Περί Αγίου Πνεύματος

Ἐπισημαίνει ὁ Κων. Ρήγας: «Ἡ βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ συγχωρεῖται, ἡ βλασφημία κατά τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Ἰεχωβᾶ δέν συγχωρεῖται; Δηλαδή εἶναι ἀνώτερη ἡ ἐνεργός δύναμις τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰεχωβᾶ;». Ὁ π. Σωφρόνιος Μιχαηλίδης, σχολιάζοντας τό «Ὅταν δέ ἔλθῃ Ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν· οὐ γάρ λαλήσει ἀφ᾽ Ἑαυτοῦ, ἀλλ᾽ ὅσα ἄν ἀκούσῃ λαλήσει, καί τά ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. Ἐκεῖνος Ἐμέ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ Ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν. Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ Ἐμά ἐστι· διά τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ Ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν»(Ἰω 16, 13-15), ἐπισημαίνει: «Ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ καταπέλτη ἐναντίον τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ.

Διότι παρουσιάζεται ὁ Χριστός ὡς ἀπόλυτος ἰδιοκτήτης παντός, ὅ,τι ἀνήκει στό Θεό Πατέρα πρᾶγμα πού προϋποθέτει πλήρη ἰσότητα μεταξύ τους. Ἀκόμη καί τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά μιλήση καί νά διδάξη τούς ἀνθρώπους λαμβάνει (ὅπως λέει τό κείμενο [αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι πρόσωπο]) ἀπό ὅ,τι εἶναι ἰδικόν τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄν, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστι, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελεῖ τό τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τά λόγια τοῦ Χριστοῦ φανερώνουν τήν ἀπόλυτη φυσική ταυτότητα Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος (ταυτότητα ὡς πρός τή θεία Φύσι). Ἐάν ὅμως ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἡ “ἐνεργός δύναμι” τοῦ Θεοῦ (ὅπως πιστεύουν ἐκεῖνοι), τότε πῶς εἶναι δυνατό ὁ Θεός (μέ τήν ἐνεργό δύναμί Του) νά ἀντλῆ ἀπό ἕνα κτίσμα τό τί θά πῆ καί τό τί θά διδάξη τούς ἀνθρώπους; Δέν νομίζουν οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ὅτι αὐτό εἶναι τρομερά ὑποτιμητικό καί βλάσφημο γιά τό Θεό Ἰεχωβᾶ; Ἤ θά πρέπη, λοιπόν, νά παραδεχθοῦν τή Θεότητα καί τό ὁμοούσιο Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος ἤ θά πρέπη νά παραδεχθοῦν ὅτι ὁ Θεός Ἰεχωβᾶ ἀντλεῖ ἀπό ἕνα κτίσμα τό τί θά πῆ καί τί θά διδάξη στούς ἀνθρώπους». Διαβάζουμε στόν Ἱερεμία: «Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται, φησί Κύριος, καί διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰούδα διαθήκην καινήν»(Ἱερ 38, 31). Ποιός εἶναι ὁ Κύριος αὐτός; Τό Ἅγ. Πνεῦμα, ὅπως διδάσκει ἡ πρός Ἑβραίους: «Μαρτυρεῖ δέ ἡμῖν καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· μετά γάρ τό προειρηκέναι, αὕτη ἡ διαθήκη ἥν διαθήσομαι πρός αὐτούς μετά τάς ἡμέρας ἐκείνας, λέγει Κύριος· διδούς νόμους Μου ἐπί καρδίας αὐτῶν, καί ἐπί τῶν διανοιῶν αὐτῶν ἐπιγράψω αὐτούς»(Ἑβρ 10, 15-16).

Σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «“Θά παρακαλέσω τόν Πατέρα καί θά σᾶς δώση ἄλλο Παράκλητο”(Ἰω 14, 16), δηλ. Ἄλλο σάν Ἐμένα. Ἄς ντραποῦν καί ὅσοι ἔχουν τό νόσημα τοῦ Σαβελλίου [: σύγχισι τῶν φύσεων], καί ὅσοι δέν ἔχουν περί τοῦ Πνεύματος τήν ὀρθή πίστι [τήν ὁμοουσιότητα]. Πράγματι, τό θαῦμα τοῦ λόγου εἶναι αὐτό, ὅτι μέ ἕνα κτύπημα κατέστρεψε τίς ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες αἱρέσεις. Διότι, μέ τό νά πῆ Ἄλλο, δείχνει τή διαφορετική ὑπόστασί Του· ἐνῶ μέ τό νά πῆ Παράκλητο, δείχνει τή συγγένεια τῆς οὐσίας». ◦ Ἀκόμα: «“Ἐάν Ἐγώ δέν ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος δέν θά ἔλθη”(Ἰω 16, 7). Τί λένε ἐδῶ ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν τήν πρέπουσα πίστι περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Συμφέρει νά φύγη Κύριος καί νά ἔλθη δοῦλος; Βλέπεις πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀξία τοῦ Πνεύματος;». «Ὁ Θεός μέν εἶναι Ἐκεῖνος πού περιβάλλει καί γεμίζει τά πάντα, καθώς καί μέ τό στόμα τοῦ Ἱερεμία λέει ὁ ἴδιος: “Τόν οὐρανό καί τή γῆ Ἐγώ γεμίζω, λέει ὁ Κύριος”(Ἱερ 23, 24). Ὅμοια καί ὁ Παῦλος γράφει γιά τόν Υἱό: “Αὐτός πού κατέβηκε, αὐτός εἶναι καί πού ἀνέβηκε πάνω ἀπ᾽ ὅλους τούς οὐρανούς, γιά νά γεμίση τά πάντα”(Ἐφ 4, 10). Τά ἴδια λέει καί ὁ Δαυΐδ γιά τό ἅγιο Πνεῦμα: “Ποῦ μπορῶ νά πάω μακρυά ἀπό τό Πνεῦμά Σου καί νά φύγω μακρυά ἀπό τό πρόσωπό Σου;”(Ψ 138, 7). Μέ τό νά πῆ δέ αὐτός “Ποῦ μπορῶ νά πάω μακρυά ἀπό τό Πνεῦμά Σου;” φανέρωσε σέ ἐμᾶς ὅτι καί τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο, πού γεμίζει τά πάντα. Καί ποῦ νά φύγω ἀπό τό πρόσωπό Σου; “Ἐάν ἀνέβω στόν οὐρανό, Ἐσύ εἶσαι ἐκεῖ· ἐάν κατέβω στόν ἅδη, καί ἐκεῖ εἶσαι παρών”(Ψ 138, 7). Ποιός δέ πῆγε στόν ἅδη παρά μόνο ὁ Υἱός, ὁ Ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν;». «Ἄν καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, ὄχι ὅμως γεννητῶς ἀλλά ἐκπορευτῶς. Ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως αὐτός, ἀκατάληπτος καί ἄγνωστος, ὅπως καί ἡ γέννησι τοῦ Υἱοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὅλα, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι τοῦ Υἱοῦ, ἐκτός ἀπό τήν ἀγεννησία, ἡ ὁποία δέν σημαίνει διαφορά οὐσίας, οὔτε ἀξίωμα, ἀλλά τρόπο ὑπάρξεως. Ὅπως καί ὁ Ἀδάμ, ὄντας ἀγέννητος —διότι εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ— καί ὁ Σήθ γεννητός —διότι εἶναι υἱός τοῦ Ἀδάμ— καί ἡ Εὔα ἐκπορευθεῖσα ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ —διότι αὐτή δέν γεννήθηκε— δέν διαφέρουν κατά φύσιν ὁ ἕνας ἀπ᾽ τόν ἄλλο, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι, ἀλλά κατά τόν τρόπο ὑπάρξεως».