π. Επιφάνιος
Ἕτος 1972. Ἔχω ἐπιστρέψη ἀπ’ τήν Ν. Ἀφρική –ὅπου ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ φυλετικές διακρίσεις κυριαρχοῦν– μετά ἀπό δύο χρόνια παραμονῆς μου ἐκεῖ. Τήν περίοδο ἐκείνη, ἔχοντας ὁλοκληρωθῆ οἱ οἰκοδομικές ἐργασίες, προχωρᾶ ἡ ἁγιογράφισι στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγ. Ἐπιφανίου σέ κτήμα τῆς οἰκογενείας μας, στό Βουρνάζι Μεσσηνίας, μέ τή φροντίδα τοῦ π. Ἐπιφανίου. Ἐρχόμενος ἀπ’ τήν Ν. Ἀφρική ἔφερα μαζί μου καί ἀρκετά χρήματα. Σκέφθηκα κι ἐγώ, ἕνα μέρος τῶν χρημάτων νά τό διαθέσω γιά τήν ἁγιογράφισι τοῦ ναϋδρίου, καί τήν ἀνωτέρω σκέψι μου τή μοιράσθηκα μέ τόν π. Ἐπιφάνιο. Ἡ ἀπάντησί του σταθερή καί κρυστάλλινη: “Ὄχι Πολυνείκη μου, ν’ ἁγιογραφήσουμε τό ἐκκλησάκι μας μέ ‘χρήματα αἵματος’ κι ἐκμεταλεύσεως” καί συνέχισε, “δέν φταῖς ἐσύ παιδάκι μου γιά τό καθεστώς πού κυβερνᾶ τή Ν. Ἀφρική, ἀλλά τά χρήματα τά ὁποῖα κέρδισες σ’ αὐτή τή χώρα προέρχονται ἀπό καταπίεσι πού ἀσκοῦν οἱ λευκοί στούς μαύρους. Στήν ἐν λόγῳ χώρα πληρώνεται ‘τό χρῶμα’ κι ὄχι ἡ ἀξία. Συγχώρεσέ με ἄν σέ πίκρανα, ἀλλά αὐτό μαρτυρεῖ ἡ συνείδησί μου”. Πολυνείκης & Θεοφανία Θεοδωροπούλου στό περιοδικό Ἐνοριακή Εὐλογία, τεῦχος 115.