Ανασκευή του Ευαγγελίου του Ιούδα

ΠΕΡΙ ΒΙΒΛΟΥ Link to heading

Στό κάθε ἄλλο παρά χριστιανικό βιβλίο Κόλαση, Παράδεισος καί Νιρβάνα τοῦ Ηans-Christian Ηuf, γράφει ὁ Ιngo Ηermann: «Δέν ὑπάρχει κανένα κείμενο ἀρχαίων συγγραφέων, τοῦ ὁποίου τό χρονικό διάστημα μεταξύ τῆς συγγραφῆς του καί τοῦ παλαιότερου, ὁλοκληρωμένα διασωθέντος, χειρογράφου του νά εἶναι μικρότερο ἀπ᾽ ὅ,τι στήν Καινή Διαθήκη. Στήν Αἰνειάδα τοῦ Βιργιλίου μεσολαβοῦν 400 χρόνια μεταξύ τοῦ παλαιότερου χειρογράφου καί τοῦ χαμένου αὐθεντικοῦ, στά κείμενα τοῦ Πλάτωνα 1.300 καί τοῦ Ὁμήρου 1.800 χρόνια»(σ., 135).

Οἱ Κώδικες Ρ64/Ρ67 τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου, πού εἶχαν τοποθετηθῆ ἀρχικά στό τέλος τοῦ 3ου ἤ στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ., τοποθετήθηκαν τό 1953 γύρω στό 180 μ.Χ. καί τό 1994 γύρω στό 66 μ.Χ.». Ὁ Π. Τρεμπέλας γράφει: «Ὑποστηρίχθηκε ἀπ᾽ τό Ηarnack [πού κάθε ἄλλο παρά πιστός Χριστιανός μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ, ὅτι…] οἱ Πράξεις γράφθηκαν κατά τήν ἐποχή πού ὁ Παῦλος ἦταν ἀκόμη δέσμιος στή Ρώμη δηλαδή μεταξύ τῶν ἐτῶν 62-64. Τό τρίτο Εὐαγγέλιο ἄρα [τοῦ Λουκᾶ, δηλ.], πού χαρακτηρίζεται στό προοίμιο τῶν Πράξεων ὡς ὁ πρῶτος λόγος, πρέπει νά γράφθηκε νωρίτερα ἀπ᾽ τίς Πράξεις δηλαδή περίπου τό 60 μ.Χ.. Τά δέ κατά Ματθαῖον καί Μᾶρκον Εὐαγγέλια πρέπει νά θεωρηθοῦν ἤ τό πολύ ὡς σύγχρονα τοῦ κατά Λουκᾶν, ἤ νά τοποθετηθοῦν σέ χρόνο κάπως νωρίτερο». «Τρία μικρά τεμάχια παπύρου, ὄχι μεγαλύτερα ἀπ᾽ τό μέγεθος πού ἔχουν τά συνήθη γραμματόσημα, ἔδωσαν νέα ὤθησι στή μελέτη τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού ἔρχεται στίς μέρες μας νά ἐνισχύση τήν ἀξιοπιστία τῶν ἱερῶν συγγραφέων της. Πρόκειται γιά μικρά τμήματα τοῦ 26ου κεφαλαίου τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, πού βρέθηκαν στή βόρεια Αἴγυπτο καί ἦσαν γνωστά στούς εἰδικούς ἀπ᾽ τίς ἀρχές ἀκόμη τοῦ αἰῶνα μας [τοῦ 20οῦ].

Ὅσοι, ὅμως, τά χρονολογοῦσαν, τά τοποθετοῦσαν γύρω στό 200 μ.Χ.. Στίς μέρες μας ὁ Carsten Ρeter Τhiede, Διευθυντής τοῦ Ἰνστιτούτου Βασικῆς Ἐπιστημολογικῆς Ἐρεύνης στό Ρaderborn τῆς Γερμανίας, ἕνας γερμανός εἰδικός στή μελέτη τῶν ἀρχαίων χειρογράφων σέ παπύρους, ὑποστηρίζει ὅτι οἱ πάπυροι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου εἶναι τουλάχιστον 100 χρόνια ἀρχαιότεροι. Ἐπισκέφθηκε τήν Ὀξφόρδη, ὅπου φυλάσσονται τά τρία μικρά τεμάχια, καί ἔκανε τή δική του προσπάθεια χρονολογήσεως. Ἡ ἐργασία του δέν ἦταν εὔκολη. Ἡ μέθοδος μέ τόν ἄνθρακα-14 δέν μποροῦσε νά χρησιμοποιηθῆ, διότι θά κατέστρεφε τούς παπύρους, ἐπειδή ἦσαν πολύ μικροί. Ὁ Τhiede χρησιμοποίησε τή Συγκριτική Παλαιογραφία γιά νά καταλήξη στά συμπεράσματά του. Μελέτησε τόν ἰδιαίτερο τρόπο γραφῆς τῶν κειμένων, τόν συνέκρινε μέ τή γραφή ἄλλων χρονολογημένων χειρογράφων καί διαπίστωσε ὅτι αὐτός πού ἔγραψε πάνω στούς παπύρους χρησιμοποίησε ἕνα τύπο γραφῆς ὀρθίων ἑλληνικῶν γραμμάτων, πού ἦταν σέ κοινή χρῆσι τόν 1ο αἰ. π.Χ. καί πού ἄρχισε νά ἐγκαταλείπεται λίγο μετά τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ οἱ προηγούμενες γνῶμες, οἱ σχετικές μέ τό χρόνο γραφῆς τῶν Εὐαγγελίων, στηρίζονταν στό περιεχόμενό τους, ἡ μελέτη τοῦ γερμανοῦ εἰδικοῦ δίνει τήν πρώτη ἰσχυρή ἐξωτερική ἀπόδειξι γιά τήν ὀρθή χρονολόγησι τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου. Ὁ Τhiede τοποθετεῖ τή συγγραφή τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου λίγο πρίν ἤ λίγο μετά τό 70 μ.Χ.. Αὐτή ἡ μετάθεσι τῆς συγγραφῆς τοῦ Εὐαγγελίου σέ ἀκόμη παλαιότερη ἐποχή, δηλαδή στά πρῶτα ἀμέσως μετά τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ χρόνια, αὐξάνει ἀσφαλῶς τήν ἀξιοπιστία τῶν ἱερῶν κειμένων. Διότι τήν ἐποχή τῆς συγγραφῆς τοῦ Εὐαγγελίου ζοῦσαν ἀσφαλῶς ἀκόμη πολλοί αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό ὑπογραμμίζει τήν αὐθεντικότητα τῶν Εὐαγγελίων καί ἐνισχύει τήν πίστι μας ὅτι τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποτελοῦν ἀξιόπιστες ἱστορικές μαρτυρίες καί ἀδιαμφισβήτητες ἐκθέσεις γεγονότων, πού μᾶς παρέδωσαν συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν “ὅ ἀκηκόασιν, ὅ ἑωράκασιν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, ὅ ἐθεάσαντο καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν”(Α´ Ἰω 1, 1) (=«Γι᾽ αὐτό τό ὁποῖο ἄκουσαν, εἶδαν μέ τά μάτια τους, ἀπήλαυσαν σάν ἔκπαγλο θέαμα καί ψηλάφησαν τά χέρια τους»). Ὁπωσδήποτε τά συμπεράσματα τοῦ Τhiede καταφέρουν ἕνα ἰσχυρό ράπισμα στόν ἀδιέξοδο ὀρθολογισμό τῶν χωρίς πνεῦμα καί ζωή “θεολόγων” τῆς Δύσεως, πού ἡ φιλελεύθερη κριτική τους πάνω στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔφθασε νά ὑποστηρίζη ὅτι: “οἱ συγγραφεῖς τῶν Εὐαγγελίων στηρίζονται πάνω σέ ἐπισφαλεῖς ἀναμνήσεις μακρινῶν γεγονότων ἤ σέ κατασκευασμένες ἱστορίες”. Δικαιολογημένα, λοιπόν, οἱ Τimes τοῦ Λονδίνου εἶπαν ὅτι ὁ Τhiede εἶναι “ὁ ἄνθρωπος πού μπορεῖ ν᾽ ἀλλάξη τήν ἀντίληψί μας γιά τό Χριστιανισμό”, ἐννοώντας προφανῶς τήν ἐσφαλμένη ἀντίληψι τῶν ὀρθολογιστῶν τῆς Δύσεως γιά τό Χριστιανισμό. Ὁ Ulrich Victor, κλασσικός φιλόλογος στό Γερμανικό Παν/μιο τοῦ Ηumboldt, ὑπογράμμισε ὅτι “τό πρόβλημα εἶναι, ὅτι ἡ διαπίστωσι τοῦ Τhiede ἀνατρέπει τό ὅλο θεολογικό κατεστημένο” (Ὑπονοεῖται ἀσφαλῶς κι ἐδῶ τό ἀρνητικό θεολογικό κατεστημένο τῆς Δύσεως).

Οἱ φιλελεύθεροι θεολόγοι, σημειώνει, ἔχουν ἀπορρίψει τελείως “ὁ,τιδήποτε δέν τούς ἀρέσει”, σάν μιά μεταγενέστερη παράδοσι, πολύ ἀπομακρυσμένη ἀπ᾽ τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ»(ΔΡ, Ἰα ᾽96, 5· τά στοιχεῖα γιά τό δημοσίευμα αὐτό ἀντλήθηκαν ἀπ᾽ τό ἄρθρο Α Step Closer to Jesus?, τοῦ περιοδικοῦ Τime τῆς 23/1/1995, 43). Ἐπανερχόμαστε στόν Τρεμπέλα: «Ὁ Η. Lietzmann στηριζόμενος σέ κάποιο παπύρινο εὕρημα διακήρυξε ὡς βέβαιη τή χρῆσι τοῦ κατά Ἰωάννην ἀπ᾽ τίς ἀρχές τοῦ β´ αἰ. (πρβλ. ἄρθρο “Τά παπύρινα εὑρήματα καί ἡ Κ. Διαθήκη”, στήν Ἐκκλησία τῆς 9 Μαΐου 1936, 145-146)». Ὁ Josh ΜcDowell ἐπισημαίνει: «Ἡ ἀνακάλυψι τῶν παπύρων τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων (τό χειρόγραφο τοῦ John Rylandτοῦ 130 μ.Χ., οἱ πάπυροι τοῦ Chester Βeatty τοῦ 155 μ.Χ. καί οἱ πάπυροι τοῦ Βodmer τοῦ 200 μ.Χ.) γεφύρωσε τό χάσμα ἀνάμεσα στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί στά ὑπαρκτά μεταγενέστερα χειρόγραφα. Ὁ Μillar Βurrows τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Υale γράφει: “ἕνα ἀκόμη ἀποτέλεσμα τῆς συγκρίσεως τῆς γλώσσας τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου μ᾽ ἐκείνη τῶν παπύρων (ἀνακαλύψεων), εἶναι ἡ αὔξησι τῆς ἐμπιστοσύνης μας στήν ἀκριβῆ μετάδοσι-μεταβίβασι τοῦ καθ᾽ ἑαυτό κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης”(MTS, 52). Εὑρήματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἔχουν αὐξήσει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν εἰδικῶν στήν ἀξιοπιστία τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ William Αlbright, ὁ πιό φημισμένος Βιβλικός ἀρχαιολόγος στόν κόσμο, γράφει: “Μποροῦμε ἤδη νά ποῦμε ἐμφατικά ὅτι δέν ὑπάρχει πιά καμμία στερεή βάσι γιά νά χρονολογήσουμε ὁποιοδήποτε βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης μετά τό 80 περίπου μ.Χ., δηλαδή δύο ὁλόκληρες γενιές πρίν ἀπ᾽ τήν χρονολογία 130-150 πού ἔδιναν οἱ πιό ριζοσπαστικοί σημερινοί κριτικοί τῆς Καινῆς Διαθήκης”(RD, 136). Ἐπαναλαμβάνει αὐτή του τήν ἄποψι σέ μία συνέντευξι γιά τό περιοδικό Christianity Τoday: “Κατά τή γνώμη μου, κάθε βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης γράφθηκε ἀπό βαπτισμένο Ἰουδαῖο ἀνάμεσα στίς δεκαετίες 40 καί 80 μ.Χ., πιθανότατα μεταξύ τοῦ 50 καί τοῦ 75 μ.Χ.”(18 Ἰα 1963, 3). Ὁ Sir William Ramsay θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπ᾽ τούς μεγαλύτερους ἀρχαιολόγους ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ὑπῆρξε μαθητής τῆς γερμανικῆς ἱστορικῆς σχολῆς πού δίδασκε ὅτι τό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ἦταν προϊόν τῶν μέσων τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. καί ὄχι τοῦ 1ου αἰ. ὅπως ἐμφανίζεται νά εἶναι. Ὅταν διάβασε τίς μοντέρνες κριτικές γύρω ἀπ᾽ τό βιβλίο τῶν Πράξεων, πείσθηκε ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά ἀξιόπιστη ἀφήγησι τῶν γεγονότων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς (50 μ.Χ.) καί γι᾽ αὐτό τό λόγο ἦταν ἀνάξιο νά ληφθῆ ὑπ᾽ ὄψιν ἀπό ἕνα ἱστορικό. Ἔτσι στίς ἔρευνές του πάνω στήν ἱστορία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ Ramsay ἔδωσε πολύ λίγη προσοχή στήν Καινή Διαθήκη. Ἡ διερεύνησί του, ὅμως, τόν ἀνάγκασε τελικά νά μελετήση τά γραπτά τοῦ Λουκᾶ. Παρατήρησε τή σχολαστική ἀκρίβεια τῶν ἱστορικῶν λεπτομερειῶν καί σιγά-σιγά ἡ στάσι του ἀπέναντι στό βιβλίο τῶν Πράξεων ἄρχισε ν᾽ ἀλλάζη. Ὑποχρεώθηκε νά συμπεράνη ὅτι: “Ὁ Λουκᾶς ἦταν ἱστορικός περιωπῆς… Αὐτός ὁ συγγραφέας πρέπει νά καταταγῆ ἀνάμεσα στούς πιό ἀξιόλογους ἱστορικούς”(BRD, 222). Ἐξαιτίας τῆς ἀκριβείας τῶν πιό ἀσημάντων λεπτομερειῶν, ὁ Ramsay παραδέχθηκε τελικά ὅτι οἱ Πράξεις δέν μπορεῖ νά εἶναι ντοκουμέντο τοῦ 2ου αἰ. ἀλλά μᾶλλον ἀφήγησι τῶν μέσων τοῦ 1ου αἰ. [καί συνεπῶς τό κατά Λουκᾶν τοῦ ἴδιου συγγραφέα, ἀκόμα προγενέστερο, ὅπως ἀναφέραμε πιό πάνω]. Ἀρκετοί ἀπ᾽ τούς προοδευτικούς μελετητές ἀναγκάζονται ν᾽ ἀναζητήσουν νεώτερες χρονολογίες γιά τήν Καινή Διαθήκη. Τά συμπεράσματα τοῦ Δρα John A. Τ. Robinson στό καινούριο βιβλίο του “Χρονολογική ἀναθεώρησι τῆς Καινῆς Διαθήκης” εἶναι ἐντυπωσιακά ριζοσπαστικά. Οἱ ἔρευνές του ὁδήγησαν στήν πεποίθησι ὅτι ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη γράφθηκε πρίν ἀπ᾽ τήν πτῶσι τῆς Ἰερουσαλήμ, τό 70 μ.Χ. (RNT)». Ὁ Ian Wilson σέ βιβλίο του, ἐκδεδομένο ἀπό τόν κάθε ἄλλο παρά χριστιανικό ἐκδ. οἶκο Κονιδάρη, ἀφοῦ ἀναφέρει κι αὐτός γιά τό ἀντίγραφο τοῦ πρωτοτύπου-σπάραγμα παπύρου πού περιέχει τούς στίχους 37 καί 38 τοῦ 18ου κεφ. τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου, τό ὁποῖο φυλάσσεται σήμερα στή Βιβλιοθήκη John Rylands τοῦ Παν/μίου τοῦ Manchester καί χρονολογεῖται μεταξύ 100 καί 125 μ.Χ.., συνεχίζει: «Ὅπως παρατήρησε ὁ εἰδικός γιά τά χειρόγραφα τοῦ Παν/μίου Princeton, Bruce Metzger: “Ἄν καί ἡ ἔκτασι τῶν στίχων πού ἔχουν σωθῆ εἶναι τόσο μικρή, ἀπό μιά ἄποψι αὐτό τό κομματάκι τοῦ παπύρου ἔχει τόση ἀποδεικτική ἀξία ὅση θά εἶχε καί ὁ πλήρης κώδικας. Ὅπως ὁ Ροβινσώνας Κροῦσος, βλέποντας ἕνα μόνο ἀποτύπωμα ποδιοῦ στήν ἄμμο, συμπέρανε ὅτι ἕνα ἄλλο ἀνθρώπινο πλάσμα μέ δύο πόδια ὑπῆρχε στό νησί μαζί του, ἔτσι καί τό V52 (ἡ διεθνής κωδική ὀνομασία τοῦ ἀποσπάσματος τοῦ Rylands) ἀποδεινύει τήν ὕπαρξι καί χρῆσι τοῦ Τετάρτου Εὐαγγελίου σέ μιά μικρή ἐπαρχιακή πόλι στίς ὄχθες τοῦ Νείλου μακριά ἀπ᾽ τό παραδοσιακό μέρος τῆς συγγραφῆς του (τήν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας), στή διάρκεια τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 2ου αἰ.”». Καί συνεχίζει: «Ἄν ἕνα ἀντίγραφο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου ἐχρησιμοποιεῖτο στίς ἐπαρχίες τῆς Αἰγύπτου γύρω στό 125 μ.Χ., τό πρωτότυπό του, ἄν εἶχε γραφῆ στήν Ἔφεσο (καί τουλάχιστον κανείς δέν διατύπωσε τήν ὑπόθεσι ὅτι γράφθηκε στήν Αἴγυπτο) πρέπει νά εἶχε γραφῆ ἀρκετά νωρίτερα, ἴσως τουλάχιστον μία δεκαετία πρίν τό 100 μ.Χ., ὅπως ἀναγνωρίζουν σήμερα οἱ περισσότεροι μελετητές». Ὁ G. Ricciotti ἀναφέρεται σέ σπάραγμα-ἀντίγραφο τοῦ κατά Ἰωάννην: «Δημοσιεύθηκε τό 1935 ἕνα ἀπόσπασμα παπύρου πού περιέχει χωρία τοῦ Εὐαγγελίου τούτου [τοῦ Ἰωάννου] (UF).

Τό ἀπόσπασμα εἶναι ἐλάχιστο, περίπου 8 ἑκατοστά, καί περιέχει μόνο μερικούς στίχους σχετικούς μέ τό διάλογο τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν Πιλᾶτο (δηλαδή Ἰω 18, 31-33 καί 37-38), ἀλλά ἡ ἀσύγκριτή του σπουδαιότητα ὀφείλεται στήν ἀρχαιότητά του: Οἱ πιό ἁρμόδιοι εἰδικοί διεθνοῦς κύρους, ἀφοῦ τούς συμβουλεύθηκαν, συμφώνησαν στό ὅτι τό ἀπόσπασμα ἀνάγεται στό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 2ου αἰ., καί πιό πιθανόν στίς πρῶτες δεκάδες τοῦ ἡμίσεος αὐτοῦ παρά στίς τελευταῖες. Τό ἔτος 130 μπορεῖ, λοιπόν, νά ληφθῆ ὡς ἀκριβέστερο. Ἄς σημειωθῆ ἀκόμα ὅτι τό ἀπόσπασμα, πού ἀποτελοῦσε μέρος ἑνός ὁλοκλήρου κώδικος (ὄχι τόμου), προέρχεται ἀναμφιβόλως ἀπ᾽ τήν Αἴγυπτο, ἄν καί δέν γνωρίζουμε τόν ἀκριβῆ τόπο. Ἑπομένως, στή χρονολογία αὐτή, ἡ Αἴγυπτος γνώριζε τό σύγγραμμα αὐτό, πού εἶχε συνταχθῆ στή Μικρά Ἀσία. Πρέπει ἑπομένως ν᾽ ἀφαιρέσουμε ἀπ᾽ τόν ἀριθμό 130 ἀνάλογα μερικά ἔτη γιά νά δοθῆ χρόνος στό σύγγραμμα πού γράφηκε στήν Ἀσία νά φθάση στήν Αἴγυπτο, ν᾽ ἀντιγραφῆ καί νά διαδοθῆ· ἔτσι θά φθάσουμε τή χρονολογία τήν ὁποία ἡ παράδοσι σημειώνει γιά τή γένεσι τοῦ 4ου Εὐαγγελίου, δηλαδή τό τέλος τοῦ 1ου αἰ.. Ἔφθασε τό μηδαμινό κουρέλι τοῦ παπύρου γιά νά διαλύση τίς ἀβάσιμες συζητήσεις τῶν ἑρμηνευτῶν ἐκείνων πού ὑποστήριζαν ὅτι τό 4ο Εὐαγγέλιο δέν ἦταν προγενέστερο τοῦ 130 ἤ 150 ἤ ἀκόμα τοῦ 170. Καί δέν ἦταν μόνο οἱ μελέτες τοῦ παρελθόντος αἰ.· τό 1933 ἐπίσης, ὅταν δηλαδή ὁ πάπυρος βρισκόταν κιόλας στήν Εὐρώπη ἄν καί ἀνέκδοτος, ὁ Loisy (NC, 59) διαβεβαίωνε ὅτι τό 4ο Εὐαγγέλιο εἶχε δυό συντάξεις, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη καί ἡ πιό ἀρχαία συνέπιπτε μεταξύ τῶν ἐτῶν 135-140 καί ἡ δευτέρα μεταξύ τῶν ἐτῶν 150-160». Ἰδού καί ἡ ἄποψι τοῦ καθηγητῆ Κenneth Κitchen γιά τά βιβλικά ἀντίγραφα: «῎Εχουν μιά χειρόγραφη μαρτυρία, πού δέν ὑπάρχει δεύτερη, κι εἶναι ἡ καλύτερη ἀπ᾽ ὅλες. Κανένας δέν παραγνωρίζει τό Λατινικό κείμενο τοῦ ἔργου τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα. Ὁ Πόλεμος τῆς Γαλατίας (ἡ σύνθεσί του ἀνάγεται μέσα στό 58/56 π.Χ.), … στηρίζεται πάνω σέ χειρόγραφα ἐννιακοσίων χρόνων ἀργότερα ἀπ᾽ τήν ἐποχή τοῦ Καίσαρα, ἀπ᾽ τά ὁποῖα χειρόγραφα μόνο 9-10 εἶναι καλά ἀντίγραφα τοῦ κειμένου. Κανένας δέν ἀμφιβάλλει γιά τό ἄν διαβάζουμε τό πραγματικό κείμενο τῶν ἔργων τοῦ Ἠροδότου ἤ τοῦ Θουκυδίδη (450 π.Χ.), παρόλο πού τά ἀρχαιότερα χειρόγραφα, τά ὁποῖα ἔχουμε στή διάθεσί μας (κάπου ὀκτώ) χρονολογοῦνται 1.300 χρόνια ἀργότερα!* Πόσο, ὅμως, διαφορετικό καί ἀνώτερο εἶναι τό χειρόγραφο ὑλικό γιά τήν Καινή Διαθήκη! Περίπου 5000 χφφ (ὁλόκληρα ἤ ἀποσπάσματα) εἶναι γνωστά κι ὄχι μόνο 8 ἤ 10. Τά πιό ἀξιοσημείωτα χφφ εἶναι οἱ Κώδικες τοῦ Βατικανοῦ κι ὁ Σιναϊτικός τοῦ 350 μ.Χ., περίπου - μόνο δηλαδή 250 χρόνια μετά τό τέλος τῆς περιόδου τῆς Καινῆς Διαθήκης (100 μ.Χ.) κι ὄχι 900 ἤ 1300 χρόνια! Ἀκόμα, ἀρχαιότεροι εἶναι οἱ Βιβλικοί Πάπυροι τῶν Chester Βeatty καί Βodmer πού περιλαμβάνουν 6 χφφ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπ᾽ τό 2ο καί 3ο μ.Χ., μόνο δηλαδή 150 χρόνια μετά τήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Κι ἀκόμα πιό πίσω, ἔχουμε τ᾽ ἀποσπάσματα Rylands, τοῦ χειρόγραφου τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννη (18, 31-33, 37 ἑπ.), πού χρονολογοῦνται, ἀπ᾽ τή γραφή τους, στό 130 μ.Χ., περίπου —δηλαδή, λίγο παραπάνω ἀπ᾽ μιά γενιά, μετά τήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καθώς αὐτό τό ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπ᾽ τήν Αἴγυπτο, εἶναι γεγονός πώς τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη εἶχε συντεθῆ, ἀντιγραφῆ κι ἀρχίσει νά κυκλοφορῆ πέρα ἀπ᾽ τήν Παλαιστίνη [ὅπου ἦταν ἡ βάσι τῆς ἀναπτυσσομένης Ἐκκλησίας] πρίν τό 130 μ.Χ.. Ἑπομένως, μόνο καί μόνο αὐτό, δείχνει πώς εἶχε συντεθῆ (τό ἀργότερο) γύρω στό 90/100 μ.Χ. καί, κατά πᾶσα πιθανότητα, κι ἀκομα ἐνωρίτερα. ῎Ετσι ἡ χειρόγραφη μαρτυρία γιά τήν Καινή Διαθήκη εἶναι ἀνώτερης ποιότητος, ὡς πρός τήν χρονολόγησι. Ἀλλά, κι ὁ διάφανος πλοῦτος τῶν χφφ της δίνει τή δυνατότητα στούς μελετητές τοῦ κειμένου νά καθορίσουν μέ μεγάλη ἀκρίβεια τίς σωστές παραλλαγές τοῦ βασικοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης· “τόσο ἡ αὐθεντικότητα ὅσο κι ἡ γενική ἀκεραιότητα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὁριστικά ἑδραιωμένη”, ὅπως ἔγραψε κάπου 40 χρόνια πρίν ὁ Sir Frederic Κenyon, διακεκριμένος ἐπιστήμονας στόν κλάδο του (BA, 288 ἑπ.). Οἱ συνεχόμενες ἀνακαλύψεις καί τά ἔργα τῶν ἐνδιάμεσων δεκαετιῶν δέν ἄλλαξαν, ἀλλά μᾶλλον ἐνίσχυσαν τήν ἀλήθεια τῆς ἀπόψεώς του**»(ΒΑΚ, 187). *Γι᾽ αὐτά τά παραδείγματα (μεταξύ ἄλλων), σύγκρ. NTD, 16 κἑ.. **Μόνο ἕνας κακῶς πληροφορημένος ἀρχάριος, μιλώντας ἀπ᾽ τή θέσι τῆς τέλειας ἄγνοιας θά μποροῦσε πιθανῶς νά ἰσχυρισθῆ στίς μέρες μας πώς “τά κείμενα τοῦ Εὐαγγελίου … εἶναι ἀρκετά ἀλλοιωμένα”, ἐκτός κι ἄν ἡ ἐπιθυμία προπορεύεται τῆς σκέψεως… (Radio Τimes, 9/15 Απρίλη, 1977, 4). Καί πάλι ὁ Josh ΜcDowell: «Τό συμπέρασμα τοῦ … Αlbright ἦταν ὅτι “μία περίοδος 20 ἤ 50 χρόνων εἶναι πολύ ἀσήμαντη γιά νά ἐπιτρέψη κάποια ἀλλοίωσι τοῦ οὐσιαστικοῦ περιεχομένου ἤ ἀκόμα καί τῆς συγκεκριμένης διατυπώσεως τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ”(SAC, 298)». Ὁ καθηγητής Στέργιος Σάκκος, μιλώντας κι αὐτός γενικά, τονίζει: «Τά συγγράμματα τῶν κλασσικῶν Ἑλλήνων π.χ. συνήθως σώζονται σέ 1 ἤ 5 ἤ 20 χειρόγραφα· ἡ Κ. Διαθήκη ἔχει πάνω ἀπ᾽ 5.000 χειρόγραφα μόνο τοῦ πρωτοτύπου, ἄλλα δέ τόσα περίπου τῶν μεταφράσεων. Τά χειρόγραφα τῶν κλασσικῶν εἶναι συνήθως νεώτερα τοῦ 12ου αἰ., σπανίως δέ τῶν αἰώνων 9ος, 10ος, 11ος, Ἡ Καινή Διαθήκη ἔχει πάνω ἀπ᾽ 300 χειρόγραφα ἀρχαιότερα τοῦ 10ου αἰ., ἔχει ὁλοκληρωμένα χειρόγραφα τοῦ 4ου αἰ., χειρόγραφα πού περιέχουν μεμονωμένα ἀκέραια βιβλία της τοῦ 2ου καί 3ου αἰ., πλῆθος δέ σπαραγμάτων τοῦ 2ου καί 3ου αἰ.. Τά ἀρχαιότερα χειρόγραφα τῶν κλασσικῶν ἀπέχουν ἀπ᾽ τόν συγγραφέα τους 1.400 ἤ 1.500 ἔτη, ἐνῶ τῆς Κ. Διαθήκης τά μέν ἀρχαιότερα σπαράγματα ἀπέχουν ἀπ᾽ τούς συγγραφεῖς 40 ἤ 50 ἔτη, τό ἀρχαιότερο ἀκέραιο βιβλίο 80 ἔτη, τά ἀρχαιότερα ὁλοκλήρου τῆς Διαθήκης χειρόγραφα 360-380 ἔτη. Τά συγγράμματα τῶν κλασσικῶν σπανίως σώζονται σέ μία ἤ τό πολύ δύο ἀρχαῖες μεταφράσεις (λατινική, ἀραβική) πού ἀπέχουν 500 ἕως 900 ἔτη ἀπ᾽ τούς συγγραφεῖς, ἐνῶ ἡ Κ. Διαθήκη σώζεται σέ πάνω ἀπό 22 ἀρχαῖες μεταφράσεις πού ἀπέχουν ἀπ᾽ τούς συγγραφεῖς ἀπό 70 μέχρι 900 χρόνια, ὡς ἐπί τό πλεῖστον δέ ἀπό 70 μέχρι 500. Οἱ κώδικες τῶν κλασσικῶν συγγραμμάτων εἶναι κοινά χειρόγραφα σπανίως ἐπιμελημένα, πολλές φορές ἡμικατεστραμμένα, κακογραμμένα, ἀνορθόγραφα, γεμάτα χάσματα. Οἱ κώδικες τῆς Κ. Διαθήκης, οἱ μέν περισσότεροι εἶναι ἐπιμελημένοι καί καλλιγραφημένοι εἰς ἄκρον [=τέλεια], πολλοί δέ σχολιασμένοι, σέ πολύτιμη γραφική ὕλη, σέ ἄριστη κατάστασι, πολυτελεῖς, μέ ποικίλα μεγέθη, ἀπό πολύ ὀγκώδεις τόμους μέχρι τομίδια τῆς τσέπης, μέχρι τοῦ 14ου αἰ. μόνο σέ περγαμηνή (μέ ἐξαίρεσι τά παπύρινα σπαράγματα), ἀπ᾽ τό 14ο αἰ. σπανίως σέ χαρτί. Ἀνάλογα εἶναι τά πλεονεκτήματα τῆς Κ. Διαθήκης στή ἔμμεση παράδοσι τοῦ κειμένου». Καί ὁ Π. Τρεμπέλας συνοψίζει: «Ἄν τά Εὐαγγέλια συγγράφονταν ἀπό συγγραφεῖς ἔστω καί κατά πενῆντα χρόνια μεταγενέστερους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν ἦταν δυνατόν νά παρουσιάζουν τέτοια ἀκρίβεια ὡς πρός τίς λεπτομέρειες καί πληροφορίες αὐτές. Διότι ὁ Χριστός ἔζησε σέ ἐποχή, κατά τήν ὁποία τά ἔθνη τῶν Ἰουδαίων, τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ρωμαίων, εὑρισκόμενα ὑπό ἕνα πανίσχυρο σκῆπτρο, βρίσκονταν παντοῦ ἀνακατεμένα μέ τά διαφορετικά τους ἔθιμα, μέ τίς διαφορετικές τους γλῶσσες, δημιουργώντας ἔτσι πολύπλοκες καί πολυσύνθετες τίς συνθῆκες τῆς ζωῆς. Ἐξαιρετικά, ὅμως, ὑπό ἐκτάκτως ἀνώμαλες συνθῆκες διατελοῦσε τότε ἡ Παλαιστίνη. Σέ διάστημα ἐλαχίστων δεκαετιῶν, μόλις πενῆντα ἐτῶν, σημειώθηκαν στή διοίκησί της οἱ πιό παράδοξες καί ἀσυνήθεις πολιτικές μεταβολές. Ἐξ ἄλλου ἡ ἐποχή αὐτή μόλις μέ κάποιες δεκάδες ἐτῶν χωριζόταν ἀπ᾽ τή φοβερή γιά τόν Ἰσραήλ περίοδο, κατά τήν ὁποία ἡ Ἰουδαϊκή χώρα ὑπέστη δεινότατες καταστροφές καί ἀνατροπές ἀπ᾽ τά Ρωμαϊκά στρατεύματα, καί μεταβλήθηκε σέ θέατρο ἀγριώτατου πολέμου, κατά τόν ὁποῖο πολλές πόλεις ἀνασκάφηκαν ἐκ θεμελίων, ἄλλες δέ νέες κτίσθηκαν καί ἄλλες μετονομάσθηκαν. Γιά καθένα, λοιπόν, μή αὐτόπτη καί σύγχρονο συγγραφέα θά παρουσιάζονταν πάρα πολλές ἀνοικονόμητες καί ἀνυπέρβλητες δυσκολίες ὡς πρός τόν καθορισμό καί τήν ὀνομασία τῶν πόλεων καί τῶν τόπων, ὡς πρός τήν περιγραφή τῶν ἐθίμων καί τῶν ἐν γένει συνθηκῶν τῆς τότε ζωῆς.

Ἀλλά στά Εὐαγγέλια οὔτε μία τέτοια ἀνακρίβεια δέν παρουσιάζεται. Ὅλες οἱ ἐθνογραφικές, οἱ γεωγραφικές, οἱ ἱστορικές, οἱ χρονολογικές πληροφορίες, τίς ὁποῖες παρέχουν, ἄν καί ὑποβλήθηκαν σέ αὐστηρότατο ἔλεγχο, βρέθηκαν κατά πάντα ἀκριβεῖς». Ἐρχόμαστε τώρα στό κατά Μᾶρκον καί σέ κάποια ἄλλα ἀποσπάσματα τῆς Κ. Διαθήκης. Ὁ καθηγητής Carsten Ρeter Τhiede μᾶς εἰσάγει στό θέμα: «Χρειάσθηκαν εἴκοσι χρόνια μέχρι νά γίνη ἀποδεκτό ἀπ᾽ τούς κορυφαίους παπυρολόγους τοῦ κόσμου τό τμῆμα παπύρου τοῦ Qumran, τό 7Q5 μέ τό 6, 52-53 τοῦ Μάρκου». Καί προσφέρει τά στοιχεῖα: «Ἕνας Ἰσπανός παπυρολόγος, ὁ José Ο᾽ Callaghan, ὑπαινίχθηκε ὅτι ἕνα ἀπ᾽ τά σπήλαια μέ τούς Παπύρους τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, τό ἕβδομο σπήλαιο τοῦ Qumran, περιεῖχε ἀποσπάσματα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού ἀνάμεσά τους βρίσκονταν τμήματα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου». Καί ἀναγράφεται μάλιστα στήν ἴδια σ. ὅτι «τά σπήλαια τοῦ Qumran εἶχαν σφραγισθῆ τό 68 μ.Χ.». Συνεχίζει ὁ Τhiede: «Ἔρχεται ὁ Ἱσπανός παπυρολόγος José Ο᾽ Callaghan νά ὑποστηρίξη ὅτι μερικά τουλάχιστον ἀπ᾽ τά ἀποσπάσματα τῶν Ἑλληνικῶν παπύρων τοῦ Σπηλαίου 7 προέρχονται ἀπ᾽ τήν Καινή Διαθήκη. Δύο ἀπ᾽ τίς ἀναγνωρίσεις τίς ὁποῖες ἔκανε ἦταν ἰδιαίτερα προκλητικές: Μάρκος 6, 52-53 (7Q5) καί Α´ πρός Τιμόθεον 3, 16 καί 4, 1,3 (7Q4)». Ἀκόμα: «Ἄν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν τό γεγονός ὅτι καί τά δύο αὐτά ἀποσπάσματα —πρίν ἀκόμη ἀναγνωρισθοῦν— χρονολογήθηκαν μέ βάσι τό στύλ τῆς γραφῆς, ὄχι ἀργότερα ἀπ᾽ τό 50 μ.Χ., τότε ἡ χρονολογία τῶν πρωτοτύπων πού βρίσκονται πίσω ἀπ᾽ αὐτούς τούς παπύρους γίνεται ἀκόμη πιό ἐντυπωσιακή». Ὁ José Ο᾽ Callaghan «γιά ἑπτά ἀκόμη ἀποσπάσματα ἔκανε ὑποθέσεις ὅτι μπορεῖ ν᾽ ἀνήκουν σέ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωσι τοῦ γεγονότος ὅτι ἦταν πολύ μικρά γιά νά μποροῦν ν᾽ ἀναγνωρισθοῦν μέ ἀρκετή βεβαιότητα. Τά ἀποσπάσματα αὐτά εἶναι τά ἑξῆς: 7Q61 = Μρ 4, 28 7Q62 = Πρξ 27, 38 7Q7 = Μρ 12, 17 7Q8 = Ἰακ 1, 23-24 7Q9 = Ρμ 5, 11-12 7Q10 = Β´ Πέτρ 1, 15 7Q15 = Μρ 6, 48 Αὐτές οἱ ὑποθέσεις, πού ἔγιναν μέ ἐπιφύλαξι, παραμένουν μιά πιθανότητα, πού μπορεῖ νά εἶναι μεγάλη ἤ μικρή, πάντα, ὅμως, μέ τήν προϋπόθεσι ὅτι τά ἀποσπάσματα αὐτά μπορεῖ ν᾽ ἀνήκουν στήν Καινή Διαθήκη. Εἶναι τόσο μικρά, βέβαια, πού ποτέ καί μέ κανένα τρόπο δέν θά ὑπάρξη βεβαιότητα. Δέν θά πρέπη, ὅμως, ν᾽ ἀπορρίψη κανείς τήν προσπάθεια γιά ἀναγνώρισι τῶν κυριωτέρων ἀποσπασμάτων —ὅπως ἔκαναν μερικοί— μόνο καί μόνο ἐπειδή ἔγιναν ἤδη κάποιες ἀπόπειρες». Ἐπίσης: «Τό 1991 ἔγινε στό Παν/μιο τοῦ Εichstätt, στή Γερμανία, ἕνα Συνέδριο γιά τό Qumran, πού ἀφιερώθηκε στό Σπήλαιο 7 καί τή σχετική διαμάχη. Τότε, θεωρήθηκε ἀβάσιμη ἡ κριτική πού εἶχε ἐξαπολυθῆ κατά τῶν ἀνακαλύψεων τοῦ Ο᾽ Callaghan». Ἄς δοῦμε καί τήν ἑξῆς παράθεσι: «Ἀνάμεσα στά πιό μικρά κομματάκια παπύρου, πού βρέθηκαν στό Σπήλαιο 7, στό Qumran, ὑπάρχει ἕνα μέ 6 μόνο εὐανάγνωστα γράμματα, σέ δύο σειρές. Ὁ παπυρολόγος José Ο᾽ Callaghan ὑποστήριξε ὅτι αὐτό τό ἀπόσπασμα, τό 7Q10 εἶναι ἀπ᾽ τήν Καινή Διαθήκη καί ὅτι μπορεῖ ν᾽ ἀνήκη στή Β´ Πέτρου 1, 15. Εἶναι πάρα πολύ μικρό γιά ν᾽ ἀναγνωρισθῆ μέ κάποια βεβαιότητα, αὐτό, ὅμως, πού δέν φαντάσθηκε ὁ Ο᾽ Callaghan ὅταν τό ἀπέδιδε στήν Β´ Πέτρου 1, 15, εἶναι τό πόσο ταίριαζε ἡ πρότασί του στήν περίστασι. Ἀπ᾽ τή στιγμή πού στό Σπήλαιο 7 τοῦ Qumran ὑπῆρχε ἕνα, τουλάχιστον, ἀντίγραφο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου, θά ἦταν δικαιολογημένη καί ἡ ὕπαρξι ἑνός ἀντιγράφου τῆς Β´ Πέτρου στό ἴδιο μέρος. Κάτι τέτοιο θά μποροῦσε, στό κάτω-κάτω, ν᾽ ἀποδεικνύη τήν “Ἀποστολική προέλευσι” τοῦ Εὐαγγελίου» —ὁ Μᾶρκος ἀπηχεῖ τίς ἀπόψεις τοῦ Πέτρου στό Εὐαγγέλιό του. Ἰδού καί μιά σημαντική ἐπισήμανσι: «Θά ἦταν ἀρκετό νά ποῦμε ὅτι, ὄχι μόνο μπορεῖ ν᾽ ἀναγνωρισθῆ τό ἀπόσπασμα τοῦ Μάρκου ἀπό ὁρισμένα χαρακτηριστικά, πού εἶναι ὁλοφάνερα, ἀλλά ὅτι ὑπάρχουν, ἐπίσης, μερικές διαφορές ἀπ᾽ τά κείμενα ὅλων τῶν κατοπινῶν χειρογράφων αὐτοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἐπιβεβαιώνουν τή μεγάλη του ἡλικία. Ὑπάρχει ἡ παράλειψι τῶν λέξεων “ἐπί τήν γῆν” πρίν ἀπ᾽ τή λέξι “Γεννησαρέτ” στό στίχο 3 (Μρ 6, 53). Ὅλοι οἱ ἄλλοι πάπυροι ἔχουν σ᾽ αὐτό τό ἐδάφιο τίς λέξεις αὐτές, ἀλλά εἶναι ὥς ἐνάμισυ αἰ. μεταγενέστεροι. Ἄλλα κείμενα τῶν πρώτων χρόνων δέν περιέχουν ἐπίσης αὐτές τίς λέξεις —δεδομένου ὅτι οἱ λέξεις αὐτές ἦταν περιττές πρίν ἀπ᾽ τό 70 μ.Χ., ὅταν ἡ γῆ, ἡ κατοικημένη γῆ τῆς Γεννησαρέτ ὑπῆρχε ἀκόμη. Μόνο μετά τό 70 μ.Χ., μέ ἄλλα λόγια μόνο μετά τή χρονολογία αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος, ὅταν ὁ οἰκισμός εἶχε καταστραφῆ ἀπ᾽ τούς Ρωμαίους, πρέπει νά χρειάσθηκε νά προστεθοῦν αὐτές οἱ λέξεις, γιά νά γίνη ὁ διαχωρισμός ἀνάμεσα στή λίμνη καί τή γῆ. Πρίν ἀπ᾽ τό 70 μ.Χ. θά ἦταν πλεονασμός». Καί κάτι ἐξίσου σημαντικό: «Ὑπάρχει ἕνας ἀριθμός ἐπιχειρημάτων…, τά ὁποῖα πείθουν ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου γράφθηκε στή Ρώμη. Στό Σπήλαιο 7 τοῦ Qumran βρέθηκε ἕνα πιθάρι μέ μιά ἐπιγραφή μέ τά Ἑβραϊκά γράμματα r, w, m, πού μπορεῖ ἴσως νά σημαίνη “Ρώμη”. Ἕνας ἀπ᾽ τούς σημαντικότερους μελετητές τοῦ Qumran, ὁ Joseph Fitzmyer, ὑποστήριξε τό 1972 ὅτι αὐτός εἶναι ἕνας πιθανός τρόπος γραφῆς τῆς λέξεως “Ρώμη” στά Ἑβραϊκά, καί ὅτι ὁ τρόπος πού προφέρεται ἡ λέξι αὐτή στά Ἑβραϊκά, ἔχει ἀποδειχθῆ καί ἀλλοῦ, ὅτι εἶναι πράγματι αὐτός. Ὑπάρχουν παραδείγματα πιθαριῶν πού βρέθηκαν στή Γαβαών, τήν Ἱερουσαλήμ, τή Σοκχώθ καί τή Ζίφ, ὅπου μέ τήν ἐπιγραφή ὑπονοεῖται ὄχι τό ὄνομα τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ πιθαριοῦ, ἀλλά ὁ τόπος ἀπ᾽ τόν ὁποῖο αὐτό προέρχεται. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού εἶχε τοποθετήσει τούς παπύρους (ἤ μερικούς ἀπ᾽ αὐτούς) μέσα στό πιθάρι, πρίν ἀποθηκευθοῦν καί σφραγισθοῦν μέσα στό Σπήλαιο 7, εἴτε Χριστιανός ἐπισκέπτης ἦταν εἴτε Ἐσσαῖος τῆς Ἱερουσαλήμ εἴτε βιβλιοθηκάριος τοῦ Qumran, ὅποιος καί νά ἦταν αὐτός πού ἤθελε νά τούς κάνη ἀντικείμενα μελλοντικῆς μελέτης καί ἔρευνας (καί δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἦταν Ἑβραῖοι, καί θά πρέπη οἱ ὑπόλοιποι Ἐβραῖοι νά τούς θεωροῦσαν μιά Ἑβραϊκή ὁμάδα πού κατεῖχε ἕνα εἰδικό μεσσιανικό μήνυμα), ὅποιος, τέλος πάντων, ἤθελε νά τούς διαφυλάξη ἀπ᾽ τήν ἐπερχόμενη καταστροφή —οἱ Ρωμαῖοι πλησίαζαν— ἐκεῖνος θά πρέπη, μέ τήν εὐκαιρία αὐτή, νά σημάδεψε τό πιθάρι μέ τό ὄνομα τοῦ τόπου προελεύσεως τοῦ περιεχομένου του. Ἀκόμη κι ἄν οἱ πάπυροι εἶχαν ἔρθει στό Qumran ἀπ᾽ τήν Ἱερουσαλήμ, οἱ Χριστιανοί θά πρέπη νά ἤξεραν ὅτι εἶχαν Ρωμαϊκή προέλευσι. Ἕνα τόσο πολύτιμο δῶρο, πού προερχόταν ἀπ᾽ τήν κοινότητα πού ζοῦσε στήν πρωτεύουσα, δηλαδή στήν ἴδια τήν καρδιά τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, δέν ἦταν δυνατόν νά ξεχασθῆ ἤ νά παραμεληθῆ»(ΙΜΠ, 141). Ὁ ἀναγνώστης ἄς θυμηθῆ ἐδῶ νά παρεμβάλλη μερικά χρόνια —πού τό τοποθετοῦν ἀκόμα νωρίτερα στήν ἱστορία— μεταξύ τῆς συγγραφῆς τοῦ κατά Μᾶρκον στή Ρώμη καί τῆς σφραγίσεως τοῦ ἀντιγράφου του στό σπήλαιο τοῦ Qumran τό 68 μ.X.. Καί τελειώνει ὁ Τhiede μέ τό Qumran: «Ἡ Οrsolina Μontevecchi, καθηγήτρια τῆς παπυρολογίας στό Μιλᾶνο, πρώην πρόεδρος καί τώρα ἐπίτιμη πρόεδρος τῆς Διεθνοῦς Ἑνώσεως Παπυρολόγων, συνόψισε τή διαμάχη γιά τόν 7Q5 σ᾽ ἕνα ἄρθρο-πρόκλησι, πού δημοσιεύθηκε στό εἰδικό περιοδικό Αegyptus, τό 1994: Ἡ ἀναγνώρισι αὐτοῦ τοῦ παπύρου ὡς ἀποσπάσματος τοῦ 6, 52-53 τοῦ Μάρκου εἶναι βέβαιη. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη καμμία ἀμφιβολία ἀπό παπυρολογική ἄποψι. Εἶναι καιρός, λοιπόν, οἱ ἐκδότες τῆς Ἑλληνικῆς Μεταφράσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης Νestle-Αland, αὐτοί οἱ φύλακες τοῦ καταλόγου τῶν παπύρων τῆς Καινῆς Διαθήκης, νά τοῦ δώσουν τό “Ρ” νούμερό του, πού θά εἶναι τό Ρ100». Στό ἴδιο θέμα ἀναφέρεται καί ὁ Ηal Lindsey: «Πρόσφατες ἀρχαιολογικές ἀνακαλύψεις μποροῦν ν᾽ ἀνατινάξουν αὐτή τή “φιλελεύθερη μυθολογία”. ῞Ενα, ἴσως, ἀπ᾽ τά πιό συναρπαστικά ἀρχαιολογικά εὑρήματα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα σέ σχέσι μέ τήν Καινή Διαθήκη ἀναφέρθηκε, μέ μικρή δημοσιότητα στά μέσα ἐνημερώσεως. Τό ἄρθρο τοῦ Louis Cassels τοῦ United Ρress εἶχε τίτλο: “Βιβλικές ἀναφορές πού ἐνισχύονται ἀπό εὑρήματα ἐρευνητῶν”. Αὐτές οἱ ἀρχαιολογικές ἀνακαλύψεις περιλάμβαναν τήν ἀναγνώρισι μερικῶν κομματιῶν παπύρου πού βρέθηκαν ἀνάμεσα στούς κυλίνδρους τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, τό 1947 ὡς πιθανῶν τμημάτων τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου, γραμμένων γύρω στό 50 μ.Χ.. Ἡ περιγραφή τῆς ἐφημερίδος συνεχίζει: Ἡ χρονολογία εἶναι πού ἔχει σημασία. Οἱ μελετητές τῆς Βίβλου ἔχουν συμπεράνει πρό πολλοῦ ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου, πού βασίζεται στίς ἀναμνήσεις τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἄρχισε νά γράφεται λίγο πρίν τό θάνατο τοῦ Πέτρου στή Ρώμη, πού τοποθετεῖται γύρω στό 68 μ.Χ.. Ἐφόσον ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε γύρω στό 33 μ.Χ., ἡ προηγούμενη χρονολόγησι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου —πού γενικά θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό πρῶτο πού γράφθηκε— ἄφηνε ἕνα χάσμα 35 χρόνων μέσα στό ὁποῖο οἱ ἱστορικές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ μεταφέρθηκαν εἴτε μέ προφορικές διηγήσεις εἴτε ἀπό χαμένα σήμερα γραπτά… “Ἡ Γερμανική Βιβλική σχολή, πού μερικές φορές ὀνομάζεται ἀναμορφωμένη κριτική, ἔχει καταλήξει ἤδη ἀπ᾽ τό 19ο αἰ., στό “σίγουρο” συμπέρασμα ὅτι στό κενό αὐτό τῶν 35 χρόνων τά πραγματικά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ ἀναμίχθηκαν μέ πολλούς μύθους καί θρύλους”(Τimes of Los Angeles, 14 Ἀπριλίου 1972). Τά τμήματα τῶν παπύρων πού ἀναγνωρίσθηκαν ἀπ᾽ τόν καθηγητή José Ο᾽ Callaghan, ἕνα μελετητή στό Παπικό Βιβλικό Ἰνστιτοῦτο στή Ρώμη, χρονολογήθηκαν μέ ἐπιστημονικές μεθόδους, ὅτι πιθανόν νά ὑπῆρξαν γύρω στό 50 μ.Χ., πρᾶγμα πού ἀφήνει νά φανῆ ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου θά μποροῦσε νά εἶχε ἀρχίσει νά κυκλοφορῆ μέσα σέ δώδεκα χρόνια ἀπ᾽ τό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Louis Cassels, ἄν αὐτή ἡ πρώιμη χρονολογία γιά τό Εὐαγγέλιο εἶναι σωστή, “σημαίνει ὅτι τό γραπτό τοῦ Μάρκου θά ἔπρεπε νά περάση μέ ἐπιτυχία τή δοκιμασία κάθε δημοσιογραφικοῦ ἤ ἱστορικοῦ γραπτοῦ —πού δημοσιεύθηκε σέ μιά ἐποχή πού μποροῦσε νά διαβασθῆ, νά κριτικαρισθῆ, καί, ἄν ἀποδειχθῆ μή αὐθεντικό, ν᾽ ἀπορριφθῆ ἀπό χιλιάδες Ἑβραίων, Χριστιανῶν, Ρωμαίων καί Ἑλλήνων, πού ζοῦσαν στήν Παλαιστίνη στήν ἐποχή τῆς διακονίας τοῦ Ἰησοῦ. Τό ὅτι ἡ πρώτη Ἐκκλησία διάλεξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου ἀνάμεσα στά μοναδικά τέσσερα Εὐαγγέλια μέσα ἀπό δωδεκάδες πού κυκλοφοροῦσαν, ὥστε νά διαφυλαχθῆ γιά νά μπῆ μεταγενέστερα στήν Καινή Διαθήκη, δείχνει ἐπίσης ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού βρέθηκαν πλησιέστερα στά γεγονότα —οἱ ἀρχικοί ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ— θεώρησαν τή διήγησι τοῦ Μάρκου ἀκριβῆ καί ἀξιόπιστη, ὄχι παραμύθι ἀλλά ἀληθινή ἱστορία”(στό ἴδιο)». Παντοῦ οἱ ἀρνητές βλέπουν συνωμοσίες, ἀνύπαρκτες τελικά: «Τό 1991 ἐκδόθηκε στή Γερμανία ἕνα βιβλίο μέ τίτλο “Ἀπόρρητο: Ἰησοῦς. Τά Ρολά τοῦ Qumran καί ἡ Ἀλήθεια γιά τούς Πρώτους Χριστιανικούς Χρόνους”. Συντάκτες εἶναι οἱ Ἀμερικανοί συγγραφεῖς Μichael Βaigent καί Richard Leigh. Τό βιβλίο πούλησε μόνο στή Γερμανία πάνω ἀπ᾽ 300.000 ἀντίτυπα. Οἱ συγγραφεῖς θέλουν ν᾽ ἀποκαλύψουν μία συνωμοσία, στό κέντρο τῆς ὁποίας βρίσκεται τό Βατικανό. Ἀρχικά, ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχει δημοσιευθῆ μόνο τό 25% τοῦ ὑλικοῦ. Ἡ καθυστέρησι τῆς ἐκδόσεως τῶν κειμένων ἀποδίδεται σέ σκοτεινές μηχανορραφίες τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ρωμαϊκή ἐκκλησία, ὑποστηρίζουν, ἐνδιαφέρεται νά παρεμποδίση τή δημοσίευσι τῶν κειμένων τοῦ Qumran. Θέλει ν᾽ ἀναχαιτίση τή γνωστοποίησι τοῦ περιεχομένου τους, ἐπειδή φοβᾶται ὅτι θά καταστραφῆ ἡ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ, πού παρουσιάζει ἡ ἐκκλησία. Ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν ἡ εἰρηνική μορφή, τήν ὁποία περιγράφει ἡ Καινή Διαθήκη, ἀλλά ἕνας πολιτικός ἐπαναστάτης, πού δέν τόν τρόμαζαν οὔτε οἱ ἀνθρωποκτονίες. Αὐτός ὁ πολιτικός Ἰησοῦς ὑπῆρξε παντρεμένος μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή καί εἶχε ἀποκτήσει μαζί της μία κόρη. Ἐπειδή ὅλα αὐτά δέν τή συμφέρουν, ἡ ρωμαϊκή ἐκκλησία ἄσκησε μία συνωμοτική πολιτική νά τά κρατήση μυστικά, μέ κύριο ἰδεολόγο τόν καρδινάλιο Ratzinger, διοικητή τῆς ἀνώτατης ρωμαϊκῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας. Τά ἐπιχειρήματα τῶν Βaigent καί Leigh ἀντικρούσθηκαν πλήρως. Οἱ συγγραφεῖς Οtto Βetz, Rainer Riesner (“Ἰησοῦς, Qumran, Βατικανό”, 1993) καί Ηartmut Stegemann (“Οἱ Ἐσσαῖοι, τό Qumran, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής καί ὁ Ἰησοῦς”, 1993) καί ἄλλοι, ἔδειξαν ὅτι τό βιβλίο τῶν ἀμερικανῶν συγγραφέων μέ τίς ὑψηλές πωλήσεις εἶναι μία μοιραῖα μεῖξι ἀνεπαρκοῦς ἐρεύνης, λανθασμένων συμπερασμάτων καί ἀβασίμων κατηγοριῶν καί ὅτι δέν εὐσταθοῦν οὔτε κἄν τά πιό ἁπλά δεδομένα. Ἕνα παράδειγμα: Ὅταν οἱ συγγραφεῖς ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ἔχει δημοσιευθῆ μόλις ἕνα 25% τῶν κειμένων τοῦ Qumran καί τό ὑπόλοιπο κρατεῖται μακρυά ἀπ᾽ τή δημοσιότητα, στήν πραγματικότητα εἶχε ἤδη ἐκδοθῆ περισσότερο ἀπό 80%. Οἱ συγγραφεῖς καταμέτρησαν μόνο τίς δημοσιεύσεις τοῦ μουσείου Rockefeller στή σειρά “Discoveries in the Judaean Desert”(=“Ἀνακαλύψεις στήν Ἔρημο τῆς Ἰουδαίας”) καί τούς εἶχε διαφύγει ὅτι τό περισσότερο ὑλικό εἶχε δημοσιευθῆ ἐκτός αὐτῆς τῆς σειρᾶς…»(Ιngo Ηermann). Ὁ Τhiede, ἀκόμα, μᾶς παρουσιάζει καί κάτι ἄλλο, ἐξίσου «ἐνδιαφέρον»: «Μιά νεαρή Ἰταλίδα, εἰδική ἐπιστήμονας, ἡ Ἰλάρια Ραμέλλι, πρόσθεσε, τελευταῖα, ἕνα ἀκόμη πιθανό —ἄν καί συζητήσιμο— στοιχεῖο στήν ἔρευνα γιά ἄμεσες ἤ ἔμμεσες ἀναφορές στό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου. Σ᾽ ἕνα προσεκτικά τεκμηριωμένο ἄρθρο, πού δημοσιεύθηκε στό εἰδικό περιοδικό Αevum, ὑποστηρίζει ὅτι τό Εὐαγγέλιο αὐτό ἦταν γνωστό στόν περίφημο αὐλικό καί συγγραφέα Πετρώνιο, ὁ ὁποῖος παρουσίασε μιά παρωδία κάποιων σημαντικῶν ἐδαφίων —ὅπως ἡ ἄρνησι τοῦ Ἰησοῦ ἀπ᾽ τόν Πέτρο— στό δημοφιλές μυθιστόρημά του “Σατιρικόν”. Ὁ Πετρώνιος ἐξαναγκάσθηκε ἀπ᾽ τό Νέρωνα ν᾽ αὐτοκτονήση, τό 66 μ.Χ.. Ἑπομένως, τό μυθιστόρημα αὐτό θά πρέπη νά γράφθηκε πρίν ἀπ᾽ τό 66 μ.Χ.. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου θά πρέπη νά ἦταν ἀρκετά γνωστό στούς λογοτεχνικούς κύκλους, πρίν ἀπ᾽ τή χρονολογία αὐτή, ὥστε νά μπορῆ ἡ παρωδία νά γίνη κατανοητή». Ὁ καθηγητής Ἀλ. Τσιριντάνης ἐπισημαίνει μέ τήν ὀξύνοιά του: «Στήν περικοπή τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου κεφάλαιο 12, στίχοι 28-44 βλέπουμε ὅτι μιά χήρα πῆγε στό Ναό καί, ὄπως λέει ὁ Εὐαγελιστής, ἔδωσε ἕνα δίλεπτο, “ὅ ἐστι κοδράντης”. Γιατί, ὅμως, ὁ Εὐαγγελιστής σημειώνει καί τό “κοδράντης”; Τό γράφει ἔτσι γιά νά τό καταλάβουν. Εἶναι σάν νά λέη: δύο λεπτά ἔδωσε ἡ χήρα αὐτή· ἀλλά μήπως δέν μέ κατάλαβες; Ἐννοῶ ἕνα κοδράντη. Στόν ἀναγνώστη., λοιπόν, ἦταν πιό εὔκολο νά καταλάβη τό “κοδράντης” παρά τά δύο λεπτά. Σέ ποιά, ὅμως, ἐποχή ἡ λέξι “κοδράντης” ἦταν περισσότερο καταληπτή ἀπ᾽ τά “δύο λεπτά”; Ἦταν στήν ἐποχή μεταξύ Καίσαρος Αὐγούστου καί τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλήμ. Γιατί στούς Πανδέκτες δέν θυμόμουν νά ὑπάρχη ἡ λέξι αὐτή. Γι᾽ αὐτό ζήτησα καί εἶδα τούς Πανδέκτες. Ὁ “κοδράντης” ἦταν λέξι τῆς ἐποχῆς κατά τήν ὁποία γράφθηκε τό Εὐαγγέλιο. Κι ἀπ᾽ αὐτή τή λέξι προδίδεται ἡ χρονολογία τοῦ Εὐαγγελίου. Μοῦ κάνει δέ ἐντύπωσι ἡ στάσι τοῦ Ὀρθολογισμοῦ. Οἱ ἀρνητές τοῦ περασμένου αἰῶνα, βλέποντας τή χρεωκοπία στό ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀντί νά κτυπήσουν τή χρεωκοπία αὐτή στό ὄνομα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἄρχισαν ν᾽ ἀμφισβητοῦν τή χρονολογία τῶν Εὐαγγελίων, γιά νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι αὐτά ἔχουν συνταχθῆ ἐκ τῶν ὑστέρων κλπ.. Ἐνῶ ἡ γνησιότητα τῶν Εὐαγγελίων προδίδεται ἀπ᾽ τό περιεχόμενό τους. Μή μοῦ πῆτε δέ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής ἔγραψε ἐπίτηδες τό “κοδράντης”… γιατί τάχα ἐμεῖς θά τά θυμηθοῦμε αὐτά! Ἀπ᾽ ὅσα γνωρίζω, μέ συγχωρεῖτε, ἀλλά εἶμαι ὁ πρῶτος πού τό ἔχει προσέξει αὐτό τό σημεῖο. Ντρέπομαι πού τό λέω, ἀλλά ἔτσι εἶναι. Αὐτά εἶναι ἀπό ἐκεῖνα πού ξεφεύγουν κι ἔτσι κατά κάποιο τρόπο “πιάνουμε ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ” τούς Εὐαγγελιστές ὅτι εἶναι εἰλικρινεῖς. Ἐγώ δέν ἔχω τήν παραμικρή ἀμφιβολία γιά τή γνησιότητα τῶν Εὐαγγελίων. Καί μοῦ ἔκανε πραγματικά ἐντύπωσι αὐτό τό ὁποῖο λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι μιά χήρα ἔβαλε δύο λεπτά, προσθέτοντας στή συνέχεια “ὅ ἐστι κοδράντης” γιατί ἦταν ἡ ἐποχή ὅπου ἡ λέξι “κοδράντης” ἦταν περισσότερο ἐν χρήσει παρά ἡ λέξι “δύο λεπτά”. Δηλαδή, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, ἔβαλε πέντε δραχμές, δηλαδή “τάλληρο”. Ἦταν ἡ ἐποχή ὅπου ἡ λέξι “τάλληρο” ἦταν περισσότερο ἐν χρήσει. Φοβᾶται, δηλαδή, ὁ γράφων ὅτι ὁ ἀναγνώστης δέν θά καταλάβη τήν ἔκφρασι “πέντε δραχμές” καί τό λέει “τάλληρο” γιά νά τό καταλάβη ὁ ἀναγνώστης πιό καλά [αὐτά γράφθηκαν πρίν ἀπό τά εὐρώ]». Ἐπίσης: «Τό πρῶτο πού ἐμφανίζει τό κεφάλαιο αὐτό [1ο τοῦ Ἰωάννου] εἶναι ἡ νομιμοποίησι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νομιμοποίησι αὐτή εἶναι περίεργη, ἀλλά καί πολυτιμότατη. Ἀρχίζει μέ τήν ἐρώτησι πού ἔκαναν στόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή: “Σύ τίς εἶ;” καί κατόπιν συνεχίζει μέ τό: “Τί, λοιπόν; Ὁ Ἠλίας εἶσαι σύ;”. Καί ὁ Ἰωάννης ἀπαντᾶ: “δέν εἶμαι”. Καί πάλι τόν ρωτοῦν: “Μήπως εἶσαι ὁ προφήτης;” Καί ἀπαντᾶ ὄχι. Κατόπιν τοῦ λένε: Γιατί, λοιπόν, βαπτίζεις ἀφοῦ δέν εἶσαι ὁ Χριστός; Κι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής τούς ἀπαντᾶ, ὅτι ἐγώ εἶμαι “φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ”. Τήν ἑπομένη μέρα, ὅταν βλέπη τό Χριστό νά βαδίζη λέει: “῎Ιδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ κλπ.” καί καταλήγει προσθέτοντας: “κἀγώ ἑώρακα καί μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ”. Σήμερα, ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία μᾶς φαίνεται ἀκατανόητη καί δέν καταλαβαίνουμε τό νόημα μιᾶς τέτοιας συζητήσεως. Αὐτό, ὅμως, ἀναφορικά μέ τήν περίπτωσι πού μᾶς ἀπασχολεῖ τώρα, ἀποδεικνύει ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη γράφθηκε σέ ἐποχή ὅπου τό κῦρος τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ ἦταν τόσο μεγάλο, ὥστε νά τό χρησιμοποιῆ γιά τή νομιμοποίησι τοῦ Κυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης εἶναι σάν νά ἔλεγε στόν τότε κόσμο: Τί συζητᾶτε, ἐγώ ὁ ἴδιος ἄκουσα μέ τ᾽ αὐτιά μου αὐτόν τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, πού εἶπε αὐτά κι αὐτά γιά τόν Κύριο. Ἡ περίοδος αὐτή τελείωσε μέ τήν ἅλωσι καί καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἆρα, τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη γράφθηκε πρίν ἀπ᾽ τήν καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ, γιά ἀνθρώπους πού μιλοῦσαν τότε γιά τό κῦρος τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου». Ὁ Ρeter Carsten Τhiede μᾶς τονώνει μέ ἐλπίδα· ὁ φόβος δέν ἔχει σχέσι μέ τήν Ἐκκλησία: «Ὑπάρχουν ὁλόκληρα κιβώτια μέ τμήματα παπύρων, πού δέν ἔχουν ἀκόμη ἐξετασθῆ, στή Βιέννη, στό Βερολίνο, στό Μόναχο, στή Χαϊδελβέργη. Μήπως, ἄραγε, βρεθῆ ὅτι κάποιο ἀπ᾽ αὐτά εἶναι ἕνας ἀπ᾽ τούς πρώτους παπύρους τῆς Καινῆς Διαθήκης; Ἡ ἀργή διαδικασία τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν χειρογράφων πού βρέθηκαν στό Ηerculaneum, αὐτή τή μικρή πόλι τῆς Ἰταλίας, πού καταστράφηκε μαζί μέ τήν Πομπηΐα κατά τήν ἔκρηξι τοῦ Βεζούβιου, τό 79 μ.Χ., κρατάει τόν καθένα σέ ἀγωνία: Μήπως, ἄραγε, οἱ νέες ἀνακαλύψεις ἔχουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον; Οἱ ἀρχαιολόγοι γνωρίζουν ὅτι στόν τοῖχο ἑνός σπιτιοῦ, στό Ηerculaneum, βρέθηκαν ἴχνη σταυροῦ. Ἐκεῖ, λοιπόν, ὑπῆρχαν Χριστιανοί, καί εἶναι φανερό ὅτι ὑπῆρχαν πρίν ἀπ᾽ τό 79 μ.Χ.. Τί εἶχαν διαβάσει αὐτοί, τίς Ἐπιστολές τοῦ Παύλου ἤ τά Εὐαγγέλια; Θά μποροῦσαν, ἄραγε, νά ὑπάρχουν ἀποσπάσματα τέτοιων κειμένων ἀνάμεσα στά εὑρήματα, πού περιμένουν ν᾽ ἀναγνωρισθοῦν;».