Το Χαμόγελο του Θεού
Θελήσαμε νά προσφέρουμε στήν ἀγάπη σας μία πλούσια ἀνθοδέσμη ἀπό τό φυτώριο τῆς Ἐκκλησίας. Τά ἄνθη της, ἁπλά λουλούδια, ἄνθρωποι ταπεινοί, «μωρά τοῦ κόσμου», πού ἀνθοβόλησαν στό χῶρο της δέν τράβηξαν τήν προσοχή τῶν μεγάλων καί τρανῶν τοῦ «παρόντος αἰῶνος», οὔτε ἀπασχόλησαν μέ πηχιαίους τίτλους τήν ἐπικαιρότητα. Εἶχαν, ὅμως, τή σφραγίδα τοῦ οὐρανοῦ: ὁ Θεός χαμογελοῦσε ὁλόκαρδα ἀπό εὐχαρίστησι βλέποντας τή ζωή τους. Τούς χαρίτωνε περισσότερο καί αὐτοί περισσότερο μυρόβλυζαν καί διασποῦσαν τό βόρβορο τοῦ συγχρόνου κοπρῶνα.
Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς συμπεριλάβαμε καί τιτλούχους, Ἐπισκόπους καί Ἄρχοντες, λίγους, βέβαια, πού, ὅμως, ἦταν κι αὐτοί «πτωχαδάκια τοῦ Θεοῦ». Καιρός εἶναι νά πάρετε τήν ἀνθοδέσμη αὐτή καί νά στολίσετε τήν καρδιά σας γιά νά μοσχομυρίση καί νά μιμηθῆ. Κι αὐτό τό τελευταῖο δέν εἶναι δύσκολο: μᾶς βοηθᾶνε οἱ ἀδελφοί μας αὐτοί πού, λόγῳ τῆς ζωῆς τους, ἀπέκτησαν παρρησία στόν Κύριο. «Πᾶνε στόν π. Παΐσιο ἕνα παιδί πού ἦταν δαιμονισμένο. Τό πῆρε κοντά του. Τοῦ μιλοῦσε, τοῦ μιλοῦσε, τοῦ ἐλάφρυνε τόν πόνο του. Ὁ μοναχός πού συνόδευε, λυπούμενος τόν π. Παΐσιο πού ἦταν μετά ἀπό ὁλονύκτιο ἀγρυπνία κουρασμένος, τοῦ λέει: —Γέροντα δέν λυπᾶσαι τόν ἑαυτό σου; Κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, κάθεσαι καί μιλᾶς τώρα στό παιδί αὐτό; Τοῦ ἀπαντᾶ: —Ἀδελφέ μου, ἐγώ κουράσθηκα 6, 7, 8 ὧρες στήν ἀγρυπνία. Αὐτό ἔχει 20 χρόνια πού τυραννιέται ἀπ’ τό δαιμόνιο. Ἐγώ δέν πρέπει νά τοῦ ἀφιερώσω, νά τοῦ ἀπαλύνω τόν πόνο του 2 ὧρες; Τί εἶναι ἡ δική μου προσφορά μπροστά στήν ὑπομονή τήν ὁποία κάνει αὐτό τό παιδί 20 χρόνια; Τί τυραννία, τί βάρος σηκώνει! Τό δικό μου βάρος δέν εἶναι τίποτε. Τί διάκρισι! Τί ἀγάπη! Θυσίασε τήν κούρασι τήν ὁποία εἶχε, γιά νά ξεκουράση τό παιδί ἐκεῖνο, πού ἐπί 20 χρόνια βασανιζόταν ἀπ’ τό δαιμόνιο»(Ογ, τεῦχ. 32, 114). Ἀναφέρει ὁ μακαριστός π. Αὐγ. Καντιώτης: «Ἦταν φοβερή ἡ ἐποχή. Συνέλαβαν ἀπ᾽ τά βουνά κάποιον ἀντάρτη —τόν ξέρουν οἱ παλαιοί Κοζανίτες— καί δεμένο τόν ἔσερναν μέσα στήν πόλι.
Κάποιοι ἄνανδροι Κοζανίτες, πού ὅταν ἐκεῖνος ἦταν στά πράγματα κάθονταν κλαρίνο μπροστά του, τώρα βλέποντάς τον σάν κτυπημένο σκυλί νά τόν μεταφέρουν στήν πόλι, τόν ἔφτυναν. Αὐτός ἦταν ἐχθρός μου, ἐπανειλημμένως ἐπιχείρησε νά μέ σκοτώση. Τόν πιάσανε, λοιπόν, καί σέ ἄθλια κατάστασι τόν ἔρριξαν στή φυλακή. Ὅταν τό ἔμαθα, στενοχωρήθηκα. Πῆγα στίς φυλακές, γιά νά τόν δῶ. Οἱ ὑπεύθυνοι τῶν φυλακῶν δέν μέ ἄφηναν νά μπῶ· —Σ᾽ αὐτόν ἔρχεσαι καί τοῦ φέρνεις φαγητό; Ὄχι φαγητό, ἀλλά δηλητήριο νά τοῦ δώσης, μοῦ εἶπαν. —Ὅπως ἐρχόμουν σ᾽ ἐσᾶς καί ἔφερνα φαγητό στή φυλακή καί ὄχι δηλητήριο, τό ἴδιο θά κάνω καί σ᾽ αὐτό τό φυλακισμένο, τούς ἀπάντησα. Μέ ἄφησαν καί μπῆκα. Ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα καί μέ εἶδε, ἔκλαψε. Ἦταν σέ ἄθλια κατάστασι. Καί εἶπε· “Πάτερ Αὐγουστίνε, ἐσύ ἦλθες νά μέ δῆς! Οὔτε ἡ γυναῖκα μου οὔτε τά παιδιά μου δέν μέ ἐπισκέφθηκαν. Τώρα πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Χριστός!”»(Ι, 44).
Ἔλεγε ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «Ἡ θεία Ἀλεξάνδρα ἦταν θεία δική μου, ἀδελφή τοῦ πατέρα μου, ἀφιερωμένη στόν Ἰησοῦ Χριστό καί στόν πρεσβύτερο ᾽Επιφάνιο, ἀλλά ἦταν θεία καί ὅλων τῶν παιδιῶν πού πλησίασαν τό “Μακεδονίας 24”, καί εἴτε ἔμεναν σ᾽ αὐτό τό σπίτι, εἴτε περνοῦσαν ἀπ᾽ αὐτό. Αὐτή ἡ γυναῖκα ἦταν ἡ προσωποποίησι τῆς αὐταπαρνήσεως καί τῆς αὐτοθυσίας. Πιστέψτε με, δέν θά πῶ ὑπερβολές, οὔτε θά ἐπαινέσω ἕνα συγγενικό μου πρόσωπο, διότι παρόμοιο δέν μπορῶ νά πῶ γιά τή μητέρα μου, γιά τόν πατέρα μου, γιά ἄλλα πρόσωπα. Δέν θά τό πῶ, λοιπόν, γιά νά ἐπαινέσω ἕνα συγγενικό μου πρόσωπο, ἀλλά διότι αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Τήν αὐταπάρνησι καί τήν αὐτοθυσία αὐτῆς τῆς γυναίκας τήν ἔχω συναντήσει μόνο στά συναξάρια. Στά 58 χρόνια τῆς ἡλικίας μου δέν τήν συνάντησα μέχρι σήμερα. ᾽Επειδή θά μποροῦσα νά λέω πολύ ὥρα γιά τά στοιχεῖα αὐτά, θά ἀρκεσθῶ μόνο σέ δύο. ῎Εμενε στήν Καλαμάτα. Ἀπό τότε, ὅμως, πού ἀνέβηκα στήν Ἀθήνα, ἦλθε κι αὐτή ὡς συγκάτοικος καί μέ περιποιόταν. Κάποτε, ἤμουν ἀκόμη φοιτητής, εἶχε κατέβει στήν Καλαμάτα γιά νά δῆ τήν μητέρα της πού ἦταν γερόντισσα καί ἀσθενής. Σέ μία ἐφημερίδα —Καλαματιανή, Ἀθηναϊκή, δέν θυμᾶμαι— διάβασε ὅτι ἐπίκειται στό μέλλον νά δημιουργηθῆ Τράπεζα ὀφθαλμῶν στήν Ἀθήνα. Βέβαια, ἡ ἐφημερίδα ἔλεγε ὅτι εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ στό ἀπώτερο μέλλον καί λοιπά. Αὐτή δέν τό πολυπρόσεξε, ἔκοψε μέ ἕνα ψαλίδι τό ἀπόκομμα αὐτό τῆς ἐφημερίδος καί μοῦ τό ἔστειλε σημειώνοντας: “Φρόντισε νά δῆς ἄν αὐτό τό πρᾶγμα εἶναι γεγονός καί ἄν εἶναι, εἰδοποίησέ με νά ἀνέβω ἀμέσως στήν Ἀθήνα”. Ἦταν 45 ἐτῶν τότε, στήν ἀκμή τῆς ἡλικίας της, δέν ἦταν 79 ὁπότε ἀπέθανε. “Ν᾽ ἀνέβω ἀμέσως στήν Ἀθήνα νά δώσω τό ἕνα μάτι μου, νά δῆ κάποιο παληκάρι τελείως ἀόμματο. Ἀλλά, πρόσεξε, θά μπῶ στήν κλινική μέ ψευδώνυμο· δέν θά μάθη κανένας, ἐκτός ἀπό σένα καί τό Θεό, ποιός εἶναι αὐτός πού δίνει τό μάτι του· οὔτε τό παιδί, οὔτε οἱ γιατροί”. Φυσικά τῆς ἔγραψα ὅτι αὐτά εἶναι παραμύθια καί θά περάσουν πολλές γενεές γιά νά ἐφαρμοσθοῦν. Ἀλλά στάθηκα πολύ σέ αὐτή τήν πρᾶξι καί λέω: Δίνει κάποια τό νεφρό, ἀλλά στό παιδί της. Δίνει ὁ πατέρας τό νεφρό στό παιδί του. Αὐτή ἡ γυναῖκα θά ἔδινε τό μάτι της νά δῆ κάποιος ξένος καί ὁ ὁποῖος θά ἔμενε διά παντός ἄγνωστος σ᾽ αὐτήν, χωρίς ποτέ νά ἔχη ἔστω τήν ἱκανοποίησι κάποιου εὐχαριστῶ. Θά ἔμπαινε μέ ψευδώνυμο καί δέν θά τό μάθαινε κανένας». «Ἕνα χαρακτηριστικό γεγονός τῆς αὐτοθυσίας τους καί τῆς ἀγάπης τους στή Θεία Λατρεία εἶναι καί τό παρακάτω: Ὅταν ἡ Ἱ. Κοινότητα ἀποφάσισε νά τελεσθῆ ἀπό ὅλα τά μοναστήρια Ἀγρυπνία καί κοινή προσευχή γιά νά ἀποτραπῆ ἡ προβολή τῆς βλάσφημης ταινίας τοῦ Σκορτσέζε, ὁ π. Ἀβέρκιος εἶχε σοβαρό πρόβλημα στό πόδι του. Γιά νά συμμετάσχουν, ὅμως, καί αὐτοί στήν κοινή προσευχή τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ὁ μέν π. Γαβριήλ λειτουργοῦσε ὁ δέ π. Ἀβέρκιος ἔκανε τόν ψάλτη ξαπλωμένος στό δάπεδο τοῦ ναοῦ». Ἡ μοναχή Λουκία ἡ κηπουρός «ὅταν ἦταν ἀκόμη στόν κόσμο, διακονοῦσε εὐλαβικά τό μυστήριο τῆς ζωῆς. Κάποια λεπρή, ἀπομονωμένη ἀπ’ τόν κόσμο, βρέθηκε ἔγκυος ἀπό κάποιον ἀθεόφοβο. Τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ κανείς δέν πλησίαζε. ἡ Λουκία ἔδιωξε κάθε φόβο τῆς ἀρρώστιας ἀπ’ τήν ψυχή της καί βοήθησε τή λεπρή στή γέννα της. Τό βρέφος μεγάλωσε σέ ἵδρυμα. Ἀνδρώθηκε. Ἔμαθε γράμματα καί ἔγινε πρῶτος καπετάνιος. Ἔπειτα ἀπό χρόνια θέλησε νά δῆ τήν πατρίδα του. Ἐκεῖ, τόν μόνο ἄνθρωπο τόν ὁποῖο ζήτησε νά συναντήση, δέν ἦταν οἱ συγγενεῖς, ἀλλά ἡ καλογριά πού συμπαραστάθηκε στή δύσκολη ὥρα στή μάννα του. Ἡ συνάντησι φοβερή! Ράγιζε καί τίς πιό σκληρές καρδιές. Ἕνας νέος νά ἀγκαλιάζη μία γριά μέ τόσο πόθο, σάν νά ἦταν ὁ θησαυρός τῆς ζωῆς του. Καί ἡ γριά ἀμήχανα νά φωνάζει: —Ποιός εἶσαι, παιδί μου; —Εἶμαι τῆς λωβῆς ὁ γυιός, πού μ’ ἔπιασες στά χέρια σου καί ζῶ σήμερα». «Μία Ἀμερικανίδα τουρίστρια, βλέποντας μιά μοναχή νά περιποιῆται τίς πληγές ἑνός λεπροῦ, τῆς εἶπε: “Αὐτό δέν θά τό ἔκανα οὔτε γιά ἕνα ἑκατομμύριο δολλάρια”. Καί ἡ ἀπάντησι: “Οὔτε κι ἐγώ!”». «“Σήμερα ἔλαβα μιά μεγάλη εἴδησι”, γράφει μία νεαρή ἀδελφή ἱεραπόστολος, σάν νά ἐπρόκειτο νά τήν καλέσουν σέ κάποιο πανηγῦρι, ἐνῶ ἐπρόκειτο γιά μία μεγάλη θυσία: “Φεύγω γιά ἕνα λεπροκομεῖο τῆς Ἰαπωνίας. Νά μποροῦσα νά ἐκφράσω τά αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς μου, τή γαλήνη μου καί τή χαρά μου! Δέκα φορές διάβασα τήν ἐπιστολή πού μοῦ ἔφερε τό χαρούμενο μήνυμα. Πῶς θά σηκώσω, ὅμως, μιά τόσο τιμητική κλῆσι! Τί μεγάλη χάρι, νά μέ διαλέξη ὁ Θεός!”». «(Ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ στήν Ἐλλάδα, ὁ Σουηδός Στοῦρε Λιννέρ, στό βιβλίο του Ἡ Ὀδύσσειά μου γράφει γιά τό Δίστομο:) Παντρευθήκαμε στίς 14 Ἰουνίου. Ὁ ὑπεύθυνος τῆς ἑλληνικῆς ἐπιτροπῆς Ἔμιλ Σάντστρομ παρέθεσε γαμήλιο γεῦμα πρός τιμή μας. Ἀργά τό βράδυ μέ πλησίασε καί μέ ἀπομάκρυνε ἀπ’ τά γέλια καί τίς φωνές, πρός μία γωνιά ὅπου θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε οἱ δυό μας. Μοῦ ἔδειξε ἕνα τηλεγράφημα τό ὁποῖο μόλις εἶχε λάβει: οἱ Γερμανοί ἔσφαζαν γιά τρεῖς ἡμέρες τόν πληθυσμό τοῦ Διστόμου, στήν περιοχή τῶν Δελφῶν, καί στή συνέχεια πυρπόλησαν τό χωριό. Πιθανοί ἐπιζῶντες εἶχαν ἀνάγκη ἄμεσης βοήθειας. Τό Δίστομο ἦταν μέσα στά ὅρια τῆς περιοχῆς στήν ὁποία, τήν ἐποχή ἐκείνη, ἤμουν ἁρμόδιος νά τροφοδοτῶ μέ τρόφιμα καί φάρμακα. Ἔδωσα μέ τή σειρά μου τό τηλεγράφημα στήν Κλειώ νά τό διαβάση, ἐκείνη ἔγνεψε κι ἔτσι ἀποχωρήσαμε διακριτικά ἀπ’ τή χαρούμενη γιορτή. Περίπου μία ὥρα ἀργότερα ἤμασθαν καθ’ ὁδόν μέσα στή νύκτα. Ἀπαιτήθηκε ἀνυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα ἕως ὅτου διασχίσουμε τούς χαλασμένους δρόμους καί τά πολλά μπλόκα γιά νά φθάσουμε, χαράματα πιά, στόν κεντρικό δρόμο πού ὁδηγοῦσε στό Δίστομο. Ἀπ’ τίς ἄκρες τοῦ δρόμου ἀνασηκώνονταν γύπες ἀπό χαμηλό ὕψος, ἀργά καί ἀπρόθυμα, ὅταν μᾶς ἄκουγαν πού πλησιάζαμε. Σέ κάθε δένδρο, κατά μῆκος τοῦ δρόμου καί γιά ἑκατοντάδες μέτρα, κρέμονταν ἀνθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα μέ ξιφολόγχες, κάποια ἀπ’ τά ὁποῖα ἦταν ἀκόμη ζωντανά. Ἧταν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ πού τιμωρήθηκαν μ’ αὐτό τόν τρόπο: θεωρήθηκαν ὕποπτοι γιά παροχή βοήθειας στούς ἀντάρτες τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν σέ δύναμι τῶν SS. Ἡ μυρωδιά ἦταν ἀνυπόφορη. Μέσα στό χωριό σιγόκαιγε ἀκόμη φωτιά στά ἀποκαΐδια τῶν σπιτιῶν. Στό χῶμα κείτονταν διασκορπισμένοι ἑκατοντάδες ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας, ἀπό ὑπερήλικες ὥς νεογέννητα. Σέ πολλές γυναῖκες εἶχαν σχίσει τή μήτρα μέ τήν ξιφολόγχη καί εἶχαν ἀφαιρέσει τά στήθη, ἄλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, μέ τά ἐντόσθια τυλιγμένα γύρω ἀπ’ τό λαιμό. Φαινόταν σάν νά μήν εἶχε ἐπιζήσει κανείς. Μά νά! Ἕνας παπποῦς στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ! Ἀπό θαῦμα εἶχε καταφέρει νά γλυτώση τή σφαγή. Ἦταν σοκαρισμένος ἀπ’ τό τρόμο, μέ ἄδειο βλέμμα, τά λόγια του πλέον μή κατανοητά. Κατεβήκαμε στή μέση τῆς συμφορᾶς καί φωνάζαμε στά ἑλληνικά: “Ἐρυθρός Σταυρός! Ἐρυθρός Σταυρός! Ἤλθαμε νά βοηθήσουμε”. Ἀπό μακρυά μᾶς πλησίασε διστακτικά μιά γυναῖκα. Μᾶς ἀφηγήθηκε ὅτι ἕνας μικρός ἀριθμός χωρικῶν πρόλαβε νά διαφύγη προτοῦ ξεκινήση ἡ ἐπίθεσι. Μαζί μ’ ἐκείνην ἀρχίσαμε νά τούς ψάχνουμε. Ἀφοῦ ξεκινήσαμε οἱ τρεῖς μας, διαπιστώσαμε ὅτι {ἡ γυναῖκα} εἶχε πυροβοληθῆ στό χέρι. Τή χειρουργήσαμε ἀμέσως μέ χειροῦργο τήν Κλειώ. Ἦταν τό ταξίδι τοῦ μέλιτός μας. Λίγο καιρό ἀργότερα ἡ ἐπαφή μας μέ τό Δίστομο θ’ ἀποκτοῦσε καί ἕνα ἀξιοσημείωτο ἐπίλογο. Ὅταν τά γερμανικά στρατεύματα κατοχῆς ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν Ἑλλάδα, δέν πῆγαν καί τόσο καλά τά πράγματα, ἀφοῦ μιά γερμανική μονάδα κατάφερε νά περικυκλωθῆ ἀπό ἀντάρτες ἀκριβῶς στήν περιοχή τοῦ Διστόμου. Σκέφθηκα ὅτι αὐτό ἴσως θεωρηθῆ ἀπ’ τούς Ἕλληνες ὡς εὐκαιρία γιά αἱματηρή ἐκδίκησι, πόσο μᾶλλον πού ἡ περιοχή ἐδῶ καί καιρό εἶχε ἀποκοπῆ ἀπό κάθε παροχή βοηθείας σέ τρόφιμα. Ἑτοίμασα, λοιπόν, φορτηγά μέ τά ἀναγκαῖα τρόφιμα, ἔστειλα μήνυμα στό Δίστομο γιά τήν ἄφιξί μας καί ἔτσι βρεθήκαμε στό δρόμο γιά ἐκεῖ, γιά ἄλλη μία φορά, ἡ Κλειώ καί ἐγώ. Ὅταν φθάσαμε στά ὅρια τοῦ χωριοῦ, μᾶς συνάντησε μία ἐπιτροπή, μέ τόν παπᾶ στή μέση. Ἕνα παλαιῶν ἀρχῶν πατριάρχη, μέ μακρυά κυματιστή λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ὁ ἀρχηγός τῶν ἀνταρτῶν, μέ πλήρη ἐξάρτησι. Ὁ παπᾶς πῆρε τό λόγο καί μᾶς εὐχαρίστησε ἐκ μέρους ὅλων πού ἤλθαμε μέ τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: “Ἐδῶ εἴμασθε ὅλοι πεινασμένοι, τόσο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅσο καί οἱ Γερμανοί αἰχμάλωτοι. Τώρα, ἄν ἐμεῖς λιμοκτονοῦμε, εἴμασθε τουλάχιστον στόν τόπο μας. Οἱ Γερμανοί δέν ἔχουν χάσει μόνο τόν πόλεμο, εἶναι ἐπιπλέον καί μακρυά ἀπ’ τήν πατρίδα τους. Δῶστε τους τό φαγητό τό ὁποῖο ἔχετε μαζί σας, ἔχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους”. Σ’ αὐτή του τή φράσι γύρισε ἡ Κλειώ τό βλέμμα της καί μέ κοίταξε. Ὑποψιαζόμουν τί ἤθελε νά μοῦ πῆ μ’ αὐτό τό βλέμμα, ἀλλά δέν ἔβλεπα πλέον καθαρά. Ἁπλά στεκόμουν κι ἔκλαιγα». «Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ἄλλο σμῆνος ἀεροπλάνων συμπλήρωσε τή καταστροφή. Ὁ ἱερεύς [π. Ἀχίλλειος, στόν πόλεμο τοῦ ᾽40] δέν κρατήθηκε. Τοποθέτησε στόν κόλπο του τή Θεία Κοινωνία καί ξεκίνησε, γιά τά τμήματα τοῦ στρατοῦ πού τόσο σκληρά δοκιμάσθηκαν. Ὅταν ἔφθασε, δέν βρῆκε κανένα. Ὅλοι εἶχαν ἀποσυρθῆ. Ἕξη μονάχα νεκροί καί τέσσερεις τραυματίες κοίτονταν ἀνάμεσα στούς λάκκους, τούς ὁποίους εἶχαν ἀνοίξει οἱ βόμβες. Πλησίασε τούς τραυματισμένους μέ ἀγάπη. Οἱ τρεῖς εἶχαν μεγάλα τραύματα. Κοίταξε γύρω του ὁ ἱερεύς μήπως διακρίνει κανένα. Πουθενά, οὔτε ψυχή. Χωρίς καθόλου νά διστάση παίρνει τή μεγάλη ἀπόφασι: Ἡ ἀγάπη δέν γνωρίζει κανένα φραγμό… Ἀρχίζει ἀπ’ τό βαρύτερα τραυματισμένο. Τόν σηκώνει μέ προσοχή καί τόν τοποθετεῖ στόν ὦμο του. Ἄναρθρα βογγητά πόνου ἔβγαιναν ἀπ’ τό στόμα τοῦ τραυματία. Μέ ἀφάνταστο κόπο κι ἀγωνία τόν ἔφερε στό σταθμό πρώτων βοηθειῶν, πού δέν ἦταν εὐτυχῶς πολύ μακρυά ἀπό ἐκεῖ, καί τόν ἀπέθεσε σ’ ἕνα φορεῖο προσεκτικά. Τέσσερεις φορές ἔκανε τήν ἡρωϊκή αὐτή πορεία, φέρνοντας κάθε φορά καί ἀπό ἕναν. Στήν πέμπτη θά πήγαινε νά θάψη τούς νεκρούς. Τά πόδια του λύγιζαν ἀπ’ τό βάρος. Τά χέρια του ἔτρεμαν. Μά ἡ προσευχή τόν δυνάμωνε… Στό σταθμό, ὅμως, δέν ὑπῆρχε οὔτε γιατρός, οὔτε νοσοκόμος, οὔτε κἄν ἐπίδεσμοι καί φάρμακα. Οὔτε τότε ἀπελπίσθηκε: αὐθόρμητα ἔβγαλε τό πουκάμισό του, τό ἔσκισε σέ λωρίδες, ἔγδυσε μέ προσοχή τούς τραυματισμένους, γιά νά βρῆ τά τραύματα καί τά ἔδεσε σφικτά, γιά νά σταματήση πρόχειρα τήν αἱμορραγία. Ἄνοιξαν τά μάτια τους ἐκεῖνοι καί κύτταξαν μ’ εὐγνωμοσύνη τόν ἥρωα-Ἱερέα. Μετά τή φροντίδα τοῦ σώματος προχώρησε στή ψυχή: Τούς ἐξομολόγησε καί τούς κοινώνησε. Θερμά δάκρυα κύλησαν ἀπ’ τά θολά, πονεμένα μάτια τους. Πέρασε περισσότερη ἀπό μισή ὥρα ἀκόμη, ὅταν ἐπιτέλους κατέφθασε ὁ γιατρός καί οἱ νοσοκόμοι τοῦ σταθμοῦ. Ὅταν εἶδαν τό ἡρωϊκό ἔργο τοῦ Ἱερέως, κατέβασαν τό κεφάλι ἀπό ντροπή. Τοποθέτησαν ἀμέσως τούς τραυματίες σέ φορεῖα καί τούς μετέφεραν στό νοσοκομεῖο». «Καλλιέργησε μία χέρσα πλαγιά τῆς Μονῆς καί μέ τή βοήθεια μερικῶν χωρικῶν οἱ ὁποῖοι προσφέρθηκαν, φύτεψε καινούργιο ἀμπέλι μέ τετρακόσια κλήματα. Ὁ Γέροντας Εὐσέβιος Γιαννακάκης καμάρωνε τά κλήματα, τά ὁποῖα μεγάλωναν γρήγορα. Ἕνα πρωΐ, ὅμως, τό ἀμπέλι ἦταν ἀγνώριστο· δέν ὑπῆρχε ἐκεῖ οὔτε ἕνα πράσινο φύλλο, οὔτε βλαστάρι. Τά τρυφερά κλήματα εἶχαν γίνει τή νύκτα τροφή γιά ἕνα κοπάδι ἀπό γίδια. Τό θέαμα ἦταν θλιβερό. Οἱ ἀδελφές δίσταζαν νά τό ποῦν στό Γέροντα, γιά νά μή στενοχωρηθῆ. Ἐκεῖνος, ὅταν τό ἔμαθε ἀπό κάποια προσκυνήτρια, εἶπε μέ ἐλαφρό μειδίαμα: “Ὥστε ἔτσι; Ἄς πᾶμε νά τό δοῦμε”. Καί ξεκίνησε. Πίσω μου σέ ἀρκετή ἀπόστασι ἀκολούθησαν μερικές μοναχές. Κοίταξε τό κατεστραμμένο ἀμπέλι καί στάθηκε γιά λίγο σιωπηλός. Ἐπιβλήθηκε στή λύπη του καί δέν εἶπε οὔτε λέξι. —Τί κάνετε, Γέροντα, τόν ρώτησε μία μοναχή στήν ἐπιστροφή. —Κομποσχοίνι γιά τόν Δ.. Πόσο θά στεναχωρήθηκε πού τοῦ ξέφυγαν τά γίδια! Μήπως τό ἤθελε; Οἱ ἀδελφές ἔμειναν ἄναυδες. Διδάχθηκαν βαθειά ἀπ’ τήν πραότητα καί τήν ἀνεξικακία τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα. Τήν Κυριακή ὁ βοσκός πῆγε διστακτικά στό Μοναστήρι. Ὁ Γέροντας δέν τοῦ εἶπε τίποτε γιά τό ἀμπέλι. Ἀντίθετα, τοῦ συμπεριφέρθηκε μέ τόση καλωσύνη, πού δέν τοῦ ἄφησε περιθώριο νά ἀπολογηθῆ. “Νά σ’ εὐλογῆ ὁ Θεός. Νά σ’ εὐλογῆ…”, τοῦ ἔλεγε. Ἠ ἔκφρασι τῆς ἀγάπης τοῦ Γέροντα εἶχε καί συνέχεια. Τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἰδίου ἔτους οἱ ἀδελφές ἔγραφαν τίς καθιερωμένες εὐχητήριες κάρτες. “Γράφετε, γράφετε… στούς ἐπισήμους, στούς εὐεργέτες τῆς Μονῆς, καί καλά κάνετε”, εἶπε. “Ἀξία, ὅμως, ἔχει νά στείλετε μία τέτοια ὡραία κάρτα στό Δ. (τό βοσκό). Θά τή λάβη ἐκεῖνος καί πολύ θά χαρῆ”. Τό ἀμπέλι μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα μεγάλωσε πάλι, βλάστησε καί ἀποδίδει μέχρι σήμερα πλούσιους καρπούς». «Στερημένη πολύ ἦταν τότε ἡ ζωή τους. Στό καλυβάκι, ὅπου ἔμεναν, δέν εἶχαν νερό. Οὔτε λάστιχα ὑπῆρχαν τότε γιά τή μεταφορά τοῦ νεροῦ οὔτε ἄλλες εὐκολίες. Ἔβαζαν, λοιπόν, ἕνα κηπάκο μέ ζαρζαβατικά, χαμηλά ἀπ᾽ τό καλύβι τους στό λάκκο, ὥστε νά ποτίζωνται ἀπ᾽ τό ποτάμι. Κάποιος, λοιπόν, πήγαινε κι ἔκοβε τά κηπευτικά ἄγουρα. Ὁ παπα-Ἰωάσαφ, νέος τότε, πέτυχε αὐτόν πού τά ἔπαιρνε. Ἔτρεξε μιά καί δυό καί εἶπε στό Γέροντά του: —Γέροντα, εἶδα ποιός τά παίρνει. —Μή! Μή μοῦ πῆς! Δέν θέλω νά τό ξέρω, τόν ἔκοψε ἀμέσως αὐστηρά ὁ Γέροντας, καί συμπλήρωσε: Δέν θέλω νά ἔχω λογισμό σέ βάρος κανενός! Ὅμως, πρόσεξε. Ἄν τόν ξαναδῆς νά κόβη, κρύψου μή σέ δῆ καί… ντραπῆ!». «Ἦταν συγκλονιστική ἡ ἀφήγησι, πού μοῦ ἔκανε [ὁ παπα-Παναγῆς Θεοδωρακόπουλος] γιά τό πῶς ἀντιμετώπισε τή μεγάλη δοκιμασία τῆς ζωῆς του ὅταν σέ ἡλικία τριάντα τόσων ἐτῶν, νεοχειροτόνητος ἱερέας, ἔχασε τήν πρεσβυτέρα του καί μέσα στόν ἴδιο χρόνο ὑποχρεώθηκε νά σταθῆ πίσω ἀπό τό φέρετρο τῆς μοναχοκόρης του. Τελούσαμε —μοῦ ἀφηγεῖτο στήν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ του, πού ξανοιγόταν στόν ἀπέραντο ὁρίζοντα καί νόμιζες πώς καθόσουν σέ φτερούγα ἀεροπλάνου—, τελούσαμε τά μνημόσυνα καί τῶν δύο. Μάνας καί θυγατέρας. Ἦταν Κυριακή πρωΐ, θαμπούλια ἀκόμη καί ἑτοιμαζόμουν γιά τή θεία λειτουργία, ὅταν σέ κάποια στιγμή ἀκούω ἀπό κάτω ἀπό τό διάσελο ἕνα φοβερό μοιρολόι. Ἦταν τό λεφούσι, πού ἀνέβαινε ἀπό τά γύρω χωριά κατά τήν Ἐκκλησία γιά τό μνημόσυνο καί μοιρολογοῦσε γοερά. Στό ἄκουσμα αὐτοῦ τοῦ θρήνου πιάσθηκε ἡ ἀναπνοή μου. Μοῦ ἦλθε νά δρασκελίσω τά κάγκελα τῆς βεράντας καί νά ἀφεθῶ στούς βράχους. Πισωπάτησα, ὅμως, καί σωριάσθηκα σέ μιά πολυθρόνα. Καί μοῦ ᾽ρθε ἡ σκέψι: “Μωρέ νά τό ᾽μαθε τάχατες ὁ Θεός τό κακό πού μέ βρῆκε; Νά τό ᾽μαθε;”. Τί κουταμάρες εἶναι αὐτές πού διαλογᾶσαι παπα-Παναγῆ, ἀντιλόγησα. Ἐδῶ τό ᾽μαθε ὅλος ὁ κόσμος καί μοιρολογᾶ καί δέν θά τό ᾽μαθε ὁ Θεός; Τί παραλογᾶσαι… Ὥστε τό ᾽μαθε ὁ Θεός ξανασκέφθηκα… Τότε ἀφοῦ τό ξέρει ὁ Θεός, ξέρει καί τά μέτρα τά ὁποῖα θά λάβη γιά νά τά βγάλω πέρα. Ἀκοῦς, παπᾶ —φώναξα μέσα μου—, ὁ Θεός τό ξέρει καί εἶπε ὅτι θά τά βγάλης πέρα. Δέν θά βουλιάξης. Αὐτό εἶπε ὁ Θεός. Καί δέν μπορεῖς ἐσύ παπᾶ νά βγάλης ψεύτη τό Θεό. Τ᾽ ἀκοῦς;… Καί εἶπα: ψεύτη ἐγώ τό Θεό δέν Τόν βγάζω. Ρίχθηκα στό πέλαγος καί μέ τή βοήθειά Του τά ᾽βγαλα πέρα. Διάβηκα τόν καύσωνα τῆς χηρείας μου καί τόν παγετῶνα τῆς μοναξιᾶς μου κρατώντας Τον ἀπό τό χέρι… Καί δέν κιότεψα πουθενά». Στή γερμανοκατοχή θά ἐκτελοῦσαν στήν Πάρο 150 νέους. Ὁ π. Φιλόθεος Ζερβᾶκος κάλεσε τό Γερμανό Διοικητή στό Μοναστήρι, τόν φιλοξένησε καί στό τέλος διάβασε Παράκλησι ὑπέρ ὑγείας του καί τῶν οἰκείων του. Φεύγοντας ὁ Γερμανός εἶπε: «“Θέλω νά ξεπληρώσω αὐτές τίς περιποιήσεις, τίς ὁποῖες μοῦ κάνατε. Μπορεῖτε, λοιπόν, νά μοῦ ζητήσετε μία χάρι τήν ὁποία θά σᾶς κάνω. Ἀλλά ἡ χάρι αὐτή νά μήν εἶναι ἡ αἴτησι γιά τήν ἀπελευθέρωσι τῶν κρατουμένων. Αὐτοί θά ἐκτελεσθοῦν. Ὁτιδήποτε ἄλλο μοῦ ζητήσετε, θά τό κάνω”. “Πρίν σᾶς ζητήσω ὁτιδήποτε”, εἶπε ὁ πατήρ Ζερβάκος, “θέλω νά μοῦ δώσετε τό λόγο τῆς στρατιωτικής σας τιμῆς ὅτι θά κάνετε αὐτό, τό ὁποῖο θά σᾶς πῶ”. “Ἔχετε τό λόγο τῆς στρατιωτικῆς μου τιμῆς”, ἀπάντησε ὁ Γερμανός. Τού εἶπε τότε ὁ πατήρ Φιλόθεος: “Θέλω νά βάλετε κί ἐμένα ἀνάμεσα στούς 150 καί νά ἐκτελέσετε ἐμένα πρῶτο”. Ὁ Γερμανός βρέθηκε στό δίλημμα ἤ νά σκοτώση τό Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο ἤ ν᾽ ἀφήση καί τούς ἄλλους, γιατί χωρίς νά τοῦ τό ζητήση ἄμεσα ὁ π. Φιλόθεος, ἔμμεσα αὐτό ζήτησε. Καί εἶχε δεσμευθῆ μέ τό λόγο τῆς στρατιωτικῆς του τιμῆς ὁ Γερμανός. Ἀναγκάσθηκε, λοιπόν, νά ὑπογράψη τήν ἀπόλυσι καί τῶν 150 Παριανῶν». «Ἄκουσα ἀπό τό στόμα ἑνός μεγάλου εὐεργέτη τοῦ χριστιανικοῦ ἔργου τό παρακάτω γεγονός: Στήν Κατοχή ὁ π. Λεωνίδας [Παρασκευόπουλος, ὁ μετέπειτα Θεσ/νίκης], ὅπως κάθε μεσημέρι, πήγαινε στό Βυζάντιο, ὅπου λειτουργούσανε τά συσσίτια. Στό πεζοδρόμιο βρίσκει ἕνα ἑτοιμοθάνατο ἀγοράκι. Ξεψυχοῦσε ἀπό τήν πεῖνα. Τό παίρνει ἀγκαλιά καί τό πηγαίνει στό Βυζάντιο. Ἄρχισε νά τό ταΐζη σιγά-σιγά ὧρες ὁλόκληρες. Αὐτό κράτησε τρεῖς μέρες. Τό παιδί ἄνοιξε τά μάτια του καί κοίταξε γύρω του. —Θά ἔρχεσαι κάθε μέρα νά τρῶς ἐδῶ. Ἄκουσες τί σοῦ εἶπα;, τοῦ λέει ὁ πατήρ Λεωνίδας. Πέρασαν μερικές μέρες καί τό παιδάκι γυρίζει καί λέει: —Ἄδικα μέ ταΐζετε. Δέν εἶμαι Χριστιανός. Εἶμαι Μουσουλμάνος. —Ἀγόρι μου δέν μ᾽ ἐνδιαφέρει τί εἶσαι. Μέ ἐνδιαφέρει νά σωθῆς. Πέρασε ὁ πόλεμος καί ὁ νέος πῆγε στή μητέρα του στήν Καβάλα. Τῆς ζήτησε τήν εὐχή της νά βαπτισθῆ Χριστιανός, γιατί ἔνοιωθε Χριστιανός, γιατί ἔζησε τή στοργή καί τήν ἀγάπη τῶν Χριστιανῶν. Πῆρε τήν εὐχή τῆς μητέρας του, ἔγινε Χριστιανός, παντρεύθηκε μέ μία ὑπέροχη κοπέλλα καί εἶναι σήμερα ὁ κύριος καί ἡ κυρία Γέρου». «Ὁ ἰατρός Fédor Pétrovitch Haas (1780-1857) ἀφιερώθηκε στήν προσπάθεια νά ἐλαφρώση τίς ταλαιπωρίες τῶν ἐξορίστων, πού ἔπρεπε νά περπατήσουν ὥς τή Σιβηρία. Στήν ἀρχή ἔκανε μία ἀληθινή ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ σιδερένιου λοστοῦ. Καί βγῆκε νικητής: οἱ κατάδικοι μποροῦσαν ν᾽ ἀντικαταστήσουν τό λοστό μέ ἐλαφρότατες ἁλυσίδες τῶν ποδιῶν. Ὁ ἰατρός ἐπέμεινε αὐτές οἱ ἁλυσίδες νά μή ζυγίζουν περισσότερο ἀπό 1.200gr. Μία μέρα, γιά νά τίς δοκιμάση, τίς φόρεσε στά πόδια του, καί ἄρχισε νά περπατᾶ ὧρες ὁλόκληρες πάνω-κάτω στό διαμέρισμά του, ὑπολογίζοντας νά διασχίση ἀπόστασι ἴση μέ τό πρῶτο τμῆμα τῆς Vladimirouka. Γιατί ἤθελε νά βεβαιωθῆ ὁ ἴδιος ἄν οἱ κατάδικοι θά μποροῦσαν νά τίς σηκώνουν σέ τόσο διάστημα. Καθώς ἔκανε αὐτή τή δοκιμή, φθάνει στό σπίτι τοῦ ἰατροῦ ὁ Διοικητής τῆς Μόσχας Séniavine. Ἔκπληκτος τόν βλέπει νά πηγαινοέρχεται στό διαμέρισμά του μέ ἁλυσοδεμένα πόδια… Σέ λίγο ἕνα ἐργαστήριο ἐγκαταστάθηκε πλάι στή φυλακή ὅπου ἔμεναν οἱ περαστικοί κατάδικοι. Ἐκεῖ τούς ἔβγαλαν τίς χειροπέδες καί τούς ἔβαζαν τίς καινούργιες ἁλυσίδες —τίς “ἁλυσίδες τοῦ Haas”, ὅπως τίς ἔλεγαν. Ὁ ἰατρός ἐπιστατοῦσε ὁ ἴδιος τήν ἀλλαγή. Οἱ κατάδικοι τόν εὐχαριστοῦσαν μέ δάκρυα στά μάτια». «Ἕνας γιατρός μπαίνει βιαστικός στό νοσοκομεῖο, ἀφοῦ τόν κάλεσαν γιά μιά ἐπείγουσα χειρουργική ἐπέμβασι. Ἀπάντησε τό συντομότερο δυνατόν, ἄλλαξε ροῦχα καί πῆγε κατ’ εὐθεῖαν στήν αἴθουσα τοῦ χειρουργείου. Πηγαίνοντας πρός τό χειρουργεῖο βρῆκε τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ τό ὁποῖο θά χειρουργοῦσε στήν αἴθουσα ἀναμονῆς. Ἐκεῖνος, μόλις εἶδε τό γιατρό, τοῦ φώναξε: —Γιατί ἔκανες τόση ὥρα νά ἔλθης; Δέν ξέρεις, ὅτι ἡ ζωή τοῦ γυιοῦ μου εἶναι σέ κίνδυνο; Δέν ἔχεις καμμία αἴσθησι εὐθύνης; Ὁ γιατρός χαμογέλασε καί εἶπε: —Συγγνώμη, πού δέν ἤμουν στό νοσοκομεῖο, ἀλλά ἦλθα ὅσο μποροῦσα πιό γρήγορα ἀμέσως ὅταν μέ κάλεσαν. Καί τώρα ἠρεμῆσθε γιά νά κάνω καί ἐγώ τή δουλειά μου. —Νά ἠρεμήσω; Ἄν ἦταν ὁ γυιός σας τώρα σ’ ἐκεῖνο τό δωμάτιο, θά ἠρεμούσατε; Ἄν ὁ γυιός σας πέθαινε τώρα, τί θά κάνατε;, εἶπε ὁ πατέρας ὀργισμένος. Ὁ γιατρός χαμογέλασε πάλι καί εἶπε: —Θά σᾶς ἔλεγα, ὅτι ἀπ’ τή σκόνη ἐρχόμασθε καί στή σκόνη καταλήγουμε. Εὐλογημένο νά εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Προσευχηθῆτε καί θά κάνουμε τό καλύτερο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. —Νά δίνουμε συμβουλές, ὅταν δέν μᾶς ἀφορᾶ κάτι, εἶναι εὔκολο…, μουρμούρισε ὁ πατέρας. Τό χειρουργεῖο πῆρε κάποιες ὧρες. Μετά ἀπό αὐτό, ὁ γιατρός βγῆκε χαρούμενος. —Δόξα τῷ Θεῷ, ὁ γυιός σας σώθηκε. Καί χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι ἀπ’ τόν πατέρα, συνέχισε νά περπατάη στό διάδρομο. —Ἄν ἔχετε κάποια ἐρώτησι, ρωτῆστε τή νοσοκόμα. —Γιατί εἶναι τόσο ἀλαζόνας; Δέν μποροῦσε νά περιμένη λίγα λεπτά, γιά νά τόν ρωτήσω γιά τήν κατάστασι τοῦ γυιοῦ μου;, ρώτησε τή νοσοκόμα λίγα λεπτά ἀφότου ἔφυγε ὁ γιατρός. Ἡ νοσοκόμα ἀπάντησε μέ δάκρυα στά μάτια: —Ὁ γυιός του πέθανε χθές σέ αὐτοκινητιστικό δυστύχημα. Ὅταν τόν καλέσαμε γιά τό γυιό σας, ἦταν στήν κηδεία, καί τώρα πού σώθηκε ὁ γυιός σας ἔφυγε τρέχοντας γιά νά ὁλοκληρωθῆ ἡ κηδεία!!». «Θά τελειώσω μέ τήν ἀφήγησι ἑνός συγκλονιστικοῦ περιστατικοῦ. Τό ἔχω ἀναφέρει καί παλαιότερα σέ ἄλλη μου ὁμιλία καί ἀπό ἄλλη ἀφορμή. Ἀλλά θά τό ἐπαναλάβω, διότι σήμερα εἶναι πολύ ἐπίκαιρο. Τή γνῶσι αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ τήν ὀφείλω στόν εὐλαβέστατο Ἱερέα π. Θησέα Κυπριώτη, Ἐφημέριο τοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ἀναπήρων στά Ν. Λιόσια. Πιστεύω ὅτι πολλοί θά τόν γνωρίζετε. Ὁ Ἱερέας αὐτός, λόγῳ βαρυτάτου ἀτυχήματος, νοσηλεύθηκε πάνω ἀπό ἕνα χρόνο στό Νοσοκομεῖο τοῦ “Ἐρυθροῦ Σταυροῦ” πρίν ἀπό 25 χρόνια περίπου. Ὅταν, τελικά, συνῆλθε κάπως —μερική ἀναπηρία τοῦ ἔμεινε διά βίου— καί μποροῦσε νά λειτουργῆ, δέν ἐπανῆλθε στήν προηγούμενη ἐνορία του στήν Κέρκυρα, ἀλλά ἀποφάσισε νά μείνη ὁριστικά κοντά στούς φίλους καί “συναδέλφους” του, τούς ἀναπήρους. Ὅταν, λοιπόν, ὁ π. Θησέας νοσηλευόταν, στόν ἴδιο θάλαμο μέ αὐτόν ὑπῆρχαν καί ἄλλοι ἐννιά ἀσθενεῖς. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς ἦταν ὄχι ἁπλά δύστροπος, ἀλλά “θηρίο”. Βρισιές, φωνές, θυμοί, ἐκρήξεις, ἦταν τό καθημερινό “πρόγραμμα” τοῦ θαλάμου. Τοῦ ἔφταιγαν ὅλοι καί ὅλα καί “τά ἔβαζε” μέ ὅλους καί μέ ὅλα. Οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς δυσφοροῦσαν καί ἀγανακτοῦσαν καί πολλές φορές εἶχαν σκεφθῆ νά τόν κτυπήσουν. Τό Νοσοκομεῖο τοῦ “Ἐρυθροῦ Σταυροῦ” τότε κατακλυζόταν ἀπό ἀφιερωμένες ἀδελφές νοσοκόμες. Μία ἀπ᾽ αὐτές μπαίνει, κάποια μέρα, στό θάλαμο, πλησιάζει αὐτό τόν ἀσθενῆ καί τοῦ λέει: “Ἐπειδή πρόκειται νά κάνετε κάποια ἐξέτασι, πρέπει προηγουμένως νά φάτε αὐτό τό γιαούρτι”. (Προφανῶς, λόγῳ τοῦ δύστροπου καί ἀντιδραστικοῦ χαρακτῆρα του, ἀπέφευγαν τή λέξι φάρμακο καί, ἐπί τό εὐφημότερο, ὀνόμασαν… “γιαούρτι” τό βαριοῦχο πολτό, ἤ κάποια ἄλλη οὐσία). Αὐτός ἀρνεῖται, βρίζει, καί διώχνει σκαιότατα τήν ἀδελφή. Ἔρχεται ἡ προϊσταμένη. Προσπαθεῖ νά τόν πείση. Καθαρή ματαιοπονία. Εἰσπράττει καί αὐτή ἀρκετό ὑβρεολόγιο καί φεύγει. Καλεῖ στό γραφεῖο της (ἡ Προϊσταμένη) μία νεαρότατη ἀδελφή, ἡ ὁποία εἶχε εἰδικό τάλαντο νά μεταχειρίζεται τούς δύσκολους. Τῆς μιλᾶ γι᾽ αὐτό τόν ἀσθενῆ καί τῆς ἀναθέτει νά τόν ἀναλάβη, ἐλπίζοντας ὅτι ἴσως αὐτή τόν “καταφέρη”. Ἡ νεαρή ἀδελφή, μέ ἕνα ἀγγελικό πρόσωπο, πλησιάζει τόν ἀσθενῆ καί τοῦ λέει μέ πηγαία γλυκύτητα καί καλωσύνη, μέ γλῶσσα μελιστάλακτη: “Σᾶς παρακαλῶ πολύ, πάρα πολύ, νά φᾶτε αὐτό τό γιαούρτι, διότι εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ἐξέτασι”. Αὐτός ἐκνευρισμένος ἀπό τήν τόση ἐπιμονή τῶν ἀδελφῶν, τή βρίζει περισσότερο καί μέ ἐντονότερη φωνή ἀπ᾽ ὅ,τι τίς προηγούμενες. Αὐτή ἤρεμη καί ἀτάραχη συνεχίζει τίς παρακλήσεις. Ὁ ἀσθενής ἐξαγριώνεται ἀκόμη περισσότερο. Ἡ ἀδελφή δέν φεύγει. Μέ πολλή γλυκύτητα καί καλωσύνη ἐξακολουθεῖ νά παρακαλῆ. Σέ μία στιγμή ἐπιχειρεῖ τήν τελική “ἐπίθεσι”: “Ἐλᾶτε τώρα, κάντε μου τή χάρι, σᾶς παρακαλῶ πολύ, πάρα πολύ, κάντε μου τή χάρι, ἀνοῖξτε τό στόμα σας καί πάρτε τήν πρώτη κουταλιά”. Τότε αὐτός, ἔξαλλος καί βράζοντας ἀπό θυμό, ἁρπάζει ἀπ᾽ τά χέρια της τόν “κεσσέ” καί τῆς τόν φέρνει στό πρόσωπο. Ἡ ἀδελφή χωρίς νά πῆ λέξι, χωρίς κἄν νά σκυθρωπάση, φεύγει. Μετά ἀπό λίγα λεπτά, ἀφοῦ πλύθηκε καί καθαρίσθηκε, ἐπανέρχεται μέ ἄλλο “κεσσέ”. Ἠρεμότατη, χαμογελαστή, πλήρης γλυκύτητος, ἀποτείνεται πάλι στόν ἄρρωστο: “Ἐσύ ἔκανες αὐτό τό ὁποῖο ἤθελες. Ἔκανες τό δικό σου. Τώρα δέν θά κάνης τή δική μου χάρι; Δέν θά φᾶς τό γιαουρτάκι σου; Θά μοῦ κάνης τή χάρι, δέν εἶναι ἔτσι; Τό βλέπω ὅτι θά μοῦ τήν κάνης. Εἶμαι βέβαιη ὅτι δέν θά μοῦ ἀρνηθῆς. Ξέρω, δέν εἶσαι κακός. Ἕλα, λοιπόν, κάνε μου τή χάρι. Ἄνοιξε τό στόμα σου”. Ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς τοῦ θαλάμου εἶχαν μείνει ἔκθαμβοι, ἐμβρόντητοι, ἐκστατικοί. Ἀλλά καί τό “θηρίο” ὑπέκυψε. Δαμάσθηκε! Συγκλονισμένος καί κατάπληκτος ὁ ἀσθενής, μέ ἔκδηλη ταραχή καί μέ δάκρυα στά μάτια, ἀτενίζει τήν ἀδελφή καί κραυγάζει μέ “σπασμένη” φωνή: “Τί εἶσαι ἐσύ, παιδί μου; Εἶσαι ἄνθρωπος ἐσύ; Λέγε μου, εἶσαι ἄνθρωπος ἤ κάτι ἄλλο;…”. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη τά πάντα ἀλλοιώθηκαν στήν ψυχή τοῦ “θηρίου”. Ἡ ζωή του μεταβλήθηκε τελείως. Ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔγινε ἀρνί τοῦ Θεοῦ… Καί ρωτῶ: Ποιά κρατική Δεοντολογία καί Καθηκοντολογία, ποιός ὑπαλληλικός Κώδικας μπορεῖ νά διδάξη καί νά ἐμπνεύση αὐτούς τούς ἡρωϊσμούς —μιλῶ γιά τήν ἀδελφή νοσοκόμο—, αὐτό τό ἄφθαστο ψυχικό μεγαλεῖο, αὐτή τήν ὑπεράνθρωπη δύναμι, αὐτή τήν ἀγγελική συμπεριφορά; Ἰδού σέ τί πλεονεκτεῖ ἡ Ἐκκλησία καί σέ τί μειονεκτεῖ τό Κράτος. Θά μπορέσουν ποτέ οἱ πολιτικοί μας νά τό καταλάβουν;…». Ἐπιστολή Ρωσίδας στόν π. Παρθένιο τοῦ Κελλιοῦ Ἅγιος Νικόλαος Μπουραζέρη: «Δεχθεῖτε, ἅγιοι πατέρες, καί ἀπό μένα τήν πτωχή αὐτά τά λίγα χρήματα. Ἄκουσα πώς κτίζετε ἐκκλησία στό Κελλί καί ζητᾶτε βοήθεια. Στενοχωρήθηκα πού δέν ἔχω νά σᾶς στείλω κι ἐγώ κάτι, γι᾽ αὐτό ἔκοψα τίς κοτσίδες τῶν μαλλιῶν μου, τίς πούλησα στίς μεγάλες ἀρχόντισσες, πού τά μαλλιά τους τά ἔχουν κομμένα καί βάζουν ξένα στίς δεξιώσεις. Δεχθῆτε, λοιπόν, καί ἀπό ἐμένα τό μικρό ὀβολό μου…». «π. Παΐσιος: “Μερικές φορές μέ σκοτώνουν οἱ καημένοι οἱ λαϊκοί μέ τό φιλότιμό τους. Μοῦ ἔγραφε προχθές μιά χήρα γυναικούλα, πάμπτωχη μέ τρία παιδιά: ‘Ὁ Θεός νά μέ συγχωρήση, ἅγιε πάτερ Παΐσιε. Εἶμαι χήρα, πτωχή, μέ τρία παιδιά μικρά. Ξενοδουλεύω ὀκτώ ὧρες γιά νά ζήσουμε. Ὀκτώ ὧρες ἀσχολοῦμαι μέ τά παιδιά καί ξεκουράζομαι καί μόνο ἄλλες ὀκτώ ὧρες προσεύχομαι. Δέν ἔχω περισσότερο χρόνο. Ὁ Θεός νά μέ συγχωρήση τήν ἀμελῆ καί ἀνάξια’. Ἀκοῦς ἐκεῖ εὐλογημένε; Μόνο ὀκτώ ὧρες προσεύχεται καί τήν ἐλέγχει ἡ ἀγαθή της συνείδησι! Καί ὕστερα ἐμεῖς οἱ χαμένοι οἱ καλόγεροι ἔχουμε λογισμούς… Κύριε ἐλέησον!”». «Ἦταν τό καλοκαίρι τοῦ 1974. Τά τουρκικά στρατεύματα εἰσβάλλουν στήν Κύπρο. Καί σκορποῦν τό θάνατο. Στήν Μόρφου συμβαίνει ἕνα συνταρακτικό γεγονός. Τοῦρκοι στρατιῶτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς. Τούς φέρνουν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ ἑνός Ἑλληνοκυπρίου δασκάλου. Καί τούς καταδικάζουν σέ θάνατο. Ἑτοιμάζουν τά ὅπλα. Καί στρέφουν τούς αἰχμαλώτους (ἄνδρες, γυναῖκες, μικρά παιδιά) στόν τοῖχο. Θρῆνος, κλαυθμός, ὀδυρμός. Τραγικές στιγμές γιά τούς μελλοθάνατους. Περιμένουν μέσα σέ κλίμα φόβου καί ἀγωνίας τόν Τοῦρκο ἀξιωματικό νά ἔλθη νά διατάξη τό “πῦρ”. Στρέφουν τότε τό νοῦ τους καί τήν καρδιά τους στήν Ἐλπίδα τῶν Ἀπελπισμένων, καί προσεύχονται ὄλοι τους θερμά γιά τό τελευταῖο τους ταξίδι· καί ἰδιαίτερα ἕνας δάσκαλος. “Θεέ μου, συγχώρησέ μας καί δέξου μας κοντά Σου. Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου”. Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός ἔρχεται. Κοιτάζει τούς στρατιῶτες του μέ τά ὅπλα· κοιτάζει βλοσυρός καί τούς μελλοθάνατους. Ρίχνει μία ματιά πρός τά πάνω. Μία κληματαριά ἁπλώνεται καί σκεπάζει τήν αὐλή. Ζητάει ἕνα τσαμπί σταφύλι. Γιά νά παρατείνη ἔτσι σκόπιμα τήν ἀγωνία τῶν αἰχμαλώτων. Παίρνει τό τσαμπί. Μά ἐνῶ ἑτοιμάζεται νά τό φάη, ἀκούγεται δυνατή ἡ φωνή τοῦ δασκάλου: —Μήν τό φᾶς! Προχθές τό ράντισα μέ φάρμακα. Εἶναι ἰσχυρό δηλητήριο! Θά πεθάνης! Ὁ ἀξιωματικός μένει ἄναυδος. Καί γεμάτος κατάπληξι ρωτάει: —Καλά. Ἀφοῦ τό ξέρεις, ὅτι σέ λίγο θά δώσω διαταγή νά σᾶς σκοτώσουν, γιατί δέν μέ ἄφησες νά τό φάω καί ἔτσι νά μέ ἐκδικηθῆς; Τοῦ ἀπάντησε ὁ δάσκαλος, μέ εἰρήνη καί γαλήνη: —Εἶμαι χριστιανός. Καί τώρα πρόκειται νά φύγω ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί νά παρουσιασθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν θά ἤθελα νά βαρύνω τήν ψυχή μου μέ ἁμαρτία τόσο βαριά. Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός συγκλονίζεται γιά μία ἀκόμα φορά. Στρέφεται καί λέει στούς στρατιῶτες του: —Ἅν ἔβρισκα ἕναν τέτοιο Τοῦρκο, θά ἔδινα καί τή ζωή μου ἀκόμα! Μαζέψτε τά ὅπλα καί ἀφῆστε τους ἐλεύθερους ὅλους!». «Ἀναφέρεται στό βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τόν πατέρα του πού ἦταν μέλος τοῦ Ἀνακτοσυμβουλίου, ὅτι εἶχε τόση καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τόσο καλλιεργοῦσε τή θεωρία, ὥστε πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῶν συνεδριῶν τοῦ Ἀνακτοσυμβουλίου, “ἡρπάζετο” ὁ νοῦς του, θά λέγαμε μέ τή δική μας γλῶσσα ἀφαιρεῖτο καί δέν παρακαλουθοῦσε τά λεγόμενα. Καί ἔλεγε: “Γιά πέστε το πάλι· δέν τό πρόσεξα· τί ἦταν αὐτό;” Καί ἔλεγε ὁ αὐτοκράτορας, ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Β´: “Ἄ, λέει, τό μακάριο! Ὁ νοῦς του τώρα ἦταν ἁρπαγμένος στά ὑψηλά· ἦταν κοντά στό Θεό ὁ νοῦς του”. Κάποτε πῆγαν μία παρέα σέ κάποιο ἀσκητή πού ἦταν στό ἀπέναντι βουνό ἀπό τήν ἀκτή καί χρησιμοποίησαν μιά βαρκούλα. Καί μέσα στή βάρκα λένε: “Ἄχ”, λέει, “δέν πήραμε κάτι νά πᾶμε, ἕνα πεσκέσι, στόν ἀσκητή νά πάρουμε εὐλογία”. Καί τούς λέει ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου: “Ἄ”, λέει, “κάτι θά τοῦ πᾶμε”. Καί ἔβαλε τό χέρι του μέσα στή θάλασσα, λέει, καί ἔπιασε ἕνα ψάρι μεγάλο. Καί τοῦ πῆγαν αὐτό πεσκέσι. Δηλαδή ἔκανε θαῦμα. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἦταν οἰκογενειάρχης, εἶχε γυναῖκα, εἶχε παιδιά καί ἦταν καί ἀνώτατος ὑπάλληλος τῶν ἀνακτόρων. Ἦταν μέλος τοῦ Ἀνακτοσυμβουλίου. Καί καλλιεργοῦσε τή θεωρία, καλλιεργοῦσε τή νοερά προσευχή ἀκόμη καί τίς ὧρες ἐκεῖνες. Βέβαια, ἐπαναλαμβάνω, δέν εἴμασθε ἐμεῖς στά μέτρα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, κατά τό δυνατόν, ὅμως, ἄς κάνουμε κάποια προσπάθεια, λιγάκι παραπάνω ἀπό ἐκεῖ πού εἴμασθε νά ἀνεβοῦμε, νά μή μένουμε ἔτσι μοιρολατρικά στά χαμηλά: “αὐτοί εἴμαστε· δέν μποροῦμε νά κάνουμε περισσότερα”. Νά ἀσκοῦμε κάποια πίεσι στόν ἑαυτούλη μας».