Χριστιανικός Πολιτικός Λόγος

Ἐπισημαίνει ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης: «Ὁ ὅρος “σοσιαλισμός” εἶναι πολυσήμαντος. Ὑπάρχει σοσιαλισμός συναισθηματικός, ρομαντικός, “οὐτοπιστικός” κλπ.. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ὁ σιδηροῦς σοσιαλισμός τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης. Ἀλλά κι ἐδῶ προβάλλει τό δραματικό στοιχεῖο στήν Πολιτική Οἰκονομία. Ὁ ἐπιστημονικός σοσιαλισμός ὅπως καί ἡ φιλελεύθερη σχολή καί ὁ καπιταλισμός εἶναι γέννημα τῆς μηχανιστικῆς ἀντιλήψεως τῆς οἰκονομίας, τῆς Αmoralité, ἡ ὁποία στούς οἰκονομικούς νόμους βλέπει νόμους φυσικούς, χωρίς καμμία ἐπιστημονική δυνατότητα ἠθικῆς ἀξιολογήσεως. Γιατί εἶναι δίκαιο νά κατανεμηθῆ ἐξίσου ὁ πλοῦτος; Γιατί δέν εἶναι δίκαιο τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου; Εἶναι βασικό στόν ὑλισμό, στή φυσιοκρατία ὅτι τό πᾶν εἶναι φύσι καί πέραν τῆς φύσεως τίποτε δέν ὑπάρχει στόν κόσμο. Ἄν αὐτό εἶναι σωστό, τότε γιατί δέν εἶναι φυσικό τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου καί γιατί δέν εἶναι δίκαιο τό μεγάλο ψάρι νά τρώη τό μικρό; Ὁ σοσιαλισμός στά προγράμματά του λέει ὅτι, ἐκτός τοῦ “φυσικοῦ” οἰκονομικοῦ νόμου, πρέπει νά ἔχουμε ὡς βάσι καί τό δίκαιο.

Ἀλλά φυσικά, ἡ πολιτική οἰκονομία τῆς μηχανιστικῆς σκέψεως δέν λέει τί εἶναι δίκαιο, δέν μᾶς δίδει τήν ἰδέα τοῦ δικαίου, ὅπως δέν μᾶς τή δίδει καί ἡ φυσική ἤ ἡ χημεία. Ὁπότε, ὡς “δικαιοσύνη” ὁ σοσιαλισμός στερεῖται ἐπιστημονικοῦ ἐρείσματος. Ὁ σοσιαλισμός πού θέλει νά εἶναι “ἐπιστημονικός” μέ μόνο στήριγμα τήν ἄνευ ἠθικῆς πολιτική οἰκονομία καί ἀπ᾽ τό ἄλλο μέρος ὑψώνει τή σημαία τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης εἶναι ἀσυνεπής. Βάσι του ἔχει τή μηχανοκρατία, ἐπιδίωξί του τό ὑπερυλικό, τό ὑπερφυσικό, γιά τό ὁποῖο, ὅμως, δέν ἔχει καμμία θέσι στήν ἐπιστημονική του θεωρία. Μιά κραυγάζουσα ἀντίφασι! Βλέπουμε, λοιπόν, ποῦ καταλήγουμε. Ἡ μέν κεφαλαιοκρατία εἶναι συνεπής μηχανοκρατία, ὁ δέ σοσιαλισμός εἶναι ἀσυνεπής μηχανοκρατία. Αὐτή ἡ ἀσυνέπεια ἀποτελεῖ τό δρᾶμα στό σοσιαλισμό, ἀποτελεῖ, ὅμως, καί τό πλεονέκτημά του, ἐκεῖνο πού τοῦ δίδει συμπάθεια. Ὁ σοσιαλισμός προβάλλει τήν ἰδέα τῆς δικαιοσύνης, ἔστω καί κατά τρόπο ἀντιφατικό. Ὁ καπιταλισμός ἀδιατάρακτος στήν ὑλιστική συνέπεια, δέν ἔχει οὐδέ κἄν τό δρᾶμα τῆς ἀσυνεπείας, ὡς ἕνα τίτλο γιά νά προκαλῆ τή συμπάθεια»   Σειρά ἔχει ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης: «Ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν οἱ μάζες, πού ὕστερα ἀπό τή γαλλική ἐπανάστασι, ἀνέτρεπαν τίς πνευματικές ἀξίες “γιατί τούς ἐμπόδιζαν τήν ἐλευθερία τους”: Πετάξαμε τό Χριστιανισμό, καί ἀνοίξαμε τό δρόμο γιά τήν ὑλιστική, μηχανιστική ἐλευθερία, τήν ἐλευθερία τοῦ ἀτομισμοῦ. Ἡ κοινωνία, ὅπως τήν κάναμε, ἔγινε ἕνα ἄθροισμα ἀπό ἄτομα, ἐλεύθερα καί ἀνεμπόδιστα, βέβαια,… ἐλεύθερα στήν ἀπόλαυσι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα ἔχουν…, ὅταν ἔχουν. Καί ὅταν πεινοῦν…, ἐλεύθερα κι ἀνενόχλητα νά πεθαίνουν ἀπ᾽ τήν πεῖνα! Γιά μιά μεγάλη πλουτοκρατική πόλι εἶχε δοθῆ ὁ χαρακτηρισμός: πόλι τῆς ἐλευθερίας, ὅπου εἶσαι ἐλεύθερος νά πεθάνης ἀπό τήν πεῖνα. Civitas diabolica, πόλις τοῦ διαβόλου»(περ. Α, Φ ᾽49, 52). Ἀνατριχιάζει κανείς διαβάζοντας τήν ὠμή «ἐξομολόγησι ἑνός καπιταλιστῆ, πού πρόσφατα τυπώθηκε στή γερμανική γλῶσσα. Λέει τά ἑξῆς: “Ἐγώ ἀνέκαθεν αἰσθανόμουν βαθειά περιφρόνησι ἀπέναντι στούς ἀδύναμους καί πεινασμένους ἀνθρώπους, πού ζητοῦν μιά ἀλλαγή οἰκονομική καί νομική, πού θά ἔδινε καί σ’ αὐτούς ψωμί καί δικαιώματα τόσα ὅσα ἔχει καί κάθε ἀριστοκράτης. Ἐπάνω σέ τί βασίζουν οἱ προλετάριοι αὐτή τήν ἀπαίτησί τους; Στήν ἀνθρωπιά καί στό φυσικό δίκαιο; Ἄν εἶναι σ’ αὐτά, τότε ἔχασαν τό παιχνίδι. Διότι θά ρωτοῦσα ἐγώ: Ἐπάνω σέ τί βασίζουν τήν ἀνθρωπιά καί τό φυσικό δίκαιο; Ἄν ἡ ἀνθρωπιά καί τό φυσικό δίκαιο εἶναι ἡ τελευταία ἀρχή τήν ὁποία ἐπικαλοῦνται, τότε ἐκεῖνοι πρέπει νά πεθάνουν, διότι ἡ ἀνθρωπιά εἶναι νεώτερη ἀπ’ τόν ἄνθρωπο καί τό φυσικό δίκαιο ἀσθενέστερο ἀπ’ τή φυσική δύναμι. Ὀ ἄνθρωπος ὁρίζει καί τό τί εἶναι ἡ ἀνθρωπιά καί τό τί εἶναι τό φυσικό δίκαιο. Καί ἐφόσον εἶναι ἔτσι, τότε ἐγώ ἔχω τή δική μου ἀνθρωπιά καί τό δικό μου φυσικό δίκαιο, βασισμένα ἐπάνω στή δύναμί μου καί στόν πλοῦτο. Κατ’ αὐτή τή δική μου ἀνθρωπιά, πάνω ἀπ’ τήν ὁποία ἐγώ δέν ἀναγνωρίζω ἀνώτερη ἀρχή, ἐγώ πρέπει νά ζῶ, μά ἑκατοντάδες χιλιάδες προλετάριοι νά πεθάνουν ἀπ’ τήν πείνα κι ἐγώ πρέπει νά ζῶ καλά, μά ἑκατοντάδες χιλιάδες αὐτῶν νά ζοῦν ἄσχημα. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού γι’ αὐτό θά μέ πάη σέ δίκη; Τά βόδια καί τά ἄλογα σίγουρα ὄχι, ἀφοῦ δέν καταλαβαίνουν. Οἱ ἄνθρωποι ὄχι, γιατί εἶναι ἀδύναμοι μπροστά μου. Ἡ συνείδησί μου ὄχι, γιατί δέν τήν αἰσθάνομαι. Κάποια ὑπερφυσική δύναμι ὄχι, ἀφοῦ δέν τήν βλέπω. Ὅλο τό ζήτημα ἀνάμεσα σ’ ἐμένα καί σ’ ἐσένα, προλετάριε, τοποθετήθηκε σέ μιά τελείως ψηλαφητή βάσι. Εἶναι ζήτημα ψωμιοῦ καί κοιλιᾶς. Καλά εἶναι, ἐφόσον δέν ἔμπλεξες τή μεταφυσική σ’ αὐτό. Ἔτσι τό πρᾶγμα εἶναι τελείως ἁπλό. Τό ἐρώτημα εἶναι, λοιπόν, ἐάν θά εἶμαι χορτάτος ἐγώ ἤ ἐσύ ἤ κι οἱ δυό θά εἴμαστε μόνο μισοχορτάτοι; Ἡ ἀπάντησί μου εἶναι ἁπλή: Ἐγώ δέν θέλω νά εἶμαι μισοχορτάτος, πόσο μάλλον πεινασμένος. Ἐγώ θέλω νά εἶμαι μόνο χορτάτος, μά θέλω νά εἶμαι χορτάτος ἀκόμα καί μέ τίμημα τήν πείνα σου καί τό θάνατό σου. Μοῦ λείπουν τελείως οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ἐγώ θά ἔπρεπε νά μοιράζωμαι τή γῆ καί τό ψωμί μαζί σου. Καμμιά δύναμι δέν μέ σπρώχνει πρός αὐτό, οὔτε κάποια ἐξωτερική δύναμι μέ ἀναγκάζει. Σ᾽ ἐμένα τίποτε δέν λέει ὅτι ἡ γῆ εἶναι δική μας, ἐνῶ ὅλα μοῦ λένε ὅτι ἡ γῆ εἶναι δική μου”»(ΑΒ, 136). Ἐπανερχόμαστε στόν Τσιριντάνη: «Ὁ ὑλιστής-πιστός, ὁ ὑλιστής πού θυσιάζεται γιά μιά ἰδεολογία, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀντίφασι πού μπορεῖ νά φαντασθῆ κανείς. Καί ἐδῶ εἶναι τό ἀδύνατο σημεῖο τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἡ ἀντίφασι. Ἀντίφασι ἀναπόφευκτη, ὅταν ἕνα σύστημα ὑλιστικό καταφεύγει στίς πνευματικές δυνάμεις, στά πνευματικά ὅπλα, γιά νά ἐπιβληθῆ. Ἔτσι, τό πνεῦμα εἶναι ἡ δύναμι μαζί καί ἡ ἀδυναμία τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἡ δύναμι, γιατί τοῦ δίδει ὁπλισμό. Ἡ ἀδυναμία, γιατί τόν κάνει ἀντιφατικό! Καί ἡ ἀντίφασι δέν μπορεῖ, παρά κάποτε νά ξεσπάση. Δέν μπορεῖς ἐπ᾽ ἄπειρον νά ἔχης τόν ὑλισμό γιά θεωρία καί ὕστερα, στό ὄνομα τοῦ ὑλισμοῦ, νά ζητᾶς πράξεις ὑπερτάτης ἰδεολογικῆς αὐτοθυσίας. Στό τέλος, ἡ λογική θά μιλήση κι αὐτή. Ἤ ὁ ὑλισμός εἶναι ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο σάρκα, μόνο κοιλιά —μέ συγχωρεῖτε γιά τίς χονδροκομμένες ἐκφράσεις, ἀλλά στό τέλος τῆς ἀναλύσεως αὐτό εἶναι ὁ ὑλισμός σάν βιοθεωρία κι ἔτσι τή διατυπώνουν οἱ εἰλικρινέστεροι ὑλιστές— ὁπότε δέν θά θυσιάσω, ἀλλά θά κυττάξω ἴσα-ἴσα πῶς νά σώσω καί νά καλοθρέψω τό τομάρι μου, τήν ὕλη πού μέ ἀποτελεῖ… Ἤ ὁ ὑλισμός εἶναι ψέμα, ὁπότε ὁ κομμουνισμός εἶναι πτῶμα»(ΑΕ, 10). Ἀναφέρει ἐπίσης γιά ἕνα «… παράρτημα τῆς ἐφημερίδος “Αὐγή”, πού εἶναι ἀφιερωμένο στό Δημήτρη Γληνό. Ἔχει ἐπικεφαλίδα: “Ὁ Γληνός στούς νέους”. Καί λέει ἐκεῖ ὁ Γληνός, ἀπευθυνόμενος στούς νέους: “Ὁ δρόμος πού ἀνοίγεται μπροστά σας εἶναι νά γίνετε ἐπιστήμονες”. Εἶναι, δηλαδή, ἡ γενιά τοῦ scientisme, τοῦ ἐπιστημονισμοῦ. Εἶναι τό δόγμα τοῦ Spencer, ὅτι τό πᾶν εἶναι νά γίνης ἐπιστήμονας. Καί ὁ Γληνός προσθέτει, ὅτι “μοῦ ἀρκεῖ αὐτό, γιατί εἶμαι βέβαιος πώς τότε τά ἐννέα δέκατα ἀπό σᾶς θά δεχθοῦν σάν μόνη ἐπιστημονική θεωρία πού θά τούς ἱκανοποιήση, τό διαλεκτικό ὑλισμό”. Ἄν διαβάσετε παρακάτω, θά δῆτε νά λέη ὅτι ὁ μόνος τρόπος γιά νά ζήση κανείς ὡς ἄνθρωπος, εἶναι νά ζήση καί νά πεθάνη γιά τήν ὕλη. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἀσυνέπεια. Πολύ περισσότερο διότι, ἀλλοῦ πάλι, λέει ὅτι πρέπει νά ζήση καί νά πεθάνη, ὄχι γιά τήν ὕλη, ἀλλά γιά ἕνα ἰδανικό. Μπορεῖτε νά φαντασθῆτε ἰδεωδέστερη ἀντίφασι; Ποιές, ἀλήθεια, ἰδιότητες τῆς ὕλης ἐφαρμόζονται σέ ἕνα ἰδανικό; Μήπως ἡ βαρύτητα ἤ μήπως τό ἐκτατό καί ἡ ἐλαστικότητα ἤ μήπως ἡ ἀδράνεια; Τί εἴδους ὑλισμός εἶναι αὐτός, ὥστε νά ζήσης καί νά πεθάνης γι᾽ αὐτόν; Ὑπάρχει πιό ζωντανή ἀντίφασι στόν ὑλισμό ἀπό τοῦ νά πεθάνω χάριν τοῦ ἰδανικοῦ; Γιατί, τοῦ ὑλισμοῦ τό κορύφωμα εἶναι τό αἴσθημα τῆς αὐτοσυντηρήσεως, πάνω στό ὁποῖο καί στηρίζεται ὁ Marx. Ὁ Marx, δέν ἔκανε κίνησι κοινωνικῆς δικαιοσύνης, ἀλλά κήρυξε τή νομοτελῆ κατάρρευσι τοῦ καπιταλισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπιταχύνεται μέ τήν ἐπανάστασι τήν ὁποία φέρνει ἡ πάλη τῶν τάξεων. Καί δέν εἶπε ὅτι αὐτό πρέπει νά γίνη γιατί εἶναι δίκαιο —ἀφοῦ ἡ λέξι “δίκαιο” δέν ὑπάρχει στό ἔργο του— ἀλλά γιατί εἶναι σύμφωνο μέ τούς οἰκονομικούς νόμους, πού τούς θεωρεῖ ὡς φυσικούς νόμους»(ΠΒ8, 128).   Ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης τονίζει: «Τό σοσιαλιστικό σύστημα εἶναι ἀμείλικτο στήν προσπάθεια νά ἔχη δόμησι ἐπιστημονική μέ αὐστηρή συνέπεια. Ὅταν, λοιπόν, λέη ὅτι τό πᾶν εἶναι ὕλη καί κάθε τι στή ζωή εἶναι ὕλη, ὅτι οἱ κοινωνικές σχέσεις καί οἱ οἰκονομικές σχέσεις εἶναι ὑλικές καί οἱ οἰκονομικοί νόμοι εἶναι ὑλικοί, τότε πέρα γιά πέρα βγάζει αὐτή τή συνέπεια: Δέν ἔχει μέσα σέ ἕνα τέτοιο ὑλιστικό σύστημα καμμιά θέσι ἕνα αἴτημα ἄσχετο μέ τούς ὑλικούς νόμους, μέ τούς φυσικούς νόμους, πού διέπουν τήν οἰκονομία, ὅπως εἶναι τό αἴτημα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Ὁ σοσιαλισμός εἶναι ἕνα σύστημα ὁλότελα μηχανιστικό, ὅπως … εἶναι ὁ καπιταλισμός. Καί ὅπως στόν καπιταλισμό ἡ κοινωνική δικαιοσύνη δέν ἔχει καμμιά, μά καμμιά θέσι, ἀποτελεῖ ἕνα συναισθηματισμό ὁλότελα ξένο πρός τήν “ἐπιστημονική” ρύθμισι τῆς οἰκονομίας, μέ βάσι τήν ὑλιστική ἀντίληψι τῆς ἐπιστήμης, τήν ὑλιστική ἑρμηνεία τῆς ὅλης πραγματικότητος, ἔτσι καί στό σοσιαλισμό. Στή σοσιαλιστική οἰκονομία, σάν οἰκονομία ὑλιστική, τό αἴτημα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης δέν ἔχει καμμιά θέσι. Γιά ἐξετάστε, ἀλήθεια, τήν ἔννοια “δικαιοσύνη”. Πῶς μπορεῖτε νά τή συλλάβετε τήν ἔννοια αὐτή μέ βάσι τόν ὑλισμό; Τί μᾶζα ὑλική ἔχει ἡ δικαιοσύνη; ῎Η τί βάρος ἔχει; ῎Η ποιά ἰδιότητα ὑλική μπορεῖ νά ἔχη; Τί θέσι μπορεῖ νά ἔχη στόν κόσμο τῆς ὕλης; Ἡ δικαιοσύνη εἶναι κάτι τό πνευματικό, ἑπομένως, κατά τήν ὑλιστική σκέψι, κάτι τό οὐτοπιστικό, πού μπορεῖ, βέβαια, νά βρῆ κάποια θέσι στό περιθώριο (πάνω σ᾽ αὐτό ἔγινε καί ἡ γνωστή διαφωνία τῶν Μπολσεβίκων καί τῶν Μενσεβίκων τό 1904), ὅμως, ὅπως καί νά τό πάρης, εἶναι κάτι τό πρόσθετο»(περ. Α, Μά ᾽49, 211). Καί συνεχίζει: «Ὅσοι τόμοι καί ὅσες βιβλιοθῆκες κι ἄν ἔχουν γραφῆ ἐπάνω στό ζωτικότατο ζήτημα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, δέν μπόρεσε νά σκοτισθῆ τούτη ἡ ἁπλούστατη ἀλήθεια πού τή νιώθει εὐθύς ἀμέσως καί ὁ ἁπλοϊκότερος ἄνθρωπος ὅταν διαθέτη λίγη ἁγνή σκέψι: Ὅταν ξεκινήσης ἀπό τήν ὕλη, ἀπό τήν ὑλική δυναμικότητα, τότε ἕνας μόνο ρυθμιστής ὑπάρχει στίς σχέσεις αὐτές: ἡ ὑλική ὑπεροχή. Καί μιά μόνο δικαιοσύνη: τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου, “τό τοῦ κρείττονος ξυμφέρον”, ὅπως ἔλεγε στό Σωκράτη ὁ Θρασύμαχος· τό μεγάλο ψάρι πού τρώει τό μικρό καί στίς ἡμέρες μας ὅπως καί πρίν, χιλιάδες χρόνια τώρα. Γιά νά ἐκτοπισθῆ ἀπό ρυθμιστής ἡ ὑλική ὑπεροχή πρέπει κάποιος ἄλλος ρυθμιστής νά ἔρθη νά τήν ἐκτοπίση. Καί αὐτός ὁ ρυθμιστής θά μπορέση νά ἔρθη, ὅταν στηριχθῆ σέ μιά πνευματική δυναμικότητα τέτοια, πού θά μπορέση νά δαμάση τήν ὑλική ὑπεροχή. Χωρίς τήν πνευματική δυναμικότητα, δέν μπορεῖ νά ἔχη θέσι ἡ κοινωνική δικαιοσύνη σάν ρυθμιστής στίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Σάν τό περιστέρι ἐκεῖνο τοῦ κατακλυσμοῦ θά γυρίζη ἄπρακτη γιατί δέν βρῆκε ποῦ νά σταθῆ. Τοῦ κάκου καί οἱ ἐπαναστάσεις, τοῦ κάκου καί οἱ αἱματοχυσίες καί τά πλάνα συνθήματα, πού τά μεταχειρίζεται τό ἔγκλημα γιά νά ἐξασφαλίζη τήν ἀσυδοσία στήν καταστροφή, νά δίνη στήν ἀδικία ὅλο καί ὀξύτερη μορφή, καί στή θέσι τῆς ἀδικίας μέ τήν ἄθλια καλύβα νά φέρνη τήν ἀδικία μέ τόν δεσμοφύλακα καί τίς ἁλυσίδες. Γι᾽ αὐτό τό αἴτημα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης θά τό καταλάβη μόνο ὁ πνευματικός ἄνθρωπος καί θά τό κάνη πραγματικότητα μόνο ὁ πνευματικός ἄνθρωπος. Γι᾽ αὐτό τό λόγο ἡ ἄρνησι τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν ἤτανε ἡ ἄρνησι τοῦ βάθρου γιά νά γίνη πραγματικότητα τό αἴτημα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Γι᾽ αὐτό τό λόγο μένει πάντα ἡ ἀλήθεια ἡ αἰώνια: Ὅποιος πολεμάει τό Χριστιανισμό, πολεμάει συγχρόνως καί κάθε δυνατότητα νά δοῦμε ἐπιτέλους ἀντί γιά τούτη ἤ ἐκείνη τή βία, ρυθμιστή τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων τή δικαιοσύνη καί τήν ἀγάπη. Καί… τό Χριστιανισμό τόν πολεμᾶνε ὄχι μόνο ὁ μανιακός ὑλιστής πού λακτίζει πρός κέντρα, μά καί ἐκεῖνος πού τόν ὑπονομεύει στήν ψυχή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου μέ τήν ἀδιαφορία του, μέ τήν μεγαλόπρεπη τάχα εἰρωνεία του, ἤ μέ τήν “εὐμενῆ οὐδετερότητα” τήν ὁποία τηρεῖ, ὅταν ὁ Χριστιανισμός κάνη τή μεγάλη μάχη γιά τήν πνευματική τόνωσι τοῦ λαοῦ»(περ. Α, Μά ᾽49, 213). Ἀκολούθως μᾶς διαφωτίζει ὁ Ν. Ψαρουδάκης: «Ὅταν ἡ ἀστική ἔκδοσι τοῦ Ὑλισμοῦ ἀποκαλύφθηκε κι οἱ ἄνθρωποι στράφηκαν ἐναντίον του, τότε δημιουργήθηκε ὁ κομμουνισμός πού —ἐδῶ πρέπει νά προσέξη ὁ ἀναγνώστης— στράφηκε κατά τοῦ ἀστισμοῦ κοινωνικά καί πολιτικά, ἐνῶ κοσμοθεωριακά ἦταν ἀκριβές ἀντίγραφό του! Ἔτσι μέ τόν κοινωνικό καί πολιτικό ἀγῶνα κατά τοῦ ἀστισμοῦ, ὁ κομμουνισμός παρουσιάσθηκε στά μάτια τοῦ κόσμου ἐχθρός τοῦ ἀστισμοῦ καί ἐξαπάτησε τούς λαούς, μέ τήν ἀντιγραφή, ὅμως, τοῦ ἀστικοῦ Ὑλισμοῦ ὁ κομμουνισμός διέσωσε τό ὑλιστικό σῶμα τοῦ ἀστισμοῦ καί τό σχέδιο τοῦ διαβόλου ἔμεινε ἀνέπαφο! Ὁ κοινωνικός καί πολιτικός ἀντικαπιταλιστικός ἀγώνας τοῦ κομμουνισμοῦ εἶναι παραπλανητικές ταχυδακτυλουργικές χειρονομίες γιά νά μήν ἀντιληφθῆ τό ἀκροατήριο τῶν λαῶν τήν ἐπιχειρούμενη λαθροδιάσωσι τοῦ ἀστισμοῦ. Σ᾽ αὐτό τό τραγικό παιχνίδι πολλοί ἄνθρωποι ἀσφαλῶς συνέβαλαν ἀσυνείδητα. Ὅταν, ὅμως, ἕνα ἔργο προχωρῆ μέ τήν ἀσυνείδητη ἐργασία πολλῶν, τότε κάποιος ἄλλος ὁπωσδήποτε ἐνεργεῖ συνειδητά…»(ΚΦ, 228). Ἐπίσης: «Στό μαρξισμό συμβαίνει τό ἑξῆς: Ἡ φιλοσοφία του εἶναι ὑλιστική, τό σύστημά του εἶναι ἰδεαλιστικό. Ἡ φιλοσοφία του λέει: Δέν ὑπάρχει παρά μονάχα ὕλη. Ὅλα τά ἄλλα, Θεός, πνεῦμα, ἀνάστασι νεκρῶν, κρίσι καί ἀποκατάστασι σέ μιά αἰώνια ζωή εἶναι παραμύθια! Τό σύστημά του, ὁ σοσιαλισμός, λέει: Εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια. Δέν ὑπάρχει ἀτομικό συμφέρον, ἀλλά συμφέρον τῆς ὁλότητος. Ὁ ἕνας πρέπει νά φροντίζη γιά ὅλους καί ὅλοι γιά τόν ἕνα. Κάτω ἡ ἐκμετάλλευσι, ἡ ἀδικία καί ὁ πόλεμος! Κάτω ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία. Τί θά πῆ δικό μου καί δικό σου; Ὅλα κοινά! Ἡ ἀντίφασι εἶναι καταλυτική. Γιατί γιά νά ὑπάρχη ἀδελφότητα στούς ἀνθρώπους, γιά νά γίνη λόγος γιά δικαιοσύνη, ἰσότητα, εἰρήνη, ἀρετή, ἀγάπη, πρέπει νά φύγουμε ἀπό τή σφαίρα τῆς ὕλης, καί νά μποῦμε στή σφαίρα τῆς ἠθικῆς. Στή σφαίρα τῆς Φύσεως κυριαρχοῦν οἱ φυσικοί νόμοι, πού δέν ξέρουν τί πάει νά πῆ ἀγάπη καί δικαιοσύνη, δέν ξέρουν τί πάει νά πῆ “πλησίον” καί ἀδελφότητα. Ἕνα ξέρουν: τό ἄτομο, τό ἐγώ, τήν αὐτοσυντήρησι καί τόν ἀτομισμό! Πῶς, λοιπόν, ἡ ὕλη καί οἱ νόμοι της, θά δώσουν τό σύστημα τοῦ σοσιαλισμοῦ, τή στιγμή πού οἱ ἀρχές καί οἱ θέσεις του ἀνήκουν στόν ἠθικό κόσμο καί ὄχι στόν ὑλικό; Ὁ σοσιαλισμός, σύστημα δικαιοσύνης καί ἀνθρωπισμοῦ, μονάχα σέ μιά διδασκαλία ὅπως ἡ Χριστιανική, μπορεῖ νά σταθῆ καί νά προχωρήση. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ βία παραμένει, ἀναγκαῖο κακό, στά σοσιαλιστικά κράτη. Ἡ κατάργησι τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας ἐξαφανίζει τά ὑλικά κίνητρα γιά δουλειά, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἀτομικό συμφέρον. Γιά νά δουλέψη, ὅμως, κανείς πρέπει νά ἔχη κάποιο κίνητρο, εἴτε ὑλικό εἴτε ἠθικό. Ὁ μαρξισμός σάν φιλοσοφία ἀρνεῖται τή χριστιανική πίστι καί ἐξαφανίζει τά ἠθικά κίνητρα, σάν οἰκονομικό σύστημα καταργεῖ τήν ἀτομική ἰδιοκτησία καί ἐξαφανίζει τά ὑλικά κίνητρα! Ἔτσι βρίσκεται στό κενό! Καί βεβαιώνεται ἡ ἀλήθεια πώς δέν μποροῦμε μέ μιά φιλοσοφία ἀντιηθική, νά φτιάξουμε ἕνα ἠθικό σύστημα. Μονάχα ἡ πίστι στήν ἀνθρώπινη ἀξία μπορεῖ νά μᾶς δώση τό σύστημα, πού αὐτή τήν ἀξία θά τή σεβασθῆ. Γι᾽ αὐτό ἐμεῖς θεωροῦμε πώς μονάχα ἡ χριστιανική πίστι μπορεῖ νά εἶναι θεμέλιο γιά τήν ἀληθινή ἐπανάστασι στόν κόσμο. Μέ βάσι αὐτή τήν ἐπανάστασι, ἐμεῖς ὡς χριστιανοί ἀγωνιστές δέν θεωροῦμε ἐπανάστασι, οὔτε τόν ἀστισμό οὔτε τό μαρξισμό. Γιά μᾶς ὁ ἀστισμός καί ὁ μαρξισμός ἁπλῶς διαρρυθμίζουν τήν ἐγκόσμια φυλακή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστιανισμός, ὅμως, δέν ἦρθε γιά νά διαρρυθμίση, ἀλλά γιά νά καταργήση αὐτή τή φυλακή! Ἡ τραχειά φωνή τοῦ Ἀποστόλου ἀκούγεται ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων: “Αὐτός πού θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, αὐτός γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ”(Ἰακ 4, 4)! “Κόσμος” ἐδῶ ἐννοεῖται αὐτό πού μᾶς λέει ἡ Φυσιοκρατία τοῦ ἀστισμοῦ καί ὁ ὑλισμός τοῦ μαρξισμοῦ. Τό θέμα τῆς ἠθικῆς εἶναι θεμελιακό γιά τήν πραγματοποίησι τῆς κοινωνικῆς ἀλλαγῆς. Χωρίς καινούργιους ἀνθρώπους δέν γίνεται καινούργια κοινωνία. Αὐτό χριστιανικά εἶναι κοινός τόπος. Γι᾽ αὐτό χριστιανικά ὅλα ἀποβλέπουν κι ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τήν ἀναγέννησι τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς ἀναγεννημένους ἀνθρώπους ἡ ἀληθινή σοσιαλιστική ἀλλαγή θά εἶναι πάντα μιά οὐτοπία. Φέρνουμε ἕνα παράδειγμα: Ἔχουμε τρεῖς πολίτες πού χρειάζεται καθένας 50 μονάδες ἐθνικό εἰσόδημα γιά νά ζήση, δέν ἔχουν, ὅμως, ὅλοι τήν ἴδια παραγωγική ἱκανότητα. Ὁ πρῶτος, λόγω μορφώσεως καί σωματικῆς ὑγείας, παράγει 100 μονάδες εἰσόδημα, δηλαδή 50 μονάδες παραπάνω ἀπ᾽ ὅσα χρειάζεται. Ὁ δεύτερος παράγει 40 μονάδες, δηλαδή 10 μονάδες λιγότερες ἀπό ὅσα χρειάζεται, κι ὁ τρίτος δέν παράγει τίποτε γιατί εἶναι ἀνάπηρος. Γιά νά ὑπάρξη σοσιαλιστική λύσι πρέπει οἱ 140 μονάδες πού παρήχθησαν νά μοιραστοῦν στά τρία. Καί νά πάρη ὁ καθένας τό μερίδιο πού τοῦ ἀναλογεῖ, περίπου 47 μονάδες. Ἄν δέν γίνη ἡ διανομή αὐτή, τότε ὁ πρῶτος θά εὐπορῆ, ὁ δεύτερος θά ὑστερῆται καί ὁ τρίτος θά βγῆ στό δρόμο νά ζητιανεύη. Ὁπότε ὁ σοσιαλισμός θά ἔχη πάει περίπατο. Θά δεχθῆ, ὅμως, ὁ πρῶτος αὐτή τή λύσι; Ἤ μήπως θά πῆ: “Γιατί ἐγώ νά δουλεύω καί νά τρῶνε οἱ ἄλλοι· κορόιδο εἶμαι; Θά δουλεύω, λοιπόν, λιγότερο, ἴσα-ἴσα νά βγάζω αὐτά τά ὁποῖα χρειάζομαι καί ἄς γίνουν οἱ ἄλλοι ὅ,τι θέλουν!”. Ὁ δεύτερος πάλι θά σκεφτῆ: “Βγάζω λιγότερα ἀπ᾽ ὅσα χρειάζομαι. Γιατί νά κάμω προσπάθεια γιά περισσότερα, ἀφοῦ τό ἔλλειμά μου συμπληρώνεται ἀπό τό περίσσευμα τῶν ἄλλων;”! Ἔτσι, ὅμως, δέν βοηθᾶνε τό σύστημα. Πῶς πρέπει νά σκεφθοῦν αὐτοί οἱ πολίτες γιά νά διασωθῆ καί νά προχωρήση ὁ σοσιαλισμός; Ὁ πρῶτος πρέπει νά πῆ: “Ἔχω ὑγεία, μόρφωσι, δύναμι. Εἶμαι εὐτυχής πού μέ τά δῶρα αὐτά τοῦ Θεοῦ, μπορῶ νά ἐργάζωμαι ἀποδοτικά καί νά παράγω περισσότερα ἀπό ὅσα χρειάζομαι γιά νά ζῶ. Ἐπειδή, ὅμως, ἄλλοι ἀδελφοί μου δέν μποροῦν νά παράγουνὅσα χρειάζονται, γι᾽ αὐτό θά ἐντείνω τίς προσπάθειές μου νά ξεπεράσω τίς 100 μονάδες, ὥστε τό σύνολο νά μπορέση νά δώση σέ ὅλους τό ἀπαιτούμενο καί κανένας νά μήν ὑστερῆται!”. Ὁ δεύτερος θά πρέπει νά πῆ: “Δέν μπορῶ νά παράγω περισσότερα ἀπ᾽ ὅσα χρειάζομαι γιά νά συνεισφέρω κι ἐγώ στό σύνολο. Τουλάχιστον, ὅμως, θά φροντίσω νά παράγω ὅσα χρειάζομαι, ὥστε νά μή γίνωμαι ἡ ἀφορμή νά μειώνεται τό μερίδιο τῶν ἄλλων”. Τί, ὅμως, θά κάνη τούς πολίτες αὐτούς νά σκεφθοῦν ἔτσι; Ποιά πίστι θά τούς δώση τή δύναμι νά νικήσουν τόν ἑαυτό τους καί νά πράξουν ὡς ἠθικές προσωπικότητες; Ποιό στήριγμα θά ἔχουν γιά νά νικήσουν τούς πειρασμούς τῆς κάθε στιγμῆς; Μήπως στήριγμα καί πίστι γι᾽ αὐτό μπορεῖ νά εἶναι ἡ κοσμοθεωρία τοῦ Ὑλισμοῦ πού μηδενίζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξι, καταδικάζοντάς την σ᾽ ἕνα τάφο μέ εἴσοδο ἀλλά χωρίς ἔξοδο; Εἶναι ὁλοφάνερο πώς χωρίς τά ἠθικά κίνητρα τά ὁποῖα δίδει ἡ χριστιανική πίστι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ὁ σοσιαλισμός, ἀφοῦ κι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ζωή στό σύνολό της χωρίς τή χριστιανική πίστι παραμένει χωρίς νόημα! Γιατί, βέβαια, ὁ σοσιαλισμός πού σήμερα κρατιέται μέ τή βία, οὔτε τόν ἄνθρωπο τιμᾶ, οὔτε τό λαό σώζει. Ὁ σοσιαλισμός, ἑκατό τοῖς ἐκατό ἠθικό σύστημα, εἶναι καθαρά χριστιανικό σύστημα, καί εἶναι καιρός οἱ μαρξιστές νά τό καταλάβουν καί νά γίνουν χριστιανοί ἤ οἱ χριστιανοί νά γίνουν ἐπαναστάτες στή θέσι τῶν μαρξιστῶν! Ἡ φράσι τοῦ Εὐαγγελίου “Μακάριον ἐστί διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν”(Πρξ 20, 35) εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ σοσιαλισμοῦ. Γιά νά μήν ἀναφέρουμε τή φράσι τοῦ Ἀποστόλου πού ἔγινε τό παγκόσμιο σύνθημα τοῦ σοσιαλισμοῦ “Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω”(Β´ Θεσ 3, 10)! Καί τό ἄλλο ἐκεῖνο γιά τήν ἰσότητα: “Τό πλεόνασμα τοῦ ἑνός ἀναπληρώνει τό ὑστέρημα τοῦ ἄλλου, ὥστε νά γίνεται μεταξύ σας ἰσότης”(Β´ Κορ 8, 14)! Καθώς καί τό χρυσό κανόνα τῆς σοσιαλιστικῆς δημοκρατίας: “Ὅποιος ἀνάμεσά σας θέλει νά εἶναι πρῶτος, νά εἶναι ὑπηρέτης ὅλων τῶν ἄλλων”(Μθ 20, 27)! Ἄρχοντας στή χριστιανική γλῶσσα αὐτό πάει νά πῆ: Νἆσαι πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας γιά νἆσαι ὑπηρέτης τοῦ λαοῦ καί ὄχι γιά νά μένης σέ ἀνάκτορα καί νά παίρνης μεγάλους μισθούς!»(ΜΚ, 25). Ἀκόμα: «Ἡ σωστή ἐλευθερία ἐκφράζει τή Φύσι, δέν τή διαστρέφει. Ἄν τό μεγάλο ψάρι εἶναι ἐλεύθερο νά φάη τό μικρό, αὐτό δέν μπορεῖ νά ἔχη τήν ἴδια ἐφαρμογή καί στόν ἄνθρωπο, ὅπως θέλει ἡ ἀστική φυσιοκρατία. Ὅταν τό μεγάλο ψάρι τρώη τό μικρό ἐκφράζεται ἡ φυσική τάξι τοῦ ψαριοῦ. Ὅταν ὁ ἰσχυρός ἀνθρωπος ἐκμεταλλεύεται τόν ἀδύνατο, δέν ἐκφράζεται ἡ φυσική τάξι τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά τοῦ ζώου. Ὁ ἐκμεταλλευτής καί βιαστής διαστρέφει τήν ἀνθρώπινη φυσική τάξι κι ἀπό ἄνθρωπος γίνεται καρχαρίας ἤ βόας ἤ τίγρης! Δέν εἶναι, λοιπόν, ἐλευθερία ἀλλά δουλεία ἡ καταπίεσι καί ἡ ἀδικία καί τό ἀστικό σύστημα καί στό θέμα αὐτό ἔχει πέσει τελείως ἔξω»(ΜΚ, 14). Τονίζει ἐπιπλέον: «Ὁ ἀστισμός, σύμφωνα μέ τή φιλοσοφία του πού θεωρεῖ ἀνώτατη ἀρχή τή φύσι, μεταφέρει στήν ἀνθρώπινη κοινωνία τούς νόμους τῆς φύσεως (αὐτοσυντήρησι, διαιώνισι, ὑπεροχή κ.ἄ.) καί μέ βάσι αὐτούς ὀργανώνει τό σύστημα τοῦ ἐλευθέρου ἀνταγωνισμοῦ καί τοῦ οἰκονομικοῦ ἀστισμοῦ ὅπου τό ἄτομο κινεῖται μέ γνώμονα τό ἀτομικό συμφέρον. Τά κίνητρα στό ἀστικό σύστημα εἶναι ὑλικά κι ὅσο κι ἄν τά κίνητρα αὐτά εἶναι ζωώδη, ὅμως, ἀνταποκρίνονται στή Φυσική Τάξι πού εἶναι πανίσχυρη. Πῶς, λοιπόν, ὁ σοσιαλισμός θά πολεμήση αὐτή τήν πραγματικότητα γιά νά γκρεμίση τό ἀστικό σύστημα καί νά στηρίξη τό δικό του, ὅταν χρησιμοποιῆ κι αὐτός τήν ἴδια ὑλιστική κοσμοθεωρία; Πῶς, μέ τήν ἀστική κοσμοθεωρία πού ὁδηγεῖ στόν οἰκονομικό ἀτομισμό, ὁ σοσιαλισμός θά φτάση στή συλλογική ἰδιοκτησία καί τήν κοινοκτημοσύνη; Τί εἶναι αὐτό πού θά ἀλλάξη τήν ἀστική συνείδησι σέ σοσιαλιστική, ὅταν ὁ σοσιαλισμός ἔχη τήν ἴδια μέ τόν ἀστισμό φιλοσοφική θεμελίωσι; Ὁ ἀστισμός ἔχει τά ὑλικά κίνητρα γιά δουλειά, ὁ σοσιαλισμός τά κίνητρα αὐτά τά καταργεῖ ἀφοῦ καταργεῖ τήν ἀτομική ἰδιοκτησία καί τό ἀτομικό συμφέρον. Κι ἐρωτᾶται: Μέ τί θά ἀντικαταστήση τά ὑλικά κίνητρα γιά νά μπορῆ τό ἄτομο νά ἐργάζεται μέ τόν ἴδιο ζῆλο χωρίς τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ νά προκόψη ὁ σοσιαλισμός; Μποροῦν σέ μιά ὑλιστική κοσμοθεωρία νά ὑπάρξουν κίνητρα ἄλλα ἐκτός ἀπό ὑλικά; Ἄν ὁ μαρξισμός ἔχει δίκηο πού λέει πώς “ἡ ὕλη εἶναι τό πᾶν” καί “μεταθανάτια ζωή δέν ὑπάρχει”, τότε αὐτός πού δικαιώνεται δέν εἶναι ὁ σοσιαλισμός πού μιλάει γιά ἀλληλοβοήθεια καί δικαιοσύνη, δηλαδή θυσία γιά τόν πλησίον, ἀλλά ὁ ἀστισμός πού κτίζει πάνω στό ἔνστικτο καί τήν ὁρμή πού εἶναι δυνάμεις ἠθικά τυφλές ἀλλά βιολογικά πανίσχυρες μέσα στόν ἄνθρωπο κι ἡ ἠθική τοῦ “φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν” ἔχει βαθιές ρίζες στήν ἀνθρώπινη ματαιότητα! Κι ἄν ὁ ὑλιστικός οὑμανισμός ἔχει δίκηο πού λέει, πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ αὐθεντία τοῦ ἑαυτοῦ του, πώς δέν ὑπάρχει ἑπομένως καμμιά ἄλλη ἀρχή πάνω ἀπ᾽ αὐτόν, αὐτός μέτρο ὅλων τῶν ἀξιῶν, τότε αὐτός πού δικαιώνεται δέν εἶναι ὁ σοσιαλισμός μέ τό ἠθικό του εὐαγγέλιο, ἀλλά ὁ ἀστισμός πού ἀκολουθεῖ τή φωνή τῆς Φύσεως, τήν τάξι τῆς δυνάμεως τῶν φυσικῶν νόμων, πού ἐκλεκτός τους εἶναι ὁ βιολογικά ἰσχυρός κι ὄχι ὁ ἠθικά καλός. Χωρίς τήν πίστι στή Χριστιανική μεταφυσική πού δικαιώνει καί χαράσσει τήν πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς, μόνη της ἡ φωνή τῆς φύσεως ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν ἀτομισμό κι ὄχι στόν ἀλτρουϊσμό, στήν ἐκμετάλλευσι τῶν ἀδυνάτων κι ὄχι στήν αὐτοθυσία γιά χάρι τους. Τά πράγματα εἶναι σαφῆ κι οἱ ὑλιστές σοσιαλιστές εἶναι καιρός νά τό καταλάβουν»(ΜΟ, 46). Τέλος: «Ἐνῶ ὁ ἀστισμός κρατιέται μέ τά ὑλικά κίνητρα πού εἶναι καρπός τῆς κοσμοθεωρίας του, ὁ σοσιαλισμός ἔχοντας τήν ἴδια κοσμοθεωρία μένει ἀκάλυπτος: Καταργεῖ τήν ἀτομική ἰδιοκτησία στά παραγωγικά μέσα καί χάνει τά ὑλικά κίνητρα. Ἀρνεῖται τή χριστιανική διδασκαλία καί χάνει καί τά Ἠθικά κίνητρα! Πῶς, λοιπόν, φτωχός, ἀνάπηρος κι ἀπωθητικός, νά κερδίση στή μάχη τῆς ἀνθρωπότητος;»(ΜΟ, 52).   Ὁ Ἀλ. Τσιριντάνης ἐπισημαίνει: «Ἡ μεγάλη πολιτική εἶναι στό βάθος πνευματική πολιτική. Ἐξάλλου, ὅμως, εἶναι καί δημοκρατική, ἐξαρτᾶται δηλ. ἀπ᾽ τίς ψήφους τοῦ λαοῦ. Καί τά δύο αὐτά εἶναι δύσκολο νά συμβιβασθοῦν. Πνευματικότητα θά πῆ, δυστυχῶς, οἱ λίγοι. Δημοκρατία καί ψῆφος θά πῆ οἱ πολλοί. Ἐπιπλέον, αὐτή τή στιγμή ἔχουμε μία ἀνθρωπότητα, πού δέν βρίσκεται στήν πνευματική της “φόρμα”, αὐτό δέ ἰσχύει εἰδικότερα γιά τόν τόπο μας, ὅπου ἐμφανίζονται τόσα καί τόσα συμπτώματα πνευματικῆς κοπώσεως καί ὑποτονίας. Ἐρωτᾶται, λοιπόν: εἶναι δυνατόν καί εἶναι δίκαιο καί εἶναι ὑγιῶς “πνευματικό” νά ζητήσουμε ἀπ᾽ τόν πολιτικό ν᾽ ἀγνοήση αὐτή τήν πραγματικότητα καί ἄρα ν᾽ ἀναλωθῆ σ᾽ ἕνα πνευματικό κήρυγμα, τό ὁποῖο αὐτή τή στιγμή δέν ἔχει ἀπήχησι στούς πολλούς; Θά ἀποτελοῦσε, λοιπόν, φαρισαϊσμό, ἄν ζητούσαμε ἀπ᾽ τόν πολιτικό νά φέρη μόνος του τό βάρος μιᾶς πρός τά ἄνω πορείας τῆς μάζας. Ἀλλά ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά καί ἡ ἐθελοδουλία στήν κατωτερότητα δέν ἀποτελεῖ πολιτική. Προβάλλει, λοιπόν, τό ἐρώτημα: πρέπει ἄραγε νά προηγηθῆ ἡ μεγάλη πολιτική, ἡ ὁποία θ᾽ ἀνεβάση τό ἐπίπεδο τῆς πολιτικῆς ζωῆς τοῦ τόπου, ἤ ἀντιστρόφως τό καθόλου πνευματικό ἀνέβασμα τοῦ λαοῦ, τό ὁποῖο θά κάνη δυνατή καί, ἄς ποῦμε ἔτσι, ρεαλιστική τή μεγάλη πολιτική; Ἡ ἀπάντησι, φρονοῦμε, εἶναι ὅτι οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο θά προηγηθῆ. Καί τά δύο θά γίνουν ταυτόχρονα καί παράλληλα. Ἄς ὑπενθυμίσω ὡς εἰκόνα πῶς κατασκευάζονται οἱ μεγάλες σήραγγες. Δέν κατασκευάζονται μέ τό ν᾽ ἀρχίσουν ἀπ᾽ τή μία πλευρά τοῦ βουνοῦ. Ἀλλά ἀρχίζουν ταυτόχρονα καί ἀπ᾽ τίς δύο πλευρές καί κάπου στό μέσο συναντῶνται ὅσοι ξεκίνησαν οἱ ἀπ᾽ τή μία καί τήν ἄλλη πλευρά. Τό ἴδιο πρέπει νά γίνη κι ἐδῶ. Οὔτε μόνη της ἡ μεγάλη πολιτική θά ἐπωμισθῆ τό ἔργο τῆς ἀνυψώσεως τῆς ὅλης ἐθνικῆς μας ζωῆς, παλεύοντας μέ μία πνευματική ὑποβάθμισι, τήν ὁποία κανείς ἄλλος δέν καταπολεμεῖ, οὔτε, ὅμως, θά περιμένη νά γίνη πρῶτα ἡ ἀνύψωσι αὐτή ἀπό ἄλλους παράγοντες. Πρέπει νά γίνη παράλληλη προσπάθεια τόσο ἀπ᾽ τήν πολιτική ὅσο καί ἀπ᾽ τήν ὅλη πνευματική ἡγεσία τοῦ τόπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό πολιτικό ἀνέβασμα εἶναι νοητό μόνο ἐφόσον παράλληλα γίνεται προσπάθεια γιά τό συνολικό πνευματικό ἀνέβασμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἐπιμένουμε στήν εἰκόνα, παρμένη ἀπ᾽ τόν Ν. Ι. Σαρίπολο, ὅτι μέ δύο πόδια βαδίζει ὁ ἄνθρωπος, καί δέν μπορεῖ νά βαδίση στερεά μ᾽ ἕνα μόνο πόδι. Κι ἐδῶ τά δύο πόδια θά εἶναι τό ἔργο τοῦ πολιτικοῦ ἀφενός, τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ ἀναμορφωτῆ ἀφετέρου. Ὁ πολιτικός θά κάνη μεγάλη πολιτική μέσα σ᾽ ἕνα λαό, στόν ὁποῖο συντελεῖται ἤδη ζύμωσι γιά πνευματική ἀνύψωσι γενικά. Καί πάλι ὁ πνευματικός ἐργάτης θά ἀποδυθῆ στήν προσπάθεια τῆς καθολικῆς πνευματικῆς ἀνυψώσεως, ἔχοντας ὑπόψιν ὅτι μ᾽ αὐτό ἐπηρεάζεται, ἀνυψώνεται ποιοτικά καί ἡ πολιτική ζωή τοῦ τόπου»(ΕΔ, 102). Ἐπίσης: «Κάθε ἄτομο, κάθε ἀνθρωπίνη προσωπικότητα, μέσα στίς τόσες δυνατότητες μέ τίς ὁποῖες ὁ Θεός τό ἔχει προικίσει, ἔχει μέσα του κι αὐτή τή δυνατότητα, τήν ἀνωτέρα ἴσως ἀπ’ ὅλες. Ἔχει ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε, “δυνατότητα τῆς κιβωτοῦ”. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ, βέβαια, μέσα σ’ ἕνα σύνολο ἀπ’ τό ὁποῖο ἐπηρεάζεται καί τό ὁποῖο ἐπηρεάζει… Δέν εἶναι, ὅμως, ἄψυχο robot, δέν εἶναι ἄβουλος δοῦλος οὔτε καί τοῦ συνόλου. Ἔχει τή δυνατότητα νά συντηρῆ μέσα του τό θησαυρό τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ὁ,τιδήποτε κι ἄν γίνεται ἀπέξω, καί ν’ ἀκτινοβολῆ γύρω του, ὁσοδήποτε πυκνό καί ἄν εἶναι γύρω του τό σκοτάδι»(ΕΚΚ, 128).