Προς το Πάθος
«Ἕνας σκουπιδιάρης, στίς Ἰνδίες, πού ἦταν πιστός χριστιανός, κήρυττε συχνά στό δρόμο καί γύρω του μαζευόταν πολύς κόσμος. Μιά μέρα ἕνας “ἀξιοπρεπής” κύριος εἶπε ὅτι δέν μποροῦσε νά καταλάβη τί ἄκουγαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ἀπό ἕνα σκουπιδιάρη. Καί ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε:
“Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἰσῆλθε στά Ἱεροσόλυμα καθισμένος στό ταπεινό ὑποζύγιο, ὅλοι ἅπλωναν τά φορέματά τους κάτω ἀπ᾽ τά πόδια τοῦ ζώου αὐτοῦ. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὅμως τό ξεκαβαλλίκεψε, κανείς πιά δέν τό πρόσεξε”. Μέ ἄλλα λόγια: Μή δίνετε προσοχή σέ μένα. Ἐγώ εἶμαι μηδέν. Τό Χριστό τόν Ὁποῖο σᾶς κηρύττω νά προσέχετε». «Ὁ ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας, παίρνει ἀξία καί ἑλκύει τιμές, ὅσο ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὑποζύγιο τοῦ Κυρίου. Ἀλλιῶς…». «Ὅταν ἤμουν μικρός, πήγαινα μέ τή γιαγιά μου νά ζωγραφίσω κεραμικά. Μέ ἄφηνε νά διαλέξω ἕνα κομμάτι κι ὅταν τελείωνα μέ τό βάψιμό του, ἡ γιαγιά τό ἔβαζε σ᾽ ἕνα πολύ ζεστό φοῦρνο, στή συνέχεια τό ἔβγαζε, τοῦ πρόσθετε προστατευτικό σμάλτο καί τό ξαναέβαζε στή φωτιά. Τό σμάλτο ἀναδείκνυε τό χρῶμα κι ἔκανε τό κεραμικό νά γυαλίζη καί νά ἔχη μεγαλύτερη ἀντοχή. Κάθε φορά κατά τήν ὁποία τά κεραμικά ἔβγαιναν ἀπ᾽ τό καμίνι ἔλαμπαν. Ὅταν ὁ Σεδράχ, ὁ Μισάχ καί ὁ Ἀβδεναγώ ρίχθηκαν στή φωτιά ἐπειδή ἔμειναν πιστοί στό Θεό καί ἀρνήθηκαν νά λατρεύσουν τό χρυσό ἄγαλμα τοῦ Ναβουχοδονόσορα, δέν εἶχαν καμμία διαβεβαίωσι ὅτι ὁ Θεός θά τούς ἔσωζε. Ὅμως, κοιτώντας μέσα στίς φλόγες, ὁ βασιλιάς βλέπει μέ ἔκπληξι ὅτι ἦταν σῶοι καί ἀβλαβεῖς καί μαζί τους βρισκόταν ἕνα τέταρτο πρόσωπο πού ἔμοιαζε μέ θεῖο ὄν. Οἱ μεγάλες θλίψεις μπορεῖ νά μᾶς στιγματίσουν. Ὁ Θεός δέν ὑπόσχεται νά μᾶς φυλάξη ἀπ᾽ τό καμίνι τῆς φωτιᾶς, εἶναι ὅμως μαζί μας καί μέσα σ᾽ αὐτό. Ὅπως τά κεραμικά ὀμορφαίνουν μέσα στή φωτιά, ἔτσι κι ὁ Θεός μπορεῖ νά χρησιμοποιήση τίς δυσκολίες στή ζωή μας καί νά μᾶς διαμορφώση κάνοντάς μας πιό ὄμορφους, πιό ἀνθεκτικούς καί περισσότερο ὅμοιους μέ τό Χριστό». Ἡ ἐλεημοσύνη, μία ἀρετή, ἀπέκλεισε τήν εἴσοδο στούς γάμους. Γενικότερα, ὁ Θεός μᾶς θέλει πλήρεις ἀπό ἀρετές· ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος τονίζει: «Ὁ Θεός δέν ἀπαιτεῖ τό κάτι, ἀλλά τά πάντα, ὅλη τήν πληρότητα τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀρετῆς, καί ὅταν δέν εἶναι ἀρκετά κάποια τμήματά της στόν ἄνθρωπο, τότε ἀπορρίπτει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ὡς ἁμαρτωλό. Θά πάρετε τό ροῦχο ἀπ᾽ τό ράφτη, ὅταν αὐτό τά ἔχη ὅλα καί καλά φτιαγμένα, ἀλλά λείπει ἕνα μέρος του ἤ ἕνα μανίκι; Ἤ, ὅταν ὁ ξυλουργός σᾶς φέρει ἕνα τραπέζι, ἄρτια κατασκευασμένο, ἀλλά χωρίς πόδια ἤ κάποιο ἄλλο τμῆμα, ἄραγε θά τοῦ πῆτε: “Καλῶς, ἄφησέ το;”. Ἔτσι καί μέ μᾶς, ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίση κάποιον δίκαιο, ἄν λείπουν ἀπό αὐτόν κάποια τμήματα δικαιοσύνης». Ἀναφέρει ὁ Γέρ. Ἀρσένιος Μπόκα: «Ἔτσι εἴμαστε ἐμεῖς συνήθως στίς συνθῆκες αὐτῆς τῆς ζωῆς: ἕνα καντήλι μέ λάδι καί φυτίλι, ἀλλά ἀκόμη σβηστό. Ὅταν, ὅμως, φθάνουμε στή γνῶσι τί εἴμαστε ἀληθινά, ὅτι ἔχουμε μιά συγγένεια μέ τό Θεό, ὅτι κατοικεῖ ἀκόμη στήν πνευματική μας οἰκοδομή, ὅτι εἴμαστε στό κατώφλι ἐλεύθερης ἐπιλογῆς μιᾶς ἀνώτερης ἀντιλήψεως τῆς ζωῆς, ἀπ᾽ τήν ὁποία κρατιόμαστε ἀκόμη σάν ἄνθρωποι στό στίβο τοῦ κόσμου, τότε ὁ Θεός ἀνάβει τό καντήλι, φωτίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας μέ χριστιανικό φῶς, πού ἀκτινοβολεῖ στόν κόσμο». «Ὅταν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός, φοράη στεφάνι ἀπό ἀγκάθια, πῶς θέλουμε ἐμεῖς, τά πόδια, νά βαδίζουμε σέ δρόμο μέ ροδοπέταλα;». Ἰδού καί ἕνας σύνοικος τῶν συνετῶν παρθένων, ταπεινή ψυχούλα τοῦ Χριστοῦ μας: Ὁ εὐλογημένος Συμεών, πρόσφυγας ἀπό τή Μ. Ἀσία «κάθε πρωΐ πήγαινε στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιά νά βγάλη τό ψωμάκι του. Περνοῦσε, ὅμως, κάθε πρωΐ ἀπ’ τό ναό τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στό τέμπλο, ἔβγαζε τό καπελάκι του καί ἔλεγε: “Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεών εἶμαι. Βοήθησέ με νά βγάλω τό ψωμάκι μου”. Τό βράδυ πού τελείωνε τή δουλειά του ξαναπερνοῦσε ἀπ’ τήν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στό τέμπλο καί ἔλεγε: “Καλησπέρα, Χριστέ μου, ὁ Συμεών εἶμαι. Σέ εὐχαριστῶ πού μέ βοήθησες καί σήμερα”. Καί ἔτσι περνοῦσαν τά χρόνια τοῦ εὐλογημένου Συμεών. Περίπου τό ἔτος 1950 ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀρρώστησαν ἀπό φυματίωσι καί κοιμήθηκαν ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεών καί συνέχισε ἀγόγγυστα τή δουλειά του, ἀλλά καί δέν παρέλειπε νά περνᾶ ἀπ’ τόν Ἅγ. Σπυρίδωνα νά καλημερίζη καί νά καλησπερίζη τό Χριστό, ζητώντας τή βοήθειά Του καί εὐχαριστώντας Τον. Ὅταν γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στό Νοσοκομεῖο καί νοσηλεύθηκε περίπου γιά ἕνα μῆνα. Μιά προϊσταμένη ἀπ’ τήν Πάτρα τόν ρώτησε κάποτε: —Παπποῦ, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δέν ἦλθε κανείς νά σέ δῆ. Δέν ἔχεις κανένα δικό σου στόν κόσμο; —Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωΐ καί ἀπόγευμα ὁ Χριστός καί μέ παρηγορεῖ. —Καί τί σοῦ λέει, παππού; —Καλημέρα, Συμεών, ὁ Χριστός εἶμαι, κάνε ὑπομονή. Καλησπέρα, Συμεών, ὁ Χριστός εἶμαι, κάνε ὑπομονή. Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύθηκε καί κάλεσε τόν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, νά ἔλθη νά δῆ τό Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τόν ἐπισκέπτηκε, τοῦ ἔπιασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τήν ἐρώτησι τῆς Προϊσταμένης καί ὁ Συμεών τοῦ ἔδωσε τήν ἴδια ἀπάντησι. Τίς ἴδιες ὧρες πρωΐ καί βράδυ, κατά τίς ὁποῖες ὁ Συμεών πήγαινε στό ναό καί χαιρετοῦσε τό Χριστό, τώρα καί ὁ Χριστός χαιρετοῦσε τό Συμεών. Τόν ρώτησε ὁ Πνευματικός: —Μήπως εἶναι φαντασία σου; —Ὄχι, πάτερ, δέν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστός εἶναι. —Ἦλθε καί σήμερα; —Ἦλθε. —Καί τί σοῦ εἶπε; —Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστός εἶμαι. Κάνε ὑπομονή σέ τρεῖς μέρες θά σέ πάρω κοντά Μου πρωΐ-πρωΐ. Ὁ Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στό Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του καί ἔμαθε γιά τή ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περί εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τήν τρίτη ἡμέρα πρωΐ-πρωΐ πάλι πῆγε νά δῆ τό Συμεών καί νά διαπιστώση ἄν θά πραγματοποιηθῆ ἡ πρόρρησι ὅτι θά πεθάνη. Πράγματι ἐκεῖ πού κουβέντιαζαν, ὁ Συμεών φώναξε ξαφνικά: “Ἦλθε ὁ Χριστός”, καί ἐκοιμήθη τόν ὕπνο τοῦ δικαίου». Θυμᾶται ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Ηans-Dietrich Genscher: «Παρακάλεσα τόν Εlbe νά τηλεφωνήση στό ξενοδοχεῖο τῆς ἀμερικανικῆς ἀποστολῆς καί νά δώση ἐντολή νά εἰδοποιηθῆ ὁ Jim Baker ὅτι, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν προχωρημένη, ἐπιθυμῶ νά τόν ἐπισκεφθῶ γιά νά συζητήσω μαζί του μία πολύ σημαντική καί περίπλοκη ὑπόθεσι, ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Ἡ ἀπάντησι τῆς ἀμερικανικῆς ἀποστολῆς ἦταν κατανοητή, ἀλλά ὄχι ἀποδεκτή: Ὁ Baker κοιμᾶται ἤδη, καί ἐκτός αὐτοῦ ἔχει πάρει ἕνα ὑπνωτικό χάπι. Αὐτό δέν μέ ἱκανοποίησε καί τούς εἶπα ὅτι βρίσκομαι ἤδη καθ᾽ ὁδόν. ᾽Εν ἀνάγκη, θά ξυπνοῦσα μόνος μου τό φίλο μου. Ὁ Baker μᾶς ὑποδέχθηκε στή σουΐτα του παρουσίᾳ τῶν στενῶν συνεργατῶν του. Μαζί ἦταν ὁ Dieter Κastrup καί ὁ Frank Εlbe. Ὁ Baker καί οἱ συνεργάτες του φοροῦσαν ὅλοι πιτζάμες, καί ἀπό πάνω κάτι καφέ-γκρίζα μπουρνούζια τά ὁποῖα διέθετε τό ξενοδοχεῖο γιά τούς πελάτες του. Ἀργότερα, ὅταν δέν ἤμασταν πιά ὑπό πίεσι, χαρακτήρισα τή συνάντησι αὐτή ὡς τή “σύσκεψι τῶν μπουρνουζιῶν”. Εἶπα στό Baker ὅτι τό ἔργο μας δέν πρέπει νά πάη χαμένο καί μάλιστα ἐξαιτίας ἑνός ὄχι τόσο σημαντικοῦ, ἀλλά καί ἀκατανόητου γιά τόν ὑπόλοιπο κόσμο προβλήματος». Ἐμεῖς ξυπνᾶμε τή νύκτα γιά νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἐπεῖγον θέμα τῆς σωτηρίας μας; Ὁ Κων/νος Τσάτσος ἀναφέρει: «Ὅπως κανένα βρώμικο χέρι ἀπ᾽ τούς ἐργάτες τῶν ἀρχαιολογικῶν χώρων δέν μπορεῖ νά ἀμαυρώση τό κάλλος τοῦ Παρθενῶνα, ἔτσι κανένα σκάνδαλο ἤ ξεπεσμός ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά θίξη ἤ νά ἐγγίση τή θεία μορφή τοῦ Ἰησοῦ. Τό θεῖο καί αἰώνιο δέν ἔχει τίποτε νά κάνη μέ τό βέβηλο καί πρόσκαιρο». «Πολλά χρόνια πρίν, στή βικτωριανή Ἀγγλία, ὁ William Dixon ἔμενε μόνος του στό μικρό χωριό τοῦ Brakenthwait, ἔχοντας χάσει τή γυναῖκα καί τό γυιό του. Μία μέρα εἶδε τό σπίτι ἑνός γείτονά του νά καίγεται. Ἄν καί ὁ γέρος ἰδιοκτήτης τοῦ σπιτιοῦ σώθηκε, ὁ ὀρφανός ἐγγονός του εἶχε παγιδευθῆ μέσα στή φωτιά. Ὁ Dixon σκαρφάλωσε σ᾽ ἕνα μεταλλικό σωλῆνα στό πλάι τοῦ σπιτιοῦ καί κατόρθωσε νά σώση τό παιδί. Ὁ σωλήνας ὅμως ἦταν πυρωμένος ἀπ᾽ τή φωτιά μέ ἀποτέλεσμα καί τά δύο χέρια τοῦ Dixon νά καοῦν ἄσχημα. Πολλά χρόνια μετά τή διάσωσι, ὁ παππούς τοῦ παιδιοῦ πέθανε καί οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως ἀναρρωτιόνταν ποιός θά ἀναλάβη τήν κηδεμονία τοῦ παιδιοῦ. Τό συμβούλιο τῆς πόλεως συγκάλεσε συνέλευσι γιά νά καθορισθῆ τό θέμα, καί δύο ἄνθρωποι προσφέρθηκαν νά ἀναλάβουν τή φροντίδα τοῦ παιδιοῦ. Ὁ πρῶτος ἄνδρας εἶχε χάσει τό γυιό του καί ἤθελε νά υἱοθετήση τό ὀρφανό. Ἔβγαλε ἕνα πειστικό λόγο, γιατί τό παιδί ἔπρεπε νά μείνη μαζί του. Ὅλοι στό συμβούλιο συγκινήθηκαν καί φάνηκε ὅτι ὁ ἄνδρας εἶχε κερδίσει. Ὁ ἄλλος ἄνδρας πού ἐπιθυμοῦσε νά ἀναλάβη τή φροντίδα τοῦ ἀγοριοῦ ἦταν ὁ Dixon, ὁ ἄνθρωπος πού τό εἶχε σώσει ἀπ᾽ τή φωτιά. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρά τοῦ Dixon νά μιλήση, πλησίασε τό συμβούλιο καί δέν εἶπε τίποτε. Ἡ μόνη του κατάθεσι ἦταν νά σηκώση καί νά τούς δείξη τά σημαδεμένα χέρια του. Τό συμβούλιο ψήφισε ὁμόφωνα ὅτι ὁ Dixon θά ἔπρεπε νά υἱοθετήση τό παιδί. Στό τέλος, τά σημάδια τῆς ἀγάπης κατέκτησαν ὅποιο σκεπτικισμό μποροῦσε νά ἔχη τό συμβούλιο τῆς πόλεως, σχετικά μέ τήν ἱκανότητα τοῦ Dixon νά φροντίση τό παιδί». Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Ἰδού μιά ἄλλη νέκρωσι ἁμαρτίας· ἀναφέρει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις: «Σέ μιά χώρα ἦταν ἕνας νέος δοσμένος πολύ στό παιχνίδι τῶν χαρτιῶν, ὁ ὁποῖος δέν ἔπαιζε ποτέ μέ μέτρο. Ὅταν ἔχανε, ἔγραφε σ᾽ ἕνα μικρό χαρτί τό ποσό τό ὁποῖο ἔχανε κι ἔστελνε μέ τό χαρτί αὐτό τό νικητή στόν πατέρα του, πού ἦταν πολύ πλούσιος καί τόν πλήρωνε. Συνέβη μιά φορά νά χάση 12.000 δουκάτα τά ὁποῖα τά ἔγραψε κατά τή συνήθεια στό χαρτί καί τά ἔστειλε στόν πατέρα του, γιά νά τά πληρώση. Βλέποντας ὁ πατέρας του τόσο μεγάλο ἀριθμό εἶπε στό νικητή: “Πήγαινε καί πές τοῦ γυιοῦ μου, ὅτι ἐγώ δέν θά πληρώσω ἄν δέν ἔλθη ὁ ἴδιος νά τά μετρήση”. Πράγματι, πῆγε ὁ γυιός του γιά νά πληρώση τό χρέος του καί ὁ πατέρας ἀμέσως ἔβγαλε 24 σακκοῦλες, τήν καθεμιά μέ 500 δουκάτα, καί τίς ἄδειασε ὅλες μπροστά του πάνω στό τραπέζι. Μόλις εἶδε αὐτός τόσο μεγάλο ἀριθμό χρημάτων ἔμεινε ἐκστατικός κι ἔκανε ἀμέσως ὅρκο φρικτό στό Θεό καί μπροστά στόν πατέρα του, νά μήν πιάση πιά χαρτιά στά χέρια του. Καί πράγματι, στό ἑξῆς τό τήρησε. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἁμαρτάνη σκέπτεται τήν ἁμαρτία του, σάν ἕνα παιγνίδι, γι᾽ αὐτό πολύ σωστά ὁ ἁμαρτωλός ὀνομάζεται ἄφρων κι ἀνόητος, γιατί δέν γνωρίζει τί κάνει. Δέν συλλογίζεται τή ζημιά, δέν βλέπει τό μεγάλο χαμό πού τοῦ προξενεῖ αὐτό τό παιγνίδι». Ὁ Ἅγ. Τύχων τοῦ Zadonsk ἐπισημαίνει: «Ἐκεῖνον πού σέ διασκεδάζει (ἔστω κι ἄν εἶναι ἕνας ἐπαγγελματίας γελωτοποιός), ἐκεῖνον πού σοῦ λέει λόγια γλυκά καί κολακευτικά (ἔστω κι ἄν πρόκηται γιά ἄνθρωπο ἀναίσχυντο, χωρίς τσίπα!), δέν τόν ἀφήνεις ποτέ νά φύγη, χωρίς νά τόν φορτώσης μέ ὅ,τι καλό ἔχεις! Τό Χριστό, πού σοῦ ἑτοιμάζει τήν οὐράνιο βασιλεία Του, Τόν ἀφήνεις μέ ἄδεια τά χέρια;». «Κατά τή διάρκεια τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, μιά ἐκκλησία στό Στρασβοῦργο τῆς Γερμανίας καταστράφηκε ἐντελῶς, ἀλλά ἕνα ἄγαλμα τοῦ Χριστοῦ πού ἦταν στό Ναό ἔμεινε σχεδόν ἀνέπαφο. Μόνο τά χέρια τοῦ ἀγάλματος εἶχαν καταστραφῆ. Ὅταν ἡ ἐκκλησία ξαναχτίστηκε ἕνας διάσημος γλύπτης προσφέρθηκε νά φτιάξη καί νά προσαρμόση νέα χέρια. Οἱ ἐνορίτες ὅμως, μετά ἀπό συζήτησι, ἀποφάσισαν νά ἀφήσουν τό ἄγαλμα χωρίς χέρια. “Διότι”, εἶπαν, “τά χέρια τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ εἴμαστε ἐμεῖς. Ἄν δέν κάνουμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί αὐτά τά ὁποῖα λέει τό Εὐαγγέλιο, τότε ποιός θά τά κάνη; Βλέποντας τό Χριστό χωρίς χέρια θά τό θυμώμαστε καλύτερα καί συχνότερα”». Ὁ παπα-Τύχων προσεύχεται: «“Ἅγιε Γολγοθᾶ, θεῖε Γολγοθᾶ. Παρακαλῶ πές μου πόσες χιλιάδες, ἑκατομμύρια, ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους καθάρισες καί ἔστειλες καί γιόμισες τό γλυκό Παράδεισο. Ἁμαρτωλοί, ἐλᾶτε ἐδῶ. Μήν ἀργῆτε. Ὁ ἅγιος Γολγοθᾶς ἀνοικτός. Ἡ σταύρωσι. Ὁ Χριστός Ἐλεήμων. Μᾶς περιμένει νά Τοῦ λούσουμε τά πόδια. Μακάριοι ἐμεῖς, ἄν μᾶς ἀξιώση ὁ Χριστός, μέ ταπείνωσι, μέ φόβο Θεοῦ, μέ θερμή καρδιά, μέ καυτά δάκρυα νά πλύνουμε τά ἅγια πόδια Του καί, ἄν θελήσουμε, πολλές φορές. Ὕστερα ὁ Χριστός θά πλύνη τίς ἁμαρτίες μας καί θά γίνη καθαρή ἡ ψυχή μας καί θά ἀνοίξη τό γλυκό Του Παράδεισο. Καί ἐμεῖς μετά χαρᾶς θά πᾶμε στό γλυκό Παράδεισο, γιατί ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία καί οἱ ἅγιοι Πάντες μᾶς περιμένουν. Καί μαζί μέ Ἀρχαγγέλους καί Ἀγγέλους, Χερουβείμ καί Σεραφείμ θά δοξολογοῦμε τήν ἁγία Τριάδα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν”». Ἐπισημαίνει ὁ Γέρ. Πετρώνιος Τανάσε: «Ἔστω ὅτι οἱ Μαθητές δέχονται νά τούς πλύνη τά πόδια! Ἀλλά κατόπιν γιατί κανένας ἀπ᾽ αὐτούς δέν σπεύδει νά πλύνη τούς πόδας τοῦ Δεσπότου; Γιατί οὔτε κι ὁ Πέτρος; Οἱ Μαθητές αἰσθάνονται εὐχαρίστησι μέ τό δροσισμό καί τήν πλύσι τῶν ποδιῶν τους, ἀλλά τοῦ Διδασκάλου γιατί κανείς δέν Τοῦ δροσίζει τά πόδια; Μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος τόσες δροσιστικές παρηγοριές, τόσες ἀδιάκοπες χαρές σέ κάθε ἐποχή, κι ἐμεῖς δέν Τόν χαροποιοῦμε σέ τίποτε! Κανείς δέν προθυμοποιεῖται νά Τοῦ πλύνη τά κουρασμένα καί σκονισμένα πόδια ἀπό μᾶς τούς ἁμαρτωλούς! Μόνο ἀχαριστία, λησμονιά καί ἀγνωμοσύνη δείχνουμε». Γράφει ὁ Alain Durel: «Ἄκουσα μία μέρα ἕναν ἱερέα πού λειτουργοῦσε στήν ἐνορία ἑνός αἰγαιοπελαγίτικου νησιοῦ. Μέ ἐντελῶς πρωτότυπο τρόπο, σύγκρινε τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ ἀπ᾽ τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθείας μέ τή δική μας ἐμπειρία ὅταν μετέχουμε στή Θ. Εὐχαριστία: Ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ἰωσήφ πρόσφερε στόν Κύριο ἕνα τάφο καινούργιο καί ἄδειο, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τόν τάφο τῆς ψυχῆς μας καινούργιο καί ἄδειο. Μορφή τάφου ἔχει ἡ ψυχή ὅταν εἶναι μετανοημένη καί ταπεινή, καινούργια εἶναι ὅταν ἔχη ἀνανεωθῆ ἀπ᾽ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως καί ἄδεια ὅταν ἔχη ἀπογυμνωθῆ ἀπό κάθε λογισμό. Καί, ὅπως ἀπ᾽ τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ ἀναβλύζει ζωή αἰώνια, μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀπ᾽ τόν τάφο τῆς συντετριμμένης ψυχῆς μας ἀναδύεται ὁ ἀναστημένος Χριστός». «Ἡ πομπή ξεκίνησε. Μέ τόν πρῶτο Σταυροφόρο ἐπικεφαλῆς. Τό Σίμωνα τόν Κυρηναῖο. Ἀλήθεια! Πόσες φορές κι ἐμεῖς δέν ἀνεβαίνουμε τό Γολγοθᾶ τῆς ζωῆς κουβαλώντας κάποιο βαρύ σταυρό, τόν ὁποῖο μᾶς φόρτωσε ἡ ἀνθρώπινη κακία… Τό σταυρό τῆς συκοφαντίας. Τῆς παραγνωρίσεως. Τοῦ φθόνου. Τῆς περιφρονήσεως. Ἤ ἀκόμη κάποιον ἄλλο σταυρό, πού δέν μᾶς φόρτωσε ἡ ἀνθρώπινη κακία παρά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κάποια θλίψι. Κάποια ἀρρώστεια. Κάποια οἰκογενειακή περιπέτεια. Κάποιος θάνατος ἀγαπημένου μας. Κάτι, τέλος, πού στά μάτια μας φαίνεται δυστύχημα, μά πού δέν εἶναι παρά εὔνοια Θεοῦ σάν ἐκείνη, τήν ὁποία δέχθηκε ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος. Ἄν ξέραμε πόση εὐλογία εἶναι γιά μᾶς ὁ Σταυρός αὐτός!». Γράφει ὁ Ἀλέξ. Τσιριντάνης: «Θά γίνουμε μέτοχοι τοῦ σταυροῦ ἤ ὄχι; Θά κάνουμε συντροφιά στόν Ἐσταυρωμένο ἤ θά εἴμαστε μακρυά ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο; Θά εἴμαστε θλιμμένοι μαζί Του ἤ τήν ὥρα κατά τήν ὁποία Αὐτός θλίβεται ἐμεῖς δέν θά θλιβώμαστε; Βέβαια, ἐμεῖς εἴχαμε κάνει μιά πολύ βολική ἐξήγησι, τήν ἑξῆς: Αὐτός θά θλίβεται γιά νά μή θλιβώμαστε ἐμεῖς! Ἀλλά αὐτό εἶναι παρεξήγησι. Εἶναι τό “τσάμπα” τοῦ θεάτρου, ἐπεκτεινόμενο στό Εὐαγγέλιο. Ἀλλά, ἄλλο θέατρο, ἄλλο Εὐαγγέλιο. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θέατρο, εἶναι ἀληθινή ζωή. Λοιπόν, δέν σταυρώθηκε ὁ Κύριος γιά νά μή θλιβώμαστε ἐμεῖς, ἀλλά γιά νά μήν εἶναι ἡ θλίψι μας μάταιη. Γιά νά γίνεται ἡ θλίψι ἀνάστασι! Ἐκεῖ πού λέει “μακάριοι οἱ πενθοῦντες”, “οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καί κλαύσετε”, εἶναι κάτι πού εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο. Γιατί δείχνει, ὅτι κάθε χριστιανός θά ἔχη σάν θερμόμετρο τῆς χριστιανικότητός του τό πένθος». Ὁ Ἅγ. Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης ἀναφέρει: «Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης πρός τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἦταν μαζί μέ τό Χριστό καί τούς μαθητές, ἐνῶ ὁ ληστής μέ κακούργους καί δολοφόνους· καί ὅμως μόλις ἦρθε ἡ Παρασκευή ὁ μέν Ἰούδας κολάσθηκε, διότι πρόδωσε τόν Κύριο, ἐνῶ ὁ ληστής, ἐπειδή μετανόησε στό Σταυρό, μπῆκε στόν Παράδεισο μαζί μέ τό Χριστό». Χρειάζεται, πνευματική ἐγρήγορσι γιά νά ἀποφύγουμε τόν πνευματικό θάνατο: «Στούς πρόποδες ἑνός ἑλβετικοῦ βουνοῦ ἔτρεχε ἕνα αὐτοκίνητο. Σέ μιά ἀπότομη στροφή φάνηκε μιά ἄμορφη μάζα, στή μέση ἀκριβῶς τοῦ δρόμου. Χρόνος γιά σταμάτημα δέν ὑπῆρχε. Τό αὐτοκίνητο πάτησε τό ἐμπόδιο καί σταμάτησε λίγο πιό πέρα. Οἱ ἐπιβάτες κατέβηκαν. Τί ἦταν; Ἕνας τεράστιος ἀετός. Τό βασιλιά τῶν πουλιῶν τόν πάτησε ἕνα αὐτοκίνητο. Πῶς ἔγινε αὐτό; Ὁ ἀετός εἶχε παρατηρήσει ἕνα ψοφίμι στό δρόμο. Προσγειώθηκε πάνω στό πλούσιο συμπόσιο καί μέ βουλιμία ἔτρωγε τίς σάρκες του. Μπροστά στή γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς ἔσβησαν ὅλοι οἱ κίνδυνοι. Καί, ὅμως, οἱ κίνδυνοι ὑπάρχουν καί ὁ ἀετός βρῆκε τό θάνατο κάτω ἀπό τίς ρόδες τοῦ αὐτοκινήτου. Πόσοι ἄνθρωποι, πλασμένοι γιά τά μεγάλα καί ὑψηλά, προορισμένοι νά φτερουγίζουν στίς ὑψηλές κορυφές, ρίχνονται λαίμαργα στήν αἰσθησιακή ζωή καί βρίσκουν τόν πνευματικό θάνατο! Καί τά πτώματα πάντοτε θά ὑπάρχουν. Οἱ ἀετοί, ὅμως, πρέπει νά προσέχουν, γιατί ὅπου θνησιμαῖα ἐκεῖ καί ὁ κίνδυνος τοῦ θανάτου». Στή νικηφόρα αὐτή μάχη τοῦ Χριστοῦ μας ἀντιστοιχεῖ καί ἡ δική μας· ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: «Ὅπως ἀκριβῶς τά ὅπλα —ἄν δέν ὑπάρχη ὁ στρατιώτης πού τά μεταχειρίζεται— ἀχρηστεύονται, ἔτσι καί τά μέλη τοῦ χριστιανοῦ, ἄν δέν τά μεταχειρίζεται ὁ Χριστός φορώντας τα, ὄχι μόνο ἀχρηστεύονται, ἀλλά βρίσκοντάς τα νά μένουν μόνα, χωρίς νά τά φοράη ὁ Χριστός, τά ἁρπάζει ὁ διάβολος καί τά φοράει καί μάχεται μέ αὐτά ἐναντίον τῶν ἄλλων χριστιανῶν καί μολύνει πολλές ψυχές νεύοντας μέ τά μάτια, ἑλκύοντας μέ τήν ἀκοή, γλυκαίνοντας τήν πικρή ἁμαρτία μέ τή γεῦσι, ἐκθηλύνοντας μέ τήν ὄσφρησι, γαργαλίζοντας καί ἀποχαυνώνοντάς τους μέ τήν ἁφή. Καί αὐτοί στούς ὁποίους ἀνήκουν τά μέλη, ἀγνοοῦν τί ἔχουν πάθει καί ἀπό ποῦ τό ἔχουν πάθει αὐτό καί μέ ποιό τρόπο. Ἀλλά ὅσοι σιγά-σιγά θά γίνουν κτῆμα καί πανοπλία τοῦ διαβόλου, θά περιμένουν νά παραπεμφθοῦν μαζί του στήν ἑτοιμασμένη γι’ αὐτόν ἄσβεστη φλόγα. Ἄν, λοιπόν, ὁ Χριστός εἶναι ὁ πολεμιστής, ὅπλα Του δέ τά μέλη ὅσων πιστεύουν σέ Αὐτόν καί εἶναι ἐκεῖνος πού νικᾶ μέ τά ὅπλα, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἴδιος μάχεται, ἔτσι καί κάθε Χριστιανός πρέπει νά γίνη ὑπάκουος σέ Αὐτόν ὅπως τά ἄψυχα ὅπλα, γιά νά νικήση ὁ Χριστός καί νά δοξασθοῦν τά ὅπλα μαζί μέ τό νικητή, ὥστε αὐτά, πού εἶναι λογικά, νά μήν κινοῦνται πρός τίποτε ἄλλο παρά μονάχα πρός αὐτό, δηλαδή τό θέλημα Ἐκείνου, τοῦ πολεμιστῆ καί νικητῆ· διαφορετικά, μάταια εἶναι χριστιανός». «Ἄνω Σε ἐν θρόνῳ… νεκρός ζωαρχικώτατος» «Ἀναφέρει κάπου ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ φιλόσοφος τῆς ἀρχαιότητος, ὅτι οἱ ληστές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιά νά θανατώσουν τά θύματα, τά ὁποῖα συνελάμβαναν, ἐφάρμοζαν μία τακτική ἀληθινά τρομερή. Σκότωναν τούς μισούς. ῎Επαιρναν ὕστερα τούς ἄλλους, τούς ζωντανούς, καί τούς ἔδεναν μέ τούς νεκρούς, πρόσωπο μέ πρόσωπο. Φαντασθῆτε τώρα τή φρίκη καί τό δράμα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Νά εἶσαι ὑποχρεωμένος νά μένης συνέχεια δεμένος μέ ἕνα νεκρό! Νά διαλύεται ἐκεῖνος καί νά ἀναπνέης διαρκῶς τήν ἀποφορά ἀπ᾽ τή σῆψι. Νά σέρνης συνεχῶς ἕνα νεκρό καί νά σύρεσαι διαρκῶς πρός τό θάνατο ἀπό ἕνα νεκρό. Καί στό τέλος, νά πεθαίνης ἀπ᾽ τήν ἐξάντλησι καί ἀπ᾽ τή δηλητηρίασι ἀγκαλιασμένος μέ ἕνα πτῶμα γεμάτο σκουλήκια… Μᾶς τρομάζει ἡ εἰκόνα αὐτή; Κι ὅμως, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνας νεκρός, τόν ὁποῖο σέρνουμε διαρκῶς. Ποιός τώρα θά ἔλθη νά κόψη τά σχοινιά· νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπ᾽ τό θάνατο;». Ὁ Χριστός μας πού εἶναι νεκρός ὁ ὁποῖος δίδει ζωή σέ ὅλους. «Γιατί οἱ κύριοι τοῦ νοῦ σου, οἱ λογισμοί σου, ἀντιλέγουν πρός τούς μαθητές τοῦ Δεσπότου, τούς Γέροντές σου, καί δέν σέ ἀφήνουν τελικά νά παραδώσης σ᾽ αὐτούς τό νοῦ σου, ὥστε χρησιμοποιώντας τον ὡς μέσο ὁ Κύριος νά εἰσέλθη στά Ἱεροσόλυμα (τῆς ψυχῆς σου), γιά νά βγάλη ἔξω ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ αὐτούς πού πουλοῦν καί ἀγοράζουν καί νά καταξευτελίση τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους;».