Σταυρός, δαιμόνων το τραύμα
Τό δικό μας Holywood Link to heading
«Σέ κάποιο χωριό γκρέμισε ὁ Ἅγ. Μαρτῖνος τῆς Tours [†397] ἕνα ἀρχαιότατο ἱερό καί στήν συνέχεια καταπιάσθηκε νά κόψη κάποιο πεῦκο, τό ὁποῖο βρισκόταν πολύ κοντά στό τέμενος. Τότε, ὅμως, ὁ ἱερεύς τοῦ τόπου ἐκείνου καί τό ὑπόλοιπο πλῆθος τῶν ἐθνικῶν ἄρχισε νά προβάλλη ἀντίστασι. Καί παρόλο πού προηγουμένως οἱ ἴδιοι ἐκεῖνοι, ἐνόσῳ κατασκαπτόταν τό ἱερό, κατά θεία οἰκονομία εἶχαν μείνει ἥσυχοι, τώρα δέν ἀνέχονταν νά κοπῆ τό δένδρο. Αὐτός ἄρχισε μέ ζῆλο νά τούς νουθετῆ πώς δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη τίποτε τό θρησκευτικό σέ μία ρίζα. Νά ἀκολουθήσουν μᾶλλον τό Θεό, τόν Ὁποῖο καί ὁ ἴδιος ὑπηρετοῦσε. Ἐκεῖνο τό δένδρο ἔπρεπε νά κοπῆ, γιατί σέ δαίμονα ἦταν ἀφιερωμένο.
—Ἐάν ἐσύ ἔχης καθόλου παρρησία πρός τό Θεό σου, πού λές ὅτι λατρεύεις, θά τό κόψουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι αὐτό τό δένδρο κι ἐσύ νά τό πιάσης πού θά πέφτη. Κι ἄν εἶναι μαζί σου, ὅπως λές, ὁ Κύριός σου, θά γλυτώσης. Τότε αὐτός ἀτάραχος, μέ τήν πεποίθησί του στόν Κύριο, ὑπόσχεται πώς θά τό κάνη. Μέ τέτοιους ὅρους, φυσικά, συμφώνησε αὐτή τήν φορά καί ὅλο ἐκεῖνο τό πλῆθος τῶν ἐθνικῶν: Δέχονταν εὐχαρίστως τήν ἀπώλεια τοῦ δένδρου τους, φθάνει μόνο μέ τήν πτῶσι του νά καταπλάκωναν τόν ἐχθρό τῶν ἱερῶν καί ὁσίων τους. Ἔτσι, καθώς τό πεῦκο ἐκεῖνο εἶχε κλίσι πρός τήν μία μεριά καί δέν ὑπῆρχε ἀμφιβολία πρός ποιά μεριά θά κατέρρεε μόλις κοβόταν, ἔστησαν δεμένο τόν Μαρτῖνο σύμφωνα μέ τήν γνώμη τῶν χωρικῶν στόν τόπο ἐκεῖνο, στόν ὁποῖο κανείς δέν ἀμφέβαλλε πώς θά ἔπεφτε τό δένδρο. Ἄρχισαν, λοιπόν, νά κόβουν οἱ ἴδιοι τό πεῦκο τους μέ ἀνείπωτη χαρά καί εὐθυμία. Ἀπό μακριά στεκόταν τό πλῆθος μέ ἀγωνία. Ἤδη λίγο-λίγο τό πεῦκο κλονιζόταν καί ἔκανε ἀπειλητικά νά πέση καί νά σωριασθῆ κάτω. Χλώμιασαν ἀπό μακριά οἱ μοναχοί. Ἀλλά αὐτός ἔχοντας τήν πεποίθησί του στόν Κύριο, καραδοκοῦσε ἀτάραχος. Ἤδη τό πεῦκο γέρνοντας ἔβγαλε ἕνα μεγάλο τρίξιμο· ἤδη ἔπεφτε· ἤδη σωριαζόταν πάνω του, ὅταν αὐτός σηκώνει καταπάνω του τό χέρι του καί ἀντιτάσση τό σωτήριο σημεῖο. Καί τότε —θαρρεῖς καί σπρώχθηκε πίσω μέ κανένα ἀνεμοστρόβιλο— σωριάσθηκε στήν ἀντίθετη μεριά, ἔτσι πού κόντεψε νά συντρίψη τούς χωρικούς, πού στέκονταν στόν ἀσφαλῆ τόπο. Τότε βοή σηκώνεται ὥς τόν οὐρανό, καθώς οἱ ἐθνικοί μένουν ἔκθαμβοι ἀπό θαυμασμό, οἱ μοναχοί κλαῖνε ἀπό χαρά, τοῦ Χριστοῦ τό ὄνομα κηρύσσουν ὅλοι ἀπό κοινοῦ. Ἦταν ἀρκετά ἐμφανές πώς τήν ἡμέρα ἐκείνη εἶχε ἔλθει ἡ σωτηρία στήν περιοχή αὐτή.
Πράγματι κανείς σχεδόν ἀπό ἐκεῖνο τό τεράστιο πλῆθος τῶν ἐθνικῶν δέν ὑπῆρξε, πού νά μή ζήτησε χειροθεσία [κατηχουμένου] καί, ἐγκαταλείποντας τήν πλάνη τῆς ἀσεβείας, νά μήν πίστευε στόν Κύριο Ἰησοῦ. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς πρίν τό Μαρτῖνο λίγοι μόνο, ἤ μᾶλλον σχεδόν κανένας στίς περιοχές ἐκεῖνες δέν εἶχε δεχθῆ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». «Τό 1916-17, γράφει ὁ π. Γαβριήλ ὁ Διονυσιάτης, βρισκόταν στό Ὀρφάνι τοῦ Παγγαίου ὑπεύθυνος σ᾽ ἕνα μετόχι τῆς Μονῆς του. Στήν περιοχή ἐκείνη στάθμευε τότε μεραρχία τοῦ στρατοῦ. Μιά ὁμάδα ἀξιωματικῶν, μυημένοι στόν πνευματισμό, συνήθιζαν νά συγκεντρώνωνται τά βράδια γύρω ἀπό τό τραπέζι, καί μέ τήν μεσολάβησι ἑνός στρατιώτη-μέντιουμ καλοῦσαν τά πνεύματα τοῦ βασιλέως Γεωργίου, τοῦ Τρικούπη καί ἄλλων διασήμων νεκρῶν. Ὅταν τό τραπεζάκι ἐκινεῖτο —σημεῖο ὅτι ἄρχισε ἡ ἐπικοινωνία μέ τό “πνεῦμα”— ἔκαναν ἐρωτήσεις· καί ἐκ μέρους τοῦ “πνεύματος” ἀπαντοῦσε ὁ στρατιώτης-μέντιουμ. Ἔτυχε ἕνα βράδυ σέ μιά τέτοια σύναξι νά παρευρίσκεται καί ὁ π. Γαβριήλ. Κατάλαβε ὅτι ἡ ὅλη προσπάθεια ἦταν ἐπίκλησι δαιμόνων. Ὅταν ἔφυγαν βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ἐπικολλήση κάτω ἀπό τό τραπέζι δύο κεριά σέ σχῆμα Σταυροῦ. Ὅταν ξαναπῆγαν καί προσπάθησαν νά ἐπαναλάβουν τήν ἐπίκλησι τῶν “πνευμάτων”, δοκίμασαν ὀδυνηρή ἔκπληξι.
Ἐνῶ καλοῦσαν ὥρα πολλή, τό τραπεζάκι δέν ἐκινεῖτο ἀπό τήν θέσι του καί τό “πνεῦμα” δέν ἔκανε τήν ἐμφάνισί του. Ἄρχισαν νά ἐρευνοῦν παραξενεμένοι μήπως κάποιος κάρφωσε τό τραπέζι στό πάτωμα! Καί ἐρευνώντας ἀνακάλυψαν τό Σταυρό ἀπό κερί κάτω ἀπό τό τραπέζι. —Τό ἔκανα γιά νά πεισθῆτε ὅτι στήν πρᾶξι σας κρύβεται δαιμονική ἐνέργεια, τούς εἶπε ὁ π. Γαβριήλ. Δέν τό παραδέχθηκαν. Καί ἄρχισαν νά ἀραδιάζουν διάφορες πνευματιστικές θεωρίες, ὅτι τάχα τό κερί σάν οὐσία εἶναι “δέκτης καλός” καί γι᾽ αὐτό συγκεντρώνει τό… ρεῦμα τῆς ἐπικοινωνίας κλπ.. —Καλά, τούς εἶπε τότε ὁ π. Γαβριήλ. Ἀφοῦ φταίει τό κερί ἀφαιρέστε το. Ἀλλά νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά κάνω κάτι ἄλλο. Καί ἀφοῦ ἄναψε τό ἕνα κερί, σχημάτισε μέ τόν καπνό ἕνα Σταυρό κάτω ἀπό τό τραπέζι. Μετά τούς εἶπε νά κάνουν τίς ἐπικλήσεις τους. Ἄρχισαν αὐτοί καί πάλι νά καλοῦν· ἀλλά τό τραπεζάκι πάλι ἔμενε ἀκίνητο· δέν γινόταν τίποτε. Ἀναγκάσθηκαν τότε ἐκ τῶν πραγμάτων νά παραδεχθοῦν ὅτι δέν εἶχαν νά κάνουν μέ ἐπικοινωνία πνευμάτων νεκρῶν ἀνθρώπων, ἀλλά μέ τό Διάβολο!
Μέ αὐτόν, δηλαδή, πού “ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ”(Α´ Πέτρ 5, 8) ἀλλά καί τοῦ ὁποίου ἡ δύναμι καί οἱ παγίδες κυριολεκτικά συντρίβονται μπροστά στήν δύναμι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ· “Φρίττει γάρ καί τρέμει μή φέρων καθορᾶν [: μή μπορώντας νά βλέπη] αὐτοῦ τήν δύναμιν”». Γράφει, ἐπίσης, ὁ π. Ἰωακείμ Καραχρῆστος: «Λίγο πιό πάνω, καθώς ἀνεβαίναμε πρός τίς Καρυές, ἀκούσθηκε ἕνας θόρυβος μέσα ἀπ᾽ τά κλαδιά καί πετάχθηκε ἕνα μουλάρι μ᾽ ἕνα καλόγηρο πάνω. Ἀφηνίασε τό ζῶο, ἴσως ἀπό κάποιο ἀγριογούρουνο, πού πέρασε ἀπό μπροστά του. Ὅρμησε στό δρόμο, καί ὁ μοναχός τραυματίσθηκε σοβαρά στό πρόσωπο ἀπ᾽ τά κλαδιά. Ἔτρεχαν τά αἵματα. Πήγαμε γρήγορα κοντά του —εἶχα κι ἄλλους μαζί μου— τόν βοηθήσαμε νά κατεβῆ ἀπ᾽ τό μουλάρι καί εἴδαμε ὅτι τό μάτι του εἶχε πάθει μεγάλη ζημιά. Ὁ βολβός εἶχε πεταχθῆ ἔξω! Τόν ἔπιασα μέ τά δάκτυλά μου καί τόν ἔβαλα πάλι μέσα. Γέμισε ἡ παλάμη μου αἵματα… —Γέροντα, τοῦ λέω, ἔλα νά σέ πᾶμε γρήγορα στόν ἀγροτικό γιατρό, γιατί ἔχεις μεγάλη ζημιά στό μάτι σου. Ἀπαθέστατος, μοῦ λέει: —Μά, εὐλογημένε, τό σταύρωσα. Σταύρωσε τό μάτι του· δηλαδή, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω του. —Γέροντα, τοῦ λέω, καλά ἔκανες. Ἡ θεία χάρι καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη, ὅμως, καί οἱ γιατροί ἀπ᾽ τό Θεό εἶναι. Νά σέ πάω νά σοῦ τό πλύνη τουλάχιστον, νά σοῦ τό καθαρίση. Ἐκεῖνος ἐπέμεινε: —Ὄχι, εὐλογημένε. Δέν πιστεύεις; Ἄρχισε νά μ᾽ ἐλέγχη ὅτι δέν πιστεύω στό θαῦμα. —Πιστεύω, τοῦ λέω, ἀλλά… —Δέν ἔχει ἀλλά· μέ κόβει. Τό σταύρωσα, πάει καί τελείωσε. Ἔφυγε. Ρώτησα ἐκεῖ κάποιον ποιός εἶναι καί τόν ἑπόμενο χρόνο, κατά τόν ὁποῖο ἦλθα, τόν βρῆκα. Τό μάτι του εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά. Τοῦ κάνω τήν ἀφελῆ ἐρώτησι: —Γέροντα, μέ τό σταύρωμα ἔγινε καλά τό μάτι σου ἤ πῆγες καί στό γιατρό; —Ἐσύ ἐκεῖ μέ τήν ἀπιστία σου, μοῦ ἀπάντησε! Ἀφοῦ σοῦ εἶπα ὅτι τό σταύρωσα. Τό ἔπλυνα καί μέ λίγο ἁγιασμό κι ἔγινε καλά. Ἔτσι ἔγινε καλά» Ἄς πᾶμε, τώρα, στόν πρῶτο αἰῶνα: «Ἔφθασε ὁ Παγκράτιος Ταυρομενίας, [†9 Ἰλ 1ος αἰ.] σ᾽ ἕνα τόπο τῆς Σικελίας πού ὀνομαζόταν Φάλκωνας, ὅπου ἦταν κῆπος παληός μιᾶς γυναίκας, Φαλκωνίλας ὀνόματι, ἡ ὁποία γέννησε γιό καί τόν όνόμασε Φάλκωνα. Αὐτός ἦταν πολύ ὡραῖος. Περνώνταςς δέ τόν κῆπο, πέθανε ξαφνικά καί τόν ἐνταφίασαν ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔκτισαν στό ὄνομά του ναό μέγα καί ὡραιότατο. Πάνω δέ στόν τάφο τοῦ Φάλκωνα ἔστησαν εἴδωλο μεγάλο πελεκητό, λίθινο, τό ὁποῖο ὀνόμασαν θεό Φάλκωνα καί πρός τό ὁποῖο θυσίασαν τρεῖς νέους καί ἑβδομήντα τρεῖς μόσχους ἐκλεκτούς, ἀπό τότε δέ κάθε χρόνο τελοῦσαν οἱ πλανημένοι, αὐτή τή μιαρῆ θυσία, οἱ μιαροί στούς μιαρούς δαίμονας. Ὅταν δέ βγῆκε ἀπό τό πλοῖο ὁ ἱερός Παγκράτιος καί στάθηκε κρατώντας ὡς ράβδο ἕνα Σταυρό, φώναξαν οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν μέσα στό εἴδωλο καί, σείοντας αὐτό δυνατά, ἔλεγαν τά ἑξῆς κλαίγοντας· “Ὦ θεέ Φάλκων, φωτιά ἔφθασε γιά νά σέ ἀποσυνθέση. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ἔστειλε ἐδῶ ρομφαία, ὡς ἀστραπή, ἡ ὁποία τόν μέν τόπο ὅλο αὐτόν τόν φώτισε, ἐμᾶς δέ μᾶς φόβισε. Ὦ Λυκαονίδη, πῶς τόν ἔφερες ἐδῶ καί δέν κατακάηκε τό πλοῖο σου;”. Τότε ὁ Παγκράτιος σημείωσε πάνω του τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ὁρκίζοντας τούς δαίμονες νά πάψουν τίς φωνές καί τούς θορύβους καί οἱ δαίμονες ἀμέσως σιώπησαν. Τότε ὁ Λυκαονίδης εἶπε πρός τόν Παγκράτιο: —Μήν πλησιάσης στόν ἀκάθαρτο αὐτό Φάλκωνα, διότι πολλούς θανάτωσε. Ὁ δέ ἱερός Παγκράτιος ἀποκρίθηκε: —Ἐμεῖς ἔχουμε τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί δέν φοβούμασθε δαίμονες. Ἔλα, λοιπόν, μαζί μας γιά νά δῆς τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπώλεια τοῦ Φάλκωνα. Κρατώντας δέ στά χέρια τό Σταυρό, τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί τήν εἰκόνα τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, πλησίασε πρός τό μιαρό βωμό καί στρεφόμενος κατ᾽ Ἀνατολάς προσευχήθηκε πρός τόν ἀληθινό Θεό, νά τοῦ δώση σοφία καί δύναμι, γιά νά ἐπιστρέψη τούς ἐγχώριους στήν εὐσέβεια, νά ἐκδιώξη ἀπό ἐκεῖ τούς δαίμονες. Μετά δέ τήν προσευχή, φώναξε λέγοντας: “Σᾶς ὁρκίζω στήν Ἁγία Τριάδα, ἀκάθαρτοι δαίμονες, νά σηκώσετε τόν ἀναίσθητο Φάλκωνα καί τό βωμό ὅλο ὅπως βρίσκεται καί νά ρίξετε μακριά στό πέλαγος ὥς τριάκοντα στάδια, μαζί τους δέ νά βυθισθῆτε καί σεῖς”. Ἀμέσως δέ μέ τό λόγο τοῦ Ἁγίου, ὦ τοῦ θαύματος! Μεγάλος κτύπος ἀκούσθηκε καί φάνηκαν οἱ δαίμονες σάν πλῆθος κοράκων καί γυπῶν, οἱ ὁποῖοι ἁρπάζοντας τό εἴδωλο, τό ἔρριξαν στή θάλασσα. Ὁ Λυκαονίδης τότε θαύμασε. Ἔπειτα ζήτησε ἀπό τόν Ἅγιο ἄδεια γιά νά μεταφέρη τά δῶρα στόν ἡγεμόνα τῆς νήσου, πού ὀνομαζόταν Βονιφάτιος καί στόν πολιτάρχη Αὐρηλιανό, ὅπως ἦταν συνήθεια. Εἶπε τότε πρός αὐτόν ὁ Ἅγιος: —Πήγαινε εἰς εἰρήνην καί βλέπε, μή σέ χωρίση κανείς ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Φεύγοντας δέ ὁ Λυκαονίδης παρέδωσε στόν ἡγεμόνα δῶρα πολύτιμα. Ὁ δέ ἡγεμόνας, ἀφοῦ τά δέχθηκε, τόν ρώτησε γιά τά μέρη τῆς Ἀνατολῆς καί πῶς ζοῦν οἱ ἐκεῖ ἄρχοντες. Ὁ Λυκαονίδης τότε ἀποκρίθηκε: —Μεγάλη εἰρήνη ἔχουν ὅλες οἱ ἐπαρχίες. Διότι ἡ εἰρήνη τοῦ μεγάλου καί ἀληθινοῦ Θεοῦ τίς ἐπισκίασε καί σῴζει ὅσους πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν. Διηγήθηκε δέ στόν ἡγεμόνα τό μεγάλο θαῦμα, τό ὁποῖο τέλεσε ὁ Ἅγιος καί κήρυξε τό Χριστό, διηγούμενος ὅλα ὅσα εἶδε καί ἄκουσε νά λέγωνται ἀπό τόν Παγκράτιο. Ἐνῶ δέ συνομιλοῦσαν, ἦλθαν ἐκεῖ ὅλοι οἱ μιαροί ἱερεῖς, ὀλολύζοντας καί φώναζαν ἀτάκτως λέγοντας: —Μεγάλο κακό μᾶς συνέβη, ἡγεμόνα κράτιστε, διότι ὁ ποθητός μας θεός Φάλκων ἐξαφανίσθηκε μέ ὅλο τόν περίφημο ναό, σέ σημεῖο ὥστε οὔτε κἄν ὁ τόπος τοῦ θυσιαστηρίου δέν φαίνεται πλέον. Εἶπε τότε ὁ Βονιφάτιος: —Ἱερεῖς τῶν μεγάλων θεῶν τῆς Ταυρομενίας, πηγαίνετε καί ἐξετάστε ἀκριβῶς μήπως οἱ θεοί ἤθελαν περισσότερη θυσία καί γι᾽ αὐτό σᾶς περιφρόνησαν καί ἀναχώρησαν σέ ἄλλο τόπο, θά ἐξετάσω δέ κι ἐγώ πῶς συνέβη αὐτό τό γεγονός. Αὐτά δέ λέγοντας τούς ἔδιωξε, καί ρωτοῦσε πάλι τό Λυκαονίδη γιά τό Χριστό, διότι πολλή εὐφροσύνη ἔπαιρνε ἡ ψυχή του, ἀκούγοντας τούς λόγους τοῦ σωτηρίου Εὐαγγελίου. Ἰδού, τώρα, ἡ κεκρυμμένη ἐπίδρασι τοῦ Σταυροῦ στήν κοσμική ἱστορία. Ἐπισημαίνει ὁ Κυθήρων Μελέτιος: «Τό μεγαλύτερο θαῦμα τῶν αἰώνων εἶναι τό τέλος τοῦ Γερμανοῦ δικτάτορα Hitler. Ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας κινήθηκε ἐναντίον τοῦ ἀσεβοῦς Ἀχαάβ, ἔτσι καί ἐναντίον του μοῦ φάνηκε ὅτι ἐξεγέρθηκε ὁ ἴδιος προφήτης Ἠλίας σέ ἔλεγχο τῆς ἀσέβειας καί θρασύτητος τοῦ ἄνδρα. Στίς 20 Ἰουλίου, ἑορτή τοῦ προφήτη Ἠλία, τοῦ 1944 ἐπιχειρήθηκε ἡ ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς τοῦ Hitler. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνης τῆς ἀπόπειρας ὁ ἔνδοξος Δικτάτορας τῆς Γερμανίας Hitler ἐξαφανίσθηκε καί ἔσβησε γιά τή Γερμανία, τῆς ὁποίας ἡ κατάρρευσι συνεχίσθηκε ραγδαῖα. Στίς 7 Μαΐου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1945…, θρυμματίσθηκε καί ὁ ἀγκυλωτός Σταυρός, τό ἄθεο σύμβολο τοῦ ἀσεβοῦς Hitler, ἀκριβῶς τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ γιά τό ἐξαίρετο γεγονός τῆς 2ας ἐμφανίσεώς Του στά Ἱεροσόλυμα. Ἀνακήρυξε βλασφημώντας ὁ Hitler τόν ἀγκυλωτό σταυρό ὅπλο ἀήττητο, βλασφημώντας καί καυχώμενος ὅτι στόν τόπο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ναζωραίου θά ἀνύψωνε πολύ νωρίς τόν ἀγκυλωτό βγάζοντας ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς τό Σταυρό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πίστευε ὅτι ἐκμηδένισε τό Σταυρό τοῦ Ναζωραίου. Καί εἶδαν, ὅσοι προσκύνησαν τόν ἀγκυλωτό καί θεοποίησαν τό Hitler, καί τούς δύο περιδεεῖς νά σβύνουν καί νά ἀφανίζωνται καί νά θάπτωνται στό αἰώνιο ἀνάθεμα ὁλόκληρης τῆς Γερμανίας καί τῆς ἀνθρωπότητος. Βρῆκε ἀληθινή ἐφαρμογή τό χωρίο τοῦ Τωβίτ· “Ἐπικατάρατοι πάντες οἱ μισοῦντές σε. Ὦ μακάριοι οἱ ἀγαπῶντές σε· χαρήσονται ἐπί τῇ εἰρήνῃ σου”(13, 12)» Λέει καί ὁ Ἀναστάσιος Ἀντωνόπουλος: Μᾶς «ὀνομάζουν εἰδωλολάτρες, διότι μέ πίστι ἀτενίζουμε στό τίμιο ξύλο τοῦ Σταυροῦ, πάνω στόν ὁποῖο ὑψώθηκε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί περιμένουμε ἀπ᾽ αὐτόν τήν ἴασι τῶν πνευματικῶν πληγῶν μας. Ἀλλά γιατί δέν ὀνομάζουν εἰδωλολάτρες καί τούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι [στήν ἔρημο] ἐνατένιζαν τό χάλκινο φίδι πού ὑψώθηκε πάνω στό ξύλο καί περίμεναν τήν ἴασι τῶν σωματικῶν τους πληγῶν; (Ἀρθ 21, 7). Ἀφοῦ τό χάλκινο φίδι, τό ὁποῖο ὑψώθηκε ἀπό τό Μωυσῆ στό ξύλο, παρεῖχε τή θεραπεία σ᾽ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δαγκώνονταν ἀπό τά δηλητηριώδη καί θανατηφόρα φίδια, ὅταν ἀτένιζαν μέ πίστι σ᾽ αὐτό στήν ἔρημο, πόσο μᾶλλον ὁ Σταυρός, τόν ὁποῖο ἔφερε στούς ὤμους του καί πάνω στόν ὁποῖο ἐξέτεινε τά ἀμίαντα, καθαρά καί ἁγνά χέρια του ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου, δέν πρέπει νά τιμᾶται μέ εὐλάβεια, καί μέ πίστι ἐμεῖς νά ἀτενίζουμε σ᾽ αὐτόν, ὅταν δοκιμαζώμασθε ἀπό πλῆθος θλίψεων στό βίο μας;» Καί ὅπως τονίζει ὁ Γερμανός Β´ Κων/λεως: «Δέν πρέπει, λένε, νά προσκυνοῦμε καί νά ἀσπαζώμασθε τό Σταυρό, ἀλλά νά τόν ἀτιμάζουμε καί νά τόν ἀποστρεφώμασθε, ἐπειδή φόνευσε καί θανάτωσε τό Χριστό. Καί προσθέτουν, βάζοντάς μας δῆθεν σέ ἀπορία. Ἄν κάποιος, λένε, φόνευσε κρεμώντας σέ Σταυρό τόν πατέρα σου, θά τιμοῦσες καί θά προσκυνοῦσες ἐκεῖνο τό Σταυρό; Ὁπωσδήποτε, ὄχι· ἀλλά καί θά τόν ἀποστρεφόσουν καί θά τόν μισοῦσες καί βλεποντάς τον ἀπό μακρυά θά τόν ἀπέφευγες ὡς ἐχθρό, καθώς φόνευσε τόν ἀγαπητό σου πατέρα. Ἤδη ἀκούσατε τή βλασφημία τους. Τί νομίζετε; Θέλετε σάν ἱστό ἀράχνης νά διαλύσουμε τό σύνδεσμο τῆς ἀπορίας αὐτῆς καί νά ἀποδείξουμε ὅτι εἶναι μεστή δυσσεβείας ἡ φλυαρία αὐτή; Ἐλᾶτε νά ἐλέγξουμε. Εἶναι νόμος στούς ἀνθρώπους ἀπ᾽ τή φύσι νά εὐγνωμονοῦν τούς εὐεργέτες καί νά ἀνταποδίδουν τίς εὐχαριστίες· καί ὄχι μόνο νά τιμοῦν τούς εὐεργέτες καί τόν ἁρμόζοντα σεβασμό νά ἀπονέμουν σ᾽ αὐτούς, ἀλλά καί νά μακαρίζουν τά ἴδια τά ὄργανα σωτηρίας πού μεσίτευσαν πρός τήν ἐκπλήρωσι τῆς εὐεργεσίας γιά τούς κινδυνεύοντες· καί ἄς σέ πείση ὁ πάνσοφος Σολομών λέγοντας· “εἶναι εὐλογημένο τό ξύλο μέ τό ὁποῖο γίνεται σωτηρία”(ΣΣολ 14, 7). Πολλοί τίμησαν καί σπαθί βασιλικό πού φόνευσε ἀνθρωποκτόνο τύραννο καί χάρισε ἐλευθερία, ἐνῶ ἄλλοι σεβάσθηκαν ἀκόμη καί τόπους καί χρόνους κατά τούς ὁποίους ἀπήλαυσαν κάποια εὐημερία ἤ ὠφέλεια. Καί μέ δυό λόγια, κάθετί πού κατά κάποιο τρόπο μεσίτευσε στούς ἀνθρώπους δίδοντας εὐεργεσία καί χαρά εἶναι ἐπαινετό σ᾽ αὐτούς καί ἀγαπητό κατά τό μέτρο τῆς ὠφελείας· ὅπως, ἀντιθέτως, κι αὐτά πού ἔγιναν αἴτια βλάβης καί πρόξενα κάποιου λυπηροῦ, καί τά μισοῦμε καί τά ἀποστρεφόμασθε εἴτε ὄργανα εἶναι εἴτε τόποι εἴτε χρόνοι. Πράγματι κάποιος ἔθαψε μαχαίρι ἀδελφοκτόνο καί ἔσπασε ραβδί παιδοκτόνο. Καταριέται ὁ Δαυΐδ τά ὄρη Γελβουέ διά τόν ἐκεῖ φόνο τοῦ φίλου του (Β´ Βασ 1, 21)· ὁ Ἰώβ, τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία γεννήθηκε γιά τίς συμφορές πού συνέβησαν καί τούς ἀλλεπάλληλους πειρασμούς (Ἰώβ 3, 1). Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τό Σταυρό, ποιούς ὠφέλησε καί ποιούς ἔβλαψε· κι αὐτός μέν πού ὠφελήθηκε ἄς προσφέρη ἀνάλογα μέ τήν ὠφέλεια καί τήν τιμή, ἐκεῖνος δέ γιά τόν ὁποῖο ἔγινε αἴτιος βλάβης αὐτόν αὐτός ἄς τόν ἀποστρέφεται καί ἄς τόν σιχαίνεται δίκαια. Ἄς ἀναγνωσθοῦν, λοιπόν, τά τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου πού ἀναφέρονται ρητῶς καί λέγονται ἀπ᾽ τό Σωτῆρα· “Τώρα εἶναι ἡ κρίσι τοῦ κόσμου αὐτοῦ· τώρα ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου θά ἐκβληθῆ ἔξω· καί ἐγώ ἄν ὑψωθῶ ἀπ᾽ τή γῆ, θά τούς ἑλκύσω ὅλους πρός ἐμένα”(Ἰω 12, 31-32). Ἰδού μέ τά λίγα λόγια αὐτά μποροῦμε νά διδαχθοῦμε ποιός εὐεργετήθηκε διά τοῦ Σταυροῦ καί ποιός ὑπέστη συντριβή. Ὅτι δέ γιά τήν ἐθελούσια σταύρωσί Του τά εἶπε αὐτά ὁ Χριστός, ἔχουμε τόν ἴδιο τόν εὐαγγελιστή ἀξιόπιστο μάρτυρα τοῦ λόγου. Διότι προσθέτει “τό ἔλεγε δέ αὐτό φανερώνοντας μέ ποιό θάνατο ἐπρόκειτο νά πεθάνη”(Ἰω 12, 33). Πάλι, λοιπόν, ἄς ἐπαναλάβω τό λόγο. “Τώρα εἶναι κρίσι τοῦ κόσμου αὐτοῦ”· κρίνει δέ ὡς βασιλεύς καθισμένος σέ βασιλικό θρόνο, τό Σταυρό. Ἡ δέ κρίσι ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτή τήν ἀπόφασι, ὥστε ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου νά πεταχθῆ ἔξω ἀπό τήν ἐξουσία του, καί ἡ κατά τῶν ἀνθρώπων τυραννίδα του καί ἡ πολυχρόνια κάκωσι νά σταματήση, καί ὁ τύραννος κάτω ἀπό τά πόδια τῶν τυρανουμένων νά τεθῆ γιά τόν ἄδικο θάνατο τοῦ Σωτῆρος, καί τήν τολμηρή ἀναισχυντία του κατά τοῦ Παμβασιλέως, καί πλέον δέν θά λέγεται κοσμοκράτορας. Πράγματι ἔχει πεταχθῆ μέ τή σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐξαγορά τοῦ κόσμου μέ τό δικό Του αἷμα. Καί Αὐτός πού μᾶς ἀγόρασε εὐαγγελιζόμενος εἶπε στούς φίλους Του· “Μοῦ δόθηκε κάθε ἐξουσία στόν οὐρανό καί πάνω στή γῆ”(Μθ 28, 18). Καί ἀπό ᾽δῶ καί πέρα οἱ γηγενεῖς, οἱ χθεσινοί καί οἱ παλαιότεροι, πού κατέβαιναν ἀπ᾽ τή γῆ στόν ἄδη, τώρα πολιτογραφοῦνται στούς οὐρανούς διότι εἶπε· “ἄν ὑψωθῶ πάνω στό Σταυρό θά τούς τραβήξω ὅλους πρός ἐμένα”(Ἰω 12, 32), ὥστε ὅπου εἶμαι Ἐγώ καί αὐτοί νά εἶναι μαζί μου. Ποιός ὀφείλει, λοιπόν, νά ἀγαπᾶ τό Σταυρό; Αὐτοί πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τήν τυραννίδα τοῦ διαβόλου μέ τή συνεργασία τή σταυρική καί πού ἀνέβηκαν ἀπ᾽ τόν ἄδη στόν οὐρανό καί ἀξιώθηκαν ἰσάγγελη δόξα, ἤ ὁ Διάβολος ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἀπ᾽ τήν παλαιότερη ἐξουσία του διά τοῦ Σταυροῦ, καί ὑπόκειται ἐλεεινά στό παιχνίδι καί στό καταπάτημα ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους; Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέν πού ἀξιώθηκαν πολλά ἀγαθά διά τοῦ Σταυροῦ καί βρῆκαν ζωή αἰώνια, ὀφείλουν δικαίως καί νά προσκυνοῦν καί νά ἀσπάζωνται τό Σταυρό διά τοῦ ὁποίου προξενήθηκε ἡ ἀπόλαυσι τῶν ἀγαθῶν· στό Διάβολο δέ εἶναι ἀνάγκη νά μισῆ τό Σταυρό καί νά φεύγη μακρυά του ὅπως φεύγει κάποιος ἀπ᾽ τή φωτιά· διότι μέ αὐτόν ἐπιτεύχθηκε ἡ συντριβή του καί ἡ ἀπονεύρωσι καί ἡ παντελής ἐξολόθρευσι. Ὅσοι, λοιπόν, μισοῦν τό Σταυρό καί τόν ἀποστρέφονται ἀποδίδουν φανερή εὔνοια στό Διάβολο καί ὄντας πιστοί σ᾽ αὐτόν, ὀφείλουν νά θεωροῦν ἐχθρό τό δικό του ἐχθρό, ὅπως ἀπ᾽ τήν ἄλλη, νά ἀγαποῦν τούς φίλους του… Λένε ὅτι εἶναι ἄδικο ὁ Σταυρός στόν ὁποῖο θανατώθηκε ὁ πατέρας κάποιου ἤ ὁ φίλος του νά προσκυνῆται ἀπ᾽ τά τέκνα ἤ τούς φίλους του. Διότι ἰδού καί ὁ πατέρας τους καί φίλος τους Διάβολος μύρια κακά ἔπαθε διά τοῦ Σταυροῦ ὅπως ἀποδείξαμε καί γι᾽ αὐτό μισοῦν τό Σταυρό, τό φονευτή καί ὀλοθρευτή τοῦ πατέρα των. Πράγματι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου Χριστός, ἄν καί θεληματικά καρφώθηκε στό Σταυρό καί τήν ὑπεραγία ψυχή Του ἐναπόθεσε αὐτεξουσίως στά πατρικά χέρια, ἀλλά πάλι τήν προσέλαβε αὐτεξουσίως σύμφωνα μέ τήν ἀψευδεστάτη Του πρόρρησι λέγοντας· “Ἔχω ἐξουσία νά δώσω τήν ψυχή μου καί ἐξουσία νά τήν πάρω πάλι πίσω”(Ἰω 10, 18) καί ὁ θάνατός Του προξένησε στούς ἀνθρώπους αἰώνια ζωή. Πράγματι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ “γι᾽ αὐτούς μέν πού χάνονται θεωρεῖται ἀνοησία, ἐνῶ γιά τούς σωζομένους, ἐμᾶς, εἶναι δύναμι Θεοῦ”(Α´ Κορ 1, 18). Τί νομίζεις, λοιπόν, φίλε τοῦ Διαβόλου; Πρέπει νά πειθώμασθε στόν ἀπόστολο πού λέει ὅτι εἶναι δύναμι Θεοῦ ὁ Σταυρός ἤ σέ σένα τό χαμένο πού ὀνομάζεις ἀνοησία τό Σταυρό; Ἄν δέ ἐσύ χαριζόμενος στό διάβολο δέν σταματᾶς νά ἀποκαλῆς ἀνοησία τό Σταυρό, ἀλλά ἐγώ καί πάλι θά πῶ μέ θάρρος: “τούς θεωρούμενους ἀνοήτους τοῦ κόσμου διάλεξε ὁ Θεός”(Α´ Κορ 1, 27) καί “ὁ ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος διότι τά θεωρεῖ ἀνοησία”(Α´ Κορ 2, 14). Ἅν δέ καί ἐσύ, μαθητής τοῦ Διαβόλου, θεωρεῖς ντροπή τό Σταυρό, ἀλλά ὁ διδάσκαλός μου λέει: “Ἄς μή γίνη, νά καυχῶμαι μέ κάποιο ἄλλο” ἀπό τά ἔνδοξα τοῦ κόσμου, “παρά μόνο μέ τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ”(Γαλ 6, 14). Τί εἶναι στερεώτερο τοῦ Πέτρου, στόν ὁποῖο ὄχι ἄνθρωπος ἀποκάλυψε τόν Υἱό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ μοναδικός Πατήρ καί ὁ μοναδικός ἀγέννητος; Ὅμως, ἐπειδή ἦταν κρυμμένο ἀκόμη γι᾽ αὐτόν τό μυστήριο τοῦ Πάθους καί ἔβλεπε τό διδάσκαλο νά σπεύδη πρός τό Σταυρό, προσπάθησε μέν μέ φιλόστοργο δῆθεν διάθεσι νά Τόν ἐμποδίση ἀπ᾽ τήν ὁρμή καί τό κατεπεῖγον καί εἶπε μέ συμπάθεια: “Νά φανῆς σπλαγχνικός, Κύριε, στόν ἑαυτό σου· μακάρι νά μήν σοῦ συμβῆ αὐτό”(Μθ 16, 22). Ἄκουσε, ὅμως, μέ σφοδρή ἐπιτήμησι: “Πήγαινε πίσω μου σατανᾶ. Μοῦ ἔγινες σκάνδαλο· δέν φρονεῖς τά θεϊκά ἀλλά τά ἀνθρώπινα”(Μθ 16, 23). Τί θαῦμα! Ὁ μέγας Πέτρος ἀκούει τήν ἐπιτίμησι σατανᾶς γιά τήν ἄρνησι τοῦ Σταυροῦ τόν ὁποῖο ἤθελε νά ἁρπάξη ὁ Χριστός ὡς ὠφελιμότατο στόν κόσμο, καί ἀπορρίπτεται πίσω ὁ ἀρραγής θεμέλιος τῆς Ἐκκλησίας ὡς πέτρα σκανδάλου καί λίθος προσκόμματος. Τί θά πάθης, λοιπόν, ἐσύ πού γαυγίζεις βλάσφημα κατά τοῦ Σταυροῦ καί κατηγορεῖς τόν ἐσταυρωμένο; Διότι εἰσάγεις ἀθέλητη τή σταύρωσι καί ὄχι μόνο μή ὠφέλιμη οὔτε φανερά χρήσιμη, ἀλλά ὅτι ἔβλαψε πλήρως καί τόν ἐσταυρωμένο· καί αὐτούς δέ τούς σταυρωτές παρουσιάζεις ἰσχυροτέρους τοῦ σταυρωθέντος πού Τόν τράβηξαν στόν Σταυρό ἀθέλητα» «Διαμαρτυρόμενος: Γιά ποιό λόγο στό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἀποδίδετε θεία δύναμι, ἐνῶ κατά τήν Παλαιά Διαθήκη θεωρεῖται ὡς καταραμένο ξύλο; Ὀρθόδοξος: Ἀλλά, ἀγαπητέ μου, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη καταραμένος θεωρεῖτο καί “πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου”. Τί, λοιπόν; καταραμένος εἶναι καί ὁ Χριστός; Γιατί τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ θεωρεῖτο καταραμένο; Γιά τό ὅτι ἦταν ξύλο σταυροειδές ἤ γιατί κρέμονταν σ᾽ αὐτό οἱ κακοῦργοι καί οἱ ληστές; Ἐννοεῖται γιά τό δεύτερο. Ἄρα τό ξύλο ἐθεωρεῖτο καταραμένο ἐξ αἰτίας τῶν κακούργων πού κρέμονταν σ᾽ αὐτό· ἀλλά ὁ Χριστός, ἀφοῦ σταυρώθηκε πάνω του, τό καθαγίασε μέ τό ἄχραντο αἷμα, τό ὁποῖο ἔρρευσε σ᾽ αὐτό· ἀπό τότε δέ ὁ Σταυρός ἀπέβη ὄχι γιά ντροπή, ἀλλά γιά καύχησι, καί πάρα πολλοί, ἀμέτρητοι, χριστιανοί μάρτυρες ποθοῦσαν νά πετύχουν τό σταυρικό θάνατο, εὐτυχεῖς καί μακαριζόμενοι ὅσες φορές τούς δινόταν· ὅπως ὁ Πέτρος καί ὁ Ἀνδρέας, οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παῦλος καυχᾶται “ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ”. “Νῦν δέ καί κλαίων λέγω τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὧν τό τέλος ἀπώλεια”(Φλπ 3, 18). Ποιά πλέον κατάρα βαραίνει τό Σταυρό καί ποιά ντροπή εἶναι ἑνωμένη μ᾽ αὐτόν, ἀφοῦ χρησίμευσε ὡς ὄργανο γιά τή σωτηρία μας; Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς ὁ Σταυρός δέν εἶναι ξύλο καταραμένο ἀλλά εὐλογημένο καί τίμιο. Ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ λέει: “Ὑψοῦτε Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν, καί προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ (: τό σκαμνάκι) τῶν ποδῶν αὐτοῦ· ὅτι Ἅγιός ἐστι”(Ψ 98, 5). Καί ἀλλοῦ· “εἰσελευσόμεθα εἰς τά σκηνώματα αὐτοῦ (: ἐκεῖ ὅπου κατασκηνώνει), προσκυνήσωμεν εἰς τόν τόπον οὗ ἔστησαν οἱ πόδες Αὐτοῦ (: στά μέρη ὅπου πάτησε). Ἀνάστηθι, Κύριε, εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου (Σήκω καί πήγαινε ἐκεῖ ὅπου θά ἀναπαυθῆς)”( Ψ 131, 7, 8). Γι᾽ αὐτό ὀφείλουμε νά τιμᾶμε καί νά προσκυνοῦμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, πάνω στόν ὁποῖο ὁ Χριστός πρόσφερε τό ἄχραντό Του σῶμα καί αἷμα ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὡς πραγματικά σεβάσμιο, καθότι ἁγιάσθηκε ἀπό τήν ἐπαφή τοῦ παναγίου Του σώματος, ὅπως ὀφείλουμε νά τιμᾶμε τά καρφιά, τή λόγχη, τά ἐνδύματα καί τά ἱερά Του σκηνώματα, τά ὁποῖα εἶναι ἡ φάτνη, τό σπήλαιο, ὁ Γολγοθᾶς, ὁ ζωοποιός Τάφος, ἡ Σιών, τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ ἀκρόπολι, καί τά ὅμοια. “Ἔλεγε γάρ ἑαυτῇ· ἐάν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι (: καί μόνο ἄν ἀγγίξω τό ἱμάτιό Του, θά γιατρευθῶ)”(Μθ 9, 21). “Καί παρεκάλουν αὐτόν, ἵνα κἄν τοῦ κρασπέδου (τήν οὔγια) τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται· καί ὅσοι ἄν ἥπτοντο αὐτοῦ, ἐσώζοντο (: θεραπεύονταν)”(Μρ 6, 50)… Ἐάν ὁ Σταυρός ἐξακολουθοῦσε νά μένη ξύλο καταραμένο, πῶς τότε ἡ ἀρχαιότατη χριστιανική συνείδησι τό σχῆμα καί τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ περιέβαλε μέ τόση ἱερότητα, καί πῶς τοῦ Σταυροῦ τό σημεῖο θεωρήθηκε ἀπό τότε, ὅταν γινόταν μέ πίστι, ὡς ἀκαταγώνιστο πνευματικό ὅπλο; Ὁ Χριστός ὁ ἴδιος ἐπονόμασε τό Σταυρό σημεῖο δικό του (Μθ 24, 30): “Τότε φανήσεται τό σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ”. Ὅποιος ντρέπεται νά κάνη τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ντρέπεται καί νά ὁμολογήση Ἰησοῦ ἐσταυρωμένο [“ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον”](Α´ Κορ 1, 23)… Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀσπαζόμαστε τό Σταυρό ὄχι ὡς Θεό, ἀλλά δείχοντας τή γνήσια διάθεσι τῆς ψυχῆς μας πρός τό σταυρωθέντα» Ἡ πλάνη, ὅπως τό φίδι, ἑλίσσεται: «Μᾶς λένε ὅτι ὀφείλουμε νά τιμᾶμε καί τήν ὄνο, πάνω στήν ὁποία κάθησε ὁ Χριστός, ἀφοῦ τιμᾶμε τό Σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Χριστός! Ἄς μάθουν, λοιπόν, οἱ κακόδοξοι αὐτοί ἐπικριτές μας ὅτι ἐμεῖς δέν τιμᾶμε τήν ὄνο, πάνω στήν ὁποία κάθησε ὁ Χριστός, διότι ἡ ὄνος δέν χρησίμευσε ὡς ὄργανο τῆς σωτηρίας μας. Τιμᾶμε τόν τίμιο Σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ σωτήρας μας, διότι ὁ Σταυρός αὐτός χρησίμευσε ὡς ὄργανο τῆς σωτηρίας μας» «Ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ξενητιᾶς ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του ἕνας μετανάστης. Ἔφερε περιουσία, ἔκτισε ἕνα θαυμάσιο σπίτι καί τό στόλισε μέ τά πιό ἀκριβά και ὡραῖα ἔπιπλα καί χαλιά καί φῶτα καί κάλεσε τούς φίλους του νά τούς περιποιηθῆ. Ὅταν μπήκανε αὐτοί στό εὐρύχωρο καί θαυμάσιο σαλόνι πού ὅλα ἔλαμπαν καί δέν ἤξεραν τί νά πρωτοθαυμάσουν, εἶδαν στό κεντρικώτερο σημεῖο πάνω ἀπ᾽ τόν πολυτελέστατο μπουφέ ἕνα παληό, ξεβαμμένο σωσίβιο ἀπό κεῖνα τά παληά, τά στρογγυλά μέ κάποιο ὄνομα καραβιοῦ μισοσβησμένο. Ἀπόρησαν. Ὅ ἕνας κοίταζε τόν ἄλλον. Δέν κρατήθηκαν καί ρώτησαν. —Ὅλα καλά, ὅλα ὡραῖα, ὅλα θαυμάσια εἶναι στό σπίτι σου, ὅμως νά σέ ρωτήσουμε. Αὐτό ἐκεῖ τό παλιό σωσίβιο γιατί τό ἔβαλες; Ἄν ἤσουν ναυτικός θά λέγαμε ὅτι τό εἶχες γιά ἐνθύμιο τοῦ καραβιοῦ σου. —Ἀγαπητοί μου, αὐτό εἶναι τό πολυτιμότερο ἀπ᾽ ὅλα ἐδῶ μέσα. Ἄν δέν ἦταν αὐτό, οὔτε περιουσία, οὔτε σπίτι, οὔτε ἐγώ ὁ ἴδιος θά βρισκόμουνα. Αὐτό μέ ἔσωσε τότε πού ναυαγήσαμε σ᾽ ἕνα ταξείδι στόν ὠκεανό. Σ᾽ αὐτό χρωστῶ τή ζωή μου. Γι᾽ αὐτό τό κράτησα, γι᾽ αὐτό θέλω νά τό βλέπω. Εἶναι ἡ σωτηρία μου. Τό σωσίβιο τῆς ψυχῆς μας γιά μᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι ὁ Σταυρός» Ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος ἀπαντᾶ στόν αἱρετικό κ. Χαραλαμπάκη: «Ἡ Βίβλος στό Γ´ Βασ 13, 1-5 μᾶς λέει, ὅτι ἕνας ἀναντίρρητα “ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ” “παρεγένετο ἐν λόγῳ Κυρίου εἰς Βαιθήλ. Καί Ἱεροβοάμ εἱστήκει ἐπί τό θυσιαστήριον τοῦ ἐπιθῦσαι (: γιά νά θυσιάση). Καί ἐπεκάλεσεν (ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ) πρός τό θυσιαστήριον ἐν λόγῳ Κυρίου καί εἶπε: Θυσιαστήριον, Θυσιαστήριον, τάδε λέγει Κύριος… Ἰδού τό θυσιαστήριον ρήγνυται (: θά σπάση)… Καί τό θυσιαστήριον ἐρράγη (: ἔσπασε)…” Ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ Θεοῦ, ὅπως βλέπουμε, δέν μιλάει ἀπό τήν κοιλιά του. Μιλάει “ἐν λόγῳ Κυρίου”. Καί τί λέει; “Θυσιαστήριον, Θυσιαστήριον, τάδε λέγει Κύριος…”. Ἐρώτημα: Ποιός μιλάει; Ὁ Θεός. Σέ ποιόν μιλάει; Στό θυσιαστήριο. Μά ἀκούει τό θυσιαστήριο; Δέν εἶναι ἄψυχο; Ἔχει τό θυσιαστήριο αὐτιά; Ἔχει νόησι; Καταλαβαίνει; Μήπως, κ. Χαραλαμπάκη, ὁ Κύριος δέν ἤξερε τί ἔλεγε; Μήπως εἶχε πέσει σέ εἰδωλολατρία; Περιμένουμε ἀπάντησι. Θά μᾶς πῆ ἴσως ὅτι πρόκειται γιά προσωποποίησι. Ρωτᾶμε: Πρῶτον, ἄν ὁ Κύριος κάνει προσωποποίησι, γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς; Καί δεύτερον, τίνος εἶναι ἡ προσωποποίησι; Τί προσωποποιεῖ ὁ Σταυρός; Τί τό θυσιαστήριο; Τί μᾶς λέει γιά τό θέμα αὐτό ἡ Γραφή; Ἄς ἔλθουμε τώρα καί στήν Κ. Διαθήκη. Διαβάζουμε στήν Ἀπκ 9, 13-15. “Καί ὁ ἕκτος ἄγγελος ἐσάλπισε. Καί ἤκουσα φωνήν ἐκ τῶν τεσσάρων κεράτων (: τίς τέσσερεις προεξοχές) τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ χρυσοῦ τοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, λέγοντος τῷ ἕκτῳ ἀγγέλῳ: ὁ ἔχων τήν σάλπιγγα, λῦσον τούς τέσσαρας ἀγγέλους… Καί ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι…”. Τώρα τί λέτε, κ. Χαραλαμπάκη; Μιλάει τό Θυσιαστήριο; Εἶναι ἔμψυχο ἤ ἄψυχο τό θυσιαστήριο; Μιλάει τό χρυσάφι; Εἶναι ἔμψυχο τό χρυσάφι; Εἶναι ζωντανό τό χρυσάφι; Πῶς μιλάει; Ἴσως ὁ κ. Χαραλαμπάκης θά σκέπτεται τώρα: Εἶναι ἤ δέν εἶναι εἰδωλολατρία κάτι τέτοια; Μωρέ, δέν πάει στά κομμάτια κι αὐτή ἡ Γραφή, πού δέν σέ ἀφήνει νά μπορέσης νά κάνης μιά σωστή διαρρύθμισι στά “στραβά καί ἀνάποδα” τῆς Ὀρθοδοξίας; Ὅλα μᾶς τά μπερδεύει. Μᾶς τό μπερδεύει καί αὐτό!… Ἀλλά ὄχι μόνο αὐτό. Ἔχει καί πολλές ἄλλες σπαζοκεφαλιές γιά τούς αἱρετικούς τύπου Χαραλαμπάκη. Ἐμεῖς ξέρουμε, πώς τό κάθε ὄν ἔχει ἕνα στόμα. Καί μιλάει μέ τό στόμα του. Μερικά ζῶα ἔχουν καί κέρατα. Ὄχι, ὅμως, γιά νά μιλᾶνε. Κανένα ζῶο δέν μιλάει μέ τά κέρατά του. Καί νά τό παράξενο! Τό θυσιαστήριο δέν ἔχει στόμα. Ἔχει κέρατα. Καί μάλιστα τέσσερα! Ὄχι μόνο δύο, σάν τά ζῶα! Καί μιλάει μέ τά κέρατα! Καί μέ τά τέσσερα μαζί! Καί βγάζει καί ἀπό τά τέσσερα κέρατα μαζί μιά καί μόνο φωνή! Τί λέτε, κ. Χαραλαμπάκη, μήπως δέν εἶναι ἔτσι; Καί νά τό νέο ἐρώτημα: Τό θυσιαστήριο μιλάει καί μάλιστα ἀπό τά κέρατα. Γιατί ἄραγε δέν μπορεῖ ὁ Σταυρός νά ἀκούη καί νά μιλάη; Λίγο πιό κάτω στό κεφ. 16, στίχ. 7 ἡ Ἀποκάλυψι μᾶς λέει: “Καί ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου λέγοντος: Ναί, Κύριε ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ, ἀληθιναί καί δίκαιαι αἱ κρίσεις σου”. Ποιός μιλάει; Τό θυσιαστήριο! Τό ἴδιο; Ναί, τό ἴδιο. Σύμφωνα μέ τή λογική τοῦ κ. Χαραλαμπάκη ρωτᾶμε; Μά ἀκούει τό ἄψυχο θυσιαστήριο; Προφανῶς ἀκούει, ἀφοῦ ἔτσι λέει ἡ Γραφή. Μά μιλάει κιόλας; Προφανῶς καί θά μιλάη, ἀφού τό λέει κι αὐτό ἡ Γραφή. Καί τώρα ἕνα καινούργιο ἐρώτημα: Ποιός ἄραγε νά κάνη τό λάθος; Ἡ Γραφή ἤ ὁ κ. Χαραλαμπάκης στήν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς; Ἀσφαλῶς ἡ Γραφή! Μά εἶναι ποτέ δυνατόν νά κάνη λάθος ὁ κ. Χαραλαμπάκης; Ὄχι ποτέ. Ἀλλά ἄς δοῦμε στά σύντομα: Μιλάει τό θυσιαστήριο; Ναί (βλ. Ἀπκ 9, 13· 16, 7). Ἀκούει τό θυσιαστήριο; Ναί. Ἀκούει (βλ. Γ´ Βασ 13, 1-5). Εἶναι ζωντανό τό θυσιαστήριο; Ναί, ἀφοῦ ἀκούει καί μιλάει. Εἶναι ἄγγελος; Ὄχι, ἀφοῦ διατάζει τούς ἀγγέλους (βλ. Ἀπκ 9, 13) [Καί, βέβαια, ἐφόσον τούς διατάσσει, ἄρα ὑπερέχει αὐτῶν. Γι᾽ αὐτό καί στίς Ἀπολύσεις τῶν Ἀκολουθιῶν ἐκφωνοῦμε: «Δυνάμει τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, προστασίαις τῶν τιμίων, ἐπουρανίων, δυνάμεων, ἀσωμάτων…»]. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός; Ὄχι, ἀφοῦ δοξολογεῖ τό Θεό (βλ. Ἀπκ 16, 7). Τί εἶναι; Μέ αὐτό τό ἐρώτημα ἔπρεπε νά εἶχε ἀσχοληθῆ ὁ κ. Χαραλαμπάκης, καί τότε δέν θά τολμοῦσε ποτέ νά ὀνομάση τόν Τίμιο Σταυρό —κολάζοντας μιά γιά πάντα μέ τή βλασφημία του τήν ψυχή του— “ξύλο τῆς κατάρας”. Μήπως, κ. Χαραλαμπάκη, ὁ Σταυρός ταυτίζεται μέ τό ἐπίγειο καί τό ἐπουράνιο θυσιαστήριο, πού ἀκούει, μιλάει, διατάζει τούς ἀγγέλους καί δοξολογεῖ τόν Παντοκράτορα Θεό;». Καί ἡ ἀπάντησι εἶναι, ΝΑΙ.