆ τό Γέροντα Παΐσιο. Φοβόταν μήπως, χωρίς νά τό θέλη, γίνη αἴτιος αὐτοκτονίας. Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: “Νά τῆς πῆς νά πάη νά αὐτοκτονήση. Αὐτή μόνο πού σκέφθηκε αὐτό τό πρᾶγμα, ἤδη ἔχει αὐτοκτονήσει πνευματικά”. Ὁ Γέροντας διέκρινε ὅτι δέν θά αὐτοκτονοῦσε καί τό ἔλεγε μόνο γιά ἐκβιασμό. Ὅταν ὁ Πνευματικός τῆς μετέφερε τά λόγια τοῦ Γέροντα, ἔφυγε ταπεινωμένη καί φυσικά δέν αὐτοκτόνησε». Ἀναφέρει ὁ Ρουμάνος Γέροντας π. Ἀρσένιος: «Σέ περίπτωσι διαφωνίας μεταξύ συζύγων τί μποροῦμε νά κάνουμε; Συνάντησα μιά περίπτωσι: Ἕνας νέος μοῦ εἶπε ὅτι ἡ γυναῖκα του τοῦ κάνει μαγεῖες, τοῦ βάζει τοξικές οὐσίες στό φαγητό, λέει ὅτι δέν μπορεῖ νά ζήση μαζί του κι ὅμως περιμένουν νά γεννηθῆ τό πρῶτο τους παιδί. Ἀγαπητέ μου, τήν ὑποφέρει μέχρι νά βρῆ μιά εὔλογη ἀφορμή γιά χωρισμό. Πρέπει νά τήν ἀνέχεται ὅσο τό σκοινί πάει μακρύτερα. Καί εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Πάντως ὑπάρχουν τέσσερεις περιπτώσεις διαζυγίου: Ἐάν πρόκηται γιά περίπτωσι μοιχείας, ὅπως μᾶς λέη ὁ Σωτήρ. Στήν περίπτωσι αὐτή, ἐάν ὁ ἕνας συγχωρῆ τήν πτῶσι τοῦ ἄλλου καί μετανοήση ὁ πταίσας, τότε μποροῦν νά συμβιοῦν. Ἐάν ὁ ἕνας θέλη νά σκοτώση τόν ἄλλο καί διαισθάνεται ὅτι θέλει νά τόν (τήν) σκοτώση εἴτε μέ δηλητηρίασι, εἴτε μέ τουφεκισμό. Τότε πρέπει νά χωρίζουν, παρά νά γίνη ἔγκλημα. Ἐάν ἕνας ἀπό τούς δύο ἔπεσε σέ αἵρεσι καί μέ τή βία προσπαθῆ νά παρασύρη καί τόν ἄλλο. Ὁ ἄλλος ἐπιτρέπεται νά χωρίζη παρά νά πέφτη στό ἀνάθεμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν ἀναχωρῆ στό μοναστήρι, ἀλλά μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ ἄλλου συζύγου καί μέ κανονικό διαζύγιο».