Τα Ίχνη του Θεού
Ἀπό τόν Προτεσταντισμό στήν Ὀρθοδοξία Link to heading
Ὁ Ἀναστάσιος Γκιουζέλης γεννήθηκε τό 1981 στήν Ἀθήνα, στή μικρή Προτεσταντική αἵρεσι τῶν “Ἐργατῶν”, ἡ ὁποία ἔχει πολλά ὀνόματα ὅπως “Ἐκκλησία χωρίς Ὄνομα”, “Χριστιανοί”, “Ἡ Ἀλήθεια”, “Χριστιανοί ἄνευ Δόγματος”, “Ὁ Δρόμος τοῦ Θεοῦ”, “Ἀνώνυμοι Χριστιανοί”, “Φίλοι καί Ἐργάτες”, “Ἐκκλησία τῶν Δύο-Δύο”, “Ἐκκλησία τοῦ Jack Carroll”, “Ἀνώνυμη κατ’ Οἶκον Ἐκκλησία”, “Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης” καί τουλάχιστον 20 ἀκόμη. Ἱδρύθηκε στήν Ἰρλανδία τό 1897 ἀπ’ τούς William Irvine, Edward Cooney καί Jack Carroll. Γι’ αὐτό, ἐπίσης, εἶναι γνωστοί οἱ ὀπαδοί της καί ὡς “Κουνίτες”(Cooneyites), “Ἰρβινίτες”(Irvinites) καί “Καρρολλίτες”(Carrollites), ἀπ’ τά ὀνόματα τῶν ἱδρυτῶν τους Cooney, Irvine καί Carroll.
Ὥς τό 1997, 16 ἐτῶν, πήγαινε σταθερά στίς συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν” πιστεύοντας ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Στό σπίτι του ἀλλά καί σ᾽ ὁλόκληρη τήν πολυκατοικία στήν ὁποία ἔμενε, πολύ συχνά φιλοξενοῦνταν ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο κήρυκες οἱ ὁποῖοι αὐτοονομάζονταν “Ἐργάτες”(Workers) καί “Ἐργάτριες” καί δίδασκαν ὅτι εἶναι συνεχιστές τῶν πρώτων Ἀποστόλων. Δυστυχῶς, δέν μποροῦσε νά φαντασθῆ ὅτι ὑπῆρχαν καί “ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς Ἀποστόλους Χριστοῦ”(Β´ Κορ 11, 13), οἱ ὁποῖοι μάλιστα χειροτονοῦσαν καί γυναῖκες σέ “Ἀποστόλους”, κάτι τό ὁποῖο δέν μαρτυρεῖται στήν Καινή Διαθήκη. Τό 1997, στή Β´ Λυκείου, ἄρχισε νά βρίσκη βαρετές τίς συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν” καί ἔτσι σταμάτησε νά πηγαίνη σ’ αὐτές. Οἱ μῆνες περνοῦσαν καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται ἀπέχθεια γιά τό “Χριστιανισμό” αὐτό τόν ὁποῖο εἶχε γνωρίσει ἐκ γενετῆς.
Ἡ ἀπέχθεια γιά τό Χριστιανισμό ἔδωσε τή σκυτάλη στήν πλήρη ἀδιαφορία γιά τό Θεό καί ἡ ἀδιαφορία γιά τό Θεό τόν ὀδήγησε στήν ἀθεΐα. Ἡ ψυχή καί ἡ ζωή του, ὅμως, στήν οὐσία ἦταν ἄδειες. Αἰσθανόταν ἕνα κενό μέσα του τό ὁποῖο ἤθελε μέ κάτι νά τό γεμίση. Καί ἔτσι προσπάθησε νά τό γεμίση μέ τή rock μουσική, προσπαθώντας νά μιμηθῆ κατά κάποιο τρόπο τή ζωή τῶν χίππηδων τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ἔχοντάς τους ὡς πρότυπο στό ντύσιμο, στή μουσική καί στίς ἰδέες πιστεύοντας ὅτι δέν ὑπάρχουν ἁμαρτίες καί ὅτι ὅλα ἐπιτρέπονται. Ὅποτε ἔρχονταν διάφοροι “Ἐργάτες” ἐπίσκεψι στό σπίτι του, ἔβαζε ἐπίτηδες στή διαπασῶν rock μουσική θέλοντας μ’ αὐτό τόν τρόπο νά τούς δείξη ὅτι ἔχει ξεκόψει ἀπ’ τήν ὁμάδα τους· ἀπ’ τό “Χριστιανισμό” τους. Βαθειά ἡ ψυχή του, ὅμως, ἐπιθυμοῦσε τήν πίστι στό Θεό. Πλέον, ὅμως, μισοῦσε, ἔνιωθε μιά ἀπέχθεια, γιά τό Χριστιανισμό. Ἔτσι ἄρχισε νά ἀσχολῆται μέ τήν ἀρχαία Αἰγυπτιακή θρησκεία τῶν Φαραώ, τοποθετώντας στό δωμάτιό του διάφορα Αἰγυπτιακά εἴδωλα. Ὁ παλαιός “νέος τῶν συναθροίσεων” εἶχε ἀλλάξει.
Προσπάθησε νά κάνη νέους φίλους πού δέν θά γνώριζαν ἐκεῖνο τόν παλαιό “νέο τῶν συναθροίσεων”. Ὕστερα ἀπό ἕνα χρόνο, τό 1998, 18 ἐτῶν γνώρισε κάποια Ὀρθόδοξα ἄτομα, ἡλικίας 20-21 ἐτῶν, 2-3 χρόνια μεγαλύτερά του, ἀπ’ τό ΤΕΙ Ἀθηνῶν, τό ὁποῖο βρίσκεται στή γειτονιά του, νιώθοντας πολύ εὐχαριστημένος πού βρῆκε αὐτή τήν καλή παρέα ὅπου ὁ ἕνας βοηθοῦσε καί στήριζε τόν ἄλλο σέ κάθε δύσκολη στιγμή. Ὁ Ἀναστάσιος ἀπόφευγε νά συζητήση μαζί τους περί Θεοῦ. Εἶχε βαρεθῆ τίς συζητήσεις περί Θεοῦ. Οἱ “Ἐργάτες” κατά διαστήματα τόν ρωτοῦσαν τί σκεπτόταν γιά τό μέλλον του καί μεταξύ σοβαροῦ καί ἀστείου, τούς ἀπαντοῦσε ὅτι θέλει νά γίνη Χίππης. Καί ἐκεῖνοι προσπαθοῦσαν νά τοῦ ἐξηγήσουν τί ἀκριβῶς ἦταν οἱ Χίππης καί ὅτι αὐτό δέν εἶναι καλή ἐπιλογή γιά τή ζωή κάποιου. Το Σεπτέμβρη τοῦ 1999 στήν Ἀθήνα, ὅπου καί ἔμενε, ἔγινε ἕνας μεγάλος σεισμός, κάτι τό πρωτόγνωρο γι’ αὐτόν.
Γιά ἀρκετές ἡμέρες γίνονταν μετασεισμοί καί ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί συσσωρευόταν μέσα του ὁ φόβος γιά κάτι χειρότερο μέ ἀποτέλεσμα τά βράδια νά μή μπορῆ, ὄχι νά κοιμηθῆ, ἀλλά οὔτε κἄν νά ξαπλώση στό κρεββάτι. Κάποιο βράδυ, ἐνῶ ἦταν ξύπνιος καί οἱ ὑπόλοιποι στήν οἱκογένειά του κοιμόνταν, σκέφθηκε νά τακτοποιήση τή βιβλιοθήκη του καί ἔτσι ὅπως ἔβγαλε ἀπ’ αὐτήν ὅλα τά βιβλία καί τά λοιπά πράγματα, στό βάθος ἐνός ραφιοῦ καί μέσα σέ σκόνες βρῆκε μιά μικρή Κ. Διαθήκη τήν ὁποία τοῦ τήν εἶχαν δώσει ἀρκετά χρόνια πρίν. Τακτοποίησε τή βιβλιοθήκη καί, μιᾶς καί εἶχε ὅλο τό βράδυ μπροστά του, σκέφθηκε νά διαβάση λίγο Κ. Διαθήκη, ἀφοῦ καί δέν κοιμόταν οὔτε ἔκανε κάτι ἄλλο. Μέ τό πού τήν ἄνοιξε σέ τυχαία σελίδα καί ἄρχισε νά διαβάζη ἔμεινε ἔκπληκτος. Ἡ καρδιά του γέμισε ἠρεμία, θάρρος καί χαρά. Ὅλη ἡ τρομάρα τήν ὁποία εἶχε συσσωρευμένη μέσα του ἀπ’ τόν πρῶτο σεισμό καί τούς ἐπανειλημμένους μετασεισμούς ἐξαφανίσθηκε ἀμέσως. Πλέον δέν αἰσθανόταν φόβο γιά τούς μετασεισμούς. Ἀμέσως σκέφθηκε ὅτι ὑπάρχει Θεός καί ὅτι μόλις τοῦ τό ἔδειξε!
Τό ἑπόμενο πρωΐ πῆρε χαρούμενος τηλέφωνο τήν παρέα του καί τούς εἶπε: “Ξέρετε τί νά κάνετε γιά νά μή φοβᾶσθε τούς σεισμούς; Νά διαβάζετε Κ. Διαθήκη!”. Ἔμειναν ἔκπληκτοι μ’ αὐτό τό ὁποῖο ἄκουσαν. Δέν περίμεναν νά ἀκούσουν κάτι τέτοιο, διότι ποτέ ὁ Ἀναστάσιος δέν εἶχε ἀφήσει νά φανῆ ἡ Χριστιανική του πλευρά. Ἔτσι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά ξαναπιστεύη ὅτι ὑπάρχει Θεός καί τήν Κυριακή γιά πρώτη φορά ὕστερα ἀπό 2 χρόνια ξαναπῆγε στίς Προτεσταντικές συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν”. Ὅλοι ἐκεῖ χάρηκαν πού τόν ξαναεῖδαν καί τόν καλωσόρισαν μ’ ἕνα θερμό “καλωσῆλθες”.
Ἔτσι ἀπό τότε πήγαινε κανονικά πάλι στίς Προτεσταντικές συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν” καί μάλιστα πρῶτος ἀπ’ ὅλους. Κάποια ἡμέρα προσπάθησε νά μιλήση σέ κάποιο ἄτομο ἀπ’ τήν παρέα του περί τῶν Προτεσταντικῶν συναθροίσεων τῶν “Ἐργατῶν” ὅπου πήγαινε, λέγοντάς του ὅτι κάθε Κυριακή γίνονται στήν πολυκατοικία ὅπου ἔμενε, στό διαμέρισμα τῆς γιαγιᾶς του, κάποιες “συναντήσεις” ὅπου διαβάζεται τό Εὐαγγέλιο καί ψέλνονται διάφοροι Χριστιανικοί ὕμνοι, προτείνοντάς του νά ἔλθη ἄν θέλη. Τό ἄτομο αὐτό μέ τή σκέψι ὅτι ὁ Ἀναστάσιος βρίσκεται σέ κάποια Χριστιανική αἵρεσι καί ὅτι προσπαθεῖ τώρα νά τοῦ κάνη προσηλυτισμό στήν αἵρεσι, ἔφυγε συγκλονισμένο, γεμάτο ταραχή, βιαστικά, μή ξέροντας τί νά τοῦ πῆ καί πώς νά ἀντιμετωπίση τήν πρόσκλησί του στίς αἱρετικές συναθροίσεις. Ὁ Ἀναστάσιος δέν μποροῦσε νά καταλάβη τό γιατί ἔφυγε ἔτσι. Τό ρώτησε τήν ἑπομένη ἡμέρα καί δέν ἔλαβε καμμιά ἀπάντησι. Κάποια ἡμέρα τό ἴδιο ἄτομο ἀπ’ τήν παρέα τόν ρώτησε ἄν εἶναι βαπτισμένος Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ὁ Ἀναστάσιος ἔπεσε σέ ἀμηχανία. Φοβόταν νά πῆ τήν ἀλήθεια γιατί δέν ἤξερε πῶς θά τό πάρη ὁ ἄλλος. Καί ἔτσι εἶπε πώς δέν γνωρίζει. Τό ἄτομο αὐτό τοῦ ἀπάντησε πώς δέν γίνεται νά μή γνωρίζη ἄν εἶναι βαπτισμένος Ὀρθόδοξος ἤ ὄχι. Γεμάτος καί πάλι ἀμηχανία ὁ Ἀναστάσιος εἶπε ὅτι θά τηλεφωνήση στό σπίτι του νά ρωτήση…
Ρώτησε τή μητέρα του ἄν εἶναι βαπτισμένος Ὀρθόδοξος καί αὐτή τοῦ ἀπάντησε: “Δεν ξέρεις; Τί εἶναι αὐτό πού ρωτᾶς; Φυσικά καί δέν εἶσαι”. Τό εἶπε στό ἄτομο αὐτό καί ἐκεῖνο ἔδειξε ὅτι συγκλονίσθηκε καί στενοχωρήθηκε γι’ ἄλλη μιά φορά μαθαίνοντας καί ἐπίσημα ὅτι δέν εἶναι Ὀρθόδοξος. Τήν ἑπομένη ἡμέρα ἡ παρέα του μέ ἤρεμο τρόπο προσπάθησε νά τοῦ μιλήση λέγοντάς του ὅτι βρίσκεται στήν πλάνη τῆς αἱρέσεως καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια τήν ὁποία ἄφησε ὁ Χριστός. Ὁ ἤρεμος “νέος τῶν συναθροίσεων“ γέμισε ὀργή. Ξεχνώντας ὅτι συζητάει μέ ἄτομα πού τόν ἀγαποῦν πραγματικά, ἀπ’ τήν παρέα του, γεμάτος ὀργή ἄρχισε νά μιλᾶ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατηγορώντας την ὅτι δέν ἔχει σωστούς κληρικούς, μή γνωρίζοντας ὅτι ὑπάρχουν καί εὐλαβεῖς καί σωστοί κληρικοί. Ἡ παρέα του στενοχωρημένη γιά τή συμπεριφορά τοῦ φίλου τους σταμάτησαν τή συζήτησι καί προσπάθησαν νά ἠρεμήσουν. Τήν ἑπομένη ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Ἀναστάσιος εἶχε ἠρεμήσει, ἡ παρέα του μέ ἤρεμο πάλι καί διακριτικό τρόπο ξαναπροσπάθησε νά τοῦ ἐξηγήση ὅτι βρίσκεται στή πλάνη τῆς αἱρέσεως. Ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε πάλι γεμάτος ὀργή, μιλώντας μέ μίσος καί μέ πολύ ἄσχημο τρόπο κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ ἀποτέλεσμα ἡ παρέα του νά στενοχωρηθῆ πολύ γιά τήν ἄσχημη συμπεριφορά τοῦ φίλου τους.
Ὁ Ἀναστάσιος καταλάβαινε ὅτι μίλησε ἄσχημα ἀλλά ὀ ἐγωϊσμός του δέν τόν ἄφηνε νά τό παραδεχθῆ. Στή συνέχεια ἡ παρέα του μέ ἤρεμο πάλι τρόπο καί ἀγάπη Χριστοῦ ξαναπροσπάθησε νά τοῦ ἐξηγήση ὅτι βρισκόταν σέ πλάνη. Ἦταν, ὅμως, δύσκολο διότι δέν γνώριζαν ἁγιογραφικά χωρία. Ἐνῶ ἄρχισαν μέ ἠρεμία νά τοῦ μιλοῦν ὅπως μποροῦν γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἐνῶ πάλι γεμάτος ὀργή ὁ Ἀναστάσιος ἑτοιμαζόταν νά τούς ἀπαντήση, συλλογίσθηκε ἀπό μέσα του λέγοντας στόν ἑαυτό του: “Βρέ Τάσο, γνωρίζεις ὅτι τά ἄτομα αὐτά σέ ἀγαπᾶνε πραγματικά καί στό ἔχουν ἀποδείξει πάρα πολλές φορές σέ διάφορα προβλήματα καί δυσκολίες, στή σχολή κλπ.. Ἐπίσης, ποτέ δέν σοῦ ἔχουν πεῖ ψέμματα. Ποτέ δέν σέ ἔχουν κοροϊδέψει. Ὅσον ἀφορᾶ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τήν ὁποία προσπαθοῦν νά σοῦ μιλήσουν δέν γνωρίζεις τίποτε. Πῶς εἶσαι σίγουρος πώς ὅλα αὐτά πού σοῦ λένε εἶναι λάθος; Πρῶτα πήγαινε νά δῆς τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τήν ὁποία σοῦ μιλᾶνε καί ὕστερα βγάλε κάποιο συμπέρασμα…”.
Καί ἔτσι ἀντί νά τούς ἀπαντήση ὀργισμένος, μέ ἠρεμία διαβεβαίωσε τήν παρέα του ὅτι θά τό ψάξη τό θέμα γιά τό ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια, πηγαίνοντας νά δῆ τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τόν ρώτησαν ἄν ἤξερε νά κάνη τό σταυρό του καί τούς ἀπάντησε “νομίζω”, ἀλλά ἐπειδή δέν ἤξερε νά τόν κάνη σωστά τοῦ ἔδειξαν τό πῶς ἀκριβῶς πρέπει νά τόν κάνη. Ἀπό δεξιά πρός τ᾽ ἀριστερά καί ὄχι ἀπό ἀριστερά πρός τά δεξιά ὄπως τόν ἔκανε ἐκεῖνος. Ὕστερα ἀπό μερικές μέρες ἀποφάσισε νά πάη μόνος του στόν Ὀρθόδοξο ναό τῆς γειτονιᾶς του καί στεκόμενος μπροστά σέ κάποια Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας ἔκανε τό Σταυρό του καί εἶπε τά ἑξῆς λόγια ἀπό μέσα του πρός τό Χριστό: “Χριστέ μου δέν γνωρίζω ἄν ὁ τόπος στόν ὁποῖο βρίσκομαι αὐτή τή στιγμή, δηλαδή ὁ Ὀρθόδοξος Ναός, εἶναι σωστός. Οὔτε ξέρω ἄν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο αὐτή τή στιγμή προσεύχομαι, δηλαδή ὅτι προσεύχομαι μπροστά σέ μία Εἰκόνα Σου καί ὅτι κάνω τόν Σταυρό μου, εἶναι σωστός. Γνωρίζω, ὅμως, ὅτι λές μέσα στό Εὐαγγέλιο, ‘Ὅποιος Μοῦ κτυπήση, θά τοῦ ἀνοίξω’.
Ἀπ’ τή στιγμή πού ὑπάρχεις Χριστέ μου καί λές, ‘Ὅποιος Μοῦ κτυπήση, θά τοῦ ἀνοίξω’, δεῖξε μου ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια· αὐτό τό ὁποῖο πιστεύουν οἱ γονεῖς μου ἤ αὐτό τό ὁποῖο πρεσβεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Δεῖξε μου ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί δέν θά Σέ ἀρνηθῶ. Καί πρίν μοῦ δείξης ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια δέν θά συζητήσω οὔτε μέ κάποιο Ὀρθόδοξο κληρικό γιά νά μοῦ ἐξηγήση τί διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οὔτε μέ κάποιον ‘Ἐργάτη’ γιά νά μοῦ πῆ τί πιστεύουν ἐκεῖνοι. Θά περιμένω νά μοῦ δείξης Ἐσύ ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Δείξε μου, Χριστέ μου, ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί δέν θά Σέ ἀρνηθῶ! Ἀμήν”. Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ἡ παρέα του δέν τοῦ ξαναεῖπε τίποτε περί Ὀρθοδοξίας. Κάποια ἡμέρα μόνο τοῦ εἶπαν ὅτι πρέπει νά κάνη τό σταυρό του ὅποτε περνάει μπροστά ἀπό κάποια ἐκκλησία. Καί ἐκεῖνος τό δέχθηκε.
Καί ἄρχισε νά πηγαίνη μόνος του μία Κυριακή στήν Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία προσευχόμενος θερμά νά τοῦ δείξη ὁ Θεός τήν Ἀλήθεια καί μία Κυριακή ἐναλλάξ στίς συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν” προσευχόμενος πάλι θερμά νά τοῦ δείξη ὁ Θεός ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἐπίσης, κάθε βράδυ γονάτιζε στό κρεββάτι του πρίν ξαπλώση, προσευχόμενος καί πάλι στό Θεό νά τοῦ δείξη τήν Ἀλήθεια. Οἱ φίλοι του δέν τοῦ ἔλεγαν τίποτε γιά τό θέμα αὐτό, ἀλλά γνώριζαν ἀπ’ τόν ἴδιο ὅτι πήγαινε καί στίς Ὀρθόδοξες Θ. Λειτουργίες. Κάποια ἡμέρα, ἀρχές τοῦ 2000, τοῦ πρότεινε ἡ παρέα του ἄν ἤθελε νά πᾶνε μονοήμερη ἐκδρομή στήν Αἴγινα γιά νά ἐπισκεφθοῦν τή Μονή τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου. Καί ἀπάντησε “πᾶμε”, σκεπτόμενος ὅτι δέν ἔχει νά χάση τίποτε. Πάνω στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου τούς ζήτησε νά μείνη λίγο μόνος. Ἔκανε μιά βόλτα καί πῆγε στό μέρος στό ὁποῖο ἦταν ὁ τάφος τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου. Ἔβλεπε κάποιους πιστούς νά γονατίζουν μπροστά στόν τάφο τοῦ Ἁγίου καί νά προσεύχωνται. Τοῦ φάνηκε παράξενο αὐτό, ἀλλά τοῦ ἔκανε καί ἐντύπωσι.
Ὅταν ἄδειασε ὁ χῶρος καί ἔμεινε μόνος του γονάτισε καί εἶπε στόν Ἅγιο: “Ἅγ. Νεκτάριε, ἄν ὑπάρχης καί μ’ ἀκοῦς καί ἄν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἀλήθεια, βοήθησέ με καί δεῖξτο μου…”. Ὕστερα ἀπό λίγα λεπτά σηκώθηκε καί πῆγε νά βρῆ τά παιδιά τά ὁποῖα τόν περίμεναν στήν ἔξοδο τοῦ Μοναστηριοῦ γιά νά φύγουν. Μόλις τόν εἶδαν ξαφνιάσθηκαν, νομίζοντας ὅτι κάτι ἄσχημο τοῦ συμβαίνει. Καί μέ ἐνδιαφέρον τόν ρωτοῦσαν, “Εἶσαι καλά; Φαίνεσαι κάπως… Σοῦ συμβαίνει κάτι καλό ἤ κάτι ἄσχημο;”. Γεμάτος ἀπορία τούς διαβεβαίωσε ὅτι εἶναι καλά διαπιστώνοντας, ὅμως, ὅτι αἰσθανόταν μία παράξενη ἠρεμία τήν ὁποία μᾶλλον τήν εἶχαν διακρίνει τά παιδιά πού ἀνήσυχα ἐπέμεναν νά τόν ρωτᾶνε ἄν εἶναι καλά ἤ ὄχι. Τά διαβεβαίωσε γι’ ἄλλη μιά φορά ὅτι εἶναι μιά χαρά καί ὅτι τό μόνο τό ὁποῖο ἔκανε ἦταν προσευχή ὅπως ἔκαναν ὅλοι ἐκεῖ στό Μοναστήρι. Τήν παράξενη ἠρεμία τήν ὁποία αἰσθανόταν δέν τήν ἑρμήνευσε, οὔτε τήν ἀνέφερε στά παιδιά, ἁπλά γνώριζε ὅτι τήν εἶχε αἰσθανθῆ. Τήν ἑπομένη ἡμέρα εὑρισκόμενος πίσω στήν Ἀθήνα πῆρε τηλέφωνο τήν παρέα του γιά νά τούς πῆ ἐντυπώσεις ἀπ’ τήν Μονή τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου. Πρίν πάρη τηλέφωνο γνώριζε πολύ καλά ὅτι τήν προηγούμενη ἡμέρα εἶχαν πάει στόν Ἅγ. Νεκτάριο τῆς Αἴγινας. Μέ τό ποῦ πῆρε, ὅμως, τηλέφωνο ἄρχισε νά λέη χωρίς νά τό καταλάβη ὅτι εἶχαν πάει στόν… Ἅγ. Ἀνδρέα τῆς Αἴγινας!
Ἡ παρέα του νόμιζε ὅτι τούς ἔκανε πλάκα καί ἀποροῦσε πῶς γίνεται νά μή θυμᾶται ποῦ εἶχαν, μόλις τήν προηγούμενη ἡμέρα, πάει. Εἶχε ξεχάσει ἐντελῶς τό ὄνομα τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου καί ἐπέμενε ὅτι εἶχαν πάει στόν Ἅγ. Ἀνδρέα τῆς Αἴγινας. Ὅταν τό ἄλλο ἄτομο τοῦ θύμισε ὅτι εἶχαν πάει στόν Ἅγ. Νεκτάριο τῆς Αἴγινας καί ὄχι σέ Ἅγ. Ἀνδρέα, θυμήθηκε ἀμέσως τό ποῦ εἶχαν πάει καί μέ τήν ἀπορία πῶς γίνεται νά τό ξεχάση, ζήτησε συγγνώμη. Οἱ μῆνες στή συνέχεια περνοῦσαν μέ τό νά πηγαίνη μία Κυριακή στήν Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία καί μία Κυριακή ἐναλλάξ στίς συναθροίσεις τῶν “Ἐργατῶν”, προσευχόμενος πάντα θερμά νά τοῦ δείξη ὁ Θεός ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ὄλους αὐτούς τούς μῆνες μέ τήν παρέα του δέν εἶχε καμμία συζήτησι περί τοῦ ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἡ παρέα του δέν ἤθελε νά τόν πιέση. Ἁπλά προσευχόταν δίχως νά τό ξέρη ὁ ἴδιος, γνωρίζοντας ὅτι καμμία προσευχή δέν πάει χαμένη. Ἀκόμη καί ἡ πιό μικρή. Τό καλοκαίρι τοῦ 2000 ἡ παρέα του, τοῦ πρότεινε νά πᾶνε στήν Παναγία τῆς Τήνου, ἄν ἤθελε. Δέχθηκε σκεπτόμενος πάλι ὅτι δέν ἔχει νά χάση τίποτε. Στή Τῆνο ἔμειναν δύο ἡμέρες ἐπειδή ἦταν μακριά. Τήν πρώτη ἡμέρα ἐπισκέφθηκαν τήν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Τήνου ὅπου πῆγε μπροστά στήν θαυματουργική Εἰκόνα τῆς Παναγίας πού βάσταζε τό Χριστό στήν ἀγκαλιά της καί μ’ ἐγκάρδια προσευχή ξαναεῖπε: “Χριστέ μου, δεῖξε μου ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί δέν θά Σέ ἀρνηθῶ!”. Ὕστερα, καθώς ἔφευγαν ἀπ’ τήν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Τήνου, ἡ παρέα του σταμάτησε σ’ ἕνα πάγκο ἔξω ἀπ’ τήν Ἐκκλησία ὅπου πουλοῦσαν Εἰκονίτσες, κεράκια κλπ.. Ὁ Ἀναστάσιος τούς περίμενε νά ψωνίσουν γιά νά συνεχίσουν τόν δρόμο τους καί κάποιο ἄτομο ἀπ’ τήν παρέα τοῦ εἶπε: “Μήν ντρέπεσαι, ἄν θέλης πάρε καί ἐσύ μία Εἰκονίτσα”.
Ἔτσι ἀγόρασε μία μικρή Εἰκονίτσα τῆς Παναγίας τῆς Τήνου. Τό βράδυ ὅπου πῆγε στό δωμάτιό του στό ξενοδοχεῖο ἄφησε τήν Εἰκονίτσα μέσα σ’ ἕνα σακουλάκι πάνω στό κομοδίνο καί ἄναψε στό κηροπήγιο ἕνα κερί. Ξάπλωσε στό κρεββάτι καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος δίχως νά τό καταλάβη. Στή μέση τῆς νύκτας ξύπνησε ξαφνικά τρομαγμένος κι ἀμέσως εἶδε ὅτι τό κερί ἀπέναντι στό κομοδίνο εἶχε λιώσει μ’ ἀποτέλεσμα νά ἔχη ἀρχίσει νά πιάνη φωτιά τό ξύλινο κομοδίνο. Σηκώθηκε γρήγορα καί ἔντρομος μ’ ἕνα ροῦχο ἔσβησε τή φωτιά. Καθώς ὕστερα κοίταξε τό σακουλάκι μέ τήν Εἰκονίτσα πάνω στό κομοδίνο, αὐθόρμητα σκέφθηκε ὅτι πιθανόν ἡ Παναγία νά τόν βοήθησε νά ξυπνήση ἔτσι ξαφνικά καί ἐγκαίρως προλαβαίνοντας τή φωτιά πρίν ἐξαπλωθῆ περισσότερο. Τήν ἑπομένη ἡμέρα καθώς ἐπέστρεψαν στήν Ἀθήνα, κρέμασε τήν Εἰκονίτσα τῆς Παναγίας στόν τοῖχο πάνω ἀπ’ τό γραφεῖο του, στό δωμάτιό του. Δέν εἶχε ἀκόμη πιστεύσει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἀληθινή Ἐκκλησία τήν ὁποία ἄφησε ὁ Χριστός, ἀλλά κάτι τοῦ ἔλεγε ὅτι ἡ Παναγία τόν εἶχε βοηθήσει νά ξυπνήση ἐγκαίρως πρίν ἐξαπλωθῆ ἡ φωτιά. Καί γι’ αὐτό τό λόγο ἀποφάσισε νά κρεμάση τήν Εἰκονίτσα στό δωμάτιό του. Καί περίμενε μέ ἀγωνία πῶς θά ἀντιδροῦσαν οἱ γονεῖς του βλέποντάς την. Ὅταν τήν εἶδαν οἱ γονεῖς του, γιά πρώτη φορά κατάλαβαν ὅτι ὁ γιός τους σχετίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἐξαγριωμένοι καί ξαφνιασμένοι τοῦ εἶπαν νά τήν πετάξη κι ἐκεῖνος προσπάθησε νά τούς ἐξηγήση ὅτι δέν ἔκανε κάτι κακό καί ὅτι, ἐπίσης, ἔχει κάθε δικαίωμα νά ἔχη στό δωμάτιό του ὅ,τι θέλει, ὅπως καί τά ὑπόλοιπα ἀδέλφια του ἐξάλλου. Οἱ φασαρίες συνεχίζονταν σέ καθημερινή βάσι. Γιά τό φόβο μήπως τοῦ τήν πετάξουν ὅταν ἔλειπε ἀπ’ τό σπίτι τήν ἔπαιρνε μαζί του καί καθώς ἐπέστρεφε τήν ξανακρεμοῦσε. Ἕνα βράδυ ἡ μητέρα του ἐπέμενε νά πετάξη τήν Εἰκονίτσα καί ἐκεῖνος ἀρνιόταν. Νευριασμένη ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι ἄν ἡ ἴδια ξυπνήση τό πρωΐ καί εἶναι ἀκόμη κρεμασμένη ἡ Εἰκονίτσα θά τήν πετάξη. Καί ἐκεῖνος, αὐτή τή φορά, τῆς εἶπε μέ ἠρεμία “Κάνε ὅ,τι σέ φωτίση ὁ Θεός…”, σκεπτόμενος ἀπό μέσα του ὅτι ἄν ὁ Θεός δέχεται τήν Ὀρθοδοξία ὡς Ἀλήθεια θά τή φωτίση νά μή τήν πετάξη. Καί ἄν ὁ Θεός δέχεται τήν ὁμάδα τῶν “Ἐργατῶν“ ὡς Ἀλήθεια θά τή φωτίση νά τήν πετάξη. Καί ἔτσι θά καταλάβαινε ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Τό πρωΐ πού ξύπνησε γιά νά πάη στή σχολή του, οἱ γονεῖς του εἶχαν φύγει γιά τή δουλειά τους χωρίς νά πετάξουν τήν Εἰκονίτσα. Χάρηκε πού δέν τοῦ τήν πέταξαν χωρίς, ὅμως, νά εἶναι πεπεισμένος πώς τό ὅτι δέν τοῦ τήν πέταξαν εἶναι ἀπόδειξι ὅτι ἡ Ἀλήθεια βρίσκεται στήν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι ἔφυγε γιά τή σχολή του ἀφήνοντας τήν Εἰκονίτσα κρεμασμένη στόν τοῖχο. Τό μεσημέρι πού γύρισε στό σπίτι, ἔκπληκτος διαπίστωσε ὅτι ἡ Εἰκονίτσα ἔλειπε. Εἶχαν γυρίσει τ᾽ ἀδέλφια του καί τήν εἶχαν ξεκρεμάσει κρύβοντάς την κάτω ἀπό ἕνα βιβλίο πάνω στό γραφεῖο του. Δέν τούς εἶπε τίποτε. Ἡ ὥρα ἦταν 14:00 καί στενοχωρημένος ἐπειδή δέν μποροῦσε νά καταλάβη ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιά νά συναντήση στίς 15:00 κάποιο ἄτομο ἀπ’ τήν παρέα του, τήν Π., στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, στήν Πλάκα, γιά μία μεσημεριανή βόλτα. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῶ ὁ ἴδιος θά ἔλειπε, ἡ μητέρα του στίς 15:30 θά ἐπέστρεφε ἀπ’ τή δουλειά στό σπίτι. Καί σκεπτόταν ἄν θά ἔπρεπε νά ἀφήση τήν Εἰκονίτσα κρεμασμένη στό δωμάτιό του ἤ θά ἔπρεπε νά τήν πάρη μαζί του ἀπό φόβο μήπως τοῦ τήν πετάξη, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ τό προηγούμενο βράδυ. Ἔτσι ἀποφάσισε νά τήν αφήση στό σπίτι καί τό ἄν θά τήν πέταγε ἤ ὄχι θά ἦταν μία ἀπόδειξι γιά τό ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός θά τοῦ δείξη ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἔκαμε τόν Σταυρό του, ἀσπάσθηκε τήν Εἰκονίτσα καί τήν ἄφησε κρεμασμένη στόν τοῖχο. Ἔτσι συναντήθηκαν στήν Πλάκα τῆς Ἀθήνας καί καθώς περπατοῦσαν κάποια στιγμή ἡ Π. τοῦ εἶπε ὅτι δέν αἰσθάνεται καλά καί ὅτι ζαλίζεται. Ὄντως εἶχε χλωμιάσει καί ὁ Ἀναστάσιος τῆς εἶπε νά κάτση κάτω σ’ ἕνα πεζούλι πού ἦταν ἐκεῖ κοντά καί πῆγε νά τῆς ἀγοράση μιά πορτοκαλάδα. Καθώς ἔβαλε τό χέρι του στήν τσέπη τοῦ παντελονιού του γιά νά βγάλη χρήματα νά πληρώση, γνωρίζοντας ὅτι στήν τσέπη του εἶχε μόνο λεφτά καί τά κλειδιά του, τοῦ φάνηκε ὅτι ἔπιασε κάποιο ἀντικείμενο σέ σχῆμα “Ω”. Πάνω στήν ἀγωνία του, ὅμως, δέν ἔδωσε σημασία, ἔβγαλε γρήγορα τά ψιλά, πλήρωσε τήν πορτοκαλάδα καί τήν ἔδωσε στήν Π. ἡ ὁποία τήν ἤπιε καί συνῆλθε. Συνέχισαν τόν περίπατο στήν Πλάκα καί ὕστερα ἀπό ἕνα μισάωρο, ἐνῶ ἁπλά περπατοῦσαν χωρίς νά συζητοῦν κάτι συγκεκριμένο, ἀναρωτήθηκε ἀπό μέσα του ἄν ἦταν ἰδέα του αὐτό πού τοῦ φάνηκε ὅτι ἔπιασε στήν τσέπη του πρίν μισή ὥρα σέ σχῆμα “Ω” καί αὐθόρμητα ἔβαλε τό χέρι του στή τσέπη γιά νά δῆ ἄν ὄντως ἔπιασε κάτι ἤ ἦταν ἁπλά ἡ ἰδέα του. Μέ ἔκπληξι διαπίστωσε ὅτι στήν τσέπη του βρισκόταν ἡ Εἰκονίτσα, καί τό “Ω“ τό ὁποῖο ὡς σχῆμα ἔπιασε ἦταν τό κρικάκι πού ἔχει γιά νά κρεμιέται! Ἀμέσως εἶπε στήν Π. τί συνέβη ἀλλά ἐκείνη δέν τόν πίστευε. Τοῦ ἔλεγε μήπως τήν πῆρε μαζί του ὅπως τίς ἄλλες φορές, λόγῳ τῶν φασαριῶν καί δέν τό θυμόταν. Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι δέν τήν πῆρε αὐτή τή φορά μαζί του καί ὅτι μάλιστα τήν ἄφησε στό σπίτι ὡς κριτήριο γιά τό ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἡ Π. δέν τόν πίστευε καί ἐπειδή ὁ Ἀναστάσιος ἐπέμενε ὅτι 100% δέν τήν εἶχε πάρει μαζί του, ἡ Π. τοῦ εἶπε: “Ἐντάξει, τό ἀπόγευμα πού θά γυρίσης στό σπίτι ξανακρέμασέ την νά δοῦμε τί θά σοῦ ποῦν”. Ἔτσι, τό ἀπόγευμα καθώς γύρισε στό σπίτι τήν ξανακρέμασε καί ὅταν τήν εἶδαν οἱ γονεῖς του δημιουργήθηκε φασαρία μ’ ἀποτέλεσμα τό βράδυ, πρίν ξαπλώση γιά ὕπνο, νά τήν ξεκρεμάση ἀπό φόβο μήπως τοῦ τήν πετάξουν. Τό ἑπόμενο πρωΐ ἔφυγε γιά τή σχολή του παίρνοντας μαζί τήν Εἰκονίτσα καί γύρισε στό σπίτι τό βράδυ ὅπου καί τήν ξανακρέμασε. Βλέποντάς την ἡ μητέρα του, τοῦ ἔκανε μεγάλη φασαρία καί νευριασμένη τοῦ εἶπε: “Δέν φθάνουν ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μᾶς ἔχεις κάνει, ἔχεις τόσο πολύ θράσος, πού ἐνῶ σοῦ εἶχα πεῖ ὅτι ἄν τήν κρεμάσης θά στήν πετάξω, ἐσύ τήν κρέμασες καί στήν πῆρα καί πῆγες ὕστερα καί μοῦ τήν πῆρες μέσα ἀπ’ τό μπουρνούζι μου”. Ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια, ὁ Ἀναστάσιος, ἔμεινε ἔκπληκτος. Γνώριζε ὅτι κάτι τό ὑπερφυσικό εἶχε συμβεῖ, ἀλλά σέ καμμιά περίπτωσι δεν περίμενε ὅτι θά τοῦ τό ἐπιβεβαίωνε καί ἡ μητέρα του. Καί τῆς εἶπε τί ἀκριβῶς εἶχε συμβῆ, τονίζοντάς της ὅτι δέν τήν εἶχε πάρει, ἀλλά ὅτι ἡ Εἰκονίτσα βρέθηκε θαυματουργικά στήν τσέπη του. Ἡ μητέρα του πῆγε γρήγορα στό δωμάτιό του καί ξεκρέμασε τήν Εἰκονίτσα ἀνοίγοντας τό παράθυρο μέ σκοπό νά τήν πετάξη καί φωνάζοντας ὅτι εἶναι κάτι τό σατανικό αὐτή ἡ Εἰκονίτσα. Ὁ Ἀναστάσιος ἔτρεξε προλαβαίνοντάς την πρίν τήν πετάξη καί τῆς τήν πῆρε. Μέ ὅλα αὐτά ὁ Ἀναστάσιος πίστεψε πώς μόλις ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί ἔτσι ἀποφάσισε νά πάη νά μιλήση μέ τόν Ἱερέα της ἐνορίας του. Μίλησε στόν ἐφημέριο πατέρα Ἀνδρέα διηγούμενος σ᾽ αὐτόν ὅλη τήν ἱστορία του γιά τό πῶς πίστεψε. Ὁ πατήρ Ἀνδρέας τόν ἄκουσε προσεκτικά, λέγοντάς του στό τέλος πώς ἔχει κάθε δικαίωμα νά πιστεύη ὅ,τι ὁ ἴδιος θέλει, ὅμως, ἐπειδή μένει μέ τούς γονεῖς του, καλύτερα νά ἔχη τήν Εἰκονίτσα μαζί του, νά μήν τήν κρεμάη γιά νά μήν ἔχουν φασαρίες στό σπίτι καί στό μέλλον, πρῶτα ὁ Θεός, στό δικό του σπίτι θά κάνη ὅ,τι θέλει. Ἔκτοτε, εἶχε συνεχῶς τήν Εἰκονίτσα μαζί του καί κάθε Κυριακή πήγαινε πλέον μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ πατέρας του πρίν παντρευθῆ καί κάνει οἰκογένεια εἶχε γίνει “Ἐργάτης”, κήρυκας, μ’ ἀποτέλεσμα νά μπορῆ νά ἑρμηνεύη τήν Ἁγ. Γραφή κατά τόν Προτεσταντικό τρόπο, δηλαδή παρερμηνεύοντάς την καί παραβλέποντας διάφορα ἁγιογραφικά χωρία. Ἔτσι κάλεσε τόν Ἀναστάσιο μέ σκοπό νά τοῦ ἀποδείξη πῶς μέσῳ τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι στήν πλάνη. Ὁ Ἀναστάσιος ἤλπιζε ὅτι θά μποροῦσε νά τοῦ ἀπόδείξη τό ἀντίθετο. Ὅμως, δέν ἤξερε τίποτε ἀπό ἀντιαιρετικά ἁγιογραφικά ἐπιχειρήματα. Ὁ πατέρας του ξεκίνησε μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι οἱ Ἱερές Εἰκόνες εἶναι εἰδωλολατρία καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν εἶναι, διότι δέν λατρεύουμε οὔτε τό ξύλο, οὔτε τούς εἰκονιζομένους Ἁγίους καί ὅτι ἡ προσκύνησι εἶναι τιμητική καί ὄχι λατρευτική, κάτι μέ τό ὁποῖο ὁ πατέρας του δέν συμφωνοῦσε. Ὕστερα ὁ πατέρας του ἄρχισε νά τοῦ δείχνη διάφορα ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα ὅπως ἰσχυριζόταν ἦταν ἐναντίον τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τῆς Ἱερωσύνης, τῆς νηστείας καί, καθώς ἐπίσης, ἐναντίον τῶν Ἁγίων καί τῆς Θεοτόκου. Δυστυχῶς ὁ Ἀναστάσιος, ἄν καί γνώριζε πώς δέν εἶναι ἔτσι, δέν ἤξερε πῶς νά τοῦ τό ἀποδείξη ἁγιογραφικά· καί προτίμησε νά μήν ἀπαντήση καθόλου. Ὁι ἡμέρες περνοῦσαν καί καθημερινά ὁ πατέρας του τόν καλοῦσε γιά νά τοῦ δείξη καί ἄλλα ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα, ὅπως λανθασμένα ἰσχυριζόταν, ἀποδείκνυαν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι στήν πλάνη. Ὁ Ἀναστάσιος ἄλλες φορές πήγαινε γιά νά μιλήση μαζί του, ἐπειδή ἐπέμενε, καί ἄλλες ὄχι, ἐπειδή γνώριζε ὅτι ὁ πατέρας του παρερμηνεύει τήν Ἁγ. Γραφή καί ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἦταν σέ θέσι νά τοῦ τό ἀποδείξη ἐπειδή δέν γνώριζε καλά τήν Ἁγ. Γραφή. Ἕνα πρωϊνό καθώς ὁ Ἀναστάσιος ἔφευγε γιά τό ΤΕΙ, τόν σταμάτησε ὁ πατέρας του γιά νά τοῦ δείξη κάτι στήν Ἁγ. Γραφή. Ἄρχισε νά τοῦ φέρνη ξανά ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας, καί μέ τά πολλά αὐτή τή φορά κατάφερε νά τόν πείση ὀτι ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται σέ πλάνη. Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος πεπεισμένος ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι λάθος ξεκίνησε γιά τή σχολή του σκεπτόμενος ἄν πρέπη νά πῆ στήν παρέα του ὅτι τελικά πείσθηκε ἀπ’ τόν πατέρα του ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι λάθος. Ἔτσι, δυναμικά κάνοντας γροθιά τό χέρι του καί σκεπτόμενος ὅτι ἔχει δίκιο ὁ πατέρας του στό ὅτι ἡ Ὁρθοδοξία εἶναι λάθος πῆρε τήν ἀπόφασι νά τούς τό πῆ. Στή σχολή συνάντησε τήν Π. ἀπ’ τή παρέα του καί τῆς εἶπε ὅτι πείσθηκε ἀπ’ τόν πατέρα του ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι λάθος. Ἐκείνη χωρίς θυμό ἀλλά μέ ἔμφασι καί δάκρυα στά μάτια τοῦ εἶπε: “Καλά, τά ξέχασες ὅλα ὅσα σοῦ ἔκανε ἡ Παναγία;; Τά ξέχασες ὅλα;;”. Μέ τό πού ἄκουσε ὁ Ἀναστάσιος αὐτά τά λόγια ταρακουνήθηκε ὁλόκληρος ψυχικά καί ἀμέσως εἶπε ἀπό μέσα του στόν ἑαυτό του: “Τάσο ἔχει δίκιο. Ἀπ’ τή στιγμή πού ζήτησες ἀπ’ τό Χριστό νά σοῦ δείξη ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί στό ἔδειξε, γνωρίζοντας ὅτι θά ἔχης πόλεμο πρέπει νά μείνης σταθερός καί θά ἔλθη καί ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία θά μάθης καί τό πῶς μέσα ἀπ’ τή Ἁγ. Γραφή ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ μόνη Ἀλήθεια εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία”. Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος τό μεσημέρι πού ἐπέστρεψε σπίτι, τά ἴδια αὐτά λόγια πού εἶπε στόν ἑαυτό του, τά εἶπε καί στόν πατέρα του ὁμολογώντας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια ἄσχετα ἄν ὁ ἴδιος αὐτή τή στιγμή δέν γνωρίζει πῶς νά τοῦ τό ἀποδείξη μέ ἁγιογραφικά χωρία. Οἱ ἡμέρες περνοῦσαν καί ὁ Ἀναστάσιος συνέχιζε νά πηγαίνη σταθερά κάθε Κυριακή στήν Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία. Σέ μιά Θ. Λειτουργία πρόσεξε ὅτι πρός τό τέλος της ἔβγαλαν κάποιο δίσκο-καλάθι καί οἱ πιστοί ἔρριχναν λίγα χρήματα μέσα, ὁ καθένας ὅσα ἤθελε. Ὁ Ἀναστάσιος ἀπ’ αὐτό σκανδαλίσθηκε καί σκέφθηκε: “Τί κάνουν ἐδῶ πέρα· λεφτά μαζεύουν; Μήπως ἔχουν δίκιο οἱ ῾Ἐργάτες᾽ πού κατηγοροῦν τούς Ὀρθοδόξους ὅτι ἀσχολοῦνται ὅλο μέ τά λεφτά;”. Ἀποφάσισε, ὅμως, νά μή βγάλη βιαστικά συμπεράσματα ἀλλά νά τό κάνη θέμα προσευχῆς νά τοῦ δείξη ὁ Θεός τί εἶναι αὐτός ὁ δίσκος γιατί ἴσως νά εἶναι κάτι τό ὁποῖο ἁπλά ὁ ἴδιος δέν γνωρίζει ποῦ ἀποσκοπεῖ. Ἡ ἀπάντησι δέν ἄργησε νά ἔλθη. Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες πρόσεξε κάτι τό ὁποῖο εἴτε δέν τό εἶχε δεῖ, εἴτε δέν τοῦ εἶχε δώσει σημασία παλαιότερα. Στή μέση του εἶχε μιά μαυρίλα πού τόν ἀνησύχησε διότι προσπάθησε νά τήν καθαρίση καί δέν ἔβγαινε. Ἀρχικά συμβουλεύθηκε τούς φίλους του καί τοῦ εἶπαν νά πάη στό γιατρό γιά νά εἶναι σίγουρος. Ὅταν τό εἶπε καί στή μητέρα του, ἐκείνη τοῦ εἶπε νά μήν ἀνησυχῆ, δέν εἶναι τίποτε. Ὁ ἴδιος, ὅμως, ἀνησυχοῦσε καί ἔτσι πῆγε στό γιατρό. Τελικά δέν ἦταν κάτι σημαντικό, ἁπλά ἕνα εἶδος ἐλιᾶς. Ὅταν ζήτησε ὕστερα ἀπ’ τούς γονεῖς του χρήματα γιά νά πληρώση τίς ἐξετάσεις δεν τοῦ ἔδωσαν ἐπειδή, ἀντί ν’ άκούση τούς γονεῖς του πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν εἶναι τίποτε, ἄκουσε τούς φίλους του. Τήν ἑπομένη ἡμέρα ἐνῶ ὁ Ἀναστάσιος εἶχε πάει στήν Ἐκκλησία τόν ρώτησε ὁ πατήρ Ἀνδρέας γιά τό πῶς τά πάει μέ τούς γονεῖς του. Καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ εἶπε τό περιστατικό μέ τίς εξετάσεις στό γιατρό, χωρίς φυσικά νά περιμένη νά τοῦ δώση ὁ πατήρ Ἀνδρέας τά χρήματα. Ὁ πατήρ Ἀνδρέας, ὅμως, τόν ρώτησε πόσο κόστιζαν καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ ἀπάντησε. Ἔτσι ὁ πατήρ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε “Θά σοῦ δώσουμε ἐμεῖς τά λεφτά, ἀλλά θά μᾶς φέρης τήν ἀπόδειξι γιά νά τή βάλουμε στό βιβλίο τοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου”. Μέ τό ποῦ τό ἄκουσε αὐτό ὁ Ἀναστάσιος ἡ σκέψι του πῆγε κατευθείαν στό δίσκο-καλάθι μέ τά χρήματα ἀπ’ τό τέλος της Θ. Λειτουργίας. Καί ὄντως ὕστερα ἔμαθε ὅτι τά χρήματα αὐτά μαζεύονται γιά τέτοιες περιπτώσεις. Καί ἔτσι μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔφυγαν καί αὐτοί οἱ ἄσχημοι λογισμοί. Καθώς περνοῦσε ὁ καιρός, αἰσθανόταν νά μεγαλώνη μέσα του ὅλο καί κάποιο φυλλαράκι ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἔτσι κάποια ἡμέρα εἶπε στόν πατέρα Ἀνδρέα ὅτι θά ἤθελε νά βαπτισθῆ Ὀρθόδοξος. Ὁ πατήρ Ἀνδρέας τοῦ ἀπάντησε ὅτι “γιά νά βαπτισθῆς Ὀρθόδοξος θά πρέπη νά πιστεύης πραγματικά καί ὄχι νά τό κάνης π.χ. εἴτε γιά νά παντρευθῆς κάποια Ὀρθόδοξη κοπέλλα εἴτε γιά ἄλλο λόγο”. Καί ὁ Ἀναστάσιος τόν διαβεβαίωσε ὅτι πιστεύει πραγματικά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός καί ὅτι θέλει μέ τήν καρδιά του νά μπῆ στήν Ἐκκλησία Του καί ὅτι δέν τό κάνει γιά ἄλλο λόγο. Ἔτσι ὁ πατήρ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε ὅτι θά πρέπη νά βροῦμε κάποιο νονό. Δυστυχῶς, ὅμως, περνοῦσαν οἱ μῆνες καί δέν βρισκόταν νονός. Ὁ πατήρ Ἀνδρέας ἤθελε νά τόν βαπτίση ἀλλά ὅπως τοῦ εἶπε ἤθελε νά βρῆ κάποιο ἔμπιστο ἄτομο γιά νονό καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ ἀπάντησε ὅτι “ἔχει ὁ Θεός”. Κάποιο πρωϊνό στά τέλη Μαρτίου τοῦ 2001, ὁ Ἀναστάσιος περνοῦσε ἔξω ἀπό ἕνα Ἐκκλησάκι κοντά στή γειτονιά του καί σκεπτόμενος ὅτι δέν ἔχει μπεῖ ποτέ σ’ αὐτό τό Ἐκκλησάκι ἀποφάσισε νά μπῆ ν᾽ ἀνάψη ἕνα κερί. Τό Ἐκκλησάκι ἦταν ἀφιερωμένο στόν Ἅγ. Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Καθώς προσκυνοῦσε καί τόν εἶδε ὁ ἐφημέριος τῆς Ἐκκλησίας, πατήρ Ἐμμανουήλ, τόν κάλεσε καί τόν ρώτησε: “Ποιός εἶσαι; Ἀπό ᾽δῶ εἶσαι; Δέν σ’ ἔχουμε ξαναδεῖ ἐδῶ”. Ὁ Ἀναστάσιος ἔκπληκτος πῆρε τή εὐχή του καί τοῦ εἶπε τήν ἱστορία του, ὅτι εἶναι γείτονας, γιά τό πῶς πίστεψε καί ὅτι θέλει νά βαπτισθῆ Ὀρθόδοξος. Ὁ πατήρ Ἐμμανουήλ ἔκπληκτος κοίταξε τή νεωκόρο πού ἦταν καί αὐτή ἐκεῖ καί τῆς εἶπε ὅτι ἄν τό θέλη πραγματικά μποροῦμε νά τόν βαπτίσουμε ἐμεῖς ἐδῶ. Καί ὕστερα ἐξήγησε στόν Ἀναστάσιο ὅτι γιά νά βαπτισθῆ πρέπει νά πιστεύη πραγματικά καί νά μήν τό κάνη γιά κανένα ἄλλο λόγο. Καί ὁ Ἀναστάσιος τόν διαβεβαίωσε ὅτι κάθε ἡμέρα ὅλο καί ἕνα φυλλαράκι μεγαλώνει μέσα του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ὕστερα ἀπό δύο ἑβδομάδες κατηχήσεως, στίς 7 Ἀπριλίου 2001, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, βαπτίσθηκε Ὀρθόδοξος Χριστιανός μέ νονό τόν γιό τοῦ πατρός Ἐμμανουήλ, σ’ αὐτό τόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα. Μέ ἀφορμή τό ὅτι βαπτίσθηκε σέ Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα καί τό “Ἅγ. Ἀνδρέας της Αἴγινας” τό ὁποῖο εἶχε πεῖ ἀντί γιά “Ἅγ. Νεκτάριος”, σκεπτόταν ὅτι προφανῶς ὁ Ἅγ. Νεκτάριος τόν εἶχε βοηθήσει νά πιστέψη, ὅπως τοῦ εἶχε ζητήσει, καί νά βαπτισθῆ. Ἔτσι ἀγόρασε ἕνα βιβλίο μέ τό βίο του γιά νά μάθη περισσότερα γιά τή ζωή του. Καθώς τό διάβαζε ἔκπληκτος διαπίστωσε ὅτι τό λαϊκό ὄνομα του Ἁγίου, πρίν γίνη μοναχός, ἦταν Ἀναστάσιος. Ὅπως καί τό δικό του. Καί ὅτι στή συνέχεια ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχός ὀνομάσθηκε Λάζαρος. Καί ὁ ἴδιος βαπτίστηκε Σάββατο τοῦ Λαζάρου. Καί ὅτι ἔπειτα πού ἔγινε Ἰερέας πῆρε τό ὄνομα Νεκτάριος. Σχεδόν ἀμέσως θυμήθηκε καί ἕνα περιστατικό ἀπ’ τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία πήγαινε στό Γυμνάσιο, 1993 περίπου, 12 ἐτῶν. Τήν ὥρα τῆς Γυμναστικῆς καθόταν μέ τούς συμμαθητές του οἱ ὁποῖοι κάτι συζητοῦσαν καί τούς ἄκουγε χωρίς ὁ ἴδιος νά παίρνη μέρος στή συζήτησι. Ξαφνικά, χωρίς ὁ ἴδιος νά τό θέλη, ἀπερίσκεπτα, τούς διακόπτει ἀπ’ τή συζήτησι ρωτώντας τους ἔτσι αὐθόρμητα: “Παιδιά, πῶς λέτε νά εἴμαστε ὅταν γίνουμε 20 ἐτῶν;;”. Οἱ συμμαθητές του ἄρχισαν νά γελᾶνε γιά τήν ξεκάρφωτη αὐτή ἐρώτησί του καί ὁ ἴδιος καταλαβαίνοντας ὅτι εἶπε κάτι τό ξεκάρφωτο μέ τή συζήτησι, τραυλίζοντας προσπάθησε νά τό διορθώση λέγοντας “ἐἐ… ἐ… ἐγώ πώς λέτε νά εἶμαι ὅταν γίνω 20 ἐτῶν;”. Καταλαβαίνοντας, ὅμως, ὅτι εἶπε κάτι τό ἄσχετο μέ τή συζήτησι δέν ξαναρώτησε. Μόλις τώρα, ὅμως, ὕστερα ἀπό 8 χρόνια διαπίστωσε ὅτι αὐτό πού εἶχε πεῖ τότε στό Γυμνάσιο δέν ἦταν μιά ἁπλή ἀπερισκεψία. Διότι στίς 31 Μαρτίου 2001 ἔκλεισε τά 20 καί σέ μιά ἑβδομάδα, 7 Απριλίου 2001, βαπτίσθηκε Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἐπίσης, ἔμαθε ὅτι 7 Απριλίου πού βαπτίσθηκε γιορτάζει καί ὁ Ἅγ. Σάββας τῆς Καλύμνου πού ἦταν πνευματικοπαίδι τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου καί ὁ πρῶτος ἁγιογράφος του. Σκέφθηκε ὅτι ὅλα αὐτά δέν μπορεῖ νά εἶναι ἁπλές συμπτώσεις καί ὅτι πραγματικά ὁ Ἅγ. Νεκτάριος τόν εἶχε βοηθήσει νά πιστέψη στήν πραγματική Ἀλήθεια. Στήν μέ τήν ἀδιάσπαστη ἀποστολική διαδοχή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Καί γιά τήν ὁποία εἶπε “Οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν καί πύλαι ᾅδου οὖ κατισχύσουσιν αὐτῆς“(Μθ 16, 18). Θυμήθηκε ἐπίσης ὅτι μία ἀπ’ τίς ὀνομασίες της αἱρέσεως τῶν “Ἐργατῶν” ἦταν “Ἡ Ἀλήθεια”. Ἀλλά ἐκείνη ἡ “Ἀλήθεια” ἦταν ψευδής. Μέ τή Χάρι του Θεοῦ ὁ Ἀναστάσιος συνέχιζε νά ζῆ τήν πνευματική ζωή μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στήν πραγματική Ἀλήθεια, συμμετέχοντας στά Ἱερά Μυστήριά της. Ὁ πονηρός, ὅμως, δέν ἔμεινε ἄπρακτος καί προτοῦ περάσουν δύο μῆνες ἀπ’ τή βάπτισί του, ἄρχισε νά τοῦ σπέρνη αἱρετικούς λογισμούς ἐναντίον τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων. Ἔτσι ἄρχισε νά σκέπτεται γιά ποιό λόγο νά προσεύχεται στούς Ἁγίους καί νά μήν προσεύχεται κατευθεῖαν μόνο στό Χριστό. Παρόλο πού γνώριζε ὅτι οἱ σκέψεις αὐτές ἦταν αἱρετικές καί λανθασμένες, δέν μποροῦσε μέ τίποτε νά τίς βγάλη ἀπ’ τό μυαλό του. Τίς ἔδιωχνε καί ξαναέρχονταν. Ἔνιωθε καθαρά ὅτι ὁ διάβολος τοῦ κάνει πόλεμο βάζοντάς του ὅλες αὐτές τίς σκέψεις, ἀλλά δέν μποροῦσε νά κάνη τίποτε. Ζήτησε βοήθεια ἀπ’ τό Θεό. Τό ἀπόγευμα τῆς 8ης Μαΐου τοῦ 2001 ἐνῶ βρισκόταν στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγ. Χριστοφόρου καί συνεχίζονταν ὅλοι αὐτοί οἱ αἱρετικοί λογισμοί, βλέποντας τήν Εἰκόνα του Ἁγ. Χριστοφόρου ἄρχισαν νά τοῦ μπαίνουν λογισμοί καί ἐναντίον τοῦ συγκεκριμένου Ἁγίου. Ἡ Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἔδειχνε τόν Ἅγ. Χριστοφόρο νά περνάη ἕνα ποτάμι ἔχοντας στήν πλάτη του τό Χριστό ὡς παιδί. Ὁ Ἀναστάσιος μέ τίποτε δέν μποροῦσε νά καταλάβη πῶς γίνεται αὐτό, ἀπ’ τή στιγμή πού ὁ Ἅγ. Χριστοφόρος ἔζησε τόν 3ο αἰ. μ.Χ.. Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ μιά κυρία ἔδωσε στόν Ἀναστάσιο μιά ἴδια μικρή πλαστικοποιημένη Εἰκονίτσα τοῦ Ἁγίου λέγοντάς του ὅτι ὁ Ἅγ. Χριστοφόρος εἶναι προστάτης τῶν ὁδηγῶν. Ὁ Ἀναστάσιος ἀπόρησε καί τή ρώτησε νά μάθη ποιός εἶναι ὁ βίος του. Τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ειδωλολάτρης καί ὅτι καταγόταν ἀπό φυλή ἀνθρωποφάγων, ἀλλά ὁ ἴδιος ἦταν πολύ καλός καί ἀγαθός ἄνθρωπος. Ἐπίσης, ἦταν μεγαλόσωμος μέ μεγάλη σωματική δύναμι καί ἔτσι πολύ συχνά βοηθοῦσε ἀναπήρους, γέρους καί παιδιά νά διασχίσουν ἕνα πολύ ὁρμητικό ποτάμι τῆς περιοχῆς ὅπου ζοῦσε. Κάποια φορά καθώς προσπάθησε νά σηκώση ἕνα παιδί γιά νά τό περάση στήν ἀπέναντι ὄχθη διαπίστωσε ἔκπληκτος ὅτι παρόλη τή δύναμί του, δέν μποροῦσε νά τό σηκώση. Ὕστερα τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὅτι αὐτό τό παιδί ἦταν ὁ Χριστός καί ἐμφανίσθηκε γιά νά τόν συγχαρῆ γιά τό καλό ἔργο βοηθείας καί ἀγάπης τό ὁποῖο πρόσφερε στούς συνανθρώπους του. Καί στή συνέχεια ὁ Ἅγ. Χριστοφόρος πίστεψε στό Χριστό, βαπτίστηκε καί ἀξιώθηκε νά μαρτυρήση. Ο Ἀναστάσιος χάρηκε γιά τό βίο τοῦ Ἁγ. Χριστοφόρου καί καθώς συνεχίζονταν οἱ αἱρετικοί λογισμοί παρακάλεσε τόν Ἅγ. Χριστοφόρο νά τόν βοηθήση νά σταματήσουν. Ὁ ἴδιος δέν ἐπιθυμοῦσε νά κάνη λογισμούς ἐναντίον τῶν Ἁγίων. Αἰσθανόταν ὅτι κάποιος ἄλλος τοῦ ψιθύριζε διαρκῶς στή σκέψι του τούς λογισμούς αὐτούς. Καί κατάλαβε ὅτι αὐτός ὁ ἄλλος ἦταν ὁ διάβολος. Κι ἐνῶ οἱ λογισμοί ὅπως “Γιατί νά προσεύχεσαι στούς Ἁγίους καί ὄχι στό Χριστό μόνο;” συνεχίζονταν, καί μέ τίποτε δέν μποροῦσε νά τούς σταματήση, παρακαλοῦσε τό Θεό νά τόν βοηθήση. Ὕστερα ἀπό μερικές μέρες, καθώς σχόλασε μεσημέρι ἀπ’ τά Mc Donald᾽s στά ὁποῖα δούλευε στό κέντρο της Ἀθήνας καί ὁδηγοῦσε γιά τό σπίτι του μέ τό αὐτοκίνητό του, κατάλαβε ὅτι ἀπ’ τήν κούρασι νύσταζε καί τά μάτια του ἔκλειναν. Καθώς προσπαθοῦσε νά τά κρατήση ἀνοικτά ἀπερίσκεπτα σκέφθηκε ὅτι ἡ Λεωφόρος Ἀθηνῶν-Κορίνθου ἀπ’ τήν ὁποία καί θά πήγαινε εἶναι μιά εὐθεία καί ὅτι θά κατάφερνε νά κρατήση τά μάτια ἀνοικτά καί παράλληλα, τρέχοντας μέ μεγαλύτερη ταχύτητα γιά νά φθάση πιό γρήγορα, θά ἔφθανε σ’ ἕνα τέταρτο στό σπίτι του καλά. Καθώς ἄρχισε νά διασχίζη τή Λεωφόρο καί αὐξάνοντας ταχύτητα γιά νά φθάση στό σπίτι του πιό σύντομα τά μάτια του ἔκλειναν καί βιαστικά τά ἄνοιγε. Σκέφθηκε ὅτι ἦταν ὑπόθεσι ἑνός τετάρτου πού θά ἔπρεπε νά κάνη ὑπομονή καί θά ἔφθανε. Καθώς ἄρχισε νά ἀνεβαίνη τή γέφυρα τοῦ Κηφισοῦ ἄκουσε ἕνα δυνατό κρότο συγκρούσεως, παράλληλα σκέφθηκε ὅτι κάποιος τράκαρε καί ταυτόχρονα ἄνοιξε τά μάτια του, τά ὁποῖα δέν εἶχε καταλάβει ὅτι ἦταν κλειστά καί εἶδε νά πετάγωνται σπασμένα τζάμια. Καί τότε διαπίστωσε ὅτι εἶχε τρακάρει ὁ ἴδιος. Ἀμέσως βγῆκε ἔξω καί ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν εἶδε ποῦ βρισκόταν· καθώς ἀνέβαινε τή γέφυρα τοῦ Κηφισοῦ, χωρίς νά τό καταλάβη τόν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος καί διέσχισε ὁλόκληρη τή γέφυρα κοιμισμένος καθώς καί τό μέρος τῆς Λεωφόρου μετά τή γέφυρα τρακάροντας στά αὐτοκίνητα τά ὁποῖα ἦταν σταματημένα στό πρῶτο φανάρι μετά τή γέφυρα προκαλώντας καί καραμπόλα. Τό καπώ τοῦ αὐτοκινήτου του στραπατσαρίσθηκε ἀλλά ὁ ἴδιος δέν εἶχε πάθει τίποτε. Καί κατευθεῖαν τό μυαλό του πῆγε στόν Ἅγ. Χριστοφόρο καί γενικά στίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων. Ἀμέσως κατάλαβε ὅτι τόν εἶχε βοηθήσει ὁ Ἅγ. Χριστοφόρος καί ὅτι ὁ Χριστός δέχεται νά προσευχώμασθε στούς Ἁγίους Του, οἱ ὁποῖοι μετά θάνατον δέν εἶναι σέ λήθαργο ὅπως λένε οἱ αἱρετικοί, ἀλλά καί μετά θάνατον ζοῦν, ἀκοῦν, βλέπουν, καταλαβαίνουν καί βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους. Ὅπως ὁ Προφήτης Μωϋσῆς παρότι εἶχε πεθάνει (“Καί ἐτελεύτησε Μωϋσῆς”(Δευτερονόμιο 34, 5)) ἐμφανίσθηκε στή Μεταμόρφωσι τοῦ Κυρίου (Μθ 17, 3-4) καί ὅπως ὁ Ἀβραάμ πού παρόλο πού κι αὐτός πέθανε περίπου τό 1800 π.Χ., ἀπ’ τόν Οὐρανό “εἶδε καί ἐχάρη”(Ἰω 8, 56) τήν Ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔτσι μέ τή Χάρι καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ διαλύθηκαν τελείως ἀπ’ τό νοῦ του οἱ αἱρετικοί λογισμοί κατά τῶν Ἁγίων. Ὁ Ἀναστάσιος ἄρχισε νά νοιώθη τήν ἐπιθυμία νά γνωρίση καί ἄλλους νέους οἱ ὁποῖοι νά εἶναι συνειδητοί Χριστιανοί μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἄρχισε νά προσεύχεται στό Θεό νά τοῦ στείλη τέτοια ἄτομα. Καί ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε ἀμέσως, μέ μιά ἀπάντησι τήν ὁποία τοῦ τήν εἶχε “ἑτοιμάσει” χρόνια πρίν. Ἡ οἰκογενειακή του ὀδοντίατρος πού εἶχε ἔλθει καί αὐτή στή βάπτισί του καί ἔχει πολυμελῆ οἰκογένεια, τοῦ εἶπε ὅτι τά παιδιά της πηγαίνουν σέ κάποιον Ἱερέα στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, πού ἀσχολεῖται μέ τό ἀντιαιρετικό καί ἀπολογητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι κάθε Κυριακή κάνει ὁμιλία γιά νέους σέ style ἐρωταπαντήσεων, ὅπου τοῦ κάνουν ἑρωτήσεις περί πίστεως καί ἀπιστίας καί ἐκεῖνος ἀπαντάει. Καί τοῦ πρότεινε ἄν θέλη νά πάη καί ὁ ἴδιος στίς ὁμιλίες αὐτές ὅπου θά ἔχη τήν εὐκαιρία νά γνωρίση πολλούς νέους μέσα ἀπ’ τήν Ἐκκλησία καί ἀκόμη θά μπορῆ νά ρωτήση τόν Ἱερέα διάφορες ἀπορίες τίς ὁποῖες ἔχει περί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος τόν Ἰούνιο τού 2001 πῆγε νά γνωρίση καί νά συζητήση μέ τόν Ἱερέα ἐκεῖνο. Ὁ Ἱερέας τοῦ ζήτησε νά τοῦ διηγηθῆ τήν ἱστορία του γιά τό πῶς πίστεψε καί βαπτίσθηκε καί εὐχαρίστως τοῦ τή διηγήθηκε. Ὅταν τελείωσε τή διήγησι ὁ Ἱερέας τοῦ εἶπε: “Ἐσύ πίστεψες μέσα ἀπό θαύματα. Ἀλλά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια δέν ἀποδεικνύεται μόνο μέσα ἀπ’ τά θαύματα ἀλλά καί μέσα ἀπ’ τήν Ἁγ. Γραφή. Γιατί θαύματα κάνει καί ὁ διάβολος. Καί οἱ Βουδιστές κάνουν θαύματα καί πολλοί ἄλλοι μέ τή δύναμι τοῦ διαβόλου”. Ὁ Ἀναστάσιος μ’ αὐτό τό ὁποῖο ἄκουσε ἔμεινε ἔκπληκτος καί ρώτησε τόν Ἱερέα νά τοῦ πῆ πῶς ἀποδεικνύονται αὐτά μέσα ἀπ’ τήν Ἁγ. Γραφή. Ἐπίσης, ἀποροῦσε πῶς γίνεται οἱ γονεῖς του νά διαβάζουν μόνο τήν Ἁγ. Γραφή καί νά εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀπάντησε ο Ἱερέας ὅτι τήν παρερμηνεύουν. Ἀκολούθως τοῦ ἀνέφερε τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὁποῖος εἶπε γιά τήν Ἐκκλησία Του ὅτι θά Τήν ἱδρύση καί δέν θά διακοπῆ ποτέ τό Ἔργο Της στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων· “Οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”(Μθ 16,18). Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀποσπάσθηκαν ἀπ’ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τό 1054 μ.Χ καί οἱ Προτεστάντες ἀποσπάσθηκαν ἀπ’ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τό 1517 μ.Χ. καί ἀπό τότε ὥς σήμερα ἔχουν ἱδρυθῆ τουλάχιστον 33.000 διαφορετικές Προτεσταντικές αἱρέσεις ὅπου ἡ μία δέν παραδέχεται τήν ἄλλη καί ὅλες ὑποστηρίζουν ὅτι η Ἐκκλησία εἶχε διακόψει τό Ἔργο Της καί τό ξαναξεκίνησαν οἱ ἴδιοι ἱδρύοντας τίς Προεσταντικές αἱρέσεις τους. Ἄρα τά λόγια τοῦ Κυρίου μας “Οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”(Μθ 16,18) ταιριάζουν μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στή συνέχεια ὁ Ἀναστάσιος ἄρχισε νά πηγαίνη στίς ὁμιλίες γιά νέους τίς ὁποῖες ἔκανε ὁ Ἱερέας σέ style ἐρωταπαντήσεων καί εἶχε σημειώσει ἀρκετές καλοπροαίρετες ἀπορίες τίς ὁποῖες εἶχε γιά τό πῶς ὅλα αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τά ὁποῖα ἔχουν καταργήσει οἱ Προτεστάντες, ὅπως τίς Ἱ. Εἰκόνες, τήν τιμή πρός τούς Ἁγίους καί τή Θεοτόκο, τήν Ἱερωσύνη, τή Θ. Ἐξομολόγησι κλπ., ἀποδεικνύονται μέσα ἀπ’ τήν Ἁγ. Γραφή. Ὁ Ἱερέας τοῦ ἀπάντησε σέ μερικές ἐρωτήσεις ἀλλά ἐπειδή διαπίστωσε ὅτι εἶχε πολλές ἀπορίες τοῦ εἶπε νά ἔλθη μετά τήν ὁμιλία στό γραφεῖο του νά τοῦ δώση ἕνα ἀντιαιρετικό βιβλίο. Καί τοῦ ἔδωσε τό Ἀντιχιλιαστικό Ἐγχειρίδιο τοῦ Ν. Σωτηροπούλου στό ὁποῖο αὐτός ἀναιρεῖ τίς αἱρετικές διδασκαλίες τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Χιλιαστῶν μόνο μέ ἁγιογραφικά χωρία. Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος διάβασε τό ἀντιαιρετικό αὐτό βιβλίο καί ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά πιστέψη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μέσα ἀπ’ τήν Ἁγ. Γραφή. Ὕστερα ἀπό μερικούς μῆνες ὁ Ἀναστάσιος ἔμαθε ὅτι ὁ Ἱερέας αὐτός σκοπεύει νά ἱδρύση μέσα στήν Ἀττική ἕνα Μοναστήρι, τό ὁποῖο θ’ ἀσχολῆται μέ τή Θεία Ἐξομολόγησι καί τήν Ἀπολογητική κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν ἀθέων μέ ἀντιαιρετικά βιβλία. Καί ὁ Ἀναστάσιος τοῦ εἶπε ὅτι ἐπιθυμεῖ καί ὁ ἴδιος νά τόν ἀκολουθήση στό Μοναστήρι του. Ἔτσι ὕστερα ἀπό δυόμισυ χρόνια, στίς 29 Νοεμβρίου 2002, παραμονή τοῦ Ἁγ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου, προσῆλθε ἐπίσημα στή συνοδεία τοῦ Ἱερέως ἐκείνου περιμένοντας καί κάνοντας καθημερινά προσευχή νά τούς χαρίση ὁ Θεός κάποιο μέρος γιά Μοναστήρι. Τά καλοκαίρια τοῦ 2002 καί τοῦ 2003, ὁ Ἀναστάσιος δούλευε μέ τόν πατέρα του ἐλαιοχρωματιστής. Τά δύο αὐτά καλοκαίρια εἶχαν πάει μέ τόν πατέρα του στή Μύκονο γιά νά βάψουν. Ἐκεῖ ὁ Ἀναστάσιος ρώτησε γιά τό ἄν ὑπάρχη κάποιος τοπικός ἅγιος γιά νά τόν ἐπικαλῆται καί ἔμαθε γιά τόν Ἅγ. Νεομάρτυρα Μανουήλ τῆς Μυκόνου, τόν ἐκ Σφακίων Κρήτης, ὁ ὁποῖος ἦταν παντρεμένος στή Μύκονο ὅπου καί μαρτύρησε καί ἡ μνήμη του εἶναι στίς 15 Μαρτίου (†1792). Ἔτσι, ὁ Ἀναστάσιος ζήτησε ἀπ’ τόν π. Ἰωάννη νά κάνη κάθε μέρα ἕνα κομποσχοινάκι στόν Ἅγ. Μανουήλ τῆς Μυκόνου. Ὁ π. Ἰωάννης τοῦ εἶπε, “Κάνε καί παρακάλεσέ τον νά μᾶς βρῆ μέρος γιά Μοναστήρι”. Ἔτσι ὁ Ἀναστάσιος ἄρχισε νά ἐπικαλῆται τόν Ἅγ. Μανουήλ τῆς Μυκόνου. Ὕστερα ἀπό 5 χρόνια, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, βρέθηκε προσωρινό μέρος γιά Μοναστήρι καί στίς 25 Νοεμβρίου 2007 ὁ Ἀναστάσιος πῆγε γιά δόκιμος μοναχός. Καί γιά νά τοῦ δείξη ὁ Θεός ὅτι οἱ Ἅγιοί Του βοηθᾶνε καί ὅτι πρέπει νά τούς ἐπικαλούμαστε χωρίς κανένα δισταγμό, στίς 15 Μαρτίου 2008, στή γιορτή τοῦ Ἁγ. Μανουήλ τῆς Μυκόνου, ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα τό ὁποῖο τοῦ ἔδωσε ὁ Ἐπίσκοπος Πειραιῶς, Ἄβελ, πρός τιμήν τοῦ Ἁγ. Προπάτορος Ἄβελ, διαπιστώνοντας ἔκπληκτος ὅτι στίς 29 Νοεμβρίου πού πρωτομπῆκε στή συνοδεία τοῦ Ἱερέως ἐκείνου, τό 2002, εἶναι καί ἡ μνήμη τοῦ Ἁγ. Ἄβελ τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ τοῦ Βαλαάμ (†1831). Βρισκόμασθε στήν Ἀφρική. Ὁ π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης ἀναφέρει: «῞Ενα πρωϊνό τοῦ ᾽Ιανουαρίου 1991 εἰσῆλθε στήν αὐλή τῆς ἱεραποστολικῆς βάσεως Κολουέζι ὁ ἰθαγενής ἱερεύς π. ᾽Ιάκωβος συνοδευόμενος ἆπό τόν ὁμοεθνῆ του Τάμπουε. Μέ χαιρέτησαν ἐγκάρδια. Ὁ π. ᾽Ιάκωβος μοῦ συνέστησε τό νεαρό: “Ὁ κύριος αὐτός ζητεῖ νά γίνη ὀρθόδοξος. Σοῦ τόν παραδίδω. Συζήτησε μαζί του ὅ,τι νομίζεις”. Ἦταν ἕνας λεπτός, σοβαρός καί σεμνός νέος ὄχι παραπάνω ἀπό τριάντα χρονῶν. Πρίν τοῦ ὑποβάλλω βροχή τίς ἐρωτήσεις, τοῦ ζήτησα νά μοῦ διηγηθῆ τήν ἱστορία του καί πῶς ἔφθασε ὥς ἐδῶ. Μοῦ διηγήθηκε λοιπόν τά ἑξῆς: “Γεννήθηκα στό Λουμπουμπάσι τό 1963. Εἶμαι μοναχογιός εὐσεβῶν γονέων καθολικῶν. Ἀπό μικρός ἀκολουθοῦσα τήν Ἐκκλησία καί τίς ὑποδείξεις τῶν γονέων μου γιά τή σωτηρία μου. Στά εἴκοσί μου χρόνια ἐπηρεάσθηκα ἀπό τά ῾ἁγιοπνευματικά᾽ καί ῾ἁγιοφωτιστικά᾽ κηρύγματα τῶν Πεντηκοστιανῶν καί προσεχώρησα στήν αἵρεσί τους. Ἀγαποῦσα τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἐπιδόθηκα μέ ζῆλο σ᾽ αὐτήν. Πίστευα ὅτι εἶχα βρεῖ τήν ἀληθινή Ἐκκλησία καί σ᾽ αὐτήν τώρα θά ἔπρεπε νά κοπιάσω, γιά νά βοηθήσω καί τούς συνανθρώπους μου στό δύσκολο ἔργο τῆς σωτηρίας. Οἱ προϊστάμενοί μου ἐξεδήλωσαν τήν εὐαρέσκειά τους γιά τό ζῆλο μου πρός μάθησι καί θρησκευτική δρᾶσι καί γρήγορα μέ προήγαγαν σέ πάστορα μιᾶς ἐνορίας. Σέ λίγο διάστημα ἄλλο σκαλί ἀνώτερο μέ περίμενε. Μοῦ ἔδωσαν τό ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου καί ἱεροκήρυκα μιᾶς μεγάλης περιοχῆς πού περιλάμβανε ὅλο τό Λουμπουμπάσι καί πολλές ἐνορίες γύρω ἀπό αὐτό. Σ᾽ αὐτό τό ἔργο ἐπιδόθηκα πλέον ὄχι μέ ζῆλο, ἀλλά καί μέ φανατισμό. Θεωροῦσα τόν ἑαυτό μου εὐτυχῆ, διότι ἤμουνα πάνω ἀπό ὅλους, διότι τούς ὁδηγοῦσα ὅπως ἤθελα καί μέ τίς ἑρμηνεῖες τῆς ἁγίας Γραφῆς πού ἐγώ θεωροῦσα σωστές. Ἐπί δύο χρόνια ἐπισκεπτόμουν τίς ἐνορίες μου καθοδηγώντας τούς πάστορες μέ πύρινα κηρύγματα. Δέν δείλιαζα νά συνομιλήσω μέ ὁποιονδήποτε ἐπίσημο ὑπάλληλο τῆς χώρας μου. Τόν κυβερνήτη (νομάρχη) τοῦ Λουμπουμπάσι ἐγώ τόν μετέστρεψα ἀπό τόν Παπισμό στήν Πεντηκοστιανή αἵρεσι, καθώς καί ἄλλους παράγοντες. Κάποια ἡμέρα πού διάβαζα τήν Καινή Διαθήκη προσεκτικά, διεπίστωσα ὅτι μερικά ἔργα καί μηνύματα πού ὁ Χριστός ἔδωσε στούς Μαθητές του ἐμεῖς δέν τά εἴχαμε σέ ἐφαρμογή. ῎Εδωσε στούς Ἀποστόλους τήν ἐξουσία νά λύνουν καί νά δένουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, τούς ἔδωσε τό σῶμα καί τό αἷμα του πρός ζωή αἰώνια, τούς ἔδωσε ἐντολή νά βαπτίζουν τά μέλη τῆς θρησκείας κ.ἄ.. ῞Ολα αὐτά δημιούργησαν μέσα μου πολλά ἐρωτηματικά, διότι τό κήρυγμά μου στίς ἐνορίες δέν περιεῖχε τίς ἀνωτέρω ἐντολές καί ὑποθῆκες τοῦ Χριστοῦ. Ἄρχισα νά ἀνησυχῶ μήπως ἡ θρησκεία πού ἀκολουθῶ δέν εἶναι ἡ σωστή καί βαδίζω στό δρόμο τῆς πλάνης. ῞Εως ὅτου ὅμως μπορέσω νά δώσω ἀπάντησι στά ἐρωτήματά μου πού δέν μοῦ ἔδιναν οὔτε ὕπνο στά βλέφαρά μου, ἀποφάσισα νά ἀποδημήσω χωρίς νά πῶ σέ κανένα τίποτε. Ἦλθα στό Κολουέζι. Νοίκιασα ἕνα χορταρένιο καλυβάκι στή συνοικία τῶν ἰθαγενῶν καί ἄρχισα νά ἀσχολοῦμαι ἐλάχιστα μέ τό ἐμπόριο γιά τή καθημερινή μου τροφή. Σταμάτησα νά πηγαινοέρχωμαι σέ ἐκκλησίες, δεδομένου ὅτι σ᾽ αὐτή τήν περιοχή εἶναι πάνω ἀπό τριάντα, διαφορετικές ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Εἶπα μέσα μου: Θεέ μου, γνωρίζω ὅτι μία Ἐκκλησία ἄφησες στόν κόσμο. Οἱ Πεντηκοστιανοί καί ἄλλοι μοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον ἡ ἀρχέγονη Ἐκκλησία. Ἀλλά πῶς ἐξηγεῖται ὁ λόγος Σου: ῾καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (: οὔτε ὁ Ἅδης δέν θά μπορέση νά τή νικήση)᾽(Μθ 16, 18); Ὑπάρχει, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία Σου καί εἶναι μόνο μία. Φώτισέ με, λοιπόν, νά τή γνωρίσω καί νά τήν ἀκολουθήσω. Ἡμέρα καί νύκτα πλέον δέν ἔπαυσα νά ἐπιτελῶ αὐτό τό ἔργο μόνο: Προσευχή νά μοῦ ἀποκαλύψη ὁ Θεός τήν Ἐκκλησία του. Πέρασαν δύο χρόνια χωρίς κάποια ἀπάντησι, κάποια πληροφορία. Λογισμοί δυσπιστίας μέ κύκλωσαν. Σύννεφα ἀπελπισίας ἦλθαν νά μέ σκεπάσουν. Ἀλλά ὁ πανάγαθος Θεός δέν ἄργησε νά μοῦ δώση τό ποθούμενο, βλέποντας τήν ἀγωνία μου. Μιά νύκτα βλέπω στόν ὕπνο μου ἕναν ἄγνωστο μαυροφορεμένο. Ἦταν εὐρωπαῖος κληρικός. Μαῦρα ράσα, ἄσπρα γένεια, λευκό καί γαλήνιο πρόσωπο, εἰρηνική καί στοργική ματιά. Μέ πλησίασε καί μοῦ μίλησε στά Σουαχίλι. Ἐγώ ἀπόρησα πῶς αὐτός ὁ γέροντας, μολονότι Εὐρωπαῖος, ξέρει Σουαχίλι. Μοῦ εἶπε ἐπί λέξει τά ἑξῆς: ῾Εἶμαι ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἄν θέλης νά σωθῆς, νά ἀκολουθήσης τή δική μου Ἐκκλησία᾽. Μέ εὐλόγησε καί ἐξαφανίσθηκε. Σηκώθηκα σαστισμένος. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ εὐρωπαῖος παπᾶς καί ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία του; Ποιός θά μέ καθοδηγήση σ᾽ αὐτήν; Ἀφοῦ σηκώθηκα, βγῆκα στούς δρόμους καί ρωτοῦσα τούς συμπατριῶτες μου νά μάθω σέ ποιά Ἐκκλησία ἀνήκει ὁ ἅγιος Νικόλαος. Μετά ἀπό ἀρκετές ἡμέρες ἄκαρπης ἀναζητήσεως, ἔστειλε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπό του. Μιά Χριστιανή ὀρθόδοξη τῆς ἐνορίας τοῦ ἁγίου Γεωργίου Κολουέζι, κάτοικος τῆς ἴδιας συνοικίας, μέ πολλή χαρά μοῦ ἀνακοίνωσε γι᾽ αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦσα. Μέ πῆρε καί μέ πῆγε στόν ὀρθόδοξο ἱερέα π. ᾽Ιάκωβο, ὁ ὁποῖος μένει ἐκεῖ. Καί αὐτός μέ ἔφερε σήμερα στήν Ἱεραποστολή”. Αὐτή ἦταν ἡ δαιδαλώδης πορεία τοῦ νέου αὐτοῦ, γιά νά φθάση στό τόπο τῆς ἀναψυχῆς, στή κοινή ὅλων μας Μητέρα Ἐκκλησία. “Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου (: ἔτσι ἀλλοιώνει πρός τό καλύτερο τό δεξί χέρι τοῦ Θεοῦ)… Τίς Θεός μέγας ὡς ὁ Θεός ἠμῶν;”. Σήμερα ὁ νέος αὐτός παρακολουθεῖ ἀκόμη τά κατηχητικά μαθήματα μέ ταπείνωσι καί ἀνυπομονησία γιά τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς του. Διαβάζει μέ ἱερό ζῆλο τά ὀρθόδοξα βιβλία, καταρτίζεται γιά νά ὑπηρετήση μελλοντικά τήν Ἐκκλησία ὡς κληρικός, ἐάν εἶναι θέλημα Θεοῦ. ῎Ετσι μοῦ εἶπε. Στούς πρώην πάστορες καί διδασκάλους τῶν Πεντηκοστιανῶν κρατάει ἀδελφική μέν, ἀλλά μαχητική στάσι. Τούς δημιουργεῖ ἰσχυρούς προβληματισμούς καί ἀμφιβολίες γιά τήν ἀλήθεια τῆς κοινότητός τους. Τούς ἐκμυστηρεύεται τό θαυμαστό γεγονός τῆς ξαφνικῆς ἀλλαγῆς και στροφῆς του στήν ᾽Ορθοδοξία. Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ἴδιος νέος μέ πλησίασε γιά νά μοῦ πῆ πῶς βαδίζει στήν καινούργια του πορεία. Μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἐπίσης και τό ἑξῆς: “῞Ενα ἀπόγευμα διάβαζα τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου ᾽Ιακώβου. Ξαφνικά αἰσθάνομαι μιά δροσερή αὔρα νά μέ περιβάλλη, ἡ ὁποία κατόπιν μπῆκε μέσα μου καί γέμισε τήν ὕπαρξί μου μέ χαρά καί γαλήνη πνευματική. Πρώτη φορά αἰσθάνθηκα τέτοια ἱερή ἐμπειρία. Ταυτόχρονα ἄκουσα μία φωνή πού μοῦ ἔλεγε: ῾Ἄφησε ὅλες τίς αἱρέσεις καί ἀκολούθησε ἀταλάντευτα τήν ᾽Ορθόδοξη Ἐκκλησία᾽. Δέν ἔχω, λοιπόν, πάτερ, καμμία ἀμφιβολία ὅτι βρίσκομαι στήν ἀληθινή ἀρχαία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστῶ τό Θεό, διότι ὑπάρχει αὐτή ἡ Ἐκκλησία του στήν πόλι μας, τόσο κοντά μας. Δέν χρειάσθηκε νά τρέξω μακρυνές ἀποστάσεις γιά νά τή βρῶ. Εὐχαριστῶ ὅλους ἐσᾶς τούς ἀποστόλους του γιά τό ἔργο πού ἐπιτελεῖτε στή πατρίδα μας. Προσεύχεσθε γιά μένα νά σᾶς ἀκολουθήσω γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ μας”»(ΟΓ, τεῦχ. 20, 76). Ἰδού, τώρα, μιά ἀναφορά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή στήν Κορέα. Γράφει ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Σωτήριος: «Χαρακτηριστική ἡ περίπτωσι ἑνός φοιτητοῦ στή Σεούλ: ἐπιθυμοῦσε νά γίνη χριστιανός. Μελετοῦσε Ἁγία Γραφή. Πήγαινε στίς Προτεσταντικές Ἐκκλησίες καί στή Ρωμαιοκαθολική. Δέν τόν γέμιζαν. “Κάτι λείπει…” αἰσθανόταν. Ὥσπου μέσῳ τοῦ Internet βρῆκε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. “Αὐτό εἶναι ὁ χριστιανισμός τόν ὁποῖο ἔψαχνα”, ὁμολόγησε. Ἀνεπιφύλακτα κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε καί ζῆ τήν ἐν τῷ Φωτί τοῦ Προσώπου Του ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἄλλος Κορεάτης ἀριστοῦχος φοιτητής, πρώην βουδιστής, παρακολούθησε μῆνες κατήχησι μέ πολύ ἐνδιαφέρον. Κάποτε χάθηκε. Ξαναεμφανίσθηκε μετά ἕξι μῆνες. “Ποῦ ἤσουν;”, τόν ρώτησα. “Πήγαινα στίς ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Σεούλ νά δῶ μήπως ὑπάρχει καλύτερη ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἀλλά δέν βρῆκα. Τώρα εἶμαι ἀπόλυτα σίγουρος γιά τήν πληρότητα τῆς Ὀρθόδοξης”. Βαπτίσθηκε καί διακρίνεται γιά τό ζῆλο του. Κι ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό: ῞Ελληνας καθηγητής τῆς φιλοσοφίας, καλεσμένος νά δώση σειρά διαλέξεων σέ Πανεπιστήμια τῆς Σεούλ, σέ εἰδική συνάντησί του μέ ὅλους τούς καθηγητές φιλοσοφίας τῆς κορεατικῆς πρωτεύουσας, μίλησε μαζί τους γιά τήν κρίσι τῆς σημερινῆς νεολαίας καί τίς μορφές τίς ὁποῖες παρουσιάζει στήν Κορέα. “Τί νομίζετε ὅτι θά βοηθοῦσε τούς Κορεάτες νέους νά ξεπεράσουν τά προβλήματά τους;”, ρώτησε. Ἀπάντησε ὁ Πρύτανις ἑνός ἀπό τά τρία μεγαλύτερα Πανεπιστήμια τῆς Σεούλ, καθηγητής φιλοσοφίας ἐπίσης: “Ὁ αὐθεντικός χριστιανισμός, ὅπως τόν διεφύλαξε καί τόν βιώνει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία”. Ὁ ἴδιος ἀνήκει σέ προτεσταντική Ἐκκλησία, ἀλλά σέβεται βαθειά τήν Ὀρθοδοξία καί πρό ἐτῶν μέ κάλεσε στό Πανεπιστήμιό του καί μίλησα στούς φοιτητές» Γράφει ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος: «Τό 1919 ἔγινε μοναχή. Καί πῆρε τ’ ὄνομα Ἀμβροσία. Μά, μέ τήν εὐχή τοῦ γέροντα Ἀνατολίου καί τῆς ἡγουμένης, δέν φοροῦσε ράσα. Γιά νά μπορῆ νά γυρίζη στόν κόσμο, νά κάνη ὅ,τι καλό μποροῦσε. Ἔτσι μποροῦσε καί πήγαινε συχνά στήν Ὄπτινα κουβαλώντας στόν π. Ἀνατόλιο ἕνα σωρό ἐρωτήματα ἀπ’ τίς ἀδελφές τοῦ Σαμορντίνο. Καί μέ τήν εὐκαιρία τόν φρόντιζε καί σάν γιατρός. Αὐτή ἡ Ἀμβροσία περιγράφει ἕνα ἀξιοσημείωτο γεγονός, πού δείχνει, τί χάρισμα προορατικό εἶχε ὁ π. Ἀνατόλιος. “Θυμᾶμαι, κάποια φορά, πῆγα νά ζητιανέψω λίγο ψωμί. Ζητάω ἀπ’ τούς χωρικούς. Μοῦ ἀπαντοῦν: —… Δέν ὑπάρχει! Βγαίνω πιό ἔξω. Ἡ ἴδια ἀρνητική ἀπάντησι. Μία γυναῖκα ἀπάντησε: —Ἕνα ψίχουλο εἶχα, τό ἔδωκα στά παιδιά μου! Πῆγα καί στήν ἐκκλησία. Παρακάλεσα καί ἐκεῖ. Καί πῆρα τήν ἴδια ἀπάντησι. Ἔκαμα παράκλησι. Ἔκλαψα. Μοῦ ἐρχόταν, ν’ ἀφήσω κάθε προσπάθεια καί νά γυρίσω. Μά ἀντί γιά τό σπίτι, τράβηξα γιά τό δάσος. Καί περπάτησα λίγο μέσ’ στά δένδρα. Καί στίς πέντε ἤ ἕξι γύρισα. Ἐλπίδα ἀπό πουθενά καμμιά. Καί ξαφνικά νά, ἔρχεται μιά ἀγρότισσα ἀπ’ τό ἀγρόκτημα πού συνορεύει μέ τά δικά μας χωράφια. Καί μοῦ λέει: —Πουλᾶτε ἔπιπλα; —Ναί. Καί λέγοντας αὐτά μέ πιάνει τρόμος, μή καί πεῖ νά μᾶς πληρώση μέ χρήματα!.. —Ἐμεῖς ψωμί θέλουμε, τῆς λέω. —Κανένα πρόβλημα γιά μᾶς. Μά πῶς θά τό μεταφέρης; —Ἔστω τρία πούντ! (= κιλά). —Σύμφωνοι. Τό βράδυ, μόλις ἀρχίσει νά σκοτεινιάζη, θά σᾶς τά φέρη ἡ κόρη μου σέ δύο δόσεις. Καί πράγματι. Τά ἔφερε ἡ κοπέλλα της. Μοῦ λέει: —Θά ἔλθη σέ λίγο ὁ πατέρας μου× καί θά σᾶς τά κουβαλήση στό σταθμό. Καί πράγματι τήν ἄλλη ἡμέρα ἦρθε ἡ κοπέλλα μαζί μέ τόν πατέρα της. Ἔφεραν καί σιταρένιο ψωμί. Καί τρία φραντζολάκια. Ἕνα γιά τόν καθένα μας. Τσάι, ζάχαρι, τυρί, ὑφάσματα γιά ἕνα ἀγοράκι κι ἕνα κοριτσάκι, κλωστές καί 25 ρούβλια× γιά τά εἰσιτήρια. Φαντασθῆτε, τί ἔκπληξι δοκίμασα× καί τί χαρά! Τί εὔσπλαγχνος πού εἶναι ὁ Κύριος! Τά στέλνει ὅλα στήν ὥρα τους. Καί ὁ καλός ἐκεῖνος ἄνθρωπος μέ βοήθησε νά πάω στό σταθμό. Ὅμως, πῶς θά τά κατάφερνα ἐκεῖ ἀφοῦ ἀπαγορευόταν νά ἔχουμε μαζί μας πράγματα; Τύλιξα τά καρβέλια σέ μαξιλαροθῆκες καί τά σκέπασα μέ κλαδιά. Τά σακκιά μέ τό ἀλεύρι τά ἔσπρωξα γρήγορα κάτω ἀπ’ τό κάθισμα. Ἦλθε ὁ ἐλεγκτής. Καί ἤθελε νά μοῦ κατασχέση τά καρβέλια. Ἐγώ τότε τοῦ εἶπα, νά ἐλέγξη πρῶτα ὅλο τό βαγόνι× καί νά ἔλθη. Στό μεταξύ τά ἔδωσα σέ διάφορες γυναῖκες. Καί τά ἔβαλαν μαξιλάρια κάτω ἀπ’ τά κεφάλια τους. Ἦρθε λοιπόν ὁ ἐλεγκτής, ἔκατσε δίπλα μου, κι ἔψαχνε κάτω ἀπ’ τό κάθισμα, στό ὁποῖο καθόμουν ἐγώ! Καί τί τύχη! Τό σακκί μέ τό ἀλεύρι ἦταν κάτω ἀπ’ τό κάθισμα στό ὁποῖο ἦταν καθισμένος ὁ ἴδιος. Ἔτσι καί τό ψωμί καί τό ἀλεύρι ταξίδεψαν! Φθάσαμε στό Κοζιέλσκ. Πῶς νά τά κατέβαζα τόσα πράγματα; Ζητῶ βοήθεια. Ἄρχισαν νά τά πετᾶνε ἔξω. Τό τραῖνο ἀρχίζει νά κινῆται. Καί τελικά βρέθηκαν τά πράγματά μου ὅλα μαζί στή μεγάλη ἀποβάθρα τοῦ σταθμοῦ. Τί νά ἔκανα; Πῶς νά τά ἔπαιρνα; Πῶς νά τά σήκωνα τόσα; Καί ξαφνικά νά μπροστά μου ἕνας νέος ἄνδρας. Καί μέ ρωτάει: —Γιά ποῦ προορίζονται τά πράγματά σου; Γιά ἐδῶ ἤ γιά μεταφόρτωσι; —Γιά ἐδῶ. Καί μοῦ τά μετέφερε ὅλα στό σταθμό! Καί ἀπό ἐκεῖ τά πῆρα ἐγώ. Βέβαια ὅλα αὐτά ἦταν δουλειά πολλή. Καί ἀκόμη πιό πολλή ἦταν ἡ δουλειά νά μεταφερθοῦν στό μοναστήρι. Κάποια στιγμή, ὅταν ὁ γέροντας μοῦ ἔδωσε τήν εὐχή του νά φύγω, τόν ρώτησα: —Μόνο νά μοῦ πῆς, πῶς νά εὐχαριστήσω τήν καλή ἐκείνη ἀγρότισσα Μαρία Ἰβάνοβνα. Χωρίς αὐτήν δέν θά γινόταν τίποτε. Καί τότε ὁ π. Ἀνατόλιος μοῦ ἔδωσε μιά εἰκόνα τοῦ Σωτῆρα μας, μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι, δεμένου στή φυλακή. —Δῶσε της αὐτή τήν εἰκόνα!.. —Μά, πῶς γέροντα; Αὐτοί εἶναι λουθηρανοί. Δέν ἔχουν εἰκόνες. Ἀλλά ὁ γέροντας, χωρίς νά δώση προσοχή στά λόγια μου, συνέχισε: —Δῶσ’ της την! Δῶσ’ της την! Μόλις ἔφθασα στό σπίτι μου, ξεκίνησα γιά τό ἀγρόκτημα. Μά πῶς νά τήν μετέφερα τήν εἰκόνα; Τή δίπλωσα καί τήν ἔβαλα στό ταγάρι μου. Πῆγα. Τούς βρῆκα ὅλους μαζί νά πίνουν τσάι. Μέ χαιρέτησαν ἐγκάρδια. Μετά τό τσάι οἱ ἄλλοι σκόρπισαν. Ἔμεινα μόνη μέ τή Μαρία. Καί τότε τόλμησα νά τό πῶ: —Ὁ γέροντας σᾶς στέλνει αὐτή τήν εἰκόνα. Τή δέχθηκε μέ χαρά. Τήν ἀσπάσθηκε πολλές φορές. Καί εἶπε: —Νά ἤξερες πόσο καιρό τώρα, θέλω νά γίνω Ὀρθόδοξη καί δέν ἤξερα πῶς!.. Μόλις ἄκουσα τά λόγια αὐτά, κατάλαβα τί χάρισμα εἶχε ὁ γέροντας! Τί προορατικό. Δέν τήν εἶχε δεῖ ποτέ του! Δέν ἤξερε τίποτε γι’ αὐτήν! Ἄλλωστε μέχρι τότε οὔτε ἐγώ τή γνώριζα”».