Το όργωμα των δοκιμασιών και ο θερισμός τους

Ὁ Θεός ἐπεμβαίνει καί σώζει, δείχνοντας τήν παντοδυναμία Του: τό Νῶε, τό Λώτ, τούς Νινευΐτες, τή Ρούθ. Βλ. καί: «Καί εἰ μή ἐκολοβώθησαν (: λιγόστευαν) αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· διά δέ τούς ἐκλεκτούς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι»(Μθ 24, 22)· «Καί καθώς προείρηκεν Ἡσαΐας, εἰ μή Κύριος Σαβαώθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα (: ἄν δέν μᾶς ἄφηνε ἀπογόνους), ὡς Σόδομα ἄν ἐγενήθημεν καί ὡς Γόμορρα ἄν ὡμοιώθημεν»(Ρμ 9, 29). Δέν τό κάνει, ὅμως, πάντοτε. Πολλές φορές ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά δείξη τό αὐτεξούσιό του μέσα σέ δοκιμασίες. Καί μήν ξεχνᾶμε: Ὁ Θεός μᾶς πειράζει γιά νά στερεώση τήν πίστι μας. Ὁ διάβολος γιά νά τήν καταστρέψη.

Ἐπισημαίνει ὁ Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Στήν παροῦσα ζωή, ὑπάρχουν δύο θλίψεις στίς ὁποῖες περιπλέκεται κάθε ἄνθρωπος πού ζῆ κάτω ἀπό τόν ἥλιο· ἡ μιά θλῖψι εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἄλλη εἶναι σύμφωνη μέ τό κοσμικό φρόνημα. Καί δέν εἶναι δυνατόν νά περάση κανείς τήν παροῦσα ζωή χωρίς νά δοκιμάση τή μία ἀπ᾽ αὐτές· τή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ τή σύμφωνη μέ τό κοσμικό φρόνημα. Καί ἡ θλῖψι, βέβαια, τοῦ κόσμου εἶναι βαρειά καί χωρίς μισθό, ἐνῶ ἡ θλῖψι ἡ σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσφέρει τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς». Γράφει ὁ Ἅγ. Κύριλλος ὁ Φιλεώτης: «“Εἶναι πολλές οἱ θλίψεις τῶν δικαίων καί ἀπό ὅλες αὐτές θά τούς ἐλευθερώση”(Δ´ Μακ 18, 15) ὁ Κύριος, ὄχι μέ τό νά μήν ἐπιτρέπη νά θλίβωνται, ἀλλά μέ τό νά τούς χαρίζη τή δύναμι νά ὑπομένουν τή δοκιμασία». «Οἱ ἀγωνιστές περιπίπτουν σέ πειρασμούς γιά νά αὐξήσουν τόν πνευματικό τους πλοῦτο· οἱ ἀπρόσεκτοι γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπό ἐκείνους πού μποροῦν νά τούς βλάψουν· καί οἱ κοιμισμένοι, γιά νά καταλάβουν πώς πρέπει πλέον νά ξυπνήσουν· αὐτοί πού εἶναι μακρυά γιά νά πλησιάσουν τό Θεό· καί οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Θεοῦ, γιά νά μποῦν μέ θάρρος στό σπίτι τοῦ Θεοῦ». «Οἱ πειρασμοί γίνονται πειρασμοί αὐτῶν πού θέλουν νά πειρασθοῦν (καί νά πέσουν)· γι᾽ αὐτούς δέ πού δέν θέλουν (νά πέσουν, εἶναι), αἴτιοι στεφάνων καί βραβείων».

Σημειώνει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ὁ Ἀδάμ τήν πίστι του τήν ἔχασε στόν Παράδεισο, ἐνῶ ὁ Ἰώβ τήν πίστι του τή στερέωσε ἐπί τῆς κοπρίας. Ὁ προφήτης Ἠλίας ποτέ δέν εἶπε “ἡ πεῖνα μέ ἐμποδίζει νά ὑπακούω στό Θεό!”. Οὔτε ὁ βασιλιάς Δαυΐδ δέν εἶπε: “τό στέμμα μέ ἐμποδίζει νά ὑπακούω στό Θεό”». «Ἡ δυστυχία, τήν ὁποία παραχωρεῖ ὁ Θεός σέ μᾶς, εἶναι καλύτερη ἀπό τήν εὐτυχία, τήν ὁποία ἐμεῖς κτίζουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Στούς πιστούς Του ὁ Θεός πάντοτε στήν κατάλληλη στιγμή παραχωρεῖ τή δυστυχία. Αὐτό εἶναι ἡ φωνή τοῦ φίλου, πού τά μεσάνυκτα φωνάζει πρός τούς κοιμωμένους: φωτιά! Ὁ σοφός ἀφήνει τή φλεγόμενη οἰκία του νά καίγεται κι ὁ ἴδιος τρέχει γιά τή ζωή του. Ἐνῶ, ὁ ἀνόητος κλαίει ἐντός τῆς φωτιᾶς καί περιμένει νά καῆ κι ὁ ἴδιος στό πῦρ τῆς οἰκίας του». Ὁ Γέροντας Ἀρσένιος Μπόκα δίδασκε: «Ὁ Θεός δέν παιδεύει ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά τήν κακία τους ἐδῶ καί τώρα· καθώς ἐπίσης, δέν δοξάζει γιά τήν καλωσύνη ὅλους ἐδῶ καί τώρα. Ἄν ἔκανε ἔτσι, τότε οἱ ἄνθρωποι δέν θά ἔκαναν τό κακό ἀπό φόβο, ἡ σωτηρία θά ἦταν ἐκβιαστική, καί ὄχι ἔργο ἐλευθερίας καί ἀγάπης. Ἄν παίδευε ὁ Θεός τό κάθε κακό ἀμέσως, τότε ὁ Θεός θά ἦταν μέν φοβερός, ὅμως θά ἦταν ἕνας ἀδύνατος καί μικρός στ᾽ ἀνθρώπινα μέτρα, ἤ πολύ περισσότερο στ᾽ ἀγγελικά, καί θά μᾶς ἔδινε νά καταλαβαίνουμε ὅτι φοβᾶται τό κακό καί προστατεύει τή δυναστεία Του, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά, τό γεγονός ἀκριβῶς ὅτι ἀνέχεται τό κακό νά γίνεται “μέχρι τό κεφάλι” κι ἀφήνει τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά τούς προκαλῆ τόν ἀναπότρεπτο φόβο τῆς τιμωρίας τους, αὐτό μᾶς ἀποδεικνύει τήν παντοδυναμία Του, τήν ὑπομονή Του πάνω στό κακό. Ἡ παντοδυναμία Του καί ἡ ἀγαθότητά Του μᾶς δίνουν τή δυνατότητα, διά τῆς ἀρετῆς τῆς πίστεως νά μένουμε κι ἐμεῖς ἥσυχοι καί εὐγνώμονες, δεχόμενοι τά χαστούκια καί τούς ἐξευτελισμούς τῆς κακίας μας. Ἔτσι, ὅταν ὁ Θεός μᾶς παιδεύη γιά κάποια παρανομία μας, τό κάνει γιά νά βάλη κάποιο φρένο στήν κακία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί προπαντός γιά νά μήν ἐλαττωθῆ ἡ πίστι στούς ἀρχαρίους καί γιά νά μή χαθῆ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἡ γνῶσι τῆς ἀνταποδόσεως τῶν ἔργων». Ὁ μακαριστός Ἀλ. Τσιριντάνης τονίζει: «Ἡ χριστιανική προσδοκία, δέν εἶναι ὅτι θά ὑπάρχη γαλήνη, ἀλλά ὅτι παρόλη τή θύελλα θά εἶναι ὁ Χριστός μαζύ μας. Κι αὐτό ἀρκεῖ. Μέ συγχωρεῖτε πού θά τό ἐπαναλάβω: Τό νά περιμένω, ὅτι ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι μέσα στό πλοῖο θά εἶναι γαλήνη, εἶναι ἀπόλυτα φυσικό κι ἀνθρώπινο. Δέν εἶναι, ὅμως, χριστιανικό. Δηλαδή, δέν εἶναι χριστιανικό, νά πιστεύουμε ὅτι ἐπειδή εἶναι ὁ Χριστός μαζύ μας, ἄρα θά ὑπάρχη γαλήνη. Ἀλλά ἡ προσδοκία εἶναι πώς, ὅ,τι θύελλα καί νά ἔλθη, θά εἶναι ὁ Χριστός παρών. Καί θά εἶναι τότε θύελλα μετά Χριστοῦ. Κι εἶναι καλύτερα θύελλα μαζύ μέ τόν Χριστό, παρά γαλήνη χωρίς Χριστό». «Σ᾽ ἕνα κοσμηματοπωλεῖο βλέπω δύο πολύτιμα πετράδια· εἶναι τό ἴδιο ὅμοια στό χρῶμα, στό μέγεθος, καθαρά καί ὡραῖα. Ἀλλά τό ἕνα εἶναι πολύ πιό λαμπερό καί ἀκτινοβολεῖ, ἐνῶ τό ἄλλο εἶναι θαμπό. Ὁ κοσμηματοπώλης μοῦ ἐξηγεῖ: “Εἶναι ἡ ἴδια πέτρα” —μοῦ λέει— “ἀλλά ἡ μία, αὐτή πού λάμπει, εἶναι πολύ δουλεμένη, ἔχει ὀγδόντα πλευρές μικροσκοπικές, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἡ θαμπή, ἔχει μόνο ὀκτώ. Δέν εἶναι δουλεμένη, ὅπως ἡ ἄλλη”. Τότε σκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου, “κύτταξε, κάθε πλευρά θά πῆ καί μιά κοψιά μέ σκληρό ἐργαλεῖο, ἔπειτα λείανσι, κατεργασία στόν τροχό, λουστράρισμα κ.λπ.. Ἄν εἶχε στόμα τώρα, ἡ πέτρα αὐτή θά μοῦ ἔλεγε: ῾Νά ἤξερες τί ὑπέφερα γιά νά φθάσω σ᾽ αὐτή τή θέσι! 80 κοψιές, τροχοί, βάσανα!᾽. ῾Ναί, ἀλλά τώρα ὅλα αὐτά πέρασαν᾽, θά τῆς ἔλεγα ῾καί θά σοῦ μένη αὐτή ἡ ἀναφαίρετη λάμψι καί ὡραιότητα᾽”. Ἔτσι εἶναι καί μέ τά βάσανα καί τίς δοκιμασίες τῶν πιστῶν. Εἶναι “πρός τό συμφέρον, εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος (: νά συμμετάσχουμε στήν ἁγιότητα) Αὐτοῦ”, γιά νά λάμπουμε αἰωνίως ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός». «Οἱ γκρινιάρηδες παραπονοῦνται γιατί τά τριαντάφυλλα ἔχουν ἀγκάθια. Οἱ λογικοί χαίρονται πού τ᾽ ἀγκάθια βγάζουν τριαντάφυλλα». «Ὁ αἰσιόδοξος, εἶναι ἐκεῖνος πού σέ κάθε δυσκολία βρίσκει μιά εὐκαιρία. Ὁ ἀπαισιόδοξος, εἶναι ἐκεῖνος πού σέ κάθε εὐκαιρία βρίσκει μιά δυσκολία». «Ὅταν ἕνας φίλος μου γελᾶ, ἐναπόκειται στόν ἴδιο νά μοῦ ἐξηγήση τόν λόγο τῆς εὐθυμίας του. Ὅταν, ὅμως, ἕνας φίλος μου κλαίη, ἐναπόκειται σέ μένα νά βρῶ τήν αἰτία τοῦ πόνου του». «Ὑποφέρουμε πολύ γιά τό λίγο πού μᾶς λείπει, καί χαιρόμασθε λίγο γιά τό πολύ πού ἔχουμε»(Γαλλικό ρητό). Ὁ Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος τονίζει: «Ὅταν ἡ νοικοκυρά βάλη μιά πίττα στό φοῦρνο, δέν τή βγάζει ὥσπου νά βεβαιωθῆ πώς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ’ ἔχει βάλει μέσα σ’ ἕνα φοῦρνο καί σέ κρατᾶ ἐκεῖ ὥσπου νά ψηθῆς. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, καί περίμενε. Δέν θά μείνης στό φοῦρνο οὔτ’ ἕνα λεπτό περισσότερο ἀπ’ ὅσο χρειάζεται. Μόλις εἶσαι ἕτοιμη [ἀλληλογραφοῦσε μέ γυναῖκα], θά σέ βγάλη ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχθῆς ἔξω, θά εἶσαι σάν τή μισοψημένη πίττα». «Ἔλεγε ὁ Γέρων Ἰωσήφ: “Ὁ γλυκύς Ἰησοῦς μέσα στίς θλίψεις βρίσκεται. Καί μόλις θά Τόν ζητήσης, θά σοῦ προβάλλη τίς θλίψεις. Ἡ ἀγάπη Του εἶναι μέσα στά βάσανα. Λίγο μέλι σοῦ δείχνει καί ἀποκάτω ἔχει κρύψει ὁλόκληρη ἀποθήκη πικρίας. Προηγεῖται τό μέλι τῆς χάριτος καί ἀκολουθεῖ ἡ πικρία τῶν πειρασμῶν… Διότι ἡ παροῦσα ζωή εἶναι στάδιο πολέμου. Στόν οὐρανό εἶναι ἡ ἀληθινή ἀνάπαυσι. Ἐδῶ εἶναι ἐξορία, ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀληθινή πατρίδα μας”». Ὁ Γέροντας Θεοδώρητος ἔλεγε: «Ἄν ἀπό ἀδυναμία μας δέν μποροῦμε νά χαιρώμασθε μέ τίς θλίψεις μας, ἄς τίς ὑπομένουμε τουλάχιστον μέ δοξολογία». Ἀναφέρουν γιά τόν π. Εὐάγγελο Χαλκίδη: «Ὅταν τοῦ παραπονιόμασθαν γιά τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, μᾶς ἔλεγε: Βέβαια, παιδιά μου, ὅταν ἕνα δένδρο ἔχη καρπούς, αὐτό θά πονέση, γιατί αὐτό θά ραβδίσουν γιά νά τοῦ πάρουν τούς καρπούς, αὐτό θά πετροβολήσουν γιά νά ρίξουν τούς καρπούς. Αὐτουνοῦ τά κλαδιά θά σπάσουν. Εἴδατε καμμιά ἀγριογκορτσιά (: ἀγριοαχλαδιά) νά φάη καμμιά πετριά;, ἤ νά τήν πλησιάση κανείς; Ὅποιος ἔχει καρπό ἔχει καί πόνο». «Μερικοί βασανίζονται ἀπό τριῶν εἰδῶν προβλήματα: Ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχαν κάποτε, ἀπό ἐκεῖνα πού ἔχουν τώρα καί ἀπό ἐκεῖνα πού περιμένουν ὅτι θά ἔχουν. Οἱ λύπες, βέβαια, θά ἔλθουν, ἀλλά τί θά κερδίσουμε, ἄν βιασθοῦμε καί τρέξουμε νά τίς προϋπαντήσουμε; Θά ἔχουμε ἀρκετό καιρό νά λυπηθοῦμε, ὅταν ἔλθουν. Στό μεταξύ, ἄς ἐλπίζουμε γιά καλύτερα πράγματα καί ἄς μένουμε σταθεροί ὥς τό τέλος. Ἄφησε τό παρελθόν στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τό παρόν στήν ἀγάπη Του καί τό μέλλον στήν πρόνοιά Του». «Ὁ Θεός ἔχει ἕναν Υἱό χωρίς ἁμαρτία, ἀλλά χωρίς θλίψεις δέν ἔχει κανέναν». «“Δῶσε σ᾽ αὐτούς πού πεινοῦν ἀπ᾽ τό ρύζι σου, δῶσε σ᾽ αὐτούς πού πονοῦν ἀπ᾽ τήν καρδιά σου”(Κινεζική παροιμία)». «Δέν μπορεῖς νά ρυθμίσης τόν ἄνεμο νά πνέη ὅπως τόν θέλεις, μπορεῖς, ὅμως, νά ρυθμίσης τά πανιά τοῦ ἱστιοφόρου σου γιά νά σέ πᾶνε ἐκεῖ πού θέλεις», μιᾶς καί «ὁ ἄνεμος δέν βοηθᾶ ποτέ τό ναυτικό πού δέν ξέρει σέ ποιό λιμάνι πηγαίνει». «Τό λιβάνι πρέπει νά ριχθῆ στή φωτιά γιά νά ἐλευθερωθῆ ἡ μυρωδιά του. Τό χωράφι πρέπει νά τό ξεσκίση τό κοφτερό ἀλέτρι γιά νά δεχθῆ τή σπορά. Φαίνεται πώς τά καλύτερα πράγματα στή ζωή ἔρχονται, πολλές φορές, ἔπειτα ἀπό δοκιμασίες καί τραύματα. Σάν τό σιτάρι πού πρέπει νά συνθλιβῆ κάτω ἀπ᾽ τή μυλόπετρα πρίν γίνη ψωμί. Ὑπόμεινε, λοιπόν, καί περίμενε». «Δέν τοῦ ἄρεσε τοῦ πατέρα μου νά μᾶς βλέπη στενοχωρημένους καί πάντα προσπαθοῦσε νά μᾶς εὐθυμήση. Ὁποτεδήποτε στενοχωριόμουν γιά κάτι, ἔλεγε: “Πές μου, γιατί ἤσουν τόσο ἀναστατωμένος τόν περασμένο μῆνα; Βλέπεις, δέν θυμᾶσαι κἄν! Ἑπομένως, ὁ,τιδήποτε σέ στενοχωρεῖ τόσο πολύ σήμερα, ἴσως δέν ἀξίζει πραγματικά τόν κόπο. Ξέχασέ το, καί συγκέντρωσε τό μυαλό σου στό αὔριο”». «Δέν εἶναι τόσο κακό τά παθήματα πού σέ βρίσκουν στή ζωή σου, ὅσο τό νά μήν παίρνης τά μαθήματά τους γιά τή ζωή». «Ἕνας ἐντομολόγος παρακολουθοῦσε ἕνα μυρμῆγκι πού ἔσερνε ἕνα ἄχυρο πολύ μεγαλύτερο ἀπ᾽ τό σῶμα του. Τό μυρμῆγκι ἔφθασε σ’ ἕνα σημεῖο πού σχημάτιζε μιά σχισμή τό ἔδαφος καί δέν μποροῦσε νά περάση. Σταμάτησε γιά μιά στιγμή σκεπτικό κι ἔπειτα τοποθέτησε τό ἄχυρο ἐπάνω στή σχισμή καί τό χρησιμοποίησε γιά γέφυρα. Περνώντας μετά ἀπ᾽ τήν ἄλλη, τράβηξε καί τό ἄχυρο καί συνέχισε τό δρόμο του. Τί μάθημα μᾶς δίνει αὐτό τό μυρμηγκάκι; Τό φορτίο τῆς ζωῆς μας μπορεῖ νά μεταβληθῆ σέ γέφυρα γιά νά προχωρήσουμε στήν πνευματική ζωή, ὑπερπηδώντας τά ἐμπόδια. “Πήγαινε στό μυρμῆγκι, παρατήρησε τίς συνήθειές του καί γίνε σοφός”(Πρμ 6,6)». «Ἄν σταματᾶς σέ κάθε γαύγισμα σκύλου, ὁ δρόμος σου ποτέ δέν θά τελειώση». «“Κανείς δέν ἔχει τόση ἀνάγκη ἀπό ἕνα χαμόγελο, ὅσο αὐτός πού δέν τοῦ ἔμεινε κανένα γιά νά τό χαρίση”». Ὁ Στάρετς Βαρσανούφιος δίδασκε: «Ὅταν εἶσθε σέ καλή διάθεσι, νά περιμένετε θύελλες. Ἔτσι γίνεται πάντοτε. Σέ κάθε καλό, ὁ πειρασμός ἤ πάει μπροστά, ἤ ἔρχεται ἀπό πίσω!». Ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος: «Ὅταν ζητᾶμε τή λύσι τῶν προβλημάτων μας, ὁ Θεός ἀκούει ἀλλά κάνει πώς δέν ἀκούει, γιατί δέν μᾶς συμφέρει νά λύνωνται ὅλα τά προβλήματά μας, ἀφοῦ χάνουμε περιουσία πού ὑπάρχει στόν οὐρανό καί μεγαλώνει χωρίς τή λύσι τους». Ὁ Γέροντας Εὐστράτιος Γκολοβάνσκι ἔγραφε: «Χωρίς πειρασμούς καί δοκιμασίες εἶναι ἀδύνατο νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν τελειότητα ἤ νά γνωρίση ἀληθινά τόν ἑαυτό του. Ὁ στρατιώτης δέν ἀναδεικνύεται νικητής, ἄν δέν ὑπάρξη ἐχθρός καί δέν συγκρουσθῆ μαζύ του. Κι ὁ πνευματικός ἀγωνιστής δέν στεφανώνεται, ἄν δέν δοκιμάση πειρασμό καί δέν ἀντισταθῆ». «Πῶς θά μπορούσαμε νά ποῦμε μακάριο κάποιον πού κλαίει; Κι, ὅμως, Ἐκεῖνος τόν ὀνόμασε ἔτσι. Πῶς μποροῦμε νά ὀνομάσουμε μακάριο αὐτόν πού καταδιώκεται; Κι, ὅμως, Ἐκεῖνος τόν ὀνόμασε ἔτσι. Διαβάστε τούς μακαρισμούς καί πέστε ὅ,τι νομίζετε, Ἐκεῖνος δέν προσβάλλεται: Ἐδῶ μιλᾶ ἕνας τρελλός ἤ ἕνας πού μᾶς κρύβει κάτι. Θά ἔλεγα πώς καί τά δύο. Εἶναι τρελλός, ἀλλά τρελλός ἀπό ἀγάπη. Καί ὅσο γιά τήν ἀπόκρυψι τῶν πραγμάτων, δέν μποροῦμε ν᾽ ἀμφιβάλλουμε. Μᾶς τά κρύβει, ὅταν εἶναι νωρίς καί δέν μποροῦμε νά τά καταλάβουμε, ἀλλά περισσότερο μᾶς τά κρύβει, γιά νά μᾶς ζητήση τό μοναδικό πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά στερηθῆ: Τήν ἀγάπη καί τήν ἐμπιστοσύνη τήν ὁποία μποροῦμε νά ἔχουμε γι᾽ Αὐτόν. Εἶναι ἐρωτευμένος μέ τήν ἐμπιστοσύνη τήν ὁποία μποροῦμε νά ἔχουμε σ᾽ Αὐτόν. Τίποτε δέν τοῦ δίνει περισσότερη χαρά ἀπ᾽ τήν πρᾶξι αὐτή, πού συγκεντρώνει τήν ἀγάπη καί τή σχέσι τήν ὁποία θέλει νά καθιερώση μεταξύ μας. Εἶναι τό μέγιστο τό ὁποῖο μποροῦμε νά Τοῦ χαρίσουμε ὡς ἄτομα». Ὁ Ἅγ. Αὐγουστίνος ἐπεσήμαινε: «Μέ τά πάθη Του ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε τήν ὑπομονή. Μέ τήν ἀνάστασί Του μᾶς δείχνει τήν ἀμοιβή τῆς ὑπομονῆς». Ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ γράφει: «Ὁ σταυρός εἶναι βαρύς, ὅσο ἐξακολουθεῖ νά εἶναι “ὁ σταυρός μας”. Ὅταν μεταβληθῆ σέ “σταυρό τοῦ Χριστοῦ” γίνεται ἀσυνήθιστα ἐλαφρός: “Ὁ ζυγός μου χρηστός (: ἁπαλός) ἐστι καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν”, εἶπε ὁ Κύριος (Μθ 11, 30)». Ὁ π. Εὐστράτιος Γκολοβάνσκι ἐπεσήμαινε: «Ὅταν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός, φοράη στεφάνι ἀπό ἀγκάθια, πῶς θέλουμε ἐμεῖς, τά πόδια, νά βαδίζουμε σέ δρόμο μέ ροδοπέταλα;». «“Ὁ Ἰησοῦς οὐδέποτε ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾽ τό σταυρό” —οὐδέποτε ἦταν μακράν τοῦ σταυροῦ, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἦταν πάντοτε στήν ἁμαρτία καί στά δεινοπαθήματα». «Θλίψεις, θλίψεις, θλίψεις… Ἡ μία πίσω ἀπ᾽ τήν ἄλλη! Δεχθῆτε τις μέ γενναιοψυχία καί καρτερία. Εἶναι σωτήρια φάρμακα γιά τίς ἀρρώστειες τῆς ψυχῆς σας, σημάδι ὅτι ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται γιά σᾶς. Εὐχαριστῆστε Τον! Καί φροντίστε νά γίνετε καλά. Μήν ἐξουδετερώνετε τή θεραπευτική δρᾶσι αὐτῶν τῶν φαρμάκων μέ τό γογγυσμό». «Οἱ λύπες καί οἱ χαρές ἐναλλάσσονται σχεδόν καθημερινά στή ζωή μας. Ἔτσι ὅρισε ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ. Καί νά γιατί: Οἱ πρῶτες μᾶς ἀποκόβουν ἀπ᾽ τίς ἄτοπες ἐγκόσμιες ἐξαρτήσεις. Καί οἱ δεύτερες τρέφουν τήν ἐλπίδα μας γιά κάτι καλύτερο». Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης γράφει: «Ἀπ᾽ τά δύο κακά πρέπει νά διαλέγουμε τό μικρότερο. Ἄν ἡ καρδιά σου γιά κάποιο λόγο εἶναι λυπημένη καί θλίβεται, μπορεῖς νά φτιάξης τή διάθεσί σου, γιά παράδειγμα, μ᾽ ἕνα τραγούδι ἤ ἀκόμη καί μέ κάποιες μικρές ἀπολαύσεις». «Ἄν ὁ ἀδελφός σου σέ βλάψη μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, ἄν γιά παράδειγμα σοῦ κακομιλήση, ἄν διαστρέψη τά λόγια σου καί τούς ἀποδώση ἄλλο νόημα ἤ ἄν σέ συκοφαντήση, μήν ἐκνευρίζεσαι ἐναντίον του. Ἀναζήτησε σ᾽ ἐκεῖνον κάποια προσόντα, τά ὁποῖα ἀναμφισβήτητα ἔχει κάθε ἄνθρωπος, καί μεῖνε σ᾽ αὐτά. Ξέχνα τίς συκοφαντίες του, εἶναι ἀνάξιες λόγου, εἶναι ἀπάτη τοῦ πονηροῦ. Οἱ χρυσοθῆρες δέν νοιάζονται καθόλου γιά τήν ποιότητα τῆς ἄμμου καί τῆς λάσπης πού περιβάλλει τό χρυσό· μόνο τούς κόκκους τοῦ χρυσαφιοῦ προσέχουν. Καί μ᾽ ὅλο πού οἱ κόκκοι αὐτοί εἶναι λίγοι, ἐκτιμοῦν τή μικρή αὐτή ποσότητα καί τήν καθαρίζουν ἀπ᾽ τή λάσπη καί τήν ἄμμο. Ἔτσι ἐνεργεῖ καί ὁ Θεός μαζύ μας. Μᾶς καθαρίζει καί μάλιστα, μέ μεγάλη καί καρτερική ὑπομονή καί ἀνοχή». Ὁ ὅσ. Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα διδάσκει: «Ἡ θλῖψι στέλνεται πάντα, ἐπειδή διά τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος ἑλκύει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ὑπερβαίνει πολλαπλασίως τή θλῖψι». Ὁ Στάρετς Μακάριος ἔλεγε: «Μόνη ἡ εὐτυχία στή ζωή χωρίς διαταραχές δέν εἶναι ὠφέλιμη γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅπως ἕνα γλύκισμα, ὅταν τό τρῶμε συνεχῶς, μπορεῖ νά βλάψη τήν ὑγεία μας καί γι᾽ αὐτό μερικές φορές πρέπει νά τρῶμε τήν πικρή ἄψινθο, τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν πνευματική ζωή. Μόνη ἡ εὐτυχία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἀμέλεια γιά τήν πνευματική προκοπή. Γι᾽ αὐτό ὁ Κύριος μέ τή Θεία Του πρόνοια ἐπιτρέπει νά γευθῆ ὁ ἄνθρωπος τήν πικρία τῶν θλίψεων, γιά νά ἔχη ταπεινοφροσύνη καί νά μήν πιστεύη στήν ἰσχύ καί τή σταθερότητα τῶν προσκαίρων ἀγαθῶν». Ἐπίσης ὁ π. Πορφύριος: «Ὁ πόνος εἶναι μία ψυχική δύναμι πού ὁ Θεός τήν ἔβαλε μέσα μας, μέ προορισμό νά κάνη τό καλό, τήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν προσευχή. Ἀντ᾽ αὐτοῦ, ὁ διάβολος καταφέρνει καί παίρνει τήν ψυχική αὐτή δύναμι ἀπό τή μπαταρία τῆς ψυχῆς μας καί τή μεταχειρίζεται γιά τό κακό, τήν κάνει κατάθλιψι καί φέρνει τήν ψυχή στή νωθρότητα (: τεμπελιά) καί στήν ἀκηδία (: ἀθυμία). Βασανίζει τόν ἄνθρωπο, τόν κάνει αἰχμάλωτό του, τόν ἀρρωσταίνει ψυχικά». «Ἄν ὁ ἀδελφός σου σ᾽ ἐνοχλῆ, σέ κουράζη, νά σκέπτεσαι: “Τώρα μέ πονᾶ τό μάτι μου, τό χέρι μου, τό πόδι μου· πρέπει νά τό περιθάλψω μ᾽ ὅλη μου τήν ἀγάπη”». Ὁ π. Ἐπιφάνιος δίδασκε: «—Γέροντα, γιατί ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ὑπο­φέρουν ἀπό φρικτές ἀρρώστιες δίκαιοι καί ἐνά­ρετοι ἄνθρωποι; —Γιά νά καθαρισθοῦν καί ἀπό τά ἐλάχιστα ἴχνη τῶν παθῶν τους καί γιά νά πάρουν μεγαλύτερο στε­φάνι στόν οὐρανό. Ἐξάλλου, ἀφοῦ στόν Υἱό Του τόν ἀγαπητό ἐπέτρεψε νά ὑποφέρη καί νά πε­θάνη ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τί νά ποῦμε γιά τούς ἀν­θρώπους, οἱ ὁποῖοι, ὅσο ἅγιοι κι ἄν εἶναι, ἔχουν ρύπους καί κηλίδες ἀπό ἁμαρτίες;». «Ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος: “Μερικούς δέν τούς κάνει καλά ὁ Θεός γιά νά μή χάσουν τό μισθό τους. Ὅπως ὁ πατέρας πού δέν δίνει τήν περιουσία του στά παιδιά, γιά νά μήν τή σπαταλήσουν”». «Σήμερα θά δώσουμε τό λόγο σ᾽ ἕνα νέο. Περίπτωσι χαρακτηριστική καί διδακτική: Φέτος ὅλα μοῦ ἦλθαν ἀνάποδα. Ἡ μία ἀποτυχία μετά τήν ἄλλη. Ἄν καί εἶχα διαβάσει, θά πρέπη νά περιμένω ἄλλο ἕνα χρόνο ὑποψήφιος. Ὕστερα ἡ ἀρρώστια τοῦ πατέρα, τό τρακάρισμα τοῦ αὐτοκινήτου μας. Κι αὐτά, ἐνῶ ἑτοιμαζόμουν νά γιορτάσω τήν ἐπιτυχία μ᾽ ἕνα μακρυνό ταξίδι. Ἀνατροπή τῶν πάντων. Εἶναι νά μή μοῦ φταῖνε ὅλα; Αὐτές οἱ σκέψεις μέ βασάνιζαν. Δηλητήριο ἔχυναν στό αἷμα μου. Μέ χολή ποτισμένη ἡ ὕπαρξί μου. Κοράκια κατέτρωγαν τά σωθικά μου καί μέ τό κρώξιμό τους μοῦ ἐπαναλάμβαναν: Ζωή εἶναι αὐτή; Ἀξίζει νά τή ζῆς; Τήν ὥρα ἀκριβῶς αὐτή, κατά τήν ὁποία ὅλα μέσα μου καί γύρω μου φαίνονταν μαῦρα καί σκοτεινά καί ἡ ἀπογοήτευσι μ᾽ ἔζωνε ἀπό παντοῦ, ἕνα φῶς ἄστραψε ξαφνικά στήν ψυχή μου. Ἕνα ρεῦμα δυνάμεως μέ διαπέρασε. Συγκλονίσθηκα κυριολεκτικά. Ἕνα περιοδικό ἔπεσε στά χέρια μου. Μηχανικά τό φυλλομέτρησα, σάν μία ἐνστικτώδη ἀντίδρασι στόν ἐκνευρισμό μου. Τυχαῖο θά τό πῆτε; Γιά μένα ἦταν μία διέξοδος στό ἀδιέξοδό μου. Μιά δυνατή ἐλπίδα στήν ἀπελπισία, πού μέ βασάνιζε. Ἦταν μία συγκλονιστική μαρτυρία ζωῆς. Προερχόταν ἀπό μία πονεμένη νέα γυναῖκα, πού εἶχε χάσει τόν ἄνδρα της καί μετά ἀπό μικρό διάστημα κτυπήθηκε ἀπό καρκίνο στό πρόσωπο. Ἡ πονεμένη αὐτή χήρα ἔγραφε ἐπιστολή-μήνυμα αἰσιοδοξίας καί θάρρους, σ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Στά πλήθη τῶν ἀνθρώπων, πού θρηνολογοῦν γιά τά μικροατυχήματά τους καί λησμονοῦν ὅλα τ᾽ ἄλλα ἀγαθά τά ὁποῖα ἀπολαμβάνουν. “Ἐσεῖς πού μπορεῖτε ἄφοβα ν᾽ ἀναστρέφεσθε τούς ἀνθρώπους, χωρίς τόν κίνδυνο νά σᾶς ἀποφεύγουν. Ἐσεῖς πού μπορεῖτε νά κοιτάζετε μέσα στόν καθρέπτη, χωρίς νά ὀπισθοχωρῆτε μέ φρίκη. Ἐσεῖς πού μπορεῖτε νά πλένετε τό πρόσωπό σας ἐλεύθερα μέ ἄφθονο νερό. Ναί, ὅλοι ἐσεῖς, γνωρίζετε πόσο εὐτυχισμένοι εἶσθε;”. Αὐτή δέν ἦταν μία ψυχρή ἐπιστολή. Ἦταν ἕνα κείμενο γεμᾶτο ζωντάνια καί δύναμι, πού ἀνέβλυζε ἀπό μία σκληρά δοκιμασμένη ψυχή. Δέν τῆς ἔφθανε τό ἕνα δυνατό κτύπημα. Τῆς ἦλθε καί τό δεύτερο. Τό ἴδιο σχεδόν συντριπτικό ὅσο καί τό πρῶτο. Καί μόνο τό ἕνα θά ἦταν ἀρκετό νά τήν καταβάλλη. Ἡ ἀπώλεια τοῦ συζύγου τή βύθιζε στή μοναξιά. Τώρα ἀκριβῶς πού εἶχε ἀνάγκη ἀπό συντροφιά, τῆς ἦλθε ἡ ἀποκρουστική ἀρρώστια, πού ἔδιωχνε μακρυά τούς ἀνθρώπους. Ἡ μοναξιά γινόταν ἐρημιά. Ἔνοιωσα ἀναστατωμένος. Κάτι περισσότερο, ντροπιασμένος. Ἐλεεινολόγησα τόν ἑαυτό μου γιά τήν ἡττοπάθειά μου. Νέος ἄνθρωπος, σκέφθηκα, ἐσύ καί κατέθεσες τόσο εὔκολα τά ὅπλα. Ἄφησες τήν ἀπογοήτευσι νά θρονιασθῆ, χωρίς ἀντίστασι, στήν ψυχή σου. Μία ἀποτυχία κι ἕνα ἀτύχημα στάθηκαν ἱκανά νά σέ παραλύσουν καί νά σέ ἀχρηστεύσουν. Κρίμα! Ἔτσι θά προχωρήσης στή ζωή; Καί ὁ ἀγώνας ποῦ πάει; Καί ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιατί ἐξαφανίσθηκε τόσο γρήγορα; Ἔπρεπε νά ἔλθη ἡ πολυδοκιμασμένη αὐτή γυναῖκα, γιά νά σέ συγκλονίση καί νά σοῦ πῆ μερικές ἁπλές, ἀλλά τόσο μεγάλες ἀλήθειες;». «Ἡ Χρυσάνθη εἴκοσι πέντε χρόνια τώρα δέν κινεῖ χέρια καί πόδια. Εἶναι ἐντελῶς ἀκίνητη. Ἐντελῶς. Αὐτό θά πῆ πώς εἶναι χειροπόδαρα δεμένη εἰκοσιπέντε ὁλόκληρα χρόνια!… “Εὐχαριστῶ τό Θεό”, μοῦ εἶπε, “πού μοῦ ἔδωσε τόσες εὐλογίες μέ τήν ἀρρώστια” (ἐννοεῖ τή χαρά καί τήν εἰρήνη καί τήν ὁλοφάνερη βοήθειά Του σέ κάθε ἀνάγκη, τακτική ἤ ἔκτακτη) καί ἔχει τριακόσιους εἴκοσι (320) ἀριθμούς τηλεφώνων καί παρηγορεῖ καί δίνει τό περίσσευμα τῆς πίστεως, τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδος της σέ ἰσάριθμους πονεμένους!». Ὁ Χανσενικός Ἐπαμεινώνδας Ρεμουντάκης σέ κατασκηνώτριες: «Παιδιά, μείνετε πάντα κοντά στό Χριστό, τούς εἶχε πῆ. Μάθετε νά χαίρεσθε τά δῶρα Του. Μήν προσπερνᾶτε ἀδιάφορες στίς “μικρές” εὐεργεσίες Του. Τό πουλάκι πού τιτιβίζει, τό ἀεράκι πού μᾶς δροσίζει, ὁ ἥλιος πού μᾶς θερμαίνει, τό λουλούδι πού εὐωδιάζει εἶναι οἱ μικρές καθημερινές χαρές μας. Μή περιμένετε νά κερδίσετε τόν πρῶτο ἀριθμό τοῦ λαχείου· ἀρκεσθῆτε στό λήγοντα». «Μάριος Νάσιος. Γεννήθηκε μέ μιά σπάνια ἀρρώστια, μυϊκή δυστροφία τύπου Duchenne, πού ἔχει κατάληξι τό θάνατο ἀπό ὁλική παράλυσι τῶν μυῶν. Ἀπό 8 ἐτῶν ἦταν σέ ἀναπηρικό καρροτσάκι. Στό σχολεῖο ἀριστοῦχος καί σημαιοφόρος! Ὅμως, πῶς νά εἶναι ἡ ζωή ἑνός τέτοιου παιδιοῦ; Ὁ ἴδιος ἔλεγε: “Εἶμαι πολύ καλά. Δέν μοῦ λείπει τίποτα. Αἰσθάνομαι πλήρης. Εἶμαι μιά χαρά ἔτσι. Νοιώθω νά ἀγαπάω ὅλο τόν κόσμο. Γιά νά μή μέ κάνη καλά ὁ Θεός, κάτι ξέρει, ἴσως ἔτσι εἶναι καλύτερα. Εὐχαριστῶ τό Θεό, πού μοῦ ἔδωσε μυαλό καί μπορῶ νά ἐπικοινωνῶ μέ τούς ἀνθρώπους. Πού μπορῶ νά διαβάζω. Πού μπορῶ νά καταλάβω τά πάντα. Ἄν δέν εἶχα μυαλό, τί νά ἔκανα τά χέρια; Ὁ παράλυτος, πού ἔχει τό μυαλό του καί κάνει ὑπομονή, εἶναι ὁ πιό ἔξυπνος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου… Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει. Εἷναι γιά τό καλό τῆς ψυχῆς μας, καί ἄν δέν μᾶς δίνη τήν ὑγεία μας, μᾶς λύνει, ὅμως, ἄλλα προβλήματα”. Γιά τήν προσευχή ἔλεγε: “Τό νά προσευχώμασθε (χωρίς περισπασμό) μᾶς βοηθάει νά ἀφήνουμε τίς γήινες διαστάσεις καί νά ἀνεβαίνουμε ψηλά στόν οὐρανό, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἐπουράνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐνισχύει ψυχικά, γιά τό δύσκολο ἀγῶνα στό δρόμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί γιά τά γήινα προβλήματα, πού ἀπασχολοῦν ἐμᾶς καί τήν οἰκογένειά μας. Ὁ Θεός εἰσακούει ὅλες τίς προσευχές τίς ὁποῖες κάνουμε, ἄν καί δέν ἀνταποκρίνεται πάντα σ᾽ αὐτό τό ὁποῖο Τοῦ ζητᾶμε. Δέν πρέπει νά Τόν παρεξηγοῦμε, γιατί ἔχει κι Αὐτός τό σχέδιό Του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ξέρει πῶς, ποῦ καί πότε θά ἀνταποκριθῆ στίς παρακλήσεις μας, ἔτσι ὥστε νά μᾶς βγοῦν σέ καλό. Ἄν ἀνταποκρινόταν ἀμέσως, ἴσως νά μᾶς ἔβγαινε σέ κακό καί γι’ αὐτό δέν ἀνταποκρίνεται. Ἡ προσευχή πρέπει νά βγαίνη μέσα ἀπό τήν καρδιά μας. Νά γίνεται μέ θέρμη καί μέ συγκίνησι καί ὄχι μέ ψυχρότητα, ὅπως κάνουμε συνήθως”. Οἱ συμμαθητές του, οἱ δάσκαλοι, οἱ γνωστοί πάντα θυμοῦνται τό πρόσωπό του, πού ἔλαμπε ἀπό χαρά. Δέν ἔδειχνε νά ἐνοχλῆται ἀπ’ τήν ἀναπηρία του. Ἦταν αὐθόρμητος, μέ πηγαῖο χιοῦμορ καί ἔκανε τούς ἄλλους νά γελᾶνε, νά χαίρωνται! Καί κάτι πολύ σημαντικό. Κάθε Κυριακή κοινωνοῦσε μέ λαχτάρα καί πόθο. Ἀνεχώρησε γιά τήν αἰώνια ζωή, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν, τό Νοέμβριο τοῦ 2003». «Ὁ Θεός πολλές φορές μοιάζει μέ τυπογράφο. Φαίνεται πώς βάζει τά στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας ἀνάποδα, μά ὅταν δοῦμε τό τυπωμένο κείμενο, θά διαπιστώσουμε πώς περιέχει μιά θαυμάσια ἱστορία».