Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν
«Ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Βοστρηνός, ρώτησε τούς δαίμονες:
—Ποιά πράγματα φοβᾶσθε ἀπό τούς Χριστιανούς;
Τοῦ λένε ἐκεῖνοι:
—Ὄντως ἔχετε τρία πράγματα μεγάλα· ἕνα πού τό φορᾶτε στό λαιμό σας, ἕνα πού λούζεσθε στήν ἐκκλησία καί ἕνα πού τρῶτε στή σύναξι.
Κατάλαβε, βέβαια, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης, ὅτι ἐννοοῦν τόν τίμιο σταυρό, τό ἅγιο βάπτισμα καί τήν ἁγία κοινωνία, καί τούς ξαναρώτησε: —Ἀπό αὐτά τώρα τά τρία πράγματα, ποιό φοβᾶσθε περισσότερο; Τότε ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίθηκαν: —Πράγματι, ἄν φυλάγατε καλά αὐτό πού μεταλαβαίνετε, κανένας ἀπό μᾶς δέν θά μποροῦσε νά κάνη κακό σέ Χριστιανό. Δοξάζοντας τό Θεό γιά τά λεχθέντα ὁ εὐσεβής Ἰωάννης, πάλι τούς ρώτησε: —Ποιά πίστι ἀγαπᾶτε ἀπό ὅλες αὐτές πού ὑπάρχουν στόν κόσμο σήμερα; Τοῦ λένε: —Αὐτῶν πού δέν ἔχουν κανένα ἀπό τά τρία πράγματα τά ὁποῖα σοῦ εἴπαμε, οὔτε ὁμολογοῦν Θεό ἤ Υἱό Θεοῦ τό γιό τῆς Μαρίας. Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰωάννης καί εἶπε: —Καί πῶς ἐσεῖς τόν ὁμολογήσατε Υἱό Θεοῦ ὅταν τοῦ φωνάζατε, “Τί ἔχουμε κοινό μ᾽ ἐσένα, Υἱέ τοῦ Θεοῦ;”(Μθ 8, 29). Σώπασαν τότε γιά λίγο καί τοῦ εἶπαν: —Χωρίς νά μᾶς ἀρέση ἤ νά τό θέλουμε, ἀλλά ἐπειδή μᾶς ἀνάγκαζε ἡ δύναμί του, φωνάξαμε ὅτι εἶναι ΥἱΌΣ τοῦ Ὑψίστου, γιά νά ντροπιασθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι πού ἔλεγαν βλασφημίες εἰς βάρος του καί τόν ἀποκαλοῦσαν ἄνομο»(ΑΣ, 69).
Σέ τέτοιους Ἰουδαίους ἀναφέρεται σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατηγορώντας τούς Γαλάτες ὅτι τούς ἄκουγαν καί περιτέμνονταν ἐνῶ εἶχαν γίνει Χριστιανοί. Καί συνεχίζει λέγοντας: «᾽Εμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν (=Ἄς μήν καυχῶμαι παρά γιά) τό Σταυρό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»(Γαλ 6, 14). Εὐκαιρία, λοιπόν, εἶναι νά δοῦμε πῶς ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία συνέδεε τήν περιτομή μέ τό Βάπτισμα καί τήν ταφή καί τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μας. Κατ᾽ ἀρχήν λέει στούς Κολασσαεῖς: «Ἐν ᾧ καί περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καί συνηγέρθητε διά τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτόν ἐκ τῶν νεκρῶν»(Κολ 2, 11-12). Διά τοῦ Χριστοῦ περιτμηθήκατε περιτομή ἀχειροποίητη μέ τήν ἀποβολή ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Θαφτήκατε μαζί Του κατά τό Βάπτισμα καί ἀναστηθήκατε μαζί Του. Τά ἴδια λέει καί στούς Ρωμαίους: «εἰς τόν θάνατον Αὐτοῦ βαπτιζόμεθα»(Ρμ 6, 3), «Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον (=συνταφήκαμε μαζύ Του στό θάνατο διά τοῦ βαπτίσματος), ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν»(Ρμ 6, 4)· νά ζήσουμε τήν καινούργια Ζωή τῆς ἁγιότητος. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συσχετίζει τό νερό τοῦ Κατακλυσμοῦ μέ τό βάπτισμα: “Ὅ ἀντίτυπον νῦν καί ἡμᾶς σῴζει βάπτισμα, οὐ σαρκός ἀπόθεσις ῥύπου, ἀλλά συνειδήσεως ἀγαθῆς ἐπερώτημα εἰς Θεόν, δι᾽ ἀναστάσεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ”(Α´ Πέτρ 3, 21)· ὡς πραγματοποίησι τοῦ τύπου μᾶς σώζει τό βάπτισμα τό ὁποῖο εἶναι ὄχι καθαρισμός τοῦ σώματος, ἀλλά ὑπόθεσι συνειδήσεως ἀγαθῆς καθιστώντας την τέτοια μέ τήν Ἀνάστασι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό πρέπει ὁ βαπτισθησόμενος νά πορεύεται στό βάπτισμα μέ τήν ἀπόφασι νά ὑποστῆ τήν ἀχειροποίητη Περιτομή, νά ταφῆ μέ τό Χριστό καί ν᾽ ἀναστηθῆ μαζί Του. Γι᾽ αὐτό καί: «Ὅταν πήγαιναν στό στάρετς Μπόρις Χόλτσεφ νά βαπτισθοῦν, ἐκεῖνος τούς ρωτοῦσε τί προσδοκοῦν ἀπό τό βάπτισμα. Ποτέ, ὅμως, δέν ἄκουγε σωστή ἀπάντησι. Μερικοί τοῦ ἔλεγαν “ἔτσι, γιά νά εἴμαστε βαπτισμένοι”, ἄλλοι “γιά νά ἔχουμε καλή ὑγεία”, ἄλλοι “γιατί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶναι καλό”! Ὁ στάρετς τούς ἔλεγε κατηγορηματικά: “Οἱ ἀπαντήσεις σας αὐτές, δέν σημαίνουν τίποτε. Εἶναι τό ἴδιο, σάν νά λέη κάποιος: ῾Πηγαίνω στήν Τασκένδη, γιά νά εἶμαι στήν Τασκένδη᾽! Τήν πίστι μπορεῖ νά τήν ἔχη κι ἕνας ἀβάπτιστος. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν πιστεύει —ἐκτός, φυσικά, ἀπό τά βρέφη— δέν μπορεῖ νά δεχθῆ τή βάπτισι. Πρῶτα πρέπει νά πιστεύετε κι ὕστερα νά βαπτίζεσθε. Ἔρχονται πολλοί νά τούς βαπτίσω, δίχως καμμιά προετοιμασία. Νομίζουν ὅτι θά τούς βάλω στό νερό κι ὅλα τελείωσαν! Ἔτσι ἁπλᾶ! Ἀδελφοί μου, ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά πετύχουν στίς εἰσαγωγικές ἐξετάσεις γιά τό πανεπιστήμιο, πηγαίνουν ἀπροετοίμαστοι; Ἤ, τό ἀντίθετο, προσέρχονται ἄριστα προετοιμασμένοι; Μέ τό βάπτισμα γινόμαστε, δυνάμει, πολίτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ πρίγκιπας Βλαδίμηρος πού βάπτισε τούς Ρώσους εἰδωλολάτρες, ἔλεγε: ῾Μέ τή βάπτισι προσεγγίζουμε τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Πρίν βαπτισθῶ, ἤμουν τυφλός καί τώρα εἶδα τό φῶς τό ἀληθινό!᾽”»(ΑΑ, 65). Μακάριοι ὅσοι τά ἐνστερνίζονται αὐτά. «Τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος (εὐλογημένος), τώρα εἶναι ἐποχή σωτηρίας». Ὁ Κύριος μας ἀπευθύνει καθημερινά πρόσκλησι σωτηρίας σ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τρισευτυχισμένοι ὅσοι Τόν ἀκολουθήσουν, Τόν πλησιάσουν καί δεχθοῦν τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν τους καί τήν πλούσια χάρι Του. Ἀλλοίμονο, ὅμως, ἄν πισωγυρίσουν· ὁ Κύριος μπορεῖ νά μήν τούς ξανακαλέση. Βέβαια, ἡ προσέλευσι πρέπει νά εἶναι ὁλόκαρδη καί ἀποφασιστική, γι᾽ αὐτό καί οἱ Ἱερεῖς δοκιμάζουν τόν προσερχόμενο ἄν ἀπό καρδίας ἐπιθυμῆ τό Θεό. «Κάποτε ὁ ἐπιστάτης κάποιων ἔργων ἄκουγε συχνά τό Εὐαγγέλιο, ἀλλ᾽ ἦταν τρομερά ἀνήσυχος ἀπ᾽ τό φόβο πώς δέν θά τά κατάφερνε τελικά νά ἔλθη στό Χριστό. Κάποια μέρα ὁ καλός του κύριος τοῦ ἔστειλε ἕνα σημείωμα, ζητώντας τον στίς δουλειές, μέ τά λόγια τοῦτα: “Μετά τήν δουλειά ἔλα στό σπίτι μου ἀμέσως”. Ὁ ἐπιστάτης ἐμφανίσθηκε στήν πόρτα τοῦ κυρίου καί ὁ κύριος βγῆκε ἔξω καί τοῦ εἶπε σ᾽ ἕνα τόνο τραχύ: —Τί θέλεις, Γιάννη, κι ἦλθες νά μέ ἀνησυχήσης τέτοια ὥρα; Ἡ δουλειά τελείωσε. Μέ τί δικαίωμα στέκεσαι ἐδῶ; —Κύριε, εἶπε αὐτός, εἶχα ἕνα σημείωμά σας, πού μοῦ ἔλεγε πώς θά ἔπρεπε νά ἔλθω ἀμέσως μετά τή δουλειά. —Θέλεις νά πῆς πώς μόνο γιατί εἶχες ἕνα σημείωμά μου ἦλθες στό σπίτι μου καί μέ ἀπασχολεῖς ἀπ᾽ τήν ἐργασία μου; —Λοιπόν, κύριε, δέν σᾶς καταλαβαίνω, ἀπάντησε ὁ ἐπιστάτης. Μοῦ φαίνεται, ὅμως, πώς μιά καί μέ καλέσατε εἶχα κάθε λόγο νά ἔλθω. —Πέρασε μέσα, Γιάννη, εἶπε τότε ὁ κύριός του, ἔχω μιά ἄλλη εἴδησι, τήν ὁποία θέλω νά σοῦ διαβάσω καί ἀφοῦ κάθησε τοῦ διάβασε τοῦτα τά λόγια. “Ἔλθετε πρός Ἐμένα, ὅλοι οἱ κουρασμένοι καί φορτωμένοι καί ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω”(Μθ 11, 28). Ἔχεις τήν ἰδέα πώς ἔπειτα ἀπό μιά τέτοια ἀγγελία ἀπ᾽ τό Χριστό θά ἔκανες λάθος ἄν ἐρχόσουν μέ τήν πίστι σ᾽ Αὐτόν; Ὁ καϋμένος ὁ ἄνθρωπος κατάλαβε τό πρᾶγμα διά μιᾶς καί πίστεψε στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ»(CS, 106). Γι᾽ αὐτό κάποιος συμβουλεύει: «Ἄν θέλης νά εἶσαι προετοιμασμένος γιά τό μέλλον ἀξιοποίησε τό παρόν. Θά ἐξαρτᾶσαι λιγότερο ἀπό τό αὔριο, ἄν ἀντλήσης ὅσο περισσότερα μπορεῖς ἀπό τό σήμερα». Τό μέλλον ἀναφέρεται στή Β´ Παρουσία, ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τή σημερινή μας ἀποδοχή, ἄν δεχθοῦμε τό Χριστό καί μποῦμε ἀπό τώρα στήν ἐπί γῆς Βασιλεία Του κι ἔτσι στή μελλοντική ἐπουράνιά Του. Ὁ διάβολος στήν ἀρχή τῆς ἐπιστροφῆς μας προσπαθεῖ νά μᾶς πελαγώση μέ τήν πληθώρα τῶν ἐντολῶν καί τῶν διαδικασιῶν. Δόξα τῷ Θεῷ πού μᾶς ἔδωσε τούς Ἱερεῖς κι ἔτσι εὔκολα, ἀκολουθώντας τους, μποροῦμε νά πεζοποροῦμε. Ὁ π. Αἰμιλιανός δίνει ἕνα ὡραῖο παράδειγμα γιά νά τό κατανοήσουμε αὐτό: «Ἄμα σοῦ κάνουν σχέδια ἀρχιτεκτονικά, τά πελαγώνεις. —Μή στενοχωριέσαι, σοῦ λέει ὁ μηχανικός. Ἀγόρασε ἐσύ τοῦβλα, τσιμέντα τόσα τσουβάλια, ἀγόρασε ἀσβέστη καί ἐγώ θά τά κάνω. —Ἄ, ἔτσι πές μου, χριστιανέ μου, λές, κατάλαβα τώρα. Θά πάρω τό φορτηγό νά πάω νά τά ἀγοράσω αὐτά πού θέλεις. Ἔτσι. Νά κοιτάξουμε τά τοῦβλα, τά τσιμέντα, ξέρω καί ἐγώ τί εἶναι αὐτά πού θά μᾶς ποῦν»(ΖΠ, 270), καί ἐντάξει ὁ οἶκος μας· ὁ οἰκονόμος τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ θά ἀναλάβη τά ὑπόλοιπα. Θά πρέπη, ὅμως, ἀπό τήν πλευρά μας νά μήν ἀναβάλλουμε. Κι ὁ Θεός πάντα στέλνει κάποιον νά μᾶς ὁδηγήση στό ἰατρεῖο Του, ὅπως τόν 5χρονο Ρόκι γιά τή μητέρα του: «“Τό φορτηγάκι κατρακύλησε στό γκρεμό, ἕξι μέτρα ὕψος. Μέ τό κτύπημα πού ἔκανε κάτω, ὁ Ρόκι ξύπνησε. —Τί ἔγινε μαμά;, ρώτησε. Οἱ ρόδες μας βλέπουν πρός τόν οὐρανό. Ἡ Κέλι εἶχε τυφλωθῆ ἀπό τό αἷμα. Ὁ μοχλός τῶν ταχυτήτων τήν εἶχε κτυπήσει στό πρόσωπο καί τῆς τό ἔσκισε ἀπό τό χεῖλος μέχρι τό μέτωπο. Τά οὖλα της ἦταν ἐπίσης σχισμένα, τά μάγουλά της κατακρεουργημένα, οἱ ὦμοι της σπασμένοι. —Θά σέ βγάλω ἀπό ἐδῶ, μαμά, τῆς εἶπε ἀποφασιστικά ὁ Ρόκι πού, σάν ἀπό θαῦμα, δέν εἶχε τραυματισθῆ. Προσπάθησε νά σύρη τή μητέρα του ἔξω. Ἀλλά ἐκείνη δέν κινήθηκε. —Ἄφησέ με νά κοιμηθῶ, μουρμούρισε ἡ Κέλι πού ἔχανε καί ξανάβρισκε τίς αἰσθήσεις της. —Ὄχι, μαμά, ἐπέμεινε ὁ Ρόκι. Δέν πρέπει νά κοιμηθῆς. Ὁ Ρόκι ξαναμπῆκε στό αὐτοκίνητο καί κατάφερε νά βγάλη τή μητέρα του ἔξω. Μετά τῆς εἶπε ὅτι θά ἀνέβαινε στό δρόμο, γιά νά σταματήση κανένα ὄχημα γιά βοήθεια. Ἀνησυχώντας πώς κανείς δέν θά ἔβλεπε ἕνα μικρό ἀγόρι μέσα στό σκοτάδι, ἡ Κέλι ἀρνήθηκε νά τόν ἀφήση νά πάη μόνος. Ἔτσι βάλθηκαν νά σκαρφαλώνουν κι οἱ δύο τήν ὄχθη, μέ τό Ρόκι, ἕνα παιδί μέ εἴκοσι κιλά βάρος, νά προσπαθῆ ν᾽ ἀνεβάση τή μητέρα του πού ἦταν πενῆντα κιλά. Ἀνέβαιναν ἕρποντας, δύο-δύο ἑκατοστά. Ὁ πόνος ἦταν τόσο δυνατός, πού ἡ Κέλι ἦθελε νά ἐγκαταλείψη τήν προσπάθεια, ἀλλά ὁ Ρόκι δέν τήν ἄφηνε. Γιά νά παρακινήση τή μητέρα του νά προχωρήση, ὁ Ρόκι τῆς εἶπε νά σκεφθῆ ῾τό μικρό τραῖνο᾽, ἐκεῖνο τῆς παιδικῆς ἱστορίας Ἡ Μικρή Μηχανή πού Μποροῦσε, τό ὁποῖο κατάφερε ν᾽ ἀνέβη ἕνα πολύ ἀνηφορικό βουνό. Γιά νά τῆς τό θυμίζη, ὁ Ρόκι τῆς ἐπαναλάμβανε συνεχῶς τή σοφή φράσι τῆς ἱστορίας: ῾Ξέρω πώς μπορεῖς, ξέρω πώς μπορεῖς᾽. Τά κατάφεραν. Χρειάσθηκαν 8 ὧρες καί 344 ράμματα, γιά νά ἀποκατασταθῆ τό πρόσωπο τῆς Κέλι. Φαίνεται ὁλότελα διαφορετική σήμερα. ῾Εἶχα μακριά, ἴσια μύτη, λεπτά χείλη, ζυγωματικά πού προεξεῖχαν. Τώρα ἔχω κοντή μύτη, ἐπίπεδα μάγουλα καί πολύ γεμάτα χείλη᾽— ἀλλά ἔχει ἐλάχιστες ὁρατές οὐλές καί θεραπεύθηκε τελείως ἀπ᾽ τά τραύματά της”(Μichele Βorba)»(CH, 129). Λοιπόν, καί ὁ γιατρός περιμένει στό ἰατρεῖο, καί οἱ ἄνθρωποι πού θά μᾶς συμπαρασταθοῦν καί οἱ βοηθοί εἶναι στή θέσι τους. Ἐμεῖς; Ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε νά πορευθοῦμε γιά νά γιατρευθοῦμε. «Ὁ Παῦλος ἦταν ἄραγε σέ τέτοια ψυχική κατάστασι, ὥστε νά δῆ ὅραμα, δηλαδή, ὅραμα τοῦ Χριστοῦ; Ὅ,τι κυρίευε καί κατεῖχε τήν ψυχή του ἦταν ὁ θρίαμβος τοῦ Ἰεχωβᾶ [καί σάν τέτοιο θεωροῦσε μόνο τόν Πατέρα] καί ὁ ἀφανισμός τοῦ τελευταίου Χριστιανοῦ. Ἀλλά ὁ Χριστός, πρό πάντων ὁ ἀναστάς Χριστός, ἦταν μακριά ἀπό τό πνεῦμα αὐτό. Ἄν εἶχε ὅραμα θά ἔβλεπε τό Θεό νά τοῦ φανερώνεται μέ δόξα καί νά τόν ἐνθαρρύνη νά ὑπερασπίση μέχρι θανάτου τόν Ἰουδαϊσμό… Δέν μποροῦσε νά ἀντικειμενοποιήση ἰδέα (τήν ἰδέα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ), τήν ὁποία δέν εἶχε, ἤ ἰδέα, ἡ ὁποία ἐν πάςῃ περιπτώσει δέν ἀπορροφοῦσε τό πνεῦμα του ἔτσι, ὥστε νά τόν κάνη ὁραματιστή. Στόν Παῦλο, ὅπως καί σέ ὅλους τούς Ἰουδαίους, Μεσσίας σταυρωμένος ἦταν σκάνδαλο. Ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν καί δέν μποροῦσε νά εἶναι ὁ Μεσσίας· ὅσον ἀφορᾶ δέ στήν Ἀνάστασί Του, αὐτή θεωρεῖτο σάν ἁπλός μῦθος. Κατ᾽ ἀκολουθίαν δέν μποροῦσε νά ὑπάρχη στό Σαῦλο ἡ εἰκόνα ἤ ἡ ἀναπαράστασι τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ»(EP, 178). Γιά νά Τόν δῆ καί ν᾽ ἀλλάξη τή ζωή του σημαίνει ὅτι ἦταν πραγματικό περιστατικό. «Ποιά μποροῦσε νά εἶναι ἡ αἰτία πού τόν παρακίνησε στή μεταστροφή; Ἦταν ἄραγε ἡ ἐλπίδα νά αὐξήση τόν πλοῦτο του; Ἀλλά ἡ ἀναγκαία συνέπεια τῆς μεταβολῆς ἐκείνης ἦταν ὄχι μόνο στέρησι ὅλων του τῶν ὑπαρχόντων, ἀλλά καί κάθε ἐλπίδος ν᾽ ἀποκτήση ἄλλη περιουσία. Ἐκεῖνοι μέν τούς ὁποίους ἄφησε ἦταν αὐτοί πού μοίραζαν πλοῦτο, τιμή, ἐξουσία στήν Ἰουδαία· ἐκεῖνοι δέ πρός τούς ὁποίους ἐρχόταν ἦταν ἄνθρωποι ἄποροι, καταδυναστευόμενοι καί καταπιεζόμενοι σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε δέν μποροῦσαν μέ κανένα τρόπο νά βελτιώσουν τήν κατάστασί τους. Ἀπό αὐτούς δέ οἱ εὐπορότεροι μοιράζονταν ὅ,τι κι ἄν εἶχαν μέ τούς ἀδελφούς τους· ἀλλά καί μέ τή βοήθεια αὐτή μόλις ποριζόταν ἡ κοινότητα τά ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς… Ὅσον ἀφορᾶ δέ τή δόξα, καί αὐτή βρισκόταν ὅλη στήν τάξι τήν ὁποία ἐγκατέλειψε· ἡ δέ αἵρεσι τήν ὁποία ἐναγκαλιζόταν βρισκόταν στή μέγιστη καί καθολικότατη περιφρόνησι ἀπό κάθε ἄλλη τότε στόν κόσμο· οἱ κορυφαῖοι καί ὁδηγοί της ἦταν ἄνθρωποι ποταπότατου γένους καί ἀνατροφῆς καί τάξεως· δέν εἶχαν πρός σύστασί τους οὔτε ἕνα πλεονέκτημα παιδείας ἤ κάποιου ἄλλου ἀνθρώπινου προτερήματος. Τά δόγματα τά ὁποῖα δίδασκαν ἦταν ἀντίθετα μ᾽ ἐκεῖνα, τά ὁποῖα δίδασκαν οἱ θεωρούμενοι ὡς οἱ σοφότατοι καί πολυμαθέστατοι τοῦ ἔθνους. Τά δέ θαυματουργήματά τους ἀποδίδονταν εἴτε σέ μαγεία εἴτε σέ ἀπάτη. Καί ὁ ἴδιος δέ ὁ αὐτουργός καί ἡ κεφαλή τῆς πίστεώς τους εἶχε καταδικασθῆ ὡς κακοῦργος καί πέθανε πάνω στό σταυρό ἀνάμεσα σέ δύο ληστές. Μποροῦσε, λοιπόν, ὁ μαθητής τοῦ Γαμαλιήλ νά πιστέψη ὅτι θά ἀπολάμβανε ὑπόληψι ἤ δόξα μέ τό νά γίνη δάσκαλος σέ σχολεῖο ψαράδων; Μποροῦσε νά ἐλπίση ὅτι εἴτε ἐντός εἴτε ἐκτός τῆς Ἰουδαίας ἦταν δυνατόν νά προξενήσουν σ᾽ αὐτόν κάποια τιμή οἱ χριστιανικές διδασκαλίες; Ὄχι· γνώριζε ἄριστα ὅτι τό νά κηρύττη Χριστό ἐσταυρωμένο ἦταν “Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρία (ἀνοησία)”(Α´ Κορ 1, 23). Ἔπειτα βρῆκε ἐκ πείρας ὅτι σέ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου, περιφρόνησι ἦταν ἡ μερίδα ὅσων ἀσχολοῦνταν μέ τό κήρυγμα μυστηρίου τόσο ἀηδοῦς πρός ὅλα τά πάθη καί τίς ἡδονές τῶν ἀνθρώπων καί τόσο ἀσυμβίβαστου μέ τήν ὑψηλοφροσύνη τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ… Ἀλλά ἦταν ἄραγε ἔρωτας δυνάμεως; Δυνάμεως! Πάνω σέ ποιούς; Σέ ποίμνιο προβάτων πού σύρονταν στή σφαγή, τῶν ὁποίων καί ὁ ἴδιος ὁ ποιμένας εἶχε θανατωθῆ λίγο πρίν!… Μποροῦσε νά ἐλπίση αὐτός ἀπό τούς ἀρχιερεῖς καί τούς ἄρχοντες περισσότερη εὐσπλαγχνία ἀπ᾽ αὐτή τήν ὁποία εἶχαν δείξει ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ; Δέν ἦταν ἄραγε πιθανόν ὅτι ἡ ὀργή τους θά ἦταν ἀγριότερη κατά τοῦ ἀποστάτου καί προδότου τοῦ θρησκεύματός τους, παρά ἐναντίον κάποιου ἄλλου ἀποστόλου; Δύναμι πάνω σέ ἀνθρώπους τόσο εὐτελεῖς καί περιφρονημένους ἦταν ἄραγε ἄξια τόσο μεγάλου κινδύνου; Καί, ὅμως, θά ἔλεγε κανείς, ὑπάρχουν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τόσο πόθο δυνάμεως, ὥστε τήν κυνηγοῦν μέ ὁποιονδήποτε κίνδυνο, καί εὐαρεστοῦνται νά τήν ἀπολαμβάνουν, ἔστω καί πάνω στούς πιό εὐτελεῖς ἀνθρώπους. Ἄς δοῦμε, λοιπόν, ποιά δύναμι ἀπέκτησε ὁ Ἅγιος Παῦλος πάνω στούς χριστιανούς. Διεκδικοῦσε τάχα κάποια ὑπεροχή πάνω στούς ἄλλους Ἀποστόλους; Ὄχι· αὐτός ἀνακήρυττε τόν ἑαυτό του “ἐλάχιστο τῶν ἀποστόλων”(Α´ Κορ 15, 9), καί “τόν ἐλαχιστότερο πάντων τῶν ἁγίων”(Ἐφ 3, 8)… Ὅλη δέ ἡ ἐξουσία τήν ὁποία μεταχειριζόταν πάνω τους ἦταν καθαρά πνευματική, ἀποβλέπουσα σέ διδασκαλία καί οἰκοδομή τους, χωρίς καμμία ἀνάμιξι πολιτικῆς ἐξουσίας, ἀπό τήν ὁποία μόνο μποροῦσε νά κερδίση ἄνθρωπος ἀπατεώνας… Ἀλλά μπορεῖ νά πῆ κάποιος ὅτι ποθοῦσε τουλάχιστον ἀπόλυτη πνευματική δύναμι στίς ἐκκλησίες τίς ὁποῖες σχημάτιζε. Ἐγώ ἀπαντῶ ὅτι κήρυττε “Χριστόν ᾽Ιησοῦν, οὐχί ἑαυτόν”(Β´ Κορ 4, 5)· ὁ Χριστός ἦταν ἡ κεφαλή, αὐτός δέ διάκονος μόνο, καί ἔτσι παρίστανε τόν ἑαυτό του σ᾽ αὐτούς. Ὀνόμαζε ὅσους τόν βοηθοῦσαν στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, συνεργούς καί συνδούλους»(ΛΛ, 11). Συμπέρασμα: Ὁ Παῦλος εἶδε πραγματικά τό Χριστό ἀναστάντα, πίστεψε στή θεότητά Του καί Τόν ἀκολούθησε. Εὐτυχεῖς ὅσοι τόν μιμοῦνται. «Ἐδῶ καί λίγο καιρό, ὅταν μιλοῦσα σέ φοιτητές γιά τό πῶς πρέπει νά συζητοῦν μέ σκεπτικιστές, ἦταν μεταξύ τους ἕνας ἀπόφοιτος Ἀγγλικοῦ Πανεπιστημίου, πού εἶχε πέσει τέλεια στό σκεπτικισμό. Στό τέλος τῆς διαλέξεως ἦλθε καί μοῦ εἶπε: —Δέν θέλω νά φανῶ ἀγενής, κύριε, μά ἡ πεῖρα μου διαψεύδει ὅλα ὅσα μᾶς εἴπατε. Τόν ρώτησα ἄν εἶχε ἀκολουθήσει ὅσα ὑπέδειξα, χωρίς νά βρῆ φῶς. Εἶπε πώς τά εἶχε ἀκολουθήσει. Πῆγα στό διπλανό δωμάτιο κι ἔγραψα τήν παρακάτω ὑπόσχεσι: “Πιστεύω ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, καί μέ τοῦτο τό γραπτό τύπο παίρνω τό μέρος τοῦ καλοῦ, κι ὑπόσχομαι νά τό ἀκολουθήσω ὅπου κι ἄν μέ ὁδηγήση. Ὑπόσχομαι εἰλικρινά νά προσπαθήσω ν᾽ ἀνακαλύψω ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἄν κάποτε ἀνακαλύψω πώς ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ΥἱΌΣ τοῦ Θεοῦ, ὑπόσχομαι νά Τόν δεχθῶ γιά Σωτῆρα μου καί νά Τόν ὁμολογήσω σ᾽ ὅλο τόν κόσμο”. Τοῦ ἔδωσα τό χαρτί αὐτό καί τόν ρώτησα ἄν ἦταν πρόθυμος νά τό ὑπογράψη. —Βέβαια, μοῦ εἶπε, καί τό ὑπέγραψε. Ὕστερα τοῦ λέω: —Δέν ἔχεις ἀποδείξει ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, οὔτε ὅτι ὁ Θεός δέν ἀπαντᾶ στήν προσευχή. Ἐγώ ξέρω πώς ἀπαντᾶ, ἀλλά ἡ γνῶσι ἡ δική μου δέν σέ ὠφελεῖ σέ τίποτε. Νά ἕνας τρόπος ν᾽ ἀποκτήσης αὐτή τή γνῶσι. Ὑποσχέθηκες νά ἐρευνήσης εἰλικρινά γιά τήν ἀλήθεια. Ἀκολούθησε, λοιπόν, τούτη τή μέθοδο. Κάνε μιά ἁπλή προσευχή καί πές: “Ὥ, Θεέ, ἄν ὑπάρχης πραγματικά, καί ἀπαντᾶς σέ προσευχή, δεῖξε μου ἄν ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ΥἱΌΣ Σου, καί ἄν μοῦ δείξης πώς εἶναι, θά τόν δεχθῶ γιά Σωτῆρα μου καί θά Τόν ὁμολογήσω σ᾽ ὅλο τόν κόσμο”. Δέχθηκε νά τό κάνη. Τοῦ συνέστησα ἐπίσης νά πάρη τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καί νά διαβάζη ἀπ᾽ αὐτό κάθε μέρα, καί κάθε φορά πρίν τό διαβάζη νά ζητᾶ ἀπό τό Θεό νά τοῦ δώση φῶς. Δέχθηκε νά κάνη κι αὐτό, ἀλλά μοῦ εἶπε: —Δέν πιστεύω νά βγῆ τίποτε. Ἔπειτα ἀπό λίγο καιρό, τόν συνάντησα πάλι, καί μοῦ λέει: —Κάτι ἀρχίζει νά βγαίνη. —Τό ἤξερα, τοῦ λέω. Συνεχίζοντας, μοῦ εἶπε πώς τοῦ φαινόταν σάν νά τόν εἶχε ἁρπάξει ὁ Νιαγάρας καί τόν παράσερνε. Δέν πάει πολύς καιρός πού τόν συνάντησα πάλι καί μοῦ εἶπε ὅτι δέν μποροῦσε νά καταλάβη πῶς εἶχε τόσο καιρό τυφλωθῆ καί πῶς εἶχε ἀκολουθήσει τέτοιες ἰδέες, πού παληά εἶχε δεχθῆ καί πού τοῦ φαίνονταν τώρα ἀπόλυτα μωρές. Τοῦ ἀπάντησα ὅτι θά βρῆ τήν ἐξήγησι στή Βίβλο: “Ὁ φυσικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ”(Α´ Κορ 2, 14), μά ὅτι τώρα πού εἶχε βάλει τόν ἐαυτό του στήν ὀρθή θέσι ἀπέναντι στό Θεό καί τήν ἀλήθεια, τοῦ φαίνονταν ὅλα σαφῆ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, πού μέ διαβεβαίωσε ὅτι ἦταν “διαφορετικός ἀπό τόν συνήθη τύπο” κι ὅτι μέθοδοι πού ἐπηρεάζουν ἄλλους, αὐτόν τόν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο, ὅταν πῆρε τήν ὀρθή θέσι ἀπέναντι στό Θεό, ἦλθε καί σέ θέσι νά πάρη τήν ἄμεση μαρτυρία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ὅτι ἡ Βίβλος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο μπορεῖ νά γίνη καί σ᾽ ὁποιονδήποτε ἄλλον»(RT, 18). Ἡ δεύτερη περίπτωσι ἀφορᾶ τόν κ. Παναγόπουλο, λαϊκό ἱεροκήρυκα: «Κάποια μέρα ἐπισκέφθηκε τό Λεπροκομεῖο. Πηγαίνοντας ἀπό ἀσθενῆ σέ ἀσθενῆ, ἔλεγε λίγα λόγια καί ἔδινε καί κάτι. Παράλληλα, ὅμως, ἄφηνε καί ἀπό ἕνα βιβλίο του. Ἕνας ἀσθενής, παίρνοντας, τά δῶρα του, εἶδε καί τό βιβλίο “Περί Μετανοίας”…, ἐνοχλήθηκε, καί μέ ὕφος θυμωμένο λέει: —Δέν μοῦ χρειάζεται αὐτό. Πάρτο πίσω. Ὁ Παναγόπουλος μέ καλωσύνη καί πραότητα, τοῦ ἀπαντᾶ: —Ἀφοῦ δέν σοῦ χρειάζεται, πέταξέ το ἤ δῶσε το σέ κανένα ἄλλο. Ἐγώ δέν μπορῶ νά τό ξαναπάρω. Καί ἀμέσως ἔφυγε. Μετά ἀπό μερικούς μῆνες ξαναπῆγε, ἔδινε πάλι τά δῶρα του κλπ.. Φεύγοντας ἀπό ἕνα θάλαμο, τοῦ φωνάζει κάποιος: —Κύριε Παναγόπουλε, σᾶς θέλω. Ὅταν πλησίασε κοντά του, ἐκεῖνος συνεχίζει: —Περίμενα νά μέ ρωτήσετε τί ἔκανα τό βιβλίο τό ὁποῖο μοῦ δώσατε τήν προηγούμενη φορά, ἀλλά ἀφοῦ δέν μέ ρωτᾶτε ἐσεῖς, θά σᾶς πῶ ἐγώ. Μόλις φύγατε, τό πῆρα νά τό δώσω κάπου ἀλλοῦ ἤ νά τό πετάξω. Αἰσθανόμουν πολύ ἄσχημα ἀπέναντί σας, ἐπειδή νόμιζα ὅτι μέ εἴχατε προσβάλει μέ αὐτό τό βιβλίο. Παράλληλα, ὅμως, ἡ ἐμφανής καλωσύνη σας καί ἡ πραότητά σας, μοῦ ὑπεδείκνυαν νά τό διαβάσω καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά τό κάνω. Δέν σᾶς λέω πολλά, κύριε Παναγόπουλε, εὐεργέτα μου· δεχθῆτε μόνο ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Δοξάζω τό Θεό ὅλη τήν ὥρα, πού μ᾽ ἔστειλε ἐδῶ μέσα καί Τόν βρῆκα! Μακάρι νά μή ξαναβγῶ ποτέ ἔξω, μή τυχόν καί Τόν ἀρνηθῶ πάλι. Δόξα τῷ Θεῷ! Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἐξομολόγησι”»(ΓΒ, 95). Ὁ Ἀπ. Παῦλος στό σημερινό ἀνάγνωσμα μᾶς τονίζει ὅτι στά μάτια τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχουν σημασία οἱ φυλετικές διαφορές, διότι ὁ Κύριος εἶναι γιά ὅλους. Ἄς μεταφερθοῦμε στή μακρυνή Κορέα γιά νά δοῦμε πῶς ὁ Κύριος κάλεσε στή σωτηρία κάποιο Κορεάτη. «Ἀπόγευμα τῆς 15ΗΣ Αὐγούστου στή Σεούλ. Κάποιος κτυπᾶ τήν πόρτα στήν κατοικία τοῦ ἱερέως. Εἶναι ἕνας Ὀρθόδοξος φοιτητής καί ἡ κατηχήτρια ἀδελφή του. Ταραγμένοι καί οἱ δύο. —Πάτερ, ὁ πατέρας μας χειρουργεῖται. Ἔπαθε κρίσι. Ἐμεῖς δέν ξέρουμε τί ἔχει. Οἱ γιατροί εἶπαν, ὅτι ἴσως δέν βγῆ ζωντανός ἀπό τό χειρουργεῖο. Τό πρόβλημα τῆς οἰκογενείας τό γνώριζε καλά ὁ ἱερεύς. Τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου τά τρία μεγαλύτερα παιδιά εἶχαν ἀπό χρόνια δεχθῆ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἀκολούθησαν στό δρόμο τῆς πίστεως καί ἡ καλή τους μητέρα μέ τό μικρότερο γιό. Μέ θαυμαστή συνέπεια καί ἐνθουσιασμό ὅλοι τους ζοῦσαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στήν ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ πατέρας δέν ἔμενε ἀδιάφορος. Ἔβλεπε τή χαρά πού μπῆκε στό σπιτικό του καθώς ἡ Χάρι τοῦ Κυρίου, μέςῳ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀναγεννοῦσε ἕνα-ἕνα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του. —Θά ἔλθω κι ἐγώ στήν Ἐκκλησία. Θέλω κι ἐγώ νά γνωρίσω τόν Ἀληθινό Θεό. Ἀλλά… ἀργότερα. Ἡ μητέρα καί τά παιδιά δέν ἔπαυαν νά προσεύχωνται γι᾽ αὐτόν. Ὁ μεγάλος γιός, ὁ φοιτητής, κάπου-κάπου τολμοῦσε νά πῆ: —Πατέρα, γιατί ὅλο ἀναβάλλεις; Ἔλα κι ἐσύ μαζί μέ ὅλους μας στήν Ἐκκλησία. —Ναί, ναί, βεβαίως θά ἔλθω. Ἀλλά… ἀργότερα. Σίγουρα πάλευε μέσα του. Συνέβη, μάλιστα, μερικές Κυριακές πρωΐ νά κινήση γιά τό Ναό. —Πηγαίνετε πρῶτα ἐσεῖς. Σέ λίγο θά ἔλθω κι ἐγώ. Καί πράγματι τό ἔκανε. Μά σάν σίμωνε στήν αὐλόπορτα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, γύριζε πίσω. Μετά τή Θ. Λειτουργία ἡ καλή του σύζυγος καί τά παιδιά γύριζαν στό σπίτι θλιμμένοι. —Ἦλθα. Ὥς τήν πόρτα. Ἦλθα, σᾶς λέω. Ἀλλά δέν μπόρεσα νά μπῶ μέσα… Εἶμαι τόσο ἁμαρτωλός. Αἰσθάνομαι φόβο νά μπῶ στό Ναό. Ἀργότερα…, ξανάλεγε. Καί νά τώρα πού ἔφθασε ἡ κρίσιμη ὥρα τῆς ἄλλης “πόρτας”, αὐτῆς πού χωρίζει τή ζωή ἀπό τό θάνατο. —Πάτερ, τούς τελευταίους μῆνες, διδάξαμε στά παιδιά τοῦ Κατηχητικοῦ θαύματα, πού ἔγιναν μέ τίς προσευχές τοῦ Ἀπ. Πέτρου, τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος… ἄρχισε νά ψιθυρίζη ἀνάμεσα ἀπό λυγμούς ἡ κατηχήτρια. Δέν χρειάσθηκε νά συνεχίση. Ἀντί νά πῆ λόγια ὁ ἱερεύς, ὁδήγησε τά ἀδέλφια μπρός στό μικρό του Προσευχητάριο. Γονατιστοί ὅλοι ἀναλύθηκαν σέ θερμή προσευχή. Ζήτησαν ἰδιαίτερα τίς πρεσβεῖες τῆς Μεγαλόχαρης. Αὐτή τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί σ᾽ ὅλη τή γῆ τιμοῦν τή μνήμη Της, δέν θά μποροῦσε μέ τή δική Της μεσιτεία νά γίνη καί στήν Κορέα ἕνα θαῦμα; Νά δοθῆ τουλάχιστον ὁ χρόνος σ᾽ αὐτό τόν ταλαιπωρημένο ἀπό τήν ἐνοχή ἄνθρωπο νά περάση τήν “Πύλη τῆς Σωτηρίας” μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα! Γαλήνεψαν τά δύο ἀδέλφια. Ὁ ἱερέας τούς ἔδωσε μύρο ἀπό τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆς. Σύμφώνησαν νά τόν ἐνημερώσουν γιά κάθε νεώτερο. —Καί νά μήν σταματήσετε οὔτε λεπτό τήν προσευχή, τούς συνέστησε καθώς ἔφευγαν.Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἱερέας. Ὥσπου κτύπησε τό τηλέφωνο. Μέ λυγμούς μίλησε ἡ κόρη: —Πάτερ, βγῆκε ζωντανός ἀπό τό χειρουργεῖο. Ἀλλά δέν συνέρχεται ἀπό τή νάρκωσι. Οἱ γιατροί μᾶς λένε ὅτι θά τελειώση ἡ ζωή του ἔτσι καθώς εἶναι ναρκωμένος. —Σταυρῶστε τον μέ τό μύρο τῆς Παναγίας. Ἔρχομαι ἀμέσως, εἶπε ὁ ἱερέας. Δέν πρόλαβε νά πάρη τά ἀπαραίτητα καί νά βγῆ ἀπό τήν πόρτα. Ξανά κτύπησε τό τηλέφωνο. Ἦταν ὁ μεγάλος γιός: —Συνῆλθε! Ὁ γιατρός τά ἔχασε. Μόλις ἔκαμα μέ τό μύρο τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ στό μέτωπό του, ἄνοιξε τά μάτια του. Ἡ μητέρα καί τά ἀδέλφια μου προσεύχονται γονατιστοί. Ἦλθαν κι ἄλλοι γιατροί νά δοῦν τί ἦταν αὐτό πού τοῦ ἔβαλα… Λίγο ἀργότερα σίμωνε στό κρεββάτι τοῦ ἀρρώστου ὁ ἱερέας. Ἐκεῖνος στηλώνοντας πάνω του τά θολά ἀπό τόν πόνο μάτια του, εἶπε: —Σερέ!… (δηλ. Βάπτισμα). —Πιστεύεις στόν Ἰησοῦ Χριστό; —Ναί, πιστεύω. Τόν ἀγαπῶ. Καί χαλαρώνοντας τά δάκτυλα τοῦ κατάστικτου καί μελανιασμένου ἀπό τούς ὀρούς χεριοῦ του, ἄφησε νά φανῆ ὁ Σταυρός, πού ἕνα ἀπό τά παιδιά τοῦ εἶχε δώσει νά κρατᾶ. Ἔλαμψε τό χλωμό πρόσωπο τῆς πιστῆς συζύγου, πλημμυρισμένο ἀπό δάκρυα καθώς ἦταν. Φωτίσθηκαν καί τά μάτια τῶν τεσσάρων παιδιῶν, πού χρόνια τώρα ἀγωνίζονταν μέ τίς προσευχές τους γιά νά φθάση αὐτή ἡ μεγάλη στιγμή. Τό Ἅγιο Βάπτισμα τελέσθηκε διά ραντισμοῦ, ἀλλά μέ κάθε λεπτομέρεια [εἶναι τό λεγόμενο κλινικῶν βάπτισμα]. Ὁ “δοῦλος τοῦ Θεοῦ Παναγιώτης” εἶχε τόση γαλήνη καί τέτοια συμμετοχή, πού ὁ ἱερεύς δέν βρέθηκε στήν ἀνάγκη νά κάνη καμμιά συντόμευσι τῆς καθιερωμένης Ἀκολουθίας. Συγκλονιστικές στιγμές! Ὁ μεγάλος γιός βοηθοῦσε τόν ἱερέα. Ἡ μητέρα καί τά ἄλλα παιδιά ἔκαναν χρέη ψάλτου. Μιά γαλήνη ἀπέραντη βασίλευε στό νοσοκομειακό δωμάτιο. Ἡ διακριτική εὐωδιά τοῦ λίγου λιβανιοῦ καί ἡ ἀναμμένη λαμπάδα διακήρυτταν τό συμβολικά μηνύματά τους. Ἔτσι πάνω ἀπό τό κρεββάτι τοῦ πόνου πέρασε τήν Πύλη τῆς Σωτηρίας διά τοῦ Ἁγ. Βαπτίσματος καί σφραγίσθηκε μέ τή σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος διά τοῦ Ἁγ. Χρίσματος ὁ βασανισμένος αὐτός πατέρας. Στή συνέχεια “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον” μετέλαβε “Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ”. Ἕτοιμος πιά, κυκλωμένος ἀπό τήν ἀγάπη τῶν δικῶν του, πλημμυρισμένος ἀπό τή Χάρι τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, τήν ἄλλη μέρα ἔφυγε γιά τόν Οὐρανό ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Παναγιώτης. —Ποτέ ἄλλοτε ἡ ὄψι του δέν εἶχε τόση γαλήνη καί τά μάτια του τόσο φῶς, ὁμολογοῦσε ὁ μεγάλος του γιός. Καί ἡ καλή του σύζυγος, βαθειά γαληνεμένη, ἔλεγε καί ξανάλεγε: —Τήν τελευταία στιγμή… Ἡ Παναγία μᾶς πρόφθασε! Μέ τίς πρεσβεῖες Της ἔγινε τό θαῦμα! Ὅσο γιά τήν κατηχήτρια κόρη, κάθε φορά πού θά διδάσκη γιά κάποιο θαῦμα, σίγουρα θά προσθέτη καί τή μαρτυρία τοῦ θαύματος, πού ἔγινε τόν Αὔγουστο τοῦ 1979 σ᾽ ἕνα νοσοκομεῖο τοῦ Μαροκού τῆς Σεούλ, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου»(ΤΝ, ᾽Ιλ-Αὔ 1980, 107). Βάπτισμα τοῦ Κυρίου μας σήμερα, ἀπαρχή τῶν δικῶν μας βαπτισμάτων. Ἰδού μιά περίπτωσι ἀπό τό μέτωπο τῆς Ἱεραποστολῆς: «Ἡ Νίνα, ἕνα κοριτσάκι γύρω στά δέκα χρόνια του, ἦταν τό τρίτο παιδί μιᾶς οἰκογενείας πού ζοῦσε στό Δυτικό Kasaï. Τά δύο προηγούμενα ἀδελφάκια του, δύο ἀγοράκια, ἔχουν ἀφήσει πολύ νωρίς αὐτό τόν κόσμο, μικρά-μικρά, χαρίζοντας στή Νίνα τόν τίτλο τῆς μοναχοκόρης καί τοῦ μοναχόπαιδου. Ἡ Νίνα ἔχει γεννηθῆ ἀπό μιά μητέρα πού εἶχε ἔντονα θρησκευτικά ἐνδιαφέροντα καί, μάλιστα, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε εἶχε ἀσπασθῆ κάποια προτεσταντική αἵρεσι καί εἶχε γίνει καί… “παστόρισσα” (νά ποῦμε ἱέρεια). Ὅπως καταλαβαίνετε —εἶναι ἄλλωστε αὐτονόητο— ἡ Νίνα ἀκολουθοῦσε τή μητέρα της στή σύναξι τῶν προτεσταντῶν. Ὅμως, ἡ καλή φήμη τοῦ σχολείου τῆς Ὀρθόδοξης Ἱεραποστολῆς ἔφερε τό κοριτσάκι στά Ὀρθόδοξα θρανία. Ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο ἀρχίζει μιά σειρά ἐσωτερικῶν κι ἐξωτερικῶν ἀναμορφώσεων. Ἀξίζει νά τίς παρακολουθήσουμε. Καθώς ὁ χρόνος περνοῦσε, ἡ Νίνα ἄρχισε νά δυστροπῆ καί νά μή θέλη ν᾽ ἀκολουθῆ τή μητέρα της στίς συνάξεις τῶν προτεσταντῶν. Παρακολουθοῦσε, ὅμως, ἀδιάλειπτα —καίτοι ἀβάπτιστη— τίς ἐκκλησιαστικές συνάξεις τῶν Ὀρθοδόξων. Δέν πέρασε πολύς καιρός καί τό κορίτσι ζήτησε νά βαπτισθῆ! Οἱ γονεῖς της, καί πιό πολύ ἡ γιαγιά της, δέν ἤθελαν οὔτε ν᾽ ἀκούσουν κάτι τέτοιο. Αὐτό γιγάντωσε τήν ἐπιθυμία τῆς Νίνας νά λάβη τό ἅγιο Βάπτισμα. Ὁ πατέρας ἀναγκάσθηκε νά ἐπανεξετάση τό αἴτημα τῆς κόρης τους καί πῆρε τήν ἑξῆς ἀπόφασι: “Τά δύο πρῶτα μου παιδιά πέθαναν τό ἕνα δύο ἐτῶν καί τό ἄλλο ἑνός ἔτους. Ἡ κορούλα μου ἔχει γίνει δέκα ἐτῶν. Ἄς βαπτισθῆ, ἀφοῦ τό θέλει τόσο πολύ, μήπως καί πεθάνη καί αὐτή!”. Οἱ ὑπόλοιποι τῆς οἰκογενείας ὑποχώρησαν καί δέχθηκαν στενόχωρα τήν ἀπόφασί του. Ἡ Νίνα εὐχαρίστησε ὁλόκαρδα καί τόν Οὐράνιο καί τόν ἐπίγειο πατέρα της, κατηχήθηκε καί, σέ λίγο καιρό, κρίθηκε ἕτοιμη γιά τό Βάπτισμα. Συνεχίζει, βέβαια, καί πηγαίνει ἀνελλιπῶς στά κατηχητικά μαθήματα καί, φυσικά, δέν λείπει ποτέ ἀπ᾽ τή θεία Λειτουργία καί θεία Κοινωνία τῶν Κυριακῶν καί τῶν ἑορτῶν. Σ᾽ ἕνα ἀπ᾽ τά κατηχητικά μαθήματα, ἡ Κατηχήτριά της μίλησε στά παιδιά γιά τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί Μητέρα μας καί, στό τέλος τοῦ μαθήματος, ἔδωσε σέ κάθε παιδί μιά χάρτινη μικρή εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ ψυχή τῆς Νίνας αἰσθάνθηκε μιά βαθειά καί μυστική σχέσι μέ τό Πανάγιο Πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας καί, γυρίζοντας στό σπίτι, τοποθέτησε τήν ἱερή εἰκόνα Της στό πιό ψηλό σημεῖο ἑνός ἑρμαρίου τῆς τραπεζαρίας, προκαλώντας ἀρκετές ἀρνητικές ἀντιδράσεις στά ὑπόλοιπα πρόσωπα τῆς οἰκογενείας. Ἐπέμεινε, ὅμως, καί πέτυχε νά μείνη ἡ ἱερή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐκεῖ πού τήν εἶχε τοποθετήσει. Τίς Κυριακές, ἡ “παστόρισσα” μητέρα τῆς Νίνας δεχόταν τήν ἐπίσκεψι πολλῶν Προτεσταντῶν στό σπίτι τους. Μόλις οἱ Προτεστάντες εἶδαν τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἔκαναν τά γνωστά σχόλιά τους καί ζήτησαν νά “ἐκθρονίσουν” τή Θεοτόκο ἀπ᾽ τήν οἰκογενειακή ἑστία τῆς Νίνας. Ἡ ἐπιθυμία τῆς Νίνας ἀποδείχθηκε καί πάλι ὑπέρτερη τῶν προτεσταντικῶν ἀπαιτήσεων. Οἱ γονεῖς της εἶπαν ὅτι εἶναι παιδική ἀξίωσι καί δέν θέλουν νά στενοχωρήσουν τό κορίτσι τους, ἀφοῦ, γιά τούς ἴδιους, αὐτή ἡ χάρτινη εἰκόνα δέν ἦταν τίποτε τό σημαντικό. Οἱ προτεστάντες ἔφυγαν στενοχωρημένοι καί προβληματισμένοι καί συζήτησαν μέ πολλούς δικούς τους τή σημειωθεῖσα ἀλλαγή στό σπίτι τῆς “παστόρισσας!”. Τήν ἀμέσως ἑπόμενη Κυριακή, πάστορας, ἀνώτερος ἀπ᾽ τούς ἄλλους, θέλησε νά δῆ μέ τά δικά του μάτια τό γεγονός καί, συνοδευόμενος ἀπό μερικούς ἄλλους, κτύπησε τήν πόρτα τοῦ σπιτικοῦ τῆς Νίνας. Ἡ “παστόρισσα” ἄνοιξε τήν πόρτα πρόθυμη νά τούς καλοδεχθῆ. Τότε ὁ μεγάλος πάστορας τῆς λέει: —Δέν μπαίνω μέσα, γιατί ἐκεῖ πάνω ἔχει ἕνα ὅπλο! Ἡ “παστόρισσα” ἀρκετά προσβεβλημένη ἀπάντησε: —Τί εἶναι αὐτά πού λές; Δέν ὑπάρχει ὅπλο στό σπίτι μας! Ὁ πάστορας ἐπέμεινε: Ἐκεῖ ψηλά, ὑπάρχει ἕνα ὅπλο! Kι ἔδειξε τό ἑρμάριο μέ τήν ἱερή εἰκόνα, παραμένοντας ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα. Ἡ οἰκοδέσποινα τοῦ ἐξήγησε πώς ἐκεῖ ὑπάρχει μιά μικρή χάρτινη εἰκόνα πού πῆρε ἡ κόρη της ἀπ᾽ τό Κατηχητικό της, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι ὑπάρχει ἕνα ὅπλο! Στό τέλος πῆρε τή συνοδεία του κι ἔφυγαν ἀπ᾽ τό σπίτι πικραμένοι καί δυσαρεστημένοι, κρύβοντας μέ ἐπιμέλεια καί τήν τρομάρα τους… Αὐτή ἡ ὁμολογία τοῦ πάστορα καί ἡ τρομάρα του μπροστά στήν ἱερή εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἦταν τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή τῆς “παστόρισσας”. Μιά ἅγια ἀνησυχία φούντωσε στήν καρδιά της, “Πῶς εἶναι δυνατόν μιά τόση δά χάρτινη εἰκόνα νά εἶναι ὅπλο;”· “γιατί φοβήθηκαν οἱ πάστορες;”. Ἐρωτήματα πού ζητοῦσαν ἄμεση ἀπάντησι. Βρέθηκε, λοιπόν, ἡ εὐλογημένη νά περνᾶ τήν πόρτα τῆς Ὀρθόδοξης Ἱεραποστολῆς αὐτή τή φορά, μέ διαφορετικό ὕφος καί μέ τά μάτια καί τ᾽ αὐτιά της ὁλάνοικτα. Εἶχε ἀποκτήσει “ὦτα τοῦ ἀκούειν” πρός ἀφάνταστη χαρά τῆς Νίνας. Ἐκεῖ, στή “Μισσιόνα”, ἔκανε πολλές ἐρωτήσεις, πῆρε ἀπαντήσεις, ἔζησε τό κλῖμα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, συγκινήθηκε μπροστά στήν ἱερή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καί ζήτησε συγχώρησι γιά τήν κακοδοξία τήν ὁποία εἶχε πιστέψει καί γιά τό πού τόσες φορές ξυλοφόρτωσε τή Νίνα της… Μετά ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, πῆγε στούς Προτεστάντες καί ὁμολόγησε πώς δέν πιστεύει πλέον τά δόγματά τους, ἔρριξε μπροστά στά πόδια τους καί τό ἱερατικό της ἔνδυμα —ἕνα μαῦρο φόρεμα— κι ἔτρεξε νά γραφῆ στόν κατάλογο τῶν κατηχουμένων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας»(π. Ἀντώνιος Γρηγοριάτης, στό: ΠΕ, τεῦχ. 90, 3). Ὁ Θεός νά μᾶς ἀξιώνη νά βλέπουμε τέτοιες μεταστροφές. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς μιλᾶ γιά τόν πραγματικό ναό τόν ὁποῖο κατεσκεύασε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Αὐτό ἀναφέρεται καί στήν πίστι τήν ὁποία μόνο Αὐτός μπορεῖ νά γεννήση στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί, μάλιστα, σέ ἐκπαιδευμένους ἀθέους, ὅπως τό Βόβα τῆς ἀκόλουθης ἱστορίας: «Ὅταν ἤμουν νεώτερος», ἀναφέρει, «ἀνῆκα καί ἐγώ στήν κομμουνιστική νεολαία. Ἤμουν ὅμως καί μέλος μιᾶς ὁμάδος μαχητικῶν ἀθέων. Τά “καθήκοντά” μας ἦταν λίγα. Μᾶς εἶχαν μάθει μιά μικρή σχολαστική ὁμιλία, γιά νά τή λέμε σ᾽ ὅποιον μᾶς ἔκανε λόγο γιά πίστι στό Θεό. Ὅταν περνούσαμε ἔξω ἀπ᾽ τίς ἐκκλησίες, ἔπρεπε νά βρίζουμε καί νά κοροϊδεύουμε ὅσους ἔμπαιναν μέσα. Μᾶς ἔδιναν ἐπίσης κάθε τόσο ἀθεϊστικά φυλλάδια καί τά μοιράζαμε. Μπορῶ νά πῶ, πώς ἤμουν ἕνας ὑποδειγματικός κομμουνιστής. Ἐργαζόμουν μ᾽ ὅλες μου τίς δυνάμεις γιά τό κόμμα καί μελετοῦσα πολύ τή θεωρία τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ, γιατί πίστευα τότε, πώς ἅμα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γίνονταν κομμουνιστές, τά κοινωνικά προβλήματα θά ἔβρισκαν τή λύσι τους! Ἔτσι ἔφθασα μέχρι τά δεκάξι μου χρόνια. Τότε, ὅμως, ἄρχισαν οἱ ἀμφιβολίες σέ πολλά ζητήματα. Καί πρῶτα-πρῶτα στό ζήτημα τοῦ γάμου. Στήν ἀρχή ἡ γραμμή τοῦ κόμματος ἦταν πώς μποροῦσε κανείς νά εἶναι ἀσύδοτος —ἦταν ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ καθένας εἶχε τό δικαίωμα νά χωρίζη τή γυναίκα του στέλνοντάς της ἁπλῶς ἕνα ταχυδρομικό δελτάριο! Ἀργότερα ἡ γραμμή ἄλλαξε κι ἄρχισε νά προπαγανδίζεται ἡ ἰδέα πώς ὁ γάμος πρέπει νά εἶναι ἰσόβιος. Αὐτές οἱ μεταβολές στή γραμμή μ᾽ ἔκαναν νά σκεφθῶ πῶς ἄν οἱ σοφές κεφαλές τοῦ κόμματος εἶχαν πέσει ἔξω σ᾽ ἕνα ζήτημα σάν αὐτό, δέν μποροῦσα νά εἶμαι σίγουρος πώς δέν θά ᾽χαν κάνει λάθος καί σ᾽ ἄλλα ζητήματα. Κι ἀφοῦ τώρα ξαναγύριζαν πίσω στίς ἰδέες τῶν παππούδων μας, γιά τό ζήτημα τοῦ γάμου, θά ᾽ταν ἄραγε ἀπίθανο, ὕστερα ἀπό λίγο νά μᾶς ἔλεγαν πώς οἱ παλαιότεροι εἶχαν δίκιο πού πίστευαν στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ; Ἀνακοίνωσα αὐτές τίς σκέψεις σέ μερικούς φίλους μου. Τούς βρῆκα σύμφωνους μαζί μου, κι ἀρχίσαμε νά ψάχνουμε γιά παλιά βιβλία προεπαναστατικά, πού θά μποροῦσαν νά μᾶς βοηθήσουν στή λύσι τῶν ἀποριῶν μας. Βρήκαμε ἀρκετά ἀπ᾽ αὐτά, κρυμμένα σέ ξεχασμένες γωνιές. Μιά-δυό φορές, μάλιστα, πέσανε στά χέρια μας καί μερικά καινούργια βιβλία πού εἶχαν τυπωθῆ στό ἐξωτερικό. Προμηθευτές μας ἦσαν οἱ grooms τῶν ξενοδοχείων. Χωρίς χρονοτριβή ριχθήκαμε στό διάβασμα. Ἡ μυστική δανειστική μας βιβλιοθήκη εἶχε γίνει τό κέντρο τῆς ζωῆς μας. Αὐτά τά ξεθωριασμένα ἀπ᾽ τόν καιρό καί κουρελιασμένα χειρόγραφα μᾶς εἶχαν ἀνοίξει τά μάτια καί εἶχαν ρίξει πολύ φῶς μέσα στό σκοτισμένο μυαλό μας. Μιά νύχτα, ἕνας ἀπ᾽ τούς φίλους μου, μέλος κι αὐτός τῆς κοσμοσόλ καί μαχητικός ἄθεος, μοῦ ἔδωσε ἕνα δέμα μέ χειρόγραφα. “Διάβασέ τα, μοῦ εἶπε, καί δῶσ᾽ τα ὕστερα καί σ᾽ ἄλλους πού νά τούς ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη”. Πῆρα τά χειρόγραφα, τά ᾽κρυψα προσεκτικά στή μέσα τσέπη τοῦ σακακιοῦ μου κι ἔτρεξα κατευθεῖαν στό σπίτι μου. Κλείδωσα τήν πόρτα καλά καί ρίχθηκα μέ τά μοῦτρα στό διάβασμα. Ἦταν μιά ἐκπληκτική ἱστορία. Δέν ἤξερα ποιός τήν εἶχε γράψει, μέ εἶχε συγκινήσει πολύ βαθειά. Ἦταν τό … κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο! Αὐτή ἡ νύχτα, συνέχισε ὁ Βόβα, ἦταν γιά μένα ὁ ἀποφασιστικός σταθμός τῆς ζωῆς μου. Ὥς ἐκείνη τή βραδιά ἤξερα γιά τό Χριστό, πώς ἦταν ἕνα παραμύθι, πού τό εἶχαν σκαρώσει οἱ καπιταλιστές, ἐδῶ καί πολλά χρόνια, γιά νά ἐκμεταλλεύωνται τήν ἐργατική τάξι. Μέσα στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο, μελέτησα τήν προσωπικότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ μέσα εἶδα, πώς ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, ἦταν πτωχός καί φίλος τῶν πτωχῶν. Ἔχω μάθει ἀπέξω τά λόγια τά ὁποῖα εἶπε κάποτε ἡ μητέρα Του. “Καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων (=γκρέμισε τυράννους ἀπό θρόνους) καί ὕψωσε ταπεινούς. Πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καί πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς (=πεινασμένους τούς γέμισε μέ ἀγαθά καί πλουσίους ἔδιωξε μέ χέρια ἀδειανά)”(Λκ 1, 52-53). Κι ἔβγαλα τό συμπέρασμα, πώς αὐτά τά ὁποῖα μᾶς εἶχαν πεῖ στό κόμμα γιά τό Χριστό, ἦταν ψέματα. Εἶδα πώς ὁ δρόμος Του ἀξίζει περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα, ὅσα μᾶς εἶχαν διδάξει. Γι᾽ αὐτό καί ἀποφάσισα νά Τόν ἀκολουθήσω. Ἔδωσα τά χειρόγραφα καί σ᾽ ἄλλους συντρόφους μου. Μερικοί ἀπ᾽ αὐτούς δοκίμασαν τά ἴδια συναισθήματα, ὅπως κι ἐγώ. Σέ λίγο μέσα στήν καρδιά τῆς “Ὁμάδος μαχητικῶν ἀθέων”, εἴχαμε ὀργανώσει μιά ἄλλη μυστική ὁμάδα, καί μελετούσαμε χριστιανικά βιβλία! Στήν ἀρχή δέν εἴχαμε βιβλία καί διαβάζαμε μόνο τό εὐαγγέλιο. Μάλιστα, ἐπειδή διαθέταμε μόνο ἕνα ἀντίτυπο, τό ἀντιγράφαμε ὅλοι λίγο λίγο μέ τό χέρι, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἔχη τό δικό του ἀντίγραφο. Ὁ Θεός, ὅμως, μᾶς βοήθησε, καί σύντομα ἀποκτήσαμε κι ἄλλο βιβλίο. Ἕνας γέροντας πού ἔμενε στό ἴδιο σπίτι μέ μᾶς, πέθανε ἐκεῖνες τίς μέρες καί μᾶς ἄφησε μιά παλιά ἱστορία τοῦ Μεσαίωνος. Ἀπό τό βιβλίο αὐτό μάθαμε, πώς τά μοναστήρια ἦταν ἐκεῖνα πού εἶχαν διατηρήσει τήν πίστι, σ᾽ ἐποχές πολέμων καί κοινωνικῶν ἀναταραχῶν. Περιεῖχε σοφούς λόγους τοῦ Μ. Βασιλείου τῶν ὁποίων ἡ μελέτη μᾶς φώτισε ἀκόμα περισσότερο στό χριστιανικό δρόμο τόν ὁποῖο εἴχαμε ἀρχίσει. Κάποια μέρα πήραμε τήν τολμηρή ἀπόφασι. Μιά καί δέν μπορούσαμε νά δραπετεύσουμε ἀπ᾽ τή Ρωσία, γιά νά ἑνωθοῦμε μέ τούς ἄλλους χριστιανούς, σκεφθήκαμε πώς μπορούσαμε τουλάχιστον ν᾽ ἀποφύγουμε τήν παρακολούθησι ἀπ᾽ τούς κομμουνιστές συμπατριῶτες μας. Ἐκείνη τήν ἐποχή γινόταν μιά συστηματική ἐκστρατεία πού εἶχε σκοπό νά παρακινήση τούς νέους νά ὀργανώσουν “κολχόζ”, δηλαδή, κρατικά ἀγροκτήματα. Ἡ εὐκαιρία λοιπόν εἶχε δοθῆ. Θά ζητούσαμε μιά περιοχή γιά καλλιέργεια. Ὁ Βόβα σκύβοντας στ᾽ αὐτί μου», λέει ὁ συγγραφέας τῆς ἱστορίας αὐτῆς, «μοῦ εἶπε σιγά: Αὐτό τό κολχόζ ἦταν ἕνα χριστιανικό μοναστήρι!»(FP, 198) Αἴ, αὐτό τό χριστιανικό μοναστήρι κι αὐτές οἱ τολμηρές ψυχές δέν εἶναι σκηνή τήν ὁποία κατεσκεύασε ὁ ἴδιος ὁ Θεός; Τήν ἑπομένη ἱστορία, «αὐτό τό θαῦμα, μᾶς τό διηγήθηκε ὁ ἱερέας Πέτρος Ἐλχίμωφ ἀπ’ τό χωριό Γάγκινο κοντά στό Βλαδίμηρ. Ὁ Γρηγόριος Μωυσέεβιτς Καλιμανόβιτς, Ἑβραῖος, κουρέας στό ἐπάγγελμα, ὑπόφερε χρόνια πολλά ἀπό καρκῖνο στόν οἰσοφάγο. Ἔκανε πολλά. Ἀλλά τίποτε δέν τόν ἀνακούφιζε. Τό κακό ὅλο καί μεγάλωνε. Τό 1927 πῆγε μέ τή γυναῖκα του στή Μόσχα. Νά τόν δῆ ἕνας μεγάλος καθηγητής. Τόν ἐξέτασε προσεκτικά ὁ καθηγητής. Καί μετά εἶπε στή γυναῖκα του: —Τό πολύ, νά ζήση ὁ σύζυγός σας δυό ἑβδομάδες. Φάρμακο κανένα δέν ὠφελεῖ. Πηγαίνετε στό σπίτι σας. Καί ὑποταχθῆτε στή μοῖρα σας. Ἔφυγαν ἀπ’ τήν κλινική. Καί τράβηξαν γιά τό Σταθμό τοῦ Γιαροσλάβ, νά πάρουν τραῖνο γιά τό Βλαδίμηρ. Στήν ὁδό Νικολάου βλέπει ὁ ἄρρωστος τό παρεκκλῆσι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος. Κι ἀρχίζει νά φωνάζη: —Ἐκεῖ θέλω νά πάω! Τοῦ λέει ἡ γυναῖκα του: —Εἶναι ἐκκλησία χριστιανική ἐκεῖ. Δέν εἶναι τῆς θρησκείας μας. Ἄφησέ τα αὐτά καί πᾶμε! Ἀλλά ὁ ἄρρωστος τά στήλωσε: —Ἐσύ πήγαινε! Ἐγώ θά πάω ἐκεῖ! Καί μπῆκε στό ἐκκλησάκι! Ὁ ἄρρωστος πῆγε καί στάθηκε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου. Ἔπεσε στά γόνατα. Κι ἄρχισε νά παρακαλῆ μέ δάκρυα στά μάτια τόν ἅγιο νοερά. Μετά σηκώθηκε, φίλησε τήν εἰκόνα μέ πίστι, καί βλέποντας τή γυναῖκα του δίπλα του, τῆς εἶπε: —Ξέρεις; Τώρα εἶμαι ἐντελῶς καλά! Δέν μέ πονᾶ τίποτε πιά. Πᾶμε πάλι στήν Κλινική. Νά μ’ ἐξετάσουν! Θέλοντας καί μή θέλοντας, ἡ γυναῖκα του τόν ἀκολούθησε. Καί πῆγαν. Ὁ καθηγητής, ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Καλιμανόβιτς γύρισε καί ζητᾶ ἐπανεξέτασι, θύμωσε ἄσχημα. —Ἀφῆστε με ἥσυχο! Θά παίζουμε τώρα; Ὁ ἄρρωστος τότε παρεκάλεσε ἕνα βοηθό τοῦ καθηγητή νά τοῦ κάνη ἐξέτασι. Ὁ βοηθός ὑποχώρησε ἀπό εὐγένεια. Καί τόν ἐξέτασε. Καί τόν βρῆκε ἐντελῶς ὑγιῆ. Καί φυσικά τό ἀνέφερε στόν καθηγητή. Τοῦ λέει ὁ καθηγητής σαρκαστικά: —Ἐγώ βλέπω, ὅτι ἤ ὁ ἄρρωστος τρελλάθηκε ἤ ἐσύ! Ὁ βοηθός ἐπέμεινε. Κι ὁ καθηγητής ὑποχώρησε. Κι ἔκανε τήν ἐξέτασι αὐτή ἀμέσως× “ἐκτός σειρᾶς”! Κι ἀφοῦ τόν ἐξέτασε, γεμᾶτος ἔκπληξι κι ἀπορία, ὁμολόγησε: —Ναί. Πραγματικά. Ὁ ἄρρωστος αὐτός ἔγινε ξαφνικά καλά. Τώρα εἶναι ἐντελῶς καλά!… Τό “πῶς καί γιατί” ἔγινε καλά ὁ Γρηγόριος Μωυσέεβιτς, τό ἤξερε μόνο ὁ ἴδιος. Αὐτός τό ἤξερε καλά, ὅτι τή θεραπεία του τήν ὄφειλε ἀποκλειστικά καί μόνο στόν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα. Καί γι’ αὐτό, μόλις ἔφθασε στό χωριό του, πῆγε ἀμέσως στόν παπᾶ-Πέτρο καί τοῦ ζήτησε νά βαπτισθῆ. Καί τό βάπτισμα ἔγινε χωρίς καμμιά ἀργοπορία. Μετά τή βάπτισι ὁ Γρηγόριος ἔλαμπε ὁλόκληρος ἀπό χαρά. Καί διεκήρυττε ἀνοικτά, ὅτι ἦταν πρόθυμος ἀκόμη καί τή ζωή του νά δώση γιά τό Χριστό»(ΠΧ, 64). Ἦταν τό ἔτος 1927. Ὁ διωγμός ἐναντίον τῶν πιστῶν Χριστιανῶν στή Σοβιετική Ἕνωσι βρισκόταν τότε στό ἀποκορύφωμά του. Ἄς εὐχηθοῦμε στόν Κύριο νά πληθύνη τίς πράξεις σωτηρίας στόν κόσμο. «α´. Θά ἀντικρούσω τούς εἰδωλολάτρες πρῶτα. Ἄν ὁ εἰδωλολάτρης λέη: Ἀπό ποῦ εἶναι φανερό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός; (διότι αὐτό πρέπει νά προϋποτεθῆ πρῶτο, καθώς τά ἄλλα ὅλα προκύπτουν ἀπ᾽ αὐτό) δέν θά τό ἀποδείξουμε ἀπ᾽ τόν οὐρανό, οὔτε ἀπό ἄλλα τέτοια. Γιατί ἄν πῶ πρός αὐτόν, ὅτι δημιούργησε τόν οὐρανό, τή γῆ, τή θάλασσα, δέν θά τό δεχθῆ· ἄν πῶ, ὅτι ἀνέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, ἐξέβαλε δαιμόνια, οὔτε αὐτό θά τό ἀποδεχθῆ· ἄν πῶ, ὅτι ὑποσχέθηκε βασιλεία καί τά ἀπόρρητα ἀγαθά, ἄν μιλήσω περί ἀναστάσεως, ὄχι μόνο δέν θά τό δεχθῆ, ἀλλά καί θά γελάση. Ἀπό ποῦ, λοιπόν, νά τόν πείσουμε, καί μάλιστα ἄν εἶναι ἀμαθής; Ἀπό ποῦ ἀλλοῦ, παρά ἀπ᾽ αὐτά τά ὁποῖα ἀπό κοινοῦ καί ἀναντιρρήτως ὁμολογοῦμε καί ἐγώ καί αὐτός, καί γιά τά ὁποῖα δέν ἔχει ἀμφιβολία; Γιατί ἄν θέσω ὡς βάσι ὅτι δημιούργησε τόν οὐρανό καί τά ἄλλα, τά ὁποῖα ἀνέφερα, δέν θά δεχόταν εὔκολα νά πεισθῆ. Ποιά, λοιπόν, εἶναι αὐτά τά ὁποῖα καί ἐκεῖνος ὁμολογεῖ ὅτι ἔκανε ὁ Χριστός, καί δέν θά διαφωνήση καθόλου; Ὅτι φύτευσε αὐτός τό γένος τῶν Χριστιανῶν· βεβαίως, δέν θά διαφωνήση καί σ᾽ αὐτό, ὅτι αὐτός θεμελίωσε τίς Ἐκκλησίες παντοῦ στήν οἰκουμένη. Ἀπ᾽ αὐτά θά παράσχουμε τήν ἀπόδειξι τῆς δυνάμεώς Του, καί θά ἀποδείξουμε ὅτι αὐτός εἶναι Θεός, καί θά ποῦμε ὅτι δέν μπορεῖ ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος νά περιέλθη τήν τόσο μεγάλη οἰκουμένη σέ σύντομο χρόνο, καί τήν ξηρά καί τή θάλασσα, κι ἔτσι νά προσκαλῆ σέ τέτοιες ὑποθέσεις, καί, μάλιστα, ἀνθρώπους προκατειλημμένους ἀπό ἀνάρμοστες συνήθειες, ἤ, μᾶλλον, κατεχομένους ἀπό τόση κακία. Καί, ὅμως, μπόρεσε νά ἐλευθερώση ἀπό ὅλα αὐτά τό ἀνθρώπινο γένος, ὄχι μόνο τούς Ρωμαίους, ἀλλά καί τούς Πέρσες, καί γενικῶς τά γένη τῶν βαρβάρων. Καί αὐτά τά κατόρθωσε, ὄχι χρησιμοποιώντας ὅπλα, ὄχι δαπανώντας χρήματα, ὄχι κινώντας στρατεύματα, ὄχι κηρύσσοντας πολέμους, ἀλλά μέ ἔνδεκα ἀνθρώπους στήν ἀρχή, ἀσήμους, εὐτελεῖς, ἀμαθεῖς, κοινούς, πτωχούς, γυμνούς, ἀόπλους, ξυπόλυτους, μονοχίτωνες. Τί λέω, κατόρθωσε; Μπόρεσε νά πείση τόσα φύλα ἀνθρώπων νά φιλοσοφοῦν ὄχι μόνο γιά τά παρόντα, ἀλλά καί γιά τά μέλλοντα, καί νά ξεριζώση πατροπαραδότους νόμους καί νά ἀποσπάση ἀπ᾽ τή ρίζα παλαιές συνήθειες παγιωμένες τόσα χρόνια, καί στή θέσι τους νά φυτεύση ἄλλες, κι ἀφοῦ τούς ἀπομάκρυνε ἀπ᾽ τά εὔκολα, μπόρεσε νά τούς βάλη στά δύσκολα τά δικά του, καί νά τά κατορθώση αὐτά πολεμούμενος ἀπ᾽ ὅλους, καί ὑπομένοντας χλευαζόμενος σταυρό καί θάνατο ἐπονείδιστο. Καί, βέβαια, πρός αὐτά δέν θά ἀντείπουν, ὅτι δέν σταυρώθηκε ἀπ᾽ τούς Ἰουδαίους, κι ἔπαθε τά μύρια ἀπ᾽ αὐτούς, κι ὅτι προοδεύει καθημερινά τό κήρυγμα. Καί τό παράδοξο εἶναι, ὅτι ἀνθεῖ ὄχι μόνο ἐδῶ, ἀλλά καί στούς Πέρσες, ἄν καί ἀκόμη καί τώρα πολεμεῖται ἀπ᾽ αὐτούς. Πράγματι καί σέ ἐκείνους ἤδη ὑπάρχουν πολλοί δῆμοι μαρτύρων, καί, ὅμως, αὐτοί πού εἶναι ἀγριότεροι καί ἀπ᾽ αὐτούς τούς λύκους, ἀφοῦ δέχθηκαν τό κήρυγμα, ἔγιναν ἡμερότεροι προβάτων, καί φιλοσοφοῦν περί ἀθανασίας, καί περί ἀναστάσεως καί γιά τά ἀπόρρητα ἀγαθά. β´. Ὄχι δέ μόνο στίς πόλεις, ἀλλά καί στήν ἔρημο ἔφθασαν αὐτά τά κατορθώματα, καί στίς κωμοπόλεις καί στήν ἐξοχή καί στά νησιά καί στούς ὅρμους καί στά ἐπίνεια· κι ὄχι ἰδιῶτες, οὔτε ἁπλῶς ἄρχοντες, ἀλλά κι αὐτοί πού φοροῦν τά διαδήματα, ἔχουν ὑποταχθῆ μέ πολλή πίστι στό σταυρωθέντα. Καί θά προσπαθήσω τώρα νά ἀποδείξω ὅτι ὅλα αὐτά δέν ἔγιναν συμπτωματικά, ἀλλά μέ προφητεία πού ἔγινε πολύ καιρό πρίν· μάλιστα, γιά νά μή φανῆ ὕποπτος ὁ λόγος μας, εἶναι ἀναγκαῖο νά παρουσιάσω τά βιβλία τῶν Ἰουδαίων οἱ ὁποῖοι Τόν σταύρωσαν, καί νά παρουσιάσω στά μάτια τῶν ἀπειθούντων εἰδωλολατρῶν τίς περί Αὐτοῦ μαρτυρίες ἀπ᾽ τίς Γραφές πού φυλάσσονται ἀκόμη καί τώρα ἀπ᾽ τούς Ἰουδαίους. Ὅτι, λοιπόν, ὁ Θεός θά γίνη ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶναι Θεός, πρῶτος ὁ Ἱερεμίας τό λέει: “Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας· κανένας δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μαζί Του. Βρῆκε ὅλη τήν ὁδό τῆς σοφίας καί τήν ἔδωσε στόν Ἰακώβ τό δοῦλο Του, ναί, στόν ἀγαπητό Του Ἰσραήλ. Μετά ἀπ᾽ αὐτά φάνηκε στή γῆ καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους”(στό Βαρ 3, 36-38). Εἶδες πῶς ὅλα τά παρουσίασε μέ συντομία, καί ὅτι ἐνῶ εἶναι Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί συναναστράφηκε μέ ἀνθρώπους καί ὅτι καί τήν Παλαιά Διαθήκη Αὐτός τή νομοθέτησε; Διότι “βρῆκε ὅλη τήν ὁδό τῆς σοφίας καί τήν ἔδωσε στόν Ἰακώβ τό δοῦλο Του, ναί, στόν ἀγαπητό Του Ἰσραήλ”. Ἀποδεικνύει πραγματικά ἐδῶ ὅτι καί πρίν τήν ἔνσαρκο παρουσία ὅλα Αὐτός τά ρύθμιζε, κι ὅλα Αὐτός τά ἔπραττε, νομοθετώντας, προνοώντας, φροντίζοντας, εὐεργετώντας. Ἄλλος πάλι προφήτης ὅτι ὄχι μόνο θά γίνη ἄνθρωπος, ἀλλά καί ὅτι θά γεννηθῆ ἀπό παρθένο, ἄκουσε πῶς τό λέει: “Ἰδού ἡ παρθένος θά κυοφορήση καί θά γεννήση υἱό, καί θά Τόν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ”(Ἡσ 7, 14)· αὐτό δέ ἑρμηνεύεται “ὁ Θεός μαζύ μας”. Ἔπειτα δείχνοντας ὅτι δέν ἦταν φαντασία τό φαινόμενο, ἀλλά πραγματικά ἄνθρωπος, συνέχισε λέγοντας· “διότι προτοῦ μπορέση τό παιδί νά διακρίνη τό καλό ἀπό τό κακό, δέν θά πείθεται στήν πονηρία καί θά ἐκλέγη τό ἀγαθό”(Ἡσ 7, 16). Ὅτι δέ αὐτός ὁ ἴδιος δέν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, οὔτε μόνο ὅτι προῆλθε ἀπό παρθένο, ἀλλά καί ἀπ᾽ τόν οἶκο Δαυΐδ, ἄκουσε πῶς κι αὐτό τό προλέγει ἀπ᾽ τήν ἀρχή ὁ Ἡσαΐας, χρησιμοποιώντας μέν μεταφορικά τίς λέξεις καί, μάλιστα, πολύ, προλέγει, ὅμως: “θά ξεφυτρώση ράβδος ἀπ᾽ τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, καί ἄνθος θά ἀναβλαστήση ἀπό τή ρίζα, καί θ᾽ ἀναπαυθῆ σ᾽ Αὐτόν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, πνεῦμα βουλήσεως καί ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καί εὐσεβείας, θά Τόν γεμίση πνεῦμα φόβου Θεοῦ”(πρβλ Ἡσ 11, 1-3). Διότι αὐτός ὁ Ἰεσσαί ἦταν πατέρας τοῦ Δαυΐδ. Εἶναι ἀπ᾽ αὐτό φανερό ὅτι ἀπ᾽ τή φυλή ἐκείνη καταγόταν. Ὄχι μόνο δέ ἀπ᾽ τή φυλή, ἀλλά κι ἀπ᾽ τήν οἰκογένεια τοῦ Ἰεσσαί θά προέλθη, κι αὐτό τό προεῖπε λέγοντας: “διότι θά ξεφυτρώση”, λέει, “ράβδος ἀπ᾽ τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί”(Ἡσ 11, 1)· χωρίς νά μιλᾶ ἁπλῶς γιά ράβδο, ἀλλά γιά Αὐτόν καί τή βασιλεία Του. Καί ὅτι δέν τό εἶπε αὐτό γιά τή ράβδο, τό φανέρωσε μέ τά ἑξῆς· λέγοντας πράγματι “θά ξεφυτρώση ράβδος”, συνέχισε· “θ᾽ ἀναπαυθῆ σ᾽ Αὐτόν πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως”(Ἡσ 1, 2). Κανείς, βέβαια, ἀκόμη κι ἄν εἶναι πολύ ἀνόητος, δέν θά πῆ, ὅτι στό ξύλο ἐρχόταν ἡ χάρι τοῦ πνεύματος, ἀλλά ὁλοφάνερα στό ναό ἐκεῖνο τόν ἄμωμο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶπε “θά ἔλθη”, ἀλλά “θ᾽ ἀναπαυθῆ”· ἐπειδή, ἀφοῦ ἦλθε, παρέμεινε καί δέν ἀπομακρύνθηκε. Αὐτό δηλώνοντας κι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔλεγε [ἐκ μέρους τοῦ Προδρόμου]· “Ἐγώ ἔχω δεῖ τό Πνεῦμα νά κατεβαίνη σάν περιστέρι, καί νά μένη σ᾽ Αὐτόν”(1, 32). Δέν παρεσιώπησαν δέ οὔτε τή γνώμη τήν Ἰουδαϊκή, τήν ὁποία ἐπέδειξαν ἀμέσως μόλις γεννήθηκε· γιατί ὁ μέν Ματθαῖος λέει: “ὅταν τό ἔμαθε δέ ὁ Ἡρώδης ταράχθηκε, κι ὅλα τά Ἱεροσόλυμα μαζύ του”(2, 3)· ἄκουσε δέ πῶς προφήτευε ὁ Ἡσαΐας… ἀπ᾽ τήν ἀρχή λέγοντας· “…γεννήθηκε παιδί πρός χάριν μας, υἱΌΣ καί δόθηκε σ᾽ ἐμᾶς, καί ὀνομάζεται μεγάλης ἀποφάσεως ἀγγελιαφόρος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχοντας εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος”(9, 6). Ὅτι δέ δέν θά τό ἔλεγε κανείς αὐτό γιά ἄνθρωπο ἁπλό, εἶναι φανερό καί σέ ὅσους ἐπιθυμοῦν πολύ τή φιλονεικία. Γιατί κανένας ἄνθρωπος δέν ἀποκλήθηκε ποτέ στούς αἰῶνες Θεός ἰσχυρός, οὔτε ἄρχοντας τέτοιας εἰρήνης· “διότι τῆς εἰρήνης Του”, λέει, “δέν ὑπάρχει πέρας”(στίχ. 7). Καί φανερώνει τῶν πραγμάτων ἡ φύσι, ὅτι κατέκτησε ὅλη τήν ξηρά, ὅλη τή θάλασσα, ὅλη τήν οἰκουμένη, κάθε ἀκατοίκητο μέρος καί ὄρη καί κοιλάδες καί βουνά ἀπ᾽ τήν ἡμέρα ἐκείνη, κατά τήν ὁποία ἐνῶ ἐπρόκειτο νά ἀναληφθῆ, εἶπε πρός τούς μαθητές· “τή δική Μου εἰρήνη σᾶς δίνω· σᾶς τή δίνω ὄχι ὅπως τή δίνει ὁ κόσμος”(Ἰω 14, 27). Γιατί μίλησε ἔτσι ὁ Χριστός; Διότι ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων καταλύεται εὔκολα καί παρουσιάζει πολλές μεταβολές· ἐνῶ ἡ εἰρήνη πού προέρχεται ἀπό Αὐτόν εἶναι βεβαία, ἀνίκητη, σταθερή, μόνιμη, ἀθάνατη, δέν ἔχει τέλος, κι αὐτά ἄν καί μύριοι πόλεμοι ξέσπασαν ἀπό παντοῦ, καί καθημερινά μύριες ἐπιβουλές γίνονται. Ἀλλά ὁ παντοδύναμος λόγος Του κι αὐτό τό κατόρθωσε μαζί μέ τά ἄλλα. γ´. Ὄχι μόνο δέ ὅτι θά γίνη ἄνθρωπος, ἀλλά καί τόν τρόπο τῆς παρουσίας Του προφήτευσαν. Διότι ἐπειδή ἐπρόκειτο νά ἐμφανισθῆ, χωρίς νά ἐκπέμπη ἀστραπές, οὔτε κεραυνούς ἀπό ψηλά, οὔτε σείοντας τή γῆ, οὔτε κλονίζοντας τόν οὐρανό, οὔτε πραγματοποιώντας κάποια ἐκπληκτικά πράγματα, ἀλλά ἀθόρυβα καί χωρίς κανείς νά τό γνωρίζη, γεννήθηκε στήν οἰκογένεια ἑνός ξυλουργοῦ, σέ οἰκογένεια ἄσημη καί εὐτελῆ, ἄκουσε πῶς οὔτε αὐτό δέν τό παρασιώπησε ὁ Δαυΐδ λέγοντας· “θά κατεβῆ ὅπως ἡ βροχή σέ σωρό ἀπό μαλλί”(Ψ 71, 6) ὑποδηλώνοντας μέ αὐτό τό ἀτάραχο καί τό ἥσυχο. Ὄχι δέ μόνο αὐτό, ἀλλά παρουσιάζοντας καί τό πρᾶο καί ἐπιεικές τῆς τότε συμπεριφορᾶς Του πρός ὅλους, ἄλλος προφήτης κοίτα τί λέει. Διότι ἐπειδή ὑβριζόμενος, ἐμπτυόμενος, λοιδορούμενος, ἀτιμαζόμενος, μαστιγωνόμενος, καί τέλος σταυρωθείς, δέν ἀντιστάθηκε σέ κανένα ἀπό ἐκείνους πού τά ἔκαναν αὐτά, ἀλλά τά ὑπέμεινε ὅλα μακρόθυμα καί μέ πραότητα, δηλαδή τίς ἀτιμίες, τίς ἐπιβουλές, τή μανία, τό θυμό τόν ἄκαιρο ἐκείνου τοῦ λαοῦ, τίς ἐφόδους, ἔλεγε δηλώνοντας ὅλα αὐτά· “καλάμι σπασμένο δέν θά τό σπάση τελείως, καί φυτίλι πού καπνίζει δέν θά τό σβήση τελείως, μέχρις ὅτου καταστήση νικητή τό νόμο Του…, καί στό ὄνομά Του θά ἐλπίζουν τά ἔθνη”(πρβλ. Ἡσ 42, 3, 4· Μθ 12, 20, 21). Ἄλλος δέ πάλι καί τόν τόπο, στόν ὁποῖο ἐπρόκειτο νά γεννηθῆ, τό δηλώνει λέγοντας τό ἑξῆς· “Καί σύ, Βηθλεέμ, στήν περιοχή τοῦ Ἰούδα, καθόλου δέν εἶσαι μικρή ὡς πρός τίς ἡγεμονικές πόλεις τοῦ Ἰούδα· διότι ἀπό σένα θά βγῆ πρός χάριν Μου ἡγεμόνας, ὁ ὁποῖος θά ποιμάνη τό λαό Μου τόν Ἰσραήλ, καί ἡ [ἀπό τόν Πατέρα] προέλευσί Του εἶναι ἀπ᾽ ἀρχῆς, προαιωνίως”(πρβλ. Μιχ 5, 1· Μθ 2, 6). Αὐτός καί τή θεότητα καί τήν ἀνθρωπότητα παρουσιάζει· διότι μέ τό νά πῆ “ἡ [ἀπό τόν Πατέρα] προέλευσί Του εἶναι ἀπ᾽ ἀρχῆς, προαιωνίως”, δήλωσε τήν προαιώνια ὕπαρξι· μέ τό νά πῆ δέ· “θά βγῆ ἡγεμόνας, ὁ ὁποῖος θά ποιμάνη τό λαό Μου τόν Ἰσραήλ”, τήν κατά σάρκα γέννησι. Καί κοίτα πάλι καί ἄλλη ἐδῶ λαμπρή προφητεία. Διότι ὄχι μόνο ὅτι θά γεννηθῆ εἶπε, ἀλλά ὅτι θά καταστῆ καί ἐπίσημο τό χωριό, ἄν καί ἦταν εὐτελές καί μικρό· διότι “καθόλου δέν εἶσαι μικρή ὡς πρός τίς ἡγεμονικές πόλεις τοῦ Ἰούδα”, λέει. Ὁλόκληρη, λοιπόν, ἡ οἰκουμένη συντρέχει τώρα νά δῆ τή Βηθλεέμ, ὅπου τοποθετήθηκε ἀφοῦ γεννήθηκε, ὄχι γιά ἄλλο λόγο, ἀλλά μόνο γι᾽ αὐτό. Ἄλλος πάλι καί τόν καιρό, κατά τόν ὁποῖο ἐπρόκειτο νά ἐμφανισθῆ, δήλωσε λέγοντας τά ἑξῆς· “δέν θά ἐκλείψη ἄρχοντας ἀπ᾽ τή φυλή τοῦ Ἰούδα, οὔτε ἡγούμενος ἀπ᾽ τούς ἀπογόνους του, μέχρις του ἔλθη Αὐτός γιά τόν ὁποῖο προορίζεται [τό σκῆπτρο]. Καί Αὐτός εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν· θά δένη τό γάιδαρό Του στό ἀμπέλι, καί στήν ψαλίδα τοῦ κλήματος τό πουλάρι τοῦ γαϊδουριοῦ Του· θά πλύνη μέ κρασί τή στολή Του, καί τά ροῦχα Του μέ τό κόκκινο σάν αἷμα κρασί τοῦ σταφυλιοῦ· ἀκτινοβόλα θά εἶναι τά μάτια Του ἀπό τό κρασί καί τά δόντια Του λευκότερα ἀπ᾽ τό γάλα”(πρβλ. Γεν 49, 10-12). Κοίτα πῶς κινεῖ τό θαυμασμό καί αὐτή ἡ προφητεία. Διότι τότε παρουσιάζεται, ὅταν πλέον ἐξέλιπαν οἱ ἄρχοντες οἱ Ἰουδαϊκοί, καί βρέθηκαν ὑπό τά σκῆπτρα τῶν Ρωμαίων· κι ἔτσι ἐκπληρωνόταν καί ἡ προφητεία πού λέει, ὅτι “δέν θά ἐκλείψη ἄρχοντας ἀπ᾽ τή φυλή τοῦ Ἰούδα, οὔτε ἡγούμενος ἀπ᾽ τούς ἀπογόνους του, μέχρις ὅτου ἔλθη Αὐτός γιά τόν ὁποῖο προορίζεται [τό σκῆπτρο]”, ἐννοώντας τό Χριστό. Διότι ταυτόχρονα καί γεννήθηκε, καί ἔγινε ἐκείνη ἡ πρώτη ἀπογραφή, ἀφοῦ εἶχαν κυριαρχήσει οἱ Ρωμαῖοι στό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, καί ἀφοῦ τούς ὁδήγησαν ὑπό τό ζυγό τῆς δικῆς τους βασιλείας. Ἔπειτα κι ἄλλο ἐπισημαίνεται μέ τό λόγο· “Καί Αὐτός εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν”· διότι καθώς ἦλθε, ἕλκυσε ὅλα τά ἔθνη. Ἐπρόκειτο ὁ Ἡρώδης, ψάχνοντάς Τον ὅταν γεννήθηκε, νά φονεύση τά ἐκεῖ παιδιά. Καί οὔτε αὐτό ἀποσιώπησαν οἱ προφῆτες, ἀλλά πολλά χρόνια πρίν προαναφώνησαν λέγοντας· “στή Ραμά ἀκούσθηκε θρῆνος καί κλάμα καί ὀδυρμός πολύς· ἡ Ραχήλ ἔκλαιγε τά τέκνα της καί δέν μποροῦσε νά παρηγορηθῆ πού δέν ὑπάρχουν”(πρβλ. Ἱερ 38, 15· Μθ 2, 18). Ἐπρόκειτο νά ἐπανέλθη ἀπ᾽ τήν Αἴγυπτο· καί αὐτό τό δήλωσαν λέγοντας· “ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν Υἱό Μου”(πρβλ. Ὠσ 11, 1· Μθ 2, 15). Ἀλλά καί ἀφοῦ ἔλθη σέ πασίγνωστα μέρη ἐπρόκειτο ἀμέσως νά κάνη θαύματα καί νά διδάσκη, καί αὐτό προφητεύθηκε. Ἄκουσε πράγματι τόν Ἡσαΐα νά λέη· “Χώρα τοῦ Ζαβουλών, περιοχή τοῦ Νεφθαλείμ, στό λαό πού καθόταν στό σκοτάδι καί στή σκιά τοῦ θανάτου ἀνέτειλε φῶς καί τόν χαροποίησε”(πρβλ 9, 1, 2· βλ καί Μθ 4, 15, 16)· δηλώνοντας μ᾽ αὐτά τήν ἐκεῖ παρουσία Του {τή διδασκαλία Του}, τήν ἐπίγνωσι τήν ὁποία ἀπέκτησαν ἀπ᾽ τά θαύματα. Ἔπειτα πάλι διηγούμενος ἄλλα θαύματα, καί παρουσιάζοντας πῶς θεράπευσε χωλούς, πῶς γιάτρεψε τυφλούς, πᾶς ἔκανε νά μιλοῦν ἄλαλοι· “τότε θά ἀνοίξουν”, λέει “ὀφθαλμοί τυφλῶν, καί αὐτιά κωφῶν θ᾽ ἀκούσουν”(Ἡσ 35, 5). Καί παρακάτω· “τότε, θά χοροπηδᾶ σάν ἐλάφι ὁ κουτσός, καί θά εἶναι ρέουσα ἡ γλῶσσα τῶν κωφαλάλων”(στίχ. 6)· κάτι πού ποτέ δέν ἔγινε, παρά ἐπί τῆς παρουσίας Του. Κάποια δέ σημεῖα τά μνημόνευσαν καί ἰδιαιτέρως. Εἰσῆλθε, λοιπόν, κάποτε στό ἱερό, καί τά παιδιά τά ἀκόμη θηλάζοντα τά ὁποῖα δέν εἶχαν διαμορφώσει φωνή ἔψαλλαν σέ Αὐτόν ὕμνους ἱερούς, ὡς ἑξῆς· “Δόξα στόν Ὕψιστο· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό ὄνομα τοῦ Κυρίου”(πρβλ Ψ 117, 26· βλ καί Μθ 21, 9). Αὐτό ἀπ᾽ τήν ἀρχή τό προεῖπε ὁ προφήτης λέγοντας τό ἑξῆς· “μέ τό στόμα νηπίων καί θηλαζόντων ἔπλεξες ὕμνο, γιά νά καταλύσης ἐχθρό καί ἐκδικητή”(πρβλ Ψ 8, 3)… δ´. Ἐπειδή δέ διαλεγόμενος ἀλλοῦ μέ τούς Ἰουδαίους γιά τήν ἀγνωμοσύνη τους συγκεκαλυμμένα ἔλεγε τά περισσότερα, αἰνιγματικά καί μέ παραβολές, κι αὐτό ἀπ᾽ τήν ἀρχή προειπώθηκε· “θά ἀνακοινώσω δύσκολα ἀπό καταβολῆς κόσμου μυστήρια, θά πῶ πράγματα κρυμμένα ἀπ᾽ ἀρχῆς”(πρβλ Ψ 77, 2). Ἀλλά καί τή σοφία στήν ὁμιλία προφητεύοντας ἀπ᾽ τήν ἀρχή ὁ προφήτης ἔλεγε· “ξεχύθηκε ἡ χάρις στά χείλη Σου”(Ψ 44, 3)· καί ἄλλος προφήτης πάλι· “Ἰδού ὁ δοῦλος Μου θά ἐνεργήση μέ σύνεσι, καί θά ὑψωθῆ καί θά δοξασθῆ καί θά μεγαλυνθῆ πάρα πολύ”(Ἡσ 52, 13). Καί τοῦ ἰδίου τοῦ παρουσιασθέντος τά κατορθώματα τά ὁποῖα συνοδεύονταν μέ θαύματα διηγούμενός τα μέ λίγα λόγια, πάλι αὐτός ἔλεγε ὡς ἑξῆς· “τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶναι πάνω Μου, διότι Μέ ἔχρισε, Μέ ἔστειλε νά εὐαγγελισθῶ τούς πτωχούς, νά ἀναγγείλω στούς αἰχμαλώτους ἀπελευθέρωσι καί στούς τυφλούς φωτισμό”(πρβλ Ἡσ 61, 1· Λκ 4, 18-19). Ἐπειδή καί Αὐτόν πού τόσο τούς εὐεργέτησε ἐπρόκειτο νά ἀποστραφοῦν χωρίς κανένα λόγο, χωρίς νά μποροῦν νά Τόν κατηγορήσουν οὔτε γιά κάτι μικρό οὔτε γιά κάτι μεγάλο, κι αὐτό προφητεύθηκε. Ἄκουσε πράγματι τό Δαυΐδ πού προδιαγράφει αὐτό ἀκριβῶς καί λέει τά ἑξῆς· “ἤμουν εἰρηνικός μ᾽ αὐτούς πού μισοῦν τήν εἰρήνη· ὅταν τούς μιλοῦσα, Μέ πολεμοῦσαν ἀδίκως”(Ψ 119, 7). Ἐπρόκειτο κι ἀφοῦ καθίση σέ ὄνο μέ τόν τρόπο αὐτό νά εἰσέλθη στήν πόλι· κι αὐτό ἀπ᾽ τήν ἀρχή προφητεύθηκε ἀπ᾽ τό Ζαχαρία ὁ ὁποῖος λέει τά ἑξῆς· “Χαῖρε ὑπερβολικά, θυγατέρα Σιών, κήρυσσε, θυγατέρα Ἱερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλιάς σου ἔρχεταί πρός χάριν σου πράος καί καθισμένος σέ ὑποζύγιο καί μάλιστα νεαρό πουλάρι”(Ζαχ 9, 9· πρβλ Μθ 21, 5). Ἐξέβαλε τούς πωλοῦντες τά περιστέρια καί τούς ἀργυραμοιβούς. Τό ἔκανε δέ αὐτό μέ ζῆλο γιά τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, καί δείχνοντας συνάμα ὅτι δέν ἦταν κάποιος ἀντίθεος, ἀλλά τελείως σύμφωνος μέ τόν Πατέρα· γι᾽ αὐτό καί ὑπερασπίσθηκε τόν οἶκο ἀφοῦ σ᾽ αὐτόν γινόταν τόση καπηλεία. Οὔτε αὐτό παραλείφθηκε χωρίς νά ἐπισημανθῆ, ἀλλά κι αὐτό προλέγοντας ὁ προφήτης Δαυΐδ, καί τή γνώμη μέ τήν ὁποία προέβαινε στήν ἀποκατάστασι, τό ἀναφέρει μέ τά λόγια· “Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου μέ κατέφαγε”(Ψ 68, 10· πρβλ Ἰω 2, 17). Τί πιό ξεκάθαρο ἀπ᾽ αὐτό; Ἐπρόκειτο νά παραδοθῆ, κι αὐτός πού συμμετεῖχε στό τραπέζι νά Τόν προδώση. Κοίτα πῶς κι αὐτό τό προεῖπε ὁ ἴδιος προφήτης λέγοντας· “αὐτός πού ἔτρωγε ψωμί ἀπό Μένα σήκωσε ἐναντίον Μου τή φτέρνα του μέ μανία”(Ψ 40, 10). Πρόσεξε δέ καί τοῦ εὐαγγελιστῆ τή συμφωνία. “Αὐτός πού βούτηξε”, λέει, “μαζύ μ᾽ Ἐμένα τό χέρι του στό πιάτο, αὐτός θά Μέ παραδώση”(Μθ 26, 23). Ἐπρόκειτο αὐτός πού θά τόν παρέδιδε ὄχι ἁπλῶς νά τόν παραδώση, ἀλλά νά πουλήση τό αἷμα τό τίμιο, καί νά λάβη χρήματα γι᾽ αὐτό. Οὔτε αὐτό τό παρασιώπησε ὁ προφήτης, ἀλλά καί τά ἀναίσχυντα συμβόλαια, καί τίς συζητήσεις τίς ὁποῖες ἔκαναν μεταξύ τους, παρουσιάζοντας· “Θεέ μου, μήν παρέλθης σιωπηλά τή [μέ] δοξολογία [δέησί μου]”, ἔλεγε· “διότι στόμα ἁμαρτωλοῦ καί στόμα δολίου ἀνοίχθηκε ἐναντίον Μου”(Ψ 108, 1, 2). Ὁ ἴδιος προδότης μετανοιώνοντας ὕστερα γιά ὅσα τόλμησε, πέταξε τά ἀργύρια, καί τρέχοντας στό βρόχο τελείωσε ἔτσι τή ζωή του, παραδίδοντας τή γυναῖκα στή χηρεία καί τά παιδιά στήν ὀρφάνια, καί τήν οἰκία στήν ἐρήμωσι. Κοίτα πῶς καί αὐτή τή συμφορά διεκτραγωδεῖ ὁ προφήτης λέγοντας τά ἑξῆς· “ἄς γίνουν οἱ γυιοί του ὀρφανοί, καί ἡ γυναῖκα του χήρα· πλανόδιοι ἄς μεταναστεύσουν οἱ γυιοί του, καί ἄς πεταχθοῦν ἔξω ἀπό τά σπίτια τους”(πρβλ Ψ 108, 9-10). Ἀλλά καί ἀντί ἐκείνου μετά ἀπό ἐκεῖνον ἔγινε κάποιος ἀπόστολος, ὁ Ματθίας. Καί αὐτό πάλι ὁ ἴδιος τό προλέγει ἀναφέροντας· “τό ἀξίωμά του ἄς τό πάρη ἄλλος”(Ψ 108, 8). Ἀφοῦ Αὐτός προδόθηκε καί συνελήφθη ἑκούσια, συγκαλεῖται δικαστήριο γεμάτο πολλή παρανομία, καί ἀπό Ἰουδαίους καί ἀπ᾽ τούς ἐθνικούς. Κοίτα πῶς καί αὐτό τό προδιαγράφει ὁ Προφήτης λέγοντας· “γιατί ἐφρύαξαν τά ἔθνη, καί οἱ λαοί σχεδίασαν ἀνόητα πράγματα;”(Ψ 2, 1). Δέν προεῖπαν δέ μόνο αὐτά· ἀλλά καί τή σιγή τήν ὁποία ἐπεδείκνυε ὄρθιος μεταξύ διαφόρων λόγων καί κατηγοριῶν, δηλώνοντας ὁ Ἡσαΐας εἶπε· “σάν πρόβατο ὁδηγήθηκε σέ σφαγή, καί σάν ἀρνάκι ἄφωνο ἐνώπιον ἐκείνου πού τό κουρεύει, ἔτσι δέν ἀνοίγει τό στόμα Του”(53, 7). Ἔπειτα παρουσιάζοντας τό διεφθαρμένο τῆς ψήφου πρόσθεσε· “κατά τήν ταπεινωτική κατάστασί Του τό δίκηο Του παραμερίσθηκε”(στίχ. 8), δηλαδή, κανείς δέν τοῦ ἀπέδωσε δίκαιο. Ἔπειτα ἀναφέρει καί τήν αἰτία τῆς θανατώσεως. Ἐπειδή, βέβαια, ὅσα ἔπασχε δέν τά ἔπασχε ἐξ αἰτίας ἁμαρτημάτων, καθώς ἦταν ἄμωμος καί ἀθῶος, ἀλλά παραδιδόταν ὑπέρ τῶν κακῶν τῆς οἰκουμένης, πρόσεξε πῶς καί τά δύο αὐτά τά ὑπαινίχθηκε λέγοντας· “Αὐτός δέν ἔπραξε ἁμαρτία, οὔτε βρέθηκε ἐφάμαρτος λόγος στό στόμα Του”(Ἡσ 53, 9). Μ᾽ αὐτό ἀκριβῶς δήλωσε, γιά ποιό λόγο θανατώθηκε. Ἔπειτα κι ἄλλη αἰτία· “ἔφθασε σέ θάνατο”, λέει “λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ Μου”(πρβλ Ἡσ 53, 8). Θέλοντας δέ νά δείξη ὄχι μόνο τήν αἰτία τῆς σφαγῆς ἐκείνης, ἀλλά καί τί κέρδος προέκυψε ἀπ᾽ τό σταυρό κι ἀπό ἐκείνη τή σφαγή, κοίτα πῶς τό προαναγγέλλει αὐτό λέγοντας· “ὅλοι ὡς πρόβατα περιπλανηθήκαμε· ὁ κάθε ἄνθρωπος περιπλανήθηκε στό δρόμο του”(Ἡσ 53, 6). “Ἡ δική Του παιδευτική τιμωρία μᾶς προξένησε εἰρήνη· μέ τήν πληγή Του θεραπευθήκαμε ὅλοι”(Ἡσ 53, 5). Ἔπειτα, ἐπειδή ἐπρόκειτο καί νά δικασθοῦν γιά τά τολμήματα αὐτά οἱ Ἰουδαῖοι, κι αὐτό τό δηλώνει ὁ ἴδιος προφήτης μέ ὅσα λέει: “θά παραδώσω σέ τιμωρία τούς πονηρούς γιά τήν ταφή Του”(στίχ. 9). Κι ὁ Δαυΐδ πάλι λέγοντας· “ἄς ἀπορρίψουμε τό ζυγό Του ἀπό πάνω μας”(πρβλ Ψ 2, 3), πρόσθεσε· “Αὐτός πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς θά τούς περιγελάση· τότε θά μιλήση πρός αὐτούς μέ ὀργή καί μέ τό θυμό Του θά τούς ταράξη”(πρβλ Ψ, 2, 4-5), μιλώντας γιά τή διασπορά τους σ᾽ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Κάτι πού καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στά Εὐαγγέλια δηλώνει· “ἐκείνους πού δέν θέλησαν νά βασιλεύσω σ᾽ αὐτούς φέρτε τους ἐδῶ καί κατασφάξτε τους”(Λκ 19, 27). Ἔπειτα ἀφοῦ ἀνέφεραν τή θανάτωσι, δέν παρασιώπησαν οὔτε τόν τρόπο τῆς θανατώσεως, ἀλλά κι αὐτό τό φανέρωσε ὁ Δαυΐδ λέγοντας τό ἑξῆς “ἔσκαψαν τά χέρια Μου καί τά πόδια Μου· μέτρησαν ὅλα τά ὀστά μου”(Ψ 21, 17, 18)· οὔτε τή μετά τή σταύρωσι παρανομία ἀποσιώπησε λέγοντας πάλι· “μοίρασαν τά ἐνδύματά Μου μεταξύ τους, καί γιά τήν ἐνδυμασία Μου ἔρριξαν κλῆρο”(Ψ 21, 19· Ἰω 19, 24). Ἔπειτα καί ὅτι ἐπρόκειτο νά ταφῆ, κι αὐτό τό δήλωσε λέγοντας· “Μέ τοποθέτησαν σέ βαθύτατο λάκκο στά σκοτεινά καί στή σκιά τοῦ θανάτου”(Ψ 87, 7). Καί ὅτι ἐπρόκειτο νά ἀναστηθῆ, κοίτα πῶς καί αὐτό τό προεῖπε λέγοντας· “δέν θά ἐγκαταλείψης τήν ψυχή Μου στόν ᾅδη, οὔτε θά ἐπιτρέψης νά ἀποσυντεθῆ ὁ ὅσιός Σου”(πρβλ Ψ 15, 10). Διαφορετικά δέ ὁ Ἡσαΐας αὐτό τό ἴδιο πάλι φανερώνει· “καί ὁ Κύριος θέλει νά Τόν ἀποδείξη καθαρό ἀπό τόν ἐξευτελισμό τῶν παθημάτων…, δείχνοντάς Του φῶς…, ἀποδεικνύοντας ἀθῶο τόν δίκαιο πού ὑπηρετεῖ καλῶς πολλούς”(πρβλ 53, 10-11). Ὅτι ὁ θάνατός Του ἐξάλειψε τά ἀνθρώπινα ἁμαρτήματα, καί αὐτό τό ἐξέφρασε μέ τό νά πῆ· “καί Αὐτός γιά τίς ἁμαρτίες πολλῶν πρόσφερε [τή θυσία Του]”(στίχ. 12). Καί τό ὅτι ἀπάλλαξε τούς ἀνθρώπους ἀπ᾽ τούς δαίμονες· “Καί ἀπό τόν ἰσχυρό”, λέει “πῆρε λάφυρα”(πρβλ στίχ. 12). Ὅτι διά τοῦ θανάτου τό ἔκανε αὐτό, οὔτε αὐτό τό παρασιώπησε, ἀλλά λέει: “διότι παραδόθηκε σέ θάνατο ἡ ζωή Του”(στίχ. 12). Ὅτι ἐπρόκειτο νά κυριαρχήση στήν οἰκουμένη, κι αὐτό τό δήλωσε μέ ὅσα εἶπε· “καί Αὐτός θά κληρονομήση πνευματικά πολλούς”(στίχ. 12). Ἔπειτα ἀφοῦ κατέβηκε στόν ᾅδη ὅλα τά διετάραξε, καί τά γέμισε μέ θόρυβο καί ταραχή, καί κατέλυσε τήν ἀκρόπολι. Οὔτε αὐτό τό παρασιωποῦν, ἀλλά ἀπ᾽ τή μία ὁ Δαυΐδ κραυγάζει λέγοντας τά ἑξῆς· “Ἄρχοντες ἀνοῖξτε τίς πύλες, καί σεῖς πύλες αἰώνιες ἀνοιχθῆτε, καί θά εἰσέλθη ὁ ἔνδοξος βασιλιάς”(Ψ 23, 7)· κι ὁ Ἡσαΐας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μέ διαφορετικά λόγια· “χάλκινες πύλες θά σπάσω, καί μοχλούς σιδερένιους θά συντρίψω, καί θά ἀνοίξω γιά σένα θησαυρούς σκοτεινούς, κρυμμένους· ναί ἀοράτους θησαυρούς θά Σοῦ δείξω”(πρβλ 45, 2, 3), ἀποδίδοντας τά χαρακτηριστικά αὐτά στόν ᾅδη. Διότι ἄν καί ἦταν ᾅδης, κρατοῦσε ψυχές ἅγιες καί σκεύη τίμια, τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ, τόν Ἰακώβ. Γι᾽ αὐτό καί τούς ἀποκάλεσε θησαυρούς, ὅμως, σκοτεινούς ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχε λάμψει ἐκεῖ ὀ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, καί δέν εἶχε κηρύξει τούς περί ἀναστάσεως λόγους. Γιά τό ὅτι δέ ἀφοῦ ἀναστηθῆ ἐπρόκειτο νά σταθῆ ὄχι μέ ἀγγέλους, οὔτε μέ ἀρχαγγέλους, οὔτε μέ κάποια ἄλλη λειτουργική δύναμι, ἀλλά νά καθίση στό θρόνο τό βασιλικό, ἄκου τί λέει πάλι ὁ Δαυΐδ· “εἶπε ὁ Κύριος στόν Κύριό μου, κάθησε στά δεξιά Μου, μέχρις ὅτου καταστήσω τούς ἐχθρούς Σου σκαμνάκι τῶν ποδιῶν Σου”(Ψ 109, 1). ε´. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἐπρόκειτο νά πέμψη τούς ἀποστόλους· καί αὐτό τό προεῖπε ὁ Ἡσαΐας λέγοντας· “πόσο ὡραῖα εἶναι τά πόδια ἐκείνων πού κηρύττουν εἰρήνη, πού κηρύττουν τά ἀγαθά!”(πρβλ 52, 7· βλ καί Ρμ 10, 15). Καί κοίτα ποιό μέρος τοῦ σώματος ἐπαινεῖ, τά πόδια, τά ὁποῖα τούς μεταφέρουν παντοῦ. Ἔπειτα καί τόν τρόπο τῆς ἐπικρατήσεώς τους παρουσιάζοντας ὁ Δαυΐδ λέει: “ὁ Κύριος θά δώση λόγο στούς εὐαγγελιστές μέ πολλή δύναμι”(Ψ 67, 12). Διότι δέν ὑπερίσχυσαν παίρνοντας τά ὅπλα, οὔτε δαπανώντας χρήματα, οὔτε μέ τή δύναμι τοῦ σώματος, οὔτε μέ τό πλῆθος τῶν στρατοπέδων, οὔτε μέ κάτι ἄλλο τέτοιο, ἀλλά μέ ἁπλό λόγο, λόγο πού εἶχε πολλή δύναμι, τήν ἐπίδειξι τῶν θαυμάτων. Διότι κηρύσσοντας τόν ἐσταυρωμένο, καί κάνοντας θαύματα, ἔτσι ἐπικράτησαν στήν οἰκουμένη. Γι᾽ αὐτό λέει: “ὁ Κύριος θά δώση λόγο στούς εὐαγγελιστές μέ πολλή δύναμι”, ἀποκαλώντας ἔτσι τά θαύματα. Πράγματι ἦταν ἀπερίγραπτη δύναμι, ὁ ψαράς καί ὁ τελώνης κι ὁ σκηνοποιός μέ ἁπλές ἐντολές νά ἀνασταίνουν νεκρούς, νά ἀποδιώκουν δαίμονες, νά ἀπομακρύνουν τό θάνατο, νά φιμώνουν τή γλῶσσα φιλοσόφων, νά σφραγίζουν τά στόματα ρητόρων, νά ἐπικρατοῦν βασιλέων καί ἀρχόντων, νά ὑπερισχύουν τῶν βαρβάρων, τῶν Ἑλλήνων, κάθε φυλῆς γενικά. Καί σωστά τό εἶπε ἔτσι. Διότι ὅλα αὐτά τά κατόρθωναν μ᾽ ἐκεῖνο τό λόγο, καί μέ τήν πολλή δύναμι μετέστρεψαν τούς νεκρούς σέ ζωντανούς, τούς ἁμαρτωλούς σέ δικαίους, τούς τυφλούς σέ βλέποντες, ἀπομακρύνοντας τά νοσήματα τῆς φύσεως καί τήν κακία τῆς ψυχῆς. Ἔπειτα, ἡ δύναμι αὐτή ἀπό ποῦ προῆλθε σ᾽ αὐτούς; Ὅτι προῆλθε ἀπ᾽ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτό ἐδῶ ἐπισημαίνεται· “διότι ἦταν γεμάτοι ἀπό Πνεῦμα”(πρβλ Πρξ 2, 4), λέει, καί ἄνδρες ἀλλά καί γυναῖκες προφήτευαν· ἐμφανίσθηκαν γλῶσσες σάν τῆς φωτιᾶς καί κάθισαν πάνω σέ καθέναν ἀπό αὐτούς. Κι αὐτό ὁ Ἰωήλ ἀπ᾽ τήν ἀρχή τό προεῖπε λέγοντας τό ἑξῆς· “θά ἐκχύσω ἀπό τό Πνεῦμα Μου χαρίσματα σέ κάθε ἄνθρωπο, καί θά προφητεύσουν οἱ γυιοί σας καί οἱ θυγατέρες σας θά δοῦν ὁράματα, καί οἱ νεώτεροί σας θά δοῦν ὄνειρα. Βεβαίως, θά ἐκχύσω χαρίσματα στούς δούλους Μου καί στίς δοῦλες Μου, πρίν νά ἔλθη ἡ μεγάλη καί ἐπιφανής ἡμέρα τοῦ Κυρίου”(πρβλ 3, 1, 2, 4)· χαρακτηρίζοντας μεγάλη ἡμέρα καί ἐπιφανῆ καί αὐτή τήν ἡμέρα τοῦ Πνεύματος καί αὐτή πού πρόκειται νά ἐμφανισθῆ στή συντέλεια. Ὁ ἴδιος δέ αὐτός προφήτης προαναγγέλλοντας καί τήν διά πίστεως σωτηρία (διότι οὔτε αὐτό ἀποσιωπήθηκε)· “καί θά συμβῆ”, λέει “ὅποιος ἐπικαλεσθῆ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, θά σωθῆ”(3, 5). ς´. Παντοῦ στήν οἰκουμένη θά ἀποστείλη κήρυκες, κι ὅλοι θά ἀκούσουν τό κήρυγμα· κι αὐτό ἔχει προαναγγελθῆ. Ἄκουσε πράγματι τό Δαυΐδ πού τό λέει αὐτό καί προφητεύει· “ὁ λόγος τους ἁπλώθηκε σ᾽ ὅλη τή γῆ, καί στά πέρατα τῆς οἰκουμένης τά κηρύγματά τους”(Ψ 18, 5). Ἔπειτα δείχνοντας κι ὅτι μέ ἐξουσία κήρυτταν, καί ὅτι ἦταν δυνατότεροι ἀπ᾽ αὐτούς πού φοροῦν τά διαδήματα, ἀλλοῦ πάλι λέει ὁ ἴδιος· “θά τούς καταστήσης ἄρχοντες σ᾽ ὅλη τή γῆ”(Ψ 44, 17). Ὅτι δέ ἦταν καλύτεροι καί ἀπό βασιλεῖς καί ἀπό ἄρχοντες ὁ Πέτρος κι ὁ Παῦλος, τό φανερώνουν τά πράγματα. Οἱ νόμοι τῶν βασιλέων ἀκόμη καί ζώντων αὐτῶν καταλύονται, ἐνῶ οἱ νόμοι ἐκείνων τῶν ψαράδων ἀκόμη κι ἀφοῦ πέθαναν εἶναι σταθεροί καί μένουν ἀκίνητοι, κι ὅλα αὐτά παρότι ἐπιχείρησαν νά τούς ἀναμοχλεύσουν καί οἱ δαίμονες καί ἡ πολύχρονη συνήθεια, καί ἡ κακία καί ἡ ἡδονή καί μύρια ἄλλα. Δηλώνοντας ἐξάλλου ὄτι ἀφοῦ καταστοῦν ἄρχοντες, αὐτοί οἱ ἴδιοι θά γίνουν πολύ ἀγαπητοί καί περιπόθητοι, πρόσθεσε τό ἑξῆς· “γι᾽ αὐτό οἱ λαοί θά Σέ δοξολογήσουν αἰωνίως”(στίχ. 18), δηλαδή, θά Σέ εὐχαριστήσουν καί θά Σοῦ χρωστοῦν μεγάλη χάρι, διότι τούς ἔδωσες τέτοιους ἄρχοντες. Ὅτι δέ καί τό κήρυγμα θά ἐπικρατήση παντοῦ, προαναγγέλθηκε. Κοίτα τό Δαυΐδ πού σοῦ τό παρουσιάζει αὐτό μέ ὅσα λέει: “ζήτησέ Μου καί θά Σοῦ δώσω ἔθνη ὡς κληρονομία Σου, καί στήν ἀπόλυτη κυριαρχία Σου τά πέρατα τῆς γῆς”(Ψ 2, 8). Καί πάλι ἀλλοῦ ἄλλος προφήτης λέει τό ἴδιο σημειώνοντας· “ὁλόκληρη ἡ γῆ θά γεμίση ἀπό τή γνῶσι τοῦ Κυρίου, σάν τό πολύ νερό πού θά κατακαλύψη τίς θάλασσες”(πρβλ Ἡσ 11, 9). Πρόσεξε καί τό εὔκολο τῆς ὑπακοῆς· “δέν θά διδάξη καθένας τόν πλησίον του καί τόν ἀδελφό του λέγοντας· Γνώρισε τόν Κύριο, διότι ὅλοι ἀπό τό μικρό μέχρι τό μεγάλο θά Μέ γνωρίσουν”(πρβλ Ἱερ 38, 34). Τό ἀρραγές τῆς Ἐκκλησίας· “κατά τίς ἔσχατες ἡμέρες θά καταστῆ ἐμφανές τό ὄρος τοῦ Κυρίου, καί στήν κορυφογραμμή θά εἶναι ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου, καί θά ὑψωθῆ ὑπεράνω τῶν βουνῶν, καί θά ἔλθουν πρός αὐτό λαοί πολλοί καί ἔθνη πολλά”(πρβλ Ἡσ 2, 2-3). Καί ὅτι δέν θά εἶναι μόνο σταθερή καί ἀκίνητη καί ἀρραγής, ἀλλά θά χορηγήση στήν οἰκουμένη εἰρήνη πολλή, καί οἱ μέν κατά πόλεις πολυαρχίες καί οἱ μοναρχίες θά καταλυθοῦν, μία δέ βασιλεία θά ὑπερισχύση πάνω σέ ὅλους, καί τό μέλλον της θά εἶναι εἰρηνικό, ὄχι ὅπως πρίν· διότι παλαιότερα ὅλοι οἱ τεχνίτες καί οἱ ρήτορες ἔπαιρναν ὅπλα, καί παρατάσσονταν· ἐνῶ μέ τήν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ ὅλα ἐκεῖνα διαλύθηκαν, καί τά σχετικά μέ τόν πόλεμο περιορίσθηκαν σέ συγκεκριμένο τομέα· κι αὐτό, μάλιστα, κάποιος προφήτης τό ἐξέφρασε λέγοντας· “καί θά μετατρέψουν τά μαχαίρια τους σέ ἄροτρα, καί τά δόρατά τους σέ δρεπάνια, καί δέν θά σηκώση ἔθνος πάνω σέ ἄλλο ἔθνος μάχαιρα, καί οὔτε τήν τέχνη τοῦ πολέμου θά γνωρίζουν”(Ἡσ 2, 4). Διότι προηγουμένως μέν μέ αὐτά ζοῦσαν ὅλοι, τώρα δέ καί τήν τέχνη αὐτή ξέχασαν, μᾶλλον, δέ οἱ περισσότεροι οὔτε κἄν τή γνώρισαν· κι ἄν ὑπάρχουν καί μερικοί πόλεμοι, εἶναι λίγοι κι ὄχι συνεχεῖς οὔτε σφοδροί, ὅπως στήν ἀρχή κατά τήν ὁποία σέ κάθε ἔθνος γίνονταν μύριες ἐπαναστάσεις. Ἔπειτα δείχνοντας κι ἀπό ποῦ θά συσταθῆ ἡ Ἐκκλησία, τό προλέγει. Πράγματι ἐπειδή δέν ὑπάρχουν μόνο ἐπιεικεῖς ἄνθρωποι, οὔτε ἥμεροι καί καλοί, ἀλλά καί ἄγριοι καί ἀπάνθρωποι καί σάν λύκοι καί λιοντάρια καί ταῦροι ὡς πρός τή συμπεριφορά ἐπρόκειτο νά συναναστρέφωνται μέ αὐτούς, κι ὅλοι θά γίνουν μία Ἐκκλησία, ἄκου πῶς τήν ποικιλία τοῦ συνόλου αὐτοῦ τήν ἐξέφρασε ὁ προφήτης λέγοντας· “τότε θά βόσκουν μαζύ ὁ λύκος μέ τό ἀρνί”(Ἡσ 11, 6), ἐκφράζοντας μ᾽ αὐτό τή λιτότητα τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν βασιλέων. Ὅτι δέ αὐτά δέν ἀφοροῦν θηρία, ἄς πῆ ὁ Ἰουδαῖος πότε ἔγινε αὐτό· διότι ποτέ λύκος δέν βόσκησε μαζί μέ πρόβατο κι ἄν ἐπρόκειτο νά βοσκήση, τί θά ὠφελοῦσε αὐτό τό γένος τῶν ἀνθρώπων; Ἀλλά μιλᾶ για τούς ἀνθρώπους πού εἶχαν ἄγρια ἤθη, γιά τούς Σκύθες, τούς Θράκες, τούς Μαύρους, τούς Ἰνδούς, τούς Σαυρομάτες, τούς Πέρσες. Ὅτι δέ ὅλα αὐτά τά ἔθνη θά ὁδηγηθοῦν ὑπό ἕνα ζυγό, κι ἄλλος προφήτης τό δηλώνει λέγοντας· “καί θά Τόν ὑπηρετοῦν κάτω ἀπό μία ἐξουσία”(πρβλ Σοφ 3, 9), καί “θά Τόν προσκυνοῦν καθένας ἀπ᾽ τόν τόπο του”(Σοφ 2, 11). Ὄχι πλέον, λέει, μόνο στά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά παντοῦ στήν οἰκουμένη· δέν θά ὑποχρεώνωνται πιά οἱ ἄνθρωποι νά πᾶνε στά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά καθένας μένοντας στόν τόπο του, ἐπιτελεῖ αὐτή τή λατρεία. ζ´. Ὅτι ἐπρόκειτο οἱ Ἱουδαῖοι νά ἀπορριφθοῦν, οὔτε αὐτό ἀποσιωπήθηκε· καί κοίτα πῶς κι αὐτό τό προεῖπε ὁ προφήτης· “ἰδού θά κλεισθοῦν γιά σᾶς οἱ θύρες τοῦ Ναοῦ, καί δέν θά ἀνάψετε τό θυσιαστήριόν μου ματαίως [ὡς ἀνάξιοι]”(πρβλ Μλχ 1, 10). Καί ποιοί πρόκειται νά Τόν ὑπηρετοῦν, κι αὐτό προλέχθηκε. “Ἀπό τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου”, λέει, “μέχρι τή δύσι τό ὄνομά Μου ἔχει δοξασθῆ ἀνάμεσα στά ἔθνη”(στίχ. 11)· καί πάλι· “σέ κάθε τόπο Μοῦ προσφέρεται θυμίαμα καί θυσία ἀμόλυντη”(πρβλ στίχ. 11). Εἶδες πῶς ὑποδήλωσε τήν εὐγένεια τῆς λατρείας; Πῶς δήλωσε ὅτι εἶναι ἐξαιρετική καί διαφορετική; Καί ὅτι δέν θά γίνεται σέ τόπο, ἀλλά μέ τρόπο, οὔτε μέ τήν κνίσσα καί τόν καπνό, ἀλλά μέ ἄλλη λατρεία θά ὑπηρετεῖται Αὐτός; Καί πῶς αὐτούς, λέει, ὅλους τούς τράβηξαν μέ τό μέρος τους οἱ ἀπόστολοι; Αὐτός πού γνωρίζει μία γλῶσσα, τήν Ἰουδαϊκή, πῶς ἔπεισε τό Σκύθη καί τόν Ἰνδό καί τό Σαυρομάτη καί τό Θρᾶκα; Λαμβάνοντας ἀπ᾽ τή δωρεά τοῦ Πνεύματος τή χάρι τῆς πολυφωνίας αὐτῆς… Καί ὅτι οὔτε αὐτό προσείλκυσε τούς Ἰουδαίους, ἄκουσε πῶς τό παρουσιάζει ὁ προφήτης λέγοντας· “μέ ξενόγλωσσους ἀνθρώπους καί μέ χείλη ξένα θά μιλήσω στό λαό αὐτό, καί παρόλα αὐτά δέν θά μέ εἰσακούσουν, λέει ὁ Κύριος”(πρβλ Ἡσ 28, 11· βλ καί Α´ Κορ 14, 21). Τί σαφέστερο ἀπ᾽ αὐτό θά μποροῦσε κανείς νά δῆ; Ἐπρόκειτο οἱ Ἰουδαῖοι νά ἀπιστήσουν, τά δέ ἔθνη νά προστρέξουν· κι αὐτό προκηρύχθηκε. Ἄκουσε τόν Ἡσαΐα πού τό δηλώνει αὐτό καί λέει: “βρέθηκα ἀπό ἐκείνους πού δέν Μέ ζητοῦσαν· ἀποκάλυψα τόν ἑαυτό Μου σ᾽ αὐτούς πού δέν Μέ ἱκέτευαν. Εἶπα στό ἔθνος πού δέν ἐπικαλέσθηκε τό ὄνομά Μου, Ἰδού ὑπάρχω”(65, 1). Σχετικά δέ μέ τόν Ἰσραήλ· “ὅλη τήν ἡμέρα ἅπλωνα τά χέρια Μου πρός λαό πού ἀπειθοῦσε καί ἔφερνε ἀντιρρήσεις”(στίχ. 2)· καί πάλι· “Τόν ἀναγγείλαμε σ᾽ αὐτόν ὡς παιδί, ὡς ρίζα σέ γῆ διψασμένη”(πρβλ Ἡσ 53, 2)· καί πάλι· “Κύριε, ποιός πίστευσε στό κήρυγμά μας; καί ὁ βραχίονας τοῦ Κυρίου σέ ποιόν ἀποκαλύφθηκε κι ἔγινε παραδεκτός;”(στίχ. 1)… Ὅτι πάλι πρέπει νά προτιμῶνται τά δικά μας ἀπ᾽ τά δικά τους, καί νά θεωροῦνται κατά πολύ ἀξιολογότερα, κι αὐτό τό σημείωσε ὁ Μωϋςῆς λέγοντας· “θά τούς κάνω νά ζηλέψουν μέ ἀνύπαρκτο ἔθνος, μέ ἀσύνετο ἔθνος θά τούς παροργίσω”(πρβλ Δευτ 32, 21) ἐννοώντας τήν προηγουμένη εὐτέλεια τοῦ λαοῦ μέ τίς λέξεις· “ἀνύπαρκτο [μηδαμινό] ἔθνος”· διότι δέν θεωρεῖτο ὅτι εἶναι οὔτε ἔθνος ἐξ αἰτίας τῆς πολλῆς εὐτελείας, τῆς μωρίας, τῆς ἀνοησίας, ἀλλά λόγῳ τῆς πίστεως ἔγινε τόση μεταβολή, ὥστε νά φανοῦν πολύ ἀξιολογότεροι ἀπό ἐκείνους τούς τιμωμένους προηγουμένως. Ὅτι αὐτό ἀκριβῶς ἐπρόκειτο νά πληγώση τούς Ἰουδαίους, καί ἐξαιτίας του νά γίνουν καλύτεροι, κι αὐτό ἔτσι δηλώνεται ἀπ᾽ τά λόγια αὐτά. Διότι δέν εἶπε ἁπλῶς· “Προτιμήσω”, ἀλλά καί αὐτό δηλώνοντας, καί τή διόρθωσι πού ὁπωσδήποτε γινόταν σ᾽ αὐτούς ἀπ᾽ τή ζήλεια· “θά σᾶς κάνω νά ζηλέψετε”, λέει “μέ ἀνύπαρκτο ἔθνος”· σάν νά ἔλεγε· Θά τούς δώσω τόσα ἀγαθά, ὥστε νά ζηλέψετε, ὥστε νά δαγκωθῆτε. Αὐτό, λοιπόν, τούς ἔκανε καλύτερους. Πράγματι αὐτοί πού εἶδαν τή θάλασσα νά σχίζεται, τίς πέτρες νά σπάζουν, τόν ἀέρα νά μεταβάλλεται, καί τόσα ἄλλα θαύματα, μᾶλλον δέ αὐτοί πού θυσίαζαν τά παιδιά τους, καί λάτρευαν τό Βεελφεγώρ, καί ἦταν προσκολλημένοι σέ πολλές μαγγανεῖες, αὐτοί ἐπειδή προσήλθαμε ἐμεῖς, καί πολύ ἀξιολογότερα ἔγιναν τά δικά μας ἀπ᾽ τά δικά τους, τόσο δαγκώθηκαν ἀπ᾽ τή ζήλεια καί ἔγιναν καλύτεροι καί μαζεύθηκαν, ὥστε ὅσα δέν κατόρθωσαν ἀκούγοντας τούς προφῆτες καί βλέποντες θαύματα, αὐτά νά τά κατορθώσουν ἀπ᾽ τή ζηλοτυπία πρός ἐμᾶς. Κανείς, λοιπόν, ἀπ᾽ αὐτούς δέν σφάζει τώρα τά παιδιά του, δέν προστρέχει στά εἴδωλα, δέν προσκυνεῖ τό μόσχο. Ἡ σεμνότητα τῆς παρθενίας στή μέν Παλαιά Διαθήκη δέν ἀναφερόταν οὔτε ὀνομαστικά· στή δέ Καινή Διαθήκη, ἐπειδή ἐπρόκειτο νά διαλάμψη, κοίτα πῶς κι αὐτό τό προλέγει ὁ Δαυΐδ, λέγοντας τά ἑξῆς· “θά προσαχθοῦν στό βασιλιά παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς [τῆς Θεοτόκου, ἐννοεῖται], θά ὁδηγηθοῦν στό ναό τοῦ βασιλιᾶ”(πρβλ Ψ 44, 15-16). Ἀλλά οὔτε αὐτό τό ὄνομα τῶν ἱερέων ἀποσιώπησε, ἐννοῶ τῶν ἐπισκόπων. “Θά καταστήσω τούς ἄρχοντάς σου εἰρηνικούς”, λέει, “καί τούς ἐπισκόπους σου δικαίους”(πρβλ Ἡσ 60, 17). η´. Ἐπρόκειτο νά παρουσιασθῆ καί νά ἀπαιτήση εὐθύνες ἀπ᾽ τό γένος τῶν ἀνθρώπων, κι ἀνάμεσα στούς ἄλλους καί ἀπ᾽ τούς Ἰουδαίους. Κοίτα πῶς καί αὐτό τό προλέγει ὁ Δαυΐδ καί ὁ Μαλαχίας· ὁ ἕνας λέγοντας τά ἑξῆς· “καί μπῆκε σάν φωτιά καμινιοῦ, ὡς καθαριστικό ἐκείνων πού πλένουν, καί θά καθαρίση τό ἀσῆμι καί τό χρυσάφι”(πρβλ Μλχ 3, 2-3), λέγοντας παρόμοια πράγματα μέ τόν Παῦλο ὁ ὁποῖος γράφει τά ἑξῆς· “διότι ἡ ἡμέρα θά φανερώση, ἐπειδή θ᾽ ἀποκαλυφθῆ μέ φωτιά”(Α´ Κορ 3, 13)· ὁ δέ Δαυΐδ· “ὁ Θεός θά ἔλθη φανερά”(Ψ 49, 3), διδάσκοντας σέ ἀντίθεσι μέ τήν πρώτη τή δευτέρα Του παρουσία. Διότι ἡ μέν πρώτη παρουσία εἶχε πολλή συγκατάβασι· ἡ δέ δευτέρα δέν θά γίνη ἔτσι, ἀλλά θά εἶναι γεμάτη φρίκη καί κατάπληξι, ἐξ αἰτίας τῶν ἀγγέλων πού θά προηγηθοῦν, καθώς ἡ παρουσία Του θά καταλάβη τά πάντα σάν ἀστραπή. “Διότι ὅπως ἡ ἀστραπή”, λέει, “ἐξέρχεται ἀπ᾽ τήν ἀνατολή καί φαίνεται μέχρι τή δύσι, ἔτσι θά εἶναι καί ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου”(Μθ 24, 27), ἐκφράζοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τό ὁλοφάνερο, τό αὐτοάγγελτο· διότι δέν χρειάζεται κήρυκα, ἀλλά ἡ ἴδια δείχνει τόν ἑαυτό της. Αὐτό, λοιπόν, δηλώνοντας ἔλεγε κι ὁ Δαυΐδ· “ὁ Θεός θά ἔλθη φανερά”. Ἔπειτα ζωγραφίζοντας καί τό μελλοντικό δικαστήριο, συνεχίζει καί λέει: “θά καίεται ἐνώπιόν Του φωτιά, καί τριγύρω Του θά μαίνεται σφοδρή καταιγίδα”(Ψ 49, 3). Εἶπε τίς τιμωρίες, λέει καί τή λαμπρότητα· “θά προσκαλέση ὡς μάρτυρες ἀπό πάνω τόν οὐρανό καί ἀπό κάτω τή γῆ γιά νά κρίνη τό λαό Του”(στίχ. 4), ἐννοώντας ὡς γῆ ἐδῶ τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Ἔπειτα συγκαταριθμώντας μέ ὅλα τά γένη καί τό Ἰουδαϊκό (διότι πρός αὐτούς καί ἀποτείνεται), πάλι συνεχίζει λέγοντας· “Συναθροίσατε πρός χάριν Του τούς ὁσίους Του, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχθηκαν μέ θυσίες τή διαθήκη Του· καί θά ἀναγγείλουν οἱ οὐρανοί τή δικαιοσύνη Του, διότι ὁ Θεός εἶναι κριτής”(στίχ. 5, 6). Ἐπρόκειτο ἐρχόμενος νά ἀπορρίψη τή διά θυσιῶν λατρεία, καί νά μήν τήν ἐπιδοκιμάζη, νά δεχθῆ δέ αὐτή τή δική μας. Ἄκουσε πῶς καί σχετικά μέ αὐτά προλέχθηκε· “δέν θέλησες θυσία καί προσφορά, Μοῦ διέπλασες δέ σῶμα”(Ψ 39, 7). Αὐτό ἐπισημαίνοντας καί ἀλλοῦ, λέει: “λαός, τόν ὁποῖο δέν εἶχα γνωρίσει, ὑποτάχθηκε σέ Μένα, ἀκούγοντας τίς πράξεις Μου Μέ ὑπάκουσε”(Ψ 17, 44-45)· δηλαδή χωρίς νά δῆ θάλασσα σχιζομένη, πέτρες νά σπάζουν, ἀλλά ἀκούγοντας τούς ἀποστόλους μου. Καί ἐδῶ πάλι· “Μοῦ διέπλασες σῶμα”. Λέγοντας δέ αὐτό, προσθέτει καί λέει: “τότε εἶπα, Ἰδού ἔχω ἔλθει· στήν περγαμηνή τοῦ χειρογράφου ἔχει γραφῆ γιά Μένα”(Ψ 39, 8). Δύο πράγματα ἐκφράζονται μέ τά λόγια αὐτά, καί ὅτι θά παρουσιασθῆ, κι ὅτι τότε, ὅταν ἐκβληθοῦν οἱ θυσίες· κάτι πού ἔγινε ὅταν ἡ ἐξουσία ἔπεσε ἀπ᾽ τούς Ἰουδαίους στούς Ρωμαίους. Βρήκαμε δέ καί τό Βαρούχ νά λέη τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν παρουσία· “φανερώθηκε στή γῆ, καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους συναναστράφηκε”(3, 38). Λέει δέ καί ὁ Μωϋςῆς. “Κύριος ὁ Θεός θά ἀναδείξη ἀπό τούς ἀδελφούς σας πρός χάριν σας Προφήτη σάν ἐμένα· Αὐτόν θ᾽ ἀκοῦτε σέ ὅλα. Κάθε ἄνθρωπος πού δέν θ᾽ ἀκούη τόν Προφήτη ἐκεῖνο, θά ἐξολοθρευθῆ ἀπό τό λαό του”(πρβλ Δευτ 18, 15, 19). Βλέπεις ὅτι αὐτό δέν συνέβη μέ κανέναν, παρά μόνο μ᾽ Αὐτόν; Διότι παρουσιάσθηκαν πολλοί προφῆτες, κι ὅλους τούς παρήκουσαν, ἀλλά δέν ἔπαθαν τίποτε· παρακούοντας, ὅμως, Αὐτόν οἱ Ἰουδαῖοι, περιφερόμενοι καί περιπλανώμενοι, φυγάδες καί μετανάστες γυρίζουν παντοῦ. Κοίταξε πράγματι· ἀποξενώθηκαν ἀπ᾽ τόν τρόπο ζωῆς τους, ἀπ᾽ τά πατρῶα ἔθη καί τούς νόμους, μέ ἀτιμία καί αἰσχύνη καί κολασμό καί τιμωρία. Ὅσα δέ ἐπί Οὐεσπασιανοῦ καί Τίτου ἔπαθαν, δέν μποροῦμε οὔτε νά τά ποῦμε· ἔτσι κάθε συμφορά ξεπέρασε ἡ τραγωδία ἐκείνη, καί ἐκπληρωνόταν ἡ προφητεία ὅτι “Ὅποιος δέν ὑπακούση στόν προφήτη ἐκεῖνο θά ἐξολοθρευθῆ”(πρβλ Δευτ 18, 19). Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, ἐρημώθηκαν τά δικά τους, ἐπειδή παρήκουσαν ἐκεῖνο τόν προφήτη. Ὅτι θά τούς ἀναστήση ὅλους, κι αὐτό τό δήλωσε ὁ Ἡσαΐας λέγοντας· “θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί καί θά ἐγερθοῦν αὐτοί θά βρίσκωνται στά μνημεῖα. Διότι ἡ ἀπό μέρους Σου δροσιά θά εἶναι θεραπεία γι᾽ αὐτούς”(26, 19). Ὄχι μόνο δέ αὐτά, ἀλλά ὅτι καί μετά τό σταυρό, μετά τή θανάτωσι, θά λαμπρυνθοῦν περισσότερο τά χριστιανικά, ὄτι μετά τήν ἀνάστασι θά διαδοθῆ περισσότερο τό κήρυγμα. Πράγματι ἐπειδή δέθηκε, προδόθηκε ἀπό μαθητή, ἐμπτύσθηκε, λοιδορήθηκε, μαστιγώθηκε, σταυρώθηκε, δέν θεωρήθηκε ἄξιος, ὅσο περνοῦσε ἀπ᾽ τό χέρι τους, νά τεθῆ σέ τάφο, μοιράσθηκαν τά ἱμάτιά Του οἱ στρατιῶτες, τελείωσε τή ζωή Του μέ τήν ὑποψία τῆς τυραννίδος, ὡς βλάσφημος, ὡς δυνάστης· “διότι καθένας πού ἀνακηρύσσει τόν ἑαυτό του”, λέει, “βασιλιά, ἀντιπράττει στόν Καίσαρα”(Ἰω 19, 12)· καί πάλι· “ἰδού, ἀκούσατε οἱ ἴδιοι τή βλασφημία του”(Μθ 26, 65)· ἐπειδή, λοιπόν, ὅλα αὐτά ἐπρόκειτο νά συμβοῦν, τονώνοντας τόν ἀκροατή καί δίνοντάς του θάρρος, μή φοβηθῆς, λέει, ἐξ αἰτίας αὐτῶν· διότι τά σχετικά μέ τό σταυρωθέντα, τό μαστιγωθέντα, τό λοιδορηθέντα ἀπ᾽ τούς ληστές, τό θανατωθέντα μέ τήν κατηγορία βλασφημίας, θά εἶναι τέτοια μετά τό θάνατο, μετά τήν ἀνάστασι, ὥστε κανείς νά μήν πῆ ὅτι δέν εἶναι πλήρη τιμῆς. Αὐτό καί ἔγινε. Αὐτό, βεβαίως, καί ἀπό πολύ παλιά προαναφωνώντας ὁ προφήτης ἔλεγε· “θά εἶναι ὁ βλαστός τῆς ρίζας τοῦ Ἰεσσαί, καί αὐτός πού θά ἀνυψωθῆ γιά νά ἄρχη στά ἔθνη· σ᾽ Αὐτόν θά ἐλπίζουν τά ἔθνη, καί θά εἶναι τιμημένος ὁ τόπος ἀναπαύσεώς Του”(Ἡσ 11, 10). Σάν νά ἔλεγε· Αὐτό τό εἶδος τοῦ θανάτου εἶναι τιμιότερο ἀπό διάδημα. Πράγματι οἱ βασιλεῖς ἀφήνοντας τά διαδήματα, ἀναλαμβάνουν τό σταυρό, τό σύμβολο τοῦ θανάτου Του· στίς πορφύρες σταυρός, στά διαδήματα σταυρός, στίς εὐχές σταυρός, στά ὅπλα σταυρός, στήν ἱερά τράπεζα σταυρός, καί σέ ὅλα τά μέρη τῆς οἰκουμένης ὁ σταυρός λάμπει περισσότερο ἀπ᾽ τόν ἥλιο. “Καί θά εἶναι τιμημένος ὁ τόπος ἀναπαύσεώς Του”. θ´. Ὅμως, δέν εἶναι ἔτσι τά ἀνθρώπινα, ἀλλά συνήθως γίνεται τό ἀντίθετο. Διότι ἐνῶ ζοῦν οἱ κρατοῦντες, καί τά σχετικά μ᾽ αὐτούς εἶναι σέ ἀκμή· ὅταν δέ πεθάνουν, καταλύονται μαζί τους καί τά σχετικά μ᾽ αὐτούς. Κι αὐτό τό βλέπει κανείς ὄχι μόνο σέ πλούσιο, οὔτε σέ ἄρχοντα, ἀλλά στόν ἴδιο τό βασιλιά. Διότι καί οἱ νόμοι τους καταλύονται, καί οἱ εἰκόνες ἀμαυρώνονται, καί ἡ μνήμη τους σβήνει, καί τό ὄνομά τους λησμονεῖται, καί οἱ συγγενεῖς τους καταφρονοῦνται· ἐκείνων πού κινοῦν στρατεύματα, πού μέ τό νεῦμα τους μετακινοῦν λαούς καί πόλεις καί καταστάσεις πραγμάτων, πού ἔχουν τήν ἐξουσία νά θανατώνουν, καί πού μποροῦν νά ἀνακαλοῦν ἐξορίστους. Ἀλλά, ὅμως, ὄλα καταλύονται, ἄν καί προηγουμένως εὐδοκιμοῦσαν. Στό Χριστό, ὅμως, συνέβη τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. Διότι πρίν τό σταυρό τά πράγματα βρίσκονταν σέ θλιβερή κατάστασι. Ὁ Ἰούδας πρόδωσε, ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε, οἱ ὑπόλοιποι ἔφυγαν, μόνος μεταξύ τῶν ἐχθρῶν ὁδηγεῖτο σέ παράμερο μέρος, πολλοί πιστεύσαντες ἀποχώρησαν. Ἀφοῦ, ὅμως, θανατώθηκε καί ἀπέθανε, γιά νά μάθης ὄτι δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος ὁ σταυρωθείς, τά πράγματα ἔγιναν καί λαμπρότερα καί φαιδρότερα καί πολύ ὑψηλότερα. Ὁ κορυφαῖος, λοιπόν, τῶν ἀποστόλων πρίν τό σταυρό δέν ἄντεξε οὔτε τήν ἀπειλή τῆς θυρωροῦ, ἀλλά μετά ἀπό τόση μυσταγωγία εἶπε ὅτι δέν Τόν γνώριζε· μετά δέ τό σταυρό ὄργωσε τήν οἰκουμένη· ἀπό τότε μύριοι δῆμοι μαρτύρων ἐσφάγησαν, προτιμώντας περισσότερο νά πεθάνουν, παρά νά ποῦν ὅσα εἶπε ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, φοβούμενος τήν ἀπειλή μιᾶς θυρωροῦ. Ἔτσι ἀπό τότε ὅλοι οἱ τόποι καί ὅλες οἱ πόλεις, καί ἡ ἔρημος καί ἡ κατοικημένη περιοχή καί ἡ ἀκατοίκητη γῆ τόν ἐσταυρωμένο ἀνακηρύττουμε· καί βασιλεῖς καί στρατηγοί καί ἄρχοντες καί ὕπατοι, καί δοῦλοι καί ἐλεύθεροι, καί ὁ κοινός λαός καί σοφοί καί ἄσοφοι, καί βάρβαροι καί τά ποικίλα γένη τῶν ἀνθρώπων. Μέ δύο λόγια σέ ὅση γῆ βλέπει ὁ ἥλιος, αὐτή τήν τόσο μεγάλη, ἁπλώθηκε τό ὄνομα καί ἡ προσκύνησι τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μάθης τί σημαίνει· “θά εἶναι τιμημένος ὁ τόπος ἀναπαύσεώς Του”. Ὁ τόπος δέ πού δέχθηκε τό σῶμα αὐτό τό θανατωθέν, ἄν καί ἦταν μικρός καί πολύ στενός, εἶναι τιμιότερος ἀπό μύριες βασιλικές αὐλές, καί τιμιότερος καί γι᾽ αὐτούς τούς βασιλεῖς· “καί θά εἶναι τιμημένος ὁ τόπος ἀναπαύσεώς Του”. Τό δέ παράδοξο εἶναι ὅτι ὄχι μόνο σ᾽ Αὐτόν ἀλλά καί στούς μαθητές Του συνέβη τό ἴδιο. Διότι αὐτοί πού ἄγονταν καί φέρονταν, οἱ καταφρονούμενοι, οἱ δεσμούμενοι, αὐτοί πού ἔπασχαν τά μύρια δεινά, μετά τό θάνατό τους εἶναι τιμιότεροι καί αὐτῶν τῶν βασιλέων· καί πῶς ἔγινε, πρόσεξε ἐδῶ. Στή βασιλικοτάτη πόλι Ρώμη, ἀφήνοντας τά πάντα, τρέχουν στούς τάφους τοῦ ψαρᾶ καί τοῦ σκηνοποιοῦ καί βασιλεῖς καί ὕπατοι καί στρατηγοί· καί στήν Κωνσταντινούπολι ὄχι κοντά στούς ἀποστόλους, ἀλλά ἔξω καί κοντά στήν πύλη τοῦ ναοῦ τους ἐπιθυμοῦν ὅσοι φοροῦν τά διαδήματα νά θάπτωνται τά σώματά τους, κι ἔγιναν πλέον θυρωροί τῶν ψαράδων οἱ βασιλεῖς, καί στό θάνατο δέν ντρέπονται, ἀλλά καί καμαρώνουν, ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλά καί οἱ ἀπόγονοί τους. “Καί θά εἶναι”, λέει, “τιμημένος ὁ τόπος ἀναπαύσεώς Του”. Τότε θά διαπιστώσης τό μέγεθος τῆς τιμῆς, ὅταν κατανοήσης τό σύμβολο αὐτοῦ τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου τοῦ ἐπαράτου, τοῦ θανάτου τοῦ πιό ἐπαισχύντου ἀπ᾽ ὅλους τούς θανάτους· διότι αὐτός μόνο ὁ τρόπος θανάτου ἦταν ὑπό κατάρα. Ἐννοῶ τό ἑξῆς· παλαιότερα ὅσοι ἁμάρταναν ἄλλοι καίγονταν, ἄλλοι λιθοβολοῦνταν, ἄλλοι τελείωναν τό βίο μέ ἄλλο τρόπο τιμωρίας· ὁ δέ σταυρωμένος και κρεμάμενος στό σταυρό, δέν ὑπέμενε μόνο αὐτό τό φοβερό, ὅτι ἐτιμωρεῖτο μέ τέτοια καταδίκη, ἀλλά ὅτι αὐτός ἦταν καί καταραμένος. “διότι εἶναι ἐπικατάρατος”, λέει, “καθένας πού κρεμᾶται σέ ξύλο”(πρβλ Δευτ 21, 23· βλ καί Γαλ 3, 13). Ἀλλά, ὅμως, τό ἐπάρατο αὐτό, τό ἀπευκτό, τό σύμβολο τῆς ἐσχάτης τιμωρίας, τώρα ἔγινε ποθητό καί πολύ ἀγαπητό. Διότι οὔτε στέφανος βασιλικός δέν καλλωπίζει τόσο τήν κεφαλή, ὅσο ὁ σταυρός ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπό κάθε κόσμημα τιμιότερος· κι αὐτό τό ὁποῖο ἔφριτταν ὅλοι πρίν, αὐτοῦ τώρα τό σχῆμα τό ἐπιδιώκουν τόσο πολύ ὅλοι, ὥστε νά βρίσκεται παντοῦ ἀνάμεσα στούς ἄρχοντες, στούς ἀρχομένους, στίς γυναῖκες, στούς ἄνδρες, στίς μοναχές, στίς ἔγγαμες, στούς δούλους, στούς ἐλευθέρους. Διότι ὅλοι συνεχῶς τό χαράζουν αὐτό πάνω στό ἐπισημότερο μέρος τῶν μελῶν μας, καί σάν πάνω σέ στήλη στό μέτωπο καθημερινά τό περιφέρουν σχηματισμένο. Αὐτός βρίσκεται στήν ἁγία τράπεζα, αὐτός στίς χειροτονίες τῶν ἱερέων, αὐτός πάλι μαζί μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στό μυστικό δεῖπνο διαλάμπει· αὐτόν μπορεῖ νά τό δῆ κανείς παντοῦ νά διακρίνεται, στά σπίτια, στίς ἀγορές, στίς ἐρημίες, στούς δρόμους, στά ὄρη, στίς κοιλάδες, στά βουνά, στή θάλασσα καί στά πλοῖα καί στά νησιά, στά κρεββάτια, στά ροῦχα, στά ὅπλα, καί στά νυφικά δωμάτια, στά συμπόσια, στά ἀργυρά σκεύη, στά χρυσά, στά μαργαριτάρια, στίς τοιχογραφίες, στά σώματα ἀλόγων πού κουράσθηκαν πολύ, στά σώματα πού πολιορκοῦνται ἀπό δαίμονες, στούς πολέμους, στήν εἰρήνη, τίς ἡμέρες, τίς νύκτες, στίς παρέες τῶν τρυφώντων, στίς ὁμάδες σκληραγωγουμένων· ἔτσι ἐπιδιώκουν ὅλοι τό θαυμαστό αὐτό δῶρο, τήν ἄφατη αὐτή χάρι. Κανείς δέν ντρέπεται, οὔτε κρύβεται θεωρώντας ὅτι αὐτό εἶναι σύμβολο τοῦ ἐπαράτου θανάτου, ἀλλά ὅλοι στολιζόμασθε μ᾽ αὐτό περισσότερο παρά μέ στέφανα καί διαδήματα καί μύριες περιβολές μαργαριταριῶν· ἔτσι ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀποφευκτός, ἀλλά καί ποθητός καί ἀγαπητός καί περισπούδαστος σ᾽ ὅλους, καί παντοῦ διαλάμπει καί διασκορπίζεται σέ τοίχους σπιτιῶν, σέ ὀροφές, σέ βιβλία, σέ πόλεις, σέ χωριά, σέ ἀκατοίκητα μέρη, σέ κατοικημένα. Εὐχαρίστως, λοιπόν, θά ρωτοῦσα τόν Ἕλληνα, πῶς τό σύμβολο τῆς καταδίκης αὐτῆς, τοῦ ἐπαράτου αὐτοῦ θανάτου ἔγινε ποθητό σ᾽ ὅλους, περισπούδαστο, ἄν δέν ἦταν μεγάλη ἡ δύναμι τοῦ σταυρωθέντος; ι´. Ἄν δέ ἐσύ νομίζης ὅτι αὐτό δέν εἶναι τίποτε καί ἀναισχυντῆς ἀκόμη, καί ἀντιμάχεσαι πρός τήν ἀλήθεια, καί ἐθελοτυφλῆς πρός τό φῶς, ἄς σοῦ δείξουμε καί μέ ἄλλο παράδειγμα πόσο μεγάλο εἶναι αὐτό. Μέ ποιό παράδειγμα; Ὑπάρχουν στούς δικαστές πολλοί τρόποι βασανιστηρίων, ξύλο, ἱμάντες, νύχια, μολυβδίδες, μέ τά ὁποῖα ξέουν τά σώματα καί ξεσχίζουν τά μέλη καί κρεμοῦν. Ποιός, λοιπόν, θά προτιμοῦσε αὐτά νά τά φέρη στό σπίτι του; Ποιός ἀκόμη θά καταδεχόταν νά ἀγγίξη τό χέρι τῶν δημίων πού κάνουν αὐτή τή δουλειά, ἤ νά πλησιάση γιά νά δῆ; Δέν σιχαίνονται οἱ περισσότεροι, μερικοί δέ δέν τό θεωροῦν γρουσουζιά, κι οὔτε τήν ἀφή οὔτε τήν παρακολούθησι ἀνέχονται; Δέν φεύγουν μακρυά; Δέν ἀποστρέφουν τά μάτια; Κάτι τέτοιο, βεβαίως, ἦταν παλαιότερα καί ὁ σταυρός, μᾶλλον δέ πολύ χειρότερος ἀπ᾽ αὐτά· αὐτό πού εἶπα προηγουμένως, ἦταν σύμβολο ὄχι ἁπλῶς θανάτου, ἀλλά καταραμένου θανάτου. Ἀπό ποῦ, λοιπόν, πές μου, ἔγινε τόσο περισπούδαστος ἀπ᾽ ὅλους, τόσο ποθητός σέ ὅλους, προτιμότερος πάντων; Τό ἴδιο δέ τό ξύλο ἐκεῖνο, ὅπου ἁπλώθηκε τό ἅγιο σῶμα καί καρφώθηκε, πῶς τό ἐπιζητοῦν ὅλοι μέ ζέσι; Καί λαμβάνοντας μικρό κομμάτι ἀπό ἐκεῖνο πολλοί, καί περικλείοντάς το σέ χρυσάφι, καί ἄνδρες καί γυναῖκες τό κρεμοῦν στόν τράχηλό τους καλλωπιζόμενοι, ἄν καί ἦταν σύμβολο καταδίκης τό ξύλο καί τιμωρίας; Ἀλλά Ἐκεῖνος πού ὅλα τά δημιουργεῖ καί τά μετασκευάζει, Ἐκεῖνος πού μετέτρεψε τήν οἰκουμένη ἀπό τόση κακία, καί ἔκανε τή γῆ οὐρανό, Ἐκεῖνος καί τό πρᾶγμα αὐτό, ἄν καί ἦταν ἐπονείδιστο καί τό χειρότερο ἀπό ὅλους τούς θανάτους, τό ἀνύψωσε πάνω ἀπ᾽ τούς οὐρανούς. Ὅλα, λοιπόν, αὐτά προβλέποντας ὁ προφήτης ἔλεγε· “καί θά εἶναι τιμημένος ὁ τόπος ἀναπαύσεώς Του”. Διότι αὐτό τό σύμβολο τοῦ θανάτου (δέν θά πάψω νά τό λέω συνεχῶς αὐτό) ἔγινε ὑπόθεσι πολλῆς εὐλογίας, καί τεῖχος κάθε εἴδους ἀσφαλείας, πληγή καίρια τοῦ διαβόλου, χαλινάρι τῶν δαιμόνων, φίμωτρο τῆς δυνάμεως τῶν ἐχθρῶν· αὐτό θανάτωσε τό θάνατο, αὐτό ἔσπασε τίς χαλκές πύλες τοῦ ᾅδη, συνέτριψε τούς σιδερένιους μοχλούς, κατέλυσε τήν ἀκρόπολι τοῦ διαβόλου, ἔκοψε τελείως τά νεῦρα τῆς ἁμαρτίας, ἀπελευθέρωσε ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη πού βρισκόταν ὑπό καταδίκη, ἀνέστειλε τή θεόσταλτη πληγή πού καταφερόταν κατά τῆς φύσεώς μας. Τί λέω; Ὅσα δέν μπόρεσε ἡ θάλασσα πού σχίσθηκε, οἱ πέτρες πού ἔσπασαν, ὁ ἀέρας πού μεταβλήθηκε, καί τό μάννα πού ἐπί σαράντα χρόνια σέ τόσες χιλιάδες μοιραζόταν, καί ὁ νόμος, κι ἄλλα θαύματα πού ἔγιναν καί στήν ἔρημο καί στήν Παλαιστίνη, αὐτά τά κατόρθωσε ὁ σταυρός, ὄχι σ᾽ ἔνα ἔθνος, ἀλλά σ᾽ ὅλη τήν οἰκουμένη, ὁ σταυρός, τό ἐπάρατο σύμβολο, τό ὁποῖο ὅλοι τό ἀπέφευγαν καί τό ἀπεύχονταν ὅλοι, τό ἐπονείδιστο, κατόρθωσε, μετά τό θάνατο τοῦ σταυρωθέντος, ὅλα νά τά κάνη εὔκολα. Ὄχι δέ μόνο αὐτά, ἀλλά καί τά μετέπειτα δείχνουν τήν ἰσχύ Του. Διότι τήν οἰκουμένη πού ἦταν ἄγονη ὡς πρός τήν ἀρετή, καί δέν βρισκόταν σέ καθόλου καλύτερη κατάστασι ἀπ᾽ τήν ἔρημο, οὔτε προσδοκοῦσε νά γεννήση κάτι καλό, τήν ἔκανε ταχύτατα παράδεισο καί μητέρα πολύτεκνη. Κι αὐτό ἀπ᾽ τήν ἀρχή τό προεδήλωσε ὁ προφήτης λέγοντας· “νά εὐφρανθῆ ἡ στεῖρα πού δέν γεννᾶ**,** νά κράξη καί νά φωνάξη αὐτή πού δέν κοιλοπονᾶ, διότι περισσότερα εἶναι τά τέκνα τῆς χωρίς ἄνδρα γυναίκας**,** παρά ἐκείνης πού ἔχει τόν ἄνδρα”(Ἡσ 54, 1). Τό ὅτι ἀφοῦ τήν ἔκανε τέτοια, τῆς ἔδωσε νόμο πολύ καλύτερο τοῦ προηγουμένου, οὔτε αὐτό τό ἀποσιώπησαν οἱ προφῆτες· καί κοίτα τί προλέγουν· “θά συνάψω μ᾽ αὐτούς καινούργια διαθήκη, ὄχι σύμφωνα μέ τή διαθήκη τήν ὁποία συνῆψα μέ τούς πατέρες των, τότε πού τούς πῆρα ἀπό τό χέρι γιά νά τούς βγάλω ἀπ᾽ τή γῆ τῆς Αἰγύπτου· διότι αὐτοί δέν παρέμειναν πιστοί στή διαθήκη Μου, κι ἐγώ τούς παραμέλησα, λέει ὁ Κύριος. Αὐτή εἶναι ἡ διαθήκη, τήν ὁποία θά συνάψω μ᾽ αὐτούς: θά δώσω τούς νόμους Μου στή διάνοιά τους, καί στήν καρδιά τους θά τούς ἀναγράψω”(πρβλ Ἱερ 38, 31-33). Ἔπειτα δείχνοντας καί τήν ἀθρόα μεταβολή καί τήν εὔκολη διδασκαλία, ἔλεγε· “δέν θά διδάξη καθένας τόν πλησίον του καί τόν ἀδελφό του λέγοντας· Γνώρισε τόν Κύριο, διότι ὅλοι ἀπό τό μικρό μέχρι τό μεγάλο θά Μέ γνωρίσουν”(Ἱερ 38, 34). Ὅτι ἐπρόκειτο νά δώση ἁμαρτημάτων συγχώρεσι σέ ὅλους ὅταν ἔλθη κι αὐτό πάλι τό προανεφώνησε ὁ προφήτης λέγοντας τά ἑξῆς· “Αὐτή εἶναι ἡ διαθήκη τήν ὁποία θά συνάψω μ᾽ αὐτούς: θά ἀφαιρέσω τίς ἀνομίες τους, καί δέν θά ξαναθυμηθῶ πλέον τίς ἁμαρτίες των”(πρβλ Ἱερ 38, 34**)**. Τί θά μποροῦσε νά εἶναι σαφέστερο ἀπ᾽ αὐτό; Πράγματι τήν κλῆσι τῶν ἐθνῶν, τήν ὑπεροχή τοῦ καινούργιου ἀπέναντι στόν παλαιό νόμο, τήν εὐκολία τῆς προσαγωγῆς, τή χάρι τῶν πιστῶν, καί τή δωρεά πού προέκυψε διά τοῦ βαπτίσματος, τά παρουσίασε μέ αὐτές τίς προφητεῖες. ια´. Ὅτι Αὐτός ὁ ἴδιος πού τά ἔπραξε αὐτά, ὁ ἴδιος θά παρουσιασθῆ καί ὡς κριτής μετά ἀπ᾽ αὐτά, κοίτα πῶς καί αὐτό τό προλέγουν· διότι οὔτε κι αὐτό τό παρέβλεψαν, ἄλλοι βλέποντάς Τον μέ τή μορφή, μέ τήν ὁποία πρόκειται νά ἔλθη, ἄλλοι προφητεύοντάς Τον μέ τά λόγια τους. Διότι ὁ μέν Δανιήλ, καί μάλιστα ἀνάμεσα στούς βαρβάρους Βαβυλωνίους, τόν βλέπει νά ἔρχεται ἐπί τῶν νεφελῶν· καί ἄκου τά ἴδια τά λόγια τοῦ προφήτη· “ἔβλεπα”, λέει, “καί ἰδού κάποιος πού ἔμοιαζε μέ Υἱό ἀνθρώπου ἐρχόταν πάνω στίς νεφέλες, καί ἔφθασε μέχρι τόν Παλαιό τῶν ἡμερῶν, καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιόν Του, καί Τοῦ δόθηκε ἡ ἐξουσία καί ἡ βασιλεία, καί ὅλοι οἱ λαοί, οἱ φυλές καί οἱ γλῶσσες θά Τόν ὑπηρετήσουν”(πρβλ 7, 13-14). Καί ζωγραφίζοντας τό κριτήριό Του λέει: “ἔβλεπα μέχρις ὅτου στήθηκαν δικαστικοί θρόνοι, καί ἀνοίχθηκαν βιβλία· καί πύρινος ποταμός ἔτρεχε μπροστά Του· χίλιες χιλιάδες Τόν ὑπηρετοῦσαν, καί μύριες μυριάδες στέκονταν κοντά Του”(πρβλ Δαν 7, 9-10). Ὄχι μόνο αὐτό ἀλλά δείχνει καί τήν τιμή, τήν ὁποία πρόκειται νά ἔχουν οἱ δίκαιοι, λέγοντας· “καί ἔδωσε τή νίκη στούς Ἁγίους τοῦ Ὑψίστου, καί τή βασιλεία κατέλαβαν οἱ Ἅγιοι”(Δαν 7, 22). Ὁ δέ Μαλαχίας, μᾶς παρουσιάζει καί τό ὅτι διά πυρός θά γίνη τό δικαστήριο ἐκεῖνο, λέγοντας· “Ἰδού αὐτός εἰσέρχεται στόν κόσμο σάν φωτιά καμινιοῦ καί σάν καθαριστικό χορτάρι ἐκείνων πού πλένουν”(3, 2). Εἶδες τήν ἀκρίβεια τῶν προφητῶν, πῶς προλαμβάνοντας ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νά συμβοῦν τά ἀνακήρυξαν; Πῶς, λοιπόν, ἀκόμη τολμᾶς νά ἀπιστῆς, ἀφοῦ ἔλαβες τέτοιες ἀποδείξεις τῆς δυνάμεώς Του, λόγια πού ἐκφωνήθηκαν πρίν ἀπό τόσο χρόνο, καί βλέποντας πράγματα πού συμπίπτουν μέ τά λόγια, καί ὅτι δέν πετιέται ἀπολύτως τίποτε; Καί ὅτι αὐτά δέν εἶναι δημιουργήματα δικά μας τό μαρτυροῦν αὐτοί πού καί πρῶτοι δέχθηκαν τά βιβλία καί τά κατέχουν ἀκόμη, οἱ ὁποῖοι καί ἐχθροί εἶναι καί ἀπόγονοι τῶν σταυρωτῶν, καί παρόλα αὐτά τά κατέχουν καί τά διατηροῦν. Καί πῶς δέν πιστεύουν, λένε, ἄν καί ἔχουν τά βιβλία; Διότι καί τότε ἄν καί Τόν ἔβλεπαν νά θαυματουργῆ δέν πίστευαν. Ἀλλά αὐτά δέν εἶναι σφάλμα τοῦ μή πιστευομένου, ἀλλά αὐτῶν πού ἐθελοτυφλοῦν στό καταμεσήμερο· ἐπειδή καί τόν κόσμο αὐτό τόν παρουσίασε μπροστά σ᾽ ὅλους, ὡς παναρμόνιο ὄργανο, νά ἐκπέμπη ἀπό παντοῦ φωνές καί νά ἀνακηρύττη τό δημιουργό· καί, ὅμως, ὑπάρχουν μερικοί ἄνθρωποι διακηρύσσοντας ἄλλοι μέν ὅτι ὅλα ἔγιναν ἀπό μόνα τους, ἄλλοι ὅτι ὅσα βλέπουμε εἶναι ἀδημιούργητα· ἀκόμα, ἄλλοι ἀποδίδουν τή δημιουργία αὐτῶν καί τήν πρόνοια σέ δαίμονες, ἄλλοι στήν τύχη καί τήν εἰμαρμένη, καί στό γενέθλιο ἀστερισμό, καί στήν κίνησι τῶν ἄστρων. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι καθόλου ἔγκλημα τοῦ δημιουργοῦ, ἀλλά ἡ κατηγορία βαρύνει ὅσους βρίσκονται σέ θανάσιμες ἀρρώστιες μετά ἀπό τόσα φάρμακα. Διότι ὅπως ὅταν ἡ ψυχή εἶναι εὐγνώμων, κατανοεῖ τό πρέπον, χωρίς νά χρειάζεται πολλή βοήθεια γι᾽ αὐτό· ἔτσι βεβαίως κι ὅταν εἶναι ἀγνώμων καί ἀναίσθητη, ἀκόμη κι ἄν ἔχη μυρίους χειραγωγούς, προκατειλημμένη ἀπό τά πάθη, παραμένει τυφλή. Παρατήρησε, μάλιστα, ὅτι αὐτό συμβαίνει παντοῦ, ὄχι στήν ὑπόθεσι αὐτή, ἀλλά καί ἀλλοῦ. Πόσοι, π.χ., ἄν καί δέν ἄκουσαν νόμους, ἔζησαν δείχνοντας μία ἐννομοτάτη ζωή; Ἄλλοι δέ ἄν καί ἀνατράφηκαν μέ αὐτούς τούς νόμους ἀπ᾽ τή μικρή τους ἡλικία μέχρι τό ἔσχατο γῆρας δέν ἔπαψαν νά τούς παραβαίνουν. Αὐτά συνέβαιναν καί παλιά. Πράγματι οἱ μέν Ἰουδαῖοι, ἄν καί ἀπήλαυσαν καί σημεῖα καί θαύματα μύρια, δέν ἔγιναν καλύτεροι· οἱ Νινευΐτες, ὅμως, ἀκούγοντας μόνο μία φωνή μεταβλήθηκαν, καί ἀπαλλάχθηκαν ἀπ᾽ τήν κακία. Αὐτό θά μποροῦσε νά τό δῆ κανείς νά συμβαίνη καί σέ ἄνδρες εὐτελεῖς, ὄχι μόνο σέ ἐπισήμους. Πόση διδασκαλία δέν ἀπήλαυσε ὁ Ἰούδας, καί, ὅμως, ἔγινε προδότης; Ποιά παραίνεσι ἀπήλαυσε ὁ ληστής; Καί, ὅμως, Τόν ὁμολόγησε στό σταυρό, καί ἀνακήρυξε τή βασιλεία Του! Μή, λοιπόν, σχηματίζης τίς κρίσεις τῶν πραγμάτων ἀπ᾽ τίς γνῶμες τῶν διεφθαρμένων, ἀλλά ἀπ᾽ τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων νά ἐκφέρης τή σωστή ἄποψι γιά ὅσα ἔγιναν ἀντικείμενο σωστοῦ συλλογισμοῦ. Δέν πίστεψαν οἱ Ἰουδαῖοι πίστεψαν οἱ ἐθνικοί. Καί οὔτε αὐτό ἀποσιωπήθηκε, ἀλλά ἀπ᾽ τή μία ὁ Δαυΐδ προφητεύοντας λέει: “ἀποξενωμένοι γυιοί [λόγῳ ἄσχημης συμπεριφορᾶς] ψεύσθηκαν πρός Ἐμένα, γυιοί ἀποξενωμένοι φθάρθηκαν καί κούτσαιναν στούς δρόμους των”(Ψ 17, 45, 46)· ἀπό τήν ἄλλη ὁ Ἡσαΐας λέγοντας· “Κύριε, ποιός πίστευσε στό κήρυγμά μας; καί ὁ βραχίονας τοῦ Κυρίου σέ ποιόν ἀποκαλύφθηκε κι ἔγινε παραδεκτός;”(53, 1). Καί πάλι· “βρέθηκα ἀπό ἐκείνους πού δέν Μέ ζητοῦσαν· ἀποκάλυψα τόν ἑαυτό Μου σ᾽ αὐτούς πού δέν Μέ ἱκέτευαν”(Ἡσ 65, 1). Καί στήν ἴδια τήν παρουσία Του ἡ Χαναναία καί ἡ Σαμαρεῖτις πίστεψαν· οἱ ἱερεῖς δέ καί οἱ ἄρχοντες Τόν πολεμοῦσαν καί Τόν ἐπιβουλεύονταν, καί τούς ἄλλους ἐμπόδιζαν καί τούς ἔκαναν ἀποσυναγώγους ἄν πίστευαν σ᾽ Αὐτόν. Μή σέ ξενίζουν, λοιπόν, καθόλου αὐτά. Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοια παραδείγματα καί στόν καιρό μας καί στό παρελθόν· ἄλλωστε, ἄν καί ὄχι ὅλοι, ἀλλά πολλοί καί ἀπ᾽ τούς Ἰουδαίους καί τότε καί τώρα πίστεψαν· ἄν δέν πίστεψαν ὅλοι, αὐτό δέν εἶναι οὔτε καινούργιο οὔτε παράδοξο. Τέτοιο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀγνωμοσύνη, τέτοιο ἡ ἀλόγιστη διάνοια, τέτοιο ἡ ψυχή πού εἶναι κυριευμένη ἀπ᾽ τά πάθη. Ἀλλά ἐπειδή ἀναφέραμε τίς περί Αὐτοῦ προφητεῖες πού εἰπώθηκαν ἀπ᾽ τούς προφῆτες καί ἀνακηρύχθηκαν πρίν ἀπό τόσα χρόνια, ἄς παρουσιάσουμε μπροστά σας καί τίς προφητεῖες πού εἰπώθηκαν ἀπό Αὐτόν, ὅταν περιφερόταν στή γῆ καί συναναστρεφόταν τούς ἀνθρώπους, σχετικά μέ τά μέλλοντα, γιά νά μάθης καί ἀπ᾽ αὐτό τήν ἰσχύ Του. Διότι, ὅταν ἦλθε καί ἐργαζόταν τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, καί ὅσων ζοῦσαν ἐκείνους τούς χρόνους, καί ὅσων θά ἔρχονταν στή συνέχεια, τή χειρίσθηκε μέ κάθε τρόπο. Καί κοίτα τί κάνει. Ἐπιτελεῖ θαύματα, καί προλέγει μερικά ἀπ᾽ αὐτά πού θά συμβοῦν στό ἀπώτερο μέλλον, ἐγγυώμενος στούς τότε ἀκροατές, διά τῶν συμβαινόντων θαυμάτων, τήν ἀλήθεια ὅσων θά συμβοῦν μετά ἀπό πολύ καιρό, καί, ἀπ᾽ τίς ἐκβάσεις τῶν προφητευθέντων, ἀποδεικνύοντας στούς μεταγενεστέρους ἀξιόπιστα ὅσα θαύματα ἔγιναν ἐκεῖνο τόν καιρό, καί ἀπ᾽ τή διπλή αὐτή ἀπόδειξι πιστοποιώντας καί τά σχετικά μέ τή βασιλεία. ιβ´. Πράγματι οἱ προρρήσεις Του ἦταν διπλές, οἱ μέν ἐπρόκειτο νά συμβοῦν κατά τόν παρόντα βίο, οἱ δέ κατά τή συντέλεια· καί ἡ μία συνιστοῦσε καί ἀπεδείκνυε πλήρως ἀληθινή τήν ἄλλη. Ἐννοῶ τό ἑξῆς —διότι ὁ λόγος εἶναι ἀσαφής καί θά προσπαθήσω νά τόν κάνω σαφέστερο—: Τόν ἀκολουθοῦσαν δώδεκα μαθητές· τότε τήν ὕπαρξι τῆς Ἐκκλησίας οὔτε τή φανταζόταν κανείς, ἀλλά οὔτε καί τό ὄνομα· διότι ἡ συναγωγή ἀνθοῦσε ἀκόμη. Τί εἶπε, λοιπόν, καί προφήτευσε ἐνῶ ὁλόκληρη σχεδόν ἡ οἰκουμένη κατεχόταν ἀπό ἀσέβεια; “Πάνω σ᾽ αὐτή τήν πέτρα θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία Μου καί οἱ πύλες τοῦ ᾅδου δέν θά τή νικήσουν”(Μθ 16, 18). Ὅσο θέλεις βασάνισε αὐτό τό λόγο, καί θά δῆς νά διαλάμπη ἡ ἀλήθεια του. Δέν εἶναι, βεβαίως, μόνο αὐτό θαυμαστό, ὅτι τήν οἰκοδόμησε σ᾽ ὅλη τήν οἰκουμένη, ἀλλά ὅτι τήν κατασκεύασε ἀνίκητη, καί, μάλιστα, ἀνίκητη ἐνῶ ἐνοχλεῖται ἀπό τόσους πολέμους· διότι τό· “οἱ πύλες τοῦ ᾅδου δέν θά τή νικήσουν”, εἶναι οἱ κίνδυνοι πού κατεβάζουν στόν ᾅδη. Εἶδες τήν ἀλήθεια τῆς προφητείας; Εἶδες τήν ἰσχύ τῆς ἐκβάσεως; Εἶδες λόγια πού διαλάμπουν στά γεγονότα, καί δύναμι ἀκαταμάχητη πού ὅλα τά κάνει εὔκολα; Νά μήν προσπεράσης ἀνόητα τό “θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησίαν Μου”, ἐπειδή εἶναι μικρή φράσι, ἀλλά ἀνάπτυξέ το μέ τή σκέψι σου, καί κατανόησε πόσο μεγάλο πράγματι εἶναι ὁλόκληρη τήν ὑφήλιο νά τή γεμίση μέ τόσες Ἐκκλησίες σέ σύντομο χρόνο, νά ἀλλάξη τόσα ἔθνη, νά μεταπείση λαούς, νά καταλύση πατροπαράδοτα ἔθιμα, νά ἀνασπάση ριζωμένες συνήθειες, τήν τυραννίδα τῆς ἡδονῆς, νά ἀπομακρύνη σάν σκόνη τήν ἰσχύ τῆς κακίας, καί βωμούς καί ναούς καί ξόανα καί τελετές, καί τίς μιαρές ἑορτές, καί τήν ἀκάθαρτη κνίσσα νά ἀφανίση σάν καπνό, καί παντοῦ νά στήση θυσιαστήρια, στή χώρα τῶν Ρωμαίων, τῶν Περςῶν, τῶν Σκυθῶν, τῶν Μαύρων, τῶν Ἰνδῶν· τί λέω; Καί πέρα ἀπ᾽ τή γνωστή σ᾽ ἐμᾶς οἰκουμένη. Πράγματι καί τά Βρεταννικά νησιά, πού βρίσκονται ἔξω ἀπ᾽ αὐτή τή θάλασσα [τή Μεσόγειο], καί μέσα στόν ἴδιο τόν ὠκεανό, ἔνιωσαν τή δύναμι τοῦ λόγου· διότι καί ἐκεῖ ἱδρύθηκαν Ἐκκλησίες καί θυσιαστήρια. Ἐκεῖνος ὁ λόγος, τόν ὁποῖο εἶπε τότε, φυτεύθηκε στίς ψυχές ὅλων, καί βρίσκεται στά στόματα ὅλων. Καί ὅλη, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, ἡ γῆ καθαρίσθηκε ἀπ᾽ τά ἀγκάθια μέ τά ὁποῖα ἦταν γεμάτη, καί ἔγινε καθαρό χῶμα, καί δέχθηκε τούς σπόρους τῆς εὐσεβείας. Μεγάλο, λοιπόν, ὄντως μεγάλο, μᾶλλον δέ ἀποδεικτικό στοιχεῖο ὑπερβολικῆς ἰσχύος καί θείας δυνάμεως, εἶναι τό ὅτι χωρίς νά ὑπάρξη καμμία ἐνόχλησι, ἀλλά εἰρηνική κατάστασι, καί μέ τήν συνεργασία πολλῶν, καί χωρίς νά ἐναντιωθῆ κανείς, νά μπορέση κάποιος τόσο πολυπληθῆ οἰκουμένη νά τήν ἀπαλλάξη συντομότατα ἀπ᾽ τήν πονηρά συνήθεια πού τόσο πολύ χρόνο τήν καταπίεζε, καί νά τήν ὁδηγήση σ᾽ ἄλλη πολύ δυσκολότερη. Διότι δέν ἐναντιωνόταν μόνο στή συνήθεια, ἀλλά συγκρατοῦσε καί τήν ἡδονή, δύο τυραννικά πράγματα. Πράγματι ὅσα εἶχαν παραλάβει πρίν ἀπό πολλά χρόνια ἀπ᾽ τούς πατέρες καί τούς παπποῦδες καί τούς προπάππους καί τούς παλαιοτέρους προγόνους, καί τούς φιλοσόφους καί τούς ρήτορες, αὐτά πείθονταν νά τά ἀπορρίψουν· μολονότι ἦταν δυσκολότατο, ἁπλῶς καί τό νά δεχθοῦν κάποια καινούργια συνήθεια πού εἰσέβαλε, καί, τό ἀκόμη δυσκολότερο, πολύ πιό ἐπίπονη. Διότι ἀπομάκρυνε ἀπ᾽ τήν τρυφή καί ὁδηγοῦσε στή νηστεία· ἀπομάκρυνε ἀπ᾽ τή φιλοχρηματία, καί ὁδηγοῦσε στήν ἀκτημοσύνη· ἀπομάκρυνε ἀπ᾽ τήν ἀσέλγεια, καί ὁδηγοῦσε στή σωφροσύνη· ἀπομάκρυνε ἀπ᾽ τό θυμό, καί ὁδηγοῦσε στήν πραότητα· ἀπομάκρυνε ἀπ᾽ τό φθόνο, καί ὁδηγοῦσε στή φιλοφροσύνη· ἀπομάκρυνε ἀπ᾽ τήν πλατειά καί εὐρύχωρη ὁδό, καί ὁδηγοῦσε στή στενή καί τεθλιμμένη καί ἀπόκρημνη, καί τούς ὁδηγοῦσε ἐπειδή εἶχαν ἀνατραφῆ στήν πλατειά ὁδό. Διότι, βεβαίως, δέν πῆρε ἄλλους ἀνθρώπους ἔξω ἀπ᾽ τήν οἰκουμένη καί τή συνήθειά της, ἀλλά τούς ἴδιους ἐκείνους πού εἶχαν σαπίσει μέσα σ᾽ αὐτά καί εἶχαν γίνει μαλακότεροι ἀπ᾽ τόν πηλό, αὐτούς προέτρεψε νά πορευθοῦν τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, τήν τραχιά καί σκληρή, καί τούς ἔπειθε. Καί πόσους ἔπειθε; Ὄχι δύο καί δέκα καί εἴκοσι καί ἑκατό, ἀλλά ὅλους σχεδόν ὅσοι κατοικοῦν τήν ὑφήλιο. Καί μέ ποιούς τούς ἔπειθε; Μέ ἕνδεκα ἀνθρώπους ἀγραμμάτους, κοινούς, ἀγλώσσους, ἀσήμους, πτωχούς, πού δέν εἶχαν πατρίδα, δέν εἶχαν χρηματικές περιουσίες, δέν εἶχαν δύναμι σώματος, δέν εἶχαν ὑψηλοφροσύνη δόξας, δέν εἶχαν προγόνων λαμπρότητα, δέν εἶχαν ἰσχύ λόγων, δέν εἶχαν δεινότητα ρητορείας, δέν εἶχαν τήν ἡγετική θέσι πού ὀφείλεται στή γνῶσι, ἀλλά ἦταν ψαράδες, σκηνοποιοί, ἑτερόγλωσσοι. Διότι δέν μιλοῦσαν τήν ἴδια γλῶσσα μ᾽ αὐτούς τούς ὁποίους προσπαθοῦσαν νά πείσουν, ἀλλά γνώριζαν κάποια ξένη καί παρηλλαγμένη γλῶσσα ὡς πρός ὅλες τίς γλῶσσες, ἐννοῶ τήν Ἑβραϊκή, καί δι᾽ αὐτῶν οἰκοδόμησε αὐτή τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἁπλώνεται ἀπ᾽ τή μία ἄκρη ὥς τήν ἄλλη. ιγ´. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό τό θαυμαστό, ἀλλά τό ὅτι οἱ κοινοί αὐτοί ἄνθρωποι καί πτωχοί καί ὁλιγάριθμοι καί ἄσημοι καί ἀγράμματοι καί εὐτελεῖς καί ἑτερόφωνοι καί εὐκαταφρόνητοι, πού τούς παρέδωσαν τή διόρθωσι ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης, καί διατάχθηκαν νά τήν ὁδηγήσουν σέ πράγματα πολύ δυσκολότερα, δέν τά ἔκαναν αὐτά σέ εἰρηνική κατάστασι, ἀλλά ἐνῶ ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τους μύριοι πόλεμοι ἀπ᾽ ὅλες τίς μεριές. Σέ κάθε ἔθνος καί σέ κάθε πόλι· τί λέω σέ κάθε ἔθνος καί κάθε πόλι; Σέ κάθε σπίτι ξεσποῦσε πόλεμος ἐναντίον τους. Διότι καθώς εἰσερχόταν ἡ διδασκαλία καί διαχώριζε πολλές φορές παιδί ἀπό πατέρα, νύφη ἀπό πεθερά, ἀδελφό ἀπό ἀδελφό, δοῦλο ἀπό κύριο, ἀρχόμενο ἀπό ἄρχοντα, ἄνδρα ἀπό γυναῖκα, γυναῖκα ἀπό ἄνδρα, πατέρα ἀπό παιδιά, διότι, βέβαια, δέν πίστευαν ταυτόχρονα ὅλοι, αὐτό τούς δημιούργησε καθημερινές ἀπέχθειες, συνεχεῖς πολέμους, μυρίους θανάτους, κι ἔγινε αἰτία νά τούς ἀποστρέφωνται σάν κοινούς ἐχθρούς καί ἐπιβούλους. Πράγματι ὅλοι τούς ἔδιωχναν, βασιλεῖς, ἄρχοντες, κοινοί ἄνθρωποι, ἐλεύθεροι, δοῦλοι, δῆμοι, πόλεις· κι ὄχι μόνο αὐτούς, ἀλλά καί τό χειρότερο, τούς νεοπαγεῖς ἀκόμη στήν πίστι, τούς κατηχημένους ἀπ᾽ αὐτούς. Διότι πολεμοῦσαν ἀπό κοινοῦ καί τούς μαθητές καί τούς διδασκάλους, ἐπειδή ἡ διδασκαλία ἐμφανιζόταν ἀντίθετη καί στά βασιλικά διατάγματα καί στή συνήθεια καί στά πατροπαράδοτα ἔθιμα. Πράγματι προέτρεπαν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπ᾽ τά εἴδωλα, νά περιφρονοῦν τούς βωμούς, τούς ὁποίους οἱ πατέρες τους καί ὅλοι οἱ πρόγονοι ὑπηρέτησαν, νά ἀπέχουν ἀπ᾽ τά μυσαρά δόγματα, νά περιγελοῦν ἑορτές, νά ἀποπτύουν τίς τελετές· αὐτά φαίνονταν σ᾽ ἐκείνους ὅτι εἶναι φρικωδέστατα καί φοβερότατα, καί γι᾽ αὐτά καί τήν ψυχή τους θά πρόσφεραν, παρά νά προτιμήσουν ὅσα λέγονταν ἀπ᾽ αὐτούς, καί νά πιστέψουν στόν τεχθέντα ἀπ᾽ τή Μαρία, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε στό ἡγεμονικό δικαστήριο, ἐμπτύσθηκε, ἔπαθε μύρια δεινά, ὑπέμεινε τόν ἐπάρατο θάνατο, τάφηκε, ἀνέστη. Καί τό παράδοξο εἶναι, ὅτι τά σχετικά μέ τό πάθος Του ἦταν φανερά σ᾽ ὅλους, οἱ μαστιγώσεις, τά κτυπήματα στή γνάθο, οἱ ἐξευτελισμοί τοῦ προσώπου πού ἔγιναν διά τῶν ἐμπτυσμάτων, τά ραπίσματα, ὁ σταυρός, ἡ πολλή χλεύη, ἡ διακωμώδησι ἀπ᾽ ὅλους, ἡ ταφή πού ἔγινε σέ τόπο χαρισμένο· τά σχετικά, ὅμως, μέ τήν ἀνάστασι δέν ἦταν καθόλου φανερά· διότι μόνο σ᾽ αὐτούς ἐμφανίσθηκε ἀναστημένος· παρά ταῦτα κι αὐτά λέγοντας ἔπειθαν, κι ἔτσι οἰκοδομοῦσαν τήν Ἐκκλησία. Πῶς καί μέ ποιό τρόπο; Μέ τή δύναμι Αὐτοῦ πού τούς τά πρόσταξε αὐτά· διότι Αὐτός προετοίμαζε τό δρόμο, Αὐτός ὅλα τά δύσκολα τά ἔκανε εὔκολα. Πράγματι ἄν δέν ἦταν κάποια θεία δύναμι αὐτή πού τά κατόρθωσε αὐτά, οὔτε κἄν θά ἄρχιζαν· πῶς θά μποροῦσε νά γίνη κάτι τέτοιο; Ἀλλά Ἐκεῖνος πού εἶπε, Νά γίνη οὐρανός, καί παρουσίασε τό ἔργο· καί, Νά θεμελιωθῆ ἡ γῆ, και δημιούργησε τήν οὐσία· καί, Νά λάμπη ὁ ἥλιος, καί ἔδειξε τό ἄστρο, καί τά δημιούργησε ὅλα μέ τό λόγο Του, Αὐτός φύτευσε καί τίς Ἐκκλησίες τοῦτες· καί ὁ λόγος ἐκεῖνος, τό “θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία Μου”, Αὐτός ἔκανε τά πάντα. Πράγματι τέτοιοι εἶναι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ, δημιουργοί ἔργων, ἔργων θαυμαστῶν καί παραδόξων. Διότι ὅπως εἶπε· “ἄς βλαστήση ἡ γῆ χορτάρι”(Γεν 1, 11), κι ὅλα ἀμέσως ἔγιναν παράδεισος, κι ὅλα λειβάδια, κι ἔβγαλε μύρια φυτά ἡ γῆ πού δέχθηκε τή ἐντολή· ἔτσι καί τώρα εἶπε· “θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία Μου”, καί μέ πολλή εὐκολία ἔγινε αὐτό· καί μολονότι καί τύραννοι ἐξοπλίσθηκαν ἐναντίον της, καί στρατιῶτες πῆραν τά ὅπλα, καί δῆμοι μαίνονταν σφοδρότερα ἀπ᾽ τή φωτιά, καί ἡ συνήθεια ἀντιστρατευόταν, καί ρήτορες καί σοφιστές καί πλούσιοι καί κοινοί ἄνθρωποι καί ἄρχοντες ξεσηκώνονταν, ἐρχόμενη ἡ διδασκαλία σφοδρότερα κι ἀπ᾽ τή φωτιά, ἔκαψε τά ἀγκάθια, καθάρισε τά χωράφια, ἔσπειρε τό λόγο τοῦ κηρύγματος· κι ἄν κι ἀπ᾽ ὅσους πίστεψαν ἄλλοι μπῆκαν στή φυλακή, ἄλλοι ἐξορίσθηκαν, ἄλλοι ἔχασαν τήν περιουσία τους, ἄλλοι θανατώθηκαν καί ἀκρωτηριάσθηκαν, ἄλλοι παραδόθηκαν στή φωτιά, ἄλλοι καταποντίσθηκαν καί ὑπέμειναν κάθε εἶδος τιμωρίας, ἀτιμάσθηκαν, ἀπομακρύνθηκαν, διώχθηκαν ὡς κοινοί ἐχθροί ἀπό παντοῦ, ἄλλοι περισσότεροι προςῆλθαν, ὄχι μόνο μή γινόμενοι καθόλου ὀκνηρότεροι στό νά πιστεύσουν, ἐξ αἰτίας ὅσων ἔπασχαν ἄλλοι, ἀλλά καί προθυμότεροι, καί μέ μεγαλύτερη ὁρμή πηδώντας στό καλό αὐτό θήραμα· κι ἔτσι ἁλιεύονταν, ὄχι ἐξαναγκαζόμενοι, ὄχι πιεζόμενοι, ἀλλά προστρέχοντας, εὐγνωμονώντας ὅσους τούς ὁδηγοῦσαν σ᾽ αὐτό· καί βλέποντας χειμάρρους αἱμάτων νά τρέχουν ἀπό ὅσους ἤδη εἶχαν πιστέψει, γίνονταν θερμότεροι στήν πίστι καί πιό θαρραλέοι· καί γίνονταν οἱ μαθητευόμενοι περισσότεροι καί πολύ καλλίτεροι, ὄχι μόνο ἀπ᾽ τούς μαθητές, ἀλλά καί ἀπ᾽ τούς διδασκάλους, ἀπ᾽ τούς ὁποίους ἄλλοι μέν ἦταν δέσμιοι, ἄλλοι ἐξόριστοι, ἄλλοι μαστιζόμενοι, ἄλλοι, τέλος, πάθαιναν κάθε εἴδους μύρια κακά. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας· ὥστε “οἱ περισσότεροι τῶν ἀδελφῶν μέ τή χάρι τοῦ Κυρίου, στηριζόμενοι στά δεσμά μου, τολμοῦν περισσότερο νά κηρύσσουν τό λόγο ἄφοβα”(πρβλ Φλπ 1, 14). Καί ἀλλοῦ πάλι· “διότι ἐσεῖς γίνατε μιμητές τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ πού βρίσκονται στήν Ἰουδαία, ἀφοῦ πάθατε τά ἴδια κι ἐσεῖς ἀπό τούς ὁμοεθνεῖς σας, καθώς καί αὐτοί ἀπό τούς Ἰουδαίους πού φόνευσαν καί τόν Κύριο Ἰησοῦ, καί ἐμποδίζουν κι ἐμᾶς νά κηρύττουμε στά ἔθνη γιά νά σωθοῦν”(πρβλ Α´ Θες 2, 14-16). Σέ ἄλλους πάλι γράφοντας ἔλεγε τά ἑξῆς· “νά θυμᾶσθε δέτίς πρῶτες ἡμέρες, κατά τίς ὁποῖες μετά τή βάπτισί σας ὑπομείνατε μεγάλο ἀγῶνα παθημάτων,γνωρίζοντας ὅτι ἔχετε γιά τούς ἑαυτούς σας ἀνώτερη καί μόνιμη περιουσία στόν οὐρανό”(πρβλ Ἑβρ 10, 32, 34). Εἶδες τήν ὑπερβολή τῆς δυνάμεως Ἐκείνου πού τά πραγματοποίησε αὐτά; Διότι ὄχι μόνο δέν ἀθυμοῦσαν, ὄχι μόνο δέν θλίβονταν παθαίνοντας αὐτά, ἀλλά καί χαίρονταν, σκιρτοῦσαν, πηδοῦσαν. Καί τά λέει αὐτά αὐτός γιά τούτους μέν, πού δέχθηκαν μέ εὐχαρίστησι τή δήμευσι τῆς περιουσίας των· σχετικά δέ μέ τούς διδασκάλους ὁ Λουκᾶς στό βιβλίο τῶν Πράξεων (5, 41), λέει ὅτι ἔφευγαν ἀπ᾽ τό συνέδριο χαρούμενοι διότι ἀξιώθηκαν γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νά ἀτιμασθοῦν. Σχετικά δέ μέ τόν ἑαυτό του λέει πάλι ὁ Παῦλος· “χαίρομαι μέ τά παθήματά μου, καί ἀναπληρώνω τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ στή σάρκα μου”(πρβλ Κολ 1, 24). Καί γιατί θαυμάζεις, πού χαιρόταν καί γιά τά παθήματα, ἐφόσον κι ἐνῶ ἐπρόκειτο νά ὑπομείνη θάνατο ὄχι μόνο χαιρόταν, ἀλλά καλοῦσε καί τούς μαθητές σέ κοινωνία τῆς εὐφροσύνης, πρᾶγμα πού χαρακτήριζε ψυχή ὑπερβολικά εὐφραινομένη, λέγοντας τά ἑξῆς· “χαίρομαι καί συγχαίρω μαζύ μέ ὅλους σας, παρομοίως δέ καί σεῖς χαίρετε καί συγχαίρετε μέ μένα”(Φλπ 2, 17, 18). Τί ἔγινε, πές μας, καί πλημμύρισες μέ τόση χαρά; “Ἐγώ”, λέει, “ἤδη θυσιάζομαι καί ὁ καιρός τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἔφθασε”(Β´ Τιμ 4, 6). ιδ´. Ἔτσι, λοιπόν, οἰκοδομοῦσαν τήν πανταχοῦ Ἐκκλησία. Μολονότι οὔτε ἕνα τοῖχο δέν θά μποροῦσε κανείς νά οἰκοδομήση φτιάχνοντας τήν οἰκοδομή μέ πέτρες καί ἀσβέστη, ἄν τόν ἀπομάκρυναν ἤ τόν ἐμπόδιζαν· αὐτοί, ὅμως, τόσες Ἐκκλησίες σ᾽ ὅλα τά μέρη τῆς οἰκουμένης οἰκοδόμησαν, τραυματιζόμενοι, ὑποβαλλόμενοι σέ δεσμά, διωκόμενοι, φυγαδευόμενοι, δημευόμενοι, μαστιγούμενοι, σφαττόμενοι, καιόμενοι, καταποντιζόμενοι μέ τούς μαθητές τους· καί οἰκοδόμησαν ὄχι μέ πέτρες, ἀλλά μέ ψυχές καί προαιρέσεις, πρᾶγμα πολύ δυσκολότερο ἀπ᾽ τό νά οἰκοδομήσουν μέ πέτρες. Πράγματι, δέν εἶναι τό ἴδιο νά κτίσης τοῖχο, μέ τό νά πείσης νά μεταστραφῆ μία ψυχή πού ἐπί τόσα χρόνια εἶχε ἀλλοτριωθῆ ἀπ᾽ τούς δαίμονες, καί νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό ἐκείνη τή μανία, καί νά προσέλθη σέ τόση σωφροσύνη. Ἀλλά, ὅμως, τό κατόρθωσαν γυμνοί καί ἀνυπόδετοι, μονοχίτωνες περιερχόμενοι ὅλη τήν οἰκουμένη· διότι εἶχαν σύμμαχο καί βοηθό τήν ἀκαταμάχητη δύναμι αὐτοῦ πού εἶπε· “Πάνω σ᾽ αὐτή τήν πέτρα θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία Μου καί οἱ πύλες τοῦ ᾅδου δέν θά τή νικήσουν”(πρβλ Μθ 16, 18). Μέτρησε πράγματι, πόσοι τύραννοι ἀπό τότε ἀντιπαρατάχθηκαν σ᾽ αὐτήν, πόσοι ξεκίνησαν διωγμούς φοβεροτάτους, σέ ποιά κατάστασι βρισκόταν ὅλο τόν προηγούμενο καιρό ὅταν ἡ πίστι ἦταν νεόφυτη, ὅταν ἦταν ἁπαλότερες οἱ διάνοιες τῶν ἀνθρώπων. ιε´. Εἰδωλολάτρες βασιλεῖς ὑπῆρχαν, ὁ Αὔγουστος, ὁ Τιβέριος, ὁ Γάιος, ὁ Νέρων, ὁ Οὐεσπασιανός, ὁ Τίτος, καί μετά ἀπ᾽ αὐτόν, ὅλοι μέχρι τόν καιρό τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως· καί ὅλοι αὐτοί, ἄλλοι λιγότερο, ἄλλοι περισσότερο πολεμοῦσαν τήν Ἐκκλησία, πολεμοῦσαν, ὅμως, ὅλοι. Ἅν δέ κάποιοι ἀπ᾽ αὐτούς ἀποφάσισαν νά σταματήσουν, αὐτό καί μόνο, τό ὅτι οἱ βασιλεῖς φαίνονταν ξεκάθαρα ἀσεβεῖς [πρός τά πατρῶα μέ τό νά μήν κυνηγοῦν τούς Χριστιανούς], γινόταν ἀφορμή πολέμων, ἀφοῦ οἱ ἄλλοι τούς κολάκευαν, καί τούς βοηθοῦσαν στόν πόλεμο ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλες, ὅμως, αὐτές οἱ ἐπιβουλές καί οἱ ἔφοδοι διασπάσθηκαν εὐκολότερα ἀπό ἀραχνοϊστό, διαλύθηκαν γρηγορότερα ἀπό καπνό, παρῆλθαν ταχύτερα ἀπό σκόνη. Πράγματι οἱ διῶκτες, ὄχι μόνο ἐνῶ ζοῦσαν, ἀλλά καί ἀφοῦ πέθαναν, ἔγιναν ἀφορμή μεγάλης ὠφελείας γιά τούς ἑπομένους, δι᾽ ἐκείνων τούς ὁποίους ἐπιβουλεύθηκαν, ἀφοῦ δημιούργησαν μεγάλο χορό μαρτύρων, καί ἄφησαν ἐκείνους τούς ἀθανάτους θησαυρούς τῆς Ἐκκλησίας, τούς στύλους, τούς πύργους. Εἶδες τήν ἰσχύ τῆς προφητείας· “καί οἱ πύλες τοῦ ᾅδου δέν θά τή νικήσουν”; Ἀπ᾽ αὐτά πίστευε σχετικά μέ τά μέλλοντα, κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέση νά τά καταλύση αὐτά. Πράγματι ἄν, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖτο ἀπό λίγους, ὅταν τό πρᾶγμα ἔμοιαζε μέ καινοτομία, ὅταν ἦταν νεοπαγής ἡ διδασκαλία, ὅταν ἦταν τέτοιοι οἱ πόλεμοι, καί τόσες οἱ μάχες πού ἁναρριπίζονταν ἀπό παντοῦ, δέν ὑπερίσχυσαν, δέν νίκησαν, πολύ περισσότερο ὅταν αὐτή κατέλαβε ὅλη τήν οἰκουμένη καί κάθε τόπο, καί ὄρη καί κοιλάδες, καί βουνά. Πράγματι καί τή θάλασσα, καί ὅλα τά ἔθνη πού βρίσκονται κάτω ἀπ᾽ τόν ἥλιο τά κατέλαβε, ἐνῶ ἡ ἀσέβεια περιορίσθηκε σέ λίγους πλέον, καί παραμερίσθηκαν καί βωμοί καί ναοί καί εἴδωλα, καί ὅλα, καί ἑορτές καί τελετές καί καπνός καί κνίσσα καί μιαρές πανηγύρεις. Πῶς, λοιπόν, μία τόσο μεγάλη καί τέτοιου εἴδους ὑπόθεσι, μέ τόσα ἐμπόδια ἔγινε και ἔφθασε σέ λαμπρό ἀποτέλεσμα καί εἶχε ἔκβασι πού μαρτυροῦσε τήν ἀλήθεια, ἄν δέν ὑπῆρχε κάποια θεία καί ἀκαταμάχητη δύναμι Αὐτοῦ πού τά προεῖπε καί τά ἐπιτέλεσε αὐτά; Κανείς δέν θά μποροῦσε νά ἀντιλέξη σ᾽ αὐτά, ἄν δέν ἀνῆκε στούς πολύ τρελλούς καί ἔκφρονες, καί τούς παράφρονες κατά τή φύσι. Ὄχι δέ μόνο αὐτές, ἀλλά κι ἄλλες προφητεῖες ἀνακηρύττουν τήν ἀκαταμάχητη δύναμί Του. Πράγματι προεῖπε τά μέλλοντα μέ κάθε ἀλήθεια καί τά ὁλοκλήρωσε· καί εἶναι ἀδύνατον νά ἐκπέση κάτι ἀπ᾽ ὅσα λέχθησαν ἀπό Ἐκεῖνον· εἶναι εὐκολότερο νά ἀφανισθῆ ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός, παρά κάτι ἀπ᾽ τούς λόγους του καί τίς προφητεῖες Του νά ἐλεγχθῆ ὡς ψευδές. Γι᾽ αὐτό κι ὁ Ἴδιος καί πρίν τήν ἔκβασι τῶν πραγμάτων, δηλώνοντας αὐτό ἀκριβῶς, ἔτσι σαφῶς ἀποφάνθηκε σχετικά μέ ὅσα εἰπώθηκαν ἀπ᾽ Αὐτόν, λέγοντας· “ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά παρέλθουν, οἱ λόγοι Μου, ὅμως, δέν θά παρέλθουν”(Μθ 24, 35). Καί εἶναι πολύ φυσικό. Διότι δέν εἶναι ἁπλοί λόγοι, ἀλλά λόγοι Θεοῦ, δημιουργοί ἔργων· ἔτσι δημιούργησε τόν οὐρανό, τή γῆ, τή θάλασσα, τόν ἥλιο, τούς δήμους τῶν ἀγγέλων, τίς ἄλλες ἀόρατες δυνάμεις. Κι αὐτό ἀποσαφηνίζοντας ὁ Προφήτης ἀνέφερε· “Αὐτός εἶπε, καί ἦρθαν στήν ὕπαρξι· αὐτός ἔδωσε ἐντολή, καί δημιουργήθησαν”(Ψ 148, 5), λέγοντας αὐτά σχετικά μέ ὅλη τή φύσι, τήν ἄνω, τήν κάτω, τήν αἰσθητή, τή νοερά, τή σωματική, τήν ἀσώματη. Ἀπέδειξε, λοιπόν, ὅπως εἶπα, καί ἡ περί τῆς Ἐκκλησίας προφητεία τό μέγεθος, τόν ὄγκο, τήν ὑπερβολή τῆς ἀληθείας Αὐτοῦ, τῆς προνοίας, τῆς ἀγαθότητος καί τῆς κηδεμονίας. ΙΣ´. Ἄς μεταχειρισθοῦμε, λοιπόν, κι ἄλλη προφητεία, ἡ ὁποία λάμπει περισσότερο ἀπ᾽ τόν ἥλιο, καί εἶναι πιό φωτεινή ἀπ᾽ τήν ἀκτίνα, καί βρίσκεται μπροστά στά μάτια ὅλων, καί ἐπεκτείνεται σ᾽ ὅλες τίς μετέπειτα γενεές, ὅπως καί ἡ προηγουμένη. Πράγματι τέτοιες εἶναι οἱ περισσότερες προφητεῖες Του. Δέν περατώνονται σέ σύντομο χρόνο, οὔτε συντελοῦνται σέ μία γενεά, ἀλλά σ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ὑπάρχουν τώρα, πού θά ὑπάρξουν ἀμέσως μετά, πού θά ἔλθουν μετά ἀπό ἐκείνους, καί τούς ἑπομένους πάλι καί ὅσους φθάνουν ὥς τή συντέλεια· σ᾽ ὅλους παρέχουν τή δυνατότητα νά μάθουν πλήρως τῆς δικῆς Του ἀληθείας τήν ἰσχύ, ὅπως, ἀκριβῶς, ἔγινε καί μέ τήν προηγουμένη πρόρρησι. Διότι ἀπ᾽ τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία λέχθηκε, μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰῶνος, στέκει σταθερή καί ἀκίνητη, ἀνθίζοντας, λάμποντας, ἀκμάζοντας καθημερινά, αὐξανομένη, προχωρώντας σέ περισσότερη δύναμι, παρέχοντας σ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀπό τότε μέχρι τή δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ τή δυνατότητα νά καρπώνωνται τά μέγιστα ἀγαθά ἀπ᾽ αὐτήν, καί νά δρέπωνται ἄφατη ὠφέλεια. Πράγματι καί οἱ πρίν ἀπό ἐμᾶς, καί οἱ πρίν ἀπό ἐκείνους, καί οἱ ἀκόμη παλαιότεροι, γνώρισαν τή δύναμί της, τούς μέν πολέμους βλέποντας νά ἐνσκήπτουν σ᾽ αὐτήν, καί τούς κινδύνους καί τίς ταραχές, τούς θορύβους καί τά κύματα καί τούς χειμῶνες, διαπιστώνοντας ταυτόχρονα ὅτι αὐτή δέν καταποντίζεται, δέν νικᾶται, δέν κυριεύεται, δέν σβήνει, ἀλλά ἀνθεῖ, αὐξάνεται καί ὑψώνεται περισσότερο. Κι αὐτή, λοιπόν, τήν ὁποία πρόκειται τώρα νά πῶ, εἶναι τέτοια στό νά ἀποδείξη τή δύναμί Του καί τήν ἀληθεία τῶν λεγομένων. Ποιά εἶναι δέ αὐτή; Μπαίνοντας κάποτε στόν Ἰουδαϊκό ναό ὁ ὁποῖος τότε ἀνθοῦσε καί ἔλαμπε πολύ ἀπ᾽ ὅλες τίς μεριές ἀπ᾽ τό χρυσάφι καί τό κάλλος καί τό μέγεθος τῶν οἰκοδομῶν, καί εἶχε κι ὅλη τήν ἄλλη πολυτέλεια, τήν προερχομένη ἀπ᾽ τήν τέχνη καί τά ὑλικά, καθώς οἱ μαθητές εἶχαν ἐκπλαγῆ, τί λέει; “Δέν τά βλέπετε ὅλα αὐτά; Ἀλήθεια σᾶς λέω, δέν θά μείνη ἐδῶ λίθος πάνω σέ λίθο”(Μθ 24, 2)· ὑποδηλώνοντας τήν μετά ἀπ᾽ αὐτά κατασκαφή τοῦ ναοῦ, τήν πανωλεθρία, τήν ἐρήμωσι, τά ἐρείπια τά τωρινά στά Ἱεροσόλυμα· διότι ἐρείπια ἔγιναν ὅλα ἐκεῖνα τά λαμπρά καί περιφανῆ οἰκοδομήματα. Εἶδες καί στίς δύο προφητεῖες τή μεγάλη Του καί ἀπερίγραπτη ἰσχύ, στό νά οἰκοδομῆ καί νά πληθύνη ὅσους Τόν ὑπηρετοῦν, ἐνῶ αὐτούς πού Τοῦ ἐπιτίθενται νά τούς ταπεινώνη, νά τούς καταστρέφη καί νά τούς ξερριζώνη τελείως; Πράγματι δέν ὑπῆρχε καθόλου τέτοιος ναός, οὔτε τόσο φημισμένος, πού ν᾽ ἀπολαμβάνη τέτοια φροντίδα. Διότι οἱ Ἰουδαῖοι πού κατοικοῦσαν σ᾽ ὅλη τή γῆ, ἀκόμη καί στά πέρατά της, ἔρχονταν ἐκεῖ τά παλιά χρόνια, φέρνοντας δῶρα καί θυσίες καί προσφορές καί πρωτοκαρπούς καί πολλά ἄλλα, καί καλλωπίζοντας τό ναό μέ τόν πλοῦτο τῆς οἰκουμένης· κι ὅλοι ἐκεῖ συνέρρεαν οἱ ἀπό παντοῦ προσήλυτοι Ἰουδαῖοι, καί ἦταν πολύ γνωστό τό ὄνομα τοῦ τόπου, φθάνοντας μέχρι τίς ἐσχατιές τῆς οἰκουμένης. Ἀλλά ἕνας λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀφάνισε καί κατέστρεψε ὅλα ἐκεῖνα, καί σάν σκόνη τά ἔβγαλε ἀπ᾽ τή μέση· καί ἐκεῖ ὅπου οὔτε κἄν ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, μᾶλλον δέ οὔτε ὅλοι οἱ ἱερεῖς, ἀλλά μόνο ὁ ἕνας πού εἶχε τήν ἀρχιερωσύνη ἐπιτρεπόταν νά μπῆ, καί αὐτό μόνο μία φορά τό χρόνο μέ στολή καί στεφάνους καί μίτρες, καί κάποια ἄλλη ἱερή ἐσθῆτα, τώρα ἐπιτρέπεται νά πηγαίνουν καί πόρνοι καί κίναιδοι καί χρηματιζόμενοι ἐραστές καί μοιχοί καί κανείς δέν ἐμποδίζει· διότι ἐκεῖνος ὁ λόγος ἦλθε καί τά ἀφάνισε ὅλα καί τά κατέλυσε· καί παραμένει τόσο μέρος τοῦ ναοῦ, ὅσο νά δείχνη ποῦ ἦταν ὁ ναός παλιά. Κατάλαβε, λοιπόν, πόσης δυνάμεως ἀποτέλεσμα ἦταν κι αὐτό. Πράγματι αὐτοί πού κατόρθωσαν τόσα, κι ἔθνη και βασιλεῖς νίκησαν καί ἀναίμακτα ἐπικράτησαν σέ πολέμους παντοῦ, καί μύρια τρόπαια ἔστησαν καινούργια καί παράδοξα, αὐτοί ἕνα ναό ἀπό τότε μέχρι σήμερα δέν μπόρεσαν νά οἰκοδομήσουν· κι αὐτά ἐνῶ τόσοι βασιλεῖς πέρασαν καί συνεργάσθηκαν μαζί τους, καί τόσο πλῆθος δικό τους εἶναι ἁπλωμένο στήν οἰκουμένη, καί τόσα χρήματα ἦταν στή διάθεσί τους. Εἶδες πῶς ὅσα οἰκοδόμησε ὁ Χριστός κανείς δέν τά γκρέμισε, καί ὅσα γκρέμισε κανείς δέν τά οἰκοδόμησε; Οἰκοδόμησε τήν Ἐκκλησία, καί κανείς δέν θά μποροῦσε νά τήν γκρεμίση· κατέλυσε τό ναό, καί δέν μπορεῖ κανείς νά τόν ἀνεγείρη, καί μάλιστα σέ τόσο μακρό χρονικό διάστημα. Μολονότι καί τήν Ἐκκλησία ἐπιχείρησαν νά γκρεμίσουν, ἀλλά δέν τά κατάφεραν· καί τό ναό προσπάθησαν νά ἀνεγείρουν, ἀλλά δέν μπόρεσαν. Ἐπετράπη δέ κι αὐτό, γιά νά μή μπορῆ κανείς νά πῆ, ὅτι ἄν ἐπιχειροῦσαν θά τό κατόρθωναν. Ἰδού, λοιπόν, καί ἐπιχείρησαν, καί δέν κατάφεραν τίποτε. Πράγματι στή γενεά μας, ὁ βασιλιάς [Ἰουλιανός], πού τούς ξεπέρασε ὅλους σέ ἀσέβεια, καί τούς ἔδωσε ἐξουσία τότε καί συνεργάσθηκε καί ξεκίνησε τό ἔργο, καί οὔτε λίγο δέν μπόρεσαν νά προχωρήσουν, ἀλλά φωτιά πού ξεπήδησε ἀπ᾽ τά θεμέλια τούς ἀπομάκρυνε ὅλους αὐτούς. Ὅτι δέ θέλησαν, καί αὐτοῦ ἀπόδειξι εἶναι μέχρι τώρα τά θεμέλια τά ἀπογυμνωθέντα, γιά νά δῆς, ὅτι ἐπιχείρησαν μέν νά σκάψουν, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά οἰκοδομήσουν, καθώς ἡ ἀπόφασι αὐτή {τοῦ Χριστοῦ} τούς ἐμπόδισε. [Παλαιότερα], μολονότι εἶχε ἤδη καταλυθῆ ὁ ναός αὐτός, καί, ὅταν ἐπανῆλθαν μετά ἀπό ἑβδομῆντα ἔτη, ἀμέσως ὑψώθηκε, κι ἔγινε λαμπρότερος ἀπ᾽ τόν προηγούμενο· καί τό λένε αὐτό, καί τό προλέγουν, πρίν γίνη, οἱ προφῆτες. Τώρα, ὅμως, πέρασε καί τό τετρακοσιοστό ἔτος, καί οὔτε σκέψι, οὔτε προσδοκία, οὔτε ἐλπίδα ὑπάρχει νά ξαναϋπάρξη αὐτός. Ἄν καί ποιό θά ἦταν τό ἐμπόδιο, παρά μόνο μία θεία δύναμι πού θά ἀντιστρατευόταν; Δέν ἔχουν αὐτοί πολύ χρῆμα; Ὁ ἀρχηγός τους συγκεντρώνοντας ἀπό παντοῦ τούς φόρους ὅλων δέν ἔχει ἀπείρους θησαυρούς; Δέν εἶναι προκλητικό τό ἔθνος, ἀναίσχυντο, φιλόνεικο, προπετές, πολεμοποιό; Δέν βρίσκονται πολλοί στήν Παλαιστίνη; Δέν βρίσκονται πολλοί στή Φοινίκη; Καί πολλοί παντοῦ; Πῶς, λοιπόν, δέν μπόρεσαν νά ἀνυψώσουν ἕνα ναό, καί μάλιστα βλέποντας μέ λύπη τή λατρεία τους ἀπό τότε παντοῦ νά ἐμποδίζεται, τά Ἰουδαϊκά ἔθιμα νά ἀφανίζωνται, καί τά σχετικά μέ τίς θυσίες, τίς προσφορές καί ὅλα τά ἄλλα τοῦ Νόμου νά καταργοῦνται καί νά παύωνται; Διότι δέν ἐπιτρεπόταν ἔξω ἀπ᾽ τά πρόθυρα ἐκεῖνα τοῦ ναοῦ οὔτε νά στήσουν βωμό, οὔτε νά προσφέρουν θυσία, οὔτε νά κάνουν προσφορά, οὔτε νά βάλουν πάνω γιά θυσία πρόβατο, οὔτε θυμίαμα, οὔτε νά ἀναγνώσουν τό νόμο, οὔτε νά ἐπιτελέσουν ἑορτή, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο. ιζ´. Ἀλλά κι ὅταν κάποτε βρέθηκαν στή Βαβυλῶνα, καί ἐξαναγκαζόμενοι ἀπ᾽ τούς ἐχθρούς νά ψάλλουν, δέν ὑποχώρησαν, οὔτε ὑπήκουσαν, ἄν καί ἦταν αἰχμάλωτοι καί δοῦλοι, στούς κυρίους τους πού τούς κακοποιοῦσαν· ἀλλά ἄν καί εἶχαν χάσει καί πατρίδα καί ἐλευθερία, καί κινδύνευε ἀκόμη καί ἡ ζωή τους, καί βρίσκονταν σάν μέσα σέ παγίδα στά χέρια τῶν αἰχμαλωτισάντων, ὅταν διατάζονταν νά ψάλλουν τήν ὠδή ἐκείνη μέ τά ὄργανα, ἔλεγαν τά ἑξῆς· “Στούς ποταμούς τῆς Βαβυλῶνος καθήσαμε καί κλάψαμε, ὅταν ζήτησαν ἀπό μᾶς αὐτοί πού μᾶς αἰχμαλώτισαν λόγους ᾠδῶν. Πῶς θά ψάλουμε τήν ᾠδή τοῦ Κυρίου σέ ξένη γῆ;”(πρβλ Ψ 136, 1, 3-4). Καί δέν μπορεῖ κανείς νά πῆ, ὅτι ἐπειδή δέν εἶχαν ὄργανα τό ἔκαναν αὐτό· διότι καί οἰ ἴδιοι πρόβαλαν τήν αἰτία λέγοντας· “πῶς θά ψάλουμε τήν ᾠδή τοῦ Κυρίου σέ ξένη γῆ;”. Καί τά ὄργανα τά εἶχαν μαζί τους. “Στίς ἰτιές ἀνάμεσα στούς ποταμούς κρεμάσαμε τά ὄργανά μας”(πρβλ Ψ 136, 2), λένε. Ἀλλά δέν μποροῦσαν οὔτε νά νηστεύσουν. Καί αὐτό δηλώνοντας ὁ προφήτης σ᾽ αὐτούς ἀνέφερε· “μήπως ἐπί ἑβδομῆντα ἔτη νηστεύσατε νηστεία δεκτή ἀπό Μένα;, λέει ὁ Κύριος”(πρβλ Ζαχ 7, 5). Ὅτι δέν μποροῦσαν οὔτε νά θυσιάσουν οὔτε νά προσφέρουν, ἄκουσε τούς τρεῖς παῖδες πού λένε· “δέν ὑπάρχει ἄρχοντας οὔτε προφήτης, οὔτε θρησκευτικός ἀρχηγός, οὔτε τόπος στόν ὁποῖο νά προσφέρουμε τούς καρπούς ἐνώπιόν Σου καί νά βροῦμε ἔλεος”(πρβλ Δαν Προσευχή Ἀζαρίου 14). Δέν εἶπε· “οὐκ ἔστιν ἱερεύς”, διότι ὑπῆρχαν ἱερεῖς· ἀλλά γιά νά μάθης ὅτι τό πᾶν ἐξηρτᾶτο ἀπό τόν τόπο, καί ἡ νομοθεσία ὅλη ἦταν συνδεδεμένη μ᾽ αὐτόν, εἶπε· “οὐκ ἔστι τόπος”. Καί τί λέω νά θυσιάσουν καί νά προσφέρουν; Οὔτε ἁπλῶς νά διαβάσουν τό νόμο δέν μποροῦσαν· κι αὐτό κατηγορώντας κάποτε ἄλλος προφήτης ἔλεγε· “καί ἀνέγνωσαν εἰδωλολατρικό νόμο καί ἐπικαλέσθηκαν ψευδῆ ὁμολογία”(Ἀμ 4, 5)· δέν μποροῦσαν νά ἐπιτελέσουν οὔτε πάσχα, οὔτε πεντηκοστή, οὔτε σκηνοπηγία, οὔτε τίποτε ἄλλο τέτοιο. Παρά ταῦτα γνωρίζοντας ὅτι ὅλα αὐτά τούς τά ἀπέκλεισε ἡ ἐρήμωσι τοῦ τόπου —ἀκόμη κι ἄν ξεκινοῦν νά πράττουν μερικά, παρανομώντας ξεκινοῦν, καί τιμωροῦνται γι᾽ αὐτό—, δέν μπόρεσαν τόν τόπο, στόν ὁποῖο ὅλα αὐτά κατά τό νόμο ἐπιτρεπόταν νά γίνωνται, νά τόν ἀνορθώσουν καί νά τόν διατηρήσουν ἔτσι. Διότι ἡ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία οἰκοδόμησε τήν Ἐκκλησία, αὐτή γκρέμισε κι αὐτόν. Καί τό προεῖπε κι αὐτό ὁ προφήτης, ὅτι θά ἐμφανισθῆ ὁ Χριστός καί θά τά κάνη αὐτά, ἄν κι ὁ προφήτης ἦλθε μετά τήν αἰχμαλωσία. Ἄκου δέ καί τί λέει: “ἰδού θά κλεισθοῦν γιά σᾶς οἱ θύρες τοῦ Ναοῦ, καί δέν θά ἀνάψετε τό θυσιαστήριόν Μου ματαίως [ὡς ἀνάξιοι]. Δέν εὐαρεστοῦμαι μ᾽ ἐσᾶς, διότι ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν τό ὄνομά Μου ἔχει δοξασθῆ ἀνάμεσα στά ἔθνη καί σέ κάθε τόπο μοῦ προσφέρεται θυμίαμα καί θυσία ἀμόλυντη”(πρβλ Μλχ 1, 10-11). Εἶδες πῶς σαφῶς καί τόν Ἰουδαϊσμό ἐξέβαλε, καί τό Χριστιανισμό ἔδειξε λαμπρό καί ἁπλωμένο σ᾽ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς; Ἐπίσης καί τόν τρόπο τῆς λατρείας τόν δήλωσε ἄλλος· “καί θά Τόν προσκυνήσουν καθένας ἀπό τόν τόπο του, καί θά Τόν ὑπηρετοῦν κάτω ἀπό μία ἐξουσία”(πρβλ Σοφ 2, 11· 3, 9)· καί ἄλλος πάλι “ἡ παρθένος τοῦ Ἰσραήλ ἔπεσε· δέν θά ξανασηκωθῆ πλέον”(πρβλ Ἀμ 5, 2). Καί ὁ Δανιήλ σαφῶς ὅλα αὐτά τά διηγεῖται, ὅτι ὅλα θά καταργηθοῦν, καί θυσία καί σπονδή, καί χρίσμα καί κρίσι. Ἀλλά αὐτά μέν, ὅταν τά ποῦμε στούς Ἰουδαίους, σαφέστερα καί εὑρύτερα θά τά ἀναπτύξουμε· ἄς ἔλθουμε, ὅμως, στήν προηγουμένη πορεία μας, διορθώνοντας τή φιλονεικία τῶν ἀνοήτων εἰδωλολατρῶν. Δέν σοῦ ἀνέφερα νεκρούς ἀναστημένους, οὔτε λεπρούς καθαρισμένους, γιά νά μήν πῆς, αὐτά εἶναι ψέματα, κομπορρημοσύνη, μῦθος, ποιός τά εἶδε; Ποιός τ᾽ ἄκουσε; Αὐτοί πού εἶπαν ὅτι σταυρώθηκε, κι ἔλαβε κτυπήματα στό μάγουλο, αὐτοί τά εἶπαν αὐτά. Πῶς, λοιπόν, σ᾽ ἐκεῖνα [τά ὑποτιμητικά] τούς θεωρεῖς ἀξιόπιστους, καί σ᾽ αὐτά προσβάλλεις τά λεχθέντα ὅτι δέν ἔγιναν; Μολονότι, βεβαίως, ἄν πρός χάριν τοῦ διδασκάλου τά ἔγραφαν αὐτά, ἄδικα καί μάταια κομπάζοντας, θά ἀποσιωποῦσαν τά σκυθρωπά κι αὐτά πού στούς πολλούς φαίνονται ὅτι εἶναι ἐπονείδιστα· τώρα δέ δείχνοντας τήν ἀλήθεια αὐτῶν, μέ ἐκεῖνα κυρίως ἀσχολήθηκαν, καί τά ἀνέφεραν ὅλα μέ ἀκρίβεια καί πολλές λεπτομέρειες, χωρίς νά παραβλέψουν τίποτε, οὔτε μικρό οὔτε μεγάλο, ἀλλά ὡς πρός τά σημεῖα καί τά θαύματα παρέλειψαν πολλά, σχετικά δέ μέ τά παθήματα καί ὅσα θεωροῦνται ἐπονείδιστα, πολυασχολούμενοι μ᾽ αὐτά, ὅλα ὅλοι τά ἀνέφεραν μέ ἀκρίβεια. Ἀλλά ἐγώ χωρίς νά σοῦ πῶ τίποτε ἀπ᾽ αὐτά, ἐννοῶ τά θαύματα καί τά σημεῖα, γιά νά κλείσω κάθε ἀναίσχυντο στόμα μέ ἄνεσι, ὅσα τώρα φαίνονται, ὅσα βρίσκονται μπροστά στά μάτια μας, ὅσα εἶναι ἡλίου φαεινότερα, ὅσα εἶναι διασκορπισμένα σ᾽ ὅλα τά μέρη τῆς οἰκουμένης καί τήν ἔχουν καταλάβει, καί κατορθωνόμενα ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρωπίνη φύσι, καί ὅσα προέρχονται μόνο ἀπ᾽ τό Θεό, αὐτά παρουσίασα. Λές ὅτι δέν ἀνέστησε νεκρούς; Μήπως, ὅμως, κι αὐτό μπορεῖς νά πῆς, ὅτι δέν ὑπάρχουν Ἐκκλησίες σ᾽ ὅλη τήν Οἰκουμένη; Οὔτε ὅτι τίς ἐπιβουλεύθηκαν; Οὔτε ὅτι ἐπικρατοῦν καί ὑπερισχύουν; Ἀλλά ὅπως δέν εἶναι δυνατόν νά πῆς ὅτι δέν ὑπάρχει ἥλιος, ἔτσι καί γι᾽ αὐτά. Τί, λοιπόν, τά ἐρείπια τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ναοῦ δέν βλέπεις νά βρίσκωνται μπροστά στά μάτια ὅλης τῆς οἰκουμένης; Γιατί δέν βάζεις τό μυαλό σου νά σκεφθῆ; Ἄν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός, καί μάλιστα Θεός ἰσχυρός, πῶς θά αὐξάνονταν ἔτσι ὅσοι Τόν λατρεύουν καί μάλιστα διωκόμενοι, οἱ δέ σταυρωτές καί ὅσοι προσέκρουσαν σ᾽ Αὐτόν ταπεινώθηκαν ἔτσι, ὥστε νά ξεπέσουν ἀπ᾽ ὅλη τή συγκρότησι τοῦ κράτους τους, καί περιφερόμενοι καί περιπλανώμενοι καί φυγάδες γυρνοῦν ἀπό ᾽δῶ κι ἀπό ᾽κεῖ καί καμμιά χρονική περίοδος δέν κατέλυσε οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο; Μολονότι, βεβαίως, ἐναντίον τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας αὐτοί ἀκριβῶς, οἱ Ἰουδαῖοι δηλαδή, προτίμησαν τόν πόλεμο, καί πῆραν τά ὅπλα, καί γιά πολύ χρόνο παρατάσσονταν, καί μερικές φορές ἐπικράτησαν καί δημιούργησαν προβλήματα στούς τότε Αὐγούστους ὄχι μικρά· τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμί τους. Ἀλλά, ὅμως, αὐτοί πού πολέμησαν μέ τόσους βασιλεῖς καί παρατάχθηκαν ἐναντίον τους, καί εἶχαν τόση δύναμι χρημάτων καί ὅπλων καί στρατιωτῶν, καί ἔπληξαν καί στρατηγούς καί μυρίους ἄλλους, ἕνα ναό δέν μπόρεσαν νά ξανακτίσουν· ἀλλά συναγωγές μέν οἰκοδόμησαν σέ πολλές πόλεις, τόν δέ τόπο πού τούς παρεῖχε τό κῦρος τῆς δικῆς τους πολιτείας, καί ὅπου συνήθιζαν ὅλα νά τά τελοῦν, καί ἀπό ὅπου συγκροτήθηκε ὁ Ἰουδαϊσμός, αὐτόν μόνο δέν μπόρεσαν νά ἀνοικοδομήσουν»(PG 48, 813). Β´ Ὁ Χριστός «κατέλυσε τήν ἀναισχυντία τῶν Ἰουδαίων καί στή συνέχεια καί τήν πόλι τους· καί δέν ὑπάρχει τόπος τῆς οἰκουμένης, στόν ὁποῖο νά μήν ὑπάρχη ἐμπειρία τῶν συμφορῶν τῶν Ἰουδαίων. Καί, ὅπως σῶμα ἀνάπηρο, παντοῦ ἁπλωμένο, ἐπιδεικνύει τίς πληγές· καί ὅπως οἱ δικαστές, μετά τήν ἀπόφασι θανατώσεως πολλῶν ἐγκληματιῶν, ἀνασκολοπίζουν ἕνα, ὥστε καί ἀφοῦ πεθάνουν αὐτοί, τό πάθημά τους, ὡς πρόσφατο, νά σωφρονίζη τούς ζωντανούς, ἔτσι καί ἐδῶ ὁ Θεός κατέστησε τούς Ἰουδαίους παράδειγμα γιά ὅλους, ζωντανούς καί ὄχι νεκρούς, διασκορπίζοντάς τους. Καί αὐτοί πού κατοικοῦσαν μία χώρα, τώρα εἶναι διασκορπισμένοι σ᾽ ὅλη τή γῆ. Καί ἄν ρωτήσης τήν αἰτία, δέν θά βρῆς ἄλλη, παρά μόνο διότι σταύρωσαν τό Χριστό… Κι ἄν τιμωρήθηκαν κάποτε, ὁδηγήθηκαν σ᾽ ἕνα ἔθνος καί γιά λίγα χρόνια. Τώρα, ὅμως, δέν ἔγινε ἔτσι, ἀλλά τιμωροῦνται συνεχῶς. Κι ἄν τούς ρωτήσης: Γιατί σταυρώσατε τό Χριστό; Αὐτοί ἀπαντοῦν: Διότι ἦταν πλάνος καί μάγος. Γι᾽ αὐτό, ὅμως, θά ἔπρεπε νά τιμηθοῦν καί μεγαλύτερη χώρα νά καταλάβουν, διότι ἔκαναν θεάρεστο ἔργο. Πράγματι, ἐκεῖνος πού φόνευσε πλάνο καί σαγηνευτή καί ἀντίθεο, φόνευσε ἕνα ἐχθρό τοῦ Θεοῦ. Καί ὅποιος φόνευσε ἐχθρό τοῦ Θεοῦ, θά ἦταν δίκαιο νά προκόπτη. Ὁ Φινεές, μέ τό νά φονεύση μία πόρνη, τόσο πρόκοψε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἀξιωθῆ νά γίνη καί ἱερέας καί νά τιμηθῆ ἀρκετά. Ἐσεῖς, ὅμως, οἱ Ἰουδαῖοι, πού θά ἔπρεπε νά εὐδοκιμήσετε πολύ περισσότερο ἀπό αὐτόν, μιᾶς καί φονεύσατε ἕνα πλάνο, περιπλανᾶσθε ἀλῆτες καί ἀπάτριδες σ᾽ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ὥστε γιά κανένα ἄλλο λόγο δέν τά πάθατε αὐτά, ἀλλά διότι σταυρώσατε κάποιον προστάτη καί εὐεργέτη καί διδάσκαλο τῆς ἀληθείας. Διότι ἄν ἦταν πλάνος καί ἀντίθεος, καί, ἐνῶ δέν ἦταν Θεός, ἤθελε νά παρουσιάζεται τέτοιοςκαί σφετεριζόταν τόν πρός τόν Πατέρα σεβασμό, τότε ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι τόσο ζῆλο ὑπέρ τοῦ Νόμου δείξατε, θά ἔπρεπε νά προκόψετε περισσότερο καί ἀπ’ τό Φινεές καί τό Σαμουήλ καί ἀπό ὅλους ἐκείνους (τούς παλαιούς ζηλωτές). Καί ὅσα δέν πάθατε ποτέ εἰδωλολατρώντας, ἀσεβώντας καί σφάζοντας τά παιδιά σας, τά πάθατε τώρα, καί δέν ὑπάρχει καμμία λύσι τῶν δεινῶν καί, ὄντας ἀλῆτες καί φυγάδες καί πλάνοι καί δοῦλοι στούς νόμους τῶν Ρωμαίων, περιπλανᾶσθε στή γῆ καί στή θάλασσα, μετανάστες καί ἀπάτριδες, χωρίς σπίτια καί ὑποδουλωμένοι, ἀποξενωμένοι ἀπό ἐλευθερία καί πατρίδα καί ἱερωσύνη καί κάθε προτερινό, διασκορπισμένοι στό μέσο βαρβάρων καί μυρίων ἐθνῶν, μισούμενοι ἀπ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους, σιχαμεροί καί ὑποκείμενοι στήν κακοπάθεια ὅλων… Aὐτά, τά ὁποῖα παθαίνετε τώρα, δέν τά παθαίνουν ἐκεῖνοι πού φονεύουν τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅσοι κακομεταχειρίζονται ἀγαπημένα πρόσωπά Του! Ἀλλ᾽, ἀγαπητέ, δέν τά παραδεχόμασθε αὐτά, ἀπαντοῦν. Γιά τίς ἁμαρτίες μας τά ὑποφέρουμε ὅλα αὐτά. Τώρα βρήκατε νά ἐξομολογηθῆτε, οἱ ἀνυπάκουοι; Καί γιά ποιές ἁμαρτίες μιλᾶτε; Πές μου. Μήπως τώρα ἁμαρτήσατε γιά πρώτη φορά; Τώρα μάλιστα γίνατε καί καλύτεροι!… Ἀλλά πέστε μου, γιά ποιό λόγο πάντοτε ἀμαρτάνοντας προηγουμένως δεχόσασθαν φιλανθρωπία ἀπό τό Θεό, ἐνῶ τώρα πλέον ὄχι, καί μάλιστα, τό ἀκόμα πιό παράδοξο, ἐνῶ τώρα ἁμαρτάνετε λιγότερο; Διότι τότε καί στό Βεελφεγώρ προσφέρατε τελετές (Ἀρθ 25), καί μόσχο προσκυνήσατε (Ἐξ 32), καί τούς υἱούς σας σφάξατε καί τίς θυγατέρες σας φονεύσατε (Ψ 105, 37-38) καί ὅλα αὐτά ἐνῶ ἀπολαμβάνατε τόσα θαύματα. Τώρα δέ, πού δέν βλέπετε τή θάλασσα νά διαχωρίζεται, οὔτε πέτρα νά σχίζεται, οὔτε προφῆτες νά ἐμφανίζωνται πλέον, οὔτε ἀπολαμβάνετε πλέον τή συνήθη πρόνοια, ἐπιδεικνύετε περισσότερη ἀρετή. Γιατί, λοιπόν, τώρα πού καί τά ἁμαρτήματα εἶναι μικρότερα, καί ἡ δικαιοσύνη σας μεγαλύτερη, ἐμφανίζεται μεγαλύτερη καί ἡ κόλασι καί ἡ τιμωρία; Δέν εἶναι ὁλοφάνερο ἀκόμη καί στούς ὑπερβολικά ἀνοήτους, ὅτι (τιμωρεῖσθε περισσότερο τώρα), διότι εἶναι μεγαλύτερο τό τωρινό ἁμάρτημά σας; Μέχρι τότε, πού τά ἁμαρτήματά σας περιορίζονταν στούς δούλους (τοῦ Θεοῦ), πετυχαίνατεσυγγνώμη, φονεύοντας καί λιθοβολώνταςπροφῆτες. Ὅταν, ὅμως, ἁπλώσατε τά χέρια στόν Κύριο, ἔγινε πλέον ἀθεράπευτο τό ψυχικό σας τραῦμα. Γι’ αὐτό τετρακόσια ἔτη πέρασαν ἀπό τότε, πού καί τό ἴδιο τό ἔδαφος τῶν Ἱεροσολύμων ἀφανίσθηκε, ἡ ἱερωσύνη ἀφαιρέθηκε, ἡ βασιλεία καταλύθηκε, οἱ φυλές ἀναμείχθηκαν, ὅλα τά σεμνά καί λαμπρά ἐκεῖνα πράγματα ἐξαφανίσθηκαν καί οὔτε ἴχνος αὐτῶν δέν σᾶς ἀπέμεινε. Αὐτό ποτέ δένσυνέβη. Κατά τήν παλαιότερη ἐποχή, ἄν καί ὁ ναός ἦταν κρημνισμένος, καί οἱ προφῆτες συνέχιζαν τό ἔργο τους καί χορηγεῖτο Πνεῦμα καί θαύματα γίνονταν. Τώρα, ὅμως, γιά νά μάθετε ξεκάθαρα ὅτι ὁ Θεός σᾶς ἀποστρέφεται συνεχῶς, καί αὐτά ἔχουν ἀφαιρεθῆ καί σᾶς κυρίευσε δουλεία καί αἰχμαλωσία καί χάσιμο τῶν πάντων, καί, τό χειρότερο ὅλων, σᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός. Ὁ Θεός (στήν περίπτωσί σας) ἔκανε τό ἴδιο, ὅπως κάποιος σέ ἀχάριστο δοῦλο του, πού, ἐνῶ μαστιγώθηκε πολλές φορές, δέν διορθώθηκε: τόν ἀπογυμνώνει ἀπό τά ροῦχα του καί τόν ἀφήνει νά περιπλανιέται γυμνός, ἔρημος καί ἀλήτης, ζητιάνος καί διωκόμενος ἀπό παντοῦ. Προηγουμένως, ὅμως, ἡ κατάστασί σας δέν ἦταν ἴδια μέ τήν τωρινή, ἀλλά ὑπῆρχαν καί προφῆτες ἀνάμεσά σας, καί στήν Αἴγυπτο καί στή Βαβυλῶνα καί στήν ἔρημο. Ὁ Μωϋςῆς στήν Αἴγυπτο, ὁ Δανιήλ καί ὁ Ἰεζεκιήλ στή Βαβυλῶνα, ὁ Ἱερεμίας πάλι στήν Αἴγυπτο. Καί θαύματα πάνω σέ θαύματα καί τό ἔθνος συνεχῶς δοξαζόταν καί οἱ αἰχμάλωτοι βασιλεῖς σας ἀνυψώνονταν. Ἀλλά, τώρα, ὅλα ἐκεῖνα χάθηκαν καί ἡ τιμωρία σας ἔγινε χειρότερη κάθε προηγούμενης, ὄχι μόνο ἀπό πλευρᾶς χρονικῆς, ἀλλά καί ἀπό τήν πολλήἐγκατάλειψι. Γιά ποιά, λοιπόν, αἰτία, πές μου, ὅταν ἁμαρτάνατε περισσότερο, ἀπολαμβάνατε τόση πρόνοια, ὅταν δέ, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, δείξατε ζῆλο ὑπέρ τοῦ Νόμου, πάθατε χειρότερα; Ἐξαιτίας αὐτοῦ προσάπτετε στό Θεό ἀδικία, μιᾶς καί σᾶς τιμοῦσε ὅταν ἁμαρτάνατε, σᾶς ἀτίμαζε, ὅμως, ὅταν κατορθώνατε τήν ἀρετή. Διότι ἄν φονεύσατε ἕνα πλάνο, ὅπως λέτε, τότε ἔχετε προκόψει πνευματικά. Καί ἄν ὁ Θεός εἶναι δίκαιος, ὅπως καί πράγματι εἶναι, ἔπρεπε νά σᾶς τιμᾶ καί ὄχι νά σᾶς τιμωρῆ. Ἀφοῦ, λοιπόν, σᾶς τιμωρεῖ, εἶναι φανερό ὅτι τά τωρινά σας ἁμαρτήματα εἶναι χειρότερα. Ἀφοῦ δέ τώρα οὔτε ἀσεβεῖτε, οὔτε θυσιάζετε τά τέκνα σας, ὅπως κατά τίς παλαιότερες ἐποχές, τότε ποιό ἄλλο ἁμάρτημα μένει γιά τό ὁποῖο πάθατε τά χειρότερα; Δέν εἶναι φανερό, ὅτι τό τόλμημα τῆς σταυρώσεως εἶναι τό μεγαλύτερο ἁμάρτημά σας; Αὐτό, λοιπόν, σᾶς κατέστρεψε περισσότερο καί ἀπ’ τήν εἰδωλολατρία, καί ἀπ’ τήν κατασκευή τοῦ χρυσοῦ μόσχου πρός λατρεία καί ἀπ’ τήν παιδοκτονία. Διότι τό νά σφάξης τό υἱό σου δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά σταυρώσης τόν Κύριό σου. Γι’ αὐτό, ὅταν μέν ἔσφαζες τούς υἱούς σου, ἀπολάμβανεςἀκόμη τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ· ὅταν, ὅμως, (σταύρωσες) τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί δικό σου Κύριο, τιμωρήθηκες ὑπέρμετρα πλέον. Πόσα ἔτη παρῆλθαν ἀπ’ τήν ἔξοδο τῆς Αἰγύπτου μέχρι τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστοῦ; Νομίζω χίλια πεντακόσια καί πλέον. Πῶς, λοιπόν, καθόλο αὐτό τό διάστημα, ἄν καί ἁμαρτάνατε, σᾶς ἀνεχόταν ὁ Θεός, τώρα δέ σᾶς ἀπέρριψε, ὅταν μάλιστα ἔπρεπε καί νά σᾶς στεφανώση, ἀκόμα καί ἁμαρτωλούς; Διότι τό κατόρθωμά σας ἦταν πάρα πολύ μεγάλο, ἄν, βεβαίως, σφάξατε ἕνα πλάνο. Μαζύ δέ μ᾽ αὐτό, πιστεύετε ὅτι φυλάττετε καί τά Σάββατα, καί εἴδωλα δέν προσκυνᾶτε, καί τά ἄλλα ἰουδαϊκά ἔθιμα ἰσχυρίζεσθε ὅτι τηρεῖτε. Τώρα, λοιπόν, ὅπουκαί ἡ ζωή σας εἶναι ἐναρετότερη, καί τό κατόρθωμα (τῆς σταυρώσεως), ὅπως ἰσχυρίζεσθε, τόσο μεγάλο, πάσχετε τά πολύ χειρότερα. Τί χειρότερο ἀπ’ τή μανία αὐτή θά μποροῦσε νά γίνη; Τί μεγαλύτερο ἀπ’ τήν ἀνοησία, ἀφοῦ, ἐνῶ προσπαθεῖτε νά ἀπολογηθῆτε ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ σας, βλασφημεῖτε τό Θεό; Ἄν, βεβαίως, τό κατά τοῦ Χριστοῦ ἁμάρτημά σας δέν εἶναι μεγαλύτερο ἀπό ὅλα ἐκεῖνα, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι δικαίωσι, ὅπως λέτε, καί κατόρθωμα, γιά ποιό λόγο, λοιπόν, ἐνῶ προκόπτετε σᾶς τιμωρεῖ, ἐνῶ ὅταν ἁμαρτάνατεσᾶς σπλαχνιζόταν; Πράγματι, αὐτό ὄχι ὁ Θεός, ἀλλά οὔτε ἄνθρωπος ὁποιασδήποτε νοητικῆς ἱκανότητος, δέν θά ἀνεχόταν νά τό κάνη»(PG 55, 110). Γ´ «Ὁ μέν Δαυΐδ, ὑποδηλώνοντας τό ληστρικό ἐκεῖνο δικαστήριο τοῦ Καϊάφα, λέει ὅτι γι᾽ αὐτό καταστραφήκατε. Ἔχοντας πράγματι πεῖ· “Ἄς συντρίψουμε τούς δεσμούς αὐτῶν (τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ) καί ἄς ἀποτινάξουμε μακρυά μαςτό ζυγό τους”(Ψ 2, 3), συνεχίζει· “Τότε θά μιλήση μέ ὀργή πρός αὐτούς καί μέ τό θυμό Του θά τούς συνταράξη”(Ψ 2, 5). Ὁ δέ ἨσαΐΑΣ, λέγοντας ὅτι· “Ὡς πρόβατο ὁδηγήθηκε στή σφαγή”(Ἠσ 53, 7), πρόσθεσε· “θά ἀνταποδώσω στούς πονηρούς τήν ταφή Του καί στούς πλουσίους τό θάνατό Του”(Ἠσ 53, 9). Καί σέ ἄλλο μέρος λέει, μιλώντας γιά τόν ἀμπελῶνα· “Περίμενα, νά καρποφορήση ὁ λαός αὐτός δικαιοσύνη, παρήγαγε, ὅμως, παρανομία καί ἀδικία καί κραυγή”(Ἠσ 5, 7). Ποιά κραυγή; Τό· “Σταύρωσον, σταύρωσον”(Λκ 23, 21). Καί πρόσθεσε· “Γι’ αὐτό θά γκρεμίσω τό φράκτη τοῦ ἀμπελῶνα κι αὐτός θά καταπατηθῆ· καί θά διατάξω τά σύννεφα νά μή ρίξουν βροχή ἐκεῖ”(Ἠσ 5, 6-7). Ὄχι γιά τίποτε ἄλλο, λοιπόν, ἀλλά γιά ἐκεῖνα τά ὁποῖα τολμήσατε στό σταυρό, γι’ αὐτό διασκορπισθήκατε. Κι αὐτό εἶναι φανερό ἀπό τούς προφῆτες. Καί γιά νά μάθετε τοῦ Χριστοῦ τή δύναμι καί νά διδαχθῆτε μέ βάσι τούς ἑαυτούς σας, πράγματα πού δέν μάθατε διά τῶν προφητῶν, παρατηρεῖσθε, ὅ,τι μαρτυροῦν καί τά πράγματα. Αὐτό τό ὁποῖο προσπάθησε νά σᾶς διδάξη ὁ Νόμος, τό πέτυχε ἀπόλυτα ἡ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Διότι κατά τό διάστημα κατά τό ὁποῖο εἴχατε τό Νόμο, καί φονεύατε καί τά τέκνα σας θυσιάζατε καί μοιχεύατε.
Ὅταν, ὅμως, ἔλαμψε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, τότε καί πολλές ἁμαρτίες σας ἐλαττώθηκαν καί ἀκολουθήσατε βίο ἐναρετότερο, ἀφοῦ διορθωθήκατε κάπως λόγῳ τῆς ἀντιζηλίας σας πρός ἐμᾶς τούς Χριστιανούς. Γι’ αὐτό σᾶς διεσκόρπισε ὁ Θεός: γιά νά δῆτε τί σπουδαία πολιτεία φύτευσε πάνω στή γῆ. Καί τό ναό κατέλυσε, ἀπομακρύνοντάς σαςἔστω καί ἀθέλητα ἀπό τήν κακία… Παντοῦ ὑπάρχουν τά τρόπαιά Του καί οἱ ἀποδείξεις τῆς δυνάμεώς Του. Ἄν, δέ, ὅπως λέτε, ἦταν ἀσεβής ὁ Χριστός καί ἀντίθεος, τότε, ἔστω καί μυριάδες ἁμαρτιῶν ἄν κάνατε, δέν θά ἔπρεπε νά τιμωρηθῆτε κατά τόν τρόπο αὐτό· ἄν δέ καί ἔπρεπε, ἀλλά ὄχι τότε, γιά νά μή νομίση κανείς, ὅτι τιμωρεῖσθε ἐξαιτίας τοῦ Χριστοῦ. Ἤ μήπως δέν ἀκούσατε τό Θεό νά λέη, ὅταν ἤσασθαν αἰχμάλωτοι· “Ὅ,τι κάνω, δέν τό κάνω γιά σᾶς, ἀλλά γιά νά μή μολυνθῆ τό ὄνομά Μου”;(Ἰεζ 36, 22). Ἄν καί κατά τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ κακία σας εἶχε μεγαλώσει. Ἀλλ᾽, ὅμως, λέει, γιά νά μή νομίσουν οἱ βάρβαροι ὅτι εἶμαι ἀνίσχυρος, γι’ αὐτό παραβλέπω τά ἁμαρτήματά σας καί σᾶς διασώζω. Ἔπειτα, τότε μέν σᾶς διέσωσε ἄν καί παρανομούσατε, μόνο καί μόνο γιά νά μή μιανθῆ τό ὄνομά Του. Τώρα δέ δέν θά ἔπραττε τό ἴδιο; Διότι καί ἄν εἴχατε πέσει σέ μύριες ἁμαρτίας, τίποτε τέτοιο δέν θά ἔπρεπε νά πάθετε, σέ περίπτωσι πού ἦταν πλάνος ὁ Χριστός, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι τιμωρεῖσθε ἐξαιτίας Ἐκείνου, ἀλλά θά ἔπρεπε καί νά σωθῆτε. Ἀκόμη κι ἄν ἔπρεπε νά τιμωρηθῆτε, ὅπως εἶπα προηγουμένως, πάντως ὄχι τήν ἐποχή ἐκείνη. Τώρα, ὅμως, συνέβησαν αὐτά ταυτόχρονα.
Ὅταν φθάσατε στή σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ, μετά ἀπό λίγο ἀκολούθησε ἡ ἔξοδος τῶν Ἀποστόλων καί ἀμέσως φοβερός πόλεμος κηρύχθηκε κατά τῆς Ἱερουσαλήμ. Καί συγχρόνως ἐκπληρώθηκε ἡ στά εὐαγγέλια ὑπάρχουσα προφητεία· “ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνες, πού θά εἶναι ἔγκυες καί θά θηλάζουν κατ’ ἐκεῖνες τίς ἡμέρες”(Μθ 24, 19) καί ὅλα ἐκεῖνα πραγματοποιήθηκαν· καί πρό πάντων τό· “θά πέση μεγάλη θλῖψι πού παρομοία ποτέ δέν συνέβη προηγουμένως”(πρβλ Μθ 24, 41). Διότι τότε καί γυναῖκες ἔτρωγαν τά τέκνα τους, καί κοιλίες νεκρῶν ξέσκιζαν οἱ ἐχθροί, καί παντοῦ ἁπλωνόταν βαρβαρική φωτιά, καί ὅλα ἦταν γεμάτα ἀπό αἷμα, καί ἄλλες πρωτάκουστες τραγωδίες ἔλαβαν χώρα, καί ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη εἶχε γεμίσει ἀπ’ τίς καταστροφές, τίς ὁποῖες ὑπέστησαν οἱ Ἰουδαῖοι. Αὐτά, λοιπόν, καταλαβαίνοντας, ἀναγνωρίσθε τόν Κύριό σας. Δέν σφάξατε προφῆτες; Μήπως τότε πάθατε τίποτε τέτοιο; Δέν κατασκάψατε τά θυσιαστήρια τοῦ Θεοῦ; Μήπως τότε σᾶς συνέβη παρόμοια συμφορά; Δέν προσκυνήσατε μόσχο (Ἐξ 32) καί κάνατε τελετές γιά τό Βεελφεγώρ (Ἀρθ 25, 3), καί ἀγνοήσατε τή φυσική ὁδό; Μήπως τότε εἴχατε ἐμπειρία παρομοίων ἐχθρῶν; Δέν σωζόσασθαν, ἄν καί δείχνατε ἀγνωμοσύνη ἀνάμεσα στίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ; Ἀπό ποῦ, λοιπόν, προῆλθαν τά ἀπέραντα κακά, πού σᾶς βρῆκαν; Δέν εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι αὐτό συνέβη διότι τολμήσατε νά ἁμαρτήσετε ὄχι κατά τῶν δούλων, ἀλλά κατά τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου;»(PG 55, 113).