Η Θεοτόκος

Στό παρόν πρῶτο Κεφάλαιο θά διαπραγματευθοῦμε τό θέμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεομήτορος, τό ἄν δηλ. ἡ Θεοτόκος δέν εἶχε τό προπατορικό ἁμάρτημα, ὅπως πρεσβεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Ἡ Ἐκκλησία πρεσβεύει ὅτι ἡ Θεοτόκος γεννήθηκε μέ τόν προπατορικό σπίλο, ἀλλά —συνεπείᾳ τῆς συνεργείας θείου παράγοντος καί προσωπικοῦ της ἀγῶνα— δέν εἶχε προσωπικές ἁμαρτίες, παρά τούς πειρασμούς, τούς ὁποίους, ἀναπόφευκτα ὡς ἄνθρωπος, ὑπέστη.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μιλάνου, «διδάσκει σχετικά μέ τήν καθολικότητα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀπ’ τό ὁποῖο μόνο ὁ Χριστός ἀποτελεῖ ἐξαίρεσι. “Ἀπό ὅλους ὅσοι γεννήθηκαν ἀπό γυναῖκες, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας πού εἶναι τελείως ἅγιος, ἐκτός ἀπ’ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος μ’ ἕνα ξεχωριστό τρόπο ἀμώμου γεννήσεως, δέν δοκίμασε ἐπίγειο μίασμα”(Ἅγ. Ἀμβρόσιος, Ὑπόμνημα εἰς τό Κατά Λουκᾶν, κεφ. 2). “Μόνο ὁ Θεός εἶναι χωρίς ἁμαρτία. Ὅλοι ὅσοι γεννιοῦνται μέ τό συνηθισμένο τρόπο ἀπό γυναῖκα κι ἄνδρα, δηλαδή ἀπό σαρκική ἕνωσι, γίνονται ἔνοχοι ἁμαρτίας. Ἑπομένως, Αὐτός πού δέν ἔχει ἁμαρτία δέν συλλήφθηκε κατ’ αὐτό τόν τρόπο”(Ἅγ. Ἀμβρόσιος, … Σχετικά μέ τό Γάμο καί τή Σαρκική Ἐπιθυμία). “Ἕνας ἄνθρωπος μόνο, ὁ Μεσάζων μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἐλεύθερος ἀπ’ τά δεσμά τῆς ἁμαρτωλῆς γεννήσεως, διότι γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, καί διότι στή γέννησί Του δέν δοκίμασε τό ἄγγιγμα τῆς ἁμαρτίας”(Ἅγ. Ἀμβρόσιος, Βιβλίο β´, Κατά Ἰουλιανοῦ)». «Ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶχε διαφυλαχθῆ ἀπ’ τό προπατορικό ἁμάρτημα, καθώς ὁμοίως καί ἡ διδασκαλία ὅτι εἶχε διαφυλαχθῆ [μόνο] μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ ἀπό προσωπικές ἁμαρτίες, καθιστᾶ τό Θεό ἄσπλαγχνο καί ἄδικο· διότι ἄν ὁ Θεός μποροῦσε νά διαφυλάξη τή Μαρία ἀπ’ τήν ἁμαρτία καί νά τήν ἐξαγνίση πρίν ἀπ’ τή γέννησί της, τότε γιατί δέν ἐξαγνίζει ἄλλους ἀνθρώπους πρίν ἀπ’ τή γέννησί τους, ἀλλά τούς ἀφήνει μέσα στήν ἁμαρτία; Ἕπεται κατ’ αὐτό τόν τρόπο ὅτι ὁ Θεός σώζει ἀνθρώπους πέρα ἀπ’ τή θέλησί τους, προκαθορίζοντας ὁρισμένους πρίν ἀπ’ τή γέννησί τους πρός τή σωτηρία. Αὐτή ἡ διδασκαλία, ἡ ὁποία φαινομενικά ἔχει ὡς σκοπό τήν ἐξύψωσι τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, στήν πραγματικότητα ἀρνεῖται τελείως ὅλες τίς ἀρετές Της. Στό κάτω-κάτω, ἐάν ἡ Μαρία, ἀκόμη καί στήν κοιλιά τῆς μητέρας της, ὅταν δέν μποροῦσε ἀκόμη νά ἐπιθυμήση κάτι, εἴτε καλό εἴτε κακό, διαφυλάχθηκε μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀπό κάθε ρύπο, καί ὕστερα μ’ αὐτή τή Χάρι διαφυλάχθηκε ἀπ’ τήν ἁμαρτία ἀκόμη καί μετά τή γέννησί της, τότε σέ τί συνίσταται ὁ ἔπαινός της; Ἐάν εἶχε τεθῆ σέ μιά κατάστασι ὅπου δέν μποροῦσε ν᾽ ἁμαρτήση καί δέν ἁμάρτησε, τότε γιατί ὁ Θεός Τή δόξασε; Ἐάν Αὐτή, χωρίς καμμιά προσπάθεια, καί χωρίς νά ἔχη παρόρμησι νά ἁμαρτήση, παρέμεινε ἀγνή, τότε γιατί εἶναι στεφανωμένη παραπάνω ἀπό κάθε ἄλλον; Δέν ὑπάρχει νίκη δίχως ἀντίπαλο. Ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἁγιότητα τῆς Παναγίας ἔγιναν ἔκδηλες ἀπ’ τό ὅτι, “ὄντας ἄνθρωπος μέ πάθη σάν κι ἐμᾶς”, τόσο πολύ ἀγάπησε τό Θεό, ὥστε ἔδωσε τόν ἑαυτό Της σ’ Αὐτόν καί μέ τήν ἁγνεία Της ἐξυψώθηκε πάνω ἀπ’ τό ὑπόλοιπο ἀνθρώπινο γένος. Γι’ αὐτό, ὄντας πρό-ἀναγνωρισμένη καί πρό-ἐπιλεγμένη, συγκατατέθηκε νά ἐξαγνισθῆ ἀπ’ τό Ἅγιο Πνεῦμα πού κατῆλθε σ’ Αὐτήν, καί νά συλλάβη Αὐτόν, τό Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἡ διδασκαλία τῆς ἐκ Χάριτος ἀναμαρτησίας τῆς Παρθένου ἀρνεῖται τή νίκη της ἐπί τῶν πειρασμῶν· αὐτό Τήν καθιστᾶ ἀπό νικητή πού ἀξίζει νά στεφανωθῆ μέ στεφάνους δόξης, τυφλό ὄργανο τῆς θείας Προνοίας». «Ὅπως ἀκριβῶς, γιά νά τιμήσουν τόν Υἱό, ἀπένειμαν σ᾽ Αὐτόν τήν ἐκπόρευσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀνήκει μόνο στόν Πατέρα, ἔτσι καί γιά νά τιμήσουν τή Μητέρα τοῦ Υἱοῦ, ἀπένειμαν τό ἄσπιλο καί ἀμόλυντο στή σύλληψι αὐτῆς, κάτι πού μόνο στή σύλληψι τοῦ Υἱοῦ ἀνήκει». Ἀειπαρθενία καί ἀδελφοί «Ὁρισμένα δεδομένα θά μᾶς βοηθήσουν· αὐτά εἶναι τά ἀκόλουθα: Οἱ ἀδελφοί του Κυρίου εἶναι τέσσερεις ἀδελφοί πού ἀναφέρονται ὀνομαστικά καί τρεῖς τουλάχιστον ἀδελφές γιατί ὀνομάζονται μέ τήν ἀντωνυμία “πᾶσαι”. Ἄν ἦταν δύο, θά λεγόταν “ἀμφότεραι”. Οἱ ἀδελφοί δέν πίστευαν στόν Κύριο, δέν Τόν ἐκτιμοῦσαν, καί μιλοῦσαν σ᾽ Αὐτόν μέ περιφρόνησι καί εἰρωνεία. Ἀπ᾽ αὐτό καί ὅπως δείχνει ἡ φράσι [τῶν ἀδελφῶν Του πρός Αὐτόν] “οἱ μαθηταί Σου”(Ἱω 7, 3) κανένας ἀπό αὐτούς δέν ἦταν μαθητής τοῦ Κυρίου ἀπό τούς δώδεκα. Αὐτά λέγονται… στή Γραφή καί δέν ἀναφέρεται πουθενά ἄν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦταν ἤ δέν ἦταν παιδιά τῆς Παρθένου… Πρίν ἀπό τή γέννησι τοῦ Ἰησοῦ ὁ Ἰωσήφ ὀνομάζεται συμβατικῶς μόνο “ἀνήρ τῆς Μαρίας”(Μθ 1, 16), ἡ δέ Μαρία “γυνή αὐτοῦ”(Μθ 1, 20· 1, 24). Δέν ὑπάρχει κίνδυνος νά παρεξηγηθοῦν οἱ φράσεις αὐτές, γιατί ἡ Γραφή λέει κατηγορηματικά, ὅτι κατά τήν γέννησι τοῦ Ἰησοῦ ἡ Μαρία ἦταν παρθένος [Μθ 1, 18, 20, 23]. Μετά τή γέννησι, ὅμως, τοῦ Ἰησοῦ ποτέ δέν ὀνομάζει ἡ Γραφή τόν Ἰωσήφ “ἄνδρα Μαρίας” οὔτε τή Μαρία “γυναῖκα αὐτοῦ”, ἀλλά καί ὅταν ἀκόμη ὁ ἄγγελος μιλάη στόν ἴδιο τόν Ἰωσήφ, λέει· “Ἐγερθείς παράλαβε τό Παιδίον καί τήν μητέρα Αὐτοῦ”, και ὄχι , “τή γυναῖκα σου”. Καί ἦταν τότε ὁ Κύριος παιδί δύο ἐτῶν, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι, ἐάν ὁ Ἰωσήφ σκόπευε νά κάνη γυναῖκα του τήν παρθένο Μαρία, μέχρι τότε θά τό εἶχε κάνει. Καί ἡ φράσι αὐτή ἐπαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές (Μθ 2, 13, 14, 20, 21). Μετά δώδεκα ἔτη πάλι ὁ Ἰωσήφ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας τῆς Μαρίας, ἀλλά λέει γιά τούς δύο ὁ Λουκᾶς· “Καί ἦν Ἰωσήφ καί ἡ μήτηρ Αὐτοῦ (τοῦ Ἰησοῦ) θαυμάζοντες ἐπί τοῖς λαλουμένοις περί Αὐτοῦ”(Λκ 2. 33· 2, 43). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐπί δώδεκα ἔτη δέν ἔκανε ὁ Ἰωσήφ τήν παρθένο σύζυγό του, δέν τήν ἔκανε οὔτε ἀργότερα [καί, μάλιστα, μετά τά 12 ἔτη δέν ἐμφανίζεται ὁ Ἰωσήφ· ἄρα θά εἶχε πεθάνει]. Στήν τελευταία ἀπό τίς τέσσερεις μαρτυρίες, τίς ὁποῖες σᾶς ἀνέφερα, οἱ ἀδελφοί του Ἰησοῦ φέρονται σ᾽ αὐτόν σάν μεγαλύτεροι και μέ πνεῦμα κηδεμόνος. Πῶς, ὅμως, δικαιολογεῖται αὐτό, ἀφοῦ, ἄν ἦταν ὁμομήτριοι ἀδελφοί του, ἔπρεπε ὁ μεγαλύτερος ἀπ᾽ αὐτούς νά ἦταν δώδεκα χρόνια μικρότερός του, καί οἱ ἄλλοι ἀκόμη μικρότεροι; Ποτέ δέν ἀναφέρεται ρητά ἤ ἔμμεσα γάμος τῆς Μαρίας μέ τόν Ἰωσήφ καί ποτέ οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν ὀνομάζονται παιδιά τῆς Μαρίας. Ὁ Κύριος λίγες στιγμές πρίν ἀπό τόν θάνατό του πάνω στόν Σταυρό “ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· γύναι ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδού ἡ μήτηρ σου. Καί ἀπ᾽ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν αὐτήν ὁ μαθητής εἰς τά ἴδια”, δηλαδή στό σπίτι του (Ἰω 19, 26-27). Ἄν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦταν παιδιά τῆς Μαρίας, δέν θά ἀνέθετε στόν Ἰωάννη νά γηροκομήση τήν μητέρα του, οὔτε αὐτή θά τό δεχόταν ἄν εἶχε ἑπτά ἤ περισσότερα παιδιά… Τήν ἄποψι γιά τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας ἐνισχύει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀκρατής, οὔτε ἐγωιστής. Ἀντίθετα ἦταν ἄνθρωπος συγκρατημένος, ἀφοῦ δέν ἔκανε τήν μνηστή του ἀμέσως γυναῖκα του. Διότι δέν ὑπῆρχε ἱερολογία μυστηρίου γιά τό γάμο πρό Χριστοῦ, τήν ὁποία ἔπρεπε κανείς νά περιμένη γιά νά κοιμηθῆ μέ τήν γυναῖκα του. Μποροῦσε νά κάνη τήν μνηστή του γυναῖκα του ὅποτε ἔκρινε. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος πού βιαζόταν νά τό κάνη. Ἦταν καί αὐτός ὅπως καί ἡ Μαρία σκεῦος ἐκλογῆς, προφανῶς δέ ὁ ἁγνότερος ἀπό τούς ἄνδρες τῆς γενιᾶς του. Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἀνέθεσε ὁ Θεός νά φυλάξη τήν ἁγνότητα τῆς μητέρας Του. Δέν ἦταν τυχαῖος ἄνθρωπος ὁ Ἰωσήφ, οὔτε εἶχε τήν νοοτροπία τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας. Αὐτοί εἶπαν ὅσα εἶπαν γιατί ἦσαν ἐχθροί τῆς παρθενίας γενικά καί δέν χωροῦσε στό μυαλό τους πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνη σ᾽ ὄλη τή ζωή του παρθένος. Αὐτοί καί τόν Κύριο ἄν μποροῦσαν νά τόν παρουσιάσουν σάν μή παρθένο, δέν θά δίσταζαν νά τό κάνουν. Ὁ Ἰωσήφ ὑποτασσόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί σάν ἄνθρωπος τελείως ὑποτεταγμένος μποροῦσε νά ἀντιλαμβάνεται, ὅτι τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἦταν νά μείνη ἡ μητέρα Του παρθένος, πάναγνη καί μετά τή γέννησί Του, ὅπως καί πρίν ἀπ᾽ αὐτήν. Ἀντιλαμβανόταν ὁ Ἰωσήφ ὅτι ὁ Κύριος φύλαξε ἄμωμη τή Μαρία, ὄχι μόνο γιά νά ἐξυπηρετηθῆ ἡ ἐνανθρώπησί Του, ἀλλά καί χάριν τῆς ἴδιας. Σᾶς φαίνεται παράδοξο; Μήπως δέν εἶναι περισσότερο παράδοξο, ὁ ζηλωτής τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, πού διατάσσει νά λιθοβολοῦνται οἱ κλεψίγαμες γυναῖκες, νά μή τηρήση τό νόμο, ἀλλά νά θελήση νά τή διώξη κρυφά καί μετά ἀπό τή θεία ἀποκάλυψι νά τήν κρατήση ὑπό τήν προστασία του;». «Ἡ συμπεριφορά πρός τόν Ἰησοῦ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν [πού, σύμφωνα μέ τούς αἱρετικούς, θά ἦταν τέκνα τῆς Θεοτόκου], οἱ ὁποῖοι φέρονται παντοῦ ὡς κηδεμόνες τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Ἰω 7, 3· Μρ 3, 21) ἀντίκειται πρός τήν ἡλικία αὐτῶν ὡς μικροτέρων καί τοῦ Ἰησοῦ ὡς μεγαλυτέρου, πρωτοτόκου. Διότι ἡ Ἁγ. Γραφή λέει ὅτι οἱ μεγαλύτεροι ἀδελφοί, ἰδίως οἱ πρωτότοκοι προΐσταντο τῶν μικροτέρων. Κατά τό Γένεσι δηλ. 27, 29 (“γίνου κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου”), τό ὁποῖο εἶπε ὁ Ἰσαάκ στόν Ἰακώβ ὅταν ἐκεῖνος λάμβανε τά πρωτοτόκια τοῦ Ἠσαῦ, καί τό 27, 40 (“τῷ ἀδελφῷ σου δουλεύσεις”), τό ὁποῖο εἶπε ὁ Ἰσαάκ στόν Ἡσαῦ, ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς ὡς πρωτότοκος νά διατάσση καί ὄχι νά διατάσσεται. Ἄν πάλι ὑποθέσουμε, ὅτι οἱ ἀδελφοί αὐτοί ἦταν μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ, αὐτό ἀντίκειται πρός τή ρητή βεβαίωσι, ὅτι ὁ Κύριος ἦταν πρωτότοκος Υἱός τῆς Παρθένου (Μθ 1, 25· Λκ 2, 7). Ἑπομένως οὔτε μικρότεροι οὔτε μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ ὡς πραγματικοί ἀδελφοί εἶναι. Θά ἦταν μεγαλύτεροι στήν ἡλικία ἀλλά συγγενεῖς Του». «Ὁ πόκος τοῦ Γεδεών ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ἑρμηνευτές τῆς Π. Διαθήκης ἐκλαμβάνεται ὡς τύπος τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας. Ὅλη ἡ χώρα βράχηκε καί ὁ πόκος ἔμεινε στεγνός· ὅλες οἱ μητέρες ἔχασαν τήν παρθενία τους, ἀλλά ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου ἔμεινε παρθένος. Ὅλη ἡ χώρα ἔμεινε ξηρά, ἀλλά ὁ πόκος βράχηκε· ὅλες οἱ παρθένες ὑπῆρξαν ἄτεκνες ἀλλά ἡ παρθένος Μαρία γέννησε παιδί, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό». «Ἐφεῦραν τήν ἱστορία ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπ’ τή Ναζαρέτ εἶχε προέλθει ἀπό χυδαῖο κι ἀνήθικο περιβάλλον, κι ὅτι ἡ Μητέρα Του εἶχε συσχετισθῆ μέ συγκεκριμένο Ρωμαῖο στρατιώτη. Ὅμως, ἡ ἀλήθεια παραῆταν προφανής γιά νά τραβήξη αὐτό τό μυθιστόρημα ἀρκετή προσοχή. Ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰωσήφ καί ἡ ἴδια ἡ Μαρία ἦταν γνωστοί στούς κατοίκους τῆς Ναζαρέτ καί τῶν περιχώρων της ἐκείνη τήν ἐποχή. “Πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καί αἱ δυνάμεις; οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; καί οἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσί;”(Μθ 13, 54-55· Μρ 6, 3· Λκ 4, 22). Αὐτά ἔλεγαν οἱ συγχωριανοί Του στή Ναζαρέτ ὅταν ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε ἐνώπιόν τους, στή συναγωγή, τήν ὑπερκόσμια σοφία Του. Σέ μικρές πόλεις τά οἰκογενειακά θέματα τοῦ καθενός εἶναι πολύ γνωστά· πολύ στενή παρακολούθησι γινόταν τότε γύρω ἀπ’ τήν ἀγνότητα τοῦ ἐγγάμου βίου. Θά εἶχαν οἱ ἄνθρωποι συμπεριφερθῆ μέ σεβασμό πρός τόν Ἰησοῦ, θά τόν εἶχαν καλέσει νά κηρύξη στή συναγωγή, ἐάν εἶχε γεννηθῆ ἀπό παράνομη συμβίωσι; Στή Μαρία θά εἶχε ἰσχύσει ὁ νόμος τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος διέταζε ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι πρέπει νά λιθοβολοῦνται μέχρι θανάτου· καί οἱ Φαρισαῖοι θά εἶχαν δράξει τήν εὐκαιρία πολλές φορές νά κατηγορήσουν τό Χριστό γιά τή συμπεριφορά τῆς Μητέρας Του. Ἀλλά ἀκριβῶς τό ἀντίθετο συνέβαινε. Ἡ Μαρία ἀπολάμβανε μεγάλο σεβασμό. Στό γάμο τῆς Κανᾶ Αὐτή ἦταν ἡ ἐπίτιμη καλεσμένη τοῦ γάμου, κι ὅταν ἀκόμη ὁ Υἱός της εἶχε καταδικασθῆ, κανείς δέν ἐπέτρεψε στόν ἑαυτό του νά προπηλακίση ἤ νά ἐπικρίνη τή Μητέρα Του». Λέει ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγ. Φώτιος: «Σ᾽ αὐτόν πού μόνο ἀπό τόν ἄνδρα ἐξήγαγε γυναῖκα, εἶναι δυνατόν κι ἀπό μόνη τή γυναῖκα νά ἐξαγάγη γυιό». Ὁ Κύριος, κατά τή Βίβλο, ἤθελε τήν ἀποκλειστική χρῆσι ὁρισμένων πραγμάτων: «Λέγει αὐτοῖς· Ὑπάγετε εἰς τήν κώμην τήν κατέναντι ὑμῶν, καί εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτήν εὑρήσετε πῶλον (: πουλαράκι) δεδεμένον, ἐφ᾽ ὅν οὐδείς ἀνθρώπων κεκάθικε (: κανένας δέν τό καβαλίκευσε)· λύσαντες αὐτόν ἀγάγετε (φέρτε το)»(Μρ 11, 2)· «ἦν δέ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καί ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδείς ἐτέθη»(Ἰω 19, 41). Ἔτσι καί ἡ Θεοτόκος ἦταν κατοχυρωμένη μόνο σ᾽ Αὐτόν! «Γεννᾶται τό ἐρώτημα: Ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε σαρκική συνάφεια καθ᾽ ὅν χρόνον ὁ Ἰωσήφ ἀναφέρεται ὡς “ἀνήρ” τῆς Μαρίας καί ἡ Μαρία ὡς “γυνή” τοῦ Ἰωσήφ, πῶς θά ὑπῆρχε σαρκική συνάφεια κατόπιν, ὅταν οὐδέποτε ἀναφέρονται ἔτσι, ἀλλά ἡ Μαρία πάντοτε ἀναφέρεται ὡς “μήτηρ” τοῦ Ἰησοῦ;». «Ἡ φράσι “ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται”(Ἡσ 7, 14) σημαίνει ὅτι ἡ Παρθένος θά μείνη ἔγκυος καί θά γεννήση, χωρίς νά χάση τήν ἰδιότητα τήν ὁποία ἐκφράζει τό ὄνομά της. Διότι ἄν ἔχανε κατά τόν τοκετό τήν παρθενία της, δέν θά εἶχε νόημα ἡ φράσι “ἡ Παρθένος τέξεται” υἱόν». Ἡ Θεοτόκος, κατά τούς αἱρετικούς, εἶναι κατώτερη ἀπό ἐκεῖνον πού βιώνει τό ρητό: «Λέγω δέ τοῖς ἀγάμοις καί ταῖς χήραις, καλόν αὐτοῖς ἐστιν ἐάν μείνωσιν ὡς κἀγώ»(Α´ Κορ 7, 8), δηλ. ἄγαμοι! «Κάποιος παληός λαϊκός ἱεροκήρυκας, ὁ μακαρίτης ὁ Βασιλόπουλος ἔλεγε σέ κάποια παρέα, γιά τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Κάποιος ἄλλος, ἐπηρεασμένος ἀπό τούς Προτεστάντες, τοῦ ἀντιστεκόταν μέ τά γνωστά ἀνόητα ἐπιχειρήματα. Καί τοῦ λέει ὁ μακαρίτης ὁ Βασιλόπουλος: ἄν σοῦ δώσω μιά θήκη γεμάτη διαμάντια καί ρουμπίνια καί μπριγιάντια, ἀδαμαντοκόλλητη καί μέσα σ᾽ αὐτή τή θήκη βάλω ἕνα ἀντικείμενο ἀμύθητης ἀξίας, ἕνα ρολόι π.χ. πού νά ἔχη 300, 1000 φορές παραπάνω, 1.000.000 φορές παραπάνω ἀξία, ἀπ᾽ αὐτήν τήν ἀδαμαντοκόλλητη θήκη, καί μετά αὐτό τό ρολόι φύγη, τό χάσης ἤ τό δώσης κάπου ἀλλοῦ, ἀλλά κρατήσης τή θήκη, σέ ρωτάω, τοῦ λέει: αὐτή τή θήκη τί θά τήν κάνης; Θά βάλης ποτέ μέσα μιά σαρδέλλα; Αἴ, ὄχι καί σαρδέλλα!, τοῦ λέει. Αἴ, αὐτό μοῦ λές τώρα ἐσύ τοῦ ἀπαντάει. Σ᾽ αὐτή τή θήκη, στήν κοιλιά τῆς Παναγίας μας ὅπου μπῆκε ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μπῆκες μετά κι ἐσύ κι ἐγώ, οἱ σαρδέλλες. Τά ἄλλα τά παιδιά ἦταν σαρδέλλες. Καί μοῦ λές τώρα ὅτι ἡ Παναγία σ᾽ αὐτή τή θήκη ἔβαλε σαρδέλλες. ᾽Εμεῖς ὅλοι, τοῦ λέει, μπροστά στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ εἴμαστε σαρδέλλες. Καί κάτι ἀκόμη. ᾽Εμεῖς χιλιάδες ἄνθρωποι, μοναχοί, κληρικοί, ἄνδρες, γυναῖκες, διαλέξαμε χωρίς κανείς νά μᾶς ἀναγκάση τήν ἀγαμία. Ἡ Παναγία μετά ἀπό ὅσα ἀξιώθηκε θά ζητοῦσε γάμο; Πολύ τήν ὑποβιβάζουν τήν Παναγία, ἄν λένε ὅτι ἡ Παναγία ἦταν κατώτερη ἀπό τήν τελευταία καλογριούλα». Στή συνέχεια, ἀναγράφουμε μερικές θέσεις γιά τούς ὀνομαζομένους «ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ». Ἡ ὀρθόδοξη θέσι εἶναι ὅτι, κατά τή συνήθεια, τῆς Βίβλου, ἡ λέξι ἀδελφός δέν κυριολεκτεῖται, ἀλλά σημαίνει γενικότερα «συγγενής»: Ἰδού μερικά τέτοια χωρία: Οἱ Ἰακώβ καί Λάβαν ὀνομάζονται ἀδελφοί (Γεν 28 καί 29), ἐνῶ εἶναι γαμπρός καί πεθερός (βλ. καί: Κριτ 19, 4, 7, 9). • Οἱ Ἀβραάμ καί Λώτ ὀνομάζονται ἀδελφοί (Γεν 13, 8), ἐνῶ εἶναι θεῖος καί ἀνηψιός. • Ἀδελφοί μέ εὐρύτερη συγγένεια: «Ἰεήλ καί ἀδελφοί αὐτῶν, ἑξακόσιοι καί ἐνενήκοντα. Καί ἀδελφοί αὐτῶν ἄρχοντες οἴκων πατριῶν αὐτῶν χίλιοι καί ἑπτακόσιοι καί ἑξήκοντα, ἰσχυροί δυνάμει εἰς ἐργασίαν λειτουργίας οἴκου τοῦ Θεοῦ»(Α´ Πρλ 9, 6, 13· βλ. καί: 15, 3-11· καί: Νεεμ 11, 11, 13, 14, 19). «Τῷ Χεβρωνί Ἀσαβίας καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ υἱοί δυνατοί, χίλιοι καί ἑπτακόσιοι ἐπί τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἰσραήλ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου πρός δυσμαῖς, εἰς πᾶσαν λειτουργίαν Κυρίου καί ἐργασίαν τοῦ βασιλέως»(Α´ Πρλ 26, 30). • Ἡ μαθητεία στό Χριστό εἶναι συγγένειά Του: «Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου, καί τίνες εἰσίν οἱ ἀδελφοί μου; Καί ἐκτείνας τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τούς μαθητάς αὐτοῦ ἔφη· Ἰδού ἡ μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου· ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστίν»(Μθ 12, 48-50). Ἕως Οὗ Στό παρόν κεφάλαιο θά ἐξετάσουμε μιά ἀκόμα θέσι τῶν αἱρετικῶν σχετικά μέ τήν Παναγία μας. «Βασίζονται» στό ἑξῆς χωρίο: «Οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ([ὁ Ἰωσήφ] δέν ἦλθε σέ σαρκική συνάφεια μέ αὐτήν [τή Θεοτόκο] μέχρις ὅτου) ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον»(Μθ 1, 25). Ἰσχυρίζονται, λοιπόν, ὅτι, μετά τή γέννησι τοῦ Ἰησοῦ, θά ἔγινε ἡ σαρκική αὐτή ἐπαφή. Λένε δηλ. ὅτι τό «ἕως οὗ» εἶναι τό σημεῖο πέρα ἀπό τό ὁποῖο ἔπαυσε ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου —δέχονται ὅτι ὁ Χριστός συνελήφθη παρθενικῶς. Ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἀπάντησι; Λέει ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Εἶναι ἰδίωμα τῆς Γραφῆς, τό νά ὁρίζη μέν τό ἕως σέ κάποιο χρόνο, τό δέ μετά ταῦτα τοῦ χρόνου διάστημα νά μήν τό ἀρνῆται, ἀλλά νά τό ἀφίνη ἀδιόριστο». Δηλαδή, ἡ Γραφή μέ τό «ἕως οὗ», πολλές φορές, ἁπλῶς πιστοποιεῖ τή μέχρι τότε κατάστασι, ἐνῶ γιά τήν ἀκόλουθη ἀρκεῖ ἡ εὐσεβής λογική γιά συμπέρασμα. «Ὁ Εὐαγγελιστής διηγούμενος τή γέννησι τοῦ Χριστοῦ, θέλει νά τονίση τήν ἄσπορο σύλληψι Αὐτοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τή γέννησί Του ἀπό Παρθένο, καί δέν ἔχει πρόθεσι νά μᾶς πληροφορήση γιά τήν προσωπική ζωή τῆς Παρθένου. Ὅταν ἔγραφε ὁ Εὐαγγελιστής, πιθανόν νά ζοῦσε ἡ Παρθένος, καί ὁπωσδήποτε ζοῦσαν ἄνθρωποι, μέ τούς ὁποίους συναναστράφηκε. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς γενιᾶς δέν γνώριζαν τή ζωή τῆς Μαρίας πρίν ἀπό τή γέννησι τοῦ Χριστοῦ, γνώριζαν, ὅμως, τή ζωή της μετά τή γέννησί Του. Γνώριζαν ὅτι δέν εἶχε ἄλλα τέκνα καί συνεπῶς δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά περισσότερες ἐξηγήσεις… Ἡ λέξι “ἕως” στή Γραφή εἰδικά δέν σημαίνει ἀποκλειστικά καί πάντοτε ἕνα χρονικό ὅριο. Δέν σημαίνει ὅτι μέχρις ἑνός χρονικοῦ ὁρίου γίνεται κάτι καί μετά ἀπ᾽ αὐτό παύει νά γίνεται. Ἀλλά σημαίνει ὅτι, μέχρι τό σημεῖο γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ θεόπνευστος συγγραφέας, γίνεται κάτι καί τό μετά ἀπό αὐτό ἀφήνεται ἀκαθόριστο, γιατί εἶναι πιά γνωστό»(Σο, Ἰν ᾽77, 182). Καί ἀναγράφει χωρία τά ὁποῖα συμπεριλαμβάνουμε παρακάτω. Τό «ἕως οὗ», δηλ., μέ δυό λόγια, σέ πολλά χωρία, δέν διαχωρίζει δύο ἀντίθετες καταστάσεις, ἀλλά συνεχίζει τήν προηγουμένη κι αὐτό κατά λογική συνέπεια. Ἄς δοῦμε, λοιπόν: • «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης»(Γεν 3, 19). Δέν σημαίνει ὅτι μετά θά ἔτρωγε τόν ἄρτο του χωρίς ἱδρῶτα. Αὐτό εἶναι ἀνόητο. Ἁπλῶς πιστοποιεῖ τήν τωρινή ζωή του. «Καί ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν (: δέν γύρισε πίσω [στήν Κιβωτό ὁ κόρακας]) ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ ἀπό τῆς γῆς»(Γεν 8, 7). Οὔτε μετά ἐπέστρεψε· ἴδια κατάστασι. «Θεοῦ ἅγιον (: ἀφιερωμένο στό Θεό) ἔσται τό παιδάριον [ὁ Σαμψών] ἀπό γαστρός ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ»(Κριτ 13, 7). Θά ἔπαυε νά εἶναι μετά θάνατον; «Καί τῇ Μελχόλ θυγατρί Σαούλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν»(Β´ Βασ 6, 23). Ἀπέκτησε μετά;!!! «Ἐν τῇ σκιᾷ τῶν πτερύγων σου ἐλπιῶ, ἕως οὗ παρέλθῃ ἡ ἀνομία»(Ψ 56, 2). «Σᾶς φέρω παραδείγματα καί ἀπό τόν καθημερινό μας λόγο, γιά νά δῆτε ὅτι καί σήμερα ἀπαντᾶται αὐτή ἡ χρῆσι τοῦ “ἕως”. Λέει ὁ γιατρός στόν ἀσθενῆ: “Δέν θά καπνίσης ἕως ὅτου πεθάνης”. Καί ἡ μητέρα στά παιδιά: “Νά καθήσετε ἥσυχα ἕως ὅτου ἐπιστρέψω”. Ἀπό ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό “ἕως οὗ” κατ᾽ οὐσίαν σημαίνει τό πάντοτε ἤ τό ποτέ. Συνεπῶς τό “οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον” σημαίνει ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου ἦταν Παρθένος καί πρίν ἀπό τήν γέννησι καί κατά τήν γέννησι καί μετά τή γέννησι καί πάντοτε». Πρωτότοκος Οἱ αἱρετικοί «βασιζόμενοι» στό: «[ὁ Ἰωσήφ] οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν [τή Θεοτόκο] ἕως οὗ (: δέν ἦλθε σέ σαρκική ἐπαφή μαζί της μέχρις ὅτου) ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον»(Μθ 1, 25), λένε: Ἀφοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἰησοῦς πρωτότοκος, ἄρα μετά ἀκολούθησαν κι ἄλλα παιδιά τῆς Θεοτόκου. Ἄς δοῦμε τί ἀπαντᾶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. «Στήν Ἁγ. Γραφή πρωτότοκος κυρίως ὀνομάζεται ὄχι ὁ μεγαλύτερος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά ὁ πρῶτος διανοίγων τή μήτρα, εἴτε γεννηθοῦν καί ἄλλοι ἀδελφοί, εἴτε δέν γεννηθοῦν. Ὅταν χρειάζεται νά ἀντιδιασταλῆ ἀπ’ τούς μικροτέρους ἀδελφούς ὁ μεγαλύτερος, ὀνομάζεται μείζων ἤ πρεσβύτερος. Σαφῶς δέ ἡ Γραφή μᾶς δίδει τήν ἐξήγησι τοῦ ὅρου πρωτότοκος λέγοντας: “Ἁγίασόν Μοι (: ξεχώρησέ Μου, ἀφιέρωσέ Μου) πᾶν πρωτότοκον πρωτογενές διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους”(Ἐξ 13, 2)· πρβλ. καί “πᾶν διανοῖγον μήτραν Ἐμοί (: ἀνήκει σ᾽Ἐμένα), τά ἀρσενικά, πρωτότοκον μόσχου καί πρωτότοκον προβάτου”(Ἐξ 34, 19)). Καί ἀλλοῦ δύο ἀγελάδες ὀνομάζονται “πρωτοτοκοῦσαι”, ἄν καί θυσιάζωνται, χωρίς νά προλάβουν νά γεννήσουν γιά δεύτερη φορά: “ἔλαβον δύο βόας πρωτοτοκούσας (: ἀγελάδες πρωτόγεννες) καί ἔζευξαν αὐτάς ἐν τῇ ἁμάξῃ. Ἡ ἅμαξα εἰσῆλθεν εἰς ἀγρόν Ὠσηέ τόν ἐν Βαιθσαμύς, καί ἔστησαν ἐκεῖ παρ᾽ αὐτῇ λίθον μέγαν καί σχίζουσι τά ξύλα τῆς ἁμάξης καί τάς βόας ἀνήνεγκαν εἰς ὁλοκαύτωσιν (: πρόσφεραν ὡς θυσία ὁλοκαρπώσεως) τῷ Κυρίῳ”(Α´ Βασ 6, 10, 14)». «“Πρωτότοκος” λέγεται ὁ πρῶτος γεννώμενος, ἀσχέτως ἄν ἀκολουθοῦν ἤ ὄχι ἄλλα τέκνα: “καί ἀφελεῖς (: θά ἀφαιρέσης, ἀπό τήν κυριότητά σου, γιά τό Θεό) πᾶν διανοῖγον μήτραν, τά ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ· πᾶν διανοῖγον μήτραν ἐκ βουκολίων (: ἀπό τά κοπάδια τῶν ἀγελάδων σου) ἤ ἐν τοῖς κτήνεσί σου (: ἀπ᾽ τά [ὑπόλοιπα] ζῶα σου), ὅσα ἐάν γένηταί σοι, τά ἀρσενικά ἁγιάσεις (: θά τ᾽ ἀφιερώσης) τῷ Κυρίῳ. Πᾶν διανοῖγον μήτραν ὄνου (: γαϊδάρου) ἀλλάξεις (: θ᾽ ἀνταλλάξης μέ) προβάτῳ· ἐάν δέ μή ἀλλάξῃς, λυτρώσῃ αὐτό (: θά τό ἀντικαταστήσης μέ χρήματα). Πᾶν πρωτότοκον ἀνθρώπου τῶν υἱῶν σου (: ἀπό τούς ἀπογόνους σου) λυτρώσῃ (: θά δώσης χρήματα [ἀντί γι᾽ αὐτό])”(Ἐξ 13, 12-13), “πᾶν διανοῖγον μήτραν ἀπό πάσης σαρκός, ἅ προσφέρουσι Κυρίῳ ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους, σοί [σέ σένα, τόν Ἀαρών, καί τούς ἱερεῖς] ἔσται· ἀλλ᾽ ἤ λύτροις λυτρωθήσεται (: θ᾽ ἀντικατασταθοῦν μέ χρήματα) τά πρωτότοκα τῶν ἀνθρώπων, καί τά πρωτότοκα τῶν κτηνῶν τῶν ἀκαθάρτων λυτρώσῃ”(Ἀρθ 18, 15), “ἀντί τῶν διανοιγόντων πᾶσαν μήτραν πρωτοτόκων πάντων ἐκ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ εἴληφα αὐτούς [τούς Λευΐτες] Ἐμοί”(Ἀρθ 8, 16). Ὅταν ἐγεννᾶτο ὁ πρῶτος υἱός, ἔλεγαν, ὅτι γεννήθηκε ὁ πρωτότοκος, χωρίς νά γνωρίζουν ἄν θά ἀκολουθοῦσε ἄλλο τέκνο. Καί ἐπειδή ὁ πρωτότοκος ἦταν προνομιοῦχος, ἡ λέξι “πρωτότοκος” σημαίνει καί “ἐκλεκτός [, ἀγαπητός· γιατί ὄχι κι ὁ Χριστός δέν εἶναι μ᾽ αὐτή τήν ἔννοια πρωτότοκος;]”: “Σύ δέ ἐρεῖς τῷ Φαραώ· τάδε λέγει Κύριος· υἱός πρωτότοκος μου Ἰσραήλ”(Ἐξ 4, 22), “πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν (: θά τόν καταστήσω [τό Δαυΐδ, ὡς προτύπωσι τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ πρωτότοκος δέν καθίσταται, ἀλλά εἶναι ἐκ φύσεως τέτοιος]), ὑψηλόν (: ἀνώτερο) παρά τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς”(Ψ 88, 28· σημειωτέον ὅτι ὁ Δαυΐδ δέν ἦταν οὔτε πρωτότοκο παιδί οὔτε πρῶτος βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων), “Πανηγύρει καί ἐκκλησίᾳ (: σέ πολυπληθῆ συνάθροισι καί σύναξι) πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων [Φαντάζεσθε στόν παράδεισο νά εἶναι μόνο πρωτότοκοι κατά κυριολεξίαν;]”(Ἑβρ 12, 22, 23). Ὁ Χριστός ἄλλωστε λέγεται “πρωτότοκος” ὄχι μόνο ὡς υἱός τῆς Παρθένου, ἀλλά καί ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ “εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως (: ἔχει γεννηθῆ πρίν ἀπ᾽ ὅλη τήν κτίσι)”(Κολ 1, 15), “Ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην, λέγει· καί προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ”(Ἑβρ 1, 6). Καί ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι “πρωτότοκος” τοῦ Θεοῦ, δυνάμεθα νά συμπεράνουμε, ὅτι ὁ Θεός ἔχει καί δευτερότοκο Υἱό; Ὄχι, βεβαίως. Διότι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός “μονογενής”: “ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός. Ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον (: τήν ἀγκαλιά) τοῦ Πατρός ἐκεῖνος ἐξηγήσατο (: ἀπεκάλυψε [τόν Πατέρα]”(Ἰω 1, 14, 18), “Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον. Ὁ δέ μή πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μή πεπίστευκεν εἰς τό ὄνομα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ”(Ἰω 3, 16, 18), “τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεός εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾽ Αὐτοῦ”(Α´ Ἰω 4, 9). Τό “πρωτότοκος”, λοιπόν, δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην, ὅτι ἀκολουθεῖ ἄλλο ἤ ἄλλα τέκνα». Ἡ Γραφή ὀνομάζει τόν Ἀδάμ πρωτόπλαστο χωρίς νά ὑπάρχη δευτερόπλαστος: «Εἰμί μέν κἀγώ θνητός ἄνθρωπος ἴσος ἅπασι καί γηγενοῦς (: προερχομένου ἀπό τό χῶμα) ἀπόγονος πρωτοπλάστου». Γύναι Οἱ Προτεστάντες καί οἱ Χιλιαστές «βασιζόμενοι» στό: «τί Ἐμοί καί σοί γύναι;»(Ἰω 2, 4), τό ὁποῖο ἀπηύθυνε ὁ Χριστός στή μητέρα Του, διδάσκουν ὅτι τήν ὑποτίμησε μέ τά λόγια αὐτά. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, εἶναι διαφορετική. «“Τί ἐμοί καί σοί, γύναι;”(Ἰω 2, 4). Οἱ λέξεις αὐτές τοῦ Ἰησοῦ, σοῦ φαίνονται σάν μομφή, καί ἐσύ γι’ αὐτό γράφεις καί γράφεις. Δέν εἶναι μομφή. Ἀφοῦ ἄν ἦταν μομφή, ἡ Θεοτόκος θά τό εἶχε αἰσθανθῆ ἐκείνη τή στιγμή πιό δυνατά ἀπ’ ὅ,τι ἐμεῖς σήμερα. Καί ἄν τό εἶχε αἰσθανθῆ σάν μομφή, θά σώπαινε καί δέν θά ἔλεγε οὔτε λέξι πιά. Ὄμως, ἐκείνη ἀμέσως εἶπε στούς ὑπηρέτες: “ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε”(Ἰω 2, 5). Τί κοινό ὑπάρχει γυναῖκα μεταξύ Ἐμοῦ καί σοῦ; Αὐτά εἶναι λόγια διαφωτίσεως καί ὄχι μομφῆς. Ὁ Κύριος θέλει νά διαφωτίση τή Μητέρα Του καί ὄχι νά τή μαλώση. Ἐκείνη ἀπό συμπόνοια σκεπτόταν περί τῆς χαμηλοτέρας, σωματικῆς ἀνάγκης τῶν παρόντων καί Αὐτός περί τῆς ὑψηλοτέρας, τῆς πνευματικῆς. Ἐκείνη ἤθελε νά εἶναι ὅλα ἐντάξει καί κατά τό ἔθιμο, δίχως στενοχώρια ἤ κάποια ντροπή καί Αὐτός ἤθελε νά ξυπνᾶ κοιμισμένες καί νά θεραπεύη τίς ἄρρωστες ἀνθρώπινες ψυχές. Αὐτός κατέβηκε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους γιά νά μεταμορφώση τό ὑδάτινο ὄν μας σέ οἶνο, τή στάκτη σέ πῦρ. Ἡ Θεομήτωρ, ὄντως, θά ἤθελε ὁ Υἱός Της νά πράξη καλό ἔργο στούς ἀνθρώπους, ἀλλά τό καλό ἔργο τό ὁποῖο ἐκείνη σκέπτεται εἶναι ἐντελῶς μικρό. Αὐτός θέλει νά πράξη καλό ἔργο στούς ἀνθρώπους —σ’ αὐτό ἡ καρδιά Του συμφωνεῖ μέ τήν καρδιά τῆς Μητέρας Του— ἀλλά ἔργο παμμέγιστο, ἀνάλογο τοῦ μεγαλείου Του καί χρήσιμο σ’ ὅλες τίς γενιές μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου. Γιά τή σωματική ἀνάγκη τῆς στιγμῆς τῶν καλεσμένων μποροῦσε νά δανεισθῆ τό κρασί κι ἀπ’ τό γείτονα. Σ’ ἐκείνη τή χώρα δέν ὑπάρχει ἔλλειψι στό κρασί. Ὅμως, δέν εἶναι σημαντικό τό κρασί, ἀλλά τό θαῦμα. Τό κρασί οἱ ἄνθρωποι τό καταπίνουν καί τό ξεχνοῦν, ἐνῶ τό θαῦμα δέν ξεχνιέται. Τό κρασί σάν σωματική ἀνάγκη ἀνήκει στό βασίλειο τῆς γῆς, ἐνῶ τό θαῦμα σάν ψυχική ἀνάγκη ἀνήκει στό βασίλειο τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ Θεοτόκος στιγμιαῖα σκέφθηκε τό πρῶτο· ὁ Κύριος σκεπτόταν τό δεύτερο. Βλέποντας ὁ Προορατικός ξεκάθαρα, πώς οἱ σκέψεις τῆς Μητέρας Του ἀπομακρύνθηκαν ἀπ’ τίς δικές Του σκέψεις, Ἑκεῖνος θέλει νά τήν τραβήξη ἀπ’ τό χαμηλότερο βασίλειο καί νά τήν ὑψώση στό ἀνώτερο. Γι’ αὐτό τῆς λέει ἁπαλά: “Τί (κοινό ὑπάρχει) Ἐμοί καί σοί, γύναι;”. Ὁ Χρυσόστομος γράφει περί τούτου τό ἑξῆς: “Αὐτά δέν ἦταν λόγια γιά τήν ἴδια τή μητέρα, ἀλλά οἰκονομίας”, δηλαδή, τοῦ οἰκοδομήματος τοῦ Βασιλείου τῶν Οὐρανῶν τόσο στή ψυχή τῆς Θεομήτορος ὅσο καί στίς ψυχές ὅλων οἱ ὁποῖοι θά ἀκούσουν ἤ θά διαβάσουν αὐτά τά λόγια. Θυμήσου, τί εἶπε ὁ Ἰησοῦς στήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου: “Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία”(Λκ 10, 41). Καί αὐτά τά λόγια δέν εἶναι λόγια μομφῆς ἀλλά διαφωτίσεως. Τό βασίλειο τῶν Οὐρανῶν εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα καί ὅλες τίς ἀνθρώπινες μέριμνες καί κόπους πρέπει νά τά κατευθύνουμε πρός ἐκεῖνο τό βασίλειο. Ὅμως, γιατί ὁ Κύριος εἶπε “γυναῖκα” καί ὄχι “μητέρα”; Γιά νά τονίση ἐκείνη τή στιγμή πιό δυνατά τή διαφορά μεταξύ τῶν δικῶν Του καί τῶν δικῶν Της σκέψεων. Ἀφοῦ ἄν ἔλεγε “μητέρα” ἐμεῖς δέν θά στρέφαμε τόσο τήν προσοχή μας στά παραπάνω λόγια, οὔτε θά αἰσθανόμασθαν τή διαφορετικότητα στίς σκέψεις τους ἐκείνη τή στιγμή. Στόν Πέτρο ἔπρεπε νά δώση πολύ πιό δυνατό μάθημα λέγοντάς του: “Ὕπαγε ὀπίσω Μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν Μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων”(Μθ 16, 23). Ἐνῶ ἄν τοῦ ἔλεγε “πήγαινε ἀπό μένα, Πέτρο” (ἤ “ἄνθρωπε”) οὔτε ὁ Πέτρος οὔτε ἐμεῖς δέν θά παρατηρούσαμε τήν ἄβυσσο, πού χώριζε αὐτόν ἀπ’ τόν Κύριο. Κατάλαβε τότε ἡ Θεοτόκος τόν Υἱό Της καί δέχθηκε τή διδαχή; Ἐξ ὁλοκλήρου. Ἀμέσως σταμάτησε νά συμβουλεύη τόν Σύμβουλο καί νά καθοδηγῆ τόν Ὁδηγό καί ὑπάκουα καί ταπεινόφρονα ἐπέστρεψε στό ρόλο Της: νά προετοιμάζη τό δρόμο στούς ἀνθρώπους γιά Ἐκεῖνον. Γι’ αὐτό ἀπευθύνεται στούς ὑπηρέτες καί τούς λέει: “Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε”(Ἰω 2, 5). Καί ὅταν οἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὅ,τι τούς εἶπε Ἐκεῖνος, τότε αὐτή, μαζί μ’ ὅλους, στό τρέμουλο τῆς ψυχῆς προσδοκοῦσε τό ἀπροσδόκητο». Ἔχουμε περιπτώσεις καί στή θύραθεν γραμματεία ὅπου τό «γύναι» δέν εἶναι περιφρονητικό: «“Θάρσει, ὦ γύναι καί θυμόν ἔχε ἀγαθόν (: ἔχε θάρρος καί βάζε καλούς λογισμούς)”, ἔλεγε ὁ Αὔγουστος πρός τή Βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου Κλεοπάτρα (Δίων Κάσσιος ἱστ. να´, 12· πρβλ. Ξενοφ. Κυρ. παιδ. ε´, 16 [ἤ 1, 6]· Ὁμ. Ἰλ. γ´, 204· Ὀδυσ. Ξ´ 123· Ψ, 221. Σοφ. Οἰδ. Τύραν. 189. Ἑρμ. Εὐαγ. Γ. Κωνσταντινίδου, τόμ. β´, σελ. 321). Ὥστε ἡ λέξι “γύναι”, μέ τή σημασία τήν ὁποία τή χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰησοῦς, προσαγορεύοντας τή Μητέρα Του, τίποτε ἀπότομο, περιφρονητικό καί ψυχρό πρός αὐτήν δέν περιέχει. “Τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου”, λέει ὁ Θεῖος λόγος, “ἵνα εὖ σοι γένηται (: νά σοῦ πᾶνε ὅλα καλά) καί ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπί τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς”(Ἐξ 20, 12· πρβλ. καί Μθ 19, 19 καί Μρ. 10, 19). Τί, λοιπόν; Ὁ Χριστός, εἶναι παραβάτης τῆς πέμπτης αὐτῆς ἐντολῆς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου; Παραβάτης τοῦ νόμου, τόν ὁποῖο ὁ Ἴδιος ἔδωσε;». Μεσιτεία καί Συλλυτρώτρια Στό παρόν Κεφάλαιο θά διαπραγματευθοῦμε τό θέμα τῆς μεσιτείας τῆς Θεοτόκου —πῶς τή δεχόμασθε, ἀφοῦ «εἷς μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς»;(Α´ Τιμ 2, 5)— καί θά ποῦμε δυό λόγια γιά τόν αἱρετικό χαρακτηρισμό τῆς Θεοτόκου «συλλυτρώτρια» τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. «Ἄν ἤσουν κάποιος μεγάλος μέ ἐξουσία καί πήγαινες σέ μιά πόλι μέ τή μάνα σου, ὅλοι πού θά σέ περίμεναν ἐκεῖ, θά χαιρέταγαν καί σένα καί τή μάνα σου. Θά ἔλεγαν τά καλύτερα λόγια γι᾽ αὐτήν κι ἄς μήν γνώριζαν τίποτε γιά τήν ἴδια. Ἐσύ πού θά τ᾽ ἄκουγες θά χαιρόσουν, θά καμάρωνες γιά τή μάνα σου. Ἔτσι κι ὁ Χριστός χαίρεται καί καμαρώνει γιά τή μάνα Του, ὅταν μᾶς ἀκούη νά λέμε καλά λόγια γι᾽ αὐτήν. Κοίτα. Ἄν μιά φτωχιά πήγαινε στή μάνα σου καί τήν παρακαλοῦσε νά σοῦ ζητήση νά τή διορίσης σέ μιά θέσι κι ἐσύ ἔκανες τή χάρι τῆς μάνας σου, τότε ἐκείνη ἡ φτωχιά θά ἔλεγε ὅτι ἡ μάνα σου τήν ἔσωσε, ἄν καί τή διόρισες ἐσύ. Αἴ, ἔτσι κι ἐμεῖς λέμε ἡ Παναγία νά μᾶς σώση καί ὁ Γυιός της πού ἔχει ἐξουσία, ἀλλά εἶναι ταπεινός χαίρεται νά μᾶς ἀκούη νά λέμε καλά λόγια γιά τή μάνα Του». «Ἔρχεται ὁ Κύριος καί μᾶς δείχνει ὁλοκάθαρα ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἀπαιτήσεως τῆς Μητέρας Του —ἐνῶ τῆς εἶχε πεῖ: “Δέν ἦλθε ἀκόμη ἡ ὥρα Μου νά κάνω θαύματα”—, εἶπε στούς ὑπηρέτες: “Γεμίσατε τάς ὑδρίας ὕδατος. Καί ἐγέμισαν αὐτάς ἕως ἄνω”. Καί μετά τούς εἶπε: “Πάρτε τώρα καί πηγαίνετέ το στόν ἀρχιτρίκλινο. Νά δοκιμάση καί νά πιῆ”. Ἀφοῦ λοιπόν σ᾽ ἐκεῖνο πού ἦταν ἀντίθετο μέ τό σχέδιό Του ἔκαμε ὁ Κύριός μας τό “χατίρι” τῆς Παναγίας, εἶναι ποτέ δυνατό νά Τόν ἱκετεύη γιά μᾶς, γιά τή βοήθειά μας, γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί νά μήν τήν ἀκούση; Ἀπό αὐτό ἄς φαντασθοῦμε πόσο ὁ ἄνθρωπος ζημιώνει τόν ἑαυτό του, ὅταν δέν τήν ἐπικαλῆται, καί μάλιστα, κάθε μέρα καί πολλές φορές διαβάζοντας τήν Παράκλησι καί τούς Χαιρετισμούς καί λέγοντας ἄλλους ὕμνους». Γιά τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», ἐνῶ λέμε ὅτι μόνος Σωτήρας εἶναι ὁ Χριστός, ἄς παρακολουθήσουμε ἕνα διάλογο τοῦ π. Ἐπιφανίου: «—Μποροῦμε νά λέμε ὅτι κάποιος ἄνθρωπος μπορεῖ νά σώση κάποιον ἄλλο; —Νά γίνη ὄργανο σωτηρίας· μ᾽ αὐτή τήν ἔννοια! Ὁ Χριστός σώζει. Ἐμεῖς γινόμασθε ὄργανα σωτηρίας. Μ᾽ αὐτή τήν ἔννοια σώζουμε. Ὅταν λέη ὁ Παῦλος: προσπαθῶ καί ἀγωνίζομαι “ἵνα πάντως τινάς σώσω”(Α´ Κορ 9, 22), δέν ἐννοεῖ ὅτι ἐγώ θά τούς προσφέρω τή σωτηρία. Θά τούς σώσω, ἀφοῦ τούς ὁδηγήσω στό Σωτῆρα. Αὐτή εἶναι ἡ σωτηρία. Ἐπίσης: «Εἴ πως παραζηλώσω μου τήν σάρκα (: μήπως κάνω καί ζηλέψουν οἱ ὁμόφυλοί μου) καί σώσω τινάς ἐξ αὐτῶν»(Ρμ 11, 14). Ἀκόμα: “῎Επεχε σεαυτῷ (: πρόσεχε)”, λέει στόν Τιμόθεο· “τοῦτο γάρ ποιῶν καί σεαυτόν σώσεις καί τούς ἀκούοντάς σου”(Α´ Τιμ 4, 16). Πῶς θά τούς σώση; Μέ τό νά δεχθοῦν τό Χριστό, Σωτῆρα καί Λυτρωτή. «Γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου καί καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν»(Ἰακ 5, 20). Στόν πιστό σύζυγο ἤ τήν πιστή σύζυγο ἀναφέρεται καί λέει νά δέχεται τόν ἄλλο σύζυγο, τόν εἰδωλολάτρη, πού μένει μαζί του ἤ μαζί της· ὁ ἕνας σύντροφος τόν ἄλλο, ἄν εἶχαν παντρευθῆ εἰδωλολάτρες καί ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πίστευσε μετά στό Χριστό καί νά μήν τόν διώχνη τόν ἄλλο, διότι εἶναι ἐνδεχόμενο νά τόν σώση. Καί λέει: “Τί γάρ οἶδας, γύναι (ποῦ ξέρεις; μπορεῖ καί:),, εἰ τόν ἄνδρα σώσεις; ῎Η, τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τήν γυναῖκα σώσεις;”(Α´ Κορ 7, 16). Κρατώντας δηλ. κοντά σου τόν εἰδωλολάτρη σύντροφο μπορεῖ κι αὐτόν νά τόν κάνης Χριστιανό καί νά τόν σώσης. Ἡ ἔννοια αὐτή τοῦ σώσεις δέν εἶναι ὅπως τό ρῆμα λέγεται ἐπί τοῦ Κυρίου. Μπορεῖ νά γίνης ἀφορμή νά πλησιάση τόν Κύριο καί νά σωθῆ ἀπ᾽ Αὐτόν. Τή σωτηρία ὁ Χριστός τήν προσφέρει. Ἐμεῖς γινόμασθε ὄργανα σωτηρίας. Ὄχι αἰτία· ὄργανα. Αἴτιο σωτηρίας αἰωνίου εἶναι ὁ Κύριός μας». Μέ τήν ἔννοια αὐτή εἶναι καί ἡ Θεοτόκος «σωτήρας» μας· δευτερευόντως. • Εἶναι τραβηγμένο πάντως νά τή χαρακτηρίζουμε συλλυτρώτρια, ὅπως κάνουν οἱ Παπικοί, διότι, ὅπως λέει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «Καί ἐπέβλεψα (: κοίταξα), καί οὐδείς βοηθός· καί προσενόησα (: πρόσεξα καλά), καί οὐθείς ἀντελαμβάνετο (: δέν μέ στήριζε)· καί ἐρρύσατο αὐτούς ὁ βραχίων Μου (: τούς λύτρωσε τό χέρι Μου)»(Ἡσ 63, 5). Τέλος, μᾶς κατηγοροῦν γιά τό: «τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σέ [τή Θεοτόκο] ἀνατίθημι», ἀλλά ὅπως πολύ σωστά ἀναφέρει ὁ Δημήτριος Παναγόπουλος ἔχουμε κάτι ἀντίστοιχο στή Γραφή χωρίο: «Τίς γάρ ἡμῶν ἐλπίς ἤ χαρά ἤ στέφανος καυχήσεως ἤ οὐχί καί ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ;»(Α´ Θεσ 2, 19). Ὁ Ὄρος “Θεοτόκος”. «Θυμᾶμαι χαρακτηριστικά μία περίπτωσι ἑνός ἑλληνομαθοῦς πάστορος Γερμανοῦ ὁ ὁποῖος εἶχε σπουδάσει στή Θεσσαλονίκη. Ὁ ἄνθρωπος πάρα πολύ σκανδαλιζόταν γιατί τιμοῦμε τήν Παναγία μας. Ἀφοῦ τόν κέρασε ὁ π. Παΐσιος, τόν ρώτησε: —Τί δουλειά κάνεις; —Θεολόγος εἶμαι. Ὁ διορατικός Γέροντας τόν κοίταξε ἐρευνητικά καί τόν ρώτησε: —Ἁπλῶς “θεολόγος” εἶσαι ἤ μήπως εἶσαι καί κάτι ἄλλο; —Ὄχι, εἶμαι καί πάστωρ. —Ἄ, καλά· Πῶς σοῦ φάνηκε τό Ἅγιον Ὄρος; Σοῦ ἄρεσε; —Ὅλα μοῦ ἄρεσαν, ἀλλά ἐδῶ πολύ τιμᾶτε τήν Παναγία! —Γιατί σοῦ κακοφαίνεται αὐτό; —Αἴ, νά, περισσότερο πρέπει νά τιμᾶτε τό Χριστό. —Μά, τιμώντας τήν Παναγία, τό Χριστό τιμᾶμε! — Αἴ, ὄχι πάτερ, δέν εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα, ἐπέμενε ἐκεῖνος. Ὁπότε ὁ Γέρων Παΐσιος χρησιμοποιώντας ἕναν ὡραῖο ποιμαντικό τρόπο, τοῦ λέει: —Ἐσένα ἡ μάνα σου, σόι γυναῖκα δέν εἶναι! —Ποῦ τήν ξέρεις τή μάνα μου καί τή βρίζεις; — Αἴ, ὅπως ἐγώ δέν ξέρω τή μάνα σου καί τή βρίζω καί σοῦ κακοφαίνεται, ἔτσι κι ἐμένα μοῦ κακοφαίνεται γιατί δέν ξέρεις τή Μάνα μου τήν Παναγία καί λές τέτοια πράγματα! Ἄντε, τό λοιπόν, νά σοῦ πῶ τί εἶναι ἡ Παναγία… Ἄρχισε νά τοῦ λέη γιά τήν Παναγία, ἔτσι μ᾽ ἕνα πολύ ὡραῖο τρόπο, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος τά ἔχασε! Μάλιστα, συγκεκριμένα τοῦ εἶπε ἕνα παράδειγμα μ᾽ ἕνα σωλῆνα. Τόν ρώτησε: — Ἀπό ἕνα σωλῆνα ὅταν περάση τό νερό, ἔχει ὁ σωλήνας αὐτός καμμιά ἀξία; —Ὄχι, δέν ἔχει καμμιά ἀξία. Ἁπλῶς βοήθησε, πέρασε τό νερό καί ἀπό ᾽κεῖ καί πέρα ὁ ρόλος του τελείωσε· ἀπάντησε ὁ πάστωρ. Ὁ π. Παΐσιος συνέχισε: —Ναί, ἡ Παναγία ὅμως δέν εἶναι ἕνας σωλήνας πού ἁπλῶς πέρασε ἀπό μέσα τό Νερό. Εἶναι ἕνας σπόγγος οὐράνιος πού κρατάει συνέχεια τόν Χριστό, γι᾽ αὐτό λέγεται Θεοτόκος, γι᾽ αὐτό κι ἐμεῖς τήν τιμοῦμε! Μέ αὐτό τό ἁπλό παραδειγματάκι, ὁ ἄνθρωπος δέν ξέρω ἄν πείσθηκε ἀπολύτως, πάντως ξέρω ὅτι εἰρήνευσε καθώς ἔφυγε ἀπό τό Γέροντα». «Ὁ Χριστός εἶναι υἱός ἀνθρώπου [μόνο σ᾽ Αὐτόν κυριολεκτεῖται ὁ ὅρος], ἑνός ἀνθρώπου, ἑνός γονέως, τῆς Παρθένου Μαρίας». «“Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ”(Λκ 1, 35). Πνεῦμα Ἅγιο δηλαδή, θά ἔλθη ἐπάνω σου καί δύναμις τοῦ Ὑψίστου θά σέ ἐπισκιάση. Γι᾽ αὐτό καί τό ἅγιο βρέφος, πού θά γεννηθῆ, θά ὀνομασθῆ υἱός Θεοῦ, θά εἶναι υἱός Θεοῦ. Συμφώνως πρός αὐτά τά λόγια ὁ Θεός μέ τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Του σχημάτισε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά καθαρά αἵματα τῆς Παρθένου. Καί ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι ἅγιο τέκνο, ὅπως ἅγιο εἶναι καί τό Πνεῦμα καί ἅγιος εἶναι ὁ Θεός, ἐπίσης εἶναι καί ὡς ἄνθρωπος υἱός Θεοῦ, ὄχι υἱός ἀνδρός. Κάθε υἱός εἶναι υἱός γυναικός καί ἀνδρός, ὁ Χριστός εἶναι υἱός Παρθένου καί Θεοῦ. Κάθε τέκνο εἶναι ἀκάθαρτο λόγῳ τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας, τό τέκνο Ἰησοῦς εἶναι ἅγιο». «—Σεῖς οἱ ἱερεῖς εἶσθε τρελλοί πού διδάσκετε τό λαό, ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι τό πρῶτο ὄν καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχη μητέρα, ἔλεγε ἕνας μηχανικός σ᾽ ἕναν ἱερέα. —Ἔχεις δίκιο, ἀπάντησε ὁ ἱερέας. Ὁ Θεός, ὡς Θεός, δέν μπορεῖ νά ἔχη μητέρα. Ἀλλά ὁ Θεός, ὡς ἄνθρωπος, μπορεῖ, μάλιστα πρέπει νά ἔχη μητέρα. —Τώρα ἀρχίζω νά καταλαβαίνω. —Μποροῦμε νά ποῦμε γιά μιά γυναῖκα πώς εἶναι μητέρα τοῦ Πάπα, τοῦ Βασιλιᾶ, τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τοῦ Ἱερέως; —Βεβαίως. —Καί ὅμως, γνωρίζουμε ὅτι ἡ μητέρα αὐτή δέν ἔδωσε τήν ἐξουσία τοῦ Πάπα, τοῦ Βασιλιᾶ, τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τοῦ Ἱερέως. Ἡ Παναγία δέν ἔδωσε τήν ἀνθρώπινη φύσι σ᾽ ἕνα ἄνθρωπο πού ἔγινε Θεός, ἀλλά ἔδωσε τήν ἀνθρώπινη φύσι σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο πού ἦταν πάντα Θεός, πολύ πρίν τήν Ἐνσάρκωσι. Βεβαίως, ἡ πρότασι εἶναι τολμηρή, ἀλλά σωστή. Ἡ ἐν Ἐφέσῳ Σύνοδος τό 431 τή θέσπισε». Καί θά τελειώσουμε τό Κεφάλαιο μέ μερικά χωρία πού ὀνομάζουν τό Χριστό, Θεό ἤ Κύριο, ἀποδεικτικά, ταυτοχρόνως, τοῦ ὅτι ἡ Παναγία φέρει δικαίως καί ὀρθῶς τήν προσωνυμία Θεοτόκος: • «Τοῦ δέ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου [προσώπου τῆς θεότητος]»(Μθ 1, 18). • «Καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;»(Λκ 1, 43). • «Εὐλογητός Κύριος, ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο (: ἐπισκέφθηκε, ἦλθε [αὐτοπροσώπως]) καί ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. Καί σύ, παιδίον [Ἰωάννη Βαπτιστά], προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γάρ πρό προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδούς αὐτοῦ»(Λκ 1, 68, 76)· πρβλ. τό λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν Μου [τόν Πρόδρομο], καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου Μου, καί ἐξαίφνης ἥξει (: θά ἔλθη) εἰς τόν ναόν ἑαυτοῦ Κύριος [μιλάει ἄλλο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος], ὅν ὑμεῖς ζητεῖτε»(Μλχ 3, 1). • «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ ὅς ἐστιν Χριστός Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ»(Λκ 2, 11). • «Εὐαγγελιζόμενος εἰρήνην διά Ἰησοῦ Χριστοῦ· οὗτός ἐστι πάντων Κύριος»(Πρξ 10, 36). • «Ὧν οἱ πατέρες, καί ἐξ ὧν ὁ Χριστός τό κατά σάρκα, ὁ ὤν ἐπί πάντων Θεός εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας»(Ρμ 9, 5). • «Καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστίν τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»(Α´ Τιμ 3, 16). Τιμή στήν Παναγία Στό Κεφάλαιο αὐτό θά ἀναγράψουμε μερικά ἐπιχειρήματα σχετικά μέ τήν ἁγιότητα καί τήν τιμή τῆς Θεοτόκου καθώς καί τή λέξι «Παναγία». Λένε οἱ αἱρετικοί: «πῶς εἶναι, βάσει τῆς Γραφῆς, ἅγιος ὁ Θεός καί Παναγία ἡ Θεοτόκος; Ἀνώτερη ἀπό τό Θεό εἶναι;». Ἀπάντησι: Λέμε «Παναγία» ὄχι σέ σύγκρισι μέ τό Θεό, ἀλλά σέ σύγκρισι μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί μέ τούς ἀγγέλους. Στήν περίπτωσι τοῦ Θεοῦ δέν χρησιμοποιοῦμε παραθετικά (συγκριτικός καί ὑπερθετικός), διότι ὁ Θεός εἶναι ἀπολύτως Ἕνας καί ἀσύγκριτος μέ ὁτιδήποτε. Ἁρκεῖ, λοιπόν, γι᾽ Αὐτόν ἡ ἁπλῆ διαπίστωσι: Ἅγιος, Σοφός κττ. Συνηθίζει ἡ Γραφή νά ἐνεργῆ ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ ὅπως οἱ αἱρετικοί; Ἄς δοῦμε: • Ὅπως εἴπαμε, ὁ Θεός εἶναι Ἅγιος. Ὅμως, ὁρισμένα ἀντικείμενα καθώς καί περιοχές, ὀνομάζονται (αὐτό ἰσοδυναμεῖ μέ ὑπερθετικό) «Ἅγια Ἁγίων». Λόγῳ αὐτοῦ, σύμφωνα μέ τούς αἱρετικούς, αὐτά εἶναι ἁγιώτερα ἀπό τόν, ἁπλῶς, Ἅγιο, Θεό!!! —ἀνόητα πράγματα. Σύμφωνα μ᾽ ἐμᾶς, αὐτά ὀνομάζονται «Ἅγια Ἁγίων», σέ σύγκρισι, ὄχι μέ τό Θεό, ἀλλά μέ τά ὑπόλοιπα ὑλικά. Ἔτσι καί τό «Παναγία» λέγεται σέ σύγκρισι, ὄχι μέ τό Θεό, ἀλλά μέ τούς ἀνθρώπους, ἀκόμα καί μέ τούς Ἀγγέλους: αὐτοί στέκονται «κύκλῳ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ»(πρβλ. Ἡσ 6, 2)· ἤ κάτω τοῦ θρόνου (Ἰεζ κεφ. 1), ἐνῶ ἡ Παρθένος ἔγινε ἡ ἴδια Θρόνος τοῦ Θεοῦ, μιᾶς καί Τοῦ δάνεισε τή σάρκα της. Κυοφόρησε Ἐκεῖνον στόν ὁποῖο «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»(Κολ 2, 9). Ἄς κατοχυρώσουμε, βιβλικά, τή θέσι μας: «Φάγονται ἐκεῖ οἱ ἱερεῖς υἱοί Σαδδούκ οἱ ἐγγίζοντες πρός Κύριον τά ἅγια τῶν ἁγίων (: τά κατεξοχήν ἅγια [θυσιαζόμενα ζῶα])· καί ἐκεῖ θήσουσι τά ἅγια τῶν ἁγίων»(Ἰεζ 42, 13), «Καί τήν διαγραφήν (: διαρρύθμισι) τοῦ οἴκου ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους, πάντα τά ὅρια αὐτοῦ κυκλόθεν ἅγια ἁγίων»(Ἰεζ 43, 12). • Σύμφωνα μέ τή λογική τῶν αἱρετικῶν ὁ Θεός εἶναι Ἅγιος, ἐνῶ ὁ Υἱός ἅγιος ἁγίων, ἄρα μεγαλύτερος τοῦ Πατρός!!!: «τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων (: τοῦ νά χρισθῆ ὁ κατεξοχήν Ἅγιος [ὁ Χριστός])»(Δαν 9, 24). • Ὁ Θεός εἶναι κραταιός (Δευτ 7, 21· Ψ 23, 8· Νεεμ 2, 32), καί τό χέρι Του «κραταιό»(Α´ Πέτρ 5, 6), σκέτα. Νά, ὅμως, πού στή Γραφή ἐμφανίζονται ἄνθρωποι «κράτιστοι». Μήπως ἡ Γραφή —καί κατ᾽ ἐπέκτασιν ἐμεῖς στό θέμα τῆς Παναγίας— σφάλλει; Ὄχι, βέβαια. Αὐτοί πού σφάλλουν εἶναι οἱ αἱρετικοί· τό «κράτιστος» —ὅπως καί τό «Παναγία»— λέγεται σέ σύγκρισι μέ τούς ἀνθρώπους καί τούς Ἀγγέλους. Ἰδού τά στοιχεῖα γιά τή θέσι μας αὐτή: «κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι»(Πρξ 23, 26), «κράτιστε Φῆλιξ»(Πρξ 24, 3), «κράτιστε Φῆστε»(Πρξ 26, 25). Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ, ἐπίσης, ὅτι τό «κράτιστος» εἶναι ἕνα ἀπό τά ὑπερθετικά τοῦ «ἀγαθός», ὅπως καί πάλι σκέτα ὀνομάζεται ὁ Θεός. • Ἀναφέρει ὡραῖα καί ὁ π. Ἰωήλ: «Ἔχουμε μερικά ἐπίθετα: λίθινος, ξύλινος, ὑάλινος, χρυσοῦς, ἀργυροῦς κλπ.. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ λίθος αὐτός εἶναι λιθινότερος ἀπ’ τόν ἄλλο ἤ τό ξύλο αὐτό εἶναι ξυλινότερο ἀπ’ τό ἄλλο κλπ.; Ὄχι, διότι ὁ λίθος, τό ξύλο, ὕαλος, ἄργυρος δέν δέχονται σύγκρισι ἔχουν τό “ἀπόλυτο” μέσα τους. Ἔτσι καί ἐπί τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή εἶναι ἀπόλυτο ὄν δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μέ ἄλλους θεούς ἤ ἀνθρώπους, δέν ἔχει συγκριτικούς βαθμούς ἀλλά μόνο τό θετικό: Ἅγιος, ὅσιος!)»(ΔΣ, 171). Ἡ Θεοτόκος ἐτιμᾶτο καί μακαριζόταν εὐθύς μέ τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ: «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου»(Λκ 1, 42), «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε, καί μαστοί οὕς ἐθήλασας»(Λκ 11, 27). Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, τιμώντας τήν Παναγία, ἐφαρμόζουμε τό τοῦ Ἀπ. Παύλου: «Ἀπόδοτε… τῷ τήν τιμήν τήν τιμήν (τιμή, σ᾽ αὐτόν στόν ὁποῖο ἁρμόζει τιμή)»(Ρμ 13, 7). Καί ἡ τιμή της ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι σαρκώθηκε ὁ Σωτήρας μέσα της. • Ὁ θεῖος Αὐγουστῖνος λέει ὅτι ἡ Θεομητορική ἀξία τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας δέν ἐπιδέχεται οὔτε αὔξησι οὔτε προσθήκη, εἶναι δηλ. τελειώτατη. «Πλειάδα, δηλαδή Πούλια, σέ Θεοτόκε ὀνομάζουν διότι ὅπως ἡ Πούλια φυλάττει ἀχώριστο τό σύνδεσμο καί τήν ἕνωσι, εἴτε τῶν ἑπτά ἀστέρων της, κατά τούς παλαιούς, εἴτε τῶν σαράντα, κατά τούς νεωτέρους Ἀστρονόμους, καί μάλιστα τό Γαλιλαῖο, ὁ ὁποῖος τούς ἐξέτασε μέ τό τηλεσκόπιο· ἔτσι καί σύ φυλάττεις συνδεδεμένους στήν ἀγάπη ὅλους τούς πρός σέ εὐλαβεῖς Ὀρθοδόξους, καί φαίνεσαι σάν μία φιλόστοργη ὄρνιθα, πού ἔχεις συναγμένα τά πουλάκια σου. Καί οἱ μέν Ἠθικοί, ἐσένα σέ διακηρύσσουν ὡς ἄριστο ἀγαθό μετά τό Θεό· οἱ δέ Ὀπτικοί, ἐσένα θεωροῦν ὡς θαυμάσιο τηλεσκόπιο, διά μέσου τοῦ ὁποίου ἀποκαλύφθηκε ἡ προαιώνια καί κρυμμένη βουλή τοῦ Θεοῦ, κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀκριβέστερα βλέπουμε δι᾽ αὐτοῦ τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ πού βρίσκονται μακρυά καί εἶναι ἀπόκρυφα». «Ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ: Ὅσο εὐσεβέστερα ἕνας ἄνθρωπος ζῆ, τόσο πιό πολύ ὁ Διάβολος σπρώχνει τούς ἀνθρώπους νά τοῦ ἀντιδροῦν, ὅπως ἦταν ἡ περίπτωσι τοῦ Σαούλ πού ἐναντιώθηκε στόν πιστό κι ἄκακο Δαυΐδ. Ὅσο ἁγιώτερο εἶναι ἕνα πρόσωπο, τόσο πιό πολύ βλασφημεῖται, ὅπως, λόγου χάριν, ἡ Παναγία, ἡ “τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ”». «Ἐμεῖς μποροῦμε νά κατηγοροῦμε τούς Προτεστάντες καί νά λέμε σ᾽ αὐτούς· τό γεγονός, ὅτι δέν τιμᾶτε τήν Παναγία, ἀρκεῖ, αὐτό καί μόνο, γιά νά καταλάβετε ὅτι δέν εἴσασθε Ἐκκλησία ἀλλά αἵρεσι. Ἄν ἤσασθαν Ἐκκλησία θά εὕρισκε σ᾽ ἐσᾶς ἐκπλήρωσι ἡ προφητεία Λκ 1, 48: “ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί” [αὐτό ἐφαρμόζεται καθημερινά καί πολλές φορές τήν ἡμέρα στήν Ἐκκλησία μας· μακαρίζουμε τή Θεοτόκο]». Κηρυκτικά «Μπρός στό τιμόνι τοῦ ἀεροπλάνου ἕνας πιλότος ἔβαλε τό ὡραῖο εἰκόνισμα τῆς Παναγίας καί ἀπό κάτω τά λόγια: “Κοίταζέ την καί πέτα ψηλά”. Καί στή ζωή μας τήν Παναγία πρέπει διαρκῶς νά ἔχουμε στό νοῦ, Αὐτήν συχνά νά ἐπικαλούμασθε καί νά βαδίζουμε στό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τοῦ καθήκοντος». «Μία νέα βρισκόταν οἰκότροφος σ᾽ ἕνα σχολεῖο. Φιλάρεσκη, ὅπως ἦταν, ἔγραψε στή μητέρα της νά τῆς στείλη ἕνα ὡραῖο καθρεπτάκι. Ἐκείνη βρῆκε ἕνα ὡραῖο καδράκι, πού εἶχε τήν Παναγία σέ ὡραία ζωγραφική, καί τῆς τό ἔστειλε συνοδεύοντάς το μ᾽ ἕνα σημείωμα πού ἔλεγε: “Ἰδού ὁ Καθρέπτης σου”. Ἄρεσε πολύ στή νέα τό καδράκι αὐτό καί τό ἔβαλε στό κομοδίνο της καί πρωΐ-βράδυ τό κοίταζε μελετώντας πῶς θά μποροῦσε κάθε μέρα καλύτερα νά μοιάζη στήν Παναγία καί ἔτσι πέρασε ὅλα τά σχολικά της χρόνια, ἐξασκούμενη στήν ἀρετή καί προοδεύοντας στήν τελειότητα». «Ὅλες τίς ὑπόλοιπες ὧρες [ὁ π. Μύρων Χιλανδαρινός ] στεκόταν μπροστά στή θαυματουργή εἶκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τριχερούσας καί ὅλο ἔλεγε μέ λαχτάρα, κλαίγοντας μέ λυγμούς σάν παιδί: “Μητέρα, Μητέρα, Μητέρα!..” (σ.σ. καθώς τό ἀφηγεῖται, συγκινεῖται ἔντονα ὁ π. Μητροφάνης). Μιά φορά κατά τήν ὁποία τόν εἶδα σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι, ἤθελε νά φύγη νά τήν ἀποχωρισθῆ καί δέν μποροῦσε… Σάν νά ἦταν δεμένος! Σάν νά ἦταν κολλημένος στήν εἰκόνα. Τά πόδια του ἔκαναν βήματα πρός τά πίσω, μά τό ὑπόλοιπο σῶμα του ἔμενε μπροστά στήν εἰκόνα! Προσπαθοῦσε νά φύγη καί δέν μποροῦσε…». Θαύματα τῆς Θεοτόκου «Κατά τήν τελική ἀπελευθέρωσι τῆς Ρωσίας ἀπ’ τούς Μογγόλους πῆγε ὁ τσάρος Ἰωάννης ὁ Γ´ μέ τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Vladimir ἐνάντια στούς καταπιεστές τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ. Στόν ποταμό Οὔγρα παρατάχθηκαν οἱ δύο στρατοί ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλο στίς δύο ὄχθες γιά ἀρκετούς μῆνες. Μόνο στέκονταν, χωρίς μάχη. Τελικά ὅταν οἱ Ρῶσοι σήκωσαν ψηλά τήν εἰκόνα καί ἔψαλαν τόν ὕμνο στή Θεοτόκο, οἱ Μογγόλοι γρήγορα γύρισαν τήν πλάτη καί ἔφυγαν. Κι ἔτσι: τή μάχη καί τήν ἐλευθερία τους οἱ Ρῶσοι πῆραν δίχως σταγόνα αἷμα, ὅλα μέ τή βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου». «Ὁ ξεναγός μας [στήν Κων/λι], παρότι Τοῦρκος, ἔχει ἀρκετή εὐαισθησία. Μᾶς δείχνει [στήν Ἁγ. Σοφία] τήν Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν καί μᾶς λέει: “Μετά τήν ἅλωσι, οἱ Τοῦρκοι ἀσβέστωσαν ὅλη τήν ἐκκλησία. Ὅμως αὐτή τήν παράστασι τῆς Πλατυτέρας δέν μπόρεσαν νά τήν καλύψουν. Προσπάθησαν πολλές φορές, ἀλλά ὁ σοβάς ἔπεφτε. Ἡ Παναγιά τόν ἔδιωχνε! Καί τοῦτο γιατί ἡ Παναγιά εἶναι γιά πάντα ἡ προστάτισσα τῆς Πόλεως”». «Μιά ἀρρώστια, τήν ὁποία οἱ γιατροί δέν μποροῦσαν νά διαγνώσουν, λίγο ἔλειψε νά τόν στείλη στόν τάφο. Ἡ Ἀγάθη εἶχε ἀπελπιστῆ γιά τή ζωή τοῦ γυιοῦ της, ὥσπου ἕνα πρωΐ ἐκεῖνος ξυπνώντας τῆς διηγήθηκε ἕνα ὄνειρο τό ὁποῖο εἶχε μόλις δεῖ. Ἡ Πάναγνος Παρθένος εἶχε παρουσιασθῆ στόν ὕπνο του καί τοῦ ὑποσχέθηκε νά ἔλθη νά τόν ἐπισκεφθῆ, γιά νά τόν γιατρέψη. Τότε ἀκριβῶς μιά θαυματουργή εἰκόνα, τήν ὁποία τιμοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς Κούρσκ, ἐπρόκειτο νά περιφερθῆ θριαμβευτικά στούς δρόμους τῆς πόλεως. Τή στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ λιτανεία περνοῦσε μπροστά ἀπό τό σπίτι τοῦ Μοχνίν, ἄρχισε μιά βροχή καταρρακτώδης. Μπήκανε μέσα στήν αὐλή γιά νά προφυλάξουν τήν εἰκόνα. Ἡ Ἀγάθη ἐπωφελήθηκε γιά νά κατεβάση τό μικρό ἄρρωστο καί νά τό βάλη νά προσκυνήση τήν εἰκόνα. Ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθῆ, ἡ Παναγία εἶχε ἔλθει καί τό παιδί ἔγινε καλά». Ὁ Γέρων Σάββας ὁ Ἁγιορείτης «μοῦ διηγήθηκε ἕνα γεγονός ἀπ’ τή πατρίδα του: Μιά μέρα μεταφέραμε πυρομαχικά καί τά πυροβόλα. Κοντά σ’ ἕνα χωριό, τρία παιδιά 10-15 ἐτῶν σκάλιζαν κουκιά κι ἔλεγαν ψάλλοντας τροπάρια τοῦ Ἀκαθίστου. Πόσο χάρηκα, σάν ἀγγελάκια… δέν εἶχα ἀπομακρυνθῆ 50 μέτρα κι ἄρχισαν Γερμανικά ἀεροπλάνα τούς βομβαρδισμούς. Ἦταν φοβερό! Τό εἶδα μέ τά μάτια μου! Μιά βόμβα ἔπεσε δίπλα στά παιδάκια, ὅμως, δέν ἐξερράγη, σάν νά ἔκανε πήδημα ἔπεσε στό ἀποκάτω πεζούλι κι ἔγινε ἕνας μεγάλος λάκκος, καπνοί, χώματα… Τά παιδιά δέν ἔπαθαν τίποτε! Νά τό θαῦμα τῆς Παναγίας μας!».