Μύθοι καί ἀλήθειες γιά τίς Προγαμιαίες Σχέσεις

Νά προsexουμε Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἐπισημαίνει σέ διάλογο μέ κάποιο νέο: «—Πάτερ, δέν πιστεύω τίποτε. Ἔχει κανένα νόημα τό νά ἐγκρατεύωμαι; —Ὄχι, παιδί μου. Κανένα ἀπολύτως. Χωρίς τό Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀλλά δέν μοῦ λές, μέ θεωρεῖς ἀνόητο; —Ὄχι, βέβαια! —Ἰδιοτελῆ; —Κάθε ἄλλο! —Ἔ, δέν σοῦ περνᾶ ἀπό τό μυαλό ἡ ὑποψία, μιά καί, ὅπως λές, δέν εἶμαι οὔτε ἀνόητος οὔτε ἰδιοτελής, δέν σοῦ μπαίνει, λοιπόν, ἡ ὑποψία μήπως αὐτά τά ὁ­ποῖα πρε­σβεύω καί διδάσκω, συγκεκριμένα γιά τό θέμα τῆς ἁγνότητος, εἶναι ἀληθινά;»(ΥΖ, 142). Ἀκόμα: «Ὁ Θεός εἶναι “ἐγωϊστής”. Μᾶς ζητάει τό πᾶν: “Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος…”(Μθ 10, 37). Δέν θά μᾶς ζητήση, λοιπόν, νά Τοῦ ἀφιερώσουμε καί τό σέξ;

Ὁ Κων/νος Σιαμάκης ἐπισημαίνει πολύ σωστά: «Τά πρῶτα 40 χρόνια τους (1896-1936), οἱ ὀλυμπιακοί ἀγῶνες ἦταν ἕνα καθαρῶς ἀθλητικό γεγονός χωρίς κανένα ἴχνος θρησκείας. Τό 1936, ὅμως, πού ἔγιναν στό Βερολίνο, ὁ Hitler τούς μετέτρεψε σέ θρήσκευμα εἰδωλολατρικό. Ὁ φρενοβλαβής Hitler, ὁ φονιᾶς 60.000.000 ἀνθρώπων, πού ἦταν παγανιστής καί πού μιά ἀπ᾽ τίς πτυχές τῆς φρενοβλαβείας του ἦταν ἡ πυρομανία (ἔκαψε τή βουλή τῆς Γερμανικῆς Δημοκρατίας, χρησιμοποιοῦσε στίς συγκεντρώσεις του πυρσούς, κ.λπ.), ἵδρυσε τήν ὀλυμπιακή φλόγα καί τό τελεστικό ἄναμμά της σέ εἰδωλολατρική τελετή ἀπό ἱέρεια εἰδωλολατρική, ἡ ὁποία ἀπευθύνει καί προσευχή στό Δία. Ἡ ἱέρεια, ἡ τελετή, ἡ προσευχή στό Δία, καί ὅλα τά εἰδωλολατρικά λατρευτικά τους καμώματα σαφῶς εἶναι ἀπαράδεκτα χριστιανικῶς κι ἐκκλησιαστικῶς.   Ἡ Ἐκκλησία, κατά τή γνώμη μου, μέ κανένα τρόπο δέν πρέπει νά συμμετάσχη ἤ νά βοηθήση ἤ ἄλλως πως νά ἐμπλακῆ στή διεξαγωγή τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, διότι οἱ ὀλυμπιακοί ἀγῶνες σήμερα ἔχουν καταντήσει θρήσκευμα εἰδωλολατρικό ἰδιαζόντως σιχαμερό.   Κι ἐπειδή οἱ διοργανωτές τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων τά τελευταῖα 65 χρόνια “ἐμωράνθησαν” καί ἄλλαξαν τόν ἀληθινό Θεό μ᾽ ἕνα ψεύτικο καί φαντασιωτικό, γι᾽ αὐτό καί “ὁ Θεός παρέδωκεν αὐτούς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν”, ὥστε νά βυθισθοῦν στήν “ἀκαθαρσίαν” καί νά “ἀτιμάζωσι τά σώματα αὐτῶν”(Ρμ 1, 23-24). Καί τρεῖς μόνο ἀπ᾽ τίς ἀκαθαρσίες θ᾽ ἀναφέρω ἐδῶ, γιά νά φανῆ τοῦ λόγου μου τό ἀληθές.   1. Κατά τά δεύτερα αὐτά χρόνια προστέθηκαν στούς ὀλυμπιακούς ἀγῶνες καί γυναῖκες ἀθλήτριες, πρᾶγμα πού δέν ὑπῆρχε οὔτε στούς ὁμολογημένα εἰδωλολατρικούς ἀρχαίους ὀλυμπιακούς ἀγῶνες, κατά τούς ὁποίους ὄχι μόνο μεταξύ τῶν ἀθλητῶν, ἀλλά οὔτε καί μεταξύ τῶν θεατῶν ἐπιτρεπόταν νά ὑπάρχη γυναῖκα. Καί οἱ ἀθλήτριες αὐτές τῶν τωρινῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων ἐμφανίζονται στά ὄμματα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος μέ μιά περιβολή χριστιανικῶς ἀπαράδεκτη.   2. Οἱ ἴδιες ἀθλήτριες, προκειμένου νά ἐπιτύχουν τίς μέγιστες ἐπιδόσεις, ντοπάρονται μέ τό μόνο ντόπιγκ πού δέν ἀπαγορεύεται. Ἐπειδή δηλ. διαπιστώθηκε ἰατρικῶς ὅτι ἡ γυναῖκα κατά τούς ἐννέα μῆνες τῆς ἐγκυμοσύνης ὁπλίζεται μέ ἰδιαίτερα αὐξημένες βιολογικές δυνάμεις, πού προκύπτουν ἀπό ἔκτακτες καί ἰδιαίτερες ὀργανικές ὁρμόνες, τίς ὁποῖες χαρίζει τότε σ᾽ αὐτές ὁ δημιουργός Θεός, κι ἐπειδή οἱ ὁρμόνες αὐτές δέν σταματοῦν καί οἱ δυνάμεις αὐτές δέν ἐγκαταλείπουν τή γυναῖκα, οὔτε κι ἄν ἀπό ἀτύχημα ἤ ἐγκληματική πρᾶξι ἀποβάλη ἤ ἐκτρώση τό ἔμβρυό της, ἀλλ᾽ ἐξακολουθοῦν νά τήν ἐνδυναμώνουν καί χωρίς ἔμβρυο μέχρι τή συμπλήρωσι τοῦ ἐνάτου μηνός, οἱ παραγωγοί τῶν ἀθλητικῶν ἐπιδόσεων ἐκμεταλλεύονται τήν ἀγαθοεργία αὐτή τοῦ φιλανθρώπου δημιουργοῦ Θεοῦ μέ τρόπο φονικό κι ἐνδεχομένως καί πορνικό, γιά νά κερδήσουν τήν ἀθλητική νίκη. Συγκεκριμένα φροντίζουν 8 μῆνες πρίν ἀπ᾽ τούς ἀγῶνες νά μείνη ἔγκυος ἡ ἀθλήτρια, ἡ μέν ἔγγαμη ἀπ᾽ τόν ἄνδρα της ἡ δέ ἄγαμη ἀπ᾽ τόν προπονητή της ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀθλητικό παράγοντα, κι ἔπειτα κατά τό δεύτερο ἤ τρίτο μῆνα νά ἐκτρώση τό παιδί της ἀπ᾽ τά σπλάγχνα της, κι ἔτσι, 8 μῆνες μετά τή σύλληψι, ἡ γυναῖκα αὐτή ν᾽ ἀγωνισθῆ ἰδιαιτέρως ὁπλισμένη, μέ αὐξημένες στό μέγιστο τίς ὁρμόνες καί τίς δυνάμεις της καί νά κερδίση τή νίκη. Δηλ. ἡ μάνα τρώει τό παιδί της, γιά νά δυναμώση καί νά νικήση. Εἶναι, ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω, τό εἰδεχθέστερο καί ἀποκρουστικότερο εἶδος καννιβαλισμοῦ· τεκνοφαγία, ὅπως τή λένε οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοί συγγραφεῖς Ἀθηναγόρας καί Γρηγόριος Νύσσης. (Οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες τήν ἔκαναν τελεστικῶς γιά λόγους λατρευτικούς.)   3. Ἐπειδή μιά ἀπ᾽ τίς ἀκαθαρσίες, τήν ὁποία κάνουν μετά τήν ἐγκατάλειψι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπίκλησι τοῦ εἰδωλικοῦ θεοῦ Διός μέ τήν εἰδωλολατρική τους ἱέρεια, εἶναι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τό ὅτι, καθώς “παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τά μή καθήκοντα”, δηλ. τά ἄπρεπα, ἔφθασαν στό σημεῖο, κατά τό ὁποῖο “μετάλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν” τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καί “ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι”(Ρμ 1, 27-28), πυρακτώθηκαν δηλ. ἀπ᾽ τήν κιναιδική καί σοδομιτική τους ὄρεξι ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο καί διαπράττουν τήν κιναιδική ἀσχημοσύνη ὁ ἕνας ἀρσενικός πάνω στόν ἄλλο ἀρσενικό. Εἶδε ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα στούς προηγουμένους ὀλυμπιακούς ἀγῶνες τῆς Μελβούρνης, προπονητές ν᾽ ἀγκαλιάζουν μπροστά στίς κάμερες τούς ἐκπαιδευομένους τους νεαρούς ἀρσενικούς ἀθλητές καί νά τούς φιλοῦν κιναιδικῶς καί νά τούς ἀποκαλοῦν “Κοριτσάρα μου ἐσύ!”. Καί ἀσφαλῶς αὐτό ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἀληθεύει τό λεγόμενο ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια ὅτι πολλοί ἀρσενικοί ἀθλητές τῶν ἀγώνων αὐτῶν καί πολλῶν ἄλλων ἀγώνων εἶναι κίναιδοι κι ἔχουν μέ τούς προπονητές τους ἤ μέ ἄλλους ἀθλητικούς παράγοντες σεξουαλικές σχέσεις κιναιδικές.   Ἡ Ἐκκλησία ἔχει… ἱερή ὑποχρέωσι ἐνώπιον τοῦ νυμφίου της Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ νά μήν ἀναμιγνύεται καθόλου καί μέ κανένα ἄμεσο ἤ ἔμμεσο τρόπο καί νά μή συμμετέχη σ᾽ αὐτή τήν εἰδωλολατρική βρώμικη διαδικασία. Εἰδικῶς δέ τήν “ἱέρεια” πού προσεύχεται ρητῶς καί δημοσίᾳ στό Δία, ἤ τυχόν ἄλλες δευτερεύουσες “ἱερόδουλες”, πού θά τήν πλαισιώνουν, νά τίς ἀφορίση, ἐπειδή οἱ ἴδιες ἐκεῖνες, πρῶτες καί αὐτοβούλως καί πρίν ἀπ᾽ τήν Ἐκκλησία, ἀφόρισαν τόν ἑαυτό τους ἀπ᾽ τόν Κύριο καί τήν Ἐκκλησία καί προσχώρησαν καί προσεύχονται σέ ἄλλο θεό. Οἱ Χριστιανοί ἔχαναν καί τή ζωή τους μαρτυρικῶς, γιά νά μήν κάνουν μιά τέτοια ἐπίκλησι. Ἀκόμη καί ὁ Π.Α.Ο.Κ. ἔχει δικαίωμα νά διαγράψη (αὐτό θά πῆ “ν᾽ ἀφορίση”, δηλ. νά ξεχωρίση, ν᾽ ἀπομακρύνη) ἕναν ὀπαδό του, ἄν ἐκεῖνος γίνη ὀπαδός τοῦ Παναθηναϊκοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κάτι ἀνώτερο τοῦ Π.Α.Ο.Κ.. Μπορεῖ καί πρέπει**,** ἐπίσης**,** ἡ Ἐκκλησία ν᾽ ἀφορίση καί ὅλους τούς συντελεστές καί συμμετόχους καί περισταμένους στήν προσευχή καί τελετή ἐκείνη, ὅποιοι κι ἄν εἶναι αὐτοί. Καί τέλος ἔχει τήν ἐξουσία καί ὀφείλει νά δώση ἐντολή σέ κάθε χριστιανικό περιοδικό ἤ ἄλλο ἔντυπο νά μήν ἐπαινέση στό ἑξῆς τούς ὀλυμπιακούς ἀγῶνες καί κανένα ὀλυμπιακό ἀθλητή, ἀλλά νά τηρήση ἁπλῶς μιά σεμνή καί χριστιανική σιωπή.   Ὁ Walter Trobisch, μέ ὡραῖα παραδείγματα, καθορίζει τά πλαίσια ἔξω ἀπό τά ὁποῖα δέν εἶναι ἐπιτρεπτή ἡ χρῆσι τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου: «Χωρίς ἀμφιβολία ἡ γενετήσια δύναμι τοῦ ἀνθρώπου δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό. Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἕνα ἀπό τά πολιτιμότερα δῶρα Του, πού σοῦ ἔδωσε γιά τή νειότη σου. Ἀλλά ἡ ὕπαρξι ἑνός ἐνστίκτου δέν δικαιολογεῖ καί τήν ἀλόγιστη ἱκανοποίησί του. Ἡ παρουσία μιᾶς δυνάμεως δέν σημαίνει πώς πρέπει ν᾽ ἀφεθῆ νά μᾶς διευθύνη στά τυφλά καί χωρίς χαλινό. Τί θἄλεγες γιά τό νέο πού στέκεται μπρός στή βιτρίνα ἑνός κρεοπωλείου στήν πόλι καί κάνει τίς ἀκόλουθες σκέψεις: “Βλέποντας αὐτά τά χοιρομέρια καί λουκάνικα πεινῶ πιό πολύ ἀπό πρίν. Μοῦ ἀνοίγουν τήν ὄρεξι. Αὐτό ἀποδεικνύει πώς εἶναι προορισμένα γιά μένα κι ὅτι μπορῶ νά τἄχω. Μπορῶ νά πάρω μιά πέτρα καί νά σπάσω τή βιτρίνα”. Τί θἄλεγες; Λές: “ὅ,τι ὑπάρχει, πρέπει νἄχη καί χρῆσι”. Σωστά μά στήν ὥρα καί στόν τόπο του. Ἕνας φίλος σου, ἄς ποῦμε, γίνεται ἀστυνομικός κι ἀποκτᾶ, γιά πρώτη φορά στή ζωή του, περίστροφο. Ἀπ᾽ αὐτή στή στιγμή ἀναπτύσσει τήν παρακάτω θεωρία: “Μοῦ ἔδωσαν αὐτό τό περίστροφο, δέν τό πῆρα μόνος μου. Κι ἀφοῦ μοῦ τό ἔδωσαν, πρέπει νά τό χρησιμοποιῶ. Πρέπει, λοιπόν, νά πυροβολήσω, ἄσχετα πάνω σέ ποιόν”. Ὄχι, δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα! Τοῦ δόθηκε, βέβαια, τό περίστροφο, εἶναι, ὅμως, ὑπεύθυνος γιά τή χρῆσι του.   Ἀκριβῶς ἔτσι συμβαίνει καί μέ τή γενετήσια δύναμί σου· … στό σωστό τόπο καί χρόνο, κάτω ἀπό ἐντελῶς ὁρισμένες συνθῆκες. Ἔτσι τά καθόρισε ὁ Θεός». «Ὅταν ἔχη κανείς μιά ἐπιθυμία, αὐτό δέν σημαίνει αὐτόματα ὅτι θά πρέπη καί νά τήν ἱκανοποιήση ἀμέσως. Οὔτε ἐσύ δέν σταματᾶς μπροστά ἀπό τό κρεοπωλεῖο, ὅταν στή θέα ἑνός σαλαμιοῦ σοῦ τρέχουνε τά σάλια, γιά νά σπάσης τό τζάμι καί νά πάρης τό σαλάμι πού θά σοῦ ἱκανοποιήση τήν ἐπιθυμία. Τίς ὁρμές τίς ἔχουμε γιά νά τίς χρησιμοποιοῦμε σωστά».   Ὁ C. S. Lewis τονίζει: «Ἡ χριστιανική ἰδέα περί γάμου βασίζεται στά λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅτι ἕνας ἄντρας καί μιά γυναῖκα θά πρέπη νά θεωροῦνται ὡς ἕνας ὀργανισμός —γιατί αὐτό θά σήμαινε στή σύγχρονη γλώσσα τό “σάρξ μία”. Μάλιστα, οἱ χριστιανοί πιστεύουν πώς ὅταν τό ἔλεγε αὐτό δέν ἐξέφραζε ἕνα συναίσθημα, ἀλλά ἀναφερόταν σ᾽ ἕνα γεγονός —ὅπως ἀκριβῶς κάποιος ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα γεγονός ὅταν λέη ὅτι ἡ κλειδαριά καί τό κλειδί ἀποτελοῦν ἕνα μηχανισμό ἤ ὅτι τό βιολί καί τό δοξάρι εἶναι ἕνα καί μόνο μουσικό ὄργανο. Αὐτός πού δημιούργησε τήν ἀνθρώπινη μηχανή μᾶς εἶπε ὅτι τά δύο της μισά, τό ἀρσενικό καί τό θηλυκό, ἔγιναν γιά νά συνδυάζωνται ἀπό κοινοῦ σέ ζεύγη, ὄχι ἁπλῶς στό σεξουαλικό ἐπίπεδο, ἀλλά σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ὑπάρξεώς τους. Τό τερατῶδες τῆς σεξουαλικῆς συνουσίας ἔξω ἀπό τά πλαίσια τοῦ γάμου ἔγκειται στό ὅτι αὐτοί πού ἐμπλέκονται σ᾽ αὐτήνπροσπαθοῦν νά ἀπομονώσουν ἕνα εἶδος ἑνώσεως, τή σεξουαλική, ἀπό ὅλα τά ὑπόλοιπα εἴδη ἑνώσεως, τά ὁποῖα ὑποτίθεται πώς θά ἔπρεπε νά τήν πλαισιώνουν καί νά συγκροτοῦν ἔτσι μιά συνολική ἕνωσι. Ἡ χριστιανική στάσι δέν δηλώνει ὅτι ὑπάρχει κάτι τό κακό στή σεξουαλική ἡδονή, τουλάχιστον ὄχι περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι στήν ἡδονή τήν ὁποία προσφέρει τό φαγητό. Θέλει ἁπλῶς νά καταδείξη ὅτι δέν πρέπει νά ἀπομονώνης τήν ἐν λόγῳ ἡδονή προσπαθώντας νά τή χαρῆς αὐτοτελῶς, ὅπως ἀκριβῶς δέν ὀφείλεις νά χαίρεσαι τήν ἡδονή τῆς γεύσεως ἀπομονώνοντάς την ἀπό τήν κατάποσι καί τήν πέψι, δηλαδή, μέ τό νά μασᾶς τίς τροφές καί νά τίς ἀποβάλλης.   Καί ὁ Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Σιαμάκης ἐπισημαίνει πολύ σωστά: «Τί θά λέγατε ἄν ἡ ἐλληνική πολιτεία καί συγκεκριμένα τό ὑπουργεῖο ὑγείας πλάσαρε διά τῶν τηλεοράσεων καί τῶν ἄλλων μέσων ἐνημερώσεως κάποιο ἀπ᾽ τά πιό κάτω συνθήματα· “Ναί στά ναρκωτικά, ὄχι στό θάνατο”; “Ναί στό ἀλκοολισμό, ὄχι στήν κίρρωσι τοῦ ἥπατος”; “Ναί στό τσιγάρο, ὄχι στόν καρκῖνο”;   Δέν χρειάζεται πολύς νοῦς, γιά νά καταλάβη κανείς τήν ἀντιφατικότητα τῶν συνθημάτων αὐτῶν, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι τό ἀποτέλεσμα (θάνατος, κίρρωσι, καρκῖνος) ἔχει ἄμεση συνάρτησι μέ τό αἴτιο (ναρκωτικό, ἀλκοόλ, τσιγάρο). Καί, ἄν τό δεύτερο δέν τό θέλουμε, θά ἔπρεπε κατά ἴσο λόγο νά μή θέλουμε νά διαφημίζουμε καί τό πρῶτο.   Κι, ὅμως, τό ἑλληνικό κράτος, στήν “προσπάθειά” του νά καταπολεμήση τό AIDS, πού παίρνει ἀνησυχητικές διαστάσεις στήν κοινωνία μας, λανσάρει ἕνα παρανοϊκό καί σχιζοφρενικό αὐτοαναιρούμενο σύνθημα: “Ναί στόν ἔρωτα, ὄχι στό AIDS”…   Ἄν, λοιπόν, οἱ λεγόμενοι ὑπεύθυνοι δέν θέλουν ν᾽ ἀναλάβουν τήν εὐθύνη γιά ἕνα τόσο πονηρό σύνθημα μέ τόση διαβρωτική καί καταστροφική ἐπίδρασι στή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί, μάλιστα, τῶν νέων, οἱ ὁποῖοι ἔτσι κι ἀλλοιῶς εἶναι τά θύματα, καθώς δέχονται καθημερινῶς τή λεγόμενη πλύσι ἐγκεφάλου ἀπ᾽ τή βάρβαρη κι ἀπάνθρωπη πληροφόρησι· ἄν δέν θέλουν, λέω, νά τούς ἀποδοθῆ δόλος ἐκ προθέσεως καί εὐθύνη βαρυτάτων ἀδικημάτων· ἄν ἀντιθέτως θέλουν νά τούς πιστωθῆ ἀληθινό ἐνδιαφέρον κατά τῆς μάστιγος τοῦ αἰῶνα μας, τότε θά πρέπη ν᾽ ἀποπτύσουν τό πονηρό αὐτό σύνθημα καί νά εἰσηγηθοῦν κάποιο ἄλλο, πού θά εἶναι ὄντως σύνθημα σωτηρίας.   Κι ἐπειδή δέν εἶναι εὔκολο νά βροῦν ἕνα τέτοιο σύνθημα, πρός διευκόλυνσί τους προτείνονται δύο συνθήματα: “Ὄχι στό ΑΙDS, ναί στήν οἰκογένεια”. “Ὄχι στό ΑΙDS, ναί στήν ἁγνότητα”.   Ναί, ἡ χριστιανική οἰκογένεια καί ἡ ἁγνότητα εἶναι οἱ πραγματικοί ἀντίποδες τοῦ AIDS, κι ὄχι, βέβαια, τά συνθήματα τῆς δημοσίας ἀπάτης. Ἡ θεοσύστατη χριστιανική οἰκογένεια νομιμοποιεῖ τόν ἔρωτα μεταξύ τοῦ συζύγου καί τῆς συζύγου καί ὡς ἀποκορύφωμα τῆς ἐν Θεῷ ἑνώσεώς τους δίδονται τά παιδιά, τά ἱερώτερα καί πολυτιμότερα ἀποκτήματά τους. Ἡ χριστιανική οἰκογένεια θά προστατεύση τόν ἄνδρα καί τή γυναῖκα ἀπό σεξουαλικές παρεκκλίσεις κι ἔκτροπα. Ἡ χριστιανική οἰκογένεια, πού ἀπαιτεῖ ἁγνότητα πρό τοῦ γάμου καί σωφροσύνη μέσα στή συζυγία, ἐγκράτεια καί ἀλληλοκατανόησι κατά τό θεόπνευστο ἀποστολικό: “ἡ γυνή τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾽ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δέ καί ὁ ἀνήρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾽ ἡ γυνή. Μή ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἄν ἐκ συμφώνου πρός καιρόν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καί τῇ προσευχῇ καί πάλιν ἐπί τό αὐτό συνέρχησθε, ἵνα μή πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διά τήν ἀκρασίαν ὑμῶν”(Α´ Κορ 7, 4-5), ἀποτελεῖ φάρμακο ἀποτελεσματικό κατά τῆς ἀσθενείας τῆς ἐντροπῆς.   Ἄγις Φλογέρας: «Λένε οἱ σημερινοί νέοι, ὅτι θέλουν νά ἔχουν ἐλεύθερες σχέσεις στόν ἔρωτα καί στό σέξ. Κι, ὅμως, στίς οἰκονομικές συναλλαγές δέν ἔχουν ἐλεύθερες σχέσεις, ἀλλά ὑπακούουν στήν Ἐφορία. Στό κυκλοφοριακό, ὅταν ὁδηγοῦν τό δίκυκλο κλπ., δέν ἔχουν ἐλεύθερες σχέσεις, ἀλλά τά φανάρια καί τόν Κώδικα. Ὅταν κτίζης μιά οἱκοδομή, δέν ἔχεις ἐλεύθερες σχέσεις, ἀλλά ἀκολουθεῖς τούς κανόνες δομήσεως. Ὅταν φτιάχνης ἑταιρεία, δέν ἔχεις ἐλεύθερες σχέσεις, ἀλλά ὑπογράφεις συμβόλαια μέ δεσμεύσεις. Πῶς, λοιπόν, στήν πιό σπουδαία σχέσι, πού εἶναι ἡ πλήρης ἕνωσι τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, θέλεις ἐλεύθερες κι ἀδέσμευτες σχέσεις; Πανάγαθε Κύριε, φώτιζε τά παιδιά μας!     Ἐπισημαίνει ὁ Jean de Fabrégues: «“Θέλουμε ἐλευθερία”, φώναζαν στούς δρόμους τοῦ Παρισιοῦ ἄνδρες καί γυναῖκες διαδηλωτές γιά “ἐλεύθερες καί δωρεάν ἀμβλώσεις”. Θά τούς ρωτοῦσε κανείς. Τί εἶναι γιά σᾶς ἡ ἐλευθερία; Σέ τί σᾶς χρειάζεται; Ποῦ σᾶς ὁδηγεῖ; Θ᾽ ἀπαντήσουν: Μᾶς χρειάζεται γιά νά εἴμασθε ὁ πραγματικός ἑαυτός μας καί τίποτε ἄλλο, νά μήν ὑπακούουμε σέ κανέναν, νά μήν ἐξαρτώμασθε ἀπό κανέναν. Τό θέμα τῆς ἐλευθερίας ἀπασχολεῖ κάθε πνευματικό ἄνθρωπο. “Ἐλευθερία; γιά νά κάνη κανείς τί;”, διερωτᾶτο ὁ Lenin καί τριάντα ὁλόκληρα χρόνια ἀργότερα στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντα ὁ Βernanos ἔθετε τό ἴδιο ἐρώτημα: “Ἐλευθερία γιά τί πρᾶγμα;”. Τό πρόβλημα αὐτό συνδέεται ἄμεσα μέ τό πρόβλημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ποιός εἶμαι; Ποιοί εἴμασθε; Τί εἴμασθε; Ἔχουμε προορισμό, σκοπούς; Ποιούς; Ἄν παραγνωρίση κανείς ὅλα αὐτά θά καταλήξη σέ φλυαρίες καί προχειρολογίες. Ἀλλά καί μπροστά μας, κάτω ἀπό τά μάτια μας ὑπάρχει μία πλατειά ἐμπειρία τοῦ τί συμβαίνει στήν ἀνθρώπινη φύσι, ὅταν θέλη νά ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τόν ἑαυτό της, ὅταν νομίζη ὅτι μπορεῖ νά βρῆ τήν ἐπιβεβαίωσί της μέσα στήν ἀπόλυτη ἀτομική ἐλευθερία, χωρίς νά λαμβάνη ὑπόψιν της τή φύσι της καθ᾽ ἑαυτήν.   Ἡ Σκανδιναβική ἐμπειρία. Ἄς ἀφήσουμε κατά μέρος τήν τεράστια ἐμπειρία τῶν ναζιστικῶν καί σοβιετικῶν στρατοπέδων καί τίς ἐποχές κατά τίς ὁποῖες στή Ρωσία θέλησαν τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῶν ἠθῶν. Στή Γερμανία τῶν Nazi δέν τήν ὑπέβαλαν παρά γιά τή δημιουργία μιᾶς “ἀμιγοῦς” φυλῆς. Σχετικά μέ τό πρόβλημα πού τέθηκε πρό ἡμερῶν ἐπί τάπητος στούς δρόμους τοῦ Παρισιοῦ μπορεῖ νά μιλήση πιό ἄμεσα καί πιό καθαρά μία ἄλλη ἐμπειρία τῶν χωρῶν ὅπου ἡ ἀπόλυτη σεξουαλική ἐλευθερία εἶναι πραγματικότητα, χωρίς ἠθικό ἔλεγχο, οὔτε ἐνδιαφέρον γι᾽ αὐτό πού μπορεῖ νά μήν εἶναι “φυσικό”.   Ὅλοι οἱ παρατηρητές πού ἐξέτασαν ἀπό κοντά τήν ἀνθρώπινη κατάστασι σ᾽ αὐτές τίς χῶρες διαπιστώνουν ὁμόφωνα πτῶσι τῆς ποιότητος τῆς ζωῆς, τῆς ζεστασιᾶς της. Ἄς μή μιλήσουμε γιά τήν ἐρωτική ἀναζήτησι μέχρι τά ἄκρα, πού ἀφορᾶ μιά μειονότητα ἀσθενῶν, ἐθισμένων, περίεργων (ἴσως ἐξίσου ἀσθενῶν ἐν ἀγνοίᾳ τους) καί (ἀλλοίμονο!) τουριστῶν.   Ἄς ἀκούσουμε τήν ἠχώ τῆς καθημερινῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς τῶν πολλῶν. Ἕνας ταξιδιώτης, ὄχι ἀντίθετος ἐκ τῶν προτέρων πρός τίς σκανδιναβικές ἐμπειρίες, συνοψίζοντας τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τή Σουηδία, βλέπει νά κυριαρχῆ ἕνας ρεαλισμός πού ἐγγίζει τά ὅρια τῆς ἀδιαφορίας. “Ποίησι δέν ὑπάρχει. Ἡ ζωή εἶναι ἄδεια. Ἡ ἀπομυθοποίησι τῆς ἀγάπης ἔχει κάτι τό ἀπάνθρωπο”.   Οἱ χῶρες ὅπου ἡ σεξουαλική ἐλευθερία εἶναι σχεδόν ἀπόλυτη, παρουσιάζουν στόν παρατηρητή μία ὄψι “χωρίς ψυχή”.   Πρόκειται γιά τήν ὕπαρξι ἑνός κενοῦ, μιᾶς ἀπουσίας ἀνθρωπιᾶς, ἀκτινοβολίας καί ἐνδιαφέροντος γιά τή ζωή. Σάν ἐπακόλουθο, ἡ μεγάλη ἄνοδος τοῦ ἀλκοολισμοῦ στίς χῶρες αὐτές. Ἡ πώλησι ἀλκοολικῶν ποτῶν ἐλέγχεται αὐστηρά, πωλοῦνται μόνο ὁρισμένες ὧρες καί σέ περιορισμένο ἀριθμό καταστημάτων. Ἔτσι ἡ τεράστια ἐλευθερία πού παρέχεται ἀπό τή μία πλευρά ἀπαιτεῖ περιορισμούς ἀπό τήν ἄλλη, σάν νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀνίκανος νά ἀναγνωρίση τόν ἑαυτό του καί νά βρῆ τήν ἰσορροπία του σ᾽ ἕνα σύμπαν χωρίς ὅρια καί φραγμούς. Παρόλους τούς περιορισμούς οἱ μεθυσμένοι γεμίζουν τούς δρόμους. Πῶς νά μή δῆ κανείς τό βαθύτερο νόημα μιᾶς τέτοιας ἐμπειρίας;   Οἱ ἀνθρώπινες πράξεις ἐάν ἀποχωρισθοῦν ἀπό τό σύνολο τῆς ζωῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί περιορισθοῦν στά λειτουργικά τους πλαίσια, χωρίς σκοπό, χάνουν τό βάθος, τήν ἀξία τους. Ἡ πρᾶξι τῆς ἀγάπης —περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη, κατά τό μέτρο, κατά τό ὁποῖο εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς καί ἐξασφαλίζει τή μετάδοσί της— ὅταν περιορισθῆ σέ μία αὐτόματα ἐπαναλαμβανόμενη ἐνστικτώδη πρᾶξι ἀδειασμένη ἀπό τό νόημα τῆς προσηλώσεως σέ κάποιον “ἄλλο” σέ μία προσωπική σχέσι, γίνεται μία πρᾶξι χωρίς ἐνδιαφέρον, χωρίς δύναμι. Ἡ ἀγάπη ὅταν ἀδειάση ἀπό τό νόημά της σκοτώνει τόν ἄνθρωπο.   Αὐτοί πού ἀσχολοῦνται μέ τά ἔργα τοῦ Μαρκησίου de Sade παραδέχονται ὁμόφωνα τήν τεράστια πλῆξι πού ξεπηδᾶ ἀπό τήν ἀνάγνωσι τῶν πλέον ἐρωτικῶν βιβλίων του. Ἀλλά καί τό ἐνδιαφέρον πού αὐτή τή στιγμή ἐκδηλώνεται σέ ὁρισμένους φιλολογικούς κύκλους γιά τό σαδισμό, εἶναι καί αὐτό γεμᾶτο νόημα. Ὅπως τήν ἐποχή τοῦ Sade, εἶναι μιά προσπάθεια (πάντοτε ἀνικανοποίητη) νά δοθῆ ἕνα περιεχόμενο στήν ἐρωτική σχέσι, μία δύναμι, τήν ὁποία ἡ πλῆξι καί ὁ ἐνστικτώδης αὐτοματισμός ἔχουν ἐξαφανίσει ἀπό παντοῦ.   Μετά τόσες ἐπικίνδυνες ἐμπειρίες πού ἀφήνουν στό δρόμο τους τόσα θύματα ἀνακαλύπτει κανείς ὅτι ὑπάρχει μία ἀνθρώπινη φύσι καί ἕνα νόημα τῆς ζωῆς καί αὐτοί πού θέλουν νά ζήσουν, παραγνωρίζοντας ὅλα αὐτά, παραδίδουν τόν ἑαυτό τους στήν ἀπόγνωσι καί τήν πλῆξι. Τίποτε πιό ἐνδεικτικό αὐτῆς τῆς ἀπογνώσεως ἀπό τόν ἴδιο τό Sade ἤ τό σαδισμό τῆς ἐποχῆς μας.   Ὁ φιλόσοφος Μerleau-Ρonty πού ἀσχολήθηκε μέ τά ὅρια τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀπογνώσεως, ἔγραφε κατά τό τέλος τῆς ζωῆς του ὅτι: “… Εἶναι καιρός νά δείξουμε στούς ἀποστόλους τῆς σεξουαλικῆς ἐλευθερίας ὅτι εἶναι πιό σκλάβοι ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο.   Ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης ἀπαντᾶ σ᾽ ἐκείνους πού θεωροῦν φυσιολογικό τόν ἐλεύθερο ἔρωτα: «Ἡ σχολή τοῦ ἐλεύθερου ἔρωτα, προβάλλει στόν ἄνθρωπο μέ τό ἐρώτημα: Γιατί αὐτοί οἱ ἠθικοί κανόνες καί οἱ περιορισμοί, στήν ἐκδήλωσι μιᾶς τόσο φυσιολογικῆς λειτουργίας στόν ἄνθρωπο, ὅπως εἶναι ἡ γενετήσια λειτουργία; Διότι… διότι αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ζήτημα! Πότε εἶναι φυσιολογική ἡ λειτουργία αὐτή; Καί εἶναι, ἄραγε, ὁ “ἐλεύθερος ἔρωτας” κάτι τό φυσιολογικό γιά τόν ἄνθρωπο; Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ζήτημα! Καί, λίγο νά σκεφθῆς ψύχραιμα κι ἀπροκάλυπτα, θά δῆς, πώς τό ζήτημα αὐτό δέν εἶναι καί τόσο ἁπλό, ὅπως τό φαντάζεται ἡ θεωρία τοῦ “ἐλεύθερου ἔρωτα”. Τό γενετήριο ἔνστικτο εἶναι ἔνστικτο δημιουργικό. Σκοπό του ἔχει στόν ἄνθρωπο, ὅπως καί στό ζῶο, τή δημιουργία ἀπογόνων. Τό γενετήσιο ἔνστικτο εἶναι ἀκριβῶς “γενετήσιο”. Ὅταν, λοιπόν, ἔλθης τώρα καί, μέ τρόπο τεχνητό, κόψης ἀπό τή λειτουργία τοῦ ἐνστίκτου αὐτοῦ ἐκεῖνο πού εἶναι ἡ οὐσία του, δηλαδή τή δημιουργία, γιά νά κρατήσης μόνο τό ἡδονιστικό στοιχεῖο, τότε κάνεις κάτι, πού, πῶς τό θέλεις, δέν εἶναι σύμφωνο μέ τή φύσι τοῦ ἐνστίκτου αὐτοῦ, τό σκοπό του, τόν προορισμό του. Αὐτή ἡ διάσπασι ἀναπαραγωγικῆς δημιουργίας καί ἡδονῆς, γιά νά κρατήσουμε τή δεύτερη καί ν᾽ ἀποκλείσουμε τήν πρώτη, εἶναι κάτι πού δέν τό κάνει ἡ φύσι. Εἶναι ξένο γι᾽ αὐτήν. Εἶναι κάτι τό ἀντιφυσιολογικό, τό τεχνητό, τό ψεύτικο.   Ὑπάρχει κι ἄλλο ἕνα ἔνστικτο, πού ἡ ἱκανοποίησί του συνδέεται μέ ἡδονή. Εἶναι τό ἔνστικτο τῆς πείνας. Ἡ πεῖνα, σκοπό ἔχει ἕνα: Τή διατροφή, τή συντήρησι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἡδονή ἡ γευστική ἔχει συνδεθῆ μέ τό σκοπό αὐτό· δέν εἶναι φυσιολογικό νά ἐπιδιωχθῆ ἡ ἡδονή μέ ἀποκλεισμό τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ σκοποῦ. Τέτοιο τεχνητό χωρισμό τῆς ἡδονῆς ἀπό τόν σκοπό τοῦ ἐνστίκτου, τή θρέψι, ἔκαναν στήν ἐποχή τῆς ρωμαϊκῆς καταπτώσεως, στά συμπόσια τοῦ Νέρωνος, ὅπου οἱ ἀποκτηνωμένοι φαγάδες ἔτρωγαν, μονάχα γιά τή γευστική ἀπόλαυσι, καί κατόπιν προκαλοῦσαν τεχνητά ἐμετό, γιά νά ξαναφᾶνε πάλι καί ἔτσι συνεχιζόταν μιά τακτική, πού προκαλεῖ τόσο τή βδελυγμία, ὥστε πρέπει νά ζητήσω συγγνώμη ἀπό τούς ἀναγνῶστες μου πού τούς τή θυμίζω. Ὅμως, δέν εἶναι καμμιά οὐσιώδης διαφορά ἀνάμεσα στήν τακτική αὐτή καί τόν τεχνητό χωρισμό τῆς γενετήσιας ἀπολαύσεως ἀπό τό σκοπό της, τή δημιουργία. Καί στή γευστική καί στή σεξουαλική ἀπόλαυσι, ἡ ἱκανοποίησι τοῦ ἐνστίκτου, μέ τρόπο πού νά εἶναι ξένος πρός τό σκοπό του, μέ τόν τεχνητό χωρισμό τῆς ἡδονῆς ἀπό τό σκοπό τῆς λειτουργίας πού τή φέρνει, εἶναι κάτι τό ἀντιφυσιολογικό, τό τεχνητό, τό ψεύτικο. Κι ἐπειδή, στή γενετήσια λειτουργία, ὁ ψεύτικος χαρακτῆρας ἐκδηλώνεται σέ μιά κεντρικότατη ἔκφανσι τῆς ὅλης λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ, δέν εἶναι περίεργο, πώς μιά τέτοια διάσπασι φέρνει σέ ἐκφυλιστικά ἀποτελέσματα, τά ὁποῖα τά ὑφίσταται ὁ ἄνθρωπος καί σάν σωματικός καί σάν πνευματικός ὀργανισμός καί σάν ἄτομο καί σάν κοινωνία».   Ἐδῶ θά πρέπη, βέβαια, νά σημειώσουμε ὅτι, ἀκόμη καί ἄν στίς προγαμιαῖες σχέσεις ἐπιτευχθῆ καρπός, δέν παύουν νά παραμένουν στήν περιοχή τῆς ἁμαρτίας, ἐφόσον στή φυσιολογική πλέον λειτουργία τοῦ ἐνστίκτου δέν προστεθῆ καί ἡ τέλεσι τοῦ Μυστηρίου τοῦ (θρησκευτικοῦ) γάμου. Μόνο μετά τήν τέλεσι τοῦ Μυστηρίου ἀνήκει ὁ ἄνδρας στή γυναῖκα καί αὐτή σ᾽ ἐκεῖνον. Ὁτιδήποτε ἔχει προηγηθῆ (συνεύρεσι δηλ. ἔστω καί χωρίς ἀποφυγή τεκνογονίας) πρέπει νά ἐξομολογῆται ὡς πορνεία ἤ μοιχεία, ἀναλόγως.   Ἄς ξεκινήσουμε μέ τή γλαφυρή γραφίδα τοῦ Ἀλεξ. Τσιριντάνη: «Ἡ ἄρνησι τῶν σχέσεων τῶν ἐνστίκτων μέ τίς ἀνώτερες λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες τόν ἐμφανίζουν ὡς ἕνα λογικό ὄν, σημαίνει ἄρνησι τῆς πραγματικότητος. Θά ἰσοδυναμοῦσε μέ τό νά μή θέλουμε νά δοῦμε ἄλλο ἀπό λίθους καί σίδηρο σ᾽ ἕνα ὡραῖο οἰκοδόμημα. Ποιός ἔχει δικαίωμα νά ἀρνηθῆ τή δύναμι τοῦ ἐνστίκτου; Ἐκεῖνος πού τήν ἀρνεῖται βρίσκεται, ἐπίσης, μακρυά ἀπ᾽ τήν πραγματικότητα καί οἰκοδομεῖ πάνω στήν ἄμμο. Ἀλλά ἐνῶ τό ἔνστικτο ἀποτελεῖ τό μόνο παράγοντα καί ὁδηγό στά ἄλλα ζῶα, στόν ἄνθρωπο δέν συμβαίνει τό ἴδιο. Ὁ ψυχικός ὀργανισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι προικισμένος μέ τά μέσα ἐκεῖνα, πού τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἐπιβληθῆ στά ἔνστικτά του καί νά τούς δώση τήν κατάλληλη κατεύθυνσι. Ὁ ψυχικός αὐτός ὀργανισμός, ὅταν λάβη συνείδησι τῆς δυνάμεώς του, θά μεταχειρισθῆ τό ἀκατέργαστο ὑλικό τῶν ἐνστίκτων καί τῶν αἰσθήσεών του κατά τρόπο, ὁ ὁποῖος νά ἁρμόζη στήν ἀνθρώπινη φύσι τήν ὁποία θέλει νά ἐξυπηρετήση. Ἕνας νεώτερος Γάλλος βιολόγος ὁ Simmonet μελετώντας τό γενετήσιο ἔνστικτο εἰδικά, λέει ὅτι αὐτό εἶναι δυνατόν νά ἀπομονωθῆ ἀπό τό σύνολο τῶν ἄλλων ἐνστίκτων καί νά μείνη χωρίς ἱκανοποίησι, χωρίς συνέπειες, τίς ὁποῖες θά εἶχε γιά τό εἶδος ἡ μή ἱκανοποίησι ἄλλων ἐνστίκτων. Θεωρεῖ δηλ. ὁ Simmonet τό γενετήσιο ἔνστικτο ἕνα εἶδος ὀργανικῆς πολυτέλειας, κατά τήν ἔκφρασί του. Αὐτό, βέβαια, δέν σημαίνει ὅτι τό γενετήσιο ἔνστικτο δέν ἔχει τή θέσι του καί τήν ἀξία του στή ζωή. Ἕτερον ἑκάτερον. Ὁ Simmonet μιλᾶ ἀπό καθαρά βιολογική πλευρά. Ἀλλά ἡ μόνη θέσι καί ἡ μόνη ἀξία του βρίσκεται στό γάμο, γιά νά ἐξυπηρετήση ἕνα σκοπό: τή γέννησι παιδιῶν. Ὅταν, ὅμως, τό ἔνστικτο αὐτό χωρισθῆ καί ἀποτελέση —καί στό γάμο ἀκόμη— τό μοναδικό περιεχόμενο μέ τήν ἐγωϊστική ἡδονιστική τάσι, χωρίς, μάλιστα, πολλές φορές νά δημιουργῆ καί ἀπογόνους, τότε φθάνουμε στό κατάντημα τοῦ ἐκφυλισμοῦ τοῦ γάμου, πού ἀποτελεῖ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας».   «Δημιουργία ἀπογόνων θά πῆ δημιουργία πού συντελεῖται μέσα στίς προϋποθέσεις πού εἶναι ἀπαραίτητες γιά νά ζήση, νά ἀναπτυχθῆ, νά προκόψη, νά ἐκπληρώση τόν προορισμό του ὁ ἄνθρωπος πού θά δῆ τό φῶς τῆς ἡμέρας. Κι αὐτές οἱ προϋποθέσεις ὑπάρχουν μόνο ὅταν ὁ νεογέννητος ἄνθρωπος βρῆ νά τόν περιμένη ἡ ζεστασιά τῆς οἰκογενείας τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ γάμος. Ἀπό ὅλα τά ζῶα, ὁ ἄνθρωπος ἔχει περισσότερη ἀνάγκη ἀπό περίθαλψι καί ἀγωγή σ᾽ ἕνα σημαντικότατο ποσοστό τῆς διάρκειας τῆς ζωῆς του. Κι αὐτό γίνεται στήν οἰκογένεια, ὄχι στή βρεφοδόχο. Γι᾽ αὐτό ἡ οἰκογένεια —ἄρα ὁ γάμος— εἶναι τό φυσιολογικό συμπλήρωμα τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου, εἶναι τό πεδίο, ὅπου ἐκδηλώνεται ἡ φυσιολογική λειτουργία τῆς γενετησίας δυνάμεως στόν ἄνθρωπο. Μέσα στό γάμο ἡ λειτουργία αὐτή εἶναι ἀληθινά, πλέρια, φυσιολογικά “γενετήσια”. Ἔξω ἀπό αὐτόν δέν ὑπάρχει δημιουργική λειτουργία, ὑπάρχει ἡδονιστική “ἱκανοποίησι” μέ μιά ἀντιφυσιολογική, ἐκφυλιστική, ἀποσυνθετική διάσπασι. Νά γιατί, ἡ ἴδια λειτουργία, μέσα στό γάμο εἶναι δημιουργία καί ζωή, ἔξω ἀπό τό γάμο εἶναι ἀποσύνθεσι, σαπίλα, ἄρνησι τῆς ζωῆς.   Μέ τέτοιο μάτι ἀντιμετώπισε τή γενετήσια λειτουργία, μέσα στό γάμο καί ἔξω ἀπό αὐτόν ὁ ἄνθρωπος, σ᾽ ὅλους τούς αἰῶνες, σ᾽ ὅλα τά γεωγραφικά πλάτη καί μήκη. Ὅσο κι ἄν βουτηχθῆς στά βάθη τῶν αἰώνων, θά δῆς τήν ἐξώγαμη γενετήσια “ἱκανοποίησι” νά στιγματίζεται σάν πορνεία καί τήν πορνεία νά καταδικάζεται πάντα ἀπό τήν κοινή συνείδησι. Ἀκόμα καί σέ χῶρες ὅπου, γιά λόγους σχετικούς μέ τήν κατάπτωσι καί τήν ἐκμετάλλευσι τῆς γυναίκας, κράτος καί ἐκφυλισμένη θρησκεία, πάσχιζαν νά καθιερώσουν τήν πορνεία, ἀντέδρασε ὁ λαός, ἡ κοινωνία. Πολλές φορές καθιερώθηκε, πολλές φορές ἐπιβλήθηκε ἐπίσημα ἡ πορνεία, μά ποτέ δέν τιμήθηκε. Στήν κοινή συνείδησι ἦταν πάντα κάτι τό κατώτερο, τό ἐλεεινό, τό σιχαμένο. Καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, εἰδικότερα, μ᾽ ὅλες τίς πάνδημες Ἀφροδίτες, λαϊκό αἴσθημα καί φιλοσοφική σκέψι ἀντιμετώπιζαν πάντα τήν πορνεία σάν κάτι τό σάπιο καί ἀρρωστημένο, κάτι πού εἶναι ἀντίθετο στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καί κατεβάζει τόν ἄνθρωπο στό κτῆνος*. [*ὑπ.: Καί ἡ φιλοσοφική σκέψι ἦταν ὁμόφωνη στό σημεῖο αὐτό. Ἀκόμα καί οἱ Ἐπικούρειοι κάθε ἄλλο ἦταν παρά ἡδονιστές τοῦ σημερινοῦ τύπου. Ἦταν εὐδαιμονιστές, πού ζητοῦσαν τήν ἡδονή, μά τήν πνευματική ἡδονή τήν ὁποία χαρακτήριζαν σάν ἀνώτερη καί γνήσια ἡδονή πού ὁδηγεῖ στήν εὐδαιμονία, ἐνῶ οἱ σωματικές, οἱ αἰσθησιακές ἡδονές εἶναι κατά τούς Ἐπικούρειους κατώτερες γιατί τούς λείπει ἡ διάρκεια, χαρακτηριστικό τῆς γνήσιας ἡδονῆς. Ὅσο γιά τή θέσι τῆς ἑταίρας, τοῦ ἑταιρισμοῦ, τῆς πορνείας μέσα στήν Ἀθηναϊκή κοινωνία καί, μάλιστα, τῶν χρόνων τῆς παρακμῆς, ἀρκεῖ νά δῆ κανείς τούς ἑταιρικούς διαλόγους τοῦ Λουκιανοῦ (ἑνός συγγραφέα κάθε ἄλλο παρά ἠθικολόγου) γιά νά δῆ τόν κοινωνικό ξεπεσμό καί τήν ἀτμόσφαιρα τῆς περιφρονήσεως. Καί γιά τήν περίφημη Ἀσπασία, τό στερεότυπο ἐπιχείρημα τῶν φίλων τῆς σεξουαλικῆς ἀσυδοσίας, ἕνα μόνο ἀρκεῖ νά μᾶς δείξη τήν ἀλήθεια: τό τεράστιο σκάνδαλο, ἡ γενική κατακραυγή πού γεννήθηκε μέσα στήν Ἀθηναϊκή κοινωνία ἐξ αἰτίας τῶν ὅσων λέγονταν (ἀληθινά ἤ συκοφαντικά, δέν ξέρουμε) γιά τόν ἔκλυτο βίο τῆς Ἀσπασίας· τό ὅτι ἡ ἀντιπολίτευσι κατά τοῦ Περικλῆ βρῆκε ἀκριβῶς στίς φημολογούμενες σχέσεις του μέ τήν “ἑταῖρα” αὐτή τό ὅπλο γιά νά τόν κτυπήση, ἡ δραματική δίκη της ἔπειτα, ὅπου παρά τρίχα γλύτωσε ἡ Ἀσπασία τήν καταδίκη, ὅλα αὐτά δείχνουν, πώς ἡ κοινή συνείδησι δέν ἀνεχόταν τόν ἔκλυτο βίο, ἴσα ἴσα ἔδειχνε ἀπέναντι στά ἤθη μιά αὐστηρότητα, πού οὔτε μπροστά σ᾽ ἕνα Περικλῆ δέν σταματοῦσε].   Ἤ, μᾶλλον, οὔτε στό κτῆνος. Τό κτῆνος ζῆ μιά ζωή φυσιολογική, καί φυσιολογική εἶναι καί ἡ γενετήσια ζωή τοῦ ζώου κι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό τούς ἐκφυλισμούς, πού σοφίζεται στόν ἡδονισμό του ὁ ἄνθρωπος. Τόν τεχνητό χωρισμό τῆς ἡδονῆς ἀπό τή δημιουργία δέν τόν ξέρει τό ζῶο. Τό ζῶο ἔχει δημιουργική γενετήσια λειτουργία μέσα στό γάμο, τό δικό του τό γάμο. Ἀπό τίς κορυφές τῶν βουνῶν ὥς τῶν ὠκεανῶν τά βάθη, ἀπό τόν ἀετό τοῦ ἑλληνικοῦ βουνοῦ, ὥς τό ψάρι τῆς ἐξωτικῆς θάλασσας, πρῶτα ἑτοιμάζεται ἡ φωλιά πού θά δεχθῆ τό γόνο, ὕστερα ἔρχεται ἡ σχέσι τῶν φύλων. Καί στά ζῶα ὅπου φωλιά δέν ὑπάρχει, ὅμως, πάντα καί χωρίς καμμιά ἐξαίρεσι ὑπάρχει ἡ γενετήσια λειτουργία, σάν λειτουργία δημιουργική. Τό ζῶο δέν πορνεύει! Ἡ πορνεία εἶναι προνόμιο τοῦ “πολιτισμένου” ἀνθρώπου. Ὅπως καί κάθε ἀντιφυσιολογικός τρόπος ζωῆς! Ἀφύσικο, ἀρρωστημένο, ψεύτικο, τό κυνῆγι τῆς ἡδονῆς ἔξω ἀπό τόν φυσιολογικό της δεσμό μέ τή δημιουργία μέσα στό γάμο, δέν μπορεῖ παρά νά φέρνη ἀποτελέσματα ὀλέθρια γιά κάθε ἔκφανσι τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό, βέβαια, ἰσχύει, πρῶτ᾽ ἀπ᾽ ὅλα καί γιά τήν ὑγεία! Γιά τήν ὑγιεινή πλευρά μιλᾶ σ᾽ ἄλλο ἄρθρο ὁ εἰδικός. Μ᾽ ὅλο πού δέν κατάλαβα τί χρειάζονται εἰδικές ἔρευνες, ὅπου φωνάζει ἡ ζωή. Ὅταν ἔχουμε τίς γενεές πού θράφηκαν καί θέριεψαν μέ τή γενετήσια ἠθική τῆς αὐστηρότητος τῶν ἠθῶν, βράχοι ὑγείας, σίδερα πού λύγισαν τεσσάρων αἰώνων σκλαβιά καί δυστυχία, ὅταν ἔχουμε, ἀκόμα, ἐκείνους τούς ἱερομονάχους τοῦ δούλου γένους, πού, μέ τήν ἀσκητική πιά ἐγκράτεια ἀτσαλωμένοι, δυνατοί, τσακίζοντας τό ἀποκτηνωτικό ἔργο τοῦ κατακτητῆ καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά κάνοντας, λές, συναγωνισμό μέ τά βουνά στή μακροζωΐα… Κι ὅταν τά συγκρίνης αὐτά μέ τά γερόντια τῶν εἴκοσι πέντε χρόνων, ὅπως καταντοῦν μέ τή ζωή τῆς “γενετήσιας ἐλευθερίας”… Ὅταν νοσοκομεῖα, ψυχιατρεῖα, φυλακές, εἶναι γεμάτες ἀπό θύματα τῆς πρακτικῆς τοῦ “ἐλεύθερου ἔρωτα”, ὅταν χιλιάδες φυματικοί δέν μποροῦν νά βροῦν τήν ὑγεία τους γιατί δέν τούς ἀφήνει νά πάρουν ἀνάσα ἡ δουλεία στό σεξουαλικό πάθος, ὅταν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι βασανίζωνται μέ τοῦ κόσμου τίς ἀρρώστιες, ὄχι, βέβαια, ἀπό τήν… πολλή ἐγκράτεια, κι ἄλλοι, ἀμέτρητοι, ἔχουν ὑπονομεύσει τόν ὀργανισμό τους, ἑτοιμόρροπο στό κάθε κτύπημα, πού γιά ἕναν γερό ὀργανισμό θά περνοῦσε ἀπαρατήρητο. Τί ὠφελοῦν τότε οἱ συζητήσεις κι οἱ “σεξολογίες” κι ὁ ἡδονισμός πού θέλει νά καμουφλαρισθῆ σέ σταυροφορία γιά χάρι τῆς ὑγείας, ὅταν φωνάζουν τά πράγματα, ὅπως φωνάζουν;   Μά δέν εἶναι μόνο ἡ ὑγιεινή πλευρά, δέν εἶναι μόνο ἡ ἄποψι πού ἀφορᾶ τή σωματική ὑγεία. Σ᾽ ὅλη τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα ἀναφέρεται καί ξεσπᾶ τούτη ἤ ἐκείνη ἡ πορεία, τήν ὁποία θά πάρη ὁ ἄνθρωπος στό θέμα τό γενετήσιο. Καί πανανθρώπινη εἶναι ἡ πεῖρα, πώς ἡ ἀντιφυσιολογική γενετήσια ζωή ἔξω ἀπό τό γάμο κτυπᾶ κατ᾽ εὐθεῖαν στό κέντρο τῆς πνευματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Πνευματικός ἄνθρωπος παραδομένος στόν ἠδονισμό τῆς πορνείας… τί ἰδεῶδες ὀξύμωρο! Πνευματικός ἄνθρωπος, θά πῆ ἄνθρωπος, πού μέσα του ὑπάρχει ἡ ἱεραρχία τοῦ πνεύματος πάνω στό σῶμα. Καί, μέ τό σεξουαλικό ξεχαρβάλωμα… δέν ἔχουμε κἄν τό ἀντίθετο. Ἔχουμε τήν κυριαρχία ἑνός σώματος, πού κι αὐτό δουλεύει στό ἀντιφυσιολογικό. Ἔχουμε τήν κυριαρχία ἑνός ἐνστίκτου, βγαλμένου ἀπό τή θέσι του, σέ ἀντιφυσιολογική γραμμή, μέ ἐκφυλιστική ἔκφανσι. Τί περιμένεις ἀπό τέτοια διακυβέρνησι τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου;   Περιμένεις… μά, ἐκεῖνο τό ὁποῖο βλέπουμε κάθε μέρα στή ζωή, ἀρκεῖ νά μήν κλείνουμε τά μάτια μας. Ἡ σεξουαλική ἀσυδοσία, ἡ κυριαρχία τοῦ ἐνστίκτου πού ξέφυγε ἀπό τό φυσιολογικό χαλινάρι, ὁδηγεῖ, πρῶτα-πρῶτα, σέ μιά ἐξασθένισι τοῦ πνευματικοῦ βίου, τῶν πνευματικῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἀνθρώπου. Βλέψεις, φιλοδοξίες, σχέδια, ὄνειρα, ὅλα τά ρουφάει ἡ δίνη τοῦ πάθους. Ὅσοι ἔχουν διαβάσει τό μυθιστόρημα τοῦ Ξενόπουλου “Ὁ κόσμος κι ὁ Κοσμᾶς” θά εἶδαν τόν Ἀλιμπράντε, πού ὀνειρεύεται νά γίνη κοινωνικός ἀναμορφωτής, ἑτοιμάζει συλλόγους, κίνησι, προγράμματα… καί τ᾽ ἀφήνει ὅλα αὐτά, ἀφήνει σύξυλους τούς συνεργάτες του, γιατί ἔτσι διατάσσει τό πάθος. Τά ξέρουν αὐτά ὅλοι οἱ πολιτικοί καί κοινωνικοί ἡγέτες μεγάλης ὁλκῆς. Δέν ἔχουν ποτέ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγωνιστική ἀξία τῶν ὀπαδῶν τους, ἐκείνων, πού δουλεύουν στόν ποδόγυρο!   Μά αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά τίς ἀνώτερες ἐπιδιώξεις. Ἀκόμα καί γιά τήν ἱκανοποίησι ἐγωϊστικῶν βλέψεων στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, ἡ πεῖρα δείχνει, πώς ἡ σεξουαλική ἀσυδοσία ἀσκεῖ μιά ἐνέργεια πού παραλύει τίς δυνάμεις, κόβει τή θέλησι, λιγοστεύει τήν ἀντοχή, προετοιμάζει τήν ἄβουλη παράδοσι στήν ἧττα. Στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, ὁ ἄνθρωπος πού ζῆ ἀσύδοτα στό σεξουαλικό τομέα ἔχει νά παλέψη μέ ἕνα παραπάνω ἀντίπαλο, τόν ὁποῖο δέν τόν ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐγκρατείας καί τῆς αὐτοκυριαρχίας. Ὁ ἀντίπαλος αὐτός δουλεύει ἀπό μέσα. Εἶναι ἕνα εἶδος πέμπτης φάλαγγας. Κόβει τή μαχητικότητα. Παραλύει τό ἀγωνιστικό νεῦρο.   Παράξενο δέν εἶναι, ὕστερα ἀπό αὐτά, πώς ἡ σεξουαλική ἀσυδοσία προετοιμάζει καί τό κατρακύλισμα ὥς τήν ἐγκληματικότητα, πώς χαλάρωσι τῶν ἠθῶν ἀπό σεξουαλική ἄποψι καί ἐγκληματικότητα πήγαιναν, πηγαίνουν καί θά πηγαίνουν πάντα πλάι-πλάι σάν μονοιασμένες ὁμογάλακτες ἀδελφές. Cherchez la femme, σέ κάθε σχεδόν ἔγκλημα! Τό ξέρουμε ὅλοι αὐτό! Δέν εἶναι μόνο τά ἐγκλήματα πού ἄμεση αἰτία ἔχουν τήν ἄνομη σεξουαλική σχέσι, τά ἐγκλήματα τῶν ἠθῶν. Πίσω ἀπό κάθε ἔγκλημα —πολύ λιγοστές οἱ ἐξαιρέσεις— εἶναι κάποιος ἀνομολόγητος ἠθικός αὐτουργός, πού παρακίνησε, πλάνεψε, ἔβαλε φίμωτρο στή φωνή τῆς συνειδήσεως, ἔπνιξε τό δισταγμό, ἔδωσε τήν ὀλέθρια ἔκβασι στήν ἐσωτερική πάλη, ἔγινε ἡ ἀποφασιστική αἰτία γιά νά διαπραχθῆ τό ἔγκλημα. Κι αὐτός ὁ ἠθικός αὐτουργός εἶναι πάλι τό σεξουαλικό μεθύσι. Ζήλεια, ἀνάγκη γιά κοινωνικό ἀνέβασμα πού θά γίνη τό βάθρο γιά τήν ἐρωτική κατάκτησι, πρίν ἀπ᾽ ὅλα, ὅμως, ἀνάγκη γιά λεφτά, λεφτά πολλά, πού τά χρειάζεται ἡ φαγάνα τοῦ ἐλεύθερου ἔρωτα…   Γιατί δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε καί τήν οἰκονομική ὑποδούλωσι, τήν ὁποία φέρνει ἡ σεξουαλική ἀντιφυσιολογική ἐπιδίωξι “ἱκανοποιήσεως” ἔξω ἀπό τό γάμο. Ἀρνητική καί θετική, ἐλάττωσι τῆς παραγωγικῆς ἱκανότητος, τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, μά καί θετική, σπατάλη, πολλές φορές ἀλόγιστη, πού ὁδηγεῖ… μά τί χρειάζονται τά λόγια γι᾽ αὐτά πού ξέρουμε ὅλοι μας; Περιουσίες πού ἐξανεμίζονται, πάμπλουτοι πού πεινοῦν… γεμάτη ἡ κοινωνία μας ἀπό ἀσώτους τῆς παραβολῆς, χωρίς, ὅμως, πάντα νά ὑπάρχουν καί τά “κεράτια”, τά ξυλοκέρατα τῶν χοίρων, γιά νά πάρη κάτι κι ὁ ἄσωτος. Καί γι᾽ αὐτό, ἀντί γιά τά ξυλοκέρατα ἔχουμε τό ἔγκλημα, τήν ἀτιμία, τήν αὐτοκτονία ἀκόμα!   Σ᾽ αὐτό βοηθάει καί τό γεγονός, ὅτι ἡ σεξουαλική ἀσυδοσία, πού γίνεται πάθος, φέρνει μαζί της, ἀργά ἤ γρήγορα, καί τούς συντρόφους της. Ὅλα τ᾽ ἄλλα πάθη, πού ξεσχίζουν τήν προσωπικότητα, ξεκουρελιάζουν τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, καί θάβουν κάθε ἐλπίδα προκοπῆς στό ἄτομο καί στήν κοινωνία, βρίσκουν πάντα σάν σύντροφο βολικό καί ταιριαστό τό γενετήσιο πάθος. Θές ἀλκοολισμός, θές χαρτοπαίγνιο, θές σπατάλη, θές ἀκόμα καί κάθε λογῆς ἀσωτεία, πού εἶναι σύντροφος τῆς “κατ᾽ ἐξοχήν” ἀσωτείας. Ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὅπου βασιλεύει ἡ ἐγκράτεια κι ἡ αὐτοκυριαρχία στό γενετήσιο ἔνστικτο, ὅπου ὁ ποδόγυρος κι ἡ μοιραία γυναῖκα (ἤ, ἀντίστοιχα, ὁ μοιραῖος ἄνδρας) δέν ἔχει πέρασι, ἐκεῖ ἐμφανίζονται, βέβαια, καμμιά φορά τά ἄλλα πάθη, μά, πῶς τό θέλετε, ἀδυνατισμένα, ἔξω ἀπό τό περιβάλλον τους, ἀπό τό ἔδαφος ὅπου θά μπορέσουν ν᾽ ἀνθίσουν, “dépaysés”. Δέν εἶναι μόνο πού εἶναι τύραννος ἡ σεξουαλική ἀσυδοσία. Εἶναι πού κουβαλάει μαζί της καί κάθε λογῆς ἄλλη τυραννίδα. Γιά νά κάνη τό θῦμα της δοῦλο. Δοῦλο μέ τήν πιό ὁλοκληρωμένη ἔννοια τοῦ ὅρου.   Καί αὐτό εἶναι τό καιριότερο σημεῖο στό θέμα μας. Ἀντιφυσιολογική, ἄρρωστη, ἔκφυλη καθώς εἶναι ἡ ζωή τῆς ἀσύδοτης σεξουαλικῆς “ἱκανοποιήσεως”, ἡ ζωή τῆς πορνείας, κτυπᾶ κατ᾽ εὐθεῖαν ὅ,τι εἶναι πιό οὐσιῶδες στήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, ὅ,τι κάνει τόν ἄνθρωπο στ᾽ ἀλήθεια ἄνθρωπο. Τήν ἐλευθερία…   “Πῶς, ἔφη, ὦ Σοφόκλεις, ἔχεις πρός τ᾽ ἀφροδίσια;… Εὐφήμει (: μίλα καλά), ἔφη ὦ ἄνθρωπε· ἀσμεναίτατα (: μέ πολλή εὐχαρίστησι) μέντοι αὐτό ἀπέφυγον, ὥσπερ λυσσῶντά τινα καί ἄγριον δεσπότην ἀποφυγών (: ἀποφεύγοντας)… Ἐπειδάν αἱ ἐπιθυμίαι παύσωνται κατατείνουσαι καί χαλάσωσι (: παύσουν νά πιέζουν καί ὑποχωρήσουν), παντάπασι τό τοῦ Σοφοκλέους γίγνεται (: γίνεται αὐτό τό ὁποῖο θέλει ὁ Σ.)· δεσποτῶν πολλῶν ἐστι καί μαινομένων (: τρελλῶν) ἀπηλλάχθαι (: ἔχεις ἀπαλλαγῆ)…”.   Δέν ἀντιγράφω ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἀπό τόν Πλάτωνα ἀντιγράφω (ἀπό τό πρῶτο βιβλίο τῆς “Πολιτείας”) καί νομίζω πώς οὔτε ὁ πιό σουρρεαλιστής στή Θεολογία δέν θά πῆ, πώς ὁ Πλάτωνας ἤ ὁ Σοφοκλῆς εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Μά ὁ Πλάτωνας ἤ ὁ Σοφοκλῆς ἤ ὁ Σωκράτης ἤ μᾶλλον καί οἱ τρεῖς, εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν πραγματικότητα, πού βοᾶ γιά τά θύματα τῆς φοβερῆς αὐτῆς δουλείας, ὅπως βοᾶ σήμερα, περισσότερο ἀπό ἄλλοτε. Γιά τίς χαμένες καριέρες, γιά τά ὄνειρα πού ἔσβησαν, γιά τά σπίτια τά ὁποῖα γκρέμισαν, γιά τούς πολέμους πού ἔγιναν ἤ πού χάθηκαν, γιά τίς θυσίες καί τίς ἑκατόμβες πού πῆγαν χαμένες, γιατί σέ τούτη ἤ σ᾽ ἐκείνη τή στιγμή σέ τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τό πρόσωπο, μπῆκε στή μέση ὁ δοῦλος, καί τά ἔκανε… ὅπως τόν διέταξε ὁ ἀφέντης του, τό πάθος!   Καί εἶναι τούτη ἡ δουλεία, τόσο περισσότερο τραγική, ὅσο ἡ δύναμί της μπαίνει κι ἐκεῖ, ὅπου κάθε ἄλλη δουλεία σταματᾶ. Στό ἐσώτερο τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Ὁ κάθε ἄλλος τύραννος, ἐξουσιάζει τό σῶμα. Τοῦτος ὁ τύραννος παραλύει τῆς ψυχῆς τή δύναμι, σιδεροδένει τό πνεῦμα, τό κάνει κι αὐτό δοῦλο κι ἀδύναμο γιά κάθε ἀνέβασμα. Ὅσο ἡ δουλεία αὐτή ὑπάρχει, μάταια κι ἀνώφελη κάθε προσπάθεια γιά πνευματική ἀνύψωσι τοῦ ἀνθρώπου. Ἄβατη στοῦ πνεύματος τήν ἐνέργεια εἶναι ἡ περιοχή ὅπου κυριαρχεῖ τούτη ἡ δουλεία. Καί κάθε προσπάθεια γιά τόν πνευματικό Λυτρωμό, ἄν δέν θέλη νά εἶναι καθαρή ματαιοπονία, μέ τήν ἀπελευθέρωσι τῆς ψυχῆς ἀπό τούτη τή δουλεία θά κάνη τήν ἀρχή. Μόνο μέ τέτοια ἀρχή μπορεῖ νά ἐξασφαλισθῆ συνέχεια, ἀντοχή, διάρκεια σέ κάθε ἀληθινά πνευματική προσπάθεια.   Νά γιατί ὁ Χριστιανισμός, εὐθύς ἀπό τήν πρώτη του ἐμφάνισι, ὄχι μόνο ἔδωσε τό κῦρος του στό πανανθρώπινο αἴτημα τῆς γενετήσιας σωφροσύνης, μά καί τή θέσι πού χρειαζόταν στόν ἀγῶνα γιά τήν ἄρτια χριστιανική προσωπικότητα. Χριστιανισμός καί ἐλευθερία εἶναι ἀχώριστα. Ὁ Χριστιανισμός ζητᾶ τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή ἀνθρώπων ἐλεύθερων, καί ἐλεύθερων ἀπό τήν ἐσωτερική ἀκριβῶς αὐτή δουλεία. Τήν ἄλλη, τήν ἐξωτερική δουλεία, δέν τή φοβᾶται ὁ Χριστιανισμός. Συνηθισμένος εἶναι νά παλεύη μαζί της καί νά γιγαντώνεται ἀπό τήν πάλη. Μά ἡ ἐσωτερική σκλαβιά εἶναι ἐμπόδιο, πού πρέπει νά φύγη, γιά νά μπορέση νά μπῆ μέσα στόν ἄνθρωπο τό χριστιανικό φῶς. Ὅσο τό ἐμπόδιο αὐτό ὑπάρχει, δέν μπορεῖ νά γίνη λόγος γιά χριστιανική πνευματική δημιουργία. Ὅσο ἡ ψυχή εἶναι δούλη στό πάθος, ὁ κήρυκας τοῦ χριστιανικοῦ Λυτρωμοῦ ματαιοπονεῖ. Θά τολμήσω νά πῶ, ματαιοπονεῖ κι αὐτός ὁ θεῖος Λυτρωτής, κτυπώντας τῆς ψυχῆς τήν πόρτα!   Νά γιατί ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἀλύγιστος κι ἀδιάλλακτος στό ζήτημα τῆς γενετήσιας ἠθικῆς. Ἡ ἀδιαλλαξία του εἶναι ἡ φυσική, αὐτονόητη, ἀπαραίτητη ἀδιαλλαξία τοῦ ἐλευθερωτῆ, πού δέν ἀνέχεται κανένα συμβιβασμό μέ τῆς σκλαβιᾶς τά δεσμά! —Μά εἶναι δυνατή, εἶναι ἐφαρμόσιμη ἡ γενετήσια αὐτή ἠθική, μάλιστα, στόν αἰῶνα μας καί τήν κοινωνία μας; Πολλοί σπεύδουν νά δώσουν ἀρνητική ἀπάντησι στό ἐρώτημα τοῦτο. Καί ἴσως νάχουν κάποιο δίκιο. Ἤ μᾶλλον, ἀσφαλῶς ἔχουν δίκιο… μέ ὁρισμένες προϋποθέσεις… Ἡ γενετήσια ἠθική εἶναι ἠθική αὐτοκυριαρχίας. Καί ἡ αὐτοκυριαρχία αὐτή, σ᾽ ἕνα τέτοιο τομέα σάν τό σεξουαλικό, εἶναι δυνατή μόνο μέσα στό πλαίσιο μιᾶς ἀνώτερης πνευματικῆς ζωῆς. Ἔξω ἀπό αὐτήν δέν εἶναι, βέβαια, δυνατή. Δέν εἶναι δυνατή ἡ γενετήσια αὐτοκυριαρχία, ὅταν τή ζωή δέν τήν βλέπης μέ εἰλικρίνεια, ὅταν δέν ξεκαθαρίζης ἄν θά ζήσης σάν πνευματικός ἄνθρωπος ἤ σάν σαρκίο, ὅταν κάθε σαρκολατρική κατωτερότητα τή θέλης νά τήν καμουφλάρης σάν “ἰδεολογία”, σάν ὑποταγή στήν “ἐπιστήμη”, κτίζοντας τή ζωή σου πάνω στήν ψευτιά. Δέν εἶναι δυνατή ἡ γενετήσια αὐτοκυριαρχία, ὅταν δέν ἔχουμε μέσα μας ξεκαθαρίσει τί εἶναι ἐλευθερία, σάν προϋπόθεσι μιᾶς ζωῆς ἀνθρώπινης στ᾽ ἀλήθεια καί φυσιολογικῆς. Ὅτι ἐλευθερία θά πῆ ἐσύ νά εἶσαι ἐλεύθερος ἀπέναντι στά ἔνστικτα, ὄχι τά ἔνστικτα νά εἶναι ἐλεύθερα νά σέ ὁδηγοῦν ὅπου θέλουν, ἤ μᾶλλον, ὅπου οὔτε αὐτά τά ἴδια θέλουν, σέ κάτι πού εἶναι ξένο πρός τόν προορισμό τους. Δέν εἶναι δυνατή ἡ αὐτοκυριαρχία, ὅταν δέν τήν ζητᾶμε στά σοβαρά, μέ συνέπεια, κτυπώντας ἀλύπητα σάν ἐχθρό μας —σάν τόν χειρότερο ἐχθρό μας— κάθε τι πού μᾶς ἐμποδίζει στήν αὐτοκυριαρχία αὐτή. Δέν εἶναι δυνατή ἡ ἠθική τῆς αὐτοκυριαρχίας, ὅταν τή ζητᾶμε ἔξω ἀπό τό πεδίο, ὅπου μπορεῖ νά ἐκδηλωθῆ. Ἡ ἠθική τῆς αὐτοκυριαρχίας στήν ὁλοκλήρωσί της εἶναι χριστιανική ἠθική. Καί ὁ χριστιανισμός δέν εἶναι δειγματολόγιο ἠθικῶν ἀρχῶν, νά διαλέξης ὅποια θέλεις. Εἶναι ἕνα ἑνιαῖο, ἀδιάσπαστο, ἀδιαίρετο σύστημα ζωῆς. Ἤ τό δέχεσαι, ἤ τό ἀπορρίπτεις. Μέ ὅλες τίς συνέπειες καί στή μιά περίπτωσι καί στήν ἄλλη. Ἄν, ὅμως, τό ἄτομο, ὁ νέος, ἡ νέα, μπῆ ὁλοκληρωτικά, εἰλικρινά, μέ συνέπεια μέσα στό χριστιανικό κανόνα ζωῆς; Τότε… τότε ἡ νίκη στήν πάλη μέ ὅ,τι κατώτερο μέσα μας δέν εἶναι ἁπλῶς “δυνατή”. Εἶναι πραγματικότητα. Στόν πνευματικό στίβο ὁ ἀγῶνας εἶναι νίκη. Ὁ ἀγωνιστής τῆς ἐλευθερίας, τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, καί μόνο μέ τό νά εἶναι ἀγωνιστής, εἶναι νικητής. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τή γενετήσια ἐλευθερία, στήν πνευματική της πλευρά. Ὅσο γιά τή σωματική, τή φυσιολογική πλευρά, ὁ πνευματικός ἀγωνιστής —ὁ νικητής πού νίκησε στό σπουδαιότερο τομέα, τόν πνευματικό—, ἄς ξέρη καί τοῦτο: Ὁ Χριστιανισμός δέν δίνει μόνο ἐντολές. Δίνει δύναμι. Καί ἡ δύναμι αὐτή κάνει καί τό γενετήσιο ἔνστικτο, δύναμι ἅγια καί δημιουργική. Ὄχι ἀνταγωνιστή, παρά σύμμαχο καί βοηθό τοῦ ἀνθρώπου, ἐνισχυτή καί ὁδηγητή του μέσα στή ζωή τῆς χριστιανικῆς δημιουργίας, μέσα στό χριστιανικό γάμο, μέσα στή χριστιανική οἰκογένεια. Ὅπως καί σ᾽ ἄλλους τομεῖς, ἔτσι κι ἐδῶ, ἡ χριστιανική ἠθική ἑνώνει τό φυσιολογικό μέ τό ὑπερφυσικό, ἐναρμονίζει τό βιολογικό μέ τό πνευματικό, τήν ἐντολή μέ τό φυσιολογικά σκόπιμο, τό παράγγελμα μέ τή δύναμι γιά τήν ἐκτέλεσί του. Καί ἄν σήμερα, σέ τοῦτο τόν … αἰῶνα, ζοῦμε ἀκόμα σάν ἄνθρωποι ὁμαλοί, σάν κοινωνία κάπως ἀκόμα ἀνθρώπινη, σάν βιολογικοί ὀργανισμοί ὄχι ἀκόμα ἐκφυλισμένοι, ἄν ὑπάρχουμε ἀκόμα σάν κάποιος πολιτισμός, ἄν δέν πέσαμε ἀκόμα ἀπό τά πλάνα ὀνειροπολήματα ἐξωχριστιανικῶν “ὑπερανθρώπων” στήν πραγματικότητα τοῦ ὑποκτήνους, αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα, αἰῶνες τώρα καί γενεῶν γενεές, τή δοκίμασε τή θεία αὐτή δύναμι καί τή νιώθει ἀκόμα νά ἐνεργῆ πάνω της, πάνω στήν ἐκλεκτότερη μερίδα της.   Ὀφείλεται στό ὅτι ἡ χριστιανική ἠθική, καί στόν τομέα τῆς γενετήσιας δημιουργικῆς λειτουργίας, δέν εἶναι μόνο δυνατότητα. Εἶναι πραγματικότητα.   Ὅπως πραγματικότητα εἶναι ἡ ζωή. Ἡ καθαρή, ἀνώτερη, πνευματικά κυβερνημένη ζωή. Ἡ ζωή, πού εἶναι ἡ μόνη ἄξια καί φυσιολογική γιά τόν ἄνθρωπο!»   Γράφει, ἐπίσης, ὁ π. Χαραλάμπης Βασιλόπουλος γιά τόν π. Βενέδικτο Πετράκη: «Ἡ ἀπήχησι τοῦ κηρύγματός του τράβηξε ἀπ᾽ τά καταγώγια καί τήν πασίγνωστη στό Ἀγρίνιο Κούλα. Αὐτή μετανόησε, ἐξομολογήθηκε καί ἄφησε ὁριστικά τό βίο τῆς ἁμαρτίας. Ἀφιερώθηκε στό Θεό, γιά νά σώση τήν ψυχή της. Γιά νά φιλοσοφῆ, μάλιστα, πάνω στή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων καί νά δαμάση τή σάρκα, πῆγε κι ἔμεινε μέσα στό Νεκροταφεῖο. Ὑπῆρχε ἕνα δωμάτιο, στό ὁποῖο ἔβαζαν οἱ νεκροθάπτες τίς ἀξίνες καί τά φτυάρια τους. Αἴ, λοιπόν! Ἐκεῖ μέσα ἐγκαταστάθηκε καί περιποιόταν τούς τάφους τῶν νεκρῶν. Ἡ Κούλα εἶχε καί μία ἀνεψιά, πού ἔμενε στό χωριό Καλύβια. Αὐτή εἶχε ὀμορφιά ἐξαιρετική. Γι᾽ αὐτό τή συμβούλευε συχνά ἡ θεία της: “Πρόσεξε, παιδί μου, τήν ἁγνότητά σου, νά μήν πέσης ἐκεῖ ὅπου ἔπεσα ἐγώ. Καλύτερα νά πεθάνης, παρά νά χάσης τήν τιμή σου, διότι ῾ἡ τιμή τιμή δέν ἔχει καί χαρά στον πού τήν ἔχει᾽. Εἶναι ὁ μεγαλύτερος θησαυρός σου”. Στήν εἰκοσιτετράχρονη αὐτή κοπέλλα παρουσιάσθηκε ἕνας μεγάλος πειρασμός. Ἕνας γείτονάς της τήν ἐνοχλοῦσε ἐπίμονα. Ἀλλ᾽ αὐτή τόν ἀπέκρουε. Κάποτε τῆς εἶπε: —Ἄν δέν ὑποκύψης, θά σέ σκοτώσω. —Θά δοῦμε ποιός θά σκοτώση τόν ἄλλο, τοῦ εἶπε ἡ νέα. Δέν ἔλεγε, ὅμως, τίποτε στούς δικούς της, γιά νά μή γίνη φονικό. Κάποια μέρα κατά τήν ὁποία περνοῦσε ἀπό ἕνα ἐρημικό μέρος ἡ κοπέλλα, τῆς ἐπιτέθηκε ὁ κακός ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Πιάσθηκαν στά χέρια. Ἔγινε πάλη σκληρή καί πολύωρη. Κι ἐπειδή δέν ἐκάμπτετο, ἄρχισε ἐκεῖνος νά τή κτυπᾶ μέ μαχαίρι. Τίς ἔδωσε εἴκοσι τρεῖς μαχαιριές καί μία ἀπό πίσω. Συνολικά 24 (ὅσα χρόνια εἶχε). Καί, ὅμως, ἡ νέα ἀντιστεκόταν. Τελικά τήν ἔσφαξε σάν τό πρόβατο. Ὅταν πῆγαν οἱ δημοσιογράφοι, οἱ ἀστυνομικοί καί οἱ δικαστικοί καί τήν βρῆκαν σφαγμένη καί μέ τόσες μαχαιριές, ἀλλά μέ σφιγμένα τά πόδια, ἔπεσαν καί τῆς φίλησαν τά πόδια. Ἐπρόκειτο περί μάρτυρος καί, μάλιστα, Παρθενομάρτυρος! Στά σαράντα, μ᾽ ἔστειλε ὁ π. Βενέδικτος γιά τό μνημόσυνό της. Βρέθηκα μπροστά σέ μία λαοθάλασσα. Συγκεντρώθηκαν ὅλοι αὐτοί ἀπ᾽ τό Ἀγρίνιο καί τά γύρω χωριά, γιά νά τιμήσουν τή νέα Παρθενομάρτυρα. Ὁ φονιᾶς ἐννοεῖται καταδικάσθηκε σέ θάνατο κι ἐκτελέσθηκε. Γιά ν᾽ ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅσους τόν δέχονται, τούς ἀνεβάζει σέ ὕψη ἁγιότητος, στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, τούς δέ ἄλλους πού τόν περιφρονοῦν, τούς κατεβάζει μέχρις Ἅδου κατωτάτου» Καί θά κλείσουμε τήν ἑνότητα αὐτή μέ τίς θαυμάσιες σκέψεις τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου —ἀπάντησι στούς “θεολογοῦντες” πού διακηρύσσουν ὅτι οἱ ἀπό ἀγάπη**,** καί ὄχι μέ χρηματικά ἀνταλλάγματα**,** σχέσεις δυό προσώπων ἐκτός γάμου δέν ἀποτελοῦν πορνεία ἤ μοιχεία. Τονίζει μεταξύ ἄλλων: «Ἄς δοῦμε ἄν οἱ “νεονικολαϊτικές” θεωρίες, ὅτι δηλ. τό Εὐαγγέλιο ἀπαγορεύει μόνο τίς “μέ χρηματικά ἀνταλλάγματα” σαρκικές σχέσεις, εἶναι δυνατόν νά βροῦν κάποιο στήριγμα στήν Καινή Διαθήκη. Θά βεβαιωθοῦμε ὅτι καί στήν Καινή Διαθήκη πορνεία εἶναι ἡ ἐκτός γάμου σχέσι, ἀδιαφόρως ἄν αὐτή γίνεται μέ χρήματα ἤ… “ἀπό ἀγάπη”. Ρωτᾶμε ὅσους φρονοῦν τό ἀντίθετο: Πῶς ἑρμηνεύουν τό λόγο τοῦ Κυρίου “ὅς ἄν ἀπολύσῃ [: ὅποιος διώξη] τήν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτήν μοιχᾶσθαι”(Μθ 5, 32); Βεβαίως, ἐδῶ ἡ λέξι δηλώνει τή μοιχεία (… μερικές φορές χρησιμοποιεῖται καί μέ ἔννοια γενική καί καθολική)· ἀλλά ἐκεῖνο πού ἔχει βαρύνουσα σημασία εἶναι ὅτι μέ τή λέξι πορνεία χαρακτηρίζεται ἡ παράνομη σαρκική μεῖξι ἀσχέτως ἄν γίνεται μέ χρήματα ἤ ὄχι. Σέ ἀντίθετη περίπτωσι, ἄν δηλ. ἡ λέξι πορνεία ἐννοῆ ἀναγκαστικά καί ἀποκλειστικά τήν μέ ἀμοιβή σχέσι καί δέν ἀναφέρεται καί στή σχέσι “ἀπό ἀγάπη”, τότε θά καταλήξουμε σέ συμπέρασμα πραγματικά τερατῶδες. Νά ποιό εἶναι αὐτό: Ὁ Κύριος ἐπιτρέπει τό διαζύγιο γιά ἀθέτησι τῆς συζυγικῆς πίστεως, ἀλλά ὑπό ἕνα ἀπαράβατο ὅρο: Ὅτι ἡ ἄπιστη σύζυγος πῆρε χρήματα ἀπό ἐκεῖνο μέ τόν ὁποῖο συνῆψε σχέσεις. Ἄν δέν πῆρε χρήματα, ἄν ἔκανε ὅ,τι ἔκανε “ἀπό ἀγάπη” πρός τό “φίλο” της, τότε δέν ἔχουμε πορνεία. Ἄρα δέν ἐκπληρώνεται ὁ ρητός ὅρος τοῦ Κυρίου καί ἀποκλείεται τό διαζύγιο. Μ᾽ ἄλλα λόγια, ὁ ἀδικούμενος σύζυγος πρέπει νά συνεχίζη ὑποχρεωτικά τή συζυγία του μέ τή μοιχαλίδα, ἀνεχόμενος καί αὐτήν καί τίς ἀπιστίες της, ἀφοῦ αὐτές δέν ἔχουν σάν κίνητρο τά χρήματα, ἀλλά μόνο τήν… “ἀγάπη”!!! Ὅπου δέν μεσολαβοῦν χρήματα, δέν ὑπάρχει πορνεία. Καί ὅπου δέν ὑπάρχει πορνεία, δέν ἐπιτρέπεται, κατά τούς λόγους τοῦ Κυρίου, τό διαζύγιο! Συμφωνεῖτε, ἀδελφοί; Ἐκεῖ ὁδηγοῦν κατευθεῖαν καί μέ ἀσφάλεια οἱ θεωρίες σας, ὅτι ἡ πορνεία σημαίνει μόνο καί ἀποκλειστικά τήν μέ χρήματα σχέσι… Ἐπίσης ρωτᾶμε: Πῶς ἐρμηνεύουν, ὅσοι διδάσκουν τέτοιες θεωρίες, τό χωρίο τοῦ Παύλου Α´ Κορ 5, 1 κ.ἑ.; Νά τί λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: “Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καί τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδέ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρός ἔχειν [: ὥστε νά συζῆ κάποιος μέ τήν μητρυιά του]”. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ἐπισκεπτόταν τά πορνεῖα· ἁπλῶς συζοῦσε μέ τή μητρυιά του. Καί προφανῶς ὁ δεσμός του ἦταν “ἀπό ἀγάπη”. Δέν συζῆ κάποιος… πληρώνοντας! Γιά τόν Παῦλο, ὅμως, ἡ ἀθέμιτη αὐτή συζυγία ἦταν πορνεία! Ποιά ἄλλη ἀπόδειξι χρειάζεται γιά τό ὅτι πορνεία δέν χαρακτηρίζεται ἡ μέ χρήματα μεῖξι, ἀλλά κάθε σαρκική συνάφεια ἐκτός νομίμου γάμου; Σαφέστατο εἶναι καί τό ἐδάφιο Α´ Κορ 7, 8-9: “Λέγω δέ τοῖς ἀγάμοις καί ταῖς χήραις, καλόν αὐτοῖς ἐστιν ἐάν μείνωσιν ὡς κἀγώ. Εἰ δέ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν [: ἄς ἔλθουν σέ κοινωνία γάμου]· κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἤ πυροῦσθαι [: καλύτερα νά παντρευθοῦν παρά νά φουντώνουν ἀπό σαρκικές ἐπιθυμίες]”. Ἐπιθυμεῖ ὁ μέγας Ἀπόστολος τήν ἰσόβια ἀγαμία γιά ὅλους τούς ἀγάμους. Δέν ἀγνοεῖ, ὅμως, ὅτι ἡ ἀγαμία εἶναι μέν ἀνώτερη, ἀλλά ὄχι καί εὔκολη ὁδός. Γι᾽ αὐτό καί προσθέτει: “Εἰ δέ οὐκ ἐγρατεύονται, γαμησάτωσαν”. Δηλ.: Ἐάν δέν μποροῦν νά ἐπιβληθοῦν στίς ὁρμές τῆς σαρκός, ἄς ἔρχονται σέ κοινωνία γάμου. Μοναδική διέξοδος εἶναι μέ τό γάμο. “Μονόδρομος”. Ἄλλη διέξοδος δέν ὑπάρχει. Ἤ ἀγαμία, λοιπόν, γιά ὅσους μποροῦν νά ἐγκρατευθοῦν, ἤ γάμος γιά ὅσους δέν μποροῦν. Οὔτε διανοεῖται ὁ Παῦλος τήν εὔκολη “λύσι” τῶν “ἀπό ἀγάπη” σχέσεων γιά ὅσους δέν ἐγκρατεύονται. Τό δίλημμα τό ὁποῖο θέτει εἶναι ἄτεγκτο: Ἐγκρατεύεσαι; Μεῖνε ἄγαμος! Δέν ἐγκρατεύεσαι; “Παντρέψου”! Αύτά λέει ὁ Παῦλος ἤ μᾶλλον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διά τοῦ Παύλου. Κάθε ἄλλη “λύσι” εἶναι “νεονικολαϊτικό” ἐπινόημα… Ἐρχόμασθε καί στό χωρίο Α´ Κορ 7, 27-28: “Δέδεσαι γυναικί; Μή ζήτει λύσιν. Λέλυσαι ἀπό γυναικός; Μή ζήτει γυναῖκα. Ἐάν δέ καί γήμῃς [: παντρευθῆς], οὐχ ἥμαρτες”. Μία σχέσι βλέπει ὁ Παῦλος ἀναμάρτητη: Τή σχέσι μέσα στό γάμο! Ἐάν εἶσαι ἄγαμος, λέει, μεῖνε ὅπως εἶσαι· μή ζητᾶς γυναῖκα. Ἀπόφυγε τό γάμο καί ζῆσε παρθενικά. Ἀλλά ὁ Παῦλος δέν σταματᾶ ἐδῶ. Γνωρίζει ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης κατέχονται ἀπό “ἐνθουσιαστικές τάσεις”· γνωρίζει ἀκόμη ὅτι ἐπίκειται ἡ ἐμφάνισι αἱρετικῶν πού διδάσκουν ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἀκάθαρτος, εἶναι ἁμαρτία καί γι᾽ αὐτό οἱ πιστοί πρέπει νά τόν ἀποφεύγουν (Α´ Τιμ 4, 3). Φοβούμενος, λοιπόν, μήπως παρεξηγηθοῦν οἱ λόγοι του αὐτοί ὅτι νομοθετοῦν ὑποχρεωτικά τήν ἰσόβια παρθενία, ὅτι κηρύσσουν τό γάμο ἀκάθαρτο, προσθέτει τά ὅσα εἴδαμε παραπάνω: “Εάν δέ καί γήμῃς [: ἔλθης σέ γάμο], οὐχ ἥμαρτες”. Δέν εἶναι ἀμαρτία ὁ γάμος. Ἐάν δέν θέλης νά μείνης ὅπως εἶσαι, δηλ. ἄγαμος, ἀλλά θέλης νά νυμφευθῆς, αὐτό εἶναι δικαίωμά σου. Ἤ μεῖνε ἄγαμος, λοιπόν, ἤ νυμφεύσου. Ἕνα ἀπό τά δύο. Οὔτε ὁ ἐλάχιστος ὑπαινιγμός γιά σχέσεις “ἀπό ἀγάπη” ἔξω ἀπό τό γάμο. Ὁ Παῦλος γνωρίζει ὡς καταστάσεις ἐκτός ἁμαρτίας μόνο τήν μέ ἁγνότητα ἀγαμία καί τό νόμιμο γάμο. Εἶναι χαρακτηριστική καί ἡ ἀμέσως ἐν συνεχείᾳ φράσι του: “καί ἐάν γήμῃ ἡ παρθένος, οὐχ ἥμαρτε”. Μέγα καί ὑψηλό πρᾶγμα ἡ ἰσόβια παρθενία. Δέν εἶναι, ὅμως, ἁμαρτία, λέει ὁ Ἀπόστολος, νά ἔλθη σέ γάμο ἡ παρθένος (ἐννοεῖται ἐκείνη πού δέν ἀφιερώθηκε στό Θεό). Τονίζουμε: Ἡ παρθένος! Δέν λέει ἀπλῶς “ἡ γυναῖκα”, ἀλλά “ἡ παρθένος”. Θεωρεῖ αὐτονόητο ὁ Παῦλος ὅτι εἶναι παρθένος ἡ χριστιανή γυναῖκα πού ἔρχεται σέ κοινωνία γάμου (ἐκτός βεβαίως ἐάν εἶναι χήρα ἤ ἄν προηγουμένως ζοῦσε μακρυά ἀπό τό Χριστό). Ποῦ εἶναι, λοιπόν, οἱ πρίν ἀπό τό γάμο “προχωρημένοι δεσμοί”; Ποῦ εἶναι οἱ “ἀπό ἀγάπη” προγαμιαῖες σχέσεις; Πῶς θά ἦταν δυνατόν δέ νά μή μιλᾶ γιά “παρθένο” γυναῖκα ὁ Παῦλος, πῶς θά ἦταν νοητόν νά μήν ἀπαιτῆται παρθενία πρίν ἀπό τό γάμο στήν Καινή Διαθήκη, ἡ ὁποία μᾶς καλεῖ σέ ἰσάγγελη πολιτεία, σέ οὐράνια ζωή, ὅταν καί στήν ἴδια τήν Παλαιά Διαθήκη, πού καί τήν πολυγαμία ἐπέτρεπε καί τά εὔκολα διαζύγια ἀνεχόταν, νομοθετῆται ἀμείλικτα ἡ ὑποχρέωσι τῆς γυναίκας νά βρεθῆ παρθένος κατά τό γάμο της μέ ποινή λιθοβολισμοῦ της; “… Ἐάν δέ ἐπ᾽ ἀληθείας γένηται ὁ λόγος οὗτος (δηλ. ἡ κατηγορία τοῦ συζύγου) καί μή εὑρεθῇ παρθένια [: ἀποδεικτικά στοιχεῖα τῆς παρθενίας] τῇ νεάνιδι, καί ἐξάξουσι τήν νεᾶνιν ἐπί τάς θύρας τοῦ οἴκου τοῦ πατρός αὐτῆς καί λιθοβολήσουσιν αὐτήν ἐν λίθοις, καί ἀποθανεῖται, ὅτι ἐποίησεν ἀφροσύνην ἐν υἱοῖς Ἰσραήλ ἐκπορνεῦσαι τόν οἶκον τοῦ πατρός αὐτῆς”(Δευ 22, 20-21). Ἀκοῦτε, ἀδελφοί; Ἀνώτερες καί ψηλότερες ἠθικές ἐπιταγές εἶχε ἡ Παλαιά Διαθήκη καί κατώτερες ἡ Καινή; Οἱ θυγατέρες τῶν Ἑβραίων ἔπρεπε νά ζοῦν παρθενικά μέχρι τό γάμο τους καί οἱ θυγατέρες τῶν χριστιανῶν, οἱ γυναῖκες τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν (ἔτσι καλεῖται ὁ Χριστιανισμός καί ἡ Ἐκκλησία ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο), εἶναι ἐλεύθερες νά ἔχουν προγαμιαῖες σχέσεις, ἀρκεῖ νά μήν παίρνουν γι᾽ αὐτές… χρήματα (!), ἀλλ᾽ ἁπλῶς νά ὁλοκληρώνουν μέ αὐτές τήν “ἀγάπη τους”; Ποῦ ὁδηγούμασθε μ᾽ αὐτές τίς νεονικολαϊτικές ἐπινοήσεις; Ὁδηγούμασθε ὄχι ἁπλῶς σέ “ἄθεσμο ἡδονή”, ἀλλά σέ ΑΤΥΠΟ ΠΟΛΥΓΑΜΙΑ! Διότι εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἄν ἐπιτρέπωνται οἱ “ἀπό ἀγάπη” σαρκικές σχέσεις, δέν ἐπιτρέπονται “ἐφ᾽ ἅπαξ” διά βίου. Ἄν δηλ. οἱ χριστιανές νέες διαφωνήσουν ἀργότερα μέ τό πρόσωπο τό ὁποῖο ἀγαποῦν σήμερα καί μέ τό ὁποῖο “ὁλοκληρώνουν τήν ἀγάπη τους”, δέν ἐμποδίζονται νά τό ἀντικαταστήσουν μέ ἄλλο. Ἐάν καί μ᾽ ἐκεῖνο διαφωνήσουν καί χωρισθοῦν, θά ἀναζητήσουν τήν “ἀγάπη” τρίτου, ἔπειτα τετάρτου, πέμπτου κ.ο.κ., μέχρις ὅτου “κάπου, κάποτε, μέ κάποιον” καταλήξουν σέ γάμο. Τά ἴδια βεβαίως θά κάνουν καί οἱ χριστιανοί νέοι. Ὅλα δέ αὐτά εἶναι ἀναμάρτητα (!!!), διότι γίνονται… “ἀπό ἀγάπη” καί ὄχι γιά χρήματα! Ὡραῖος Χριστιανισμός! “Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικά πλασμένος”… Ἄς ἐπισφραγίσουμε, ὅμως, τό ἄρθρο μας μέ προσφυγή στόν ἴδιο τόν Κύριό μας. Ἄς ἀκούσουμε τί διδάσκει Αὐτός γιά τίς σχέσεις ἐκτός γάμου. Νομοθετώντας τό ἀδιάλυτο τοῦ γάμου, παρεκτός λόγου πορνείας, ἀκούει τήν ἀντίδρασι-διαμαρτυρία τῶν μαθητῶν Του: “Εἰ οὕτως ἐστίν ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετά τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει γαμῆσαι”(Μθ 19, 10). Ἐάν τό διαζύγιο εἶναι τόσο δύσκολο, ἐάν γιά μία μόνο αἰτία μπορεῖ κάποιος νά διαζευχθῆ τή γυναῖκα του, τότε δέν συμφέρει νά ἔρχεται κάποιος σέ γάμο. Προτιμότερο εἶναι νά μένη ἄγαμος. Τί ἀπαντᾶ ὁ Κύριος σ᾽ αὐτά; Ὅτι πρέπει νά ἔρχεται κάποιος σέ γάμο γιά αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό λόγο, π.χ. γιά νά συντελέση στή διαιώνισι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους κ.τ.τ.; Ὄχι! Ἡ ἀπάντησί Του εἶναι κεραυνός: “Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον, ἀλλ᾽ οἷς δέδοται· εἰσί γάρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρός ἐγεννήθησαν οὕτω· καί εἰσιν εὐνοῦχοι, οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπό τῶν ἀνθρώπων, καί εἰσιν εὐνοῦχοι, οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω”(Μθ 19, 11-12). Δηλαδή, ὁ Κύριος παρουσιάζει τήν ἀγαμία ὡς “βουνό”. Ὡς πρᾶγμα μεγάλο, τεράστιο, δύσκολο, δυσχερές, δύσκολα κατορθωτό. Δέν εἶναι ἁπλό καί εὔκολο νά ἀποφύγη κάποιος τό γάμο, λέει. Ἡ ὁδός τῆς ἀγαμίας εἶναι δυσχερέστατη καί γι᾽ αὐτό εἶναι βατή μόνο σέ λίγους, σέ ἐλαχίστους. Ἡ αγαμία εἶναι “δῶρο” Θεοῦ, εἶναι εἰδικό χάρισμα τοῦ Οὐρανοῦ. Ἀλλά γιατί ὁ Κύριος μιλᾶ ἔτσι; Ποιά εἶναι ἡ δυσκολία τῆς ἀγαμίας, ὅταν ὑπάρχη σ᾽ αὐτήν ἡ δυνατότητα τόσο τῆς συναισθηματικῆς ἱκανοποιήσεως ὅσο καί τῆς αἰσθησιακῆς ἀπολαύσεως; Ὅταν, δηλαδή, μπορεῖ καί ὁ ἄγαμος νά συνδέεται μέ μιά γυναῖκα μέ δεσμούς ἀγάπης καί νά ἱκανοποιῆ μ᾽ αὐτήν ἐλεύθερα τή σαρκική του ἐπιθυμία; Ποῦ εἶναι τό δύσκολα κατορθωτό τῆς ἀγαμίας, ὅταν καί τό συναίσθημα ἱκανοποιεῖται μέ ἕνα “δεσμό”, ἄλλοτε ὀλιγοχρόνιο, ἄλλοτε μακροχρόνιο, μερικές φορές δέ καί μόνιμο, καί ἡ ἱκανοποίησι τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἐπιτρέπεται μέ μόνη προϋπόθεσι ὅτι ἡ ἱκανοποίησι αὐτή γίνεται “ἀπό ἀγάπη” καί ὄχι μέ χρήματα; Ποιός ἄνδρας ἤ ποιά γυναῖκα δέν μπορεῖ νά βρῆ καί νά ἐρωτευθῆ εἴτε μόνιμα εἴτε —κατ᾽ ἀνάγκην— διαδοχικά, ἕνα πρόσωπο καί ἔτσι νά δώση διέξοδο καί στίς ἀπαιτήσεις τοῦ συναισθήματος καί στά “οἰδήματα” τῆς σαρκός; Ποῦ ἔγκειται ἡ δυσκολία τῆς σέ ἀγαμία “ἐλεύθερης συμβιώσεως” ἑνός ζεύγους ἀλληλοαγαπωμένων προσώπων; Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀγαμία ὄχι μόνο δέν εἶναι δυσκολότερη ἀπό τό γάμο, ἀλλά εἶναι καί πολύ εὐκολότερη. Ἔχει ὅλα σχεδόν τά πλεονεκτήματα τοῦ γάμου (ἀγάπη, στοργή, ἀφοσίωσι, σαρκική ἡδονή, περιποίησι κ.τ.τ.), ἐνῶ δέν ἔχει τά μειονεκτήματά του, δηλαδή, τίς ὑποχρεώσεις του καί τίς δεσμεύσεις του. Καί, ὅμως, ὁ Κύριος βροντοφωνεῖ ὅτι ἡ ἀγαμία εἶναι “βουνό”, εἶναι δυσχερέστατη, εἶναι γιά ἐλάχιστους. Γιατί αὐτό; Ἁπλούστατα διότι ὁ Κύριος θεωρεῖ ἀδιανόητη αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀγαμία. Ὁ Κύριος ταυτίζει τήν ἀγαμία μέ τήν παρθενία. Γιά τόν Κύριο ἡ ἀγαμία σημαίνει ἰσόβια “μοναξιά”, ἰσόβια παρθενία, ἰσόβια ἁγνότητα. Τό διακηρύσσει, ἄλλωστε, ρητά, σαφῶς καί χωρίς περιστροφές: “Οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον (τῆς ἀγαμίας), ἀλλ᾽ οἷς δέδοται… Εἰσίν εὐνοῦχοι, οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς διά τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω”. Ἐπιλογή τῆς ἀγαμίας, λέει ὁ Κύριος, σημαίνει, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ἀπόφασι “εὐνουχισμοῦ”! “Ὁ δυνάμενος χωρεῖν”, λοιπόν, δηλ. ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά “αὐτοευνουχισθῆ” (ὄχι μέ ἔργο, ἐννοεῖται, ἀλλά μέ διάθεσι), “χωρείτω”· ἄς ἀκολουθήση τήν ὁδό τῆς ἀγαμίας. Ἀγαμία καί “εὐνουχισμός” (ἐπαναλαμβάνουμε: εὐνουχισμός ἠθικός, ὄχι φυσικός) εἶναι δυό πράγματα ταυτόσημα γιά τόν Κύριο. Γι᾽ αὐτό ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἀγαμία εἶναι δυσχερής καί δυσκολοκατόρθωτη καί ἀρμόζει σέ μικρό ἀριθμό ἀνθρώπων. Δύο μόνο δρόμοι ὑπάρχουν, λέει ὁ Κύριος: Ὁ γάμος, ὁ ὁποῖος, παρά τό ἀδιάλυτο καί τίς ἀπό αὐτό δεσμεύσεις, εἶναι γιά τούς πολλούς, καί ἡ ἀγαμία, ἡ ὁποία, ἐπειδή ἀπαιτεῖ “εὐνουχισμό”, δηλ. ἰσόβια παρθενία, ἰσόβιο καί συνεχῆ καί σκληρό ἀγῶνα γιά καθυπόταξι τῆς ἰσχυρότατης φυσικῆς γενετήσιας ὁρμῆς, συγχρόνως δέ καί ἐπειδή συνεπάγεται ἰσόβια “μοναξιά”, εἶναι γιά τούς λίγους. Τρίτος δρόμος δέν ὑπάρχει! Αὐτά ὀρίζει, αὐτά διατάσσει, αὐτά νομοθετεῖ ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου. Μήν προσπαθοῦμε ἐμεῖς νά “λύσουμε” ἤ νά διαστρέψουμε τίς ἐντολές Του, γιά νά μή “θησαυρίσωμεν τήν ὀργήν” Του “ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καί ἀποκαλύψεως καί δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ”(πρβλ. Ρμ 2, 5). Ὄχι μόνο δέ ἐδῶ, ἀλλά καί ἀλλοῦ ὁ Κύριος διδάσκει σαφέστατα ὅτι εἶναι ἀδιανόητη ἡ σαρκική σχέσι ἐκτός ἤ χωρίς τό νόμιμο γάμο. Ἄς μελετήσουν οἱ πιστοί νέοι, ἄνδρες καί γυναῖκες, τό διάλογο τοῦ Κυρίου μας μέ τή Σαμαρείτιδα. Ὅταν εἶπε πρός αὐτήν ὁ Κύριος “Ὕπαγε φώνησον τόν ἄνδρα σου καί ἐλθέ ἐνθάδε” καί ἐκείνη ἀπάντησε “Οὐκ ἔχω ἄνδρα”, ὁ Κύριος ἀποκρίθηκε: “Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γάρ ἄνδρας ἔσχες καί νῦν ὅν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθές εἴρηκας”(Ἰω 4, 16-18). Ἡ Σαμαρείτιδα ἀναμφίβολα δέν ἔπαιρνε χρήματα γιά τίς σαρκικές σχέσεις της μέ τόν ἄνδρα ἐκεῖνο. “Ἀπό ἀγάπη” συζοῦσε μαζί του. Καί, ὅμως! Ὁ Κύριος δέν ἀναγνωρίζει, δέν ἀποδέχεται αὐτή τή “συζυγία”. Ἐφόσον δέν εἶχε τελεσθῆ γάμος (σύμφωνα μέ τά τότε ἰσχύοντα, ἐννοεῖται), θεωρεῖ ἀθέμιτη αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν “ἕνωσι”. “Καί νῦν ὅν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ”, λέει. Γιά τόν Κύριο, δηλαδή, ἡ Σαμαρείτιδα δέν ζῆ σέ ἐπιτρεπτή συζυγία. Μοιχική καί ὄχι νόμιμη εἶναι ἡ συνοίκησί της μέ ἄνδρα. Δέν εἶναι αὐτός “ἄνδρας της”, κατά τήν τάξι τήν ὁποία καθόρισε ὁ Θεός ἀπό τήν ἀρχή, θεσπίζοντας τό γάμο ὡς φυσικό θεσμό καί δεσμό μέχρις ὅτου, στή νέα οἰκονομία, τόν ἀνυψώση σέ ἱερώτατο Μυστήριο. Οὔτε αὐτή εἶναι “γυναῖκα του”. Δέν εἶναι σύζυγοι, ἀλλά ζευγάρι μοιχῶν. Ἡ ἔλλειψι ἀμοιβῆς γιά τή σαρκική ἐπαφή, ἡ “ἀπό ἀγάπη” συνοίκησι καί σχέσι τους δέν ἔχει καμμία ἰσχύ νά μεταβάλη τήν κατάστασι ἀπό ἀθέμιτη σέ θεμιτή. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἀκούγεται σάν βροντή: “Καί νῦν ὅν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ”! Ποιά ἄλλη ἀπόδειξι θέλουμε γιά τό ὅτι ὁ Κύριος δέν ἀναγνωρίζει σαρκικές σχέσεις ἔξω ἀπό τό νόμιμο γάμο, ἔστω κι ἄν αὐτές γίνωνται χωρίς χρήματα, ἀλλ᾽ “ἀπό ἀγάπη” καί μόνο; Χαρακτηριστικό, μάλιστα, εἶναι ὅτι καί ἡ ἴδια ἡ Σαμαρείτιδα, μολονότι συζῆ “ἀπό ἀγάπη” μέ τό πρόσωπο αὐτό, ἐν τούτοις, ἐπειδή δέν ἔχει τελέσει γάμο μέ αὐτό (σημειωτέον ὅτι αὐτή μποροῦσε νά τελέση καί ἕκτο γάμο, σύμφωνα μέ τά τότε ἰσχύοντα), δέν θεωρεῖ τή συνοίκησι αὐτή νόμιμη καί ἐπιτρεπτή· δέν θεωρεῖ τό πρόσωπο μέ τό ὁποῖο συζῆ “ἄνδρα της”, σύζυγό της. Δέν τρέφει αὐταπάτες. Γνωρίζει τί διαπράττει. Ἔχει συνείδησι ὅτι συνοικεῖ παρανόμως, ἐφόσον δέν τέλεσε γάμο. Γι᾽ αὐτό καί δέν τολμᾶ νά τόν ἐμφανίση ὡς σύζυγό της, μολονότι ἔχει σχέσεις μαζί μου ὄχι γιά χρήματα, ἀλλ᾽ “ἀπό ἀγάπη”. “Κύριε, ἄνδρα οὐκ ἔχω”, λέει. Δέν ἔχω σύζυγο. Δέν εἶμαι παντρεμένη. Καί μιλᾶ ἔτσι ποιά; Μιά χριστιανή γυναῖκα; Μιά Ἰουδαία; Ὄχι! Ἀλλά μιά Σαμαρείτιδα! Δηλαδή, μιά γυναῖκα ἡ ὁποία δέν ἀναγνώριζε ἐκτός ἀπό τό Μωσαϊκό Νόμο, ἐκτός ἀπό τήν “Πεντάτευχο”, κανένα ἄλλο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀπέρριπτε τούς Ψαλμούς, τούς Προφῆτες κλπ.. Ἀρκοῦσε ὁ Μωσαϊκός Νόμος νά τῆς δημιουργήση συνείδησι μοιχαλίδος, ἐφόσον εἶχε σχέσεις μέ τόν ἀγαπημένο της, χωρίς νά ἔχη τελέσει γάμο μαζί του. Καί σήμερα ἔρχονται “χριστιανοί”(;!) νέοι καί νέες νά ὑποστηρίξουν “χωρίς φρόνησι, χωρίς ντροπή”, ὅτι δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτες οἱ χωρίς γάμο, δηλ. οἱ πρίν ἀπό τό γάμο σχέσεις των, ἐφόσον γίνονται “ἀπό ἀγάπη” καί ὄχι γιά χρήματα!… Ὄχι πλέον ὁ Χριστός, ὄχι οἱ Προφῆτες, ὄχι ἡ Καινή Διαθήκη, ὄχι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά ἡ Σαμαρείτιδα Φωτεινή διαμαρτύρεται καί φωνάζει πρός αὐτούς: “Ἀδελφοί μου, κάθε σαρκική συνάφεια ἔξω ἀπό τό νόμιμο γάμο εἶναι πορνεία καί μοιχεία. Ἀφῆστε τίς σοφιστεῖες γιά δεσμούς ἀπό ἀγάπη καί γιά σχέσεις μέ χρηματικά ἀνταλλάγματα. Οἱ διακρίσεις αὐτές εἶναι ἐμπνεύσεις τῆς κοιλιᾶς σας. Μή σᾶς πλανᾶ ὀ Διάβολος. Μήν αὐταπατᾶσθε. Συνέλθετε καί ξυπνῆστε!…”.   Ἀναφέρει ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς: «Ἕνας Γέροντας, πολύ γνωστός μου, δέχθηκε μιά μέρα τήν ἐπίσκεψι ἑνός νέου μοναχοῦ, πού δέν ἦταν κι ἀπ᾽ τούς χλιαρούς, ἀλλά θέλησε νά συμβουλευθῆ τό Γέροντα, ἐπειδή ἤθελε νά προοδεύση πνευματικά καί νά βρῆ θεραπεία γιά τά πάθη του. Ὁ μοναχός αὐτός ἐξομολογήθηκε ἁπλά κι εἶπε ὅτι βασανιζόταν ἀπ᾽ τό κεντρί τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας κι ἀπ᾽ τό πνεῦμα τῆς πορνείας. Εἶχε τήν ἐλπίδα αὐτός ὁ ἀδελφός ὅτι θά εὕρισκε στήν προσευχή τοῦ Γέροντα παρηγοριά γιά τόν πόνο του καί φάρμακο γιά τίς πληγές του. Ὁ Γέροντας, ὅμως, ἀντί γι᾽ αὐτά τά ὁποῖα προσδοκοῦσε ὁ μοναχός, ξέσπασε καί τοῦ ἀπάντησε μ᾽ αὐτά τά πικρά λόγια: “Ἄθλιε, τιποτένιε, ἀνάξιε νά φέρης τό Σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Ἐσύ εἶσαι τόπος πού πάνω του εὐδοκιμοῦν τέτοιου εἴδους πάθη καί τέτοιες αἰσχρές ἐπιθυμίες”. Αὐτές οἱ κατηγορίες τίς ὁποῖες ἀπηύθυνε ὁ Γέροντας στό νέο μοναχό, τόν πλήγωσαν κατάκαρδα. Βγῆκε ἀπ᾽ τό κελλί τοῦ Γέροντα πιασμένος στό δίκτυ τῆς πιό μαύρης ἀπελπισίας καί τῆς πιό θανάσιμης θλίψεως. Μέσα στό βούλιαγμα στό ὁποῖο τόν ἔρριξε ἡ λύπη, παραιτήθηκε ἀπ᾽ τή σκέψι τῆς θεραπείας τοῦ πάθους του κι ἄρχισε νά σκέπτεται πῶς νά τό ἱκανοποιήση. Ἦταν ἀπορροφημένος ἀπ᾽ αὐτή τή σκέψι, ὅταν συνάντησε στό δρόμο του τόν ἀββᾶ Ἀπολλώ, τόν πιό προχωρημένο πνευματικά Γέροντα τῆς περιοχῆς. Ἀπ᾽ τή συντριβή πού εἰκονιζόταν στό πρόσωπο τοῦ μοναχοῦ, ὁ Γέροντας Ἀπολλώ μάντεψε τήν ὀδύνη του καί τή βίαιη μάχη πού διεξαγόταν σιωπηλά στά βάθη τῆς ψυχῆς του. Τόν ρώτησε τότε ἑπίμονα γιά τήν αἰτία τῆς τόσο μεγάλης ταραχῆς του. Ὁ μοναχός δέν μποροῦσε ν᾽ ἀρθρώση οὔτε μιά λέξι. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώ ἀμέσως κατανόησε τί μποροῦσε αὐτό νά σημαίνη. Δέν ἦταν ἀσφαλῶς χωρίς λόγο τό ὅτι τοῦ ἔκρυβε ὁ μοναχός τήν αἰτία τῆς θλίψεώς του, ἡ ὁποία, ἄλλωστε, προδιδόταν ἀπ᾽ τήν ἔκφρασί του. Τότε ὁ Γέροντας Ἀπολλώ προχώρησε σ᾽ ἀπανωτές ἐρωτήσεις, γιά νά ἐξακριβώση τήν αἰτία αὐτοῦ τοῦ κρυφοῦ πόνου. Ὁ νεαρός μοναχός πιάσθηκε στά δίκτυα τῶν ἐρωτήσεων καί τέλος τά ἐξομολογήθηκε ὅλα. Ὁ μοναχός εἶπε ὅτι ἐπειδή, σύμφωνα μέ τή γνώμη τοῦ Γέροντα πού συμβουλεύθηκε, ἦταν ἀνάξιος νά φέρη τό Σχῆμα τοῦ μοναχοῦ κι ἐπειδή δέν ὑπῆρχε πιά τρόπος γι᾽ αὐτόν νά χαλιναγωγήση τίς παραφορές τῆς σάρκας του, οὔτε νά βρῆ ἀπό κάπου ἀλλοῦ γιατρειά στόν πειρασμό του, εἶχε ἀποφασίσει νά ἐγκαταλείψη πιά τή μοναχική ζωή καί νά γυρίση στόν κόσμο γιά νά παντρευθῆ. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώ ἄρχισε τότε νά τόν παρηγορῆ ἁπαλά, μέ λόγια γεμᾶτα τρυφερότητα. Τοῦ εἶπε ὅτι τήν ἴδια διέγερσι καί τίς ἴδιες ἐπιθέσεις τοῦ πάθους εἶχε κι αὐτός καθημερινά, καί κατέληξε: “Δέν πρέπει, λοιπόν, νά πέφτουμε στήν ἀπελπισία οὔτε νά ἐκπληττώμασθε ἀπ᾽ τή βιαιότητα τοῦ πειρασμοῦ. Ἐξ ἄλλου, δέν εἶναι τόσο οἱ προσπάθειές μας πού μᾶς χαρίζουν τή νίκη, ὅσο ἡ εὐσπλαγχνία κι ἡ Χάρι τοῦ Θεοῦ”. Ζήτησε μετά ὁ Γέρντας ἀπ᾽ τό νέο μοναχό τήν ἀναβολή τῆς ἐπιστροφῆς του στόν κόσμο μόνο γιά μιά μέρα καί τόν παρακάλεσε νά ξαναγυρίση στό κελλί του, ἐνῶ ὁ ἴδιος κατευθύνθηκε μέ βιάσι πρός τό κελλί τοῦ Γέροντα, πού εἶχε δεχθῆ πρίν τήν ἐξομολόγησι τοῦ νέου μοναχοῦ. Καθώς πλησίαζε πρός τά ᾽κεῖ, ἄρχισε νά προσεύχεται μέ δάκρυα καί μέ ὑψωμένα τά χέρια λέγοντας: “Κύριε, Ἐσύ μόνο ἐπιβλέπεις μέ σπλαγχνικό βλέμμα καί γνωρίζεις τίς δυνάμεις τοῦ καθενός, ἀλλά καί τήν ἀδυναμία τῆς φύσεώς μας. Ἐσύ Μόνος, ἐπίσης, γνωρίζεις νά χορηγῆς μέ τρόπο μυστικό τά κατάλληλα φάρμακα. Κάνε, Σέ παρακαλῶ, νά μεταφερθῆ ὁ πειρασμός τοῦ νέου αὐτοῦ μοναχοῦ στήν ψυχή τούτου τοῦ Γέροντα. Γιά νά μάθη ἔτσι, ἔστω καί στά γεράματά του, νά συγκαταβαίνη στήν ἀδυναμία ὅσων θλίβονται καί νά συμπονᾶ τήν ἀστάθεια τῆς νεότητος”. Καθώς τελείωνε τή θερμή αὐτή προσευχή, βλέπει ξάφνου ἕνα ἀπαίσιο καί ἀποκρουστικό ὄν, ὄρθιο μπροστά στό κελλί τοῦ Γέροντα, νά ἐκτοξεύη ἐναντίον του πύρινα βέλη. Ὁ Γέροντας, μετά ἀπ᾽ αὐτή τήν προσβολή, βγῆκε ἀμέσως ἀπ᾽ τό κελλί του κι ἄρχισε νά τρέχη σάν μεθυσμένος καί παράφρονας πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Ἔμπαινε κι ἔβγαινε συνεχῶς ἀπ᾽ τό κελλί, ἀνίκανος νά παραμείνη πλέον μέσα σ᾽ αὐτό. Στό τέλος, πῆρε μέ γοργό βῆμα τόν ἴδιο δρόμο πού εἶχε πάρει πρίν ὁ νέος μοναχός γιά νά ἐπιστρέψη στόν κόσμο. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώ τόν παρατήρησε καί τόν εἶδε νά μοιάζη μέ παράφρονα ἄνθρωπο πού βασανίζεται ἀπ᾽ τήν τρέλλα του. Κατάλαβε ὅτι τά βέλη τοῦ δαίμονα τόν εἶχαν κτυπήσει καί τοῦ εἶχαν προξενήσει αὐτή τήν παραφροσύνη καί τήν ἀναστάτωσι τῶν αἰσθήσεων, τή φωτιά ἐκείνη πού τόν ἔκαιγε βίαια κι ἀνυπόφορα. Τόν πλησίασε τότε ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώ καί τοῦ εἶπε: “Ποῦ τρέχεις ἔτσι, Γέροντα; Τί σ᾽ ἀναγκάζει νά ξεχάσης τή σοβαρότητα πού ἁρμόζει στήν ἡλικία σου καί νά κινῆσαι σάν παιδί τρέχοντας πέρα-δῶθε;”.

Συγχισμένος ἀπ᾽ τίς τύψεις τῆς συνειδήσεώς του κι ἀπ᾽ τό αἰσχρό πάθος πού τόν ἀναστάτωνε, ὁ Γέροντας σκέφθηκε ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώ εἶχε μαντέψει τή φωτιά πού τόν ἔκαιγε. Βλέποντας, λοιπόν, ὅτι εἶχε ξεσκεπασθῆ τό μυστικό τῆς ψυχῆς του, δέν τόλμησε ν᾽ ἀπαντήση. Τότε, ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώ τοῦ εἶπε: “Γύρισε, Γέροντα, στό κελλί σου καί μάθε ὅτι ὁ δαίμονας μέχρι τώρα σ᾽ ἔχει ἀγνοήσει καί δέν σ᾽ ἔχει θεωρήσει ὡς κάτι ἀξιόλογο γιά ν᾽ ἀσχοληθῆ μαζί σου. Ἀσφαλῶς, δέν ἔχει ὑπολογίσει καθόλου ὅτι βρίσκεσαι ἀνάμεσα σ᾽ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μέ τήν πνευματική πρόοδο καί τίς ἅγιες ἐπιθυμίες τους τόν ἐρεθίζουν καί τόν προκαλοῦν νά τούς πολεμάη συνεχῶς. Γιατί, μετά ἀπό τόσα χρόνια πνευματικῆς ζωῆς, δέν κατάφερες ν᾽ ἀντιμετωπίσης ἕνα καί μοναδικό βέλος πού ἐκτόξευσε ἐναντίον σου ὁ Ἐχθρός. Κι ὄχι μόνο δέν μπόρεσες νά τ᾽ ἀποκρούσης, ἀλλά δέν κατάφερες οὔτε κἄν ν᾽ ἀναβάλης τήν ἐκπλήρωσι τῆς ἐπιθυμίας σου, ἔστω καί γιά μιά μόνο μέρα. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά προσβληθῆς ἀπ᾽ τόν ἴδιο πειρασμό πού ἔπληξε τόν ἀδελφό, ὥστε, ἔστω καί στό τέλος τῆς ζωῆς σου, νά μάθης ἀπ᾽ τήν πεῖρα σου νά συμπονᾶς καί νά συγκαταβαίνης στίς ἀδυναμίες τῆς νεαρῆς ἡλικίας. Πῶς τό ἔκανες αὐτό; Δέχθηκες τήν ἐξομολόγησι ἑνός νεαροῦ μοναχοῦ πού εἶχε πέσει στή δαιμονική παγίδα. Κι ἐσύ, ἀντί νά τοῦ ἐλαφρώσης τόν κόπο μέ τίς συμβουλές καί τήν ἀγάπη σου, τόν τσάκισες καί τόν ἔρριξες στό βάραθρο τῆς ἀπελπισίας καί μ᾽ αὐτήν στά χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Κι ἄν αὐτός εἶχε χαθῆ, θά ἤσουν ἀσφαλῶς ἐσύ ἡ αἰτία. Νά ξέρης, ὅμως, ὅτι δέν θά εἶχε κηρύξει ἐναντίον του ὁ διάβολος —πού μέχρι τώρα ἀπαξίωνε νά ἐπιτεθῆ καί σ᾽ ἐσένα κατά τόν ἴδιο τρόπο— ἕνα τόσο βίαιο πόλεμο, ἄν δέν διέβλεπε μέ ζηλόφθονο μάτι τή μελλοντική πρόοδο αὐτῆς τῆς ψυχῆς. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό λόγο ἔσπευσε νά προλάβη νά καταστρέψη μέ τά πύρινα βέλη του τά σπέρματα τῆς ἀρετῆς τά ὁποῖα διέκρινε σ᾽ αὐτό τό νέο μοναχό. Χωρίς καμμιά ἀμφιβολία, τόν ἔκρινε πιό δυνατό ἀπό σένα, ἀφοῦ πίστεψε ὅτι ἄξιζε τόν κόπο νά τοῦ ἐπιτεθῆ μέ τέτοια ἔντασι. Μάθε, λοιπόν, μετά ἀπ᾽ τή δική σου ἐμπειρία, νά συμπάσχης καί νά συμπονᾶς ὅσους δοκιμάζονται καί νά μή ρίχνης στό βάραθρο τῆς ἀπελπισίας ἐκείνους πού κινδυνεύουν. Ἀλλά, οὔτε καί νά τούς ἐξοργίζης μέ τή σκληρότητα τῶν λόγων σου. Μάθε νά στηρίζης μᾶλλον αὐτούς πού βρίσκονται σέ πειρασμό μέ τήν παρηγοριά τοῦ γλυκοῦ λόγου καί τῆς τρυφερότητος.

Ἔτσι, θά συμμορφωθῆς μέ τήν ἐντολή τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ Σοφός Σολομώντας πού εἶπε: ῾Μή διστάσης νά ἐλευθερώσης ἐκείνους πού ἄδικα σύρονται πρός τό θάνατο, καί σῶσε αὐτούς πού τούς πᾶνε γιά νά τούς σφαγιάσουν᾽(Πρμ 24, 11). Καί ἐπί πλέον, θ᾽ ἀκολουθήσης αὐτό τό ὁποῖο μᾶς εἶπε ὁ Κύριός μας, ῾τό ραγισμένο καλάμι δέν θά τό συντρίψη, τό λυχνάρι πού καπνίζει δέν θά τό σβήση᾽(Μθ 12, 20). Νά ζητήσης ἀπ᾽ τόν Κύριο τή Χάρι, ὥστε ν᾽ ἀξιωθῆς κι ἐσύ νά ψάλλης μέ πίστι καί εἰλικρίνεια ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶπε ὁ προφήτης Ἡσαΐας: ῾Ὁ Κύριος, ὁ Θεός, μοῦ ἔδωσε γλῶσσα ἔμπειρου ἐκπαιδευτῆ, γιά νά μποροῦν τά λόγια μου νά ἐμψυχώνουν τόν κουρασμένο᾽(Ἡσ 50, 4). Κανένας δέν θά μποροῦσε ποτέ νά ὑπομείνη τίς προσβολές τοῦ Ἐχθροῦ οὔτε νά καταστείλη τή φλόγα τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, πού καίει μέσα μας σάν φωτιά, τήν ὁποία ἡ ἴδια ἡ φύσι μας τή συντηρῆ, ἄν ἡ Χάρι τοῦ Θεοῦ δέν ἐπεσκίαζε καί δέν προστάτευε σάν ὀχυρό τήν ἀδυναμία μας. Τώρα, ὁ Κύριος οἰκονόμησε, μέ τή φιλάνθρωπη πανσοφία Του, τή σωτηρία αὐτῆς τῆς ψυχῆς. Ἀπελευθέρωσε ὁ Θεός αὐτό τό νέο ἀπό ἕνα τόσο φοβερό πειρασμό. Δίδαξε παράλληλα ἐσένα, σέ ποιό ἀκραῖο σημεῖο μπορεῖ νά φθάση μερικές φορές ὁ πειρασμός καί ποιό καθῆκον ἔχουμε νά συμπονοῦμε αὐτούς πού βρίσκονται στή δύσκολη αὐτή ὥρα. Ἄς ἑνώσουμε, λοιπόν, τίς προσευχές μας, γιά νά ἱκετεύσουμε τό Θεό νά δώση τέλος σ᾽ αὐτή τή δοκιμασία στήν ὁποία ἐπέτρεψε νά βρεθῆς, γιά ν᾽ ἀποκομίσης ἀπ᾽ αὐτήν μεγάλη ὠφέλεια: ῾Γιατί Αὐτός πληγώνει, ἀλλά δένει τήν πληγή. Κτυπάει, ἀλλά τά χέρια Του γιατρεύουν᾽(Ἰώβ 5, 18).

Ἄς τόν παρακαλέσουμε νά ἐπιβλέψη σέ μᾶς καί, μέ τή δροσιστική αὔρα τοῦ Πνεύματός Του τοῦ Ἁγίου, ν᾽ ἀποδυναμώση τά πυρωμένα βέλη τοῦ διαβόλου, ἀπ᾽ τά ὁποῖα ἐπέτρεψε, μετά ἀπό δικό μου αἴτημα, νά πληγωθῆς”. Μία καί μόνο προσευχή τοῦ Γέροντα Ἀπολλώ ἦταν ἀρκετή. Ὁ Κύριος πῆρε ἀπ᾽ τόν ἀδιάκριτο Γέροντα τόν πειρασμό, μέ τήν ἴδια ταχύτητα μέ τήν ὁποία εἶχε ἐπιτρέψει πρίν νά τόν προσβάλη». Πολλές φορές ἕνας σωματικός πόνος μπορεῖ νά κατευνάζη τό σεξουαλικό ἐρεθισμό. Ἀναφέρει ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «Κάποτε στή Μονή Καλογραιῶν Καλαμῶν ἦταν μία μοναχή ἡ ὁποία εἶχε βγάλει σκουλήκια στό κεφάλι. Εἶχε κάποιο σπυρί, τό ὁποῖο σκουλήκιασε. Τῆς εἶπε ἡ Ἡγουμένη νά πάη νά τό βγάλη. Αὐτή τήν παρεκάλεσε σχεδόν στά γόνατα, νά μήν ἐπιμείνη. “Ὄχι”, τῆς λέει, “θά πᾶς νά τό καθαρίσης”. Ἀντιδροῦσε ἡ μοναχή: “Σέ παρακαλῶ, γερόντισσα”. “Καλά”, λέει, “ἄσε. Ὅταν ἔλθη ὁ Πνευματικός θά τά ποῦμε”. Πῆγε ὁ μακαρίτης ὁ π. Ἰωήλ —αὐτός ἦταν ὁ Πνευματικός— στό μοναστήρι γιά ἐξομολόγησι. Τοῦ λέει, λοιπόν, ἡ Ἡγουμένη: “Πάτερ, ἡ τάδε ἔκανε αὐτό κι αὐτό”. “Τί πράγματα εἶναι αὐτά;”, τῆς λέει ἐκεῖνος· “πές της νά ἔλθη ἐδῶ ἀμέσως”. Πηγαίνει ἐκεῖ ἡ μοναχή καί τῆς λέει μπροστά στήν Ἡγουμένη: “Γιατί δέν κάνεις αὐτό τό ὁποῖο σοῦ λέει ἡ γερόντισσά σου; Ἀμέσως νά πᾶς στό γιατρό”. Τοῦ λέει ἐκείνη: “Γέροντα, νά εἶναι εὐλογημένο. Τό λέει ἡ γερόντισσα, τό λέτε κι ἐσεῖς· νά τό κάνω. Ἀλλά, ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε, νά σᾶς πῶ κάτι πρῶτα”. “Λέγε”, τῆς λέει ὁ μακαρίτης.

Λέει: “Ἐσεῖς μέ ἐξομολογεῖτε καί ξέρετε τά χάλια μου. Εἶχα ἕνα πόλεμο σαρκικό πού μέ εἶχε τρελλάνει· μέ εἶχε διαλύσει. Καί τό ᾽χα κάνει θέμα προσευχῆς καί ἔλεγα: “Θεέ μου, δός μου ὁ,τιδήποτε ἄλλο καί πάρε μου αὐτό τόν πόλεμο”. Ἀπό τότε πού μοῦ ᾽ρθαν αὐτά τά εὐλογημένα σκουληκάκια”, λέει, “ὁ πόλεμος αὐτός κόπηκε μέ τό μαχαίρι. Οὔτε ξέρω ἄν εἶμαι ἀρσενική, θηλυκή, οὐδέτερη. Οὔτε ξέρω ἄν εἶμαι ἀπό πέτρα, ἀπό μάρμαρο· δέν ξέρω τίποτε. Νά πάω νά τό βγάλω; Μήπως μοῦ ξαναστείλη ὁ Θεός τόν πόλεμο;” “Καλά, παιδί μου. Ἄντε στό καλό καί ἄφησέ το”, τῆς λέει ὁ μακαρίτης».   Κάποιο πνευματικό τέκνο τοῦ Γέροντα Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου σημει­ώνει: «Θυμᾶμαι τήν ἀκόλουθη συζήτησι μέ τό Γέροντα, ὅ­ταν ἤμουν ὑποψήφιος φοιτητής: —Πάτερ, ἕνας συνυποψήφιος στό φροντιστήριο, στίς συζητήσεις μας, ἀπό ᾽δῶ τό φέρνει, ἀπό ᾽κεῖ τό πάει, ὅλο μέ παροτρύνει νά βρῶ φιλενάδα. Βέβαια δέν μέ ἐπηρεάζει, ἀλλά μέ ἐνοχλεῖ. Τί νά τοῦ πῶ γιά νά στα­ματήση; —Ἔχει ἀδελφή ὁ φίλος σου; —Ἔχει, πάτερ. —Νά τοῦ κάνης ὅ,τι ἔκανε κάποιος σημερινός Ἐπί­σκοπος σέ φίλο του γιά τόν ἴδιο λόγο. Πές του: Ἐ­ντά­ξει! Θά μοῦ κάνης, ὅμως, ἕνα χατήρι. Μέ ξέρεις τί καλό παιδί εἶμαι. Θά μοῦ δώσης, λοιπόν, γιά ἕνα βρά­δυ τήν ἀδελφή σου. Πές του ἔτσι καί βλέπουμε στή συνέχεια. Τήν ἄλλη μέρα ἔθεσα σέ ἄμεση ἐφαρμογή τό σχέδιο τοῦ Γέροντα. Ὁ φίλος ἄρχισε τά συνηθισμένα του. —Λοιπόν, φίλε μου, τοῦ εἶπα, τί νά ψάχνω νά βρῶ φιλενάδα; Δέν μοῦ δίνεις γι᾽ ἀπόψε τήν ἀδελφή σου καί μετά βλέπουμε; Ὁ φίλος τραβήχθηκε πρός τά πίσω σοκαρισμένος! Κι ἀμέσως ἀντέδρασε: —Ὄχι, ρέ, καί τήν ἀδελφή μου! Τί τό περάσαμε; —Γιατί ὄχι τήν ἀδελφή σου;, ἀπάντησα ἐγώ. Μήπως καί ἡ ἄλλη, τήν ὁποία θές νά βρῶ, δέν εἶναι ἀδελφή ἤ κόρη κάποιου; Γιατί, βρέ Χ., τήν ἀδελφή τοῦ ἄλλου τή θέ­λεις γιά νά διασκεδάσης καί τή δική σου τήν προ­στατεύεις; Βλέπεις ὅτι εἶσαι λάθος; Ἀπό τότε ὁ Χ. σφίγγα περί φιλενάδας. Χαρούμε­νος ἐγώ ἀνέφερα στόν π. Ἐπιφάνιο τό ἀποτέλεσμα: —Γέροντα, τό σχέδιο ἔδρασε σάν κεραυνός! Καί ὁ Γέροντας χαμογελαστός: —Ἔμ, τί νόμιζε ὁ νεαρός;»